Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 458/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός       458/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου Εφέτη και Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη – Εισηγητή και από τη  Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> που εδρεύει στο Δήμο ……. και εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Μάρκο Δάρα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «………..>> που εδρεύει τυπικά στην …. Θήρας, αλλά στην πραγματικότητα  στον Πειραιά με ΑΦΜ …. και 2) …………., οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Μιχαήλ Νταλάκο, [ΝΤΑΛΑΚΟΣ ΦΑΣΟΛΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ)

Η εκκαλούσα  άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) την από 28/6/2022  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 330/2024 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή.

Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την από 8.11.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ ………../2024 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ. ……../2024 έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας,  αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις του και με σχετική δήλωσή του,  σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί  να συζητηθεί  η ένδικη έφεση, χωρίς να παρασταθούν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 8.11.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ …………/2024 και  αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ. …………/2024 κρινόμενη έφεση της εκκαλούσας- ενάγουσας, κατά της υπ’ αριθμ. 330/2024 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ.), ήτοι εντός της προβλεπομένης στις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.2ΚΠολΔ καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (23/1/2024) και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους εφεσίβλητους δεδομένου ότι η ένδικη έφεση ασκήθηκε δια καταθέσεως ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 8/11/2024 ενώ καταβλήθηκε για την έφεση το νόμιμο παράβολο (e-Παράβολο) ποσού 150 ευρώ με αριθμό ………………, το οποίο επισυνάπτεται στην ……/…. έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ).  Πρέπει, επομένως, η έφεση να   γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 τουΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 28.6.2022 αγωγή της εκθέτει ότι στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των εταιρικών σχέσεων των συμμετεχόντων στην εταιρεία με την επωνυμία ………… φυσικών προσώπων (συνεταίρων) η οποία ήταν αρχική κύρια μέτοχος της ιδίας της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, καταρτίσθηκε το από 12-6-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων ότι οι η ενάγουσα θα αποκτούσε  και όχι οι εκπροσωπούντες την ενάγουσα συνεταίροι  εντός τριών ημερών την κυριότητα του φουσκωτού Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφους της εναγομένης «Γ» μέσω της εταιρείας ……………… ή οποιασδήποτε άλλης εταιρείας ή προσώπου εκείνη θα υποδείκνυε. Ότι σε εκτέλεση του ανωτέρω όρου της σύμβασης που διατείνεται ότι συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου με τρίτο δικαιούχο δανειστή την ίδια την ενάγουσα, η ……………… στις 22-6-2017 δια των διαχειριστών της που αναφέρονται στην αγωγή υπέδειξε τον νόμιμο εκπρόσωπο της καθ’ης και ήδη δεύτερο εναγόμενο να μεταβιβάσει την  κυριότητα, νομή και κατοχή του παραπάνω φουσκωτού στην ενάγουσα και να το παραδώσει στην ενάγουσα. Ότι η πρώτη εναγομένη καθυστερούσε λόγω διαφόρων ζητημάτων που πρόβαλε ως δικαιολογία μεταξύ των οποίων και ζητήματα νομιμοποίησης και εκπροσώπησής της που όμως λύθηκαν στις 27-4-2018 και επομένως μπορούσε να υλοποιηθεί η μεταβίβαση, η οποία όμως δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί για λόγους οφειλόμενους στην υπαίτια συμπεριφορά των εκπροσώπων της πρώτης εναγόμενης. Ότι η ενάγουσα ως τρίτη στην ως άνω καταρτισθείσα σύμβαση υπέρ τρίτου δικαιούται να ζητήσει να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη σε καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως προς το σκοπό της μεταβίβασης προς αυτήν του ανωτέρω φουσκωτού, άλλως αποζημίωση ίση με την αξία του ανωτέρω φουσκωτού, καθώς και αποζημίωση από διαφυγόντα κέρδη που απώλεσε από την υπαίτια αντισυμβατική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα η ενάγουσα ζητεί : α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να προβεί σε δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης περί μεταβιβάσεως στην ενάγουσα της κυριότητας του φουσκωτού επιβατηγού τουριστικού σκάφους «Γ» δικής της κυριότητας χωρίς καταβολή ανταλλάγματος από την ενάγουσα, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παραδώσει στην ενάγουσα τη νομή και κατοχή του εν λόγω σκάφους, άλλως για την περίπτωση που δεν το πράξει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των 135.000 € που αντιστοιχεί στην αξία του σκάφους, γ) να υποχρεωθούν και οι δυο εναγόμενοι, η πρώτη ως πρωτοφειλετιδα και ο δεύτερος ως εγγυητής, να της καταβάλουν ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη εκ της υπερημερίας της πρώτης εναγόμενης το ποσό των 291.229 € που αντιστοιχεί στα διαφυγόντα κέρδη της, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας και επιδικίας καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού δίκασε την άνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφασή του, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και καταδίκασε την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων την οποία όρισε στο ποσό των 7.700 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής ήδη παραπονείται η εκκαλούσα  με την υπό κρίση έφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση έτσι ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 949 Κ.Πολ.Δ. «Όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βούλησης, η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση γίνει τελεσίδικη. Αν η καταδίκη σε δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή, η δήλωση βούλησης θεωρείται ότι έγινε από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε υπερημερία αποδοχής της». Με τη διάταξη αυτή, η οποία είναι ουσιαστικού δικαίου κατά το μέρος της που ανάγει την εκβιαζόμενη δήλωση βούλησης σε περιεχόμενο παροχής, θεσμοθετείται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρεώσεώς του προς επιχείρηση νομικής πράξεως, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι έγινε από της τελεσιδικίας της αποφάσεως που καταδικάζει τον οφειλέτη σε σχετική δήλωση βουλήσεως. Προϋπόθεση είναι αφενός μεν η ιδιότητα του ενάγοντος ως φορέα της αξίωσης να δεχθεί τη δήλωση αυτή και αφετέρου η ιδιότητα του εναγομένου ως οφειλέτη της. Η υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στη δήλωση βούλησης του προς τον ενάγοντα πρέπει να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δημιουργούν νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στην αξιούμενη δικαιοπραξία, απορρέουσα είτε απευθείας από το νόμο είτε από σύμβαση την οποία ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα. Συνήθως έχει ως γενεσιουργό λόγο τη δικαιοπραξία και κατευθύνεται προς επιχείρηση άλλης δικαιοπραξίας, ενώ αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ (ΑΠ 1656/2022, 695/2021, 1642/2018).Περαιτέρω κατά το άρθρο 410 ΑΚ, αν κάποιος δεχθεί υπόσχεση παροχής υπέρ τρίτου, μπορεί να απαιτήσει να καταβάλει στον τρίτο αυτός που υποσχέθηκε. Σύμβαση υπέρ τρίτου γεννάται εφόσον οι συμβαλλόμενοι συμφωνήσουν να επέλθει κάποιο νομικό αποτέλεσμα υπέρ τρίτου προσώπου, που δεν μετέσχε στην κατάρτιση της σύμβασης και αυτό πρέπει να προκύπτει από τη σύμβαση. Πρόκειται επομένως για τριμερή (τριγωνική) συμβατική σχέση. Στη σύμβαση υπέρ τρίτου ονομάζεται υποσχεθείς αυτός που δεσμεύεται να προβεί σε κάποια παροχή (που μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη) προς τον τρίτο, δέκτης της υπόσχεσης το άλλο μέρος της σύμβασης (αντισυμβαλλόμενος) που δέχεται την υπόσχεση του πρώτου για παροχή και τρίτος, αυτός στον οποίο οι δύο πρώτοι συμφωνούν να γίνει η καταβολή της παροχής. Η σχέση που συνδέει τον υποσχεθέντα με τον δέκτη της υπόσχεσης ονομάζεται σχέση κάλυψης, ενώ η σχέση μεταξύ του τρίτου και του δέκτη της υπόσχεσης, σχέση αξίας. Η οποιαδήποτε υποσχετική σύμβαση (αμφοτεροβαρής ή ετεροβαρής) μπορεί να καταρτιστεί με τη μορφή της σύμβασης υπέρ τρίτου, δηλαδή με κάποια από τις παροχές να κατευθύνεται προς τρίτο μη συμβαλλόμενο μέρος. Ανάλογα αν κατά το περιεχόμενο της σύμβασης υπέρ τρίτου θα αποκτήσει ο τρίτος άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα, μπορώντας να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα απευθείας εκπλήρωση της παροχής ή μόνο ο δέκτης της υπόσχεσης θα μπορεί να αξιώσει από τον υποσχεθέντα την παροχή προς τον τρίτο, διακρίνεται η σύμβαση υπέρ τρίτου σε γνήσια και μη γνήσια. Μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ή νόθος ή ατελής, καταχρηστική ή εξουσιοδοτική) υπάρχει όταν μόνο ο δέκτης της υπόσχεσης έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα την εκπλήρωση της συμφωνηθείσης παροχής στον τρίτο. Ο τρίτος δεν αποκτά κανένα άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα και συνεπώς, δεν μπορεί να εγείρει ευθέως αξιώσεις κατά του υποσχεθέντος. Ο υποσχεθείς αυτή τη δέσμευση αναλαμβάνει και καταβάλλοντας στον τρίτο εκπληρώνει την υποχρέωσή του απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό του και ελευθερώνεται. Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άλλως τέλεια ή δικαιωματική), η οποία είναι και το αντικείμενο της ρύθμισης των άρθρων 410 επ, υπάρχει όταν ο τρίτος αποκτά άμεσα και αυτοτελώς δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα την παροχή και ως εκ τούτου, εκτός από το δικαίωμα του δέκτη της υπόσχεσης να απαιτήσει την καταβολή προς τον τρίτο, υφίσταται και ένα ανεξάρτητο δικαίωμα του ίδιου του τρίτου να απαιτήσει την καταβολή από αυτόν που υποσχέθηκε. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως καθυστερημένης ή πλημμελούς εκπληρώσεως της παροχής από μέρους του υποσχεθέντος, ο τρίτος αποκτά το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή απευθείας από αυτόν που υποσχέθηκε, αν αυτό προκύπτει από τη θέληση των μερών που έχουν συμβληθεί ή συνάγεται από τη φύση και το σκοπό της σύμβασης. Τα κριτήρια που τάσσει ο νόμος, για τη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου είναι η ρητά εκπεφρασμένη ή συναγόμενη βούληση των συμβληθέντων ή η φύση και ο σκοπός της σύμβασης. Η ΑΚ 411 είναι διάταξη ενδοτικού δικαίου και ο θεσμός της σύμβασης υπέρ τρίτου, διέπεται από την αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης. Η έρευνα λοιπόν, ως προς τη βούληση των μερών προηγείται και είναι αποφασιστική. Η φύση και ο σκοπός της συμβάσεως έχουν δευτερεύουσα και βοηθητική σημασία, αν δεν προκύπτει σαφής βούληση των μερών. Η θέληση των συμβληθέντων μερών να αποκτήσει ο τρίτος, άμεσο και ανεξάρτητο από την αξίωση του δέκτη της υπόσχεσης, δικαίωμα να απαιτήσει απευθείας την παροχή, πρέπει είτε να εκδηλώνεται ρητά, είτε να συνάγεται ερμηνευτικά. Στην τελευταία περίπτωση τίθεται θέμα ερμηνείας της σύμβασης με βάση τις γενικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 232/2023 ΝΟΜΟΣ).Τέλος με τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, αίρονται οι ασάφειες ή καλύπτονται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών. Οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες εφαρμόζονται, όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μιας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο, ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων (ΑΠ 1324/2018 ΝΟΜΟΣ). Οι ανωτέρω διατάξεις αποσκοπούν στην ερμηνεία της δήλωσης βούλησης και καθεμία από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή, την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή, την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη και σταθμίζει, με διαφορετική, κατά περίπτωση, βαρύτητα, πλην άλλων, τα συμφέροντα των μερών και, κυρίως, εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος (ΑΠ 737/2000, ΑΠ 337/2000), το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνήθειες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί, καθώς και την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών (ΑΠ 1360/2017, ΑΠ 220/2016, ΑΠ 934/2014). Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητά, είτε να προκύπτει από αυτήν έμμεσα, όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της, ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο, αναζητώντας την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, προβαίνει σε ερμηνεία της σύμβασης, η οποία (ερμηνεία) αποκαλύπτει ότι το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε κενό ή αμφιβολία, σχετικά με τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων, τα οποία ακριβώς δημιούργησαν την ανάγκη να καταφύγει τελικά στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ. (ΑΠ 1431/2022, ΑΠ 1531/2017, ΑΠ 25/2016, ΑΠ 441/2015). Έμμεση διαπίστωση υπάρχει και όταν το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της σύμβασης, στο συσχετισμό των όρων της, καταφεύγοντας, για το σχηματισμό της κρίσης του, για τη μορφή και το περιεχόμενο της, σε έγγραφα και λοιπά στοιχεία εκτός αυτής ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της (ΑΠ 252/2016, ΑΠ 44172015). Το δικαστήριο, όταν ερμηνεύει, κατά τα άνω, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και να εξειδικεύσει τις αρχές αυτές, δεν δεσμεύεται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (ΑΠ 934/2014, ΑΠ 211/2011) και δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί μόνο στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να αρκεστεί και στοιχεία εκτός της σύμβασης, που θα προταθούν από τους διαδίκους (ΑΠ 315/2016, ΑΠ 934/2014, ΑΠ 737/2001). Η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη ή μη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βούλησης ή ασάφειας στη διατύπωσή της, έστω και έμμεσα εκφερόμενη, ανάγεται στην ουσία και δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 738/2018, ΑΠ 1597/2017), εκτός αν, από όσα το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, δεν διευκρινίζεται η θέση του στο ζήτημα, αν υπάρχει ή όχι κενό ή ασάφεια στη δήλωση βούλησης, αφού από την καταφατική ή αποφατική απάντηση στο ζήτημα αυτό, εξαρτάται αν θα εφαρμοστούν ή όχι οι παραπάνω ερμηνευτικές διατάξεις. Όταν η ελεγχόμενη δήλωση βούλησης είναι πλήρης και σαφής και δεν καταλείπει αμφιβολία για το περιεχόμενο της, τότε δεν υφίσταται περίπτωση προσφυγής στους προαναφερόμενους κανόνες (ΑΠ 46/2023, 45/2019, 366/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση  όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, λαμβανόμενα υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία (έγγραφα) αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των με αριθμούς ……../13-1-2023 και …../13-1 – 2023 ενόρκων βεβαιώσεων που δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς . …… η πρώτη και της συμβολαιογράφου Αθηνών …… η δεύτερη κατόπιν προηγούμενης νόμιμης κλήτευσης των εναγόμενων προ δύο εργάσιμων ημερών (βλ. εκθέσεις επίδοσης της γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων με αριθμούς …./10-1-2023 και ……./10-1 – 2023 προς έκαστο των εναγομένων του Δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………), καθώς και την ένορκη κατάθεση του ………….. με αριθμό …../31-1-2023 που δόθηκε σε αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν από τους εναγόμενους στις προτάσεις τους πρωτοβαθμίως ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… μετά από νομότυπη κλήτευση των τελευταίων  προ δύο εργάσιμων ημερών (βλ. εκθέσεις επίδοσης της γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων με αριθμούς …../26-1-2023 και ……/26-1-2023 προς έκαστο των εναγομένων του Δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά . …….), όπως επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής του ν. 3182/2003 με καταστατικό σκοπό την απόκτηση κυριότητας, την εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων ή μη πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4256/2014, όπως ισχύει. Το εταιρικό της κεφάλαιο ανέρχεται σε 20.000 ευρώ, διαιρούμενο σε 200 ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας 100 ευρώ η καθεμία. Ιδρυτής αυτής ήταν ο …………… που κατά τη σύστασή της κατέβαλε το ποσό των 100 ευρώ και ανέλαβε μια ανώνυμη μετοχή (μέτοχος σε ποσοστό 0,5% του εταιρικού κεφαλαίου της) και η εταιρεία με την επωνυμία <<………….>> (στην ελληνική γλώσσα <<………………) και χάριν συντομίας <<…………….>>, η οποία κατέβαλε το ποσό των 19.900 ευρώ, ανέλαβε 199 ανώνυμες μετοχές και είναι μέτοχος της ενάγουσας σε ποσοστό 99,5%. Η πρώτη εναγόμενη ομοίως τυγχάνει ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής του ν. 3182/2003 με καταστατικό σκοπό την απόκτηση κυριότητας, την εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων ή μη πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4256/2014, όπως ισχύει. Το εταιρικό της κεφάλαιο ανέρχεται σε 340.000 ευρώ, διαιρούμενο σε 3.400 ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας 100 ευρώ η καθεμία. Ιδρυτής αυτής ήταν ο ……….. που κατά τη σύστασή της κατέβαλε το ποσό των 100 ευρώ και ανέλαβε μια ανώνυμη μετοχή (μέτοχος σε ποσοστό 0,03% του εταιρικού κεφαλαίου της) και η εταιρεία με την επωνυμία <<………………>> (στην ελληνική γλώσσα <<…………) και χάριν συντομίας <<……………..>>, η οποία κατέβαλε το ποσό των 339.900 ευρώ, ανέλαβε  199 ανώνυμες μετοχές και είναι μέτοχος της πρώτης εναγόμενης σε ποσοστό 99,5%.Παράλληλα τόσο η ενάγουσα, όσο και η πρώτη εναγόμενη είχαν την ίδια ακριβώς διάρθρωση, ήτοι ιδρυτές, μετόχους, διοικητικά συμβούλια, σκοπούς, έδρες και διάρκειες. Σημειωτέον δε ότι η προαναφερόμενη εταιρεία <<…………..>> είχε στη κυριότητά της το σύνολο σχεδόν των ανωνύμων μετοχών των δύο διαδίκων νομικών προσώπων ενώ η υπολειπόμενη μια ανώνυμη μετοχή σε καθεμία από αυτές άνηκε κατά κυριότητα στον …………… Ακολούθως η άνω βασική μέτοχος των δύο διαδίκων εταιρειών <<……………….>> έχει κατά τη σύστασή της εταιρικό κεφάλαιο 900.000 ευρώ, διαιρούμενο σε 9.000 ανώνυμες μετοχές, αξίας 100 ευρώ η καθεμία, οι οποίες αναλήφθησαν από τους ιδρυτές και αρχικούς μετόχους αυτής υπό τις εξής διακρίσεις: α) η εταιρεία με την επωνυμία <<…………….>>, εν συντομία ………….. της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ετύγχανε ο δεύτερος εναγόμενος ………….., ανέλαβε μετοχές που αντιστοιχούσαν στο ποσοστό του 38% του εταιρικού κεφαλαίου εισφέροντας στη άνω εταιρεία το ποσό των 342.000 ευρώ, β) ο …………….. κατέβαλε το ποσό των 279.000 ευρώ και κατέχει ποσοστό 31% επί του συνόλου των μετοχών, γ) ο …………… κατέβαλε το ποσό των  139.500 ευρώ και κατέχει ποσοστό 15,50% επί του συνόλου των μετοχών και δ) ο …………. κατέβαλε το ποσό  των 139.500 και κατέχει ποσοστό 15,50% επί του συνόλου των μετοχών. Διαχειριστές της εταιρείας αυτής ορίσθηκαν με το καταστατικό της οι ……………. Ακολούθως με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και την ίδια εταιρική διάρθρωση ιδρύθηκαν τρεις επιπλέον εταιρείας τύπου ΝΕΠΑ με τις επωνυμίες <<…………>>, <<………….>> και <<………….>>. Όλες οι ανωτέρω εταιρείες συστάθηκαν μεταξύ του …………… και της εταιρείας …………. και είχαν τριμελή διοικητικά συμβούλια, αποτελούμενα από τους …………. ως πρόεδρο του ΔΣ, τον …………. ως  αντιπρόεδρο και τον ………. ως γραμματέα. Η βασική μέτοχος και των τριών αυτών εταιρειών …………. κατείχε το 99,7% του συνόλου των μετοχών ως προς την πρώτη από αυτές, στη δεύτερη ποσοστό 99,91% και στην τρίτη ποσοστό 99,80%.  Μια ανώνυμη μετοχή σε κάθε μια από αυτές είχε αναλάβει ο προαναφερθείς ιδρυτής και μέτοχος ……………. Μετά τη σύσταση των προαναφερθεισών εταιρειών οι εν λόγω ειδικού τύπου ΝΕΠΑ ναυτιλιακές εταιρείες απέκτησαν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας επαγγελματικά σκάφη και δη: α) η ενάγουσα το επαγγελματικό -τουριστικό (Ε/Γ-Τ/Ρ) σκάφος με το όνομα «Α», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …., β) η πρώτη εναγομένη το Τ/Ρ – Ε/Π σκάφος με το όνομα  «ΓΠ», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …., και αργότερα του φουσκωτού Ε/Γ—Τ/Ρ σκάφους «Γ», επίσης νηολογίου Πειραιά, με αριθμό ….., γ) η εταιρία «………..» το Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφος με το όνομα «ΝΜ», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό ….., δ) η εταιρία «…………..» το Ε/Π-Τ/Ρ σκάφος με το όνομα «ΜΠ», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό ….., και ε) η εταιρία «…………» το Ε/Π -Τ/Ρ σκάφος «Ο», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό ……. Την εκμετάλλευση των ανωτέρω σκαφών είχαν από τον Ιούνιο 2015 και εντεύθεν, με εξαίρεση το σκάφος «Γ», οι …….. μέσω της εταιρίας συμφερόντων του ….. σε ποσοστό 38%, ………… σε ποσοστό 31%, ……………. σε ποσοστό 15,5% και ………………. επίσης σε ποσοστό 15,5%. Ωστόσο το εν λόγω επιχειρηματικό σχήμα υπό την ανωτέρω διάρθρωση του δεν ευόδωσε να λειτουργήσει ομαλά, καθώς τον Ιούνιο του έτους 2017 με το από 12.6.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των ιδρυτών και μετόχων της εταιρείας …………… συμφωνήθηκε η αναδιάρθρωση του εταιρικού σχήματος υπό το οποίο λειτουργούσε, με σκοπό τη συνέχιση της έτσι ώστε να εξέλθει η εταιρεία ………………. συμφερόντων του δευτέρου εναγομένου, υπό τους κατωτέρω κρίσιμους για το αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής όρους και συμφωνίες: α) Η εταιρία με την επωνυμία ………….., εξέρχεται από το εταιρικό κεφάλαιο της ΣΓΚ (……….) διά της μεταβιβάσεως της εταιρικής της συμμετοχής στους λοιπούς εταίρους και ειδικότερα προς τους ……….. κατά 19%,  ………. κατά 9,5% και ……… κατά 9,5%. 2) Ο μέτοχος …………. εξέρχεται από το Μετοχικό Κεφάλαιο των εταιριών BP, ΟΥ και ΕΥ(ήτοι αντίστοιχα, ……………..) διά της μεταβιβάσεως των μετοχών του προς την ΣΓΚ (……………). γ) Ο …… . παραιτείται από τα ΔΣ των εταιριών που συμμετέχει και θα παραμείνουν υπό τον έλεγχο της ΣΓΚ και των …………., ………… και ………….. (ήτοι ΣΓΚ, BP, ΟΥ και ΕΥ) αφού δηλώσει ότι ουδεμία απαίτηση διατηρεί εξ οιασδήποτε άλλης αιτίας. δ) Η εταιρεία ………. θα μεταβιβάσει προς την ……. (………… ) ή προς οποιαδήποτε άλλη εταιρία ή πρόσωπο ήθελε υποδείξει το σκάφος G ιδιοκτησίας της με αριθμό Νηολογίου Πειραιά ………… Να επισημανθεί ότι στο ίδιο ιδιωτικό συμφωνητικό διαλαμβάνονται και έτεροι όροι που αφορούν τις ναυλώσεις των σκαφών αυτών, την παραίτηση ενός εκάστου των συμβαλλομένων μερών από οποιαδήποτε αξίωση που τυχόν  διατηρεί το ένα κατά του άλλου, ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο προοίμιο της συμφωνίας αυτής όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται το δικαιοπρακτικό θεμέλιο επί του οποίου βασίστηκε η εν λόγω συμφωνία  καθώς προς άρση του αδιεξόδου που είχε προκληθεί από την αδυναμία λήψεως αποφάσεων μεταξύ των μετόχων λόγω της έντονης διαφωνίας τους επί των αναφυομένων εταιρικών θεμάτων αποφάσισαν την έξοδο της εταιρείας ….  από το εταιρικό κεφάλαιο της …………….. και τη συνέχιση της λειτουργίας  της επιχειρήσεως που ασκείται από την τελευταία, όπως θα διαμορφωθεί μετά την μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων και τις πλοιοκτήτριες που θα παραμείνουν ως θυγατρικές της αλλά και την είσοδο της ………… Μετά την κατάρτιση και υπογραφή του ανωτέρω από 12/6/2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, η εταιρία …………….. και ο  …….. μεταβίβασαν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή τις εκατόν ενενήντα εννέα (199) και μία (1) ανώνυμες μετοχές αντίστοιχα, των οποίων ήταν κύριοι, νομείς και κάτοχοι στο μετοχικό κεφάλαιο της ενάγουσας προς την εταιρία με την επωνυμία “…………..”, δυνάμει του από 22/6/2017 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης μετοχών, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά. Το μετοχικό κεφάλαιο ορίσθηκε στο ποσό των 10.000 ευρώ, ιδρυτές-μέτοχοί αυτής είναι οι …………….., οι οποίοι κατέβαλαν αντίστοιχα τα ποσά των 5.000 ευρώ, 2.500 ευρώ και 2.500 ευρώ, και ανέλαβαν 5.000 εταιρικά μερίδια και 2.500 εταιρικά μερίδια ονομαστικής αξίας 1 ευρώ. Διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής ορίσθηκαν τα προαναφερθέντα τρία φυσικά πρόσωπα. Να σημειωθεί δε ότι με τον τρόπο αυτό μοναδικός μέτοχος της ενάγουσας (σε ποσοστό 100%) είναι η εταιρία με την επωνυμία …………. Στη συνέχεια ο ……….., με την από 22/6/2017 επιστολή του προς τους μετόχους και το Διοικητικό Συμβούλιο της ενάγουσας, παραιτήθηκε από τις ιδιότητες του ως Προέδρου του Δ.Σ. μου και νομίμου εκπροσώπου της, παραίτηση που έγινε δεκτή από τους μετόχους της, αποχωρώντας με τον τρόπο αυτό από την εταιρία. Κατόπιν αυτού το ΔΣ αποτελείται  από τον ……………, ως Πρόεδρο Δ.Σ., τον κ. ………., ως Αντιπρόεδρο Δ.Σ., και τον κ. ……….., ως Γραμματέα Δ.Σ.. Τέλος, με τα από 27/3/2018 πρακτικά συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου εξελέγησαν τα ίδια πρόσωπα ως μέλη του Δ.Σ.  και κατανεμήθηκαν με τον αυτό τρόπο οι ιδιότητές τους, με τη μόνη διαφορά ότι ως νόμιμος εκπρόσωπος της ορίσθηκε ο  …………….. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι σε σχέση με το προαναφερθέν από 12/6/2017 ιδιωτικό  συμφωνητικό η εκτέλεση αυτού διαφοροποιείται στο ότι  αντί να μεταβιβασθεί το 38% των εταιρικών μεριδίων, τα οποία είχε η εταιρία ………. στο κεφάλαιο της Εταιρείας ………….., προς τους  ………. και ……… – συμφωνήθηκε στην από 26/6/2017 Έκτακτη Γενική Συνέλευση των εταίρων της τελευταίας  να λυθεί και εκκαθαρισθεί. Για το λόγο αυτό όλες τις μετοχές, τις οποίες κατείχαν η εταιρία …………. και ο ……………, μεταβίβασαν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στην εταιρία με την επωνυμία «…………» που αποτελεί εταιρεία συμφερόντων των  …………… Ακολούθως  ως προς την πρώτη εναγόμενη σε εκτέλεση του  από 12/6/2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, η εταιρία …………. μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή των τριών χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα εννέα (3.399) ανωνύμων μετοχών, που είχε στο εταιρικό κεφάλαιο της πρώτης εναγομένης, προς την εταιρία με την επωνυμία “………….”, που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……….., και εκπροσωπείται νόμιμα από το δεύτερο εναγόμενο …………, δυνάμει του από 22/6/2017  ιδιωτικού συμφωνητικού. Μέτοχοι της πρώτης εναγομένης τυγχάνουν η προαναφερθείσα εταιρία σε ποσοστό 99,97% του εταιρικού κεφαλαίου αυτής και ο ……………, κύριος, νομέας και κάτοχος μίας ανώνυμης μετοχής, δηλαδή σε ποσοστό 0,03% του εταιρικού κεφαλαίου της. Επιπλέον την 23/6/2017 οι  …………. και ………. παραιτήθηκαν από τις ιδιότητες των ως Αντιπροέδρου και Γραμματέα αντίστοιχα του Δ.Σ. της α’ εναγομένης, με τις υπό την ίδια ημερομηνία επιστολές τους προς τους μετόχους και το Δ.Σ. αυτής, παραιτήσεις που έγιναν δεκτές από τους μετόχους της, και εξήλθαν της εταιρίας. Επίσης την 25/6/2017 ο ……. . παραιτήθηκε από τις ιδιότητές του ως Προέδρου του Δ.Σ. και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, η οποία παραίτησή του έγινε δεκτή από τους μετόχους της. Ωστόσο η πρώτη εναγόμενη μετά τις γενόμενες μεταβιβάσεις περιήλθε σε ένα κενό διοίκησης το οποίο προκλήθηκε από την άρνηση της καταχώρισης των από 26/6/2017 αποφάσεων  της αυτόκλητης Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού της Συμβουλίου προς Τμήμα Ν.Ε.Π.Α. του Υ.ΝΑ.Ν.Π., για το λόγο ότι δεν είχε υποβληθεί προς καταχώριση στο μητρώο του καμία απόφαση συλλογικού οργάνου της εταιρίας «………….» είτε περί συμμετοχής της σε άλλη Ν.Ε.Π.Α. είτε προς παραχώρηση αρμοδιότητας στο νόμιμο εκπρόσωπο της  ………. να υλοποιήσει τη συλλογική της απόφαση περί συμμετοχής σε Γενική Συνέλευση άλλων Ν.Ε.Π.Α. Εν τέλει με τα από 5.11.2018 πρακτικά διοικητικού συμβουλίου επιτεύχθηκε η εκλογή διοικητικού συμβουλίου αποτελούμενα από πρόσωπα της οικογένειας ……….., οπότε και ήρθη το αναφερόμενο κώλυμα για την πραγματοποίηση της ένδικης μεταβίβασης.  Ακολούθως υπό τον ίδιο τρόπο σε εκτέλεση του από 12/6/2017 ιδιωτικού συμφωνητικού επιτεύχθηκε η αναδιάρθρωση του μετοχικού κεφαλαίου, των μετοχών και των διοικητικών συμβουλίων των υπολοίπων τριών ΝΕΠΑ <<………..>>. <<……..>> και <<………..>>, οι οποίες πλέον διαρθρώνονται ως εξής: α) στη πρώτη από αυτές το 99,7% των μετοχών ανήκει στην ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία <<…………>> και το 0,03% στον ……….., το δε διοικητικό συμβούλιο της αποτελείται από τους …………, β)  στη δε δεύτερη και τρίτη από αυτές το 100% των μετοχών ανήκει στην εταιρεία με την επωνυμία <<………..>>, τα δε διοικητικά τους συμβούλια απαρτίζονται από τους …….., ……… και ……….. Από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι η εταιρεία <<……….>> αποτελούσε πλέον μια εταιρεία συμφερόντων των …………, (…………. και ….. ., όπου μετά την αναδιάρθρωσή της και την έξοδο του ………. αποτελούσε τον κύριο μέτοχο των  εταιρειών ΝΕΠΑ, ιδιοκτητριών των σκαφών.  Με τον τρόπο αυτό επιτεύχθηκε αφενός η εξακολούθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της άνω  εταιρείας <<…………>>, αφετέρου η διανομή των περιουσιακών στοιχείων αυτής  που προήλθε από τη αναδιάρθρωση της μετοχικής σύνθεσης  των προαναφερθεισών εταιρειών ΝΕΠΑ. Όπως ανωτέρω αναφέρθηκε με τον με αριθμό 4 όρο του από 12.6.2017 ιδιωτικού συμφωνητικού   η πρώτη εναγομένη ανέλαβε την ενοχική υποχρέωση να μεταβιβάσει το δικής της κυριότητας σκάφος με το όνομα <<Γ>> προς την εταιρεία <<……..>> ή προς οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ή πρόσωπο που αυτή ήθελε να υποδείξει  την κυριότητα, νομή και κατοχή του σκάφους της <<Γ>>. Ωστόσο, μολονότι η αρχική βούληση των μετόχων της εταιρείας <<………..>>, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο από 12/6/2017 ιδιωτικό συμφωνητικό ήταν η συνέχιση της λειτουργίας της τελευταίας, εντούτοις οι αρχικοί μέτοχοι της αποφάσισαν από κοινού να προβούν στη λύση και την εκκαθάριση αυτής. Προς τούτο τέσσερις (4) ημέρες πριν τη σύγκληση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της <<………….>>, την 22/6/2017 αυτή υπέδειξε στην πρώτη εναγόμενη, ως είχε το δικαίωμα τούτο εκ του από 12/6/2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, να μεταβιβάσει την κυριότητα, νομή και κατοχή του φουσκωτού σκάφους <<Γ>> όχι σε αυτή αλλά στην ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία <<……..>>, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει πραγματοποιηθεί για λόγους που αφορούν την πρώτη εναγόμενη και τα πρόσωπα που ελέγχουν επιχειρηματικά αυτή, αιτούμενη με την παρούσα αγωγή της την καταδίκη της σε δήλωση βουλήσεως στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 949 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να εξαναγκαστεί στη μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους αυτού. Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους στο πρώτο βαθμό αμφισβήτησαν σφόδρα την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και δη την ιδιότητά της ως τρίτης στο πλαίσιο της επικαλούμενης από την ενάγουσα γνήσιας σύμβασης τρίτου που προέκυψε από την εκτέλεση του από 12.6.2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, καθώς θεωρεί ότι η σύμβαση αυτή φέρει το χαρακτήρα μη γνήσιας σύμβασης τρίτου με συνέπεια να μην νομιμοποιείται ενεργητικά, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην άσκηση της αγωγής. Η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως βάσιμο κατ’ ουσίαν τον ισχυρισμό των εναγομένων και απέρριψε την αγωγή, η δε ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσής της που άπτονται αφενός της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, αφετέρου της πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων ζητεί ην εξαφάνιση αυτής κατά παραδοχή της βασιμότητας των λόγων της. Επί του ζητήματος αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής: Με το από 12.6.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό εκκαθάρισης των σχέσεων των μετόχων της εταιρείας <<………..>> στον όρο 4 αυτής, που αναφέρεται στον καθ’ υπόδειξη της τελευταίας προσδιορισμό άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου, διαφορετικού από αυτή, στο οποίο θα εκπληρωνόταν η οφειλόμενη παροχή, ήτοι η μεταβίβαση της κυριότητας του ένδικου σκάφους, δημιουργήθηκε μια νέα τριγωνική σχέση, καθ’ υπέρβαση της αρχής της σχετικότητας που δεσμεύει τα συμβαλλόμενα στο ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό μέρη, η οποία μετά την οριστικοποίηση του προσώπου στο οποίο θα ελάμβανε χώρα η μεταβίβαση της παροχής δημιούργησε μια σύμβαση υπέρ τρίτου, η οποία τυποποιείται στις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 410 επ. Επομένως στη σύμβαση αυτή την ιδιότητα του υποσχεθέντος φέρει η πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία, την ιδιότητα του δέκτη της υπόσχεσης η εταιρεία <<……………>> και τρίτη η ενάγουσα εταιρεία. Ακολούθως  για να κριθεί ο χαρακτήρας της ένδικης σύμβασης ως γνήσιας ή μη γνήσιας πρέπει να εξεταστούν οι σχέσεις που συνδέουν τον δέκτη της υπόσχεσης με τον τρίτο, ήτοι η σχέση μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας  <<……………>> καθώς και η σχέση μεταξύ του υποσχεθέντος και του τρίτου, ήτοι της πρώτης εναγόμενης και της ενάγουσας. Πλέον συγκεκριμένα η σχέση της εταιρείας ………. με την ενάγουσα δεν προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ύπαρξη κάποιας προυφιστάμενης ενοχικής υποχρέωσης της μιας προς την άλλη καθώς αποτελεί  τη νομική αιτία της περιουσιακής μεταβίβασης από την πρώτη εναγόμενη προς την αρχική εταιρεία  <<……………….>> προς σε εκτέλεση  μίας άλλης ενοχικής συμφωνίας, στην οποία η ενάγουσα δεν συμμετείχε. Μάλιστα προέκυψε ότι η ενάγουσα εταιρεία αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο της αρχικής εταιρείας  <<………….>>, η οποία (ενάγουσα) μετά την αναδιάρθρωσή της αποτελεί εταιρεία δραστηριοποιούμενη και εξαρτώμενη από τα επιχειρηματικά συμφέροντα της ομάδας των μετόχων ……………. Μετά την απόφαση των αρχικών εταίρων της άνω εταιρείας να προβούν στην λύση και εκκαθάριση αυτής γίνεται αντιληπτό ότι η ενάγουσα αποτελούσε το αναγκαίο νομικό μόρφωμα, κατευθυνόμενο πλήρως από την ανωτέρω ομάδα των μετόχων της,  προκειμένου να καταστεί το αναγκαίο εργαλείο για την ολοκλήρωση της συμφωνηθείσας με το από 12.5.20717 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης του ένδικου σκάφους από την πρώτη εναγομένη, η οποία ομοίως αποτελούσε το αναγκαίο νομικό μόρφωμα για την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων του πρώην μετόχου δεύτερου εναγομένου ……….. Επομένως στο πλαίσιο της λειτουργίας της εσωτερικής σχέσης της ενάγουσας και  της  εταιρείας  <<………>>, η πρώτη αποτελούσε το  μέσο για την  ολοκλήρωση της αντιπαροχής που όφειλε η πρώτη εναγόμενη για να ολοκληρωθεί η εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων των μετόχων της ανωτέρω εταιρείας, χωρίς να συνδέονται μεταξύ τους με  οποιοδήποτε συμβατική σχέση με αυτή ακόμη και με χαρακτήρα χαριστικό. Ακολούθως από την ανάγνωση του περιεχομένου του ένδικου ιδιωτικού συμφωνητικού δεν προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη όρισαν ρητά τη δυνατότητα της ενάγουσας, μετά τον προσδιορισμό της από την   εταιρεία  <<…………>> να απαιτήσει στο όνομα της την οφειλόμενη παροχή, χωρίς όμως και τούτο να ήταν αναγκαίο δεδομένου ότι τούτο μπορούσε να συναχθεί από το περιεχόμενο του ένδικου ιδιωτικού συμφωνητικού. Η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον σχετικό λόγο έφεσης της διατείνεται ότι συντρέχει περίπτωση ερμηνείας των βουλήσεων που αποτυπώθηκαν στο ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό με βάση τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ προκειμένου να αναπληρωθεί το κενό που ανακύπτει ως προς τη νομική φύση της σύμβασης ως γνήσιας ή μη γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται το επικαλούμενο από την τελευταία ερμηνευτικό κενό ώστε να χρειαστεί στη προκειμένη περίπτωση η προσφυγή στη χρήση των ερμηνευτικών εργαλείων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ για την ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεων που αποτυπώνονται στο ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό. Και τούτο διότι από την γραμματική ερμηνεία του επίδικου ιδιωτικού συμφωνητικού στο οποίο με σαφήνεια και πληρότητα περιγράφονται: α) οι σχέσεις των μετόχων μεταξύ τους αλλά και σε αναφορά με την κύρια εταιρεία και τα εξαρτώμενα από αυτήν νομικά πρόσωπα με την μορφή εταιρειών ΝΕΠΑ, β) το δικαιοπρακτικό θεμέλιο που αποτέλεσε την αιτία για την κατάρτιση του από 12.6.2017 ιδιωτικού συμφωνητικού που έγκειται στην αδυναμία λήψεως αποφάσεων μεταξύ των μετόχων αναφορικά με την επιχειρηματική δράση των εξαρτώμενων από αυτούς νομικών προσώπων, γ) την βασική επιχειρηματική επιλογή της αναδιάρθρωσης της βασικής εταιρείας ……………….. εν λειτουργία με την ταυτόχρονη εκκαθάριση του ενεργητικού της δια των εκατέρωθεν μεταβιβάσεων μετοχών των εξαρτώμενων ΝΕΠΑ που είχαν στη κυριότητα τους τα προαναφερθέντα επαγγελματικά σκάφη, δ) τα οικονομικά συμφέροντα μεταξύ των μερών όπως αυτά κατατανεμήθηκαν μετά την απόφαση για την εν λειτουργία εκκαθάριση της βασικής εταιρείας …………………, δεν κρίνεται αναγκαία η προσφυγή σε ερμηνευτικά εργαλεία  πέραν της ένδικης συμβάσεως για να διακριβωθεί το αληθές νόημα των διαλαμβανομένων στο από 12.6.2017 ιδιωτικού συμφωνητικό δηλώσεων βουλήσεων των συμβαλλομένων σε αυτό φυσικών και νομικών προσώπων. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα, η οποία δεν συνδέεται με καμία συμβατική ή οιαδήποτε άλλη έννομη σχέση με την  εταιρεία <<………………..>>, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα τρίτο νομικό πρόσωπο στο οποίο η δανείστρια, πρώτη εναγόμενη, όφειλε να καταβάλει σε αυτή την οφειλόμενη παροχή, με σκοπό την απελευθέρωσή της από την υποχρέωση που είχε συμβατικά αναλάβει, γεγονός το οποίο την καθιστά το δεκτικό καταβολής τρίτο νομικό πρόσωπο στο οποίο θα εκπληρωνόταν το συμφωνηθέν αντάλλαγμα που προέκυψε από μια άλλη σύμβαση με την οποία ουδεμία σχέση είχε. Η νομική φύση της ενάγουσας ως τρίτης στο πλαίσιο της υπό κρίση περίπτωσης ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 417 ΑΚ σύμφωνα με την οποία η καταβολή απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος επιτρέψει να δεχθεί τη καταβολή. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εταιρεία …………….. δεν θα μπορούσε να  ασκήσει την παρούσα αγωγή ευθέως κατά της πρώτης εναγομένης λόγω της μεταγενέστερης απόφασης των μετόχων για την πλήρη λύση και εκκαθάριση αυτής δεν ασκεί επίδραση στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής και κρίνεται απορριπτέος αφού η τριγωνική σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ των προαναφερθέντων μερών εξετάζεται υπό το πρίσμα των συμφωνιών που αποτυπώθηκαν στο από 12.6.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο εδράζεται η νομική φύση και υπόσταση της ένδικης σύμβασης τρίτου. Επιπλέον ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η ενεργητική της νομιμοποίηση για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής πηγάζει από την υπόδειξη της ως τρίτης από την εταιρεία ………………ως δέκτη της υπόσχεσης κρίνεται απορριπτέος δεδομένου ότι με την υπόδειξη του προσώπου της επιτεύχθηκε ο προσδιορισμός αυτής ως τρίτης και τίποτε περισσότερο από αυτό. Επισημαίνεται  ότι η επιλογή της έλαβε χώρα με την μεταγενέστερη συμφωνία των μετόχων περί λύσης και εκκαθάρισης της βασικής εταιρείας δεικνύοντας με τον τρόπο αυτό τη βούληση των μετόχων στο από 12.6.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό  αφενός να συνεχιστεί η λειτουργία της βασικής εταιρείας που θα έλεγχε όλες τις ΝΕΠΑ, συμπεριλαμβανομένης και της ενάγουσας, αφετέρου του επιβοηθητικού χαρακτήρα του νομικού προσώπου της τελευταίας μετά την μεταβολή της βούλησης των μετόχων για τη λύση και εκκαθάριση της βασικής εταιρείας έτσι ώστε να εκκαθαριστεί τάχιστα η τελευταία προκειμένου να εξέλθει ο δεύτερος εναγόμενος από όλες τις εταιρείες. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη η ένδική σύμβαση υπέρ τρίτου δεν φέρει το χαρακτήρα της γνήσιας ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αλλά της μη γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, με συνέπεια  η ενάγουσα να μην νομιμοποιείται στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας (άρθρο 534ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να απορριφθούν οι λόγοι της έφεσης ως αβάσιμοι, να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να καταδικαστεί η εκκαλούσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθρ. 183 ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει  αυτή κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων  (800) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου άσκησης της έφεσης  στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 26η Ιουνίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την  8η Ιουλίου 2025, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ