ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 400/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε (με δήλωση, ΚΠολΔ 242 παρ. 2) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Βασίλειο Μαστρογιάννη (Μαστρογιάννη Δικηγορική Εταιρεία).
Του εφεσιβλήτου: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε (με δήλωση, ΚΠολΔ 242 παρ. 2) από την πληρεξούσια δικηγόρο, Αθανασία Αργυροπούλου (Γ. Τσατήρης & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).
Ο εκκαλών άσκησε την με αρ. κατ. …………./2021 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που ζήτησε να γίνει δεκτή.
Το Δικαστήριο με τη με αριθμό 3677/2024 οριστική του απόφαση απέρριψε την αγωγή.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ο εκκαλών με την με αρ. κατ. ………../2024 έφεση, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί (αρ. κατ. ……………./2024 στο Εφετείο Πειραιώς) τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 3677/2024 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1), με την κατάθεση του σχετικού παραβόλου (…………./2024). Είναι, επομένως, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 2.10.2019 ιδιόγραφης διαθήκης της ξαδέρφης του, …………, που απεβίωσε άτεκνη και άνευ συζύγου ή συμβίου, την 25.10.2007, κατοίκου εν ζωή Κοινότητας …………. νήσου Αίγινας, με την οποία εγκατέστησε τον εναγόμενο κληρονόμο της σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της πλην ορισμένων επιμέρους στοιχείων αυτής, επειδή η διαθέτιδα δεν είχε συνείδηση των πραττομένων της και στερούνταν της χρήσης του λογικού, επικουρικώς, επειδή αυτή (η διαθήκη) δεν είχε γραφεί και υπογραφεί από το χέρι της και, επικουρικότερα, επειδή δεν έφερε το τυπικό στοιχείο της ολόγραφης υπογραφής της διαθέτιδας παρά μόνο το όνομα και το επώνυμο αυτής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή και εξέδωσε αρχικά την υπ’ αρ. …../29.6.2023 διάταξη, με την οποία διέταξε τη διενέργεια ιατρικής και γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και, στη συνέχεια, την υπ’ αρ. 3677/2024 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως προς όλες τις βάσεις της. Ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του, χωρίς να εμμένει στον ισχυρισμό του περί ακυρότητας της διαθήκης λόγω έλλειψης συνείδησης των πραττομένων και στέρησης της χρήσης του λογικού της διαθέτιδας ούτε περί έλλειψης ιδιόχειρης γραφής αυτής εκ μέρους της, παραπονείται μόνο για την απόρριψη της επικουρικότερης βάσης της αγωγής του, επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι υπάρχει υπογραφή της διαθέτιδας, ενώ υπήρχε μόνο το όνομα και το επώνυμο αυτής, γραμμένα ιδιοχείρως, χωρίς την ολόγραφη υπογραφή της. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος γιατί μόνο τα στοιχεία αυτά, ήτοι το όνομα και το επώνυμο της διαθέτιδας, που ήταν γραμμένα ιδιοχείρως, που πλέον δεν αμφισβητείται, είναι αρκετά για την στοιχειοθέτηση της υπογραφής, ως συστατικού στοιχείου της ιδιόγραφης διαθήκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ (ΑΠ 1010/2020, ΑΠ 1912/2014, ΑΠ 1452/2011 δημ. NOMOS). Αντίθετη ερμηνεία της εν λόγω διάταξης και παραδοχή ότι μόνο η ολόγραφη υπογραφή-μονογραφή της διαθέτιδας απαιτείται για την υπογραφή της ιδιόγραφης διαθήκης και όχι το όνομα και το επώνυμο αυτής, όπως επιχειρεί ο εκκαλών, με συνέπεια την ακυρότητα της διαθήκης, κατά το άρθρο 1718 ΑΚ, θα οδηγούσε στην ακύρωση της σαφώς εκπεφρασμένης τελευταίας βούλησής της και θα παραβίαζε την αρχή της διάσωσης του κύρους της διαθήκης και της διαφύλαξης της τελευταίας πραγματικής βούλησης της διαθέτιδας, στην οποία ο νομοθέτης αποδίδει πρωταρχική σημασία στη ρύθμιση της κληρονομικής διαδοχής, υπό το πνεύμα της οποίας πρέπει να ερμηνεύονται και οι οικείες διατάξεις (ΟλΑΠ 67/1990 δημ NOMOS).
Περαιτέρω με την υπό κρίση έφεση επιχειρείται η ακύρωση της διαθήκης και για το λόγο ότι η διαθέτιδα δεν είχε πραγματική σοβαρή βούληση – πρόθεση κατάρτιση αυτής και ότι συνέταξε αυτήν κατά τα φαινόμενα. Ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται το πρώτο με την έφεση και δεν αποτέλεσε βάση της ένδικης αγωγής που κρίθηκε πρωτοδίκως, γι’ αυτό και κρίνεται ως απαράδεκτος και απορριπτέος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 2 ΚΠολΔ, άλλως επειδή με αυτόν επιχειρείται μεταβολή της βάσης της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 526 ΚΠολΔ.
Ενόψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 183, 176).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται αυτή τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Πειραιά στις 16/6/2025 αι δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 18/6/2025 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ