Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 404/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός       404 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ. Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 126 του Α.Ν. 2039/1939, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής: “Ο Υπουργός των Οικονομικών δύναται να παρεμβαίνη κατά πάσαν στάσιν της δίκης και άνευ της κοινοποιήσεως δικογράφου παρεμβάσεως, αλλά δια των προτάσεων, εις δίκας αφορώσας διεκδίκησιν εν όλω ή εν μέρει της υπέρ του σκοπού ταχθείσης περιουσίας ή την ακύρωσιν των συστατικών πράξεων, ως και εν γένει εις πάσας τάς δίκας αίτινες ενδιαφέρουσιν οπωσδήποτε την υπέρ του σκοπού ή υπέρ κοινωφελούς ιδρύματος άνευ ειδικού σκοπού καταλειπομένην περιουσίαν. Κατά των εκδιδομένων αποφάσεων ο υπουργός των Οικονομικών δύναται να ασκή αυτοτελώς μέσα “και όταν ακόμη δεν παρέστη κατά την συζήτησιν της προσβαλλομένης αποφάσεως”. Τα εισαγωγικά τοιούτων δικών δικόγραφα, επί ποινή απαραδέκτου αυτών εξεταζομένου και αυτεπαγγέλτως, κοινοποιούνται και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών, εφαρμοζομένων των περί δικών και προθεσμιών υπέρ του Δημοσίου”. Ο νόμος αυτός καταργήθηκε με την παρ. 8α του άρθρου 82 Ν. 4182/2013 “Κώδικας κοινωφελών περιουσιών, σχολαζουσών κληρονομιών και λοιπές διατάξεις”, η ισχύς του οποίου άρχισε την 10-11-2013, ήτοι ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση εφέσεως. Σύμφωνα με την παρ. 9 του ίδιου άρθρου, «με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, κάθε παραπομπή στον α.ν. 2039/1939 ή γενικά στην νομοθεσία περί Εθνικών Κληροδοτημάτων, νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις του”. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 §§ 1, 3α του Ν. 4182/2013, με τίτλο “Υποχρεώσεις Δημοσίου – Αρμοδιότητες”: «1. Το Δημόσιο έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πιστή και επακριβή εκτέλεση της βούλησης των διαθετών και δωρητών. Αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης υφίσταται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 και τυχόν ειδικών διατάξεων, στις ακόλουθες περιπτώσεις: «α) Όταν ο σκοπός της περιουσίας εκπληρώνεται κατά κύριο λόγο μέσα στα όρια μιας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ανεξαρτήτως του τόπου όπου βρίσκεται η περιουσία,… β) Όταν δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η προηγούμενη περίπτωση και η περιουσία βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέσα στα όρια μιας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, γ)… Στις υπόλοιπες περιπτώσεις αρμόδιος είναι ο Υπουργός Οικονομικών, όπως και στις κατʼ εξαίρεση περιπτώσεις που ορίζονται στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου.». Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 69 του ιδίου νόμου, με τίτλο “Δίκες κοινωφελών περιουσιών”: «1) Η αρμόδια αρχή νομιμοποιείται, πέραν των εκκαθαριστών, εκτελεστών διαθήκης και διοικητών κοινωφελών ιδρυμάτων: α) Να ασκεί αιτήσεις και αγωγές σε δικαστήρια για την αναγνώριση ή τη διεκδίκηση δικαιώματος σε κάθε περιουσία, που έχει διατεθεί για κοινωφελή σκοπό ή σε κοινωφελές ίδρυμα, β) να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων αυτών, γ) να ζητεί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση κάθε περιουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 682 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δ) να ασκεί παρέμβαση σε κάθε στάση δίκης η οποία αφορά περιουσία υπέρ κοινωφελούς σκοπού ή κοινωφελών ιδρυμάτων ή αφορά το κύρος των πράξεών τους, με την υποβολή προτάσεων και χωρίς την κοινοποίηση δικογράφου παρέμβασης, ε) να ζητεί την επανάληψη της δίκης ή να καλείται για την επανάληψη της δίκης, αν επήλθε διακοπή δίκης με διάδικο ένα από τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου και για λόγους που αφορούν τα πρόσωπα αυτά. 2) Τα εισαγωγικά δικόγραφα των δικών, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή, από οποιονδήποτε κι αν ασκούνται, εκτός αν ορίζεται ειδικά διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δικών και προθεσμιών του Δημοσίου». Τέλος στις διατάξεις του άρθρου 33 του ίδιου νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: “Περιουσίες υπέρ του Δημοσίου προς εκτέλεση ορισμένου γενικού ή ειδικού σκοπού ή έργου, υπάγονται μετά την εκκαθάρισή τους στην άμεση διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών στις παρακάτω περιπτώσεις: α) Αν η εκτέλεση του κοινωφελούς σκοπού έχει ανατεθεί με συστατική πράξη ρητά στο Δημόσιο ή αν δεν έχει ανατεθεί σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Αν η εκτέλεση του σκοπού ή έργου έχει ανατεθεί σε συγκεκριμένο Υπουργό λόγω αρμοδιότητάς του, η περιουσία υπάγεται στην άμεση διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και διατίθεται για τους σκοπούς που ορίζονται στη συστατική πράξη με τους όρους αυτής και όσους ορίζονται συμπληρωματικά στην απόφαση, β) αν η περιουσία καταλήφθηκε για κοινωφελείς σκοπούς υπέρ προσώπων που είναι άγνωστα ή δεν προσδιορίζονται επαρκώς και χωρίς να έχει ορισθεί εκτελεστής, οπότε θεωρείται ότι καταλήφθηκε υπέρ του Δημοσίου για την εκτέλεση του κοινωφελούς σκοπού που ορίζεται με τη συστατική πράξη, γ) αν καταλήφθηκε ή κατατέθηκε περιουσία σε πιστωτικά ιδρύματα για κοινωφελείς σκοπούς που δεν μπορεί να καθορισθούν επακριβώς ή να εκτελεστούν, οπότε θεωρείται ότι έχει καταληφθεί ή κατατεθεί υπέρ του Δημοσίου, δ) αν η διαχείριση περιουσίας ανατέθηκε σε πρόσωπα που εξέλιπαν χωρίς να προβλέπεται η αντικατάστασή τους από τη συστατική πράξη, ε) αν διαπιστωθεί μετά την αναγγελία της παρ. 1 του άρθρου 15 ότι περιουσίες της παρ. 2 του άρθρου 50 (κεφάλαια αυτοτελούς διαχείρισης) έχουν περιπέσει σε αδράνεια και ο σκοπός τους δεν εκτελείται. 2. Υπάγονται στην άμεση διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών α) περιουσίες διαλυόμενων σωματείων…, β) περιουσίες νομικών προσώπων που συστάθηκαν στην αλλοδαπή…, γ) κληρονομίες και κληροδοσίες των άρθρων 40 έως 49 (αφορούν περιουσίες για την εκπλήρωση κοινωφελών σκοπών που εκτελούνται από πρόσωπα άλλα εκτός του Δημοσίου), που έχουν καταληφθεί υπέρ φυσικών ή νομικών προσώπων, με τον όρο της εκτέλεσης κοινωφελούς σκοπού ή έργου, οι οποίες δε γίνονται αποδεκτές για οποιονδήποτε λόγο και δεν ορίζεται υποκατάστατος” (βλ. σχετ. ΑΠ 627/2017 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 361/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2130/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1698/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1781/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/1996 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4304/2017 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΘεσ 250/2015 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εφεσίβλητη, ομόρρυθμη εταιρία, άσκησε εναντίον των εκκαλούντων [1) Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) «Εταιρείας Αξιοποιήσεως και Διαχειρίσεως της Περιουσίας του Πανεπιστημίου Αθηνών», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα], ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, την από 20/07/2011 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../03-08-2011 και με Αριθμ. Κατάθ. Δικογρ. ……/03-08-2011 αγωγή της, με την οποία ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, την αναπροσαρμογή του καταβαλλομένου μηνιαίου μισθώματος, για το περιγραφόμενο στην αγωγή κατάστημα, που βρίσκεται στον Πειραιά Αττικής και το οποίο μισθώνει από το πρώτο εναγόμενο, η δε η δεύτερη εναγομένη έχει συσταθεί με σκοπό την αξιοποίηση και διαχείριση της περιουσίας του πρώτου εναγομένου και ειδικότερα, ζητούσε τη μείωση του μηνιαίου μισθώματος, κατά ποσοστό 40%, ήτοι, από το ποσό των 4.771,01 ευρώ (4.605,00 ευρώ πλέον 3,6% τέλος χαρτοσήμου), στο οποίο ανερχόταν κατά την άσκηση της αγωγής, στο ποσό των 2.862,00 ευρώ μηνιαίως, καθώς και να καταργηθεί η συμβατική αναπροσαρμογή για την επόμενη τριετία, αρχής γενομένης από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 21/01/2014, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, εκδόθηκε η με αριθμ. 655/22-04-2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε αναρμόδιο το Δικαστήριο για την εκδίκαση της ως άνω αγωγής και παραπέμφθηκε αυτή στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εν συνεχεία, κατόπιν της από 30-07-2015 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. …../2015 κλήσεως της ενάγουσας, εισήχθη η υπόθεση προς συζήτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και μετά από συζήτηση αυτής, μετά από αναβολή, στις 26/11/2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, εκδόθηκε η με αριθμ. 1820/02-09-2016 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η ως άνω από 20-07-2011 αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη διατάχθηκε η αναπροσαρμογή του μηνιαίου μισθώματος, που καταβάλλεται από την ενάγουσα για το περιγραφόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μίσθιο, αρχής γενομένης από την επομένη ημέρα επίδοσης της κρινομένης αγωγής, στο ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων (3.300,00) ευρώ, πλέον του βαρύνοντος την ενάγουσα τέλους χαρτοσήμου εκ 3,6% και αναπροσαρμόστηκε η ποσοστιαία ετήσια αναπροσαρμογή του καταβαλλόμενου από την ενάγουσα μισθώματος, από το προβλεπόμενο στο από 19-6-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό ποσοστό του ετήσιου πληθωρισμού, όπως αυτός ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον 8 μονάδες, στο ποσοστό του 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, αρχής γενομένης από τη συμπλήρωση ενός έτους από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, συμψηφίστηκαν δε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 09/11/2016 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./10-11-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./10-11-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./10-11-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./10-11-2016, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλαν την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή τους κεφάλαια. Παρόλο, όμως, που, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 4182/2013, η ισχύς του οποίου άρχισε δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ (κατʼ άρθρο 102 παρ. 1 του αυτού νόμου) και συγκεκριμένα από τις 11-11-2013, επιβάλλεται η κοινοποίηση της υπό κρίση έφεσης στο Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, εντός των ορίων της οποίας εκπληρώνεται ο σκοπός της καταλειφθείσας περιουσίας, διότι, κατά τα εκτιθέμενα και στο δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως, η δίκη αυτή αφορά περιουσία καταληφθείσα υπέρ κοινωφελούς σκοπού (ήτοι για τη χορήγηση 400 προπτυχιακών υποτροφιών σε φοιτητές όλων των Τμημάτων και των Σχολών του ΕΚΠΑ, καθώς και τη χορήγηση, ανάλογα με τα έσοδα της κληρονομίας –τα οποία προέρχονται κυρίως από μισθώματα- υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα και το Εξωτερικό σε πτυχιούχους όλων των Τμημάτων και των Σχολών του ΕΚΠΑ), από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε το δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης στον απολιπόμενο Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, εντός των ορίων της οποίας εκπληρώνεται ο σκοπός της καταλειφθείσας περιουσίας, ούτε, άλλωστε, κανείς από τους παρισταμένους διαδίκους επικαλείται έκθεση κοινοποίησης της υπό κρίση έφεσης προς τον ανωτέρω, με πράξη ορισμού της προκείμενης δικασίμου και κλήση προς συζήτηση και στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διαχείριση του ένδικου κληροδοτήματος [καθόσον, δεν συντρέχει περίπτωση εκ των προβλεπομένων στην παρ. 4α, β, γ, δ, ε του άρθρου 2 του Ν. 4182/2013, για τις οποίες είναι αρμόδιος ο Υπουργός Οικονομικών, με βάση όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε (βλ. σχετ. άρθρα 1 παρ. 1-5, 2 παρ. 1, 2, 3 περ. α΄, 8, 24 παρ. 1, 8-10, 42 παρ. 1, 3, 57, 58 παρ. 1, 69 και 82 του Ν. 4182/2013, ΦΕΚ 185Α/10-0-2013, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 109 του Συντ.] (βλ. σχετ. Αιτιολογική έκθεση του Ν. 4182/2013 σελ. 1-3, 10-11, 13, 17, 20,  ΑΠ 627/2017 ό.π., ΑΠ 361/2017 ό.π., ΕφΑθ 4304/2017 ό.π., ΕφΘεσ 661/2017 Δημ. Νόμος, Γνμδ ΝΣΚ 66/2015 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί και αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως (βλ. σχετ. ΑΠ 627/2017 ό.π.), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων δεν συντρέχει, διότι η παρούσα είναι μη οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ            

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 09/11/2016 εφέσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/10-11-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./10-11-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/10-11-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../10-11-2016, επί της με αριθμ. 1820/02-09-2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών).             ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις 26/06/2018, στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους.

    Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ