ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 444/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Σπανάκη (ΑΜΔΣΑ : ….).
Της εφεσίβλητης : Της μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στον ……….. Αττικής, οδός …………., όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Οδυσσέα Ιωσηφίδη (ΑΜΔΣΠ : …).
Επί της από 27-10-2020 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό ……/2020 αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγόμενης εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 1398/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 22-5-2023 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …../2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 για τη δικάσιμο της 15ης-2-2024, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Στην τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 1398/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 24-5-2023, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 4-5-2022, ενόψει του ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./24-5-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό 5…………….. e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 27-10-2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2020 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι επί προγενέστερης αγωγής, την οποία άσκησε η εναγόμενη εναντίον της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………» -μη διαδίκου στην παρούσα δίκη- και κατά του ιδίου (ενάγοντος), εκδόθηκε η με αριθμό 11278/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που τους υποχρέωσε να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το μεν νομικό πρόσωπο ευθυνόμενο ενδοσυμβατικά, λόγω αγοράς εμπορευμάτων από την εναγόμενη, ο δε ενάγων λόγω αδικοπραξίας, το χρηματικό ποσό των 52.044,02 ευρώ, εντόκως, από το οποίο ποσό 20.000 ευρώ κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστό. Επίσης, ιστορούσε ότι την 1-11-2018 του κοινοποιήθηκε ακριβές αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω απόφασης με την από 30-10-2018 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν να καταβάλει στην εναγόμενη το συνολικό ποσό των 25.521,94 ευρώ για προσωρινώς εκτελεστό επιδικασθέν κεφάλαιο και έξοδα, όπως τα επιμέρους αυτά ποσά εξειδικεύονται στην αγωγή, καθώς και ότι σε συμμόρφωσή του προς την ανωτέρω απόφαση και την επίδικη επιταγή προς πληρωμή, κατέβαλε στον αντίκλητο και δεκτικό καταβολής δικηγόρο της αντιδίκου του, το συνολικό ποσό των 25.000,00 ευρώ σε δόσεις και συγκεκριμένα ποσό 10.000,00 ευρώ την 7-11-2018, ποσό 5.000,00 ευρώ την 3-12-2018, ποσό 5.000,00 ευρώ την 17-12-2018 και ποσό 5.000,00 ευρώ την 14-1-2019. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι επί εφέσεως, που άσκησε ο ίδιος κατά της προαναφερόμενης απόφασης, εκδόθηκε η με αριθμό 4025/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως προς αυτόν (ενάγοντα), καθώς και ότι την εν λόγω απόφαση επέδωσε στην εναγόμενη την 25-9-2020, ήδη καταστάσα αμετάκλητη. Ακολούθως, ισχυριζόταν ότι την 22-7-2020, λόγω της κατά τα άνω τελεσίδικης απόρριψης της αγωγής της αντιδίκου του ως προς αυτόν, ζητήθηκε, μέσω πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων μερών, από την εναγόμενη η επιστροφή του ποσού, που ο ίδιος (ενάγων) της είχε καταβάλει, συμμορφούμενος με την πιο πάνω εν μέρει κηρυχθείσα προσωρινώς εκτελεστή πρωτόδικη απόφαση και την επιδοθείσα σε αυτόν σχετική επιταγή προς πληρωμή, πλην όμως, η απάντηση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγόμενης ήταν αρνητική. Τέλος, υποστήριζε ότι, επειδή η εναγόμενη δεν του έχει αποδώσει ακόμα το πιο πάνω ποσό, που ο ίδιος (ενάγων) είχε καταβάλει για την ως άνω αιτία που έληξε, παρότι ήδη εκδόθηκε απόφαση που απέρριψε τελεσίδικα την αγωγή της ως προς αυτόν (ενάγοντα), δικαιούται να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 25.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την προαναφερόμενη ημεροχρονολογία καταβολής του κάθε επιμέρους χρηματικού ποσού στην εναγόμενη, άλλως για το σύνολο του αιτούμενου ποσού (25.000,00 ευρώ) από την επίδοση της ένδικης αγωγής, άλλως από την επίδοση της εκδοθησόμενης απόφασης, περαιτέρω δε, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικός του στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η προσβαλλόμενη με αριθμό 1398/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού αυτή (αγωγή) κρίθηκε εν μέρει νόμιμη και συγκεκριμένα ως προς το αιτούμενο ποσό των 20.000 ευρώ, κατά το οποίο είχε κηρυχθεί η πρωτόδικη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, και μη νόμιμη κατά το υπόλοιπο αιτούμενο ποσό των 5.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε καταβληθέντα έξοδα εκτέλεσης, όπως μη νόμιμο κρίθηκε το κυρίως παρεπόμενο περί τοκοδοσίας αίτημά της από τις ως άνω ημεροχρονολογίες καταβολής των επιμέρους χρηματικών ποσών στην εναγόμενη, απορρίφθηκε κατά τα λοιπά ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή και καταδικάστηκε ο ενάγων στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, ύψους 620,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης (1398/2022) παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή του.
III. Σε περίπτωση ικανοποιήσεως του δανειστή κατόπιν αναγκαστικής εκτελέσεως ή εκπληρώσεως της οφειλόμενης παροχής από τον οφειλέτη, ενόψει επαπειλούμενης αναγκαστικής εκτελέσεως, έχει κατ’ αρχήν εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ και επέρχεται απόσβεση της ενοχής διά καταβολής. Αν η σχετική δικαστική απόφαση αναιρεθεί ή εξαφανισθεί κατόπιν αναψηλαφήσεως, ο οφειλέτης δύναται να αναζητήσει τα καταβληθέντα ασκώντας το δικαίωμά του για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, συγχρόνως δε θα πληρούνται και οι προϋποθέσεις των ΑΚ 904 επ. Εάν όμως ο δανειστής ικανοποιηθεί, είτε κατόπιν εκτελέσεως προσωρινώς εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως που διατάσσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, είτε κατόπιν «εκουσίας» εκπληρώσεως από τον οφειλέτη εξαιτίας της επαπειλούμενης αναγκαστικής εκτελέσεως των ανωτέρω αποφάσεων, δεν υπάρχει καταβολή κατά την έννοια του άρθρου 416 ΑΚ, ούτε και αν αυτή γίνει με επιφύλαξη αναζητήσεως των καταβληθέντων. Αυτό οφείλεται στο ότι εδώ πρόκειται απλώς και μόνο για μια προσωρινή ρύθμιση της επίδικης σχέσεως προς όφελος του δανειστή, που δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα του οφειλέτη. Συνεπώς τα έννομα αποτελέσματα της «καταβολής» που έγινε, μένουν μετέωρα μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Εάν εξαφανισθεί ή μεταρρυθμισθεί η προσωρινώς εκτελεστή κηρυχθείσα απόφαση, ο οφειλέτης δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή των καταβληθέντων βάσει της ΚΠολΔ 914 και αποζημίωση κατά την ΚΠολΔ 940 παρ. 1, συγχρόνως δε πληρούται το πραγματικό της ΑΚ 904, χωρίς η αναζήτηση να αποκλείεται εξαιτίας της ΑΚ 905 παρ. 1, αφού η καταβολή, όπως άλλωστε και στην αμέσως προηγούμενη περίπτωση, δεν έγινε με την ελεύθερη βούληση του οφειλέτη, αλλά κάτω από την πίεση της επαπειλούμενης αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 446/2016 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αν ο ηττηθείς παρέλειψε να υποβάλει αίτημα επαναφοράς κατά τη διάρκεια της εκκρεμούς για το ένδικο μέσο δίκης, μπορεί να την υποβάλει πλέον μόνο με αυτοτελή αγωγή ή ανταγωγή (ΕφΑθ 3474/2001 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1583/1985 ΝοΒ 1985. 667, ΕφΑθ 1872/1981 ΕλλΔνη 1982. 476, 477, Απαλαγάκη 87, Μαργαρίτης ΚΠολΔ σελ. 1730-1731). Αν ειδικότερα, ο νομιμοποιούμενος παραλείψει να την υποβάλει νομότυπα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο το οποίο δικάζει την έφεση, δεν μπορεί να επανέλθει στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για την εκδίκαση αυτοτελούς αίτησης. Στην περίπτωση αυτή ο διάδικος που νίκησε, αλλά δεν υπέβαλε το αίτημα επαναφοράς, παραπέμπεται στο κατά τις γενικές διατάξεις αρμόδιο Δικαστήριο, με τη διαφορά ότι τότε η επαναφορά ρυθμίζεται από τις γενικές διατάξεις του ουσιαστικού και του κοινού δικονομικού δικαίου ως προς τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία στην οποία οι διάδικοι μπορούν να αντιτάξουν το σύνολο των ισχυρισμών τους. Ειδικότερα, επί καταδίκης στην καταβολή χρηματικής οφειλής η επαναφορά μπορεί να αναζητηθεί με αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, με την οποία εκείνο που δόθηκε, μπορεί να ζητηθεί, για το ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η παροχή και ο οποίος πραγματώθηκε κατά το χρόνο της παροχής, μεταγενέστερα εξανεμίστηκε (παροχή για αιτία που έληξε και συγκεκριμένα έκδοση τελεσίδικης απόφασης που ακυρώνει την απόφαση που εκτελέστηκε, ΑΠ 577/2013 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία, τόμος IV, υπό άρθρο 904, παρ. 93 και 122, σελ. 625 – 626 και 635). Επιπρόσθετα, ο αξιών την απόδοση της ωφέλειας την οποία αποκόμισε ο καταστάς πλουσιότερος για αιτία λήξασα οφείλει, κατά την άσκηση της αξίωσής του, να διαλάβει στην αγωγή του ως στοιχεία απαραίτητα για την αντικειμενική υπόσταση του δικαιώματός του: α) την παροχή στην οποία προέβη, β) τον εν τω μέλλοντι σκοπό για τον οποίο εδόθη, γ) την αιτία για την οποία ο σκοπός ματαιώθηκε ή εξέλιπε μεταγενεστέρως και δ) την εκ του λόγου τούτου επαύξηση ή μείωση της περιουσίας του εναγόμενου, αίτημα δε της προκείμενης αγωγής είναι η απόδοση του ληφθέντος αυτούσιου ή της αξίας αυτού αν η απόδοση κατέστη αδύνατος (βλ. Κωνστ. Γκαμέρα, Αι Αστικαί Αξιώσεις, έκδοση 1970, τόμος 1ος, σελ. 20-22). Τέλος, με την παραδοχή της αίτησης επαναφοράς αποδίδονται στον αιτούντα τα χρηματικά ποσά του κεφαλαίου, των τόκων, των δικαστικών εξόδων και η επί του αθροίσματος αυτών καταβολή νόμιμων τόκων, ενώ στα έξοδα που αποδίδονται στον αιτούντα (την επαναφορά των πραγμάτων) δεν συμπεριλαμβάνονται και αυτά της αναγκαστικής ή της εκούσιας εκτέλεσης, τα οποία οφείλονται με βάση το νόμο (άρθρο 932 ΚΠολΔ) [ΑΠ 1195/2018, ΑΠ 8/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, contra ΕφΑθ 5467/1992 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, βλ. Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, υπό άρθρο 914, παρ. 8, σελ. 1732, κατά τον οποίο τα έξοδα εκτέλεσης μπορούν να αποδοθούν ως αποζημίωση υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 940 παρ. 1 ΚΠολΔ].
ΙV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» συστάθηκε δυνάμει του με αριθμό ………/25-6-2003 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς . …….., το οποίο καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα γενικό αριθμό … και ειδικό …./2-7-2003 και σε περίληψη δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 6718/2-7-2003 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Ο ενάγων υπήρξε διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από την 24-12-2005 έως και την 21-12-2012. Ειδικότερα, δυνάμει του με αριθμό ………./24-12-2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, το οποίο καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα γενικό αριθμό …. και ειδικό …../16-1-2006 και σε περίληψη δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 633/23-1-2006 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), ο ενάγων εισήλθε στην εταιρία αυτή και ορίστηκε διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος από κοινού με την τότε συνεταίρο, ……………. Μετά δε την αποχώρηση της τελευταίας, δυνάμει της με αριθμό ………../17-9-2008 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών . ……., η οποία καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα γενικό αριθμό …./2008 και ειδικό …. και σε περίληψη δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 11101/29-9-2008 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), η εν λόγω εταιρία μετατράπηκε σε μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, με μοναδικό εταίρο και μόνο διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο τον ενάγοντα. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό ………./19-12-2012 πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών ………, η οποία καταχωρήθηκε την 21-12-2012 στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και περίληψή της δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 1592/8-3-2013 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ – ΕΠΕ και Γ.Ε.ΜΗ.), ο ενάγων εκχώρησε, πώλησε και μεταβίβασε μέρος των εταιρικών μεριδίων του (ποσοστό 1%) στον . …………., ο οποίος εισήλθε στην εταιρία και ορίστηκε διαχειριστής αυτής. Ταυτόχρονα δε με την είσοδο του τελευταίου και δυνάμει της πιο πάνω με αριθμό ………/19-12-2012 συμβολαιογραφικής πράξης, όπως αυτή νόμιμα δημοσιεύτηκε, έλαβε χώρα αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, ώστε τελικά ο ενάγων να μετέχει στην εταιρία με μία μερίδα συμμετοχής αποτελούμενη από 10.494 εταιρικά μερίδια και ο ………. με μία μερίδα συμμετοχής αποτελούμενη από 106 εταιρικά μερίδια. Περαιτέρω, η εταιρία «……………» κατά το χρονικό διάστημα από την 28-7-2012 έως την 25-5-2013 αγόρασε με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης από την εναγόμενη εταιρία εμπορεύματα, ήτοι αναψυκτικά και αλκοολούχα και μη ποτά και για το λόγο αυτό εκδόθηκαν σχετικά τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής από την τελευταία (πωλήτρια εταιρία). Στη συνέχεια, η εναγόμενη εταιρία άσκησε σε βάρος του ενάγοντος (……………) και της προρρηθείσας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης («………….») ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 17-1-2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2014 αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το χρηματικό ποσό των 52.044,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία κατά την οποία το ποσό εκάστου τιμολογίου πώλησης κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, οφειλόμενο κυρίως ως αποζημίωση με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, επικουρικά λόγω ενδοσυμβατικής τους ευθύνης και δη η μεν εταιρία λόγω της σύμβασης πώλησης, το δε φυσικό πρόσωπο – ήδη ενάγων στην υπό κρίση αγωγή – λόγω σωρευτικής αναδοχής χρέους και όλως επικουρικώς και όσον αφορά το νομικό πρόσωπο, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην των εκεί εναγόμενων, η με αριθμό 11278/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), η οποία, δεχόμενη την αγωγή, λόγω του τεκμηρίου ομολογίας, ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της αδικοπραξίας, υποχρέωσε τον ενάγοντα και την προλεχθείσα εταιρία με την επωνυμία «. ………», να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην εναγόμενη, το χρηματικό ποσό των 52.044,02 ευρώ, εντόκως, και η οποία (απόφαση) κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή κατά το ποσό των 20.000 ευρώ. Την 1-11-2018 η εναγόμενη επέδωσε στον ενάγοντα ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω απόφασης, με την κάτωθι αυτού από 30-10-2018 επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία επιτασσόταν να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 25.521,94 ευρώ, αναλυόμενο ως εξής: α) ποσό 20.000 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, το οποίο κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστό, β) ποσό 2.110 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, γ) ποσό 7,34 ευρώ για έκδοση αντιγράφου της απόφασης, δ) ποσό 720 ευρώ για έκδοση τέλους απογράφου, ε) ποσό 68,20 ευρώ για επίδοση της επιταγής και στ) ποσό 2.616,40 ευρώ για σύνταξη της επιταγής (βλ. την απόφαση και την επιταγή προς εκτέλεση). Μετά την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ενάγοντος ατομικά, κατόπιν εντολής αυτού (ενάγοντος), η πληρεξούσια δικηγόρος του Ελένη Σπανάκη (ΑΜΔΣΑ : ….) κατέβαλε στον ορισθέντα με την επιταγή αντίκλητο και δεκτικό καταβολής δικηγόρο της εναγόμενης Οδυσσέα Ιωσηφίδη (ΑΜΔΣΠ : ……) με μεταφορά χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό της, που τηρείτο στην «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ» σε τραπεζικό λογαριασμό του ως άνω δικηγόρου, τηρούμενο στην ίδια ως άνω τράπεζα, μέσω των ηλεκτρονικών υπηρεσιών αυτής, το συνολικό ποσό των 25.000,00 ευρώ με τμηματικές καταβολές, ποσό το οποίο προήλθε από τον εντολέα της (ενάγοντα). Συγκεκριμένα, την 7-11-2018 καταβλήθηκε ποσό 10.000 ευρώ, την 3-12-2018 ποσό 5.000 ευρώ, την 17-12-2018 ποσό 5.000 ευρώ και την 14-1-2019 ποσό 5.000 ευρώ. Εξάλλου, στο από 7-11-2018 αποδεικτικό καταβολής έχει τεθεί από τη διενεργήσασα την κατάθεση δικηγόρο στο σχετικό πεδίο «πληροφορίες για το δικαιούχο» (εννοείται του λογαριασμού), η φράση «……………» (ήτοι «λογαριασμός …………….»), στο από 3-12-2018 αποδεικτικό καταβολής αναγράφεται στο οικείο πεδίο η πληροφορία «Pliromi enanti prosorinos ektelestou posou apofasi 11278.2018 mon prot athinon» (ήτοι «Πληρωμή έναντι προσωρινώς εκτελεστού ποσού απόφαση 11278.2018 μον πρωτ Αθηνών»), στο από 17-12-2018 αποδεικτικό καταβολής αναγράφεται στο οικείο πεδίο η πληροφορία «…………» (ήτοι «…………») και στο από 14-1-2019 αποδεικτικό καταβολής αναγράφεται στο οικείο πεδίο η πληροφορία «Exoflisi 11278.2018 ………….» (ήτοι «Εξόφληση 11278.2018 ……») [βλ. τις εν λόγω αποδείξεις ηλεκτρονικής τραπεζικής συναλλαγής και το αποδεικτικό των στοιχείων του δικαιούχου του λογαριασμού έγγραφο από την εν λόγω τράπεζα ως προς την Ελένη Σπανάκη, από τον οποίο (λογαριασμό) έγινε η μεταφορά των χρημάτων]. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, η Ελένη Σπανάκη επικοινώνησε με τον Οδυσσέα Ιωσηφίδη την 28-11-2018 και τον ενημέρωσε ρητά ότι δεν υπάρχει δυνατότητα ανάληψης της οφειλής της εταιρίας «…………….» από τον εντολέα της, ότι προτίθεται να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και ότι θα προβεί σε εξόφληση του προσωρινώς εκτελεστού ποσού με το χρονοδιάγραμμα που του εκθέτει (βλ. τη σχετική αλληλογραφία, με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη). Πράγματι, κατά της προρρηθείσας πρωτόδικης απόφασης ο ενάγων άσκησε την από 28-11-2018 με ΓΑΚ/ΕΑΚ του Πρωτοδικείου …………../2018 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ του Εφετείου ………../2018 έφεσή του, επί της οποίας την 12-6-2020 εκδόθηκε η με αριθμό 4025/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και, αφού διακράτησε την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον ενάγοντα. Κατόπιν, την 22-7-2020, επικαλούμενος την τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου του ως προς αυτόν, ο ενάγων ζήτησε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνης, Οδυσσέα Ιωσηφίδη, μέσω του συνεργάτη της πληρεξούσιας δικηγόρου του, …………, την επιστροφή του ποσού των 25.000 ευρώ, ισχυριζόμενος ότι το είχε καταβάλει ο ίδιος ατομικά και συμμορφούμενος με την ως άνω πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος της που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή και την επίδικη επιταγή προς πληρωμή που του είχε επιδοθεί. Ωστόσο, η εναγόμενη, δια του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου της, αρνήθηκε, διατεινόμενη ότι η καταβολή είχε γίνει από την υπόχρεη εταιρία με την επωνυμία «……….», ως προς την οποία η με αριθμό 11278/2018 απόφαση εξακολουθούσε να ισχύει, γεγονός που δεν αμφισβητείται (βλ. την αλληλογραφία μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται από τους διαδίκους). Έτι περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 30-12-2013 καταχωρήθηκε στο ΓΕ.ΜΗ. η με αριθμό ……/19-12-2013 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών . ….., με την οποία λύθηκε η εταιρία με την επωνυμία «………..» και τέθηκε υπό εκκαθάριση με εκκαθαριστή τον ……… Μετά δε το πέρας της εκκαθάρισης, η εταιρία αυτή την 16-3-2015 διαγράφηκε από το ΓΕ.ΜΗ. (βλ. τις με αριθμό ……../15-5-2014 και 19418/24-3-2015 σχετικές ανακοινώσεις καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ.). Ωστόσο, με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, προέκυψε, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι ο ενάγων κατέβαλε το ποσό των 20.000,00 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστό και το ποσό των 2.110 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, ήτοι το συνολικό ποσό των 22.110 ευρώ, σε αναγκαστική συμμόρφωσή του με την κηρυχθείσα προσωρινώς εκτελεστή με αριθμό 11278/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την επιδοθείσα σε αυτόν από 30-10-2018 επιταγή προς εκτέλεση κατόπιν έναρξης και επαπειλούμενης συνέχισης σε βάρος του, της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι ενεργώντας για λογαριασμό και προς μερική εξόφληση οφειλής της υπόχρεης εταιρίας με την επωνυμία «……….». Ενισχυτικά της ως άνω κρίσης του Δικαστηρίου είναι τα κάτωθι αποδειχθέντα γεγονότα : 1) Οι επίδικες καταβολές των επιμέρους χρηματικών ποσών έγιναν από τον ενάγοντα σε συμμόρφωση του ίδιου με την από 30-10-2018 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι ακριβούς αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό 11278/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 20.000 ευρώ, προς είσπραξη του οποίου η εναγόμενη και επισπεύδουσα ξεκίνησε αναγκαστική εκτέλεση, με την επίδοση της ένδικης επιταγής προς εκτέλεση αποκλειστικά και μόνο στον τελευταίο (ενάγοντα) και χωρίς να προβεί σε αντίστοιχη επίδοση στη συνυπόχρεη εταιρία «……….», ενόψει και του ότι η τυχόν όχληση του ενός εις ολόκληρον συνοφειλέτη από το δανειστή, όπως εν προκειμένω, ενεργεί υποκειμενικά (άρθρο 486 ΑΚ), 2) η επίδοση της ένδικης επιταγής προς πληρωμή στον ενάγοντα έγινε ατομικά στον ίδιο και όχι με την ιδιότητα του (πραγματικού) διαχειριστή και νόμιμου εκπροσώπου της συνυπόχρεης εταιρίας «……….. ου η εκτέλεση –ενάγοντος υπόκειτο στον κίνδυνο της αναγκαστικής κατάσχεσης, προς αποτροπή του οποίου αναγκάστηκε να προβεί στις ένδικες καταβολές, 3) ο δικηγόρος Οδυσσέας Ιωσηφίδης, με την ένδικη επιταγή, ορίστηκε αντίκλητος της επισπεύδουσας και δεκτικός καταβολής ως προς το ανωτέρω επιτασσόμενο ποσό και μόνο ως προς τον καθ’ ου η εκτέλεση – οφειλέτη – ενάγοντα, ο οποίος προσηκόντως προέβη στην καταβολή του επιτασσόμενου ποσού, την οποία (καταβολή) αποδέχθηκε, άνευ επιφύλαξης (άρθρο 418 ΑΚ), ο εισπράξας δικηγόρος, 4) οι επίδικες καταβολές διενεργήθηκαν με χρήματα του ιδίου του ενάγοντος, κατόπιν εντολής του και για λογαριασμό του από την τότε πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Σπανάκη, η οποία κατόπιν κατέβαλε τα ανωτέρω ποσά στον πληρεξούσιο και δεκτικό καταβολής δικηγόρο της εναγόμενης, ιδιότητα που σαφώς τελούσε σε γνώση του τελευταίου, όπως σαφώς συνάγεται από τη μεταξύ τους ηλεκτρονική αλληλογραφία, 5) η πληρεξούσια δικηγόρος Ελένη Σπανάκη ουδόλως εκπροσωπούσε την άνω συνυπόχρεη εταιρία, ούτε εκείνη (δικηγόρος) είχε λάβει εντολή από κάποιον νόμιμο εκπρόσωπό της για καταβολή ποσού για λογαριασμό της, αντίθετα μάλιστα εγκαίρως (28-11-2018) γνωστοποίησε στο συνάδελφό της δικηγόρο ότι ο εντολέας της θα εξοφλήσει το προσωρινώς εκτελεστό ποσό ατομικά και όχι για λογαριασμό της άνω συνυπόχρεης εταιρίας, τα χρέη της οποίας δεν προτίθεται να αναλάβει και με σκοπό να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, 6) ο ενάγων, κατά το χρόνο καταβολής των επίδικων ποσών (2018 και 2019) στην εναγόμενη, είχε πλήρως αποξενωθεί από την εκπροσώπηση της συνυπόχρεης εταιρίας, ήδη από την 21-12-2012, κατά τα προεκτεθέντα, οπότε δεν μπορούσε να εξοφλήσει το επίδικο προσωρινώς εκτελεστό ποσό για λογαριασμό αυτής με την ιδιότητα του διαχειριστή, και 7) η συνυπόχρεη εταιρία «…………» κατά το χρόνο των επίδικων καταβολών (2018 και 2019) είχε ήδη διαγραφεί (από την 16-3-2015) από το Γ.Ε.ΜΗ. και δεν υφίστατο ως νομικό πρόσωπο, κατά τα προεκτεθέντα. Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι, επειδή μετά τη διαγραφή της από το Γ.Ε.ΜΗ. διαπιστώθηκε ότι υπάρχει χρέος της εταιρίας, συντρέχει περίπτωση αναβίωσης του σταδίου της εκκαθάρισης και των καθηκόντων του εκκαθαριστή και υποχρέωση επανεγγραφής στο Γ.Ε.ΜΗ, και πάλι, για να μπορεί να λάβει χώρα καταβολή για λογαριασμό της υπό εκκαθάριση εταιρίας, αυτή θα έπρεπε να γίνει από τον εκκαθαριστή ……., και από κάποια (ανύπαρκτη) περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρίας, όρος που δεν αποδείχθηκε ότι συνέβη (άρθρο 28 του Ν. 4919/2022, πρβλ. ΑΠ 970/2019, ΜονΕφΑθ 10/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα, ως προς τις αναγραφόμενες στα αποδεικτικά καταβολής αιτιολογίες, λεκτέα τα ακόλουθα : Όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο των τεσσάρων (4) επίδικων αποδεικτικών καταβολής, μολονότι στα τρία από αυτά (με ημερομηνία 7-11-2018, 17-12-2018 και 14-1-2019) αναφέρεται η άνω συνυπόχρεη εταιρία (ως ………..), η μνεία αυτή δεν έγινε με σκοπό μερικής εξόφλησης της οφειλής της εταιρίας «……………..». Αντίθετα, από το σύνολο των ένδικων αποδεικτικών καταβολής συνάγεται ότι η σε αυτά αναφορά της εν λόγω εταιρίας έγινε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ελένη Σπανάκη ενδεικτικά και για περιγραφικούς και μόνο σκοπούς, δηλαδή προς διευκόλυνση της συσχέτισης της ένδικης τραπεζικής συναλλαγής κάθε φορά με τη συγκεκριμένη αντιδικία, από τον παραλήπτη του τραπεζικού εμβάσματος Οδυσσέα Ιωσηφίδη. Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε σημειώνεται α) η έλλειψη στο δεύτερο αποδεικτικό καταβολής (με ημερομηνία 3-12-2018) οποιασδήποτε μνείας στην ως άνω συνυπόχρεη εταιρία και η αναγραφή, ως πληροφορία, της έναντι πληρωμής προσωρινώς εκτελεστού ποσού, β) η αναφορά του αριθμού της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, που είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή («11278.2018») στο δεύτερο και στο τέταρτο αποδεικτικό καταβολής και γ) η αναφορά σε διαταγή πληρωμής («diat plir») στο τρίτο αποδεικτικό καταβολής, ενώ δεν υπάρχει τέτοια. Εξάλλου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 317 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η παροχή μπορεί να εκπληρωθεί και από τρίτον, εκτός αν ο δανειστής έχει συμφέρον να την εκπληρώσει ο οφειλέτης. Και τούτο διότι στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί τρίτος ως προς την εκπλήρωση της οφειλής της ως άνω συνυπόχρεης εταιρίας, αφού έχει την ιδιότητα του εις ολόκληρον οφειλέτη της ίδιας παροχής (βλ. Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, εκδ. 2004, κεφ. 26, παρ. 43, σελ. 1370). Άρα, τα αντίθετα προβαλλόμενα από την εναγόμενη στα πλαίσια αιτιολογημένης άρνησης της αγωγής, ότι δηλαδή οι τραπεζικές καταθέσεις έγιναν από την εταιρία «……..» έναντι μερικής εξόφλησης της ανωτέρω οφειλής της, και σε κάθε περίπτωση από τον ενάγοντα ως τρίτο κατ’ άρθρο 317 ΑΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ακόμα, ο συναφής ισχυρισμός της εναγόμενης ότι το καταβληθέν ποσό συνιστά εκούσια συμμόρφωση της άνω συνυπόχρεης εταιρίας με την πρωτόδικη απόφαση και όχι αναγκαστική μετά την επίδοση στον ενάγοντα επιταγής προς πληρωμή, αντιβαίνει στα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, καθότι προφανώς προέχει η αποφυγή συνέχισης της σε βάρος του ενάγοντος αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς η διαφορά του καταβληθέντος ποσού κατά 521,94 ευρώ σε σχέση με το επιτασσόμενο ποσό να αναιρεί την παραπάνω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου. Παρομοίως, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν τυγχάνει ο σχετικός ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η δικηγόρος Ε. Σπανάκη εκπροσωπούσε όχι μόνο τον ενάγοντα, αλλά και την άνω συνυπόχρεη εταιρία, καθώς ουδέν σχετικό αποδεικτικό στοιχείο προσκομίστηκε, πέραν του ότι η εν λόγω εταιρία κατά τον επίδικο χρόνο ήταν πλέον ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, μη δυνάμενο να εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπως προαναφέρθηκε. Από δε τα ανωτέρω συνάγεται ότι σημειώθηκε περιουσιακή μετακίνηση του ενάγοντος, σε συμμόρφωσή του με την προμνησθείσα πρωτόδικη δικαστική απόφαση και την οικεία επιταγή προς πληρωμή, που του επιδόθηκε, πλην όμως, μεταγενεστέρως η εν λόγω απόφαση, που δικαιολογούσε την περιουσιακή μετακίνηση, εξαφανίστηκε, όπως προαναφέρθηκε και ως εκ τούτου, ο σκοπός για τον οποίο έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, ανατράπηκε. Επίσης, ουδείς λόγος διατήρησης του επίμαχου πλουτισμού υφίσταται εκ του νόμου και κατά συνέπεια ο ενάγων, που καταδικάστηκε και κατέβαλε, δύναται να αναζητήσει το ως άνω ποσό των 22.110 ευρώ ως αδικαιολόγητο πλουτισμό, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που είναι ορισμένη και νόμιμη, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εναγόμενης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη – διότι περιέχει τα στοιχεία του αδικαιολόγητου πλουτισμού για αιτία που έληξε, δοθέντος ότι τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, ήτοι η παροχή στην οποία προέβη ο ενάγων, ο σκοπός για τον οποίο δόθηκε, η αιτία για την οποία ο σκοπός εξέλιπε μεταγενεστέρως και η εκ του λόγου τούτου επαύξηση της περιουσίας της εναγόμενης, σε συνδυασμό και με το αγωγικό αίτημα, που συνίσταται στην αναζήτηση της παροχής, συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου και στηρίζεται (η αγωγή) στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 904, 910, 912 ΑΚ – να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 22.110 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής (άρθρο 910 ΑΚ).
V. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (1398/2022) απέρριψε την αγωγή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου (αναφορικά με το αγωγικό κονδύλιο των εξόδων εκτέλεσης ύψους 3.411,94 ευρώ) και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται με τους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγους της ένδικης έφεσής του ο εκκαλών – ενάγων. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η ένδικη έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (1398/2022) εν όλω και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικαστεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 22.110 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης, λόγω της μερικής ήττας της και ανάλογο με την έκταση αυτής, μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63, 68 του Ν. 4194/2013 / Κώδικας Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/24-5-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς) στον τελευταίο, καθότι η έφεσή του έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 1398/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 1398/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 27-10-2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2020 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων εκατόν δέκα (22.110,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στον εκκαλούντα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 7η Ιουλίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ