ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 456 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή, Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία <<………….>>, που εδρεύει στη ………. Αττικής, οδός ……….. (ΑΦΜ …………), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ιωάννα Λεγάκη [ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΕΣ].
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τη πληρεξούσια δικηγόρο του, Ειρήνη Κοντοσέα [ΔΕ ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ], με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος – εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.12.2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2022 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4180/2023 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο η εναγόμενη με την από 24.9.2024, με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2024 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα στο Εφετείο …………. έφεση όσο και ο ενάγων με την από 4.3.2025 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2025 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα ………./2025 στο Εφετείο έφεσή του, οι οποίες προσδιορίστηκαν για συζήτηση στην παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος -εφεσιβλήτου παραστάθηκε με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρίας έλαβε το λόγο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η από 24.9.2024 έφεση της ηττηθείσας, εν μέρει, εναγόμενης εταιρίας και β) η από 4.3.2025 έφεση του νικήσαντος, εν μέρει, ενάγοντος στρεφόμενες αμφότερες κατά της 4180/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε (εν μέρει) την από 21.12.2022 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 591 και 622 ΚΠολΔ, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, εξάλλου, οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε η νόμιμη, καταχρηστική, προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 9-2-2021, ενώ για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια.
Ο ενάγων ναυτικός με την προαναφερόμενη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου BSP, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ………, κοχ 5.664,10 ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή, του επίκουρου θαλαμηπόλου και του μεταφορέα κατά περίπτωση κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2021 και 2022. “Ότι κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα το πλοίο εκτελούσε εβδομαδιαίως περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια από το λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά, εκτελώντας δρομολόγια εξπρές κατά τις οικείς διατάξεις των ως άνω ΣΣΝΕ. Ότι από τις ως άνω ναυτολογήσεις του, οι οποίες διέπονταν από την ΣΣΝΕ πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 και ακολούθως 2022, διατηρεί αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, για αποζημίωση λόγω μη χορήγηση αδειών διανυκτέρευσης, για επιδόματα εορτών και για αμοιβή δρομολογίων εξπρές. Με βάση το ιστορικό αυτό, ως εκτενέστερα εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο, ζητεί – κατόπιν νομότυπου περιορισμού του όλων των αγωγικών κονδυλίων από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά πλην του αγωγικού κονδυλίου για αμοιβή υπερωριακής εργασίας α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 24.903,22€ και β) να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 15.858,34€, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του (20-9-2022), άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της εναγόμενης εταιρίας περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής και ως ουσιαστικά αβάσιμο εκείνον που αφορούσε το συμψηφισμό των ποσών που η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα ως έκτακτες αμοιβές, δέχθηκε αυτήν, μερικά, ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά την διάρκεια της ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγομένης, παρείχε υπερωριακή εργασία 12 ωρών, καθημερινά, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις που αναλύονται στην απόφαση και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.189,04 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της ημέρας λήξης της σύμβασής του μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε δε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.373,47 ευρώ από την επομένη της απόλυσής του 20.9.2022 και μέχρι την εξόφληση.
Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), καθώς και της από 15.9.2023 ένορκης βεβαίωσης που προσκομίζει ο ενάγων ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιά …………., η οποία λήφθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου του εταιρίας (άρθρο 422 ΚΠολΔ) σύμφωνα με την …………/11.9.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας …………, της υπ’ αριθμ. ……/15-9-2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της εναγόμενης κατόπιν νομότυπης (προ τουλάχιστον 2 εργάσιμων ημερών – άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευσης του υπογράφοντος το αγωγικό δικόγραφο Δικηγόρου (σχ. η υπ’ αριθμ. ΣΤ-…./12-9- 2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …………….), σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) , αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού- οχηματαγωγού BSP, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, κόρων ολικής χωρητικότητας (κοχ) 5.664.10, και του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού με αριθμό ναυτικού φυλλαδίου ……., ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο ως ακολούθως: α) Από 9.12.2020 με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή, έως 6.1.2021 που η σύμβασή του ανεστάλη επειδή το πλήρωμα εντάχθηκε στις διατάξεις της ΚΎΑ 2242/21372/2020, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την ΚΥΑ 2242.10/32718/2020 («Μηχανισμός εφαρμογής των μέτρων στήριξης της ναυτικής εργασίας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19»), και από την άρση της αναστολής την 6.2.2021 έως την 18.2.2021, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοίαρχου, β) από 4.4.2021, με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, έως 14.5.2021 που απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, γ) από 24.5.2021, με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου έως 24.8.2021, οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας, δ) από 7.9.2021, με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, εως 31.10.2021, οπότε απολύθηκε λόγω αλαγής ειδικότητας, ε) από 1.11.2021 με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή έως 17.12.2021, οπότε η σύμβασή του λύθηκε λόγω άδειας ως την 17.1.2022, στ) από 4.1.2022, με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή, έως 3.3.2022, οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας μου, ζ) από 10.3.2022, με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή, έως 20.4.2022, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, η) από 11.5.2022, με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, έως 31.5.2022,οπότε απολύθηκε λόγω αλλαγής ειδικότητας, ια) από 31.5.2022, με την ειδικότητα του μεταφορέα (μαθητευόμενου βοηθού φροντιστή), έως 20.9.2022, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοίαρχου. Σύμφωνα με τις καταχωρίσεις που έχουν περιληφθεί στο ναυτολόγιο του ενάγοντος εφαρμοστέα, κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, για το μισθό είναι η «Σ.Σ.», τις αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζε για το έτος 2021 η τελευταία δημοσιευθείσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’ αρ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β 3170/12-8-2019), για δε το έτος 2022 η Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2022, που κυρώθηκε με την υπ’ αρ. ΥΑ 2242.5-1.5/8785/2022 (ΦΕΚ Β 663/15-2-2022), γεγονός για το οποίο δεν ερίζουν οι διάδικοι. Το πλοίο BSP, ήταν – κατά το ένδικο χρονικό διάστημα – ενταγμένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά εκτελούσε τα εξής δρομολόγια:
(Ακολουθουν πίνακες δρομολογίων)
Στο πλοίο της εναγόμενης εταιρίας κατά την ένδικη χρονική περίοδο ήταν ναυτολογημένα συνολικά όσα μέλη του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος προβλέπει η οργανική σύνθεση του πλοίου [π.δ. 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων, ΦΕΚ Α 64/13.3.1974] προκειμένου αυτό να εκτελεί με ασφάλεια τους πλόες του (άρθρα 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973) και συγκεκριμένα εννέα ναύτες, ένας ναύκληρος, ένας υποναύκληρος και δυο ναυτόπαιδες. Ωστόσο ο ενάγων ασχέτως της ειδικότητας για την οποία είχε προσληφθεί και είχε καταχωρηθεί στο ναυτικό του φυλλάδιο παρείχε την εργασία του στο μπαρ του καταστρώματος, τα δε καθήκοντα του συνίσταντο στη πώληση των προϊόντων του μπαρ, στη εξυπηρέτηση των επιβατών – πελατών του κυλικείου, στην εν γένει καθαριότητα και φροντίδα του χώρου αυτού αλλά και τον εφοδιασμό του κυλικείου με τα προς διάθεση προϊόντα. Τα χρονικά όρια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος ανάλογα ταυτίζονταν με τις ώρες λειτουργίας του μπαρ του πλοίου, το οποίο κατά τις πρωινές ώρες άνοιγε για το κοινό ταυτόχρονα με την επιβίβαση του κοινού, ήτοι την 06:00 πμ τους χειμερινές μήνες και 05:30 πμ τους θερινούς, πλην όμως η επιστασία αυτή απαιτούσε και την αναγκαία προεργασία ώστε κατά τις ώρες του ανοίγματος του κυλικείου να ευρίσκεται σε ετοιμότητα για τη διάθεση των προϊόντων του και ανερχόταν σε μια ώρα νωρίτερα από το προκαθορισμένο άνοιγμα του. Περί την 11:00 πμ ο ενάγων αντικαθίστατο από ‘ένα θαλαμηπόλο για ανάπαυλα δύο ωρών και στις 13:00 μμ συνέχισε την εργασία του μαζί όμως και με ένα θαλαμηπόλο μέχρι το βράδυ. Όταν το πλοίο επέστρεφε στον Πειραιά το μπαρ διέκοπτε την λειτουργία του και ο ενάγων μαζί με το θαλαμηπόλο εκτελούσαν τις απαιτούμενες εργασίες καθαριότητας και τακτοποίησης του χώρου του κυλικείου διάρκειας τριάντα λεπτών. Με βάση τα άνω περιγραφόμενα δρομολόγια του πλοίου, την μακρά διάρκεια αυτών, την μεγάλη χωρητικότητα του πλοίου, τον αριθμό των υπηρετούντων ναυτικών, την αποκλειστική απασχόληση του ενάγοντος στην επιστασία του κυλικείου χωρίς τη σύμπραξη ετέρου ναυτικού κατά την πρωινή βάρδια και τη σύμπραξη ενός ακόμα θαλαμηπόλου κατά την απογευματινή βάρδια, την χρονική επιμήκυνση κατά μια ώρα πριν την αναχώρηση του πλοίου από τον Πειραιά και μισή ώρα μετά την άφιξη του στον λιμένα Πειραιά, αποδεικνύεται ότι αυτός εργαζόταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, υπερωριακά, κατά μέσο όρο, παρέχοντας εργασία, πέραν του νομίμου οκταώρου του τις καθημερινές και Κυριακές, διάρκειας τεσσάρων ωρών κατά τις ημέρες αυτές και αντίστοιχη δώδεκα ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός της εναγόμενης αφενός περί της πλήρους κάλυψης των οργανικών θέσεων που απαιτείται για την ασφάλεια των πλόων του πλοίου, αφετέρου περί πληρώσεως των απαιτούμενων θέσεων για τη πλήρη σύνθεση του πληρώματος αλυσιτελώς προβάλλεται δεδομένου ότι όπως προέκυψε από τις αποδείξεις στο κυλικείο απασχολούνταν μόνον ο ενάγων κατά την πρωινή βάρδια και ο ίδιος μαζί με ένα θαλαμηπόλο κατά την απογευματινή με συνέπεια το πλεονάζον κατά την εναγομένη πλήρωμα του καταστρώματος να μην συνεπικουρεί την επιστασία του κυλικείου. Το Δικαστήριο στηρίζει την κρίση του στο σύνολο των ενώπιον του προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, ενόρκων βεβαιώσεων, εκτιμώμενων όλων σύμφωνα με το άρθο 340 ΚΠολΔ, χωρίς να καθίσταται ο ενόρκως βεβαιώσας αναξιόπιστος μάρτυρας λόγω της άσκησης από μέρους του συναφούς αγωγής. Αυτό διότι από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται ότι αυτοί είναι εξαιρετέοι μάρτυρες επειδή έχουν συμφέρον στην έκβαση της δίκης, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, η οποία εξάλλου εξέτασε τον εργασιακά εξαρτώμενο από την ίδια προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο κατά την ένδικη περίοδο του πλοίου. Άλλωστε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός των συναδέλφων του ενάγοντος ναυτικού, οι οποίοι γνωρίζουν από δική τους αντίληψη τις συνθήκες εργασίας αυτού, δεν μπορεί να έχει προσωπική γνώση για τα αποδεικτέα θέματα. Επιπλέον, όπως έχει παγίως, σταθερά και απαρέγκλιτα, νομολογηθεί, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 του Αστικού Κώδικα, 8 του ν. 2112/1920, 5§1 του α.ν. 539/1945 και 8§4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζομένου, ακόμα και με την μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 1554/2011, 495/2006) έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013). Συνακόλουθα το ότι ο ενάγων υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη ή με κάποια παρατήρηση στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ακόμα και στο βιβλίο υπερωριών ή στις καταστάσεις με τις ώρες ανάπαυσής του, δεν μπορεί αυτό να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών του, περί υπερωριακής εργασίας, (ΕΠ 716/2014 δημ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕΠ 452/2010 δημ στην τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), καθώς συμβαίνει συχνά οι εργαζόμενοι να υπογράφουν προκειμένου να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους εργοδότες τους και να μην τίθεται σε κίνδυνο η εργασιακή τους σχέση, προς τούτο άλλωστε διεκδικούν δικαστικά τις οικείες αξιώσεις τους μετά την λήξη αυτής, ενώ, εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων ή του βιβλίου υπερωριών δεν σημαίνει, χωρίς άλλο, παραίτησή του από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών το οποίο τηρούσε η εναγομένη, μέσω του πλοίαρχου του πλοίου και προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 εκάστης των οικείων σσνε για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή, όπως προαναφέρεται, (νοούμενη ως άφεση χρέους) δεν έχει έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΝΟΜΟΣ, EΠ 698/2014, Δνη 2015/504, ΕΠ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208). Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης της εναγομένης κατά το σκέλος αυτού που αφορά τους ισχυρισμούς της περί αναξιοπιστίας του μάρτυρα του ενάγοντος και την ανεπιφύλακτη υπογραφή των λογαριασμών μισθοδοσίας και του βιβλίου ωρών ανάπαυσης από τον τελευταίο, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Συνεπώς ο ενάγων σύμφωνα με τις μη αμφισβητούμενες εφαρμοστέες εν προκειμένω Σ.Σ.Ν.Ε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του παρείχε την εργασία του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές τέσσερεις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας., όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ειδικότερα: Α) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2021 έως 5.1.2021, από 6.2. έως 18.2.2021, από 4.4.2021 έως 14.5.2021, από 24.5.2021 έως 24.8.2021 και από 7.9.2021 έως 17.12.2021 απασχολήθηκε 34 Σάββατα και τις 8 αργίες, όπου παρείχε την εργασία του επί 12 ώρες καθ’ εκάστη, που όλες αμείβονται υπερωριακά προς € 8,37 την ώρα, και συνολικά πραγματοποίησε 504 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες δικαιούται € 4.218,48. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη του κατέβαλε ποσό € 3.122,83, επομένως δικαιούται διαφοράς από € 1.095,65 ευρώ. Τις υπόλοιπες 207 καθημερινές και Κυριακές των πιο πάνω διαστημάτων (μη λαμβανομένων υπ’ όψιν των 14/2, 11, 15 και 25/4), εργάσθηκε επί 12 ώρες και πραγματοποίησε 4 ώρες υπερωριακής εργασίας αμειβόμενης προς € 6,98 την ώρα, και συνολικά 828 ώρες, για τις οποίες δικαιούται € 5.779,44. Β) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 4.1.2022 έως 3.3.2022, από 10.3.2022 έως 20.4.2022, από 11.5.2022 έως 20.9.2022: Τα 33 Σάββατα και τις 5 αργίες των ανωτέρω διαστημάτων εργάσθηκε επί 12 ώρες καθ’ εκάστη, που όλες αμείβονται, υπερωριακά προς € 8,63 την ώρα, και συνολικά επί 456 ώρες , οπότε και δικαιούται το ποσό των 3.935,28 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη του κατέβαλε ποσό € 3.073,86 επομένως δικαιούται διαφοράς από € 861,42. Τις υπόλοιπες 196 καθημερινές και Κυριακές των πιο πάνω διαστημάτων εργάσθηκε επί 12 ώρες και πραγματοποίησε 4 ώρες υπερωριακής εργασίας αμειβόμενης προς € 7,19 την ώρα, και συνολικά 784 ώρες, για τις οποίες δικαιούται € 5.636,96 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω με βάση τις ανωτέρω παραδοχές για τα ημερήσια χρονικά όρια παροχής εργασίας του έναγοντος πέραν του νομίμου ωραρίου πρέπει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης αλλά και ο πρώτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από εκείνους της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία σσνε μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο αυτό ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελεύθερα ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες σσνε αποδοχές μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί, ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγομένη παραπονείται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ενώπιον του νομότυπα προβληθέντα ισχυρισμό της περί καταλογισμού στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής που αξιώνει ο ενάγων, τα καταβληθέντα σε αυτόν ποσά ως «έκτακτες αμοιβές». Σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη τέσσερις έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε σ’ αυτές η καταβολή στον ενάγοντα ναυτικό κλειστού μισθού και περαιτέρω αποδεικνύεται ότι εμπεριέχεται στις εν λόγω συμβάσεις παράγραφος με τον τίτλο «συμπληρωματικοί όροι που περιλαμβάνονται όπως τυχόν αμοιβαίως συμφωνήθηκαν από τα μέρη». Στο δε ακόλουθο κείμενο αναγράφεται ότι κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Όπως αποδείχθηκε με βάση τις μη αμφισβητούμενες αποδείξεις πληρωμής που αφορούν τα επίδικα χρονικά διαστήματα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κάθε μήνα αμοιβή για εργασία τα Σάββατα και αργίες καθώς και αμοιβή υπερωριών ενώ κατέβαλε επίσης κάθε μήνα ένα πολύ μικρότερο ποσό υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές». Όμως, σύμφωνα και πάλι με όσα αναλύθηκαν παραπάνω, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό και αυτό διότι δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας και επομένως δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας είναι μη εξειδικευμένη, είναι αόριστη και δεν μπορεί να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί αν στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, με την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ 464/2021, 196/2020, 465/2009 δημ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Επομένως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο η εκκαλουμένη απέρριψε τον ισχυρισμό περί συμψηφισμού που προέβαλε η εναγομένη και ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσής της με τον οποίο παραπονείται για την εν λόγω απόρριψη είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών – ενάγων διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση για τον υπολογισμό της αναλογίας δώρου Πάσχα και Χριστουγέννων που δικαιούται κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο ένδικο πλοίο εσφαλμένα προσδιόρισε τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησής του σε 12 ώρες αντί για 15 ώρες κατά τα Σάββατα και τις Αργίες ως και το ύψος της υπερωριακής αμοιβής των 4 ωρών που δικαιούταν τις καθημερινές και τις Κυριακές που δικαιούταν με συνέπεια να καταλήξει σε εσφαλμένο υπολογισμό τόσο του μηνιαίου μέσου όρου αυτής, όσο και του ύψους του μισθού και να επιδικάσει για την αιτία αυτή ποσό κατώτερο από αυτό που πράγματι δικαιούταν. Ειδικότερα η εκκαλουμένη, η οποία σημειωτέον δεν πλήττεται για τον αριθμητικό υπολογισμό του υπό κρίση κονδυλίου αλλά μόνον για την κρίση της ως προς τη διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος, δέχθηκε 12ωρη ημερήσια απασχόληση αυτού και έκρινε ότι αυτός για τα κατωτέρω αναφερόμενα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του δικαιούται να λάβει για τις ένδικες ναυτολογήσεις έτους 2021 το ποσό των 2.327,57 ευρώ και όχι το ποσό των 1716,19 ευρώ και για τις ένδικες ναυτολογήσεις έτους 2022 το ποσό των 1.035,47 και όχι το ποσό των 770,69 ευρώ που του επιδίκασε η εκκαλουμένη. Ενόψει των ανωτέρω αναφερθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα τα ανωτέρω αναφερόμενα χρηματικά ποσά για διαφορές δώρου Πάσχα και Χριστουγέννων 2021 και 2022, αφού δέχθηκε την ένσταση μερικής εξόφλησης της εναγόμενης που προτάθηκε πρωτόδικα, συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος προς εύρεση του επιδόματος εορτών την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής που αντιστοιχούσε σε 12 ώρες ημερήσιας απασχόλησης, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Επιπλέον με βάση τις ίδιες ως άνω παραδοχές πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας – εναγόμενης, η οποία θεωρεί ότι δεν υφίσταται τέτοια αξίωση υπέρ του ενάγοντος λόγω εξόφλησης κατά το μέρος που αφορά τις αιτιάσεις για υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2021 και 2022 καθώς η ίδια, αβασίμως, όπως αποδείχθηκε, διατείνεται ότι ο ενάγων παρείχε καθημερινή νόμιμη οκτάωρη εργασία.
Από τη διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων σσνε σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ B 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, , 371/2016, 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), η τροφοδοσία είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 500/2012, αδημ., 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, 343/2009, αδημ.) διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως οικείας σσνε. Μάλιστα συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012 δημ στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΕΠ 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Τέλος, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 των οικείων σσνε, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες), χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015, 647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Περαιτέρω και το επίδομα έχμασης αποτελεί πρόσθετη αμοιβή προβλεπόμενη από τις ανωτέρω σσνε (άρθρο 30) ειδικά για το κατώτερο προσωπικό του καταστρώματος που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, όπως ο ενάγων, το οποίο υπολογίζεται και καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά κατά μήνα. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εναγομένη διατείνεται ότι η εκκαλουμένη κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος πέραν του νομίμου ωραρίου 4 ώρες τις Καθημερινές και Κυριακές και 12 ώρες απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις Αργίες, υπολογίζοντας με βάση τις παραδοχές της αυτές το μέσο όρο της μηνιαίας υπερωριακής του εργασίας κατά τα έτη 2021 και 2022 προκειμένου να συνυπολογισθούν για την ανεύρεση των αιτούμενων κονδυλίων δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων κατά τα ανωτέρω δύο έτη, παρόλο που ο ενάγων κατά κανόνα παρείχε καθημερινώς οκτάωρη εργασία. Επιπλέον κατά κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων συνυπολόγισε στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος για το έτος 2021 το ποσό των 367,71 ευρώ και για το έτος 2022 τα ποσά των 348,75 ευρώ και 378,93 ευρώ ως επίδομα αδείας καθώς δεν πρόκειται για παροχή που καταβάλλεται πάγια και σταθερά αλλά η καταβολή του εξαρτάται από τη λόγω συνθηκών εργασίας χορήγηση ή μη της εν λόγω άδειας. Τέλος η εκκαλουμένη κατά κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων συνυπολόγισε στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές διανυκτέρευσης του ενάγοντος ως μέσο όρο μηνιαίας αποζημίωσης για τη μη χορήγηση αδειών το ποσό των 76,83 ευρώ για το έτος 2021 και 79,13 για το έτος 2022 δεδομένου ότι η εν λόγω σποζημίωση έχει το χαρακτήρα του ευλόγου σντισταθμίσματος που δεν εκτάκτως έχει χορηγηθεί στο ναυτικό και σε καμία περίπτωση δεν έχει τακτικό χαρακτήρα. Επί του του κρινόμενου τούτου λόγου της έφεσης πρέπει να λεχθούν τα εξής: α) Το πρώτο σκέλος αυτού που αναφέρεται στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων για την παροχή υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος πέραν του νόμιμου ωραρίου του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο δεδομένου ότι και το παρόν Δικαστήριο δέχθηκε την παροχή υπερωριακής εργασίας σύμφωνα και με τα όσα έκανε δεκτά και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε κατά το κεφάλαιο αυτό, β) το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης ομοίως τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο δεδομένου ότι το επίδομα αδείας προβλέπεται στις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ (αρ.15) καταβάλλεται σε πάγια μηνιαία βάση και δίνεται σταθερά και μόνιμα στο ναυτικό σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας του, οπότε και αποτελούν μέρος του μισθού του ναυτικού και γ) το τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης ομοίως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο καθώς η άδεια διανυκτέρευσης που προβλέπεται στο άρθρο 16 των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ χορηγείται στο ναυτικό σε πάγια μηνιαία βάση, όπως και η ανωτέρω περίπτωση της χορήγησης ημερών τακτικής άδειας, αποτελούν μέρος του μισθού του ναυτικού. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης ως αβάσιμος.
Με τον τέταρτο λόγο της της έφεσής της η εκκαλούσα-εναγομένη παραπονείται για τον εσφαλμένο υπολογισμό στην αμοιβή που αναγνώρισε στον ενάγοντα η εκκαλουμένη ότι δικαιούται αμοιβής για δρομολόγια εξπρές του επίδικου χρονικού διαστήματος επιπλέον ποσού 3.946,79 ευρώ από το ήδη καταβληθέν ποσό των 7.797,23 ευρώ καθώς: α) εσφαλμένα συνυπολόγισε στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος την αμοιβή υπερωρίας 4 ωρών τις καθημερινές και τις Κυριακές και 12 ωρών υπερωριακής εργασίας τα Σάββατα και τις Αργίες για την εξεύρεση του μέσου μηνιαίου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος δια τα έτη 2021 και 2022 δεδομένου ότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εναγόμενης ο ενάγων παρείχε κατά κανόνα ημερήσια οκτάωρη εργασία, β) εσφαλμένα υπολόγισε στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ως επίδομα αδείας τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη χρηματικά ποσά για τα έτη 2021 και 2022 και γ) εσφαλμένα υπολόγισε στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ως μέσο όρο μηνιαίας αποζημίωσης για τη μη χορήγηση αδειών διανυκτέρευσης το ποσό των 76,83 για το έτος 2021 και 79,13 ευρώ για το έτος 2022. Επί του λόγου αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής: α) όσον αφορά τον επικαλούμενο εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών υπερωριακής απασχόλησης πρέπει να απορριφθεί το σκέλος αυτό ως αβάσιμο δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα δέχθηκε τη υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά από την εκκαλουμένη και β) όσον αφορά τον συνυπολογισμό στις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος του επιδόματος αδείας και της αποζημίωσης για τη μη χορήγηση αδειών σύμφωνα με το άρθρο 33 των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ η αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές υπολογίζεται επί του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού οπότε και οι αμοιβές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό της αμοιβής δρομολογίων εξπρές. Συνεπώς και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων πλήττει για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο κρίθηκε η αξίωσή του σε πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή του στα δρομολόγια εξπρές του πλοίου της εναγομένης κατά τα ένδικά χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, επικαλούμενος αποκλειστικά αποδεικτικό σφάλμα της κατά τον προσδιορισμό της μέσης υπερωριακής αμοιβής του, που συνυπολογίστηκε για τον καθορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του και υποστηρίζοντας ότι αυτή έπρεπε να είναι υπέρτερη εκείνης που έγινε δεκτή. Μετά, όμως, την απόρριψη του πρώτου λόγου της έφεσής του, η έρευνα της βασιμότητας του συγκεκριμένου λόγου παρέλκει, δεδομένου ότι, όπως ήδη κρίθηκε, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσδιόρισε τις κατά μέσο όρο ώρες της ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον τέταρτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, κατά το σκέλος του με το οποίο η εναγόμενη μέμφεται την εκκαλουμένη για εσφαλμένο προσδιορισμό της πρόσθετης αμοιβής του αντιδίκου της για την ίδια αιτία. Όμως, κατά τα λοιπά σκέλη του ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένο υπολογισμό τόσο του αριθμού των δρομολογίων εξπρές του πλοίου όσο και των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, επί των οποίων προσδιορίστηκε η πρόσθετη αμοιβή του και για τον καθορισμό τους συνυπολογίστηκαν εσφαλμένα και δη την αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων. Επιπλέον με το δεύτερο και τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης πλήττεται η εκκαλουμένη για το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, επί των οποίων προσδιορίστηκε η πρόσθετη αμοιβή του και καθώς για τον καθορισμό τους συνυπολογίστηκαν εσφαλμένα και δη τα κονδύλια επιδόματος αδείας και αδειών διανυκτέρευσης. Επί των σχετικών ισχυρισμών πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 33 των εφαρμοστέων σσνε η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο. 2. Αν κατ΄ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ. η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου. 3. Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επομένη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. 4. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. 5. Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. 7. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπομένης από το παραπάνω εδάφιο β.» Σύμφωνα επομένως με τις διατάξεις 1, 3, 4 και 7 δρομολόγια εξπρές θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωση πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Τα δρομολόγια αυτά, σε αντίθεση με εκείνα που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 των ως άνω σσνε που είναι ειδική σε σχέση προς την ως άνω διάταξη της παραγράφου 3 που είναι γενική, αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας γι` αυτό και προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή για όλα τα εξπρές δρομολόγια. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρα δεν είναι η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για τον χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεση του (βλ. Εφ.Πειρ.111/2007 Δημ. ΝΟΜΟΣ, 855/2002 αδημ., ΕΠ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, Εφ.Πειρ. 1056/2000 αδημ., Εφ.Πειρ. 471/2000 αδημ.). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται με τον αριθμό 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα υπολογιζόμενη εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδίου (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα προορισμού και επιστροφής στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών με το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ενδιαφερομένου, το 1/2 του ποσού αυτού αν η διάρκεια αυτή είναι από 6 έως 12 ώρες και το 1/4 αυτού αν η εν λόγω διάρκεια είναι μικρότερη από 6 ώρες (βλ. Εφ.Πειρ. 855/2002 αδημ., Εφ.Πειρ. 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμημ. Εφετ. Πειραιά 1996-97 σελ. 27, Εφ.Πειρ. 20/1999 αδημ., Εφ.Πειρ. 953/1998 αδημ.). Αντίθετα κατά τη διάταξη της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου της ως άνω σσνε, που ως προελέχθη είναι ειδικότερη της διάταξης της παραγράφου 3 με αποτέλεσμα να κατισχύει της παραγράφου αυτής, στις περιπτώσεις επιβατηγών ακτοπλοϊκών που έχουν τακτικές σε καθημερινή βάση αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, δηλαδή αναχωρήσεις τουλάχιστον τις έξι ημέρες της εβδομάδας προβλέπεται ειδικός τρόπος υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση των δρομολογίων αυτών ο οποίος συνίσταται στο ότι ο αριθμός των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται αυτή ισούται με τον αριθμό των πέρα των πέντε πραγματοποιούμενων δρομολογίων εβδομαδιαία. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινά περισσότερα από πέντε (τουλάχιστον έξι) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας έξι ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παράγραφο 4 αλλά όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 33§ 7 της οικείας σσνε περί αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιεί το πλοίο στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (ΕφΠειρ 235/2024 σε Ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148). Με βάση, επομένως, τις εμπεριεχόμενες στους αντίστοιχους λόγους έφεσης των διαδίκων, αιτιάσεις και τα δρομολόγια που εκτελούσε το πλοίο της εναγομένης» όπως τα μνημονεύει στην αγωγή του ο ενάγων και δεν αμφισβητεί η εναγομένη, η αμοιβή του ενάγοντος για τα δρομολόγια εξπρές καθορίζεται με βάση την παρ. 5 του άρθρου 33 σε συνδυασμό με την παρ.7 αφού το πλοίο είχε καθημερινές ανά εβδομάδα αναχωρήσεις τουλάχιστον έξι. Συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από 7.6.7021 έως 3.6.2021 και από 21.6.2021έως 27.6.2021 το πλοίο της εναγόμενης πραγματοποίησε 7 δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα: τις εβδομάδες από 7.6.2021 έως 13.6.2021 και από 21.6.2021 έως 27.6.2021, το πλοίο πραγματοποίησε από 7 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων τα άνω των 5, ήτοι τα 2 ήταν δρομολόγια εξπρές και συνολικά επί 3 εβδομάδες πραγματοποίησε 4 δρομολόγια εξπρές. Τις εβδομάδες από 14.6.2021 έως 20.6.2021 το πλοίο πραγματοποίησε 8 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων τα άνω των 5, ήτοι τα 2, αποτελούν δρομολόγια εξπρές και συνολικά επί 2 εβδομάδες πραγματοποίησε 6 δρομολόγια εξπρές. Τις εβδομάδες από 26.7.2071 έως 1.8.2021 και από 9.8.2021 έως 15.8.2021. το πλοίο πραγματοποίησε 10 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων τα άνω των 5, ήτοι τα 5, αποτελούν δρομολόγια εξπρές, και συνολικά επί 2 εβδομάδες, πραγματοποίησε 10 δρομολόγια εξπρές. Την εβδομάδα από 2.8.2021 έως 8.8.2021. το πλοίο πραγματοποίησε 11 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων τα άνω των 5, ήτοι τα 6, αποτελούν δρομολόγια εξπρές. Την εβδομάδα από 6.9.2021 έως 12.9.2021 το πλοίο πραγματοποίησε 8 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων ο ενάγων απασχολήθηκε στα 7 δρομολόγια. Τα άνω των 5 εξ αυτών, ήτοι τα 2, αποτελούν δρομολόγια εξπρές. Συνεπώς κατά τα ανωτέρω ένδικα χρονικά διαστήματα το πλοίο της εναγομένης πραγματοποίησε συνολικά (4+ 6 + 10 + 6 + 2=) 28 και όχι 10, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, η οποία παρέλειψε να εφαρμόσει την παρ.7 του άρ. 33 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ δεδομένου ότι δεν υπολόγισε ότι το ένδικο πλοίο της εναγομένης εκτελούσε κυκλικά δρομολόγια άνω των 5 εβδομαδιαίως. Ακολούθως ο ενάγων δικαιούται για τα ανωτέρω 28 δρομολόγια εξπρές αμοιβή ίση με το 1/30 των μηνιαίων αποδοχών του που διαμορφώνονται όπως αναλύεται στις προηγηθείσες σκέψεις και συγκεκριμένα: Οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν σε € 3.582,59 (ήτοι: μισθός ενεργείας € 965,87 + επίδομα Κυριακών € 212,49 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 36,64 + μηνιαίο αντίτιμο τροφής € 599,40 + επίδομα αδείας € 367,71 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή υπερωριακής εργασίας € 1.204,56 + μηνιαία αποζημίωση για τη μη χορήγηση αδειών διανυκτέρευσης € 76,83 + μηνιαία αναλογία δώρων εορτών (δώρο Πάσχα 649,40 ευρώ + δώρο Χρ/νων 779,68 και συνολικά 1.429,08 ευρώ:12 =119,09 ευρώ) επί 1/30 = € 119,49 ανά δρομολόγιο, και επί 28 δρομολόγια, συνολικά δικαιούται € 3.343,75. Έναντι του ποσού αυτού, έλαβε συνολικά € 886,46, επομένως δικαιούται διαφοράς από ευρώ 2.457, 29 ευρώ και όχι το ποσό των 268,04 ευρώ, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη. Στη συνέχεια το πλοίο της εναγομενης για τις ένδικες ναυτολογήσεις έτους 2022 εξετέλεσε 9,43 και 34 δρομολόγια εξπρές με βάση τις δυο ειδικότητες που προσέφερε ο ενάγων την υπηρεσία του στο πλοίο, αριθμοί οι οποίοι δεν αμφισβητούνται από κανένα από τους διαδίκους ούτε και έχουν προσβληθεί με κάποιο λόγο έφεσης. Αντιθέτως αμφισβητείται από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το ύψος του υπολογισθέντος μηνιαίου καταβαλλόμενου μισθού του καθώς αφενός δεν η αμοιβή της ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησής του ήταν μεγαλύτερη από αυτή που δέχθηκε η εκκαλουμένη, αφετέρου δεν συμπεριέλαβε στις μέσες μηνιαίες αποδοχές του την αναλογία δώρων εορτών. Ομοίως από την εκκαλούσα–εναγομένη αμφισβητείται ο προσδιορισμός του μέσου μηνιαίου μισθού του ενάγοντος βάσει του οποίου υπολογίστηκε το ένδικο κονδύλιο καθώς η ίδια ισχυρίζεται ότι ο ενάγων δεν εξετέλεσε υπερωριακή απασχόληση ενώ εσφαλμένως η εκκαλουμένη συνυπολόγισε στον ανωτέρω μισθό του το επίδομα αδείας και την αποζημίωση αδειών διανυκτέρευσης. Ειδικότερα από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι κατά το έτος 2022 ο ενάγων παρείχε την εργασία του ως χυτροκαθαριστής και δη από 4.1.2022 έως 7.2.2022, από 10.3.2022 έως 19.3.2022 και από 4.4.2022 έως 10.4.2022, όπου το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 9,43 δρομολόγια εξπρές, για καθένα από τα οποία δικαιούται να λάβει ως αμοιβή το 1/30 του μηνιαίου μισθού μου, ο οποίος ανέρχονταν σε € 3,635,53 (ήτοι: μισθός ενεργείας € 994,85 + επίδομα Κυριακών € 218,87 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 37,74 + μηνιαίο αντίτιμο τροφής € 617,40 + επίδομα αδείας € 348,75 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή υπερωριακής εργασίας € 1.227 + μηνιαία αποζημίωση για τη μη χορήγηση αδειών διανυκτέρευσης € 79,13 + μηνιαία αναλογία δώρων εορτών (δώρο Πάσχα 1.482,90 ευρώ + δώρο Χρ/νων 311,49 ευρώ = 1.794,39:12 =149,53 ευρώ) επί 1/30 = € 121,18 ανά δρομολόγιο, και επί 9,43 δρομολόγια, συνολικά δικαιούται € 1.142,76. Έναντι του ποσού αυτού, έλαβε συνολικά € 803,29 ευρώ επομένως δικαιούται διαφοράς από ευρώ 339,47 και όχι το ποσό των 304,33 ευρώ, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη. Κατά τα χρονικά διαστήματα που ο ενάγων παρείχε την εργασία του ως μεταφορέας το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 34 δρομολόγια εξπρές, για καθένα από τα οποία δικαιούται αμοιβής ίσης με το 1/30 του μηνιαίου μισθού του ο οποίος ανέρχεται σε 3,723,73 (ήτοι: μισθός ενεργείας € 995,31 + επίδομα Κυριακών € 219,01 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 37,74 + μηνιαίο αντίτιμο τροφής € 617,40 + επίδομα αδείας € 378,93 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή υπερωριακής εργασίας € 1.227 + μηνιαία αποζημίωση για τη μη χορήγηση αδειών διανυκτέρευσης € 79,19 + μηνιαία αναλογία δώρου Χριστουγέννων (2.029,88 ευρώ:12 = 169,15 ευρώ) επί 1/30 = € 124,24 ανά δρομολόγιο, και επί 34 δρομολόγια, συνολικά δικαιούται € 4,220,22 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, έλαβε συνολικά € 761,67 ευρώ επομένως δικαιούται διαφοράς από ευρώ 3.458,55 ευρώ και όχι το ποσό των 3.371,42 ευρώ, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη. Κατά συνέπεια ο ενάγων για το ένδικο κονδύλιο της αμοιβής δρομολογίων εξπρές συνολικά δικαιούται να λάβει το ποσό των (2.457, 29 + 339,47 + 3.458,55=) 6.255,31 ευρώ και όχι το συνολικό ποσό των (268,04 + 304,33 ευρώ + 3.371,42=) 3.943,79 ευρώ όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του προσδιόρισε το οφειλόμενο υπόλοιπο της σχετικής απαιτήσεως του ενάγοντος σε μικρότερο χρηματικό ποσό (3.943,79) πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης ου εκκαλούντος – ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτός κατ’ ουσίαν με την επισήμανση ότι η κεκκαλουμένη κατά κακή εφαρμογή του νόμου δεν συνυπολόγισε στο μηνιαίο μισθό του ενάγοντος για τον υπολογισμό του επιδόματος εξπρές την αναλογία δώρου εορτών, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού αποτελεί τμήμα του μισθού του. Αντιθέτως ο σχετικός λόγος της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης σχετικά με τον συνυπολογισμό επιδομάτων που διαμορφώνουν το σύνολο των μηνιαίων τακτικά καταβαλλομένων αποδοχών του ενάγοντος και δη το μη συνυπολογισμό κατά την εναγομένη των αποδοχών αδείας και της αποζημιώσεως αδείας διανυκτέρευσης για το καθορισμό αμοιβής των δρομολογίων εξπρές είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθώς αμφότερα τα κονδύλια αποτελούν μέρος του μισθού του.
Με το πέμπτο λόγο της έφεσής η εκκαλούσα – εναγομένη διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε ως βάσιμο κατ’ ουσίαν το αγωγικό κονδύλιο που αφορούσε την καταβολή αποζημίωσης μη χορήγησης αδειών διανυκτερεύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 16 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ. Ειδικότερα, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. που ορίζεται ότι: «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)». Στη προκειμένη περίπτωση από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων απασχολούμενος στο πλοίο υπό την ανωτέρω ειδικότητά του, κατά μερικότερα ένδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος έτους 2021 και από 20.8.2021 έως 19.9.2021, δικαιούταν 13 και 8 ημέρες αντίστοιχα αδειών που δεν του χορηγήθηκαν υπό την έννοια ότι δεν του παρασχέθηκε η δυνατότητα κατά τη διάρκεια των διανυκτερεύσεων του πλοίου στους λιμένες, όπου κατέπλεε, να αναχωρεί από το πλοίο και να επιστρέφει σ’ αυτό την επόμενη ημέρα για ένα πλήρες εικοσιτετράωρο προς ανάπαυση και αναψυχή, με αποτέλεσμα να του οφείλεται για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, ήτοι με το 1/22 του υπό των εφαρμοστέων Συλλογικών Συμβάσεων προβλεπομένου μισθού ενεργείας της ειδικότητας του. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται ιδίως εκ του ότι δεν προσκομίσθηκε από την εναγόμενη κατά τη συζήτηση της έφεσης αντίγραφο από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου της, στο οποίο θα έπρεπε να έχει γίνει ειδική εγγραφή από τον πλοίαρχο αναφορικά με τις χορηγηθείσες στον ενάγοντα διανυκτερεύσεις κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, προκειμένου να σχηματισθεί στο παρόν Δικαστήριο πλήρης δικανική πεποίθηση σχετικώς. Σημειωτέον ότι η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίσθηκε όχι μόνον για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών, αλλά και για αποδεικτικούς λόγους (ΕφΠειρ 464/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Κατά συνέπεια και ο πέμπτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν, κατά νόμο, την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί, εύλογα, στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001 Δνη 2001/382). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Ανεξάρτητα ωστόσο από τα ανωτέρω θα πρέπει να επισημανθεί, όπως ήδη εκτέθηκε παραπάνω με στοιχ.Ι, ότι από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 464/2021, 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ αυτού επομένως, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 Α.Κ. καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Άλλωστε, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ 48/2021 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 397/2020, αδημ.). Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα εταιρία επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων δημιουργώντας με τη συμπεριφορά του την εύλογη πεποίθηση στην ίδια ότι δεν υφίστανται και δεν θα ασκήσει απαιτήσεις όπως οι ένδικες. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Όμως και αν ακόμα γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να συγκροτήσουν, σύμφωνα με το νόμο, το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος ναυτικού συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει τον ένδικο ισχυρισμό της εναγομένης περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του ίδιου σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και στη συνέχεια εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών, που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Ούτε τέλος υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα μπορεί μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Πλέον αυτών με βάση τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ειδικότερα ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος αφορούν τα έτη 2021 και 2022, η δε υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε με την επίδοσή της στις 22.12.2022 (σχετ. η με αριθμό …………..22.12.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ……….. λίγους μήνες μετά τη λήξη της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος ναυτικού, στις 20-9-2022. Επομένως αναληθώς ισχυρίζεται η εναγομένη ότι αδράνησε επί μακρόν ο ενάγων να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή, αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτός, διατηρώντας βάσιμες αξιώσεις από την παροχή της εργασίας του, επιδίωξε σύντομα να τις ικανοποιήσει ζητώντας δικαστική προστασία, διαφορετικά η εναγομένη από την αποφυγή καταβολής τους, θα καρπωνόταν τα αντίστοιχα ποσά που οφείλει, όλως αντισυμβατικά και αντίθετα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, δημιουργώντας με την συμπεριφορά της κατάσταση μη ανεκτή από το νόμο και τα χρηστά ήθη. Επομένως και ο λόγος αυτός της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά συνέπεια όλων των προεκτεθέντων και ενόψει του ότι δεν υφίστανται άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τον ως άνω ευδοκιμήσαντα λόγο της, να απορριφθεί η έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, αποζημίωσης λόγω μη χορηγήσεως αδειών διανυκτέρευσης, επιδομάτων δώρων εορτών, πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές και το συνολικό χρηματικό ποσό των [13.373, 47 +1050,46 + 349,08 + 1.716,19 + 772,69 +1.131,01 (ήτοι επιδόματα εορτών 2021 και 2022) +6.255,31 =) 24.648,21 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (20.9.2022, που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το χρηματικό ποσό των 1.131,01 ευρώ που αντιστοιχεί στο επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2022 που είναι τοκοφόρο από 1.1.2023 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές).
Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις: α) από 24.9.2024, με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2024 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα στο Εφετείο 823/479 έφεση και β) από 4.3.2025 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2025 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα ……/2025 στο Εφετείο έφεση.
Δέχεται αυτές τυπικώς.
Απορρίπτει την από 24.9.2024, με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα στο Εφετείο ……… έφεση.
Δέχεται εν μέρει ως βάσιμη κτ’ ουσίαν την από 4.3.2025 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2025 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα ………/2025 στο Εφετείο έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δεκατριών χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τριών και σαράντα επτά λεπτών (13.373,47) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του 20.9.2022 και μέχρι την εξόφληση του.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ένδεκα χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τεσσάρων και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (11.274,74) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 20.9.2022 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην κονδυλίου των χιλίων εκατόν τριάντα ενός και ενός λεπτού (1.131,01) ευρώ, για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από 1ης.1.2023.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιουλίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ