Αριθμός Αποφάσεως 478 /2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ναυτικό Τμήμα)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου και Κωνσταντίνα Λέκκου, Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Βαγενά [ΔΕ ΜΑΡΙΑ ΒΑΓΕΝΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «………….» (ΑΦΜ ……..), η οποία εδρεύει στην ……… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» (ΑΦΜ ………..), η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, τους οποίους εκπροσώπησε, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, η πληρεξούσια δικηγόρος τους Μαρία Αρβανίτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα) την από 20.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./24-1-2020 αγωγή του, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 8.12.2020, εξεδόθη η με αριθμό 680/2021 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής αποφάσεως έως συμπληρώσεως της πληρεξουσιότητος της υπογράφουσας, για λογαριασμό του ενάγοντος, κατατεθείσες ενώπιον του, έγγραφες προτάσεις. Κατόπιν της, από 9-6.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου …………/14-6.2021, κλήσεως του ήδη εκκαλούντος, επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ανωτέρω αγωγή, συζητήσεως δε γενομένης αυτής (ανωτέρω αγωγής) την 26.10.2021, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του ενάγοντος (πλασματική ερημοδικία λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου), εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 854/2022 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ανωτέρω αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 15-3-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ………../15-3-2024 έφεσή του, επί της οποίας, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου του γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου και πράξης ορισμού δικασίμου …………../27-3-2024, ορίστηκε δικάσιμος προς συζήτηση, η αναφερομένη στην αρχή της παρούσης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν η μεν πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ, η δε πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912 «ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝΣΗΜΩΝ» όπως διαμορφώθηκε κατόπιν των διατάξεων του άρθρου 7 του Ν.Δ. 1544/1942 και της περ. 6 της υποπαρ. ΙΓ.ι. του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012, όπως τροποποποιήθηκε με τις διατάξεις της παρ.10 του άρθρου 40 του Ν. 4111/2013 «ι. Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ. Επιπλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (1ο%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.ΟΠ.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4%, τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου. Από την ισχύ της παρούσας διάταξης, παύει να ισχύει κάθε άλλη που αφορά καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, κατά τα ανωτέρω ποσοστά εκτός της παραγράφου ιΑ περίπτωση η’ του άρθρου ίο του ν.δ. 1017/1971· 2. Προς υπολογισμόν του τέλους το δικόγραφον της αγωγής δέον να δηλοί την πραγματικήν αξίαν του αντικειμένου της αγωγής, εάν τούτο μη συνίσταται εις ωρισμένην χρηματικήν απαίτησιν. 3· Επί περιοδικών παροχών απροσδιορίστου χρόνου, η αξία λογίζεται επί του δεκαπλού της ενιαυσίας παροχής ή προσόδου επί αγωγών περί ακινήτων ή διαμονής αυτών εις το εικοσαπλάσιον της ετήσιας προόδου επί επικαρπίας ή επί ψιλής κυριότητος εις το ήμισυ της αξίας της πλήρους κυριότητος. 4· Εν ενστάσει περί του υπολογισμό της αξίας, ή και εξ επαγγέλματος, το δικαστήριον δύναται, κατά την κρίσιν του, ν’ αποφασίση επί τη βάσει βεβαιώσεων ή να διατάξη αποδείξεις, μη ισταμένης εκ τούτου της κυρίας δίκης. Αποδεικνυομένης της δηλωθείσης δια της αγωγής ελάσσονος κατά το τρίτον τουλάχιστον της πραγματικής, επιβάλλεται διπλούν το τέλος επί της όλης διαφοράς άλλως επιβάλλεται απλούν. Το δικαστήριον επιβάλλον το απλούν ή διπλούν τέλος επί της όλης διαφοράς απέχει της περαιτέρω ερεύνης, μέχρι της καταβολής κατά την επιούσαν συζήτησιν, ότε παραλειπομένης ταύτης λογίζεται ερήμην δικασθείς ο ενάγων και η αγωγή αυτού απορρίπτεται.». Ήδη, το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), όπως αυτό διαμορφώθηκε (από 1ο%) με τις διατάξεις του άρθρου 150 παρ.1.1 περ. δ του Ν. 3655/2008, καθώς επίσης και το ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.ΟΠ.Υ.Υ.), καταργήθηκαν με τις διατάξεις της παρ.14 του άρθρου 39 του Ν. 4387/2016, η οποία προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ.6α του Ν. 4393/2016. Παράλληλα, με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 περ. Α υποπερ. (η) του Ν. 1017/1971, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 1 του Ν. 4446/2016, προβλέφθηκε ότι «η) ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) επί του καταβαλλομένου εκάστοτε ποσού λόγω δικαστικού ενσήμου, αγωγής ή άλλου δικογράφου, υποβαλλομένου ενώπιον πάντων των δικαστηρίων του Κράτους, υποκειμένου δε σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις. Με κοινή υπουργική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να τροποποιείται το ποσοστό του προηγουμένου εδαφίου, με σκοπό την αναπροσαρμογή των πόρων του ταμείου για τη διασφάλιση της πραγματοποίησης της αποστολής του ταμείου». Από τον συνδυασμό επομένως των ανωτέρω διατάξεων, ήδη το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις επί του κεφαλαίου, πλέον ποσοστού 30% επί του ανωτέρω ποσού υπέρ ΤΑΧΔΙΚ, πλέον ποσοστού 2,00 % ομοίως επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου για τέλη χαρτοσήμου, πλέον ποσοστού 20% επί του τέλους χαρτοσήμου υπέρ ΟΓΑ [σχετικά με τα τέλη χαρτοσήμου άρθρο 2 παρ. 1 εδ. 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 σε συνδυασμό με άρθρο πρώτο παρ. ΙΓ.1 περ. 6 του Ν. 4093/2012, άρθρο τρίτο του Ν. 4111/2013, άρθρο 40 παρ. ι6 του Ν. 4111/2013 και άρθρο 49 παρ. 4 του Ν. 4111/2013]. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 «Εάν μη (επικολληθή ή) προσαρτηθή κατά τας ανωτέρω διατάξεις το δικαστικόν ένσημον είναι απαράδεκτα παρά παντός δικαστηρίου ή δημοσίας αρχής τα υποκείμενα εις τα τέλη των άρθρ.(1), 2 (και 5) έγγραφα, εφαρμοζομένων κατ’ αναλογίαν και των διατάξεων της δευτέρας και τρίτης παραγράφου του άρθρ. του ν.ΓΧΚΓ’ της 10 Μαρτ.1910. Το απαράδεκτον λαμβάνεται μεν υπ’ όψει κατά πάσαν στάσιν της δίκης, αλλ’ αίρεται και δια μεταγενεστέρας καταβολής του τέλους εφ’ όσον δεν επήλθεν οριστική απόφασις ή κεκτημένον άλλο δικαίωμα υπέρ του ετέρου διαδίκου.». Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ΝΔ1544/1942 «ι. Επί αγωγής υποκειμένης εις τέλος του άρθρου 2, του νόμου ΓΠΟΗ ’ του 1911, τροποποιηθέντος διά των νόμων 235,1816 και 2757, ο ενάγων, παραλείπων την προκαταβολήν του οφειλομένου τέλους λογίζεται ερήμην δικασθείς, εφαρμοζομένου κατά τούτο του άρθρου 2θ8 της Πολ. Δικονομίας ώς ετροποποιήθη διά του νόμου ΓΥΝΤ του 1909.». Κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3 ίου ίδιου ως άνω άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ.1 του Ν.4640/2019 «3· Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.». Κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Ν. 4640/2019 «2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.». Από τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως αυθεντικά ερμηνεύθηκαν με το άρθρο 7 του ΝΔ 1544/1942 και τροποποιήθηκαν με το άρθρο 11 του ΝΔ 4289/1961, προκύπτει ότι, επί παραλείψεως προκαταβολής του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, ο ενάγων λογίζεται ότι δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται λόγω της [πλασματικής] ερημοδικίας του (ΑΠ 65/2022, All 5/2020, ΑΠ 1337/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες διατάξεις υποθέσεις, αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1485/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η παράλειψή της δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της (ΑΠ 204/2014, ΕΠολΔ 2014/542, ΑΠ 901/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1669/2005, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2005, Δνη 2006/479) αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος ο οποίος λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 491/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 181/2013, ΕφΑΔ 2013/779, ΑΠ 936/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2011, ΕλλΔνη 2011/1009). Για να ανατρέψει το δυσμενές διατακτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης που επιστηρίχθηκε μόνο στην εκ μέρους του ενάγοντος παράλειψη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων καταψηφιστικής αγωγής, που για το λόγο αυτό ερημοδικάστηκε πρωτοδίκως, δικαιούται να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης [ΑΠ 181/2023 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], επιδιώκοντας να επανορθώσει το δικό του σφάλμα που οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής του (περί του ότι το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται και προς διόρθωση παραδρομών των διαδίκων βλ. ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην έφεση αυτή εφαρμόζεται μεν η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, πλην όμως αναλόγως (ΤριμΕφΠειρ. 331/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 55/2009, Δ 2009/246, Ν. Νικάς, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 728). Η ανάλογη και όχι ευθεία εφαρμογή της οφείλεται στο ότι για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά την ως άνω διάταξη, επί μεν ερημοδικίας του ενάγοντος οφειλομένης σε άλλους λόγους, όπως η μη εμφάνιση ή μη προσήκουσα παράστασή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν απαιτείται η επίκληση και η απόδειξη της βασιμότητας κάποιου λόγου εφέσεως, αλλά αρκεί καταρχήν η τυπική παραδοχή της εφέσεως ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009/927)» ενώ επί πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, απαιτείται η πρόταση και η ευδοκίμηση λόγου εφέσεως, ο οποίος πρέπει ευλόγως να αναφέρεται στη νόμιμη αιτία που οδήγησε στη διαμόρφωση του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης. Πράγματι, αν όντως το δικαστικό ένσημο δεν είχε πρωτοδίκως καταβληθεί, ο μοναδικός κατά νομική και λογική αναγκαιότητα λόγος που μπορεί να προταθεί λυσιτελώς με την έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης, είναι η άρση της παράλειψης του εκκαλούντος – ενάγοντος, που προκάλεσε την πλασματική ερημοδικία του και την απόρριψη της αγωγής του ως αβάσιμης. Έτσι, η έφεσή του πρέπει να περιέχει ως [μοναδικό έστω] λόγο την άρση αυτής του της παράλειψης, τον ισχυρισμό δηλαδή περί της εκ των υστέρων καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 181/2023 ο.π.). Η καταβολή αυτή συγκροτεί το πραγματικό του λόγου της έφεσης και ως αναγόμενη στο παραδεκτό της πρέπει να δηλώνεται στο εφετήριο (ΑΠ 1572/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να αρκεί η αναφορά σ’ αυτό της πρόθεσης του εκκαλούντος να καταβάλει το δικαστικό ένσημο στο μέλλον. Μόνον τότε, όταν δηλαδή διαπιστωθεί πέραν της νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησης της εφέσεως και η βασιμότητα του επικαλούμενου λόγου της, είναι δυνατή η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ώστε να χωρήσει ενώπιον του εφετείου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, να δυνηθεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 2 ΚΠολΔ, όταν ασκείται έφεση κατ’ ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως η συζήτηση είναι προφορική και για το λόγο αυτό δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση της εφέσεως με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή με μονομερή δήλωση κάποιου ή όλων από αυτούς ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση (ΑΠ 476/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2016, Ε7 2016/855, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128). Η ως άνω απαγόρευση της παραστάσεως με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ισχύει όχι μόνο για το διάδικο που στον πρώτο βαθμό δικάστηκε σα να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, αφού διαφορετικά δε νοείται προφορική συζήτηση (ΑΠ 93/2013, ΑΠ 652/2011, ΑΠ 251/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο άλλωστε επιβάλλεται από την αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για την ισότητα των όπλων (ΑΠ 1858/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΑΠ 866/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου, που έχει μεν καταθέσει προτάσεις, δεν παρίσταται όμως στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του διαδίκου (ΤριμΕφΠειρ. 27/2016, ΜονΕφΑθ. 220/2022, ΜονΕφΠειρ. 45/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, οι προτάσεις του, οι περιεχόμενοι σ’ αυτές ισχυρισμοί και τα υποβαλλόμενα δι’ αυτών αιτήματά του, όπως και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η κρινόμενη από 15.3-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/15-3-2024 έφεση του ενάγοντος, …………, ήδη εκκαλούντος, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 854/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), η οποία εκδόθηκε ερήμην του ενάγοντος, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας αυτού (ενάγοντος) συνεπεία μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την 20.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../24-1-2020 αγωγή του ενάγοντος (και ετέρων μη ενδιαφερομένων εν προκειμένω εναγόντων), κατά των εναγομένων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 496,498,499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο ι του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου ι του ν. 4335/2015) και 520 § ι ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε ο εκκαλών επικαλείται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της η οποία έλαβε χώρα την 15-3-2022, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν υπ’ αριθμ. …………../2024 ηλεκτρονικό παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. ι και 3, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α’ 87/23.7-2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα ερήμην, εν τούτοις, των εφεσιβλήτων – εναγομένων, διότι αυτές (εφεσίβλητες) δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση της ένδικης εφέσεως, αφού όπως αποδεικνύεται, αυτές (εφεσίβλητες) έχουν νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (σχετ. υπ’ αριθ….. και ….. από 8.4.2024 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτές (εφεσίβλητες) παρούσες (άρθρο 524 §4 εδ. α ΚΠολΔ). Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη, ενόψει ότι η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 854/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε ερήμην του ενάγοντος – εκκαλούντος, λόγω μη καταβολής, εκ μέρους του, του δικαστικού ενσήμου, οι εφεσίβλητες εταιρείες δεν δύνανται να παρασταθούν διά δηλώσεως της μη παρασταθείσας, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, πληρεξούσιας δικηγόρου τους, κατ’ άρθρο 242 §2 ΚΠολΔ. Επομένως, η παράστασή τους (εφεσιβλήτων) με αυτό τον τρόπο (με δήλωση) κατά την εκφώνηση της ένδικης έφεσης, όπως αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η επίσπευση της συζήτησης της οποίας έγινε με επιμέλεια του εκκαλούντος και για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράστασή τους, έστω και αν έχουν καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία αυτών (εφεσιβλήτων) ως προς την έφεση. Σημειώνεται ότι, ο παριστάμενος εκκαλών προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της ένδικης εφέσεως, κατ’ άρθρο 524 §4 εδ. γ και δ του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων των αντιδίκου του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ’ αυτήν.
[II] Ο εκκαλών, ………….., με την προαναφερθείσα αγωγή του και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εξέθεσε ότι στις 26.1.2015, ο υιός του, ………., ταξιδεύοντας με το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «BH», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης και το οποίο για την έναντι τρίτων ευθύνη ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, το οποίο εκτελούσε το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο από Ηράκλειο Κρήτης προς Πειραιά, για αδιευκρίνιστους λόγους έπεσε στη θάλασσα. Ότι από ολιγωρία των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης, πλήρωμα και Πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην ένδικη αγωγή, επήλθε ο θάνατος του υιού του, με αποτέλεσμα να υποστεί ψυχική οδύνη. Με βάση το ιστορικό αυτό, εζήτησε, κατόπιν παραδεκτού, κατά τις διατάξεις των άρθρων 223 εδ.β, 294, 295 παρ.1 εδ.β και 297 ΚΠολΔ, περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, όπως του καταβάλουν, ενεχόμενες εις ολόκληρον, το ποσό των ευρώ 150.000 ως χρηματική του ικανοποίηση για την ψυχική’ οδύνη που υπέστη από την απώλεια του υιού του, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης την 26.10.2021, η οποία προσδιορίσθηκε με την από 9-6.2021 κλήση και του ήδη εκκαλούντος – ενάγοντος [αφού επί της ανωτέρω αγωγής είχε εκδοθεί αρχικώς η με αριθμό 680/2021 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου προκειμένου να συμπληρωθεί η έλλειψη πληρεξουσιότητας της υπογράφουσας τις έγγραφες προτάσεις Δικηγόρου], εξεδόθη, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 854/2022 οριστική και ήδη εκκαλουμένη απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι αυτό (πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο και ως εκ τούτου, έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς ως εκ της έδρας των εναγομένων, εφαρμοστέο δε τυγχάνει το Ελληνικό Δίκαιο ως δίκαιο της πολιτείας στην οποία διαπράχθηκε το περιγραφόμενο στην αγωγή αδίκημα, απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως αβάσιμη στην ουσία της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 272 παρ.1 ΚΠολΔ, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος, εκ του γεγονότος ότι αυτός (ενάγων) δεν κατέβαλε το αναλογούν στην ένδικη υπόθεση δικαστικό ένσημο, κρίνοντας ότι δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 42 του Ν. 4640/2019, με την οποία επανήλθε το τέλος δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, απορρίπτοντας αντίθετο ισχυρισμό του ενάγοντος. Επιπλέον, καταδίκασε τους ενάγοντες της αγωγής αυτής, μεταξύ των οποίων και τον ήδη εκκαλούντα, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, το ύψος των οποίων όρισε συνολικά στο ποσό των ευρώ 3.500.
Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται ήδη, με την ένδικη έφεσή του, ο ηττηθείς ενάγων, ως έχων έννομο συμφέρον όπως προκύπτει από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, με τον μοναδικό λόγο έφεσής του, συνιστάμενος στην από μέρους του άρση της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, παραλείψεως καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, επικαλούμενος ήδη με την ένδικη έφεσή του ότι έχει καταβάλει με αυτήν το αναλογούν στην ένδικη περίπτωση δικαστικό ένσημο, επισυνάπτοντας στο τέλος της ένδικης έφεσής του το με αριθμό ……………. ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού επτακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών (794,40). Ζητεί δε γενομένης δεκτής της ένδικης εφέσεώς του, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η ανωτέρω αγωγή, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των ευρώ 150.000 για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης την οποία υπέστη από το θάνατο του υιού του, νομιμοτόκως από τότε που το κονδύλιο αυτό κατέστη απαιτητό, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητες στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Εν τούτοις, το προσκομισθέν από τον ήδη εκκαλούντα, ενάγοντα της ανωτέρω αγωγής δικαστικό ένσημο δεν είναι το προσήκον εφόσον, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, το αναλογούν, κατά τις αναφερόμενες στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας διατάξεις, στην ένδικη υπόθεση δικαστικό ένσημο με βάση το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 150.000 ευρώ, δεν ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών (794,40) το οποίο κατέβαλε ο ενάγων, αλλά στο ποσό των ευρώ [(150.000 επί 8%=)1200 +(1200 επί 30%=) 360 υπερ ΤΑΧΔΙΚ +(1200 επί 2,0%=)24 για τέλος χαρτοσήμου +(24 επί 20%=) 4,8 υπερ ΟΓΑ επί του τέλους χαρτοσήμου=)1588,80. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η ανωτέρω διαταξη του άρθρου 42 του Ν 4640/2019, με την οποία επανήλθε το τέλος δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, διατάξεις με τις οποίες ο νομοθέτης προέβη σε εξίσωση των προϋποθέσεων απονομής δικαιοσύνης, κατά το κύριο στάδιο της διαγνωστικής δίκης, μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αγωγών, όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, δεν παρεμποδίζει την ελεύθερη πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και εντεύθεν δεν αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 20 του Συντάγματος, ούτε σε αυτές του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974) όπως διατείνεται ο ενάγων με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρισμό τον οποίο εκτιμάται ότι επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δια της ενσωματώσεως αυτών (εγγράφων προτάσεών του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Τούτο διότι, οι αμέσως ανωτέρω διατάξεις δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις εν λόγω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Ήδη προ της θεσπίσεως της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 42 του Ν. 4640/2019, η πλήρης παροχή έννομης προστασίας υπέκειτο σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Με τις διατάξεις του άρθρου 42 του Ν. 4640/2019, όπως προελέχθη, ο νομοθέτης προέβη σε εξίσωση των προϋποθέσεων απονομής δικαιοσύνης, κατά το κύριο στάδιο της διαγνωστικής δίκης, μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αγωγών. Παράλληλα, εν τούτοις, για όποιον πολίτη αδυνατεί οικονομικώς να καταβάλει το προσήκον για την αναγνωριστική αγωγή του δικαστικό ένσημο, θα τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του Ν. 3226/2004 όπως το άρθρο 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν.4689/2020, με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (βλ ειδικώς άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3226/2004). Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις, που προβλέπουν την καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών πληρούν τα κριτήρια που, κατά τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α, απαιτούνται, προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και ειδικότερα πληρούν τόσο το κριτήριο ότι με τον περιορισμό αυτό πρέπει να επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός, όσο και το κριτήριο ότι πρέπει να τηρείται ένας εύλογος (reasonable) βαθμός αναλογικότητας, ανάμεσα στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό [σχετικά σκέψη υπ’ αριθ. 36 της από 24-5-2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση …… κατά Ρουμανίας (63945/οο)]. Και τούτο διότι, με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται, προεχόντως, ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο, το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντος με τέλος, το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1% επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς. Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία, δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στη δικαιοσύνη. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο, που με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντος, σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε, εκ του αποτελέσματος, η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι ως άνω διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε με το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (ΕΑ 263/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον προς συμπλήρωση του ελλείποντος δικαστικού ενσήμου δεν δύναται να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 227 ΚΠολΔ προκειμένου να κληθεί η πληρεξούσια Δικηγόρος του ενάγοντος να συμπληρώσει το δικαστικό ένσημο [ΑΠ 860/2024, ΑΠ 181/2023 αμφότερες δημοσιευμένες στην Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], συντρέχει νόμιμη περίπτωση, όπως διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί υπό του εκκαλούντος το προσήκον, κατά τα άνω τέλος δικαστικού ενσήμου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ, διάταξη η οποία τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέα, διότι δεν είναι δεδομένη η άρνηση του ενάγοντος να συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του αυτή [ΑΠ 860/2024 ο.π.]. Διάταξη δε για την επιβολή δικαστικών εξόδων δεν θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση, διότι αυτή δεν είναι οριστική (αρθρ. 191 παρ.1 ΚΠολΔ). Αντίθετα, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τις ερημοδικασθείσες εφεσίβλητες – εναγόμενες (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, διότι η άσκηση του ανωτέρω ενδίκου μέσου συγχωρείται και επί μη οριστικών αποφάσεων (ΕφΑθ 4634/2009 ΕλλΔνη 2010.1054) αν υπάρχει έννομο συμφέρον [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ I (2000) 501 αριθ. 3], γεγονός ήτοι η ύπαρξη ή μη ειδικού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την τυχόν ασκηθεισομένη ανακοπή ερημοδικίας, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εφεσιβλήτων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την ένδικη έφεση.
-ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την τυχόν άσκηση υπό των εφεσιβλήτων ανακοπής ερημοδικίας το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
-ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής απόφασης.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου ο ενάγων να προσκομίσει το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου και μετά των αναλογούντων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων, που αντιστοιχεί στο αίτημα της από 20.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/24-1- 2020 ένδικης αγωγή του.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 8.7.2025 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, απάντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 18.7.2025
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ