ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης 495 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………………, η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Παπαευαγγέλου.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………….., και 2) ……………, οι οποίοι παραστάθηκαν, στο ακροατήριο, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Αργυρούς Αγγελή.
Η εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εφεσιβλήτων, την από 24-3-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2023 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 156/2024 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απερρίφθη. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 27-2-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Ο διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως αναφέρεται ανωτέρω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 27-2-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………../2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση του εκκαλούντος, κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 156/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε, στην εκκαλούσα, στις 30-1-2024 (βλ. τη σχετική από 30-1-2024, επί του προσκομιζομένου από την εκκαλούσα αντιγράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως, σφραγίδα επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή . …….), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 27-2-2024, ήτοι, εντός της, προβλεπομένης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, προθεσμίας των τριάντα ημερών, από την επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 144 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ). Επομένως, δοθέντος ότι, για το παραδεκτό αυτής, έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το υπ’ αριθμ. ………/2024 e – παράβολo), πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή.
Με το άρθρο 3 του Ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α΄ 190/30-11-2019), με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευσή του, ορίζεται ότι στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (§ 1), ότι πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής, σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία, και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του ιδίου νόμου (§ 2), ενώ, στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν 4647/2019 (ΦΕΚ Α΄ 204/16-12-2019), ορίζεται ότι «Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα». Σκοπός του νομοθέτη, μέσω της υποχρεωτικής έγγραφης ενημέρωσης του διαδίκου από τον εντολέα του, είναι η προώθηση της εξοικείωσης των πολιτών με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και η υποχρεωτική ενημέρωσή τους, σχετικά με αυτήν και τα οφέλη της, ως εναλλακτική οδός επίλυσης των διαφορών και όχι ως υποκατάστατο της προσφυγής στη Δικαιοσύνη, και να άγεται μία διαφορά στην Δικαιοσύνη, μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί, μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών, για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης (αιτιολογική έκθεση Ν. 4640/2019 στο οικείο χωρίο της για το άρθρο 3 αυτού). Επισημαίνεται δε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 § 1 περ. α του άνω νόμου, τα μέρη μπορούν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά και, επομένως, και στο στάδιο που εκκρεμεί η άσκηση ή η συζήτηση ενδίκου μέσου και, σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2, μετά το πέρας της διαμεσολάβησης και εφόσον τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζει, η δίκη καταργείται, στην έκταση που το αντικείμενο αυτής καλύπτεται από τη συμφωνία των μερών (ΕΔωδ 228/23 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ως άνω Νόμου, υπό τον τίτλο «Εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση»: «1. Ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό διαμεσολάβησης που πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διαμεσολαβητή, β) την ημερομηνία και τον τόπο που έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση, γ) τα πλήρη στοιχεία των μερών που προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση και τα ονόματα των νομικών παραστατών τους, δ) αναφορά στη συμφωνία ή τον ειδικότερο τρόπο με τον οποίο τα μέρη προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος, ε) τα πλήρη στοιχεία τυχόν άλλων προσώπων που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και στ) τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή τη διαπίστωση περί μη επίτευξης συμφωνίας. 2. Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους νομικούς παραστάτες τους. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται μόνο από τον διαμεσολαβητή. Κάθε μέρος δύναται να καταθέσει το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας οποτεδήποτε στη γραμματεία του καθ` ύλην και κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης. Μετά την κατάθεση του πρακτικού στο Δικαστήριο η άσκηση αγωγής για την ίδια διαφορά είναι απαράδεκτη στο μέτρο που το αντικείμενό της καλύπτεται από τη συμφωνία των μερών, τυχόν δε εκκρεμής δίκη καταργείται. Κατά την κατάθεση προσκομίζεται παράβολο ποσού πενήντα (50,00) ευρώ, το ύψος του οποίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η δαπάνη για το παράβολο βαρύνει τον καταθέτη, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. 3. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης του παρόντος άρθρου αποτελεί, από την κατάθεσή του στη γραμματεία του κατά την παράγραφο 2 αρμόδιου δικαστηρίου, εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με την περίπτωση ζ` της παραγράφου 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ, εφόσον η συμφωνία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης. Το απόγραφο εκδίδεται ατελώς από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του κατά την παράγραφο 2 αρμόδιου Δικαστηρίου. 4. Αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει και διατάξεις που αφορούν δικαιοπραξίες, οι οποίες υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, οι δικαιοπραξίες αυτές πρέπει να περιβληθούν τον συμβολαιογραφικό τύπο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις που διέπουν τη σύνταξη τέτοιων συμβολαιογραφικών εγγράφων και τη μεταγραφή τους. 5. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης του παρόντος άρθρου από την κατάθεσή του στη γραμματεία του κατά την παράγραφο 2 αρμόδιου Δικαστηρίου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης, σύμφωνα με το εδάφιο γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 293 ΚΠολΔ». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 947 παρ. 1 ΚΠολΔ: «Όταν ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, το δικαστήριο, για την περίπτωση που παραβεί την υποχρέωσή του, απειλεί για κάθε παράβαση χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση έως ένα έτος. Αν η απειλή της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κράτησης δεν περιέχεται στην απόφαση που καταδικάζει τον οφειλέτη να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, απαγγέλλεται από το μονομελές πρωτοδικείο. Το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να βεβαιώσει την παράβαση και να καταδικάσει στη χρηματική ποινή και στην προσωπική κράτηση…». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η διαδικασία της απειλής των αναφερόμενων μέσων εκτελέσεως διαχωρίζεται από τη διαδικασία της καταδίκης και έτσι η εκτέλεση διέρχεται από δύο στάδια και απαιτεί δύο δικαστικές αποφάσεις. Με την πρώτη απειλείται ο οφειλέτης με τη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση, ενώ με τη δεύτερη καταδικάζεται ο παραβάτης καθ’ ου η εκτέλεση στη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση. Ακόμη, από την διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 947 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η απειλή της προσωπικής κράτησης και της χρηματικής ποινής γίνεται «για κάθε παράβαση» και όχι συλλήβδην «για την παράβαση». Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που διαπιστώνονται δικαστικώς περισσότερες παραβάσεις, καταπίπτουν ισάριθμες φορές οι συνέπειες που έχουν απειληθεί και χωρεί καταδίκη για κάθε παράβαση. Και μόνο σε περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατό να εκτιμηθεί, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι οι περισσότερες παραβάσεις συνιστούν μία ενιαία και διαρκή ενέργεια, επιτρέπεται να επιβληθεί μόνον άπαξ η κατάπτωση των συνεπειών και να μην επέλθει καταδίκη σε τόσες ποινές όσες και οι μερικότερες παραβάσεις (ΑΠ 1631/18, ΑΠ 54/12, ΑΠ 1257/11, ΜονΕΑιγ 104/21, ΜονΕΑ 76/20 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, επί κατ’ ουσίαν ευδοκιμήσεως αγωγής στηριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 946 ή 947 του ΚΠολΔ και καταδίκης του εναγόμενου σε χρηματική ποινή, δεν επιδικάζονται τόκοι επί του ποσού της χρηματικής ποινής, αφού αυτή δεν αποτελεί αποζημίωση, ούτε οποιαδήποτε άλλη ενοχική αξίωση, ώστε να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ περί τόκων. Διάφορο δε είναι το ζήτημα ότι, σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει, εκ προθέσεως, την κατόπιν δικαστικής αποφάσεως υποχρέωσή του να επιχειρήσει ή να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της ή η παράλειψη ή ανοχή εξαρτάται από τη βούλησή του, τότε ο δανειστής, εφόσον η ως άνω απόφαση έγινε τελεσίδικη και κοινοποιήθηκε προς τον οφειλέτη επιταγή προς εκτέλεση, παρήλθε δε άπρακτη η προθεσμία συμμόρφωσης προς την απόφαση, κατά το άρθρο 926 παρ.1 του ΚΠολΔ, δικαιούται, εκτός της χρηματικής ποινής, να αξιώσει, κατ` εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 948 του ΚΠολΔ, αποζημίωση που προβλέπουν οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 195/14, ΑΠ 528/13, ΕΑ 76/20, ΜονΕΑ 1670/23 ΝΟΜΟΣ).
Η εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εφεσιβλήτων, την από 24-3-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……………./2023 αγωγή, με την οποία εξέθετε ότι οι η ίδια τυγχάνει ιδιοκτήτρια του υπό στοιχείο Α2 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου οικοδομής, κειμένης στον Κορυδαλλό Αττικής, οι δε εναγόμενοι συνιδιοκτήτες του υπό στοιχείο Β2 διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της ως άνω οικοδομής, το οποίο ευρίσκεται ακριβώς πάνω από το δικό της. Ότι οι τελευταίοι προκαλούν, συνεχώς, έντονους θορύβους, με αποτέλεσμα τη διατάραξη της υγείας της και της εν γένει ομαλής διαβίωσης αυτής, στην οικία της, με συνακόλουθο την προσβολή της προσωπικότητάς της. Ότι, για το λόγο αυτό, η ίδια άσκησε, κατά των εναγομένων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 23-7-2021 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……………./2021 αγωγή, με την οποία, ζητούσε την άρση της προσβολής της προσωπικότητάς της και την παράλειψη της σχετικής προσβολής, στο μέλλον, καθώς και χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής της βλάβης. Ότι η εν λόγω αγωγή δεν συζητήθηκε, καθώς η διαφορά επιλύθηκε, με τη σύναψη πρακτικού διαμεσολάβησης, που κατατέθηκε νόμιμα, συνταχθείσας σχετικής εκθέσεως. Ότι, με το ως άνω πρακτικό, η ίδια συμφώνησε με τους εναγομένους, μεταξύ άλλων, να απέχουν, μελλοντικά και εκατέρωθεν, από την πρόκληση θορύβων, σε ώρες κοινής ησυχίας, και να μειώσουν, στο ελάχιστο, τους θορύβους, στα πλαίσια της κοινής και συνήθους διαβίωσης, κατά τις λοιπές ώρες, ενώ, σε, περίπτωση παραβίασης του όρου αυτού, συμφωνήθηκε, χρηματική ποινή, ύψους 1.500 ευρώ, υπέρ του ζημιωθέντος, για κάθε παραβίαση, διαπιστωθείσα και καταλογισθείσα από το αρμόδιο δικαστήριο. Ότι, κατά τις αναφερόμενες στην ένδικη αγωγή ημερομηνίες, οι εναγόμενοι παρέβησαν τον ανωτέρω όρο του πρακτικού διαμεσολάβησης, προκαλώντας θορύβους, με τον αναλυτικά εκτιθέμενο στην αγωγή τρόπο, προβαίνοντας σε είκοσι συνολικά παραβάσεις, για τις οποίες πρέπει να τους καταλογισθεί η συμφωνηθείσα χρηματική ποινή, ανερχομένη στο συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητείτο, κατόπιν παραδεκτής τροπής του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, άλλως διαιρετώς, το ανωτέρω ποσό των 30.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 156/2024 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμω βάσιμη και απορρίφθηκε, ακολούθως, κατ’ ουσίαν. Κατά της ως άνω αποφάσεως, η ενάγουσα άσκησε την από 27-2-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……/2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, με την οποία, επικαλούμενη λόγους που αφορούν σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή. Πριν, όμως, ερευνηθεί, κατά την ΚΠολΔ 533 παρ. 1, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της εφέσεως, κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη, πρέπει να ερευνηθεί το νόμιμο της, εφ’ ης η εκκαλούμενη απόφαση, αγωγής. Και τούτο διότι το εφετείο, ως εκ του μεταβιβαστικού, κατά την ΚΠολΔ 522, αποτελέσματος της εφέσεως, έχει την εξουσία, του εκκαλούντος παραπονουμένου για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να ερευνά αυτεπαγγέλτως το νόμιμο αυτής. Αν δε κρίνει ότι οι αγωγικές αξιώσεις δεν στηρίζονται στο νόμο, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή καθ` ό μέρος είναι μη νόμιμη, χωρίς μάλιστα την υποβολή ειδικού προς τούτο, κατά την ΚΠολΔ 533 παρ. 1, παραπόνου, μη επιτρεπομένης στην περίπτωση αυτή αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, κατά την ΚΠολΔ 534, ως οδηγούσης σε διάφορο, κατ` αποτέλεσμα, διατακτικό, ενώ, παραλλήλως, δεν υφίσταται απαγόρευση, εκ της ΚΠολΔ 536 παρ. 1, καθόσον η απορρίπτουσα, ως μη νόμιμη, την αγωγή απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα εκείνης η οποία απορρίπτει την αγωγή του, κατ` ουσίαν (ΑΠ 703/91 ΕλλΔικ 37. 583, ΕΙωαν 235/05 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεσις, 1986, σελ. 190, παρ. 610, 613, 624, 625, 626). Εν προκειμένω, υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην αγωγή, συνάγεται ότι η τελευταία τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 4640/2019, 70, 904 παρ. 2 περ. ζ και 947 ΚΠολΔ, με εξαίρεση το παρεπόμενο αίτημά της περί τοκοφορίας του αιτουμένου με αυτή συνολικού ποσού των 30.000 ευρώ, το οποίο είναι μη νόμιμο και, ως εκ τούτου, απορριπτέο, δοθέντος ότι, ως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, επί κατ’ ουσίαν ευδοκιμήσεως αγωγής του άρθρου 947 ΚΠολΔ και καταδίκης του εναγόμενου σε χρηματική ποινή, δεν επιδικάζονται τόκοι, επί του ποσού της χρηματικής ποινής, αφού αυτή δεν αποτελεί αποζημίωση, ούτε οποιαδήποτε άλλη ενοχική αξίωση, ώστε να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ περί τόκων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε την ένδικη αγωγή νόμιμη, αναφορικά και με το παρεπόμενο αίτημα αυτής περί τοκοφορίας της ένδικης αξίωσης, έσφαλε, ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης, από αυτό, έρευνας της νομιμότητας της αγωγής, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, σύμφωνα και με τα σχετικά προεκτιθέμενα στα μείζονα σκέψη. Επομένως, γενομένης δεκτής, κατά τούτο, και στην ουσία της, της υπό κρίση εφέσεως, πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς το ανωτέρω αίτημα, η εκκαλουμένη απόφαση, αναγκαίως δε και κατά και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, που θα καθορισθούν εξαρχής, από το παρόν Δικαστήριο, και, αφού κρατηθεί και δικασθεί, ως προς τούτο, η αγωγή, πρέπει να απορριφθεί αυτό, ως νόμω αβάσιμο.
Από τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 του ΚΠολΔ, συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι είναι παραδεκτή η επίκληση και προσκόμιση από τους διαδίκους προαποδεικτικώς προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, αρμοδίως ληφθεισών, κατά τη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, ενόρκων βεβαιώσεων, υπό την προϋπόθεση της επίδοσης, με επιμέλεια του ενδιαφερομένου διαδίκου, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία λήψης της βεβαίωσης, κλήσης προς τον αντίδικο, στην οποία να αναφέρονται η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο, το οποίο αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και η ώρα λήψης της βεβαίωσης και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του βεβαιούντος, ενώ, αν παραλειφθεί η εν λόγω επίδοση ή το δικόγραφο της κλήσης δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως βλάβης του καθ’ ου, η δοθείσα βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο στην δίκη, την οποία αφορά, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 422 του ΚΠολΔ, η οποία εξαρτά το παραδεκτό του εν λόγω αποδεικτικού μέσου από την προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, για να δυνηθεί να παραστεί κατά την εξέταση, συνάγεται ότι απαιτείται στη σχετική κλήση να ορίζεται, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, ο χρόνος και ο τόπος της εξέτασης και ότι, αν τούτο δεν συμβεί, η ένορκη βεβαίωση που έγινε, χωρίς την παρουσία του αντιδίκου, είναι ανύπαρκτη, ως αποδεικτικό μέσο, και δεν λαμβάνεται υπόψη (ΑΠ 580/16 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1321/14 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 118/21 ΝΟΜΟΣ, ΜΕΠειρ 60/22, ΜονΕΘεσ 1302/20 ΝΟΜΟΣ). Η εκκαλούσα, με τον πρώτο λόγο εφέσεώς της, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, δεν έλαβε υπόψιν, για τη διαμόρφωση της δικαστικής του κρίσης, την προσκομιζόμενη από την ίδια, υπ’ αριθμ. …./6-11-2023 ένορκη βεβαίωση της ……. …., που ελήφθη, με επιμέλειά της, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. …., κρίνοντας ότι αποτελούσε ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, διότι στη σχετική κλήτευσή της, προς τους εναγομένους, προσδιορίζονταν περισσότεροι χρόνοι, για την εξέταση της ως άνω μάρτυρος, γεγονός που συνεπαγόταν ασάφεια της κλήτευσης, καθώς δεν οριζόταν σε αυτήν, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ο χρόνος της εξέτασής της. Ο λόγος αυτός ελέγχεται, ως αλυσιτελής, και, ως εκ τούτου, τυγχάνει απορριπτέος, αφού, πλέον του ότι δεν γίνεται επίκληση ότι, από το επικαλούμενο και μόνο αυτό σφάλμα, το δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο διατακτικό (ΑΠ 558/90 ΝΟΜΟΣ), δεν οδηγεί, από μόνος του, σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αφού η ουσιαστική έρευνα της έφεσης γίνεται, με βάση όλο το αποδεικτικό υλικό που προσκομίζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΟλΑΠ 1285/82 ΝοΒ 1983. 219, ΑΠ 668/92 Ελλικ 1994. 93), λαμβανομένου υπόψη ότι η εκκαλούσα δικαιούται, στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη, στην επίκληση και προσαγωγή παλαιών, αλλά και νέων αποδεικτικών στοιχείων (ΕΘεσ 2213/19 ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον υπάρχει, επανεκτιμά, από την αρχή, την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (άρθρου 534 ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων, από τους διαδίκους, νόμιμων αποδεικτικών μέσων. Η εξαφάνιση δε της εκκαλουμένης απόφασης θα επέλθει μόνο, εάν το δευτεροβάθμιο τούτο δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της κρινόμενης εφέσεως για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων, από τους διαδίκους, νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αχθεί σε διαφορετική κρίση, ως προς την ουσία της ένδικης υποθέσεως (ΕΑ 380/25 ΝΟΜΟΣ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, τις υπ’ αριθμ. …./8-9-2023, …../8-9-2023 και …../8-9-2023 ένορκες βεβαιώσεις των …………, αντίστοιχα, που ελήφθησαν, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς, με επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθμ. …../3-11-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……..), την υπ’ αριθμ. ……./16-11-2023 ένορκη βεβαίωση του . ……………., ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς, που ελήφθη, με επιμέλεια των εναγομένων, μετά από νομότυπη δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, στο ακροατήριο του πρωτοδίκου δικαστηρίου, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και προσκομίσθηκε με την προσθήκη τους, στον πρώτο βαθμό, προς αντίκρουση προσκομισθείσας από την ενάγουσα ένορκης βεβαίωσης, τις υπ’ αριθμ. …./29-11-2024 και ……./2-12-2024 ένορκες βεβαιώσεις της …………… και του ………., αντίστοιχα, που ελήφθησαν, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. και του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., αντίστοιχα, με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθμ. … Β/26-11-2024 και …. Β/26-11-2024 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………………), οι οποίες προσκομίζονται, το πρώτον, στο δεύτερο βαθμό και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 ΚΠολΔ, λόγοι απόκρουσής τους (ΑΠ 10/24, ΜονΕΑ 1199/24 ΝΟΜΟΣ), την υπ’ αριθμ. …../2024 ένορκη βεβαίωση του ……….., που ελήφθη, με επιμέλεια των εναγομένων, μετά από νομότυπη δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και προσκομίσθηκε με την προσθήκη τους, προς αντίκρουση της προσκομισθείσας από την ενάγουσα υπ’ αριθμ. ……./2-12-2024 ένορκης βεβαίωσης, όλα τα, μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζόμενα, από τους διαδίκους, έγγραφα (η μνεία κατωτέρω ορισμένων εξ αυτών είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί), και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψιν διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, από το έτος 2006, κατοικεί σε ιδιόκτητο διαμέρισμά της, το οποίο βρίσκεται στον πρώτο όροφο πολυώροφης οικοδομής, κειμένης στον Κορυδαλλό Αττικής, επί της συμβολής των οδών …. και ……….. Οι δε εναγόμενοι, σύζυγοι, κατοικούν, επί 27 περίπου έτη, σε διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου της ως άνω οικοδομής, πάνω ακριβώς από αυτό της ενάγουσας. Τον Ιούλιο του έτους 2021, η ενάγουσα, άσκησε, κατά των εναγομένων, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 23-7-2021 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………./2021 αγωγή, με την οποία, επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς της, από το έτος 2020, που συνίστατο στη διατάραξη της υγείας της και της ομαλής διαβιώσεως αυτής, εντός της οικίας της, λόγω διαρκών, έντονων θορύβων, που προέρχονταν από το διαμέρισμα των εναγομένων, ζητούσε την άρση της σχετικής προσβολής και την παράλειψή της, στο μέλλον, επ’ απειλή χρηματικής ποινής, ύψους 4.000 ευρώ, και προσωπικής κράτησης 2 μηνών, σε βάρος εκάστου των εναγομένων, καθώς και χρηματική ικανοποίηση, λόγω της συνακόλουθης ηθικής βλάβης της, ποσού 5.000 ευρώ, από έκαστο αυτών, νομιμοτόκως από την επίδοση της ανωτέρω αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση. Η αγωγή αυτή δεν συζητήθηκε, καθώς η εν λόγω διαφορά επιλύθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμεσολάβησης του Ν. 4640/2019, με τη σύναψη του από 18-1-2022 πρακτικού διαμεσολάβησης, μεταξύ των διαδίκων, που κατατέθηκε, νόμιμα, στη Γραμματεία του ως άνω δικαστηρίου, συνταχθείσας της σχετικής υπ’ αριθμ. …../20-1-2022 εκθέσεως. Συγκεκριμένα, στο ανωτέρω πρακτικό, τα διάδικα μέρη συμφώνησαν ότι θα απείχαν, μελλοντικά και εκατέρωθεν, από κάθε ενέργεια, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει: α) προσβολή της προσωπικότητάς τους (ενδεικτικά: αποφυγή θορύβων σε ώρες κοινής ησυχίας, μείωση στο ελάχιστο των θορύβων στα πλαίσια της κοινής και συνήθους διαβίωσης, κατά τις λοιπές ώρες, αποφυγή λεκτικών και κάθε άλλου είδους προσβολών – γραπτών ή και προφορικών) και β) διατάραξη της οικογενειακής ζωής και της οικιακής ειρήνης τους (ενδεικτικά: αποφυγή σχολίων σε τρίτα πρόσωπα), ενώ, σε περίπτωση παραβίασης του ως άνω όρου, θα καταβάλλετο χρηματική ποινή, ύψους 1.500 ευρώ, για κάθε παράβαση, υπέρ του ζημιωθέντος μέρους, η οποία θα διαπιστώνετο και η χρηματική ποινή θα καταλογίζετο, από το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. το από 18-1-2022 πρακτικό διαμεσολάβησης). Ακολούθως, η ενάγουσα άσκησε, κατά των εναγομένων, την κρινομένη αγωγή, επικαλούμενη παραβίαση, εκ μέρους τους, του ανωτέρω όρου του πρακτικού διαμεσολάβησης, σχετικά με την αποφυγή θορύβων, σε ώρες κοινής ησυχίας και τη μείωση, κατά τις λοιπές ώρες, αυτών, ισχυριζόμενη, συγκεκριμένα, ότι οι εναγόμενοι, στο διάστημα από 1-5-2022 έως και 26-10-2022, κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή ημεροχρονολογίες και ώρες, προκάλεσαν θορύβους, καθώς, επί λέξει «κτυπούσαν έντονα σίδερα», «έθεσαν σε λειτουργία μηχανή που παρήγαγε δυνατό θόρυβο», «κτυπούσαν έντονα με σφυρί διάφορα αντικείμενα», «έσυραν σίδερα», «κτυπούσαν έντονα το δάπεδο του διαμερίσματός τους», «έσυραν με θόρυβο βαρέα αντικείμενα», «έσυραν με θόρυβο διάφορα αντικείμενα», «κτυπούσαν τα κάγκελα του εξώστη του διαμερίσματός τους», «έτρεχαν με θόρυβο μέσα στο διαμέρισμά τους», «κτυπούσαν έντονα εντός του διαμερίσματός τους» και «κτυπούσαν έντονα». Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ενάγουσας, όμως, δεν αποδείχθηκαν. Και τούτο διότι οι εναγόμενοι ουδέποτε προκάλεσαν θορύβους, μη ανεκτούς, κατά τις ώρες κοινής ησυχίας, ούτε και υπερέβησαν το σύνηθες και αποδεκτό όριο θορύβου από τη συγκατοίκηση σε μία πολυκατοικία, κατά τις λοιπές ώρες, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον ………….., στην ένορκη κατάθεσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς και τη ……………, στην υπ’ αριθμ. ………./2023 ένορκη βεβαίωσή της, οι οποίοι, ευρισκόμενοι καθημερινά, πλην της Κυριακής, και από ώρα 7.00 π.μ. έως 15.00 μ.μ. και από 17.00 μ.μ. έως 20.00 μ.μ., λόγω της εργασίας τους, σε κατάστημα χρωματοπωλείου – σιδηρικών, που οι ίδιοι λειτουργούν στο ισόγειο της ως άνω πολυκατοικίας, ανέφεραν, ο μεν πρώτος, ότι δεν έχει ακούσει θορύβους από την οικία των εναγομένων, η δε τελευταία ότι ουδέποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή της κάποιος έντονος ή ακατάπαυστος θόρυβος που να προέρχεται από το διαμέρισμα των εναγομένων, όπως φωνές, σύρσιμο επίπλων, θόρυβος από ρίψη αντικειμένων στο δάπεδο, κλπ. Τα ίδια, άλλωστε, ανέφερε και η ……………. στην υπ’ αριθμ. ……/2023 ένορκη βεβαίωσή της, ένοικος διαμερίσματος του τρίτου ορόφου της ως άνω οικοδομής, σύμφωνα με τα οποία, κατά την παραμονή της, στο εν λόγω διαμέρισμα, ήδη για διάστημα δύο ετών, δεν έχει ποτέ διαπιστώσει φασαρία, ούτε έχει ενοχληθεί από θορύβους, προερχόμενους από κάποιον ένοικο ή ιδιοκτήτη, συμπεριλαμβανομένων και των εναγομένων, καθώς και ότι, το έτος 2022, κατά το οποίο αυτή υπήρξε διαχειρίστρια της ως άνω πολυκατοικίας, η ενάγουσα της διαμαρτυρόταν έντονα για υποτιθέμενους θορύβους, κάνοντας της επίμονες υποδείξεις, προκειμένου να προβεί, εκ μέρους της, σε παρατήρηση στους διαμένοντες στην πολυκατοικία, ενώ, προσωπικά, για την ίδια την ως άνω ενόρκως βεβαιώσασα, δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή της πρόβλημα τέτοιας τάξης, που να χρειάζεται παρατήρηση. Τα όσα δε περί του αντιθέτου διέλαβαν οι ενόρκως βεβαιώσαντες στις υπ’ αριθμ. …./29-11-2024 και ………../2-12-2024 ένορκες βεβαιώσεις, …….. και ………., αντίστοιχα, δεν κρίνονται πειστικά, καθώς αντικρούονται από όλα τα ανωτέρω. Σημειωτέον δε ότι ο τελευταίος, στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του, κάνει λόγο για έξι ημερομηνίες (5-5-2022, 31-5-2022, 26-10-2022, 28-10-2022, 31-10-2022 και 3-11-2022, περί ώρα 15.00 έως 16.30 μ.μ.), στις οποίες, κατά την επίσκεψή του στην οικία της ενάγουσας, αντιλήφθηκε «συνεχείς δυνατούς θορύβους, πολλές φορές εκκωφαντικούς», να προέρχονται από το διαμέρισμα των εναγομένων, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει το είδος τους. Σε διαφορετική, άλλωστε, παραδοχή δεν δύναται να οδηγήσει ούτε η ένορκη κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως ………….., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, θυγατρός και συνοίκου της ενάγουσας, δοθέντος ότι αυτή απουσίαζε, κατά το χρόνο, κατά τον οποίο φέρεται ότι έλαβαν χώρα οι περισσότερες από τις επικαλούμενες ως άνω παραβάσεις, ενώ, περαιτέρω, η ίδια αναφέρθηκε, επανειλημμένα, σε συγκεκριμένο θόρυβο που προήρχετο από λειτουργία συσκευής και «ακουγόταν σαν να φούσκωνε ρόδα και πετάγονταν βιδούλες», δίχως να δύνανται τον συνδέσει με συγκεκριμένη πιθανή επαγγελματική δραστηριότητα ή ενασχόληση των εναγομένων ή του συνοικούντος ενήλικου υιού τους. Εξάλλου, η ανωτέρω μάρτυρας, ουδόλως, αιτιολόγησε την αίφνης διατάραξη, κατά το έτος 2020, της ομαλής συγκατοίκησης των διαδίκων, λόγω της εκπομπής των επικαλουμένων θορύβων, όταν, από το έτος 2006, που εγκαταστάθηκε με την ενάγουσα στην ανωτέρω οικία, έως τότε, οι εναγόμενοι δεν τους δημιουργούσαν προβλήματα, στα πλαίσια της μεταξύ τους γειτονίας. Η εκπομπή δε των συνήθων ήχων και θορύβων από το διαμέρισμα των εναγομένων, είναι έντονη και ενοχλεί, πράγματι, την ενάγουσα, που έχει επιβαρυμένη υγεία, πάσχουσα από πολλαπλή σκλήρυνση, από το έτος 2003, και τύφλωση, τούτο, όμως, οφείλεται στην έλλειψη ηχομόνωσης της οικοδομής, λόγω της παλαιότητάς της, δοθείσης της κατασκευής αυτής, περί τα έτη 1978 – 1979, σύμφωνα και με τα επ’ αυτού αναφερόμενα από την ………….. στην υπ’ αριθμ. ……/2023 ένορκη βεβαίωσή της, αλλά και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, και όχι σε συγκεκριμένες ενέργειες των εναγομένων. Σε κάθε δε περίπτωση και αφού συνεκτιμηθεί, αφενός, η έλλειψη ηχομόνωσης της ανωτέρω οικοδομής, ένεκα της οποίας, ο οιοσδήποτε θόρυβος γίνεται ιδιαίτερα αισθητός, και, αφετέρου, η ως άνω κατάσταση της υγείας της ενάγουσας, που επιβάλλει τη διαβίωση αυτής σε ήρεμο περιβάλλον, δεν δύναται να απαιτηθεί από τους εναγομένους η αποχή τους από συνήθεις και ανεκτούς θορύβους, στο πλαίσιο της συγκατοίκησης σε μία πολυκατοικία, καθώς τούτο θα παρεμπόδιζε την ακώλυτη χρήση του δικού τους χώρου διαβίωσης. Σημειωτέον δε ότι, ως προαναφέρθηκε, στο ισόγειο της ως άνω πολυόροφης οικοδομής λειτουργεί κατάστημα χρωματοπωλείου και σιδηρικών, από το οποίο προκαλούνται συνήθεις θόρυβοι εμπορικού καταστήματος, που μόνο η ενάγουσα, από το σύνολο των ενοίκων της οικοδομής και των περιοίκων, δεν ανέχεται, προβαίνοντας, για το λόγο αυτό, σε επανειλημμένες διαμαρτυρίες και προκαλώντας επεισόδια, σε βάρος των ιδιοκτητών της επιχείρησης και των πελατών της (βλ. σχετικά και τις υπ’ αριθμ. …../2023 και …../2023 ένορκες βεβαιώσεις της ……….. και του ………, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις οποίες, η ενάγουσα, το καλοκαίρι του έτους 2023, έριξε από το μπαλκόνι της, με το λάστιχο, νερά στο ως άνω κατάστημα της πρώτης, βρέχοντας τα εμπορεύματα της επιχείρησης, ενώ, τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, έριξε, από τη βεράντα της, μία κανάτα νερό, στον δεύτερο, την ώρα που αυτός βρισκόταν στην είσοδο του ως άνω καταστήματος, επικαλούμενη ότι ενοχλείτο), καταδεικνύοντας, με τον τρόπο αυτό, την ιδιάζουσα και αδικαιολόγητη έλλειψη ανοχής στους συνήθεις και φυσιολογικούς θορύβους του περιβάλλοντός της. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε παραβίαση, εκ μέρους των εναγομένων, της συμφωνίας που διατυπώθηκε στο ένδικο πρακτικό διαμεσολάβησης. Το πρωτοβάθμιο δε δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή, στην ουσία της, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας, δεν έσφαλε, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου δευτέρου και τρίτου λόγων εφέσεως, ως ουσία αβάσιμων. Επομένως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει, η κρινομένη έφεση, -με εξαίρεση το ως άνω παρεπόμενο αγωγικό περί τοκοδοσίας αίτημα, για το οποίο έγινε αυτή δεκτή, στην ουσία της-, να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, λόγω της κατά τα ανωτέρω, εξαφανίσεως της εκκαλουμένης, ως προς το προαναφερόμενο αίτημα, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατιθέμενου από αυτήν παραβόλου εφέσεως (άρθρο 495 αρ. 3 ΚΠολΔ), και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 179 παρ. 2, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
–ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
–ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
–ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την έφεση, καθ’ ο μέρος αφορά στο παρεπόμενο αίτημα της από 24-3-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2023 αγωγής περί τοκοδοσίας του αιτουμένου με αυτήν ποσού.
–ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκδοθείσα, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, υπ’ αριθμ. 156/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το ανωτέρω αγωγικό αίτημα
–ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του υπ’ αριθμ. ……………/2024 e – παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα
– –ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ, ως προς το προαναφερόμενο αίτημα, την αγωγή.
–ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα αυτό, ως μη νόμιμο
–ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, κατ’ ουσίαν, την έφεση.-ΚΑΙ
–ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 24.7.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ