ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Αποφάσεως 570/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – εκκαλούσας :…………. η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξουσιο δικηγόρο Δημητριο Καλλίγερο, βάσει δηλώσεως.
Του καθ’ου η κλήση -εφεσιβλήτου :…………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο Ευρυδίκη Καραμήτσου, βάσει δηλώσεως.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4-6-2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2008 αγωγή της κατά του εναγομένου και ήδη εφεσιβλητου και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επι της ως άνω αγωγής εξεδόθησαν αρχικά οι η υπ’ αριθ. 5975/2009 και 3145/2012 αποφάσεις του παραπάνω Δικαστηρίου με τις οποίες διετάχθη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη και εν συνεχεία, μετά από συζήτηση στις 6-12-2017 εξεδόθη η υπ’ αριθ. 5500/2018 δια της οποιας απερρίφθη η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος η ενάγουσα με την από 3-12-2019 (αρ. εκθ. κατ. ………./2019) εφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………../2019, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 22-10-2020, μετά από συζήτηση της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. 414/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου διά της οποίας διετάχθη η επανάληψη της συζήτησης για την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται με την από 10-1-2023 κλήση αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………/2023 και προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 21-9-2023, οπότε δεν εισήχθη λόγω συμμετοχής των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία και επαναπροσδιορίθηκε με την υπ’ αριθ. Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου για την δικάσιμο της 15-2-2024, οποτε ανεβλήθη για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4-6-2008 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2008) αγωγή της κατά του εναγομένου και ήδη εφεσιβλητoυ. Επι της ως άνω αγωγής εξεδόθησαν αρχικά οι υπ’ αριθ. 5975/2009 και 3145/2012 αποφάσεις του παραπάνω Δικαστηρίου διά των οποίων διετάχθη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη και ακολούθως, μετά από συζήτηση που έλαβε χώρα στις 6-12-2017 εξεδόθη η υπ’ αριθ. 5500/2018 δια της οποιας απερρίφθη η αγωγή. Την αποφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα με την από 3-12-2019 (αρ. εκθ. κατ. …………./2019) εφεσή της. Επι της ως άνω εφέσεως μετά από συζήτηση που έλαβε χώρα στις 22-10-2020 εξεδόθη η υπ’ αριθ. 414/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε τυπικά τις εφεσεις και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσυνη. Ηδη μετα την διενέργεια της πραγματογωμοσύνης η υπό κρίση εφεση νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 10-1-2023 (αρ. κατ. ……………./2023) κλήση.
Κατά το άρθρο 460 ΚΠολΔ κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 461 ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Επίσης, κατά την διάταξη του άρθρου 463 του αυτού Κώδικα “όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για την πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι”. Η τελευταία αυτή διάταξη είναι ενταγμένη στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει της θέσεως της, κανόνα της αποδεικτικής μόνον διαδικασίας, ο εισαγόμενος δε με αυτή περιορισμός τείνει στην ανατροπή της στρεψοδικίας και της παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ. ΑΠ 23/1999). Eνόψει τούτων, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 463 Κ.Πολ.Δ αναφέρεται είτε σε δημόσια είτε σε ιδιωτικά έγγραφα, είτε αυτά προσκομίζονται προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη, αρκεί ο ισχυρισμός περί πλαστότητας να προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Ο κατ` ένσταση δε προβαλλόμενος ισχυρισμός, χωρίς την προσκομιδή των αποδεικτικών της πλαστότητας εγγράφων και την αναφορά του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία (αρ. 461), των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, είναι απαράδεκτος (ΑΠ 401/2019, ΑΠ 2247/2014, ΑΠ 914/2014 ΝΟΜΟΣ). Για την παραδεκτή δε προβολή του σχετικού περί πλαστότητας ισχυρισμού απαιτείται η κατ’ άρθρο 98 περ. β’ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο ή προβάλλοντα την ένσταση δικηγόρο είτε εκ των προτέρων είτε με επιγενόμενη των ενεργειών του έγκριση, η οποία συνάγεται και από την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο και τον διορισμό πληρεξούσιου δικηγόρου προς εκπροσώπησή του, που λειτουργεί αναδρομικά, εκτός αν κατά του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση, οπότε δεν απαιτείται να υπάρχει η ανωτέρω ειδική πληρεξουσιότητα. (ΑΠ 1787/2014, ΑΠ 291/2002, ΕφΑθ 1540/2025 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, στον ισχυρισμό περί πλαστότητας της επί του εγγράφου φερόμενης υπογραφής του υπόχρεου εξ αυτού εμπεριέχεται λογικά ως έλασσον και η από μέρους του προτείνοντος την πλαστότητα άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής, το δε βάρος της απόδειξης φέρει αυτός που επικαλείται και προσκομίζει το έγγραφο (ΑΠ 816/2010, ΕφΑθ 1540/2025 ΕφΑιγ 30/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον ισχυρισμό δε της άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής του εκδότη, η οποία συνιστά άρνηση, δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Συνεπώς αν η ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού εγγράφου δεν υποβληθεί παραδεκτά είναι ερευνητέος ο ισχυρισμός περί γνησιότητας της υπογραφής αυτού. (ΑΠ 816/2010).
Με την από 4-6-2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2008 αγωγή, η ενάγουσα εξέθετε ότι παρέδωσε στον ήδη αποβιώσαντα στις 18-8-2007 ………., ο οποίος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον εναγόμενο ανιψιό του και ο οποίος εν ζωή μεσολαβούσε σε αγοραπωλησίες ακινήτων στα ……, αφενός, στις 8-12-2002, το ποσό των 2.000.000 εκ. δραχμών ή 5.869,40 ευρώ και αφετέρου, την 1-4-2003, το ποσο των 3.750.000 δραχμων ή 11.005,15 ευρώ, για την αγορά αγροτεμαχίου και οικοπέδου, αντίστοιχα, στα Κύθηρα, υπό τον όρο ότι σε περίπτωση μη πραγματοποίησης αυτής, θα ήταν υποχρεωμένος αυτός και, σε περίπτωση θανάτου του, οι κληρονόμοι του, να της επιστρέψει τα ως άνω ποσά αντιστοίχως, συντασσομένων των αντίστοιχων από 8-12-2002 και από 1-4-2003 αποδείξεων. Ότι μεχρι του επισυμβάντος την 18-8-2007 θανάτου του σε ουδεμία αγορά προέβη για λογαριασμό της, ούτε σε επιστροφή των καταβληθέντων για την αιτία αυτή ποσών. Με βάση το ιστορικό αυτό, λυθείσης της μεταξύ τους σχέσης εντολής διά του θανάτου του ……….., ζητούσε κυρίως κατά τις διατάξεις περί εντολής, αλλά και κατά την συμβατικη πρόβλεψη, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 16.874,55 ευρώ νομιμοτόκως από τον θάνατο του εντολοδόχου θείου του, οπότε λύθηκε η μεταξύ τους σχέση εντολής (18-8-2007), άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικασθεί στην δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αρχικώς την υπ’ αριθ. 5975/ 2009 απόφασή του διά της οποίας έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της πλην του αιτήματος επιβολής τόκων από 18-8-2007, και περαιτέρω διέταξε την επαναληψη της συζήτησης για την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης περί της γνησιότητας της υπογραφής του ………….. επί της αναφερομένης στην αγωγή από 8-12-2002 αποδείξεως. Εν συνεχεία, μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης η αγωγή εισήχθη προς συζήτηση με την από 22.10.2010 κλήση της ενάγουσας για την δικάσιμο της 22-9-2011, οπότε εξεδόθη η υπ’ αριθ. 3145/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δια της οποίας διετάχθη η επανήληψη της συζήτησης για την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης περί της γνησιότητας της υπογραφής του ………. επί της αναφερομένης στην αγωγή από 1-4-2003 αποδείξεως. Μετά την διενέργεια της διαταχθείσας με την υπ’ αριθ. ……/2012 πραγματογνωμοσύνης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά από συζήτηση που έγινε στις 6/12/2017 εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων την εκκαλουμένη (5500/2018) απόφαση, διά της οποίας, δεχόμενο ότι η υπογραφή επί των ως ανω αποδείξεων είναι πλαστή, απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, με την οποία θεωρείται ότι συμπροσβάλλονται και οι μη οριστικές υπ’ αριθ. 5975/2009 και 3145/012 αποφάσεις (513 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων με αίτημα να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει εν μέρει μόνον δεκτη η αγωγή και μόνον κατά το ποσό του κεφαλαίου της δεύτερης αποδείξεως ύψους 11.005,15 ευρώ νομιμοτοκως από 18-8-2007 άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Με την υπό κρίση έφεση δηλαδή η εκκαλουμένη δεν εκκαλείται με λόγο έφεσης ως προς την κριση της σχετικά με την πλαστότητα της από 8-12-2002 αποδείξεως και δη ως προς το κεφάλαιο της πρώτης από 8-2-2002 αποδείξεως ύψους 5.869,40 ευρώ. Επομένως ως προς το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη κατέστη τελεσίδικη.
Από την προσήκουσα εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων και της ανωμοτί καταθεσεως της ενάγουσας, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθ. 5975/2009 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από τις νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. ……/28-4-2010 και …/10-12-2012 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με τις υπ’ αριθ. 5975/2009 και 3145/2012 αποφάσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δικαστικού γραφολόγου …….., την νομίμως μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθ. …../2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου ….. ., ο οποίος διορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 414/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, από την νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο από Μαίου 2010 ιδιωτικη γνωμοδοτηση του τεχνικού του συμβούλου ………, την νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από την ενάγουσα από 28-4-2011 ιδιωτική γνωμοδότηση της τεχνικής της συμβουλου ……….., και όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους ποινικές αποφάσεις, που επίσης λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ……………., κατοικος εν ζωή …………, απεβίωσε στις 18-8-2007 κληρονομηθηκε δε μόνον από τον εναγόμενο ανιψιό του (τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού του ………..) στο σύνολο της περιουσίας του, κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, κατόπιν δηλώσεως αποποιήσεως της ……….., θυγατέρας του προαποβιώσαντος αδελφού του, ……….. Ο ……….., ο οποίος εν ζωή δραστηριοποιείτο στον χωρο της μεσιτείας για αγοραπωλησίες ακινήτων στην περιοχή των ….., είχε συμφωνήσει με την εναγουσα ότι θα φρόντιζε για την εύρεση ακνήτου για λογαριασμό της και προς τουτο η τελευταία του παρέδωσε το ποσό των 3.750.000 δρχ., με την εντολή να προβεί στην αγορά ακινήτου στα ……, υπό τον όρο σε περίπτωση που ματαιωθεί η σύμβαση αγοραπωλησίας να της επιστρεψει το ως άνω ποσό. Την 1-4-2003 συνετάχθη η από 1-4-2003 απόδειξη η οποία επί λέξει αναγράφει: « Ο υπογεγραμμένος ………… έλαβα από την κ. ………… το ποσό των 3.750.000 δρχ. δια αγορά οικοπέδου στα ……. Εάν δια οποιοδήποτε λόγο δεν γίνει η αγορά, ο υπογεγραμμένος …….. είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει το ποσό στην κ. ……. Επίσης σε περίπτωση θανάτου του υπογεγραμμένου, είναι υποχρεωμένοι οι κληρονόμοι του να επιστρέψουν το άνω ποσο». Στην ως άνω δε απόδειξη στην θέση «Ο ΔΗΛΩΝ» εχει τεθεί το ονοματεπώνυμο και η υπογραφή του αποβιώσαντος. Κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 20ης Φεβρουαρίου 2009, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η υπογραφή του …….. επί της ως άνω αποδείξεως έχει πλαστογραφηθεί «πιθανόν», όπως αναγράφει επί λέξει στις από 20-2-2009 προτάσεις του, από την ενάγουσα, χωρίς να αναφερει ονόματα μαρτύρων για την απόδειξη της πλαστότητας, ενώ μόνον με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά της συνεδριασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατονόμασε ως πλαστογράφο την ενάγουσα. Με την προσθήκη των από 20-2-2009 προτασεων του ο εναγόμενος αναφέρει ότι κατονομάσθηκε ως πλαστογράφος η ενάγουσα με δήλωση καταχωρηθείσα στα πρακτικά, χωρίς, όμως, να αναφέρει (στην προσθήκη) ονομαστικά τους μάρτυρες για την απόδειξη της πλαστότητας. Στην συνέχεια με τις από 22-9-2011 προτάσεις του αναφερει ότι υπέβαλε μηνυτήρια αναφορά κατά της ενάγουσας και κατά παντός υπευθύνου και ότι η υπογραφή του …………. επί της ως άνω αποδείξεως έχει πλαστογραφηθεί «πιθανόν», όπως αναγράφει επί λέξει στις από 22-9-2011 προτάσεις του, από την ενάγουσα χωρις να κατονομάζει μάρτυρες. Ο ισχυρισμός αυτός, εκτιμάται ως άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής του υπόχρεου, και όχι ως ένσταση πλαστοτητας διότι ο εναγόμενος με τις προτάσεις του δεν κατονομάζει πλαστογράφο, αλλά κατονομάζει ενδοιαστικώς την ενάγουσα, ενώ επιπλέον δεν αναφερει για την απόδειξη της πλαστότητας ονομαστικά τους μάρτυρες. Σημειούται ότι η καταχωρηθείσα δήλωση στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία ο εναγόμενος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου κατονόμασε ως πλαστογράφο την ενάγουσα, δεν ασκει έννομο επιρροή διότι η ενσταση πλαστότητας θα έπρεπε να προβληθεί με τις προτάσεις ή με την προσθήκη σε αυτές (Χαρ. Απαλαγάκη- Στ. Σταματόπουλος ΕρμηνΚΠολΔ, εκδ. 2022, άρθρο 461, σ. 1442). Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και κυρίως από την υπ’ αριθ. …../2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού πραγματογνώμονος, …………- Αστυνομικού Διευθυντή- Δικαστικού Γραφολόγου, καθώς και την από Δεκεμβρίου 2012 εκθεση πραγματογνωμοσύνη του δικαστικού πραγματογνώμονος, ………. -Αστυνόμου Α΄- Δικαστικού Γραφολόγου απεδείχθη ότι η υπογραφή επί της ως άνω αποδείξεως είναι η γνησία υπογραφή του αποβιώσαντος, ……….. Ειδικότερα σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …./2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού πραγματογνώμονος . …. « 1. Το κυρίως κείμενο και οι ενδείξεις : «Ο ΔΗΛΩΝ» επί της με ημερομηνία : «1-4-2003» πειστήριας απόδειξης [Π] συνιστούν μία ενιαία γραφή ενός ατόμου, η οποία δεν συνδέεται γραφολογικά με την γνήσια δειγματική γραφή του ……….. και ως εκ τούτου δεν μπορεί, να του αποδοθεί. 2. Αντίθετα, οι χειρόγραφες ενδείξεις : «….…..» που συνοδεύουν την υπογραφή, επί της με ημερομηνία : «1-4-2003» πειστήριας απόδειξης [Π] παρουσιάζουν πολλές και σημαντικές ομοιότητες, ως προς όλα τα γραφολογικά τους γνωρίσματα και στοιχεία, με την γνήσια δειγματική γραφή του ……….., καταδεικνύοντας ότι έχουν χαραχθεί από το εν λόγω ατομο. 3. Η αμφισβητούμενη υπογραφή, που διαλαμβάνεται κάτωθι των ενδείξεων: «Ο ΔΗΛΩΝ» επί της με ημερομηνία : «1-4-2003» πειστήριας απόδειξης [Π] παρουσιάζει βασικές και ουσιώδεις ομοιότητες ως προς όλα τα γραφολογικά της χαρακτηριστικά, με τις αντίστοιχες γνήσιες υπογραφές του ……., καταδεικνύοντας ότι έχει χαραχθεί από το εν λόγω άτομο και αποτελεί γνήσια υπογραφή του». Περί της γνησιότητας της υπογραφής του …… επί της επίμαχης αποδείξεως απεφάνθη και ο δικαστικός πραγματογνώμων …….., ο οποίος με την υπ’ αριθ. ……/2012 έκθεσή του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι « Η πρωτότυπη αμφισβητούμενη υπογραφή που διαλαμβάνεται στην θέση «Ο ΔΗΛΩΝ» της από 1-4-2003 χειρόγραφης απόδειξης και οι χειρόγραφες ενδείξεις «………….» που τη συνοδεύουν, εχουν χαραχθεί από τον …….. κατά τρόπο φυσιλογικό και αυθόρμητο και συνιστούν γνήσια γραφή και υπογραφή του». Περί της γνησιότητας της υπογραφής του …….. απεφάνθη και η τεχνική σύμβουλος της ενάγουσας, …….. αναφέροντας στην από 28-4-2011 εκθεση ιδιωτικής γραφολογικής γνωμοδοτήσεως « …οι υπό έλεγχο υπογραφή και γραφή στο τέλος της ως άνω αποδείξεως έχουν τεθεί μέσα στα πλαίσια του γνησίου γραφικού και υπογραφικού κύκλου του …….., οδηγώντας έτσι, με ασφάλεια και θετικότητα στον ………. ως συντάκτη και φορέα αυτών». Επομένως απεδείχθη ότι την ως άνω απόδειξη υπέγραψε στην θέση «Ο ΔΗΛΩΝ» ο ίδιος ο …….., θέτοντας το ονοματεπώνυμό του και την υπογραφή του. Σημειούται ότι με την υπ’ αριθ. 5706/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιως η ενάγουσα έχει αθωωθει για το αδίκημα της πλαστογραφίας για την επίμαχη δεύτερη απόδειξη.
Ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου ότι κι αν ακόμη είναι γνησία η υπογραφή του …….. επί της από 1-4-2003 απόδειξης, αυτος δεν την έθεσε εν γνώσει του κάτω από το συγκεκριμένο κείμενο, αλλά ότι την είχε θεσει σε «λευκό» χαρτί και την είχε παραδώσει στην ενάγουσα στο πλαίσιο της συνεργασίας τους και ότι η ενάγουσα την συμπλήρωσε μετά τον θανατό του, δεν απεδείχθη από τα άνω αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου το γεγονός ότι στην επίμαχη απόδειξη το οφειλόμενο ποσό ανεγράφη σε δραχμές χωρίς την αναγωγή του σε ευρω δεν ασκεί εννομο επιρροή, διότι, όπως αποδεικνύεται από το κείμενο της αποδείξεως, δεν αναφέρεται ότι το ποσό κατεβλήθη την ιδία ημέρα συντάξεως αυτής, διοτι τότε θα έπρεπε να αναγράφεται ότι κατεβλήθη «σήμερα» στην εν λογω απόδειξη, αλλά είναι σαφές ότι το ποσό κατεβλήθη νωρίτερα και η απόδειξη είναι επιβεβαιωτική της προηγουμένης καταστάσεως, ο δε αγωγικός ισχυρισμός ότι η σύμβαση καταρτίσθηκε την 1-4-2003 σε δραχμές ταυτοχρόνως με την ημερομηνία καταρτίσεως του εγγράφου δηλαδή όταν είχε πλέον εισαχθεί ως νόμισμα το ευρώ απεδείχθη μεν ότι δεν είναι αληθής, αυτό όμως δεν επιδρά στο βάσιμο της αγωγής, αφού ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως δεν είναι κρίσιμο μέγεθος, εκτός αν με αυτόν συναρτάται η γέννηση της αξιώσεως και τίθεται ζήτημα παραγραφής, περιπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού η επίδικη αξίωση εγεννήθη με την οριστική ματαίωση εκτελέσεως της συμβάσεως που επήλθε με τον θάνατον του κληρονομουμένου …………… Το γεγονός, επίσης, ότι επί της επίμαχης αποδείξεως ανεγράφη ότι «σε περίπτωση θανάτου του υπογεγραμμένου, είναι υποχρεωμένοι οι κληρονόμοι του να επιστρέψουν το άνω ποσο» δικαιολογείται από υπερβάλλουσα πρόνοια των διαδίκων διότι δεν απεδείχθη ότι συνετάχθη από δικηγόρο και ότι οι διαδικοι είχαν νομικές γνώσεις. Περαιτέρω απεδείχθη ότι μεχρι τον επισυμβάντα θάνατό του ………….. στις 18-8-2007, ο τελευταίος σε ουδεμία αγορά ακινήτου προέβη για λογαριασμό της ενάγουσας, ούτε επέστρεψε το καταβληθέν για την αιτία αυτή ως άνω ποσό. Επομένως δια του θανάτου του …………. η εκτέλεση της μεταξύ τους σύμβασης εντολής ματαιώθηκε και ως εκ τούτου ο εναγόμενος ως κληρονόμος του αποβιώσαντος, κατά την συμβατική πρόβλεψη, οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 11.005,15 ευρώ (βάσει της ισοτιμίας 1 ευρώ =340,75 δρχ. Ν. 2842/2000). Επομένως η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 11.005,15 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Σημειούται ότι το αίτημα περί τοκοφορίας από της λύσεως της εντολής διά του θανάτου του …………., είναι μη νόμιμο. Εξάλλου όσον αφορά τον ισχυρισμό της εκκαλούσας ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψιν τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε ο εφεσιβλητος στον παρόντα βαθμο, διότι έγινε απλή – γενική αναφορά επίκληση και παραπομπή στις πρωτόδικες προτάσεις του για την εκ νέου επίκληση των αποδεικτικών του εγγράφων στην δευτεροβάθμια δίκη, πρέπει να σημειωθεί ότι λαμβανονται υπόψη μόνον τα αποδεικτικα μέσα των οποίων γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση με τις από 20-10-2020 προτάσεις και με τις από 28-8-2023 προτάσεις του εναγομένου ενώπιον του παρόντος Δικαστηριου. Μετά ταυτα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η δεύτερη από 1-4-2003 απόδειξη είναι πλαστή και ακολούθως απέρριψε την αγωγη ως κατ’ ουσιαν αβάσιμη, έσφαλε και πρέπει, αφού γίνει δεκτη η υπό κριση έφεση της ενάγουσας να εξαφανισθεί κατά τούτο η εκκαλουμένη, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για να δικασθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 535ΚΠολΔ κατά το άνω κεφάλαιο και κατ’ ουσίαν, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 11.005,15 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγης μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας της ενάγουσας, λόγω του ότι η αγωγή της έγινε εν μέρει δεκτή πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου (178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ μετά την αποδοχή της εφέσεως πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα- ενάγουσα (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλουμένη με αριθμό 5500/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), μόνον ως προς το κεφάλαιο, που αντιστοιχεί στην από 1-4-2003 απόδειξη.
Κρατεί κατά τούτο την υπόθεση.
Δικάζει επί της από 4-6-2008 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2008) αγωγής μόνον κατά το ως άνω κεφάλαιο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγομενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των έντεκα χιλιαδων πέντε ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (11.005,15) νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγης μέχρις εξοφλήσεως.
Διατάσσει την απόδοση του εις το σκεπτικό παραβόλου στην άνω εκκαλούσα.
Επιβάλλει εις βάρος του εναγομένου- εφεσιβλήτου μέρος των δικαστικων εξόδων της εναγουσας-εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε οκτακοσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8.9.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ