ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 515/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Του εκκαλούντος: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Ανδρουλάκη (ΑΜ ΔΣΠ ………….).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στα ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στην παρούσα δίκη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «……….», που είναι εγκατεστημένη νόμιμα στην Ελλάδα, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Ανδρεουλάκη (ΑΜ ΔΣΠ ….) που κατέθεσε την από 4.6.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 4) Της εταιρίας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στη …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στην παρούσα δίκη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,
Β) Των εκκαλούντων: 1) Της αλλοδαπής ανώνυμης νομίμως εκπροσωπουμένης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που έχει συσταθεί και εδρεύει στη ….. ……… και έχει εγκαταστήσει στην Ελλάδα ναυτιλιακό γραφείο υπό το νομικό πλαίσιο των α.ν 89/67, 378/68 και αρ. 25 ν.27/75, ως τροποποιηθέντες ισχύουν, στον Πειραιά, οδός …………..όπου επίσης νομίμως εκπροσωπείται και 2) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Ανδρεουλάκη (ΑΜ ΔΣΠ …………) που κατέθεσε την από 4.6.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Του εφεσίβλητου: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Ανδρουλάκη (ΑΜ ΔΣΠ ……).
Ο εκκαλών της υπό στοιχ Α έφεσης – εφεσίβλητος της υπό στοιχ Β έφεσης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 1.11.2021, υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2021 αγωγή με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο δικάζοντας ερήμην της πρώτης και τέταρτης των εναγομένων – ήδη πρώτης και τέταρτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχ Α έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 614, 621, 622 ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ’αριθ. 3907/2022 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και συγκεκριμένα ο ενάγων με την από 10.5.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……………/13.11.2024 έφεση (υπό στοιχ Α) και η δεύτερη και ο τρίτος των εναγομένων με την από 26.4.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/13.11.2024 έφεση (υπό στοιχ Β), οι οποίες προσδιορίστηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος της υπό στοιχ Α έφεσης – εφεσίβλητου της υπό στοιχ Β έφεσης, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων της υπό στοιχ Β έφεσης – δεύτερης και τρίτου των εφεσιβλήτων της υπό στοιχ Α έφεσης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τα άρθρα 211 και 713 ΑΚ, η διαχειρίστρια εταιρία των πλοίων της πλοιοκτήτριας εταιρίας είναι δεκτική επίδοσης των δικογράφων που απευθύνονται στην πλοιοκτήτρια που αντιπροσωπεύει, αφού έχει τη γενική διαχείριση των υποθέσεών της, ενώ συχνά η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια είναι των αυτών οικονομικών συμφερόντων (Εφ Πειρ 119/2023, ΕφΠειρ 299/2006, ΕΝΔ 2007. 39). Επίσης από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν κατά τη συζήτηση της έφεσης ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον ο ίδιος επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί σε αυτή. Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Σε περίπτωση, επομένως, ερημοδικίας του εφεσίβλητου, η διαδικασία ως προς την έφεση, προχωρεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. α` ΚΠολΔ, σαν να ήταν και αυτός παρών, ενώ το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο που δεν εμφανίσθηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση (ΜονΕφΑθ 82/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 748/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 351/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 246/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 279/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 389/2015, ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ’αριθ. ……΄/3.4.2025 και ………/3.4.2025 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……., που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών της υπό στοιχ Α έφεσης – εφεσίβλητος της υπό στοιχ Β έφεσης, αποδεικνύεται ότι ακριβή αντίγραφα των υπό κρίση εφέσεων με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (την οποία επισπεύδει ο εκκαλών της υπό στοιχ Α έφεσης) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη και τέταρτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχ Α έφεσης και ειδικότερα αντίγραφα των υπό κρίση εφέσεων επιδόθηκαν, για λογαριασμό τους, στον τρίτο εφεσίβλητο της υπό στοιχ Α έφεσης – δεύτερο εκκαλούντα της υπό στοιχ Β έφεσης, ………….., ως εκπρόσωπο της δεύτερης εφεσίβλητης της υπό στοιχ Α έφεσης – πρώτης εκκαλούσας της υπό στοιχ Β έφεσης, εταιρείας με την επωνυμία ………., η οποία είναι διαχειρίστρια της πρώτης και τέταρτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχ Α έφεσης. Οι τελευταίες, όμως, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, οπότε πρέπει, να δικαστούν ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίστηκαν από τον εκκαλούντα της υπό στοιχ Α έφεσης τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, όχι όμως και οι προτάσεις των απολιπομένων εφεσιβλήτων, αφού αυτές λόγω της ερημοδικίας τους και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν κατέθεσαν τέτοιες.
Σύμφωνα με το άρθρο 517 εδ.1 ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους, πλην όμως κατά την ορθή έννοια της ανωτέρω διατάξεως η έφεση δεν μπορεί να απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος (ΑΠ 1556/2009 στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 559/2009, ΝοΒ 2009, σελ. 1711, ΑΠ 688/2003, ΕλλΔνη 2004, σελ. 91) που έχουν το ίδιο συμφέρον με αυτόν, αφού υφίστανται την ίδια βλάβη, εκτός αν η απόφαση περιέχει διάταξη υπέρ του ομόδικου που βλάπτει τον εκκαλούντα ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε αυτός κατ’ άλλου ομοδίκου, πράγμα που μπορεί να συμβαίνει, όταν η διαδικασία επιτρέπει ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντίθετων συμφερόντων τους (Νίκας ΠολΔικ ΙΙΙ, σελ. 147, ΑΠ 1/1993, ΝοΒ 1993, σελ. 1062, ΕφΑθ 7553/2004, ΝοΒ 2005, σελ. 694, ΕφΘεσσαλ 1852/2003, Αρμ 2004, σελ. 1150) ή και όταν ο ομόδικος του εκκαλούντος συντάχθηκε πρωτοδίκως με τις απόψεις του αντιδίκου (ΕφΑθ 236/1993, ΕλλΔνη 1993, σελ. 1151). Κατ’ άλλη διατύπωση, η έφεση απευθύνεται και κατά του απλού ομοδίκου του εκκαλούντος, αν περιέχει κάποια επιβλαβή διάταξη για τον εκκαλούντα υπέρ του ομοδίκου του και αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η κατά του απλού ομοδίκου απευθυνόμενη έφεση είναι απαράδεκτη (Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, σελ. 797, 798 που παραπέμπουν στην ΕφΑθ 8251/1999, ΕλλΔνη 2001, σελ. 792, ομοίως Μιχαήλ Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 916, ΜονΕφΠειρ 26/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Στην ένδικη υπόθεση, καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν συντρέχει, συνεπώς οι εκκαλούντες της υπό στοιχ Β έφεσης δεν έχουν έννομο συμφέρον να στρέψουν την έφεσή τους και κατά των απολιπομένων ομοδίκων τους, ήτοι κατά της πρώτης και της τέταρτης των εναγομένων.
Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και, συγκεκριμένα, α) η από 10.5.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………../14.5.2024 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./13.11.2024 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [υπό στοιχ Α] και β) η από 26.4.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………/29.4.2024 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………./13.11.2024 έφεση των εκκαλούντων – δεύτερης και τρίτου των εναγομένων [υπό στοιχ Β], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 3907/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της πρώτης και τέταρτης των εναγομένων – ήδη πρώτης και τέταρτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχ Α έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 1.11.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/1.11.2021 αγωγή του πρώτου κατά των αντιδίκων του, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. Α΄, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, της υπό στοιχ Α έφεσης στις 14.5.2024 και της υπό στοιχ Β έφεσης στις 29.4.2024, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 22.12.2022, για δε το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, (Εφ.Πειρ. 416/2024 www.efeteio-peir.gr). Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
Με την από 1.11.2021 αγωγή, όπως διορθώθηκε παραδεκτά με το δικόγραφο των προτάσεων και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρ. 224 εδ.β΄ΚΠολΔ), ο ενάγων εξέθετε ότι με προσύμφωνο ναυτολόγησης που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 23.10.2020 μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγομένης, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «K» με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, αριθμό ΙΜΟ ………., κ.ο.χ. 62508, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ανωτέρω πλοίο, στο λιμάνι Corpus Cristi του Τέξας για αόριστο χρόνο, με την ειδικότητα του Β’ Μηχανικού, αντί μηνιαίου μισθού που περιλάμβανε βασικό μισθό ποσού 1.417,32 ευρώ, επίδομα Κυριακών ποσού 311,81 ευρώ, επίδομα δεξαμενόπλοιου ποσού 141,73 ευρώ, επίδομα αδείας ποσού 789,84 ευρώ, διορθωτικό επίδομα ποσού 18,95 ευρώ, δώρο πλοιοκτήτη ποσού 7.160,35 ευρώ, επίδομα μπόνους πολυετίας ποσού 252 ευρώ και κατά τα λοιπά τα ποσά που καθορίζονται για την ειδικότητά του στη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ποντοπόρων πλοίων του έτους 2011, την ισχύ της οποίας ρητά συμφώνησαν με την αντίδικο. Ότι στη συνέχεια, με σύμβαση πώλησης που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 3.5.2021 ανάμεσα στην πρώτη και την τέταρτη των εναγομένων – ήδη πρώτη και τέταρτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχ Α έφεσης, το πλοίο πωλήθηκε από την πρώτη στην τέταρτη εναγομένη, η οποία το αγόρασε γνωρίζοντας ότι αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης, ακολούθως δε το πλοίο απέβαλε την ελληνική σημαία και έπαυσε να είναι ασφαλισμένο στο ΝΑΤ, ύψωσε σημαία Λιβερίας και μετονομάστηκε σε «A». Ότι μετά τη μεταβίβαση του πλοίου στις 17.5.2021 και ενώ αυτό βρισκόταν στο λιμάνι Portland της Αγγλίας, η σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος λύθηκε με καταγγελία του πλοιάρχου, άνευ δικής του υπαιτιότητας, λόγω της αποβολής της ελληνικής σημαίας. Ότι παρέμεινε ναυτολογημένος στο πλοίο έως την αντικατάστασή του από άλλο μηχανικό και ότι στις 23.5.2021 ο πλοίαρχος του ενεχείρισε τα εισιτήρια παλιννοστήσεώς του, ενώ για την καταβολή της αποζημίωσης ένεκα λύσεως της σύμβασης εργασίας του λόγω της αποβολής της ελληνικής σημαίας του πλοίου, τον παρέπεμψε στα γραφεία των εναγομένων στον Πειραιά, οι οποίοι ωστόσο αρνήθηκαν να τον εξοφλήσουν. Ότι η αποζημίωση που του οφείλεται ανέρχεται στο σύνολο των παντοίων αποδοχών του 30 ημερών. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν νομότυπου περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρ. 294, 295 παρ.1εδ.α΄, 297 ΚΠολΔ), ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να του καταβάλουν, η πρώτη ως πλοιοκτήτρια, η δεύτερη ως διαχειρίστρια και εκπρόσωπος της πρώτης, ο τρίτος ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης και η τέταρτη ως αγοράστρια ομάδας περιουσίας και επικουρικά άπαντες κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 14.321,87 ευρώ με το νόμιμο τόκο από το χρόνο απόλυσής του, ήτοι από 17.5.2021 άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την ανωτέρω αγωγή, εξέδωσε την υπ’αριθ. 3907/2022 οριστική απόφαση, με την οποία έκρινε αυτήν επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, εκτός από την επικουρική αγωγική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, την οποία απέρριψε ως μη νόμιμη και αφού προχώρησε στην ουσιαστική της έρευνα, έκανε αυτήν εν μέρει δεκτή και υποχρέωσε τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγομένων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενων, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 10.092,00 ευρώ νομιμοτόκως από την ημερομηνία απόλυσής του (17.5.2021) και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 3.000,00 ευρώ και επέβαλε σε βάρος της δεύτερης και του τρίτου των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ποσού 350,00 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερες οι διάδικες πλευρές και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά το εκκαλούμενο από τον καθένα μέρος της και την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο με σκοπό την εν όλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων τους στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 68 περ. β` του ΚΙΝΔ, η οποία φέρει το χαρακτήρα διατάξεως δημοσίας τάξεως, κατατείνουσα κυρίως στην προστασία των συμφερόντων των ναυτικών, διά της αποβολής της Ελληνικής σημαίας, συνεπαγόμενης εκ της φύσεώς της ουσιώδη μεταβολή στους όρους της λειτουργίας και συνεχίσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως, η τελευταία αύτη λύεται αυτοδικαίως και οφείλεται στον ναυτικό η υπό του άρθρου 75 ΚΙΝΔ προβλεπομένη αποζημίωση, διά της οποίας σκοπείται η κάλυψη της ζημίας την οποία, κατά την κοινή πείρα, υφίσταται ο ναυτικός εκ της απώλειας της θέσεώς του, και η εξασφάλιση της συντηρήσεώς του μέχρι εξευρέσεως εκ νέου εργασίας (βλ. Κιάντου – Παμπούκη Ναυτ. Δίκ. έκδ. 1985 τόμ. 1ος σελ. 157, 164). Εάν ο ναυτικός συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες του στο πλοίο υπό την νέα σημαία αναποζημιώτως, η σύμβαση ναυτολογήσεως λύεται και η αποζημίωση δυνατόν να οφείλεται, εάν όμως οι συνθήκες εργασίας δεν μεταβληθούν εκ της αλλαγής της σημαίας, ενδέχεται η αναζήτηση ταύτης (αποζημιώσεως) υπό του ναυτικού να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος (ΕφΠειρ 513/2024 διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ. 743/2014, 649/2009 ΝΟΜΟΣ, Κοροτζή Ναυτικό Δίκαιο τόμος 1ος σελ. 366.367).
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 3816/1958) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Aπό τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου απ’ αυτόν, που γίνεται στο λιμάνι νηολόγησης του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, αφού σε περίπτωση έλλειψης της δήλωσης τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο για ίδιο λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, δηλαδή η ευθύνη αυτού είναι περιορισμένη και πραγματοπαγής(ΑΠ 477/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας ευθύνονται, ενεχόμενες σ’ ολόκληρον, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 762/1978 αφενός μεν η εργοδότρια εταιρία, αφού, κατά τη σαφή διατύπωση του νόμου, ο εργοδότης του ναυτικού μπορεί να έχει την ιδιότητα είτε του πλοιοκτήτη είτε του εφοπλιστή και αφετέρου η διαχειρίστρια και αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πλοιοκτήτριας για λογαριασμό της οποίας κατάρτισε την ένδικη σύμβαση. Περαιτέρω για τις ίδιες υποχρεώσεις ευθύνεται σ’ολόκληρον με την πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστρια εταιρεία και ο νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας, που εκπροσώπησε την εργοδότρια στην σύναψη της σύμβασης, αφού σύμφωνα με την σαφή διατύπωση του ίδιου νόμου, το φυσικό πρόσωπο που εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, το οποίο συνήψε, στην Ελλάδα, για λογαριασμό του εργοδότη, την εν λόγω σύμβαση, ευθύνεται για τις εξ αυτής απαιτήσεις του ναυτικού, χωρίς να απαιτείται ως προϋπόθεση της ευθύνης του φυσικού προσώπου, η αυτοπρόσωπη συμμετοχή του στην κατάρτιση της σύμβασης. Αυτό προκύπτει αναμφισβήτητα από την διατύπωση της σχετικής διάταξης (άρθρο 1 του ν. 762/1978) κατά την οποία «εάν την ανωτέρω σύμβαση με το ναυτικό συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με τον εργοδότη ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον για τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα, από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της από το ναυτικό ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του, εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό αυτό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα», επομένως και αυτά που δεν είχαν την εν λόγω ιδιότητα κατά την κατάρτιση της σύμβασης και δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν αλλά απέκτησαν την ιδιότητα του εκπροσώπου μετά την κατάρτιση και ενώ διαρκούσε η σύμβαση ναυτικής εργασίας αλλά και εκείνα που την απέκτησαν κατά το χρόνο άσκησης των αξιώσεων του ναυτικού (ΑΠ 168/1999 ΕΝΔ 27.278, ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124, ΕφΠειρ, 456/2015, 761/2013, 764/2012 307/2005, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕφΠειρ 756/2022 διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).
ΙV. Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ., στην οποία ορίζεται ότι: “αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …”, καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Για τη δημιουργία όμως της σωρευτικής αυτής αναδοχής, απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι μεταβιβάστηκε σε αυτόν όλη η περιουσία, ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία, που του μεταβιβάστηκε, αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 961/2017, ΑΠ 1151/2014, ΑΠ 451/2012, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕφΠειρ 94/2011, ΕφΠειρ 726/2010, ΕφΠειρ 849/2008, ΕφΠειρ 621/2008, ΕφΠειρ 483/2008, δημ. Νόμος). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕφΠειρ 726/2010, δημ. Νόμος). Ως χρέη της περιουσίας, που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιασδήποτε φύσεως. Αυτά μπορούν να πηγάζουν είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), είτε από τον νόμο (Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ, υπό το άρθρο 479, αριθ. 21), υποστηρίζεται όμως μεμονωμένα, ότι η διάταξη δεν εφαρμόζεται σε χρέη από το νόμο (Σταθόπουλος, Γεν. Ενοχικό, αρ. 59). Ειδικότερα, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, χρέη που θεωρείται ότι ανήκουν σε αυτή νοούνται μόνο εκείνα, που προκύπτουν από την άσκηση της επιχειρήσεως και γενικά την επίτευξη των σκοπών της. Το χρέος πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως και να μη γεννήθηκε αργότερα, υπό την έννοια ότι ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται στη διάταξη και εκείνα τα χρέη που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής συμβάσεως τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβιβάσεως (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 1948/2008, δημ. Νόμος), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσης τους να έχει προηγηθεί της μεταβιβάσεως, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (ΑΠ 1154/1998 ΕλΔνη 1998, 1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενο του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής, ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξη της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 ΑΚ (ΑΠ 776/2003 ΕλΔνη 2005, 163, ΕφΠειρ 668/2019, ΕφΠειρ 596/2018, ΕφΠειρ 207/2011, δημ. Νόμος).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης ……. που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά από τα οποία θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα τους, της υπ’αριθ. …..17.12.2021 ένορκης βεβαίωσης του …. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από τον ενάγοντα ήδη εκκαλούντα της υπό στοιχ Α έφεσης, που λήφθηκε κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων του (βλ. υπ’αριθ. …..13.12.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …… και της υπ’αριθ. …….8.2.2022 ένορκης βεβαίωσης του …………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, επίσης προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από τον ενάγοντα ήδη εκκαλούντα της υπό στοιχ Α έφεσης, που λήφθηκε προς αντίκρουση των ισχυρισμών των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης αυτών, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με άτυπο προσύμφωνο ναυτολόγησης που καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 23.10.2020 μεταξύ του ενάγοντος και της, εκπροσωπούμενης από τον τρίτο εναγόμενο, δεύτερης εναγομένης, διαχειρίστριας του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «K» με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., αριθμό ΙΜΟ ….., κ.ο.χ. 62508, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων προσλήφθηκε για να εργαστεί στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του Β’ Μηχανικού, αντί μηνιαίων αποδοχών 10.092,00 ευρώ, που αποτελούνταν από βασικό μισθό ποσού 1.417,32 ευρώ, επίδομα Κυριακών ποσού 311,81 ευρώ, επίδομα δεξαμενόπλοιου ποσού 141,73 ευρώ, επίδομα αδείας ποσού 789,84 ευρώ, διορθωτικό επίδομα ποσού 18,95 ευρώ, δώρο πλοιοκτήτη ποσού 7.160,35 ευρώ και επίδομα πολυετίας ποσού 252,00 ευρώ. Κατά το χρόνο κατάρτισης του ως άνω προσυμφώνου δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, κυρία του πλοίου, είχε προβεί σε ναύλωση αυτού στη μη διάδικο εταιρεία «………………», ούτε ότι η τελευταία προέβη στην πρόσληψη του ενάγοντος, ως εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός διότι οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν τέτοια σύμβαση ναύλωσης μεταξύ της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας και της φερόμενης ως ναυλώτριας, η δε προσκομιζόμενη ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, με αναγραφόμενη ημερομηνία την 23.10.2020, στην οποία έχουν προσυμπληρωθεί τα στοιχεία της ανωτέρω εταιρείας ως ναυλώτριας του πλοίου που ενεργεί την πρόσληψη, δεν φέρει υπογραφές από κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, αφετέρου διότι από τα τραπεζικά εμβάσματα πληρωμής, κατά τον κρίσιμο χρόνο, που προσκομίζει μετ’επικλήσεως ο ενάγων, προκύπτει ότι υπεύθυνη για την καταβολή της μισθοδοσίας του ήταν η δεύτερη εναγομένη, εταιρεία με την επωνυμία «……….», στην οποία η πρώτη εναγομένη, πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου, είχε αναθέσει τη διαχείρισή του έως και την 17.5.2021 (βλ.σχετ. 2212.2-………../14.9.2021 έγγραφο του Αρχηγείου Λ.Σ, Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής). Επίσης οι ενόρκως βεβαιώσαντες ………… και …………….., αμφότεροι ναυτικοί, ναυτολογημένοι ο πρώτος στο πλοίο Κ, στο οποίο ήταν ναυτολογημένος και ο ενάγων με τον οποίο συνυπηρέτησε από τον Ιανουάριο έως το Μάιο του έτους 2021 και ο δεύτερος στο πλοίο ΑΡ, τα οποία (πλοία) διαχειριζόταν η δεύτερη εναγομένη, εταιρεία με την επωνυμία «…………….», επιβεβαιώνουν ότι οι συμβάσεις εργασίας όλων των πληρωμάτων των ανωτέρω πλοίων καθώς και οι πληρωμές του πληρώματος αλλά και αυτές που αφορούσαν το πλοίο γίνονταν από την ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία. Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης ναυτικής εργασίας, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στις 23.10.2020 στο λιμάνι Corpus Christi, απολύθηκε στις 31.3.2021 λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε εν πλω την 1.4.2021 και εργάσθηκε έως την 17.5.2021 οπότε απολύθηκε, στο λιμάνι Portland της Μεγάλης Βρετανίας, λόγω αποβολής της ελληνικής σημαίας και κλεισίματος του ναυτολογίου (βλ. σχετική εγγραφή στο υπ’αριθ. ………… φυλλάδιο ναυτικού). Επίσης αποδείχθηκε ότι με την από 3.5.2021 σύμβαση πώλησης (bill of sale), το πλοίο μεταβιβάσθηκε από την πρώτη στην τέταρτη εναγομένη και αφού υπέστειλε την ελληνική σημαία, ανύψωσε σημαία Λιβερίας και μετονομάστηκε σε «A». Ο ενάγων απολύθηκε την 17.5.2021 ως προαναφέρθηκε, ωστόσο παρέμεινε στο πλοίο έως την 23.5.2021, οπότε ανέλαβε τα καθήκοντά του ο αντικαταστάτης του Β’ Μηχανικός και ακολούθως ο πλοίαρχος του ενεχείρισε τα εισιτήρια παλλινοστήσεώς του και τον παρέπεμψε στους εναγόμενους για την είσπραξη της αποζημίωσής του, ένεκα λύσεως της σύμβασης εργασίας του λόγω αποβολής της ελληνικής σημαίας του πλοίου. Ο ισχυρισμός της δεύτερης και του τρίτου των εναγομένων, ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος έληξε λόγω της παρόδου της ισχύος της, που είχε συμφωνηθεί συμβατικά και συγκεκριμένα στον όρο 12 της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος όπου προβλεπόταν πολιτική κυκλικής απασχόλησης του ναυτικού, εξάμηνης υπηρεσίας καθώς και η δυνατότητα της πλοιοκτήτριας να τον μεταθέσει σε άλλο πλοίο, δεν αποδείχθηκε από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο δεδομένου και του ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων ουδέποτε συμβλήθηκε στην επικαλούμενη από τους εναγόμενους, ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας ώστε να δεσμεύεται από τους όρους αυτής. Μετά ταύτα ο πρώτος λόγος της έφεσης [υπό στοιχ Β] με τον οποίο οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον ανωτέρω ισχυρισμό τους που απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τυγχάνει απορριπτέος. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παραιτήθηκε από την εργασία του και ότι αιτήθηκε τον επαναπατρισμό του, η δε επικαλούμενη, από τους ως άνω εναγομένους αίτηση επαναπατρισμού του, η οποία έγινε μετά την ανακοίνωση της πώλησης του πλοίου, στις 7.5.2021, δεν συνιστά καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, αλλά δήλωση προς τους ανωτέρους του, ήτοι τον Α’ Μηχανικό και τον Πλοίαρχο ότι δεν επιθυμεί να συνεχίσει τη ναυτολόγησή του σε πλοίο υπό αλλοδαπή σημαία. Αντίθετα αποδείχθηκε από το ημερολόγιο γέφυρας του ένδικου πλοίου, ότι στις 17.5.2021 απολύθηκε το πλήρωμα, συμπεριλαμβανομένου του ενάγοντος λόγω αποβολής της ελληνικής σημαίας και έκλεισε το ημερολόγιο κατά την ανωτέρω ημερομηνία για το λόγο αυτό. Επισημαίνεται ότι η παραμονή του ενάγοντος στο πλοίο έως την 23.5.2021 δεν έγινε στα πλαίσια νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας που αυτός συνήψε με τη διαχειρίστρια εταιρεία, με σκοπό τη ναυτολόγησή του στο πλοίο υπό τη νέα σημαία και ονομασία, αλλά κατόπιν αιτήματος της τελευταίας να παραμείνει στη θέση του μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο αντικαταστάτης του. Κατόπιν αυτών, απορριπτέος τυγχάνει και ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης [υπό στοιχ Β], με τον οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα. Εξάλλου ο ισχυρισμός της δεύτερης και του τρίτου των εναγομένων, ότι μετά την πώληση του πλοίου, η διαχείρισή του παρέμεινε στη δεύτερη εναγομένη και ότι δεν υπήρξε καμμία καταγγελία ναυτεργατικής σύμβασης, έρχεται σε προφανή αντίθεση με την αναγραφή, στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, του λόγου απόλυσης αυτού, που είναι η αλλαγή σημαίας του πλοίου και όχι η λήξη της σύμβασης ή η απόλυση με αμοιβαία συναίνεση, για την οποία (αναγραφή) οι ανωτέρω εναγόμενοι δεν παρέχουν πειστική εξήγηση. Δεν αποδείχθηκε επίσης από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο ότι ο ενάγων ενήργησε κατά παράβαση της καλής πίστης και εναντίον κάθε έννοιας χρηστών ναυτικών ηθών και ότι ενώ είχε δηλώσει την παραίτησή του πριν από την πώληση του πλοίου αλλά εν γνώσει αυτής, στη συνέχεια επικαλέστηκε την αλλαγή σημαίας με σκοπό την λήψη της προβλεπόμενης αποζημίωσης, αφού σε αυτήν την περίπτωση ο πλοίαρχος δεν θα ανέγραφε στο ναυτικό του φυλλάδιο ως αιτία απόλυσης την αποβολή της ελληνικής σημαίας παρέχοντας έτσι στον ενάγοντα τη δυνατότητα να αξιώσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 75 ΚΙΝΔ αποζημίωση. Επίσης ο ισχυρισμός της δεύτερης και του τρίτου των εναγομένων ότι το πλοίο διεγράφη από την ελληνική σημαία στις 6 Ιουλίου 2021, ουδεμία επιρροή ασκεί στον λόγο απόλυσης του ενάγοντος, καθόσον πρόκειται για τυπικό ζήτημα τακτοποίησης των εγγράφων του πλοίου, η πώληση του οποίου και η συνεπεία αυτής αποβολή της ελληνικής σημαίας έλαβε χώρα, όπως προεκτέθηκε, στις 3.5.2021. Μετά ταύτα και ο τρίτος και τελευταίος λόγος της έφεσης [υπό στοιχ Β], με τον οποίο οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον ισχυρισμό τους περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τυγχάνει απορριπτέος. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων ως αληθών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων προσλήφθηκε στις 23.10.2020 από τη μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία «………….», ναυλώτρια του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «K» προκειμένου να ναυτολογηθεί σε αυτό με την ειδικότητα του Β΄ Μηχανικού, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο μοναδικός λόγος της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος [υπό στοιχ Α], κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο υποστηρίζει ότι η πρώτη εναγομένη ήταν η κυρία και εκμεταλλευτής του πλοίου, ότι δεν υπήρξε σύμβαση ναύλωσης αυτής με την μη διάδικο εταιρεία «………………» και ότι ο ίδιος προσλήφθηκε και μισθοδοτούνταν καθ’όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του από τη δεύτερη εναγομένη, στην οποία είχε ανατεθεί η διαχείριση του πλοίου από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Δεν αποδείχθηκε ωστόσο ότι η τέταρτη εναγομένη, η οποία απέκτησε το ένδικο πλοίο με το από 3.5.2021 συμφωνητικό αγοραπωλησίας (bill of sale) τελούσε σε γνώση ότι της μεταβιβάστηκε ολόκληρη η περιουσία της πρώτης εναγομένης ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής, δεδομένου ότι ο ενάγων ουδέν αποδεικτικό μέσο εισέφερε προς επίρρωση του εν λόγω αγωγικού ισχυρισμού, η δε αναφορά στις προτάσεις του ότι η γνώση της αγοράστριας είναι αυτονόητη και προκύπτει από την ίδια την από 3.5.2021 σύμβαση αγοραπωλησίας, ενόψει των διαπραγματεύσεων που έγιναν από τους νομικούς της συμβούλους και τους εκπροσώπους της για την πώληση του πλοίου, που έγινε στον Πειραιά, του οποίου η ναυτιλιακή δραστηριότητα δεν είναι εκτεταμένη, έτσι ώστε οι συμβληθείσες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο αυτό να γνωρίζουν την περιουσιακή κατάσταση κάθε μίας, συνιστά εκτίμηση, βασιζόμενη στη συνήθη ναυτιλιακή πρακτική, που όμως δεν παρέχει ασφαλή δικανική πεποίθηση σχετικά με την απαιτούμενη γνώση της αγοράστριας εταιρείας. Επομένως ο λόγος της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος [υπό στοιχ Α], κατά το τρίτο σκέλος αυτού με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του λόγου της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος [υπό στοιχ Α], κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος αυτού, ως προαναφέρθηκε, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικαστεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν η πρώτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «K», η δεύτερη εναγομένη ως διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία και εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης και ο τρίτος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, να καταβάλλουν στον ενάγοντα το ποσό των 10.092,00 ευρώ που προκύπτει από τον συμφωνηθέντα “κλειστό” μισθό του, που περιλαμβάνει όλα τα νόμιμα επιδόματα και παροχές βάσει της εφαρμοζόμενης στην προκειμένη περίπτωση οικείας ΣΣΝΕ που προβλέπονται για την ειδικότητά του ως Β΄Μηχανικού και τα υπερκαλύπτει, ως το κονδύλιο αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους διαδίκους, ενώ η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς την τέταρτη εναγομένη σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Περαιτέρω, εφόσον η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε πρέπει να εξαφανιστεί και η διάταξή της περί δικαστικών εξόδων και ακολούθως να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της από 10.5.2024 [υπό στοιχ Α] έφεσης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος των εφεσιβλήτων, πλην της τέταρτης, λόγω της ήττας τους και τα δικαστικά έξοδα της από 26.4.2024 [υπό στοιχ Β] έφεσης σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρ. 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 10.5.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/13.11.2024 έφεση [υπό στοιχ Α] ερήμην της πρώτης και τέταρτης των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και την από 26.4.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../13.11.2024 έφεση [υπό στοιχ Β], αντιμωλία των διαδίκων, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 3907/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 26.4.2024 [υπό στοιχ Β] έφεση.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου σε βάρος των εκκαλούντων, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την από 10.5.2024 [υπό στοιχ Α] έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθ. 3907/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).
Κρατεί και δικάζει την αγωγή.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την πρώτη, τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγομένων, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενων, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων ενενήντα δύο (10.092,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία απόλυσής του, ήτοι από την 17.5.2021 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Επιβάλλει σε βάρος των πρώτης, δεύτερης και τρίτου των εναγομένων της αγωγής τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 8 Αυγούστου 2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ