Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 586/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   586/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσαςκαθ’ ης η ανακοπή: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» που εδρεύει στη ………………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια δυνάμει της από 26.09.2024 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………», η οποία εδρεύει στη ………… με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, και στην οποία έχει πωλήσει και μεταβιβάσει τις απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 5072/2023, δυνάμει της από 12.07.2024 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», η οποία εδρεύει στο ……. της Ιρλανδίας, ………., με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 06.12.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα – Άννα Κάκουρα (ΑΜ ………….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των εφεσίβλητων – ανακοπτουσών: 1)…………και 2) …………….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Τσάκο (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Οι ανακόπτουσες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 10.07.2023 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2023 και ειδικό …../2023 ανακοπή τους, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2593/2024 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έκανε δεκτή την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με την από 18.12.2024 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./03.01.2025 και ειδικό …../03.01.2025 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./03.01.2025 και ειδικό ……/03.01.2025 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2593/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία έγινε δεκτή η από 10.07.2023 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2023 και ειδικό …../2023 ανακοπή των εφεσίβλητων – ανακοπτουσών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 18.12.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 03.01.2025, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../03.01.2025 και ειδικό ……./03.01.2025 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 30.07.2024. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Οι εφεσίβλητες – ανακόπτουσες ζήτησαν με την από 10.07.2023 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2023 και ειδικό ..…./2023 ανακοπή τους κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, να ακυρωθεί, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθεται σε αυτήν, η υπ’ αριθ. …./2023 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 50.000,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, στην εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» ενεργούσα με την ιδιότητα της μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, ως διαχειρίστρια, δυνάμει της από 26.09.2024 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», στην οποία έχει πωλήσει και μεταβιβάσει σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 5072/2023, δυνάμει της από 12.07.2024 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, την απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……./10.04.2001 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….., ως δανείστριας, της τελούσας υπό εκκαθάριση εταιρείας με την επωνυμία «…………… και πρώην επωνυμία «.. …….», ως οφειλέτριας, υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν οι εφεσίβλητες – ανακόπτουσες, η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 06.12.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστή­ριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2593/2024 απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και αφού έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την πρώτη επίδοση στις ανακόπτουσες της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, την 26.06.2023, στη συνέχεια έκανε δεκτό ως ορισμένο, νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής και την ανακοπή στο σύνολό της, και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, μη αποδεικνυόμενης με τα προσκομισθέντα έγγραφα της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης η ανακοπή, ενώ επέβαλε σε βάρος της τελευταίας τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτουσών. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με την κρινόμενη έφεσή της, για τον διαλαμβανόμενο σε αυτήν μοναδικό λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Κατά το άρθρο 68 του ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η συνδρομή αυτών ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη, η δε έλλειψή τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης. Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως νομιμοποίηση των διαδίκων, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση τους, δηλαδή για βιοτική σχέση αυτών με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, η οποία καθορίζεται, κατά κανόνα, ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της, από το ουσιαστικό δίκαιο και έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Την εν λόγω εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομη σχέση αυτού, έχει, κατά κανόνα ο φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε πρόσωπα, που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης (μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι), όπως λ.χ. ο σύνδικος της πτώχευσης, ο εκτελεστής διαθήκης, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο αναγκαστικός διαχειριστής. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν. 4354/2015, όπως αυτές ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 41 του Ν. 5072/2023, οι οποίες εξακολουθούν να εφαρμόζονται για συμβάσεις που έλαβαν χώρα έως την 30.12.2023 (άρθρο 41 παρ. 1 εδ. β’ του Ν. 5072/2023, όπως τούτο διαμορφώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 101 του Ν. 5079/2023), όσο και με τη χρονικά προγενέστερη ρύθμιση του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003 προβλέπονται, μεταξύ άλλων, περιπτώσεις διαχείρισης απαιτήσεων. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται κατά βάση για διαχείριση απαιτήσεων, που έχουν προηγουμένως τιτλοποιηθεί και μεταβιβαστεί σε εταιρία ειδικού σκοπού σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, ενώ στην πρώτη περίπτωση πρόκειται κατά βάση για την ανάθεση διαχείρισης σε εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες (απαιτήσεις) έχουν προηγουμένως μεταβιβαστεί από τους αρχικούς τους δικαιούχους σε Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ), σύμφωνα με τους όρους του νόμου (βλ. Γιαννόπουλο, Η δικονομική θέση της διαχειρίστριας τιτλοποιημένων απαιτήσεων ως πρόβλημα επικάλυψης του πεδίου εφαρμογής των Ν. 3156/2003 και 4354/2015, Αρμ 2022, σελ. 1573, του ιδίου, Η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019, σελ. 233 επ., του ιδίου, Ζητήματα ως προς το χαρακτήρα της νομιμοποίησης της Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις του Ν. 4354/2015 κατά τη δικαστική άσκηση υπό διαχείριση απαιτήσεων τραπεζικού ιδρύματος, Αρμ. 2018, σελ. 1924 επ., Δανιηλίδη, Η εξαιρετική νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων στη διαγνωστική δίκη και το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ΔΕΕ 2021, σελ. 174 επ., του ιδίου, Η ανάθεση της διαχείρισης απαίτησης σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ν. 4354/2015) και η παύση της διαχειριστικής της εξουσίας κατά τη διάρκεια της δίκης, ΕΠολΔ 2021, σελ. 656 επ., Ορφανίδη, Το κανονιστικό περιεχόμενο του Ν. 4354/2015, ΕφΑΔ 2021, σελ. 1283 επ., Αποστολάκη, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια, ΕπΑΚ 2021, σελ. 697 επ., Τσολακίδη, Η απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις από ελληνικές τράπεζες, ΕφΑΔ 2021, σελ. 1288 επ., Κιτσαρά, Κτήση και διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις – κατά τον Ν. 4354/2015, ΧρΙΔ 2020, σελ. 721 επ.). Η μεταβίβαση της απαίτησης αποτελεί σαφώς διακριτό θεσμό έναντι της διαχείρισης της απαίτησης αυτής, το διέπον δε τη μεταβίβαση νομικό καθεστώς ούτε συναρτάται, κατ’ ανάγκη, ούτε καθορίζει, εν είδει νομικού μονόδρομου, το νομικό καθεστώς, από το οποίο διέπεται η διαχείριση της μεταβιβαζόμενης απαίτησης (βλ. Κοινή Γνωμοδότηση Απαλαγάκη/Κιτσαρά, Ζητήματα Εξαιρετικής Νομιμοποίησης των Διαχειριστών και ειδικά των Εταιριών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) στο πλαίσιο α) τιτλοποιήσεων του Ν. 3156/2003 και του Ν. 4649/2019, β) πώλησης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015, γ) δυνητικής ανάθεσης της διαχείρισης σε Εταιρία Διαχείρισης από πιστωτικό Ίδρυμα (άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 4354/2015), Λοιπά συναφή δικονομικά ζητήματα ως προς την άσκηση διαδικαστικών πράξεων και τη διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως στο πλαίσιο της διαχείρισης, σελ. 14-16). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/2020 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή” (παρ. 14). Εξάλλου, με το Ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α’ του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ’ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α’), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες, είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1-3 του Ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνο πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α’ του Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνο προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ περιπτ. ββ και γγ του Ν. 4354/2015 και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 του ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης (ΟλΑΠ 1/2023 ΝΟΜΟΣ). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τον Ν. 4354/2015 υπόκειται σε έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, γίνεται δε προς εταιρία που σύμφωνα με το καταστατικό της μπορεί να αποκτήσει τέτοιες απαιτήσεις, εφόσον αυτή έχει έδρα στην Ελλάδα ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή σε τρίτες χώρες, υπό προϋποθέσεις στην τελευταία περίπτωση, όπως να μην πρόκειται για χώρα με προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Η διαχείριση των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν υπόκειται σε έγγραφο τύπο, συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 και ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων η οποία έχει έδρα στην Ελλάδα ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Επιπλέον επισημαίνεται ότι το άρθρο 2 του Ν. 4354/2015 δεν ορίζει το χρονικό σημείο από το οποίο αφετηριάζεται η ιδιότητα της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου ή αν προσαπαιτείται η περαιτέρω αναγγελία προς τον οφειλέτη. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων στην απόφαση με αριθμό 87/2017 διέκρινε μεταξύ ληξιπρόθεσμων και μη δανείων, αρκούμενη σε ό, τι αφορά τα πρώτα, στην αναγγελία της ανάθεσης της διαχείρισης δια του τύπου, ενώ ως προς τα μη ληξιπρόθεσμα στη γνωστοποίηση με κάθε πρόσφορο μέσο προς τους οφειλέτες. Η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί, ωστόσο, να αξιοποιηθεί ερμηνευτικά στο εξεταζόμενο ζήτημα, δοθέντος ότι αντιμετώπισε το πρόβλημα υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας ενημέρωσης των δανειοληπτών για τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων τους και όχι στο πλαίσιο της διερεύνησης της επέλευσης των αποτελεσμάτων της ανάθεσης της διαχείρισης εξ απόψεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Γεωργιάδη, Η μεταβίβαση «κόκκινων» δανείων από τις τράπεζες και η προστασία των προσωπικών δεδομένων του δανειολήπτη, τιμ. τομ. Νίκα 2018, σ. 153 επ) . Από την αντιπαραβολή ωστόσο των άρθρων 2 και 3 του Ν. 4354/2015 διαφαίνεται ότι ο νομοθέτης δεν εξαρτά την ενεργοποίηση της ιδιότητας της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου από την προηγούμενη αναγγελία ή έστω γνωστοποίηση της ανάθεσης της διαχείρισης στον δανειολήπτη. Συνεπώς, προς θεμελίωση της νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου δεν απαιτείται αναγγελία προς στον δανειολήπτη (Π. Γιαννόπουλος, Η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019, σελ. 233-264, ΜονΕφΑθ 62/2025 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015 εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση αυτοτελούς ανάθεσης της διαχείρισης, ανεξάρτητα δηλαδή από τη σύμβαση πώλησης, δεν μπορεί να υιοθετηθεί ως αντιβαίνουσα στο γράμμα του νόμου, αλλά και στην τελεολογία της διάταξης. Καταρχάς, το άρθρο 2 του Ν. 4354/2015 εξειδικεύει το περιεχόμενο κάθε σύμβασης διαχείρισης ανεξάρτητα από το εάν έχει λάβει χώρα μεταβίβαση της δανειακής απαίτησης. Τούτο δε, προκύπτει από το σαφές γράμμα της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, στο οποίο αναφέρεται ότι «Στις εταιρίες της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου (δηλαδή τις ΑΕΔΑΔΠ) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων…» και όχι «Στην περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 7…». Δηλαδή στην εισαγωγική αναφορά του άρθρου 2 εκτίθεται σαφώς ότι πρόκειται να ρυθμιστούν στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, γενικώς, τα περί ανάθεσης της διαχείρισης σε ΑΕΔΑΔΠ (αυτές μνημονεύονται, για πρώτη φορά, στην περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 1) και όχι ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου αυτού αφορούν περιοριστικά μόνο «στην περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 7». Άλλωστε, και στο σκεπτικό της ΟλΑΠ 1/2023 αναφέρεται ότι «ο Ν. 4354/2015 (σε αντίθεση με τον Ν. 3756/2003) περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιριών διαχείρισης τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου». Το ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο περιλαμβάνεται ως προς το περιεχόμενο της σύμβασης στο άρθρο 2 υπό τον τίτλο «συμβάσεις ανάθεσης της διαχείρισης», ενώ η παρ. 4 του άρθρου 2 αναφέρεται σε κάθε περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης. Επιπλέον, ο λόγος για τον οποίο θεσπίζεται ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης συνιστάμενος, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, στην προστασία των μικρών δανειοληπτών, επιβάλλει στο πλαίσιο αυτό, να γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, των προς διαχείριση απαιτήσεων σε κάθε περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης, είτε συνοδεύεται από μεταβίβαση της απαίτησης, είτε όχι. Πράγματι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις καταφάσκεται (δυνητικά τουλάχιστον) η ανάγκη εξατομίκευσης των προς διαχείριση απαιτήσεων, αφού ακόμη και στην περίπτωση της μεταβίβασης δανειακών απαιτήσεων, οπότε είναι υποχρεωτική η προηγούμενη σύναψη σύμβασης διαχείρισης, δεν απαγορεύεται η αλλαγή του προσώπου του διαχειριστή ως προς ορισμένες από τις ήδη αποκτηθείσες απαιτήσεις, ώστε εν τελεί από ένα σύνολο δανειακών απαιτήσεων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ΑΕΔΑΔΠ, ορισμένες ανατίθενται προς διαχείριση στην εταιρία Α και ορισμένες στην εταιρία Β. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, η ερμηνεία του νόμου δεν μπορεί να είναι συγκυριακή ή περιπτωσιολογική. Αλλά και ανεξάρτητα από τα ανωτέρω η χρεία αναφοράς «του τυχόν σταδίου μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης» καταφάσκεται σε κάθε περίπτωση ανεξαιρέτως, δεδομένου ότι δεν αποτελεί υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι όπως σαφώς αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου: «Οι συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο από την Τράπεζα της Ελλάδος πριν ισχύσουν. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ο εν λόγω έλεγχος δεν υποκαθιστά τη δικαστική κρίση». Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή παραπονείται διότι έγινε δεκτός από την εκκαλούμενη ως ορισμένος, νόμιμος και ουσιαστικά βάσιμος ο πρώτος λόγος της ανακοπής και ακυρώθηκε ολικά η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 307/2023 διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, που αφορούσε στη μη απόδειξη με τα προσκομισθέντα έγγραφα της ενεργητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή. Ειδικότερα, οι εφεσίβλητες – ανακόπτουσες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους ισχυρίσθηκαν ότι η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/2023 διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», αφού από τα προσκομισθέντα από αυτήν έγγραφα δεν προέκυπτε η ανάθεση σ’ αυτήν της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης, ώστε να νομιμοποιείται ενεργητικά στη δικαστική επιδίωξη της είσπραξής της, για το λόγο ότι στην προσκομιζόμενη από 06.12.2019 σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, η οποία καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και με την οποία η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………..» ανάθεσε την διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στην επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, ούτε προσκομιζόταν πίνακας των προς διαχείριση απαιτήσεων και του σταδίου εξυπηρέτησης αυτών, στον οποίο να περιλαμβάνεται και η ένδικη απαίτηση, εν αντιθέσει με την προσκομιζόμενη από 06.12.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….» και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………….», στην οποία προσκομιζόταν απόσπασμα του παραρτήματος του πίνακα των προς διαχείριση απαιτήσεων όπου απεικονιζόταν και η ένδικη απαίτηση από την υπ’ αριθ. ………………/10.04.2001 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι παραδεκτός και νόμιμος, ερειδόμενος στο άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της από 29.03.2022 αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», η οποία αδειοδοτήθηκε με την υπ’ αριθ. 207/1/29.11.2016 Απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, και η οποία ενεργούσε ως διαχειρίστρια απαιτήσεων, για λογαριασμό της κατωτέρω αναφερόμενης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..», ειδικής διαδόχου της αρχικής πιστώτριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..», οι ανακόπτουσες διατάχθηκαν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 50.000,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για την απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. ………./10.04.2001 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», ως πιστώτριας, της τελούσας υπό εκκαθάριση εταιρείας με την επωνυμία «……………….» και πρώην επωνυμία «…………», ως πρωτοφειλέτριας, υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν οι ανακόπτουσες. Ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής, με επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε για πρώτη φορά στις ανακόπτουσες, με επιμέλεια της αιτούσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής – καθ’ ης η ανακοπή, εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 630Α του ΚΠολΔ δίμηνης προθεσμίας, την 27.06.2023 (βλ. τις υπ’ αριθ. ……./27.06.2023 και ……./27.06.2023 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………). Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» καταρτίσθηκε η από 06.12.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, κατ’ άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, με αριθμό πρωτοκόλλου ……../06.12.2019, στον τόμο …. με αριθμό ……. Με τη σύμβαση αυτή η ανωτέρω ανώνυμη τραπεζική εταιρία μεταβίβασε στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, τις απαιτήσεις της από δάνεια και λοιπές πιστώσεις σε μικρομεσαίες, μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, ενώ μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν περιλαμβάνεται και η επίδικη, όπως τούτο αποδεικνύεται από το επισυναπτόμενο απόσπασμα του παραρτήματος της από 06.12.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, σελ. 1338 και με α.α. 2352-2353. Ειδικότερα, από την επισκόπηση του περιεχομένου του αποσπάσματος του παραρτήματος της από 06.12.2019 σύμβασης πώλησης που προσκομίσθηκε από την καθ’ ης η ανακοπή για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αποδεικνύεται ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού περιλαμβάνεται και η απαίτηση σε βάρος των ανακοπτουσών, η οποία ταυτοποιείται πλήρως με την αναφορά του αριθμού της σύμβασης πίστωσης και των στοιχείων της οφειλέτριας εταιρείας και των υπέρ αυτής εγγυητών, στους οποίους περιλαμβάνονται οι ανακόπτουσες. Περαιτέρω, με την από 06.12.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» και της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» και καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, κατ’ άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, με αριθμό πρωτοκόλλου …/06.12.2019, στον τόμο …. με αριθμό ….., ανατέθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή η διαχείριση τιτλοποιούμενων απαιτήσεων που είχαν μεταβιβαστεί στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού. Στην προσκομιζόμενη από την καθ’ ης η ανακοπή για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, υπ’ αριθ. πρωτ. …../06.12.2019 περίληψη της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003 που καταχωρήθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο ….. με αριθμό …… αναφέρονται τα συμβαλλόμενα μέρη, ήτοι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..» και η διαχειρίστρια απαιτήσεων – καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………» και ακολούθως διαλαμβάνονται τα εξής: «2. Συμβατικοί όροι α. Νόμισμα και ποσό της αμοιβής διαχείρισης Ευρώ (Ε) – Το ποσό της αμοιβής διαχείρισης για τον Διαχειριστή θα προσδιορισθεί κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών σύμφωνα με τον όρο 3 της από 05.12.2019 συμφωνίας των μερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή. β. Ημερομηνία υπογραφής 06.12.2019 γ. Έως την καταγγελία της από οποιοδήποτε εκ των συμβαλλομένων μερών κατά τις διατάξεις του νόμου. δ. Περίληψη των εξουσιών του Διαχειριστή Απαιτήσεων (κατά την υποσημείωση «1» Οι εξουσίες αυτές μπορούν να επισυνάπτονται και ως παράρτημα στο παρόν έντυπο, ιδίως εάν έχουν παραχωρηθεί μέσω ειδικού εγγράφου, π.χ. συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου) Όλες οι υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεως, δάνεια και αλληλόχρεους λογαριασμούς, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, όπως ενδεικτικά ενημέρωση και εξυπηρέτηση πελατών, δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, διατήρηση, διαχείριση και εκτέλεση εμπράγματων και ενοχικών εξασφαλίσεων κ.α. ε. Εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία Αγγλικό Δίκαιο. Διεθνής δικαιοδοσία αγγλικών δικαστηρίων. στ. Λοιποί ουσιώδεις όροι -…». Στο ανωτέρω κείμενο της προσκομιζόμενης από την καθ’ ης η ανακοπή για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής υπ’ αριθ. πρωτ. ……/06.12.2019 περίληψης της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν γίνεται καμία παραπομπή στην προαναφερόμενη από 06.12.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ούτε στο παράρτημα με τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις, για το οποίο γίνεται λόγος στην υπ’ αριθ. ……./06.12.2019 περίληψη της ως άνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης. Από μόνο δε το γεγονός ότι η δημοσίευση της περίληψης της από 06.12.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων έγινε αμέσως μετά τη δημοσίευση της περίληψης της από 06.12.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων με τη λήψη διαδοχικών αριθμών πρωτοκόλλου στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, δεν δύναται να καλυφθεί η εκ του νόμου προβλεπόμενη δημοσιότητα ως προς τις απαιτήσεις που τίθενται υπό την διαχείριση της καθ’ ης η ανακοπή, εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (βλ. ΜονΕφΠειρ 125/2025 ΝΟΜΟΣ). Θα έπρεπε, έστω, να γίνεται αναφορά στην υπ’ αριθ. πρωτ. ……/06.12.2019 περίληψη της σύμβασης διαχείρισης ότι η διαχείριση αφορά στις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………….» στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………» με την από 06.12.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων ή ότι η διαχείριση αφορά σε όλες τις απαιτήσεις που έχουν μεταβιβαστεί μέχρι σήμερα από την ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, πλην όμως ουδέν τέτοιο αναφέρεται στην υπ’ αριθ. πρωτ. ……../06.12.2019 περίληψη της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ώστε να μπορούν οι ανακόπτουσες να λάβουν ασφαλή γνώση για την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης η ανακοπή να προβεί στην έκδοση σε βάρος τους της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια, μεταξύ άλλων, και της ένδικης απαίτησης που μεταβιβάστηκε στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………….». Άλλωστε, οι υπ’ αριθ. πρωτ. …./06.12.2019 και ……/06.12.2019, αντίστοιχα, περιλήψεις των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν αποτελούν ενιαίο κείμενο, ώστε να μπορεί να συναχθεί η νοηματική τους συνέχεια και ακολούθως από το γεγονός ότι στην περίληψη της υπ’ αριθ. πρωτ. ……./06.12.2019 σύμβασης διαχείρισης χρησιμοποιείται ως τίτλος «Β. Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων (Άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003)» να μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η από 06.12.2019 σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων αφορά σε όλες τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην υπό την ίδια ημερομηνία δημοσιευθείσα σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων. Επιπλέον, ως προς το ουσιώδες ελάχιστο περιεχόμενο της από 06.12.2019 σύμβασης διαχείρισης τυγχάνει ευθείας εφαρμογής το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης προς τις ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, και γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης. Στην προκειμένη δε περίπτωση η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης έλαβε χώρα, λόγω τιτλοποίησης, κατ’ άρθρο 10 του Ν. 3156/2003, και για τη διαχείριση της απαίτησης τα μέρη επικαλέστηκαν το άρθρο 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, πλην όμως η καθ’ ης η ανακοπή είναι Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις που έχει συσταθεί με βάση τον Ν. 4354/2015, όπως εκτίθεται και στο εισαγωγικό τμήμα του κατατεθειμένου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δικογράφου της από 18.12.2024 έφεσής της, και προκειμένου αυτή να νομιμοποιείται ενεργητικά για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δυνάμει και κατ’ επίκληση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, απαιτείται να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, συμπεριλαμβανομένων και των προϋποθέσεων της παρ. 2. Τούτο επιβάλλει η ασφάλεια δικαίου, που επιτάσσει την ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, αλλά και η ασφάλεια των συναλλαγών, αφού ο δανειολήπτης πρέπει να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τόσο το πρόσωπο του δανειστή της απαίτησης, όσο και το πρόσωπο του εγκατεστημένου στην Ελλάδα διαχειριστή που δύναται να την εισπράξει, ακόμη και αναγκαστικά, πληροφορία εξίσου (ή και περισσότερο) σημαντική. Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………….» πώλησε και μεταβίβασε τις απαιτήσεις της από δάνεια και λοιπές πιστώσεις σε μικρομεσαίες, μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 5072/2023, στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», δυνάμει της από 27.09.2024 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, κατ’ άρθρο 21 παρ. 7 του Ν. 5072/2023, με αριθμό πρωτοκόλλου …/27.09.2024, στον τόμο …… με αριθμό …, ενώ μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν περιλαμβάνεται και η επίδικη, όπως τούτο αποδεικνύεται από το επισυναπτόμενο απόσπασμα του παραρτήματος της από 27.09.2024 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σελ. 73 και με α.α. 2114. Με την από 26.09.2024 σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………» και της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………….» και καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, κατ’ άρθρο 14 παρ. 7 του Ν. 5072/2023, με αριθμό πρωτοκόλλου …../27.09.2024, στον τόμο …. με αριθμό ……, ανατέθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή η διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων που είχαν μεταβιβαστεί στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι στην προσκομιζόμενη από την καθ’ ης η ανακοπή υπ’ αριθ. πρωτ. …../27.09.2024 περίληψη της σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων κατ’ άρθρο 14 παρ. 7 του Ν. 5072/2023 που καταχωρήθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με αριθμό ……, γίνεται ρητή αναφορά στην προαναφερόμενη από 27.09.2024 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, καθώς και στο παράρτημα με τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση από την υπ’ αριθ. …./10.04.2001 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/2023 διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή για την έκδοσή της, αφού από τα προσκομισθέντα από αυτήν έγγραφα, κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν προέκυπτε η ανάθεση σ’ αυτήν της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης, ώστε αυτή να νομιμοποιείται ενεργητικά για τη δικαστική επιδίωξη της είσπραξής της. Το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση με παρόμοιες σκέψεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), έκανε δεκτό ως νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου μοναδικού λόγου της υπό κρίση έφεσης ως αβασίμου.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εσφαλμένο εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν σε βάρος του, αλλά σε υπέρογκο ποσό, κατά την άποψή του, από αυτό που έπρεπε να υπολογιστούν. Ως «ουσία της υπόθεσης» κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ’ άρθρο 189 παρ.1 του ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1688/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1818/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2193/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1637/2011 ΝΟΜΟΣ) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης. Εάν το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης, απορριφθεί, ως απαράδεκτο, επέρχε­ται, συγχρόνως, η ίδια συνέπεια και κατά την παραπάνω διάταξη. Α­ντίθετα, η προσβολή των εξόδων δεν επηρεάζεται, εάν απορριφθεί, για άλλον λόγο, το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 4/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 84/2021 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΔωδ 176/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 104/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 160/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 625/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την ανακοπή και εφαρμόζοντας την αρχή της ήττας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των ανακοπτουσών (άρθρα 176, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), επέβαλε τα δικαστικά έξοδα αυτών, τα οποία καθόρισε στο συνολικό ποσό των 2.040,20 ευρώ, σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή. Η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με τον επικουρικό λόγο της κρινόμενης έφεσης, προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής σε βάρος της των δικαστικών εξόδων επικαλούμενη ότι τα επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα είναι υπέρογκα και πρέπει να μειωθούν στο ποσό των 353,40 ευρώ που αντιστοιχεί στην ελάχιστη νόμιμη αμοιβή για τη σύνταξη προτάσεων και την παράσταση στη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του δικηγόρου των ανακοπτουσών. Ο λόγος αυτός ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Τούτο δε, διότι η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή εάν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος διότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεδομένου ότι η κρινόμενη ανακοπή των εφεσίβλητων – ανακοπτουσών έγινε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποβλήθηκε σχετικό αίτημα απ’ αυτές, η εκκαλούμενη απόφαση, με βάση την θεσπιζόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, αρχή της ήττας, επέβαλε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 180 παρ. 1 και 192 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε βάρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή τα έξοδα, τα οποία καθόρισε, με βάση το άρθρο 189 παρ.1 του ΚΠολΔ και τα άρθρα 58, 63, 65, 68 και 84 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», καθώς και την αξία του αντικειμένου της ένδικης ανακοπής, που ισούται με το επιδικασθέν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ποσό των 50.000,00 ευρώ, που επιτάχθηκαν οι εφεσίβλητες – ανακόπτουσες να καταβάλουν στην εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, με την επισήμανση ότι η ανακοπή εξομοιούται με την αγωγή, κατά τη διάταξη του άρθρου 65 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», ο δε ανακόπτων εξομοιούται με τον ενάγοντα και ο καθ’ ου η ανακοπή με τον εναγόμενο (βλ. ΕφΑθ 2768/2024 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1631/2023 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 146/2017 ΝΟΜΟΣ), ενώ, άλλωστε, για τον προσδιορισμό αυτό, με βάση τις ως άνω διατάξεις, δεν παραπονείται η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή. Κατά την επιβολή δε αυτών των δικαστικών εξόδων σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του και επιπλέον, τα οριζόμενα στο Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (βλ. ΑΠ 99/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της ανακοπής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων – ανακοπτουσών, που νίκησαν στο ποσό αυτό των 2.040,20 ευρώ.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 18.12.2024 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, λόγω της ήττας της και κατόπιν σχετικού αιτήματος των εφεσίβλητων – ανακοπτουσών (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, λόγω της ήττας της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 18.12.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2593/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ………../2024 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή.

Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – ανακοπτουσών για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18.09.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ