Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 589/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   589/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλουσών – εναγόμενων: 1) ………….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Στάμου (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Κορίνθου).

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: ……………., η οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Γαλετζά (ΑΜ …………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 31.01.2023 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2023 και ειδικό ……./2023 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2855/2024 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούσες – εναγόμενες προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 15.10.2024 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/16.10.2024 και ειδικό ……/16.10.2024, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../16.10.2024 και ειδικό ……../16.10.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών – εναγόμενων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – ενάγουσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2855/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 31.01.2023 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …………../2023 αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στις εκκαλούσες – εναγόμενες την 17.09.2024 (βλ. τη σχετική από 17.09.2024 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 2855/202 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 15.10.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../16.10.2024 και ειδικό ……../16.10.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τις εκκαλούσες – εναγόμενες το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα στην από 31.01.2023 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2023 και ειδικό …../2023 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι η ίδια και οι εναγόμενες, θυγατέρες του πρώην συζύγου της …………, τυγχάνουν συγκύριες κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η ενάγουσα και 1/4 εξ αδιαιρέτου η καθεμία των εναγόμενων, του αναλυτικά περιγραφόμενου κατά θέση και έκταση ακινήτου, κείμενου στη θέση «…………» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου …………., ήτοι του υπ’ αριθ. πέντε (5) τμήματος του γηπέδου εμβαδού 303 τ.μ., επί του οποίου έχει ανεγερθεί διώροφη οικοδομή που αποτελείται από οροφοδιαμέρισμα ισόγειου ορόφου επιφάνειας 78 τ.μ. και οροφοδιαμέρισμα πρώτου ορόφου επιφάνειας 78 τ.μ., το οποίο απέκτησαν κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο και δυνάμει του επικαλούμενου συμβολαιογραφικού τίτλου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, ότι μετά το έτος 1998 που διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση μεταξύ της ενάγουσας του πρώην συζύγου της ………., ο τελευταίος προέβη σε μεταβίβαση του ανήκοντος σ’ αυτόν ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, δυνάμει του υπ’ αριθ. …………./2000 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στον αδελφό του ………., ο οποίος στη συνέχεια το μεταβίβασε λόγω δωρεάς εν ζωή, δυνάμει του υπ’ αριθ. …………./2011 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καλλονής ……….. που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στις εναγόμενες, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, ότι έκτοτε οι εναγόμενες κάνουν αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου συνεχίζοντας τη συμπεριφορά του πατέρα τους ……… και του θείου τους ……………, έχοντας αποκλείσει την ενάγουσα από τη χρήση αυτού, με την απαγόρευση της πρόσβασής της στο ακίνητο, μετά την εκ μέρους τους αλλαγή των κλειδαριών των διαμερισμάτων του ακινήτου και την τοποθέτηση αλυσίδας στην εξώθυρα του ακινήτου, ότι άσκησε την από 01.09.2011 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, κατά του ……….. αιτούμενη αποζημίωση χρήσης, λόγω της αποκλειστικής χρήσης του κοινού ακινήτου εκ μέρους του συγκυρίου αυτού, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 175/2014 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπο και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, ότι οι εναγόμενες δεν της αποδίδουν την ωφέλεια που αποκομίζουν από την αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου, η οποία συνίσταται στη μισθωτική αξία της ιδανικής μερίδας της ενάγουσας, ότι με βάση την επιφάνεια, την θέση, την άριστη κατάσταση και την παλαιότητα του ακινήτου, αλλά και τις επικρατούσες στην αγορά ακινήτων οικονομικές συνθήκες, το μηνιαίο μίσθωμα, σε περίπτωση εκμίσθωσης αυτού σε τρίτους, θα ανερχόταν (α) κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2011 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2013, στο ποσό των 400,00 ευρώ για κάθε διαμέρισμα, ήτοι στο συνολικό ποσό των 800,00 ευρώ και συνακόλουθα, η μισθωτική αξία, που αντιστοιχεί στην ιδανική της μερίδα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 400,00 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή στο ποσό των 1.600,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2011, στο ποσό των 4.800,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2012 και στο ποσό των 4.800,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2013, (β) κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2014 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2019, στο ποσό των 450,00 ευρώ για κάθε διαμέρισμα, ήτοι στο συνολικό ποσό των 900,00 ευρώ και συνακόλουθα, η μισθωτική αξία, που αντιστοιχεί στην ιδανική της μερίδα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 450,00 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή στο ποσό των 5.400,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2014, στο ποσό των 5.400,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2015, στο ποσό των 5.400,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2016, στο ποσό των 5.400,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2017, στο ποσό των 5.400,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2018 και στο ποσό των 5.400,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2019, (γ) κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2020 έως τον Ιανουάριο του έτους 2023, στο ποσό των 500,00 ευρώ για κάθε διαμέρισμα, ήτοι στο συνολικό ποσό των 1.000,00 ευρώ και συνακόλουθα, η μισθωτική αξία, που αντιστοιχεί στην ιδανική της μερίδα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 500,00 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή στο ποσό των 6.000,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2020, στο ποσό των 6.000,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2021, στο ποσό των 6.000,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2022 και στο ποσό των 500,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2023, ήτοι στο συνολικό ποσό των 66.900,00 ευρώ, από το οποίο η κάθε εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 33.450,00 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό, και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμού του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της κάθε εναγόμενης να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 33.450,00 ευρώ, ως οφειλόμενη αποζημίωση χρήσης, η οποία αντιστοιχεί στην ιδανική της μερίδα, για το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2011 έως τον Ιανουάριο του έτους 2023, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία ημέρα εκάστου μηνός της ανωτέρω χρονικής περιόδου αποκλειστικής χρήσης του κοινού ακινήτου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικουρικώς δε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της κάθε εναγόμενης να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 33.450,00 ευρώ, ως αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αφού οι εναγόμενες παράνομα και υπαίτια εμπόδισαν τη σύγχρηση του κοινού ακινήτου από την ενάγουσα κοινωνό, αποβάλλοντας αυτή από τη συννομή του κοινού ακινήτου, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2855/2024 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια και κατά την επικουρική βάση της, πλην του παρεπόμενου αιτήματος τοκοδοσίας από τη λήξη εκάστου μηνός της χρονικής περιόδου αποκλειστικής χρήσης του κοινού ακινήτου, που κρίθηκε μη νόμιμο, διότι τα αξιούμενα ποσά δεν αποτελούν μισθώματα, και ως εκ τούτου απαιτείται όχληση του κοινωνού που κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, και του αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, που κρίθηκε μη νόμιμο μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, και αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την προβληθείσα από τις εναγόμενες ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και έκανε δεκτή ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη την προβληθείσα από τις εναγόμενες ένσταση παραγραφής αναφορικά με τις αγωγικές αξιώσεις των ετών 2011, 2012, 2013, 2014, 2015, 2016 και 2017, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εξ ημισείας, ως αποζημίωση χρήσης το συνολικό ποσό των 19.550,00 ευρώ, ενώ επέβαλε σε βάρος των εναγόμενων τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενες με την υπό κρίση έφεσή τους, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον τους αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962 και 1113 του ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, ακόμη και αν δεν προέβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματος τους, μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα), το οποίο αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της, επιπλέον της ιδανικής του μερίδας, χρήσης του κοινού (ΑΠ 852/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 802/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1121/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 767/2014 ΝΟΜΟΣ). Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν εκ των κοινωνών, δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα, κατά το άρθρο 1098 του ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του, κατά τα άρθρα 914 ή και 1099 του ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς (ΑΠ 852/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 362/2010 ΝΟΜΟΣ) ή, πολύ περισσότερο, αν τους απέβαλε από τη συννομή του κοινού (ΑΠ 1199/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1121/2017 www.areiospagos.gr, ΑΠ 767/2014 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, ήτοι ακινήτου που από την κατασκευή του είναι προορισμένο να χρησιμοποιείται για κατοικία ή γραφείο ή κατάστημα, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 567/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 4/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 852/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 802/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 187/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 564/2012 ΝΟΜΟΣ), που προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων (ΑΠ 2348/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 5/2021 ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά, ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα, είναι, κατ’ αρχήν, αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό κλειστό ή αδρανές ή, προκειμένου για ακίνητο, διατηρώντας το και ανεκμετάλλευτο, εφόσον, με τον τρόπο αυτό, αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 852/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1417/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 276/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 767/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 121/2021 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το δικαίωμα του συγκοινωνού δεν αναιρείται από το γεγονός ότι αποχώρησε οικειοθελώς και δεν παρεμποδίστηκε στην χρήση του (ΕφΠειρ 173/2020 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημίωσης αρκεί, για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η επ’ αυτού μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγόμενου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, ταυτίζεται με την μισθωτική αξία του μεριδίου του, εκτός χρήσης, κοινωνού, της οποίας, συνεπώς, αρκεί η αναφορά (ΑΠ 187/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 564/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 362/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 61/2018 ΝΟΜΟΣ). Άλλο στοιχείο και, μάλιστα, αναφορά στη σχετική αγωγή συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του κοινού ακινήτου, δεν απαιτείται, αφού η εν λόγω αξία θα προκύψει από τις αποδείξεις (ΑΠ 1465/2006 ΝΟΜΟΣ). Αίτημα της αγωγής αυτής είναι η απόδοση της ωφέλειας, την οποία αποκόμισε ο κοινωνός που έκανε την αποκλειστική χρήση (ΜονΕφΑθ 32/2025 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στο άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και, γενικώς, στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και, μάλιστα, ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων – και της αδράνειας του δικαιούχου -η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με την παραπάνω διάταξη. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο, το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του, ενώ για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς, απλώς, επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 5/2011 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 16/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 612/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 604/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 42/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 184/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2120/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 20/2013 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούσες – εναγόμενες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους επαναφέρουν την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή τους περί καταχρηστικής άσκησης του ενδίκου δικαιώματος της εφεσίβλητης – ενάγουσας επικαλούμενες ότι οι ίδιες ουδέποτε εμπόδισαν την ενάγουσα στη σύγχρηση του κοινού ακινήτου, ούτε απέβαλαν αυτή από τη συννομή του κοινού ακινήτου, λαμβανομένου υπόψη ότι το ακίνητο αποτελείται από δύο διαμερίσματα με ξεχωριστές εισόδους, και συνεπώς ότι είναι ευχερής ακόμη και η ταυτόχρονη χρήση του από τα διάδικα μέρη, ότι οι ίδιες ουδέποτε προέβησαν σε αποκλειστική και αδιάλειπτη χρήση του ακινήτου, αφού τυγχάνουν κάτοικοι Πειραιώς με ανειλημμένες υποχρεώσεις πανεπιστημιακών σπουδών, ότι από το έτος 2011 που μεταβιβάσθηκε σ’ αυτές το επίδικο ακίνητο και η ενάγουσα άσκησε την από 01.09.2011 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, κατά του δικαιοπαρόχου τους ………………., αιτούμενη αποζημίωση χρήσης για την επικαλούμενη αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου εκ μέρους του τελευταίου, μέχρι το έτος 2023 που άσκησε την κρινόμενη αγωγή της, αιτούμενη υπέρογκα ποσά σε σχέση με τα ανύπαρκτα εισοδήματα των εναγόμενων, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα άνω των δέκα ετών, κατά τη διάρκεια του οποίου η ενάγουσα δεν υπέβαλε μήνυση εναντίον τους, ούτε άσκησε σε βάρος τους αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων ή αγωγή, ζητώντας την επιδίκαση αποζημίωση χρήσης για την επικαλούμενη εκ μέρους τους αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να απωλέσουν το κοινό ακίνητο, που αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό τους στοιχείο, λόγω της οικονομικής τους αδυναμίας τους να καταβάλουν τα αιτούμενα χρηματικά ποσά. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ καταλυτική της αγωγής ένσταση (βλ. ΜονΕφΠειρ 248/2025 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 32/2025 ΝΟΜΟΣ), καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και εν προκειμένω της ενάγουσας, και όταν ακόμη δημιούργησε στις εναγόμενες – υπόχρεες την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί κατ’ αυτών, στοιχείο, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν επικαλούνται οι εναγόμενες, δεν αρκεί ώστε να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας – δικαιούχου, αλλά και των εναγόμενων – υπόχρεων, εφόσον, όμως, η συμπεριφορά των τελευταίων τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη της ενάγουσας – δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, τις οποίες, όμως, δεν επικαλούνται οι εναγόμενες, και ενόψει των οποίων, σε συνδυασμό και με την αδράνεια της ενάγουσας – δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματός της, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε, υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε, και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του.

Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. ……/16.02.2023 και ……/16.02.2023 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων …………. και … ……., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθ. …../06.02.2023 και ……/06.02.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………..), των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, εκτός από την προσκομιζόμενη από τις εναγόμενες από 07.04.2023 υπεύθυνη δήλωση κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986 που δεν λαμβάνεται υπόψη, καθόσον συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, αφού, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, έγινε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές διατάξεις του ΚΠολΔ για την εξέταση των μαρτύρων (βλ. ΑΠ 1405/2014 ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. …………/1993 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ……… που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κορίνθου στον τόμο … και με αριθμό …………, η ενάγουσα και ο πρώην σύζυγός της …………, κατέστησαν συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, των 13,50 εξ αδιαιρέτου επί του όλου γηπέδου εμβαδού 2.252,25 τ.μ. που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και βρίσκεται στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ………….., μετά του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης, νομής και κατοχής του υπό τον αραβικό αριθμό πέντε τονούμενο (5’) τμήματος, που έχει εμβαδό 303 τ.μ., όπως αποτυπώνεται υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Ιουνίου 1993 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού – τοπογράφου . …….. και συνορεύει, κατά μεν τον τίτλο κτήσης, βόρεια με το υπ’ αριθ. 6’ τμήμα του ιδίου γηπέδου επί πλευράς μέτρων 24,70, νότια με το υπ’ αριθ. 4’ τμήμα του ιδίου γηπέδου επί πλευράς μέτρων 25,80, ανατολικά με ιδιοκτησία ………. επί πλευράς μέτρων 12,10 και δυτικά με το έτερο υπό στοιχεία Β-Γ-Ζ-Ε-Β γήπεδο επί πλευράς μέτρων 12,00, κατά δε το από Ιουνίου 1993 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………., ανατολικά με ρέμα επί πλευράς μήκους μέτρων 12,10, δυτικά με δίοδο πλάτους 5 μέτρων επί προσώπου μήκους 12 μέτρων, βόρεια με ιδιοκτησία …………. επί πλευράς μήκους μέτρων 24,70 και νότια με ιδιοκτησία ……. επί πλευράς μήκους μέτρων 25,80. Στο ανωτέρω ακίνητο, οι συγκύριοι ανήγειραν, το έτος 1996, διώροφη οικοδομή, η οποία αποτελείται από ισόγειο όροφο με οροφοδιαμέρισμα, επιφάνειας 78 τ.μ., που έχει ανεξάρτητη είσοδο και αποτελείται από σαλονοτραπεζαρία, δύο υπνοδωμάτια, κουζίνα και λουτρό, και πρώτο όροφο με οροφοδιαμέρισμα, επιφάνειας 78 τ.μ., που έχει ανεξάρτητη είσοδο και αποτελείται από σαλονοτραπεζαρία, δύο υπνοδωμάτια, κουζίνα και λουτρό. Το έτος 1998 διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση μεταξύ της ενάγουσας και του πρώην συζύγου της . ………, στη συνέχεια δε ο τελευταίος προέβη σε μεταβίβαση του ανήκοντος σ’ αυτόν ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω ακινήτου στον αδελφό του ………., δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. ………./2000 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κορίνθου στον τόμο … και με αριθμό …… Ακολούθως, η ενάγουσα άσκησε την από 01.09.2011 και με αριθμό κατάθεσης ………./2011 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, κατά του ….. αιτούμενη αποζημίωση χρήσης, λόγω της αποκλειστικής χρήσης του κοινού ακινήτου εκ μέρους του συγκυρίου αυτού, επί της οποίας εκδόθηκε η προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 175/2014 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπο και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. ………./2011 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καλλονής ………. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κορίνθου στον τόμο …. και με αριθμό ….., ο …………. μεταβίβασε το ανωτέρω ακίνητο, λόγω δωρεάς εν ζωή, στις εναγόμενες ανιψιές του, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία. Οι εναγόμενες διαμένουν στον Πειραιά, επί της οδού ……….., στην οικία των γονέων τους, ………. και ……….., ενώ φοιτούν η μεν πρώτη εναγόμενη στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, η δε δεύτερη εναγόμενη στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (βλ. την προσκομιζόμενη από 02.03.2023 βεβαίωση σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. …………/16.11.2020 πιστοποιητικό φοιτητικής ιδιότητας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Σχολή Κοινωνικών Επιστημών). Αποδείχθηκε επίσης ότι οι εναγόμενες, συνεχίζοντας τη συμπεριφορά του πατέρα τους . …… και του θείου τους ………, αρνούνται την οποιαδήποτε σύγχρηση του ανωτέρω ακινήτου στην ενάγουσα, έχοντας απαγορεύσει την πρόσβασή της σ’ αυτό, μετά την εκ μέρους τους αλλαγή των κλειδαριών των διαμερισμάτων του ακινήτου και την τοποθέτηση αλυσίδας στην εξώθυρα του ακινήτου. Οι εναγόμενες ισχυρίσθηκαν ότι ουδέποτε εμπόδισαν την ενάγουσα στη σύγχρηση του κοινού ακινήτου και ότι δεν απέβαλαν αυτή από τη συννομή του κοινού ακινήτου, λαμβανομένου υπόψη ότι το ακίνητο αποτελείται από δύο διαμερίσματα με ξεχωριστές εισόδους, και συνεπώς ότι είναι ευχερής ακόμη και η ταυτόχρονη χρήση του από τα διάδικα μέρη. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγόμενων δεν αποδεικνύονται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Αντιθέτως από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος που εκδόθηκαν από τη Δ.Ε.Η. για την παροχή με αριθμό …-……., αποδείχθηκε ότι και τα δύο οροφοδιαμερίσματα του επίδικου ακίνητου ηλεκτροδοτούνται από την ίδια ως άνω παροχή και ότι οι λογαριασμοί κατανάλωσης ρεύματος εκδίδονται στο όνομα του πατέρα των εναγόμενων ………… Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί αποκλειστικής χρήσης του κοινού ακινήτου εκ μέρους των συγκυρίων εναγόμενων ενισχύεται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης ………… και ……….. που περιέχονται στις υπ’ αριθ. …../16.02.2023 και ……/16.02.2023 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίοι, έχοντας ιδία αντίληψη των γεγονότων, με σαφήνεια κατέθεσαν ότι οι εναγόμενες έχουν απαγορεύσει την πρόσβαση της ενάγουσας στο επίδικο ακίνητο, αφού έχουν αλλάξει τις κλειδαριές των διαμερισμάτων του ακινήτου και έχουν τοποθετήσει αλυσίδα στην εξώθυρα του ακινήτου. Οι εναγόμενες ισχυρίσθηκαν επίσης ότι οι ίδιες ουδέποτε προέβησαν σε αποκλειστική και αδιάλειπτη χρήση του ακινήτου, διότι τυγχάνουν κάτοικοι Πειραιώς με ανειλημμένες υποχρεώσεις πανεπιστημιακών σπουδών. Πλην όμως οι ισχυρισμοί αυτοί αλυσιτελώς προβάλλονται και δεν ασκούν έννομη επιρροή στην παρούσα δίκη, καθόσον το ανωτέρω ακίνητο είναι κοινό των διαδίκων, και ως εκ τούτου γεννιέται δικαίωμα σύγχρησής του από αμφότερους τους διαδίκους, κατά το λόγο της μερίδας τους, ενώ είναι αδιάφορος ο τρόπος που οι εναγόμενες κοινωνοί χρησιμοποίησαν το ακίνητο αποκλειστικά για λογαριασμό τους, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό κλειστό ή αδρανές ή ανεκμετάλλευτο, εφόσον, με τον τρόπο αυτό, αποκλείσθηκε στην πράξη η σύγχρηση εκ μέρους της ενάγουσας κοινωνού, οι δε εναγόμενες είχαν οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτούν κατά την κρίση και το συμφέρον τους. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες κάνουν αποκλειστική χρήση του επίδικου κοινού ακινήτου, κατέχοντας το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας τους ποσοστό και στερώντας την ενάγουσα από τη χρήση αυτού, σύμφωνα με το μερίδιο που αντιστοιχεί στο δικό της ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας, η ενάγουσα έχει δικαίωμα να αξιώσει από τις εναγόμενες αποζημίωση χρήσης. Η δε αποζημίωση, που δικαιούται η ενάγουσα, συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας της εκτός χρήσης κοινωνού, η οποία αποτελεί την αποδοτέα ωφέλεια και η οποία οφείλεται, ακόμα και εάν δεν πρόβαλε αξίωση σύγχρησης του κοινού ακινήτου, ενώ είναι αδιάφορο εάν παρεμποδίστηκε ή όχι σε αυτήν, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, για την ανεύρεση της μισθωτικής αξίας του επίκοινου ακινήτου, που αποτελείται από ένα οροφοδιαμέρισμα ισόγειου ορόφου, επιφάνειας 78 τ.μ. και ένα οροφοδιαμέρισμα πρώτου ορόφου, επιφάνειας 78 τ.μ., πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στην παραθαλάσσια περιοχή της κωμόπολης των ………….., η οποία δεν απέχει πολύ από την Αττική και έχει μεγάλη επισκεψιμότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ότι το ακίνητο έχει ανοικοδομηθεί το έτος 1996, ήτοι δεν πρόκειται για παλιά οικοδομή, και ότι είναι καλής κατασκευής και επιπλωμένο, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα φωτογραφίες. Κατόπιν τούτων, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η μισθωτική αξία του επίκοινου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 300,00 ευρώ μηνιαίως για κάθε διαμέρισμα, ήτοι στο συνολικό ποσό των 600,00 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2018 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2020, και συνακόλουθα, η μισθωτική αξία, που αντιστοιχεί στην ιδανική μερίδα της ενάγουσας, σύμφωνα με το ποσοστό συνιδιοκτησίας της 1/2, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 300,00 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή στο ποσό των 3.600,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2018, στο ποσό των 3.600,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2019 και στο ποσό των 3.600,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2020, ενώ, λαμβανομένης υπόψη επιπροσθέτως της αποκατάστασης της οικονομικής κρίσης της χώρας και της λήξης της πανδημίας του κόβιντ που είχαν ως αποτέλεσμα την άνοδο των μισθωμάτων, η μισθωτική αξία του επίκοινου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 350,00 ευρώ μηνιαίως για κάθε διαμέρισμα, ήτοι στο συνολικό ποσό των 700,00 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2021 έως τον Ιανουάριο του έτους 2023, και συνακόλουθα, η μισθωτική αξία, που αντιστοιχεί στην ιδανική μερίδα της ενάγουσας, σύμφωνα με το ποσοστό συνιδιοκτησίας της 1/2, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 350,00 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή στο ποσό των 4.200,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2021, στο ποσό των 4.200,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2022 και στο ποσό των 350,00 ευρώ ετησίως για το έτος 2023, ήτοι στο συνολικό ποσό των 19.550,00 ευρώ, από το οποίο η κάθε εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 9.775,00 ευρώ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εξ ημισείας, ως αποζημίωση χρήσης το συνολικό ποσό των 19.550,00 ευρώ, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και δεν έσφαλε, και συνακόλουθα, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τις εκκαλούσες – εναγόμενες με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν.

Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούσες – εναγόμενες, λόγω της ήττας τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών – εναγόμενων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 15.10.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2855/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……../2024 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούσες – εναγόμενες.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών – εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 25.09.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ