Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 599/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός αποφάσεως   599/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – εφεσίβλητων: 1) …………, 2) ……….., 3) ………………

Tης εφεσίβλητης: 4) …………….., οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Μιχαήλ Λαδακάκου (Α.Μ. Δ.Σ.Α …………).

Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά, με ΑΦΜ …………., νομίμως εκπροσωπουμένης από τον ειδικό εκπρόσωπο για την διεξαγωγή της παρούσας δίκης, ………….., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αλέξανδρου Ελευθερίου (Α.Μ. Δ.Σ.Α ………….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα, άσκησε σε βάρος των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων – εφεσίβλητων και εφεσίβλητης, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 19/12/2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2019 αγωγή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο, συζήτησε την ως άνω αγωγή στις 13/11/2020, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 856/2021 απόφασή του, κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο, κατά το μέρος που η αγωγή εισήχθη ενώπιον του και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Στην συνέχεια η ενάγουσα επανέφερε την ως άνω αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, με την από 3/8/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………../2021 κλήση της. Το ως άνω Δικαστήριο, συζήτησε την ως άνω αγωγή στις 20/5/2022, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 1560/2024 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως προς τον τέταρτη εναγόμενη και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγόμενους. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, άσκησαν την από 12/6/2024 έφεση τους, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………../2024 και β) δικογράφου ………./2024, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο και η ενάγουσα άσκησε την από 19/6/2024 έφεση της, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………./2024 και β) δικογράφου ………./2024, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 12/6/2024 έφεση των πρώτου, δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………/2024 και β) δικογράφου …………./2024, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1560/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 19/12/2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων – εφεσίβλητων και εφεσίβλητης, απευθυνόμενης αρχικά ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 13/6/2024, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στους εναγόμενους και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 14/5/2024 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η από 12/6/2024 έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, η κρινόμενη από 19/6/2024 έφεση της ενάγουσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………../2024 και β) δικογράφου ………../2024, η οποία στρέφεται κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει, δε, να συνεκδικαστεί με την ως άνω από 12/6/2024 έφεση, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246, 524 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 19/6/2024, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στην ενάγουσα και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 14/5/2024 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή, και δη κατά το σκέλος που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι νομίμως εισάγεται ενώπιον αυτού, η ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη για τη διεξαγωγή της δίκης αυτής από τον διορισθέντα με την υπ’ αριθμόν 3002/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (εκούσια δικαιοδοσία) ειδικό εκπρόσωπό της, ……………., ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί ζημία από τις, αναφερόμενες στην αγωγή, παράνομες πράξεις των εναγομένων, οι οποίοι, κατά τους κρίσιμους χρόνους και σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα σε αυτήν, διετέλεσαν μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, και τις οποίες πράξεις αυτοί τέλεσαν με δόλο, άλλως από ασύγγνωστη βαριά αμέλεια, δικαιούμενη για το λόγο αυτό αποζημίωση από αυτούς. Ότι, ειδικότερα, τον Δεκέμβριο του 2012 οι 1ος και 3ος των εναγομένων, πρόεδρος και αντιπρόεδρος, αντίστοιχα, του διοικητικού της συμβουλίου και διευθύνοντες σύμβουλοι της, παραχώρησαν στον 2° εναγόμενο, μέλος του διοικητικού της συμβουλίου και διευθύνοντα σύμβουλό της, τη χρήση του κείμενου επί της οδού …………… ακινήτου ιδιοκτησίας της, όπως αυτό περιγράφεται ειδικότερα στην αγωγή, αφού το δήθεν συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα των 750 ευρώ ήταν εικονικό, ενώ η δωρεάν αυτή παραχώρηση παρατείνεται έκτοτε διαρκώς. Ότι οι 1ος, 2ος και 3ος των εναγομένων παραβίασαν με δόλο, άλλως από ασύγγνωστη βαριά αμέλεια αφενός τη διάταξη του άρθρου 23α παρ.2 του Ν.2190/1920, αφού κατήρτισαν τη σύμβαση αυτή χωρίς ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ενάγουσας, αφετέρου τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 του Ν.2190/1920, αφού στην πραγματικότητα η σύμβαση αυτή αποτελούσε υποκρυπτόμενη παροχή σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας, που μάλιστα δεν παρείχε εργασία ή υπηρεσίες σε αυτήν, χωρίς να έχει εγκριθεί με ειδική απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της. Ότι, συνεπεία της ενέργειας αυτής των εναγομένων και δεδομένου ότι η πραγματική μισθωτική αξία του εν λόγω ακινήτου ανερχόταν από τον Ιανουάριο του 2013 έως και τον Δεκέμβριο του 2018 (έξι έτη) στο συνολικό ποσό των 5.500 ευρώ μηνιαίως, το οποίο η ενάγουσα μετά βεβαιότητας θα εισέπραττε ως μηνιαίο μίσθωμα από την εκμίσθωσή του, η ενάγουσα έχει υποστεί ζημία συνολικού ύψους 342.000 ευρώ για το χρονικό αυτό διάστημα των έξι (6) ετών, (5.500 ευρώ – 750 ευρώ = 4.750 ευρώ επί 72 μήνες = 342.000 ευρώ). Ότι αναλυτικότερα: α) για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2013 έως και τον Απρίλιο του 2017 (52 μήνες) οφείλουν να την αποζημιώσουν οι 1ος, 2ος και 3ος των εναγομένων, ως διατελέσαντα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, με το συνολικό ποσό των 247.000 ευρώ (52 μήνες επί 4.750 ευρώ = 247.000 ευρώ) και β) για το χρονικό διάστημα από το Μάιο του 2017 έως και τον Δεκέμβριο του 2018 (20 μήνες) οφείλουν να την αποζημιώσουν άπαντες οι εναγόμενοι, ως διατελέσαντα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, με το συνολικό ποσό των 95.000 ευρώ (20 μήνες επί 4.750 ευρώ = 95.000 ευρώ), αφού, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, στις 8-4-2017 κατέστη μέλος του διοικητικού της συμβουλίου η 4η εναγομένη, η οποία δολίως ή έστω από ασύγγνωστη βαριά αμέλεια ανέχεται έκτοτε υπό την εν λόγω ιδιότητά της τη δωρεάν αυτή παραχώρηση της χρήσης του ως άνω κείμενου στο …….. ακινήτου προς τον 2° εναγόμενο, μολονότι όφειλε να έχει αντιταχθεί σε αυτήν, αιτούμενη τη λύση της. Ότι, επίσης, στις 28-9-2015 ο 1ος εναγόμενος, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της και διευθύνων σύμβουλός της, με τη σύμπραξη ή έστω την ανοχή των 2ου και 3ου των εναγομένων, μελών του διοικητικού συμβουλίου της, μεταβίβασε, λόγω πώλησης, το κείμενο στο δήμο …… Λακωνίας αδόμητο παραλιακό οικόπεδο ιδιοκτησίας της, συνολικής επιφανείας 17.609,30 τ.μ. (εκ των οποίων τμήμα επιφανείας 6.086,30 τ.μ. είναι οικοδομήσιμο) προς την εταιρεία με την επωνυμία «…………………» και με τίμημα ύψους 150.000 ευρώ, μολονότι η αντικειμενική του αξία ανερχόταν στο ποσό των 400.756,60 ευρώ, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποστεί ζημία ύψους 250.756 ευρώ (400.756 ευρώ – 150.000 ευρώ = 250.756 ευρώ). Ότι με την πώληση αυτή οι ως άνω εναγόμενοι έβλαψαν δολίως, και, σε κάθε περίπτωση, από ασύγγνωστη βαριά αμέλεια την ενάγουσα, αφού αυτή αντίκειτο ευθέως στον αναλυτικώς εκτιθέμενο στην υπό κρίση αγωγή καταστατικό σκοπό της που έγκειται, μεταξύ άλλων, στην εκμετάλλευση ακινήτων, ενώ δεν αποτελούσε επιμελή εκ μέρους τους πράξη διαχείρισης της περιουσίας και των εν γένει οικονομικών συμφερόντων της, αλλά, αντιθέτως, εξυπηρέτησε ίδιον περιουσιακό όφελος του 1ου εναγομένου, με αποτέλεσμα να γεννάται υποχρέωση αυτών να την αποζημιώσουν δυνάμει του άρθρου 22α του Ν.2190/1920 και του άρθρου 17 του καταστατικού της. Με βάση τα ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι 1ος, 2ος και 3ος των εναγομένων να της καταβάλλουν, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 497.756 ευρώ (247.000 + 250.756 = 497.756) και να υποχρεωθούν άπαντες οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 95.000 ευρώ και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 1560/2024 απόφαση του, απέρριψε την αγωγή ως προς τον τέταρτη εναγόμενη και συνολικά ως προς το αίτημα αποζημίωσης από την ως άνω μη επωφελή μίσθωση του ακινήτου στο ………, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ενώ έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγομένους, ως προς την θετική ζημία λόγω της πώλησης του ακινήτου στην ……. και υποχρέωσε τους τρείς πρώτους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, να καταβάλλουν στην ενάγουσα ποσό 250.756 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Ήδη, με την από 12/6/2024 κρινόμενη έφεση τους, οι 1ος, 2ος και 3ος των εναγομένων προσβάλλουν την ανωτέρω απόφαση κατά το μέρος αυτής που δέχθηκε την αγωγή της ενάγουσας, παραπονούμενοι για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί εν όλω η αγωγή της ενάγουσας ενώ η τελευταία με την από 19/6/2024 κρινόμενη έφεση της, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση κατά το μέρος αυτής που απέρριψε την αγωγή της, παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή εν όλω η αγωγή της.

Κατά τα άρθρα 297, 298 ΑΚ, ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς επίσης οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του κέρδους που φέρεται συνολικά ως διαφυγόν, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 20/1992, ΕλλΔνη 1992/1453, ΑΠ 390/2004, ΝοΒ 2005/664). Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 298 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, ο αιτούμενος την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω διαφυγόντος κέρδους πρέπει (και αρκεί) να προσδιορίζει αυτή βάσει ενός ή περισσοτέρων αριθμητικών μεγεθών (όπως είναι και η αμοιβή μιας υπηρεσίας σε ορισμένο τόπο και χρόνο), τα οποία, κατά την κοινή περί τούτου αντίληψη και το συνήθως συμβαίνον, είναι ή δύνανται να γίνουν γνωστά στους συναλλασσόμενούς του επαγγελματικού χώρου των διαδίκων και κυρίως εκείνου του εναγομένου, και, έτσι, να είναι περαιτέρω δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής εκτίμησης και απόδειξης (ΑΠ 1403/2010, ΑΠ 1379/2010, ΑΠ 940/2010, ΑΠ 886/2010, ΑΠ 601/2010, ΕφΠειρ 9/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παράλειψη δε των παραπάνω στοιχείων στην αγωγή καθιστά την τελευταία αόριστη, χωρίς δυνατότητα συμπλήρωσης της αοριστίας της με τις προτάσεις της συζήτησής της (ΑΠ 615/2016, ΕφΘεσ 1241/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τούτο διότι από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 παρ.4 και 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία, ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς πρέπει να γίνεται στο δικόγραφο κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της νομικής βασιμότητας της αγωγής (ΑΠ 491/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β1 ΚΠολΔ παρέχει την ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει τούς περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, όχι όμως και να αναπληρώσει τους ελλείποντες και μάλιστα εκείνους που αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Μπορεί, δηλαδή, ο ενάγων, βάσει της πιο πάνω διατάξεως (σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 ΚΠολΔ), να συμπληρώσει με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, πού αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού πού απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1764/2006, ΕφΘεσ 2910/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της από 12/6/2024 εφέσεως τους οι τρείς πρώτοι των εναγομένων παραπονούνται, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι η επίδικη αγωγή συμπληρώθηκε παραδεκτά με το δικόγραφο της από 3/8/2021 κλήσης της ενάγουσας, που επανέφερε την αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς το σκέλος αυτής που έγινε δεκτή ως ουσία βάσιμη και αφορά το ακίνητο στη …….., αφού κάθε συμπλήρωση έπρεπε να έχει γίνει με τις προτάσεις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο παρέπεμψε την αγωγή στο αρμόδιο καθ’ ύλην πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ο ως άνω λόγος κρίνεται απορριπτέος αφού με την κλήση της ενάγουσας, η αγωγή εισήχθη το πρώτον ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η συζήτηση ενώπιον του θεωρείται πρώτη συζήτηση της αγωγής κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, οι ίδιοι εναγόμενοι παραπονούνται ότι αφενός οι ανωτέρω διορθώσεις συνιστούν μη επιτρεπτές μεταβολές βασικών ισχυρισμών της ενάγουσας και συνιστούν μη επιτρεπτή διόρθωση της νομικής αοριστίας της αγωγής άλλως ότι και με τις διορθώσεις αυτές, η αγωγή, ως προς το άνω σκέλος της, εξακολουθεί να είναι αόριστη και εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι είναι ορισμένη. Οι ως άνω διορθώσεις που έγιναν με το δικόγραφο της από 3/8/2021 κλήσης της ενάγουσας είναι οι εξής: [Στη σελίδα 5 της αγωγής υπό Β(8), συμπληρώνουμε ότι το ακίνητο της …… είναι ένα αδόμητο παραλιακό οικόπεδο, στον οικισμό «…..», το οποίο βρίσκεται μεταξύ ασφαλτοστρωμένης επαρχιακής οδού και δύο παραλιών της περιοχής, σε απόσταση οκτώ (8) χιλιομέτρων από την ……., ενώ εκ της συνολικής του επιφάνειας 17.609,30 τ.μ., τμήμα 6.086,30 τ.μ. είναι οικοδομήσιμα. Επίσης διευκρινίζουμε ότι η τιμή εκποίησης των 150.000 ευρώ ήταν περίπου το 1/3 της αντικειμενικής και πραγματικής αξίας αυτού (και όχι το ¼ όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στην αγωγή.], ενώ στη σελίδα 5 της αγωγής το επίδικο ακίνητο περιγράφεται ως εξής: «ένα γεωτεμάχιο ευρισκόμενο εντός των ορίων της τοπικής κοινότητας ….. … …….…, συνολικής επιφάνειας τ.μ. 17.609,30, αντικειμενικής αξίας 400.756,60 ευρώ και τιμής εκποιήσεως 150.000 ευρώ, με αγοράστρια την ανώνυμη εταιρεία ………..…». Οι ανωτέρω διορθώσεις προφανώς δεν συνιστούν μεταβολή της βάσης της αγωγής εφόσον με αυτές, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην ως άνω μείζονα σκέψη, επιχειρείται να θεραπευθεί η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, πού αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων και όχι η νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού πού απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος. Επίσης τα εκτιθέμενα στην αγωγή, όπως αυτή διευκρινίστηκε, σχετικά με το ως άνω ακίνητο, διαλαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα για το ορισμένο της στοιχεία ήτοι την περιγραφή του ακινήτου, κατά διαστάσεις, θέση, ικανή προς δόμηση επιφάνεια, αντικειμενική αξία και δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτού η παράθεση των οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά το επίδικο διάστημα, αφού η εκτίμηση της πραγματικής του αξίας, αποτελεί θέμα απόδειξης. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου σχετικά του πρώτου λόγου της από 12/6/2024 εφέσεως.

Με τον μοναδικό λόγο της από 19/6/2024 εφέσεως της η ενάγουσα παραπονείται, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως αόριστη την αγωγή της, ως προς το αίτημα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, οι μεν τρείς πρώτοι εξ αυτών ποσό 247.000 ευρώ, όλοι δε ποσό 95.000 ευρώ, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, ως διαφυγόντα κέρδη, από τη δωρεάν άλλως με εικονικό μίσθωμα παραχώρηση του ακινήτου της στο …… Αττικής, στον 2ο εναγόμενο, ενώ θα έπρεπε να κριθεί ορισμένο και νόμιμο και εν συνεχεία κατ’ ουσίαν δεκτό. Στην αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι: « … οι α’ και γ` των καθ’ ων, ως διευθύνοντες σύμβουλοι και νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας, ενεργώντας δολίως ή επικουρικώς με ασύγγνωστη βαριά αμέλεια παραχώρησαν χαριστικά την χρήση του δευτέρου ορόφου και του δώματος του κάτωθι ακινήτου της εταιρείας στον β’ των καθ’ ων, επίσης μέλος του Δ.Σ. και διευθύνοντα σύμβουλο αυτής, έναντι συμβολικού μισθώματος ποσού 750 ευρώ μηνιαίως, καταρτίζοντας με αυτόν περί το Δεκέμβριο τον 2012 σύμβαση «μίσθωσης» του εν λόγω ακινήτου, κατ’ ουσίαν όμως παραχώρησαν σ’ αυτόν δωρεάν την χρήση του. Πρόκειται για μοναδικό τριώροφο, νεοκλασικό διατηρητέο κτήριο, του οποίου ο δεύτερος όροφος και το δώμα έχουν πλήρως και πολυτελώς ανακαινισθεί, επί της οδού ………….. του Δήμου Αθηναίων, πλησίον του αρχαιολογικού χώρου της ……………, συνολικής επιφανείας 717,46 τ.μ., επί οικοπέδου εκτάσεως 256,10 τ.μ. με πρόσωπο μήκους 19 μέτρων επί της …………. σε πεζοδρομημένο τμήμα αυτής έναντι άλσους με τρέχουσα αγοραία αξία τουλάχιστον 2.500.000 ευρώ ενώ η μισθωτική αξία αυτού ανερχόταν κατά τον χρόνο της χαριστικής του παραχώρησης αλλά και μέχρι σήμερα σε 5.500 ευρώ τουλάχιστον ανά μισθωτικό μήνα.» ενώ κατωτέρω στην αγωγή της εκθέτει επίσης «Η χαριστική και παράνομη παραχώρηση της χρήσης του δευτέρου ορόφου και του δώματος του ακινήτου της εταιρείας επί της οδού …………….., έναντι του εξευτελιστικού μηνιαίου μισθώματος των 750 ευρώ, αποστέρησε την εταιρεία από μηνιαίο εισόδημα 5.500 ευρώ, το οποίο μετά βεβαιότητας θα εισέπραττε ως μηνιαίο μίσθωμα από την εκμίσθωση του ως άνω ακινήτου κατά την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018, δηλαδή επί έξι (6) έτη. Συνεπώς από την αιτία αυτή η ζημιά της εταιρείας ανέρχεται μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018 στο συνολικό ποσό των 342.000 ευρώ (6 έτη x 12 μήνες x 4.750 [5.500 – 750]).». Με το ως άνω περιεχόμενο, η επίδικη αγωγή ως προς το ανωτέρω αίτημα φέρεται αορίστως, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, διότι η ενάγουσα δεν εκθέτει συγκεκριμένα περιστατικά που να προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους της από την εκμετάλλευση (π.χ εκμίσθωση) του ακινήτου της, με βάση την, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, ενώ δεν μνημονεύει τις ειδικές περιστάσεις και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που λήφθηκαν για το σκοπό αυτό και καθιστούσαν πιθανό το προσδοκώμενο και αιτούμενο με την αγωγή διαφυγόν κέρδος, όπως λ.χ ότι μέχρι του χρόνου για τον οποίο ζητεί τα επίδικα διαφυγόντα κέρδη θα εκμίσθωνε το επίδικο ακίνητο καθόσον είχε γίνει σχετική ανάθεση σε μεσίτη ή υπήρχαν συγκεκριμένες προσφορές προς τούτο, χωρίς να αρκεί μόνο η αναφορά της εκμίσθωσης του εν λόγω ακινήτου κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επίσης δεν προσδιορίζει αν η επιδιωκόμενη μίσθωση θα ήταν επαγγελματική ή μίσθωση κατοικίας, ούτε και αν υπήρξε προγενέστερη εκμετάλλευση του μισθίου, ώστε να μπορεί βάσιμα να προσδιοριστεί η πιθανότητα του επικαλούμενου διαφυγόντος κέρδους κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου σχετικά και του μοναδικού λόγου της από 19/6/2024 εφέσεως και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στην άνω έφεση, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία.

Από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. ……/16-7-2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, …………., την οποία προσκομίζει η ενάγουσα και ελήφθη κατόπιν εμπρόθεσμης και νομοτύπου κλητεύσεως των εναγομένων (βλ. τις με αριθμό ………………/13.7.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, …………), (η προσκομισθείσα πρωτοδίκως υπ’ αριθ. ……../2021 ένορκη βεβαίωση του ίδιου ως άνω μάρτυρα δεν προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), της υπ’ αριθ. ………./16.7.2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……………, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., την οποία προσκομίζουν οι εναγόμενοι και ελήφθη κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήσης της ενάγουσας (βλ. την με αριθμό ………./13.7.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………..), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ.1 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ.4 ΚΠολΔ) καθώς και έγγραφα που παραδεκτώς προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ), εφόσον δεν προέκυψε ότι δεν προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα εταιρεία συνεστήθη αρχικά το έτος 1968, ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και στη συνέχεια, από το έτος 1972, έχει τη μορφή ανώνυμης εταιρείας με διάρκεια ενενήντα (90) ετών, αρχόμενη από τις 4-3-1972 (σχετ. το υπ’ αριθμόν 155/4-3-1972 ΦΕΚ ΑΕ και ΕΠΕ) και λήγουσα στις 3-3-2062. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 3 του καταστατικού της σκοπός της είναι: α) η ίδρυση και εκμετάλλευση ξενοδοχείων ή κάθε άλλης ξενοδοχειακής επιχειρήσεως με αγορά, ανέγερση ή μίσθωση ξενοδοχείων, ξενώνων, θερινών διαμονών, τουριστικών περιπτέρων και εγκαταστάσεων, β) η ίδρυση και εκμετάλλευση γραφείων προσελκύσεως και εξυπηρετήσεως τουριστών στο εσωτερικό και το εξωτερικό και κάθε άλλη συναφή επιχείρηση συνδεόμενη άμεσα ή έμμεσα με τουριστικές και ξενοδοχειακές εργασίες, γ) η αγορά και πώληση ακινήτων, η ανάληψη εκτελέσεως πάσης φύσεως οικοδομικών εργασιών, ιδίως ανέγερση οικοδομών, είτε σε ακίνητα ιδιοκτησίας της, είτε σε άλλα ακίνητα προσφερόμενα προς ανοικοδόμηση με αντιπαροχή κτισμάτων κατά το σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας και η επί κέρδει πώληση των επιμέρους οριζόντιων ιδιοκτησιών και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση αυτών, δ) η εκπόνηση πάσης φύσεως τεχνικών και τεχνοοικονομικών μελετών για λογαριασμό τρίτων, η διαχείριση ακινήτων, κλινικών, ξενοδοχείων και λοιπών επιχειρήσεων, η άσκηση κάθε εμπορίας, η αντιπροσώπευση ελληνικών και αλλοδαπών οίκων και η συμμετοχή της εταιρείας σε οιασδήποτε μορφής υφιστάμενες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που πρόκειται να συσταθούν και ιδίως σε επιχειρήσεις οποιουδήποτε τύπου ή μορφής που επιδιώκουν τους ίδιους ή ανάλογους με αυτήν σκοπούς, ως και ε) κάθε άλλη, μη ειδικώς κατονομαζόμενη δραστηριότητα που συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών της, ενώ στο άρθρο 17 του ως άνω καταστατικού της ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ευθύνεται απέναντι στην Εταιρεία κατά την διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων για κάθε πταίσμα του, ευθύνεται, δε, ιδίως εάν ο ισολογισμός περιέχει παραλείψεις ή ψευδείς δηλώσεις, οι οποίες αποκρύπτουν την πραγματική κατάσταση της ενάγουσας. 2. Η παραπάνω ευθύνη δεν υφίσταται εάν το μέλος αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια συνετού οικογενειάρχη. Τούτο δεν ισχύει για τους Διευθύνοντες Συμβούλους της Εταιρείας, οι οποίοι είναι υπόχρεοι για κάθε επιμέλεια. Η εν λόγω ευθύνη δεν υφίσταται για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως». Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο που έλαβε χώρα η επίδικη εκποιητική δικαιοπραξία (28-9-2015) το διοικητικό συμβούλιο της ενάγουσας απαρτιζόταν από τον 1° εναγόμενο, με την ιδιότητα του προέδρου αυτού, αλλά και του διευθύνοντος συμβούλου της, από τον 2° εναγόμενο, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου αυτού, αλλά και του διευθύνοντος συμβούλου της και από τον 3° εναγόμενο με την ιδιότητα του μέλους αυτού, διευθυντή αυτού, αλλά και διευθύνοντος συμβούλου της [σχετ. η από 10-6-2014 και με αριθμό πρωτοκόλλου ……. ανακοίνωση του ΓΕΜΗ όπου καταχωρήθηκε το από 1-7-2013 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας περί συγκροτήσεώς του σε σώμα, ύστερα από την παραίτηση του μέλους του, …………, χωρίς αντικατάστασή του]. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου στις 21-10-2015 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μονεμβασίας (τόμος … και αριθμός …..) υπ’ αριθμόν ………./28-9-2015 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, η ενάγουσα, εκπροσωπούμενη από τον 1° εναγόμενο, που κατά το χρόνο εκείνο είχε, την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου, αλλά και του διευθύνοντος συμβούλου της, μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………… νομίμως εκπροσωπούμενη από τον ……….., ένα γεωτεμάχιο, χωρίς κτίσματα ή άλλες εγκαταστάσεις, το οποίο βρίσκεται εντός των ορίων της τοπικής κοινότητας ….., της δημοτικής ενότητας …., του δήμου ….., της περιφερειακής ενότητας Λακωνίας, της περιφέρειας Πελοποννήσου (εν μέρει εντός των ορίων του οικισμού ………. και εν μέρει εκτός αυτών και σε απόσταση 8 χλμ. από τη ….), έχει επιφάνεια 17.609,30 τετραγωνικά μέτρα, όπως εμφαίνεται στο από Σεπτεμβρίου 2012 – Ιουνίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, …………….. και αποτελείται από τα κάτωθι τμήματα, ήτοι από: (1) το με στοιχεία Ι1 τμήμα εμβαδού 6.086,30 τ.μ., που έχει χαρακτηρισθεί ως μη δασική έκταση, βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού … και δύναται να οικοδομηθεί, (2) το με στοιχεία Δ1-1 τμήμα εμβαδού 7.742,70 τ.μ., που έχει χαρακτηρισθεί ως μη δασική έκταση, έχει αναγνωρισθεί ως δασωθείς αγρός, έχει εξαιρεθεί των ορίων του οικισμού …. και δεν δύναται να οικοδομηθεί, αφού ως πρώην αγρός αποδίδεται στη γεωργική εκμετάλλευση και δεν επιτρέπεται η περαιτέρω αλλαγή χρήσης τον, (3) το με στοιχεία Δ1-2 τμήμα εμβαδού 3.085,60 τ.μ., που έχει χαρακτηρισθεί ως μη δασική έκταση, έχει αναγνωρισθεί ως δασωθείς αγρός, βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού … και δεν δύναται υα οικοδομηθεί, αφού ως πρώην αγρός αποδίδεται στη γεωργική εκμετάλλευση και δεν επιτρέπεται η περαιτέρω αλλαγή χρήσης του και (4) το μη δασικό τμήμα του με στοιχεία ΖΠ1 τμήματος και ολόκληρο το με στοιχεία ΖΠ2 τμήμα, τα οποία έχουν εμβαδό 693,30 τ.μ. και 1,40 τ.μ. αντίστοιχα, και έχουν κηρυχθεί απαλλοτριωτέα για τη δημιουργία ζώνης παραλίας (όπως αυτή καθορίστηκε με την υπ’ αριθ. 1007983/681/Β0010/30-3-2000 απόφαση του Υπ. Οικονομικών, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 258Δ/8-5-2000), για τα οποία όμως, κατά το χρόνο κατάρτισης της εν λόγω αγοραπωλησίας, δεν είχε συντελεστεί ακόμα η σχετική απαλλοτρίωση ούτε είχαν παραχωρηθεί τα τμήματα αυτά σε κοινή χρήση. Ως τίμημα της εν λόγω από 28-9-2015 αγοραπωλησίας ορίστηκε το συνολικό ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε μετρητά (με το από 16-9-2015 τραπεζικό έμβασμα) στην ενάγουσα εταιρεία από την αγοράστρια εταιρεία, η οποία πλήρωσε φόρο μεταβιβάσεως ύψους 12.383,38 ευρώ, ενώ η αντικειμενική αξία του πωληθέντος ακινήτου ανερχόταν, κατά το χρόνο εκποίησής του, στο συνολικό ποσό των 400.756,60 ευρώ, αποτελούμενο από τα επιμέρους ποσά των 67.204,37 + 265.842,32 + 67.709,91 (τα οποία αθροιζόμενα ισούνται με το συνολικό ποσό των 400.756,60 ευρώ), αφού, ως προς τα ως άνω αναφερόμενα υπό στοιχεία (4) τμήματα του πωληθέντος ακινήτου, δεν αποδόθηκε αντικειμενική αξία. Δηλαδή, η τιμή στην οποία πωλήθηκε το επίδικο ακίνητο, ύψους 150.000 ευρώ, ήταν μειωμένη κατά ποσοστό 62% της αντικειμενικής του αξίας, ύψους 400.756,60 ευρώ, αλλά και της, σύμφωνα με τα κάτωθι αναφερόμενα και παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους 1°, 2° και 3ο εναγομένους, ισόποσης κατά το χρόνο εκποίησης εμπορικής του αξίας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να υποστεί η ενάγουσα ζημία ίση με τη διαφορά που υπήρξε μεταξύ της αντικειμενικής, αλλά και της, όπως προελέχθη, ισόποσης κατά το χρόνο εκποίησης εμπορικής αξίας του πωληθέντος ακινήτου της και του τιμήματος της αγοραπωλησίας του, δηλαδή ζημία ύψους (400.756,60 – 150.000 =) 250.756,60 ευρώ, η οποία διατηρείται μέχρι και το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής της και επήλθε λόγω κακής και υπαίτιας εκπλήρωσης των διαχειριστικών καθηκόντων των 1ου, 2ου και 3ου των εναγομένων με την ιδιότητά τους ως μελών του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας, οπότε και συντρέχει βάσιμη περίπτωση δημιουργίας υποχρεώσεώς τους να αποζημιώσουν την ενάγουσα, όπως άλλωστε η ίδια αξιώνει με την υπό κρίση αγωγή της. Και τούτο διότι δεν αποδεικνύεται, και δη από τους ως άνω εναγομένους, ως έχοντες και το σχετικό βάρος αποδείξεως, ότι η πώληση του επίδικου ακινήτου σε τιμή μειωμένη κατά ποσοστό 62% της αντικειμενικής και εμπορικής του αξίας ήταν προϊόν συνετούς επιχειρηματικής σκέψης τους. Ειδικότερα, μολονότι είναι αληθές και γνωστό στο Δικαστήριο ότι κατά τη χρονική περίοδο που έλαβε χώρα η επίδικη αγοραπωλησία (β’ εξάμηνο του 2015) οι οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά δυσμενείς με συνέπεια και οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής κτηματαγοράς ήταν ότι αυτή θα συνεχίσει να είναι φθίνουσα, εν τούτοις, δεν αποδεικνύεται ότι οι τιμές των οικοπέδων, των αγροτεμαχίων, αλλά και των κατοικιών έφταναν να είναι μειωμένες ακόμη και πάνω από 60% σε σχέση με την αντικειμενική τους αξία, όπως η τιμή στην οποία πωλήθηκε εν προκειμένω το επίδικο ακίνητο της ενάγουσας. Απόδειξη τούτου είναι όχι μόνο οι αγγελίες του έτους 2016 στην ίδια περιοχή παν βρίσκεται το επίδικο, οι οποίες αναφέρονται στην έκθεση εκτίμησης της τεχνικής εταιρίας διαχείρισης ακινήτων «…………» που προσκομίζουν οι εναγόμενοι (μεταξύ των αγγελιών αυτών υπάρχει αγγελία που αφορά σε οικόπεδο στη περιοχή … της …., εκτάσεως 4.000 τ.μ., εντός σχεδίου, άρτιου, οικοδομήσιμου κατά τα 1.400 τ.μ., με τακτοποιημένο αιγιαλό και ιδανικό για τουριστική εκμετάλλευση με τιμή 320.000 ευρώ και αγγελία που αφορά σε οικόπεδο στη ….., εκτάσεως 7.000 τ.μ., εκτός σχεδίου, άρτιο, οικοδομήσιμο, παραθαλάσσιο με θέα το κάστρο της ….. και με τιμή 280.000 ευρώ), αλλά και το υπ’ αριθμόν ………./28-9-2015 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών, ……, το οποίο καταρτίστηκε την ίδια ημέρα με το επίδικο συμβόλαιο, αποτελώντας το πλέον κατάλληλο συγκριτικό στοιχείο. Ειδικότερα, με το εν λόγω συμβόλαιο μεταβιβάστηκε, λόγω πωλήσεως, από την κυπριακή ιδιωτική μετοχική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….», νομίμως εκπροσωπούμενης από τον εδώ 1ο εναγόμενο ……….., προς την ίδια ως άνω αγοράστρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………», μία οικοδομή αποτελούμενη από υπόγειο επιφανείας 145,07 τ.μ., από ισόγεια κατοικία επιφανείας 112,56 τ.μ., από κατοικία πρώτου ορόφου επιφανείας 130,20 τ.μ., από ισόγεια αποθήκη επιφανείας 30 τ.μ., η οποία έχει μετατραπεί σε ξενώνα κατά μετατροπή της χρήσης της, μίας πισίνας επιφανείας 115 τ.μ., τριών χωρίς άδεια κατασκευασμένων ισόγειων αποθηκών συνολικού εμβαδού 39,70 τ.μ. και μίας δεξαμενής νερού εμβαδού 23,70 τ.μ. που έχουν ενταχθεί στο Ν.4178/2013, εντός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου το οποίο έχει επιφάνεια 3.736,50 τετραγωνικά μέτρα, βρίσκεται στην ίδια ως άνω περιοχή, δηλαδή εντός των ορίων του παραλιακού οικισμού …….. της κτηματικής περιφέρειας του πρώην συνοικισμού ………. του δήμου …………, εκτός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της δημοτικής ενότητας ……. με πρόσοψη σε δημοτική οδό και σε απόσταση 250 μέτρων από τη θάλασσα. Το τίμημα, δε, της αγοραπωλησίας αυτής ανήλθε στο ποσό των 300.000 ευρώ, δηλαδή άγγιζε σχεδόν τη συνολική αντικειμενική αξία του ακινήτου αυτού ύψους 310.710,60 ευρώ. Δηλαδή, ο 1ος εναγόμενος, εκπροσωπώντας την ως άνω κυπριακή εταιρεία, πέτυχε υπό τις ίδιες δυσμενείς οικονομικές συνθήκες σχεδόν ισάξιο με την αντικειμενική αξία του ακινήτου αυτού τίμημα, μολονότι μάλιστα είχε να διαπραγματευτεί με την ίδια ως άνω αγοράστρια ανώνυμη εταιρεία, το αγοραστικό ενδιαφέρον της οποίας για αγορές στην επίδικη περιοχή ήταν, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, μεγάλο. Εξάλλου, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εναγομένους, το πωληθέν ακίνητο της ενάγουσας δεν αντιμετώπιζε κατά τον κρίσιμο χρόνο εκποίησής του πραγματικά ή νομικά ελαττώματα, αφού αυτά είχαν οριστικώς επιλυθεί αρμοδίως (ειδικότερα είχαν προσδιορισθεί ποια τμήματά του ήταν δασικά, ποια απαλλοτριωτέα, ποια οικοδομήσιμα και ποια μη οικοδομήσιμα), όπως άλλωστε τούτο προκύπτει και από την αναφορά στο επίδικο υπ’ αριθμόν …………./2015 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, ότι η πωλήτρια εταιρεία, ήτοι η ενάγουσα, υπόσχεται και εγγυάται ότι τα πωλούμενο ακίνητό της είναι ελεύθερο από κάθε ελάττωμα (εκτός από τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για την απαλλοτρίωση). Πέραν, όμως, όλων των ανωτέρω, δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι η ενάγουσα εταιρεία είχε πραγματικά αδήριτη οικονομική ανάγκη να προβεί κατά το χρόνο εκείνο (Σεπτέμβριο του 2015) και υπό τις ως άνω ιδιαίτερα δύσκολες εγχώριες οικονομικές συνθήκες σε μία τέτοια μη επωφελή για την εταιρική της περιουσία πώληση του κείμενου στη ………. Λακωνίας ακινήτου της. Και τούτο διότι δεν προσκομίζονται από τους εναγομένους οικονομικά στοιχεία της ενάγουσας που να αφορούν στην περίοδο εκείνη και από τα οποία να προκύπτει ότι αυτή είχε μεγάλες οφειλές και γενικότερα εταιρικά χρέη που καθιστούσαν επιτακτική την πώληση του ακινήτου της αυτού στην ως άνω μη συμφέρουσα για την ίδια τιμή πώλησης. Ο ισχυρισμός, δε, των εναγομένων ότι η ενάγουσα δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στα διαρκώς αυξανόμενα έξοδα συντήρησης του επίδικου ακινήτου της, πέραν του ότι είναι αναπόδεικτος αφού δεν αποδεικνύεται το ύψος των εξόδων αυτών ώστε να σταθμιστεί το όφελος από την πώλησή του (μάλιστα ο ενόρκως βεβαιώσας μάρτυρας των εναγομένων, ……. ., κατέθεσε ότι τα έξοδα συντήρησης αφορούσαν στον τακτικό καθαρισμό και στην αποψίλωση του επίδικου γεωτεμαχίου, τα οποία δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν μικρά μπροστά στην αντικειμενική του αξία), σε κάθε περίπτωση αναιρείται από το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε για τουλάχιστον 44 χρόνια (από το 1971, οπότε και το απέκτησε η ενάγουσα, έως και το 2015, οπότε και έλαβε χώρα η επίδικη πώληση) ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας της ενάγουσας, η οποία ανέκαθεν το συντηρούσε. Επομένως, η απόφαση των εναγομένων, ως διοικούντων την ενάγουσα εταιρεία, να το πωλήσουν σε τιμή μειωμένη κατά ποσοστό 62% σε σχέση με την αντικειμενική και εμπορική του αξία, έστω υπό δυσμενείς εγχώριες οικονομικές συνθήκες, δεν αποτελεί επιμελή εκ μέρους τους επιχειρηματική κίνηση, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η εν γένει εκμετάλλευση ακινήτων αποτελεί, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, τον καταστατικό σκοπό της δραστηριοποιούμενης στο χώρο των ακινήτων επί 47 χρόνια περίπου (ίδρυση το έτος 1968) ενάγουσας. Για το ίδιο λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη και εύλογη, ακόμα και αληθής υποτιθέμενη, η πεποίθηση των εναγομένων ότι στο μέλλον οι απώλειες της ενάγουσας από τη διατήρηση στην κυριότητά της του ακινήτου αυτού θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η επιχειρηματική αυτή απόφαση των εναγομένων, οι οποίοι ενήργησαν τουλάχιστον με ενδεχόμενο δόλο, αφού μολονότι γνώριζαν ότι το επίδικο ακίνητο της ενάγουσας μπορούσε να πωληθεί σε τιμή που να αγγίζει την αντικειμενική του αξία αποφάσισαν να το πωλήσουν σε τόσο μειωμένη τιμή, αποδεχόμενοι την περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, δεν ήταν συνετή. Επομένως, υφίσταται ουσιαστικά βάσιμη αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας με το ως άνω ποσό των 250.756 ευρώ που αποτέλεσε τη θετική της ζημία, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, και το οποίο πρέπει να της καταβάλλουν οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι άπαντες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, καθόσον, παρά τα υποστηριζόμενα από τους 2° και 3° εναγομένους, και αυτοί συμμετείχαν ενεργά στις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας, όπως στην επίδικη, δίχως τούτο να αναιρείται από το γεγονός ότι οι εναγόμενοι αυτοί (2ος και 3ος) δραστηριοποιούνταν παράλληλα και σε άλλες επιχειρήσεις. Εξαιτίας, δε, του δόλου με τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ενήργησαν οι εναγόμενοι ο ισχυρισμός τους περί παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας για αποζημίωση κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον αυτή είναι δεκαετής (άρθρο 22α§5 του Ν.2190/1920) και από την ημερομηνία τέλεσης της πράξης (28-9-2015) μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (24-12-2019) δεν έχει παρέλθει δεκαετία, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή της ενάγουσας, ως προς το ανωτέρω αίτημα αποζημίωσης λόγω διαφυγόντων κερδών από την πώληση του ως άνω ακινήτου της, στη ………, απορριπτομένων σχετικά και των λοιπών (πλην του πρώτου που ήδη απορρίφθηκε ανωτέρω) λόγων της από 12/6/2024 εφέσεως των τριών πρώτων εναγομένων, με τους οποίους αυτοί παραπονούντο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στις επίδικες εφέσεις, αυτές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμες στην ουσία, καταδικάζει την εφεσίβλητη – εκκαλούσα εταιρεία, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης …………, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) ενώ η δικαστική δαπάνη μεταξύ της εφεσίβλητης – εκκαλούσας και των εκκαλούντων – εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί λόγω της ήττας αμφοτέρων (άρθρα 178, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων, που κατέβαλαν τόσο οι εκκαλούντες – εφεσίβλητοι, όσο και η εφεσίβλητη – εκκαλούσα, στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας αμφοτέρων των πλευρών (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων τις από 12/6/2024 και 19/6/2024 εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις ως άνω εφέσεις.

Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων – εφεσίβλητων και της εφεσίβλητης – εκκαλούσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης – εκκαλούσας εταιρείας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης …………., τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση των εφέσεων στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 6 Οκτωβρίου  2025 .

O ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Β. ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗΣ                                                               ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς τη παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων,  στις 6 Οκτωβρίου 2025.

O ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κι αντ΄ αυτού, λόγω

αναρρωτικής άδειας, η

η Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Διεύθυνσης του

Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία

Τσερκέζογλου, Πρόεδρος

Εφετών

ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ