Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 568/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 568/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του  Εφετείου  Πειραιώς και από τη Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της εκκαλούσας : ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Όλγα Σαββίδου (ΑΜΔΣΠ: …………..).

Της εφεσίβλητης : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Πατριαρχέα (ΑΜΔΣΠ : ………).   

Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16-9-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2021 και ειδικό ……../2021 ανακοπή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τη με αριθμό 2460/2022 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε τη με αριθμό ……/2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή προσβάλλει η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 8-2-2024 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/2024 και ειδικό ……/2024 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2024 και ειδικό ……./2024 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο και, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 2460/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 επ., 632 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ), αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 22-2-2024, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 29-7-2022, καθώς ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/22-2-2024 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αναφορά στο με αριθμό …………../2024 e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 16-9-2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2021 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ανακόπτουσα ζήτησε, για τους αναφερόμενους σε αυτήν (ανακοπή) λόγους, την ακύρωση της ανακοπτομένης με αριθμό ……../2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή για απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, την οποία η ανακόπτουσα είχε συνάψει με την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα ως εγγυήτρια και με την οποία (διαταγή πληρωμής) υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 45.437,08 ευρώ, καθώς και το ποσό των 820,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 επ., 632 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ), την προσβαλλόμενη με αριθμό 2460/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή, επικυρώθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής και επιβλήθηκαν σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή ύψους 900,00 ευρώ. Την απόφαση αυτή (2460/2022) προσβάλλει η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεση, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4161/2013, με την κατάθεση της αίτησης προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικά δύο μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης. Μέχρι την ημέρα επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Δεν εμπίπτει ωστόσο, στην ως άνω απαγόρευση (αναστολή καταδιωκτικών μέτρων), όπως ισχύει και στην περίπτωση της πτώχευσης, η υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ’ εαυτής, καθόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, όπως η έγερση αγωγής, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ επίσης τόσο αυτές όσο και η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά προδικασία αυτής, ενώ αντιθέτως αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής, αφού έχει λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ’ άρθρο 924 εδ. α του ΚΠολΔ (ΜονΕφΑθ 548/2025 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσσαλ 1271/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, με αναφορά σε ΕφΘεσσαλ 2230/2008 ΕπισκΕμπΔ 2009.160).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο έφεσης και το, κατά τη δέουσα εκτίμηση, πρώτο σκέλος του η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ήδη από το έτος 2015 εκκρεμεί προς συζήτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς η με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2015 αίτησή της για την υπαγωγή των οφειλών της στις ευνοϊκές διατάξεις του Ν. 3869/2010, η οποία επαναπροσδιορίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4745/2020, χωρίς η ημερομηνία συζήτησης αυτής να έχει ορισθεί ακόμα από το αρμόδιο Ειρηνοδικείο, ότι επί της εν λόγω αίτησης έχει εκδοθεί η από 7-10-2016 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την οποία απαγορεύτηκε προσωρινά μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας αίτησης και υπό τον όρο συζήτησης αυτής η έναρξη των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτριών κατά της ανακόπτουσας, η έναρξη και συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της τελευταίας και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου συμπεριλαμβανομένης και της εγγραφής αναγκαστικής προσημείωσης υποθήκης σε βάρος της περιουσίας της ανακόπτουσας, με την υποχρέωσή της ταυτόχρονα να καταβάλει προς τις καθ’ ων η αίτηση το ποσό των 60 ευρώ συμμέτρως κατανεμόμενο και καταβαλλόμενο κατά το χρονικό διάστημα από την 20η έως την 30η ημέρα εκάστου ημερολογιακού μηνός, αρχής γενομένης από το μήνα Οκτώβριο 2016, καθώς και ότι η ίδια έκτοτε καταβάλλει ανελλιπώς το ποσό των 47 ευρώ μηνιαίως προς την καθ’ ης η ανακοπή και ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα στο σύνολό της, καθότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προαναφερόμενη προσωρινή διαταγή, η οποία αξιώνει την αποχή από κάθε καταδιωκτικό μέτρο κατά της περιουσίας της ανακόπτουσας, καθόσον, σύμφωνα με τη νομολογία, όπως ισχυρίζεται η τελευταία (ανακόπτουσα), η έκδοση διαταγής πληρωμής αποτελεί καταδιωκτικό μέτρο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η αντίδικός της έχει εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί της ακίνητης περιουσίας της και συνεπώς, ουδείς κίνδυνος υφίσταται για τα συμφέροντα της τράπεζας. Ωστόσο, ο παραπάνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, όπως η έγερση αγωγής, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ επίσης τόσο αυτές όσο και η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά προδικασία αυτής, ενώ αντιθέτως αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής, αφού έχει λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ’ άρθρο 924 εδ. α του ΚΠολΔ. Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής και συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης και κατά το πιο πάνω σκέλος του, με το οποίο επαναφέρεται ο πιο πάνω λόγος ανακοπής περί αντίθεσης της ένδικης διαταγής πληρωμής στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, πρέπει να απορριφθεί.

ΙV. Η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ και ασκείται όπως η αγωγή. Το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλες τις ενστάσεις κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, ενώ στην ανοιγόμενη με την ανακοπή δίκη δεν εκδικάζεται καθολικά η υπόθεση, αλλά στο μέτρο των λόγων της ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (Ολ ΑΠ 10/1997 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τους λόγους αυτής, δηλαδή να προσδιορίζει την έλλειψη εκείνων των ουσιαστικών ή διαδικαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Νέοι λόγοι ανακοπής δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα, για πρώτη φορά στο Εφετείο, ακόμα και αν αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 (ήδη καταργηθέν με το Ν. 4335/2015) και 527 του ΚΠολΔ, γιατί έναντι των εν λόγω διατάξεων, κατισχύει ως ειδικότερη η διάταξη του άρθρου 585 παρ.2 εδ. β του ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται, όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΑΠ 1336/2006, ΑΠ 50/2004, ΜονΕφΠειρ 565/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο έφεσης και το, κατά τη δέουσα εκτίμηση, δεύτερο σκέλος του η εκκαλούσα ισχυρίζεται το πρώτον ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε κατά παράβαση του ειδικού νομοθετικού καθεστώτος που αφορά σε δάνειο παλιννοστούντων ομογενών της τέως Σοβιετικής Ένωσης, προς κάλυψη των στεγαστικών αναγκών τους με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως οι επιμέρους κανονιστικές διατάξεις εκτίθενται στην υπό κρίση έφεση και στις οποίες εμπίπτει το ένδικο δάνειο. Ωστόσο, στο μέτρο που η εκκαλούσα επιχειρεί να προτείνει για πρώτη φορά στο Εφετείο νέο λόγο ανακοπής, που ουδόλως προτάθηκε πρωτοδίκως είτε με το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής είτε με πρόσθετο δικόγραφο κατά τις διατάξεις του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ, που κατισχύουν εκείνων του άρθρου 527 ΚΠολΔ, πρέπει ο εν λόγω ισχυρισμός να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη και ως εκ τούτου, απορριπτέος τυγχάνει ο πρώτος λόγος έφεσης και κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο προβάλλεται απαραδέκτως το πρώτον στο Εφετείο νέος λόγος ανακοπής.

V. Με το άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση, που δημιουργήθηκε, ή από τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν, ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων, που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με την παραπάνω διάταξη ΑΚ 281. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης, προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς, απλώς, επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 6/2016, Ολ ΑΠ 5/2011, Ολ ΑΠ 7/2002, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 207/2014, ΜονΕφΠειρ 375/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΘεσσαλ 459/2011, ΕφΘεσσαλ 1027/2010, ΕφΛαρ 298/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο έφεσης και το, κατά τη δέουσα εκτίμηση, τρίτο σκέλος του η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε το δεύτερο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή αιτήθηκε την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αφού, αν και η αντίδικός της γνώριζε την ύπαρξη της από 7-10-2016 προσωρινής διαταγής της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία απαγορεύει την έναρξη των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων προσωρινά και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης ρύθμισης των οφειλών της ανακόπτουσας, όπως επίσης, γνώριζε ότι ήδη από το έτος 2015 η ανακόπτουσα έχει περιέλθει σε οικονομική αδυναμία και ότι η επίδικη οφειλή της, για την οποία εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, έχει συμπεριληφθεί στην προλεχθείσα αίτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς για την υπαγωγή της στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, καθώς και ότι καταβάλλει το ορισθέν με την προσωρινή διαταγή ποσό που η τράπεζα αποδέχεται αδιαμαρτύρητα, παρά ταύτα η αντίδικός της επιδίωξε με τον τρόπο αυτό την πλήρη ικανοποίηση της ένδικης απαίτησής της πριν προλάβει η ανακόπτουσα να υπαχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 και ότι η σκοπούμενη από την καθ’ ης η ανακοπή επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση την ένδικη διαταγή πληρωμής, ουσιαστικά αναιρεί το δικαίωμα της ανακόπτουσας να υπαχθεί στο Ν. 3869/2010.

Ωστόσο, με το παραπάνω περιεχόμενο ο πιο πάνω προβαλλόμενος λόγος ανακοπής κρίνεται απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι η ανακόπτουσα δεν επικαλείται ούτε αδράνεια της δανείστριας τράπεζας και μάλιστα μακρόχρονη, να ασκήσει το δικαίωμά της, ούτε καλόπιστη πεποίθηση της ανακόπτουσας ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί το δικαίωμα κατ’ αυτής και γενικότερα ούτε συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο της τράπεζας ως δικαιούχου όσο και της ανακόπτουσας ως υπόχρεης, εφόσον όμως, αυτή της τελευταίας τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη της δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση, ο πιο πάνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης της καθ’ ης η ανακοπή και γενικότερα δεν περιάγουν την άσκηση του δικαιώματος της τελευταίας σε αντίθεση προς τους ορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις αυτού, ήτοι δεν συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος,  σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη. Άλλωστε, το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του νόμιμου δικαιώματος της τράπεζας με την υποβολή της αίτησης προς έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, επέφερε τυχόν βλάβη, έστω και μεγάλη, στην ανακόπτουσα, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη συμφέροντος όμως, δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής και εν προκειμένω η καθ’ ης η ανακοπή – τράπεζα αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση και το νόμο, λόγω μη εξυπηρέτησης του ένδικου δανείου, περιφρουρώντας τα περιουσιακά της δικαιώματα, να εισπράξει την απαίτησή της σε βάρος της ανακόπτουσας ως εγγυήτριας, υποβάλλοντας την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, ενόψει του γεγονότος ότι η αντισυμβαλλόμενη της υπήρξε ασυνεπής ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της (τράπεζας), τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) μόνον αυτή μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, στοιχείο που δεν προκύπτει εν προκειμένω από τα ιστορούμενα από την ανακόπτουσα στο δικόγραφο της ανακοπής της. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως, απορρίπτοντας τον ως άνω λόγο ανακοπής, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα και επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πιο πάνω λόγο έφεσης είναι απορριπτέα, όπως και ο πρώτος λόγος έφεσης κατά το σκέλος αυτό.

VI. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται για πρώτη φορά ότι ήδη εκδόθηκε η με αριθμό 1136/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία έκανε δεκτή την αίτησή της για τη ρύθμιση των οφειλών της και ήδη τελεί υπό το καθεστώς του Ν. 3869/2010, και ως εκ τούτου η έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής ήταν καταχρηστική, διότι έγινε πρόωρα και χωρίς κανένα οικονομικό όφελος της καθ’ ης η ανακοπή. Πλην όμως, στο μέτρο που η εκκαλούσα επιχειρεί να προτείνει για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσης νέο λόγο ανακοπής, έστω και αν στηρίζεται σε οψιγενές περιστατικό, απορριπτέος ως απαράδεκτος τυγχάνει ο υπό κρίση λόγος έφεσης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη.

VII. Ο δικαστικός επιμελητής δεν δεσμεύεται από τη διεύθυνση που αναγράφεται στην παραγγελία προς επίδοση ή στο επιδοτέο έγγραφο και οφείλει εξ επαγγέλματος να διαπιστώσει την ύπαρξη κατάλληλου τόπου επιδόσεως (ΤριμΕφΠειρ 151/2016, ΕφΑθ 8647/1989 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Για τον ίδιο λόγο είναι έγκυρη η επίδοση στον πραγματικό τόπο καίτοι στην παραγγελία αναγράφεται η κατοικία του παραλήπτη (Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό άρθρο 123, παρ. 4, σελ. 283). Περαιτέρω, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, αρμόδιος κατά τόπο είναι ο δικαστής του Δικαστηρίου της γενικής δωσιδικίας του καθ’ ου η αίτηση οφειλέτη ή άλλης ειδικής δωσιδικίας. Συνεπώς, το αρμόδιο δικαστήριο προσδιορίζεται από το δανειστή, ο οποίος μεταξύ των ενδεχομένως πολλών τοπικών αρμοδίως δικαστηρίων επιλέγει εκείνο από το δικαστή του οποίου ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωμής και το οποίο καθίσταται ως εκ τούτου και κατά τόπο αρμόδιο και για την εκδίκαση της κατ’ αυτής ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολΔ, διότι ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την υποβολή της αίτησης σε έναν από τους περισσότερους αρμοδίους κατά τόπο δικαστές, ασκεί συγχρόνως και το δικαίωμα επιλογής, που έχει ως ενάγων δανειστής, για την τυχόν μετέπειτα διαδικασία επί της ανακοπής. Ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, όμως, δεν εγκαταλείπεται στην ανεξέλεγκτη επιθυμία του δανειστή, διότι, αν ο δικαστής που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, ήταν αναρμόδιος κατά τόπο, δύναται, για το λόγο αυτό, να ζητήσει με ανακοπή την ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 625 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση της με το άρθρο 28 του Ν. 5134/2024, ενώ κατανέμει την προς έκδοση διαταγής πληρωμής καθ’ ύλη αρμοδιότητα μεταξύ ειρηνοδίκη και δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δεν διαλαμβάνει περί της κατά τόπο αρμοδιότητας. Συνεπώς, η κατά τόπο αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά τις γενικές διατάξεις και χωρεί και συμφωνία περί παρέκτασης της αρμοδιότητας (βλ. Ποδηματά σε Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 625, αρ. 2-5), η εκ της οποίας δωσιδικία, κατά τον κανόνα του άρθρου 44 ΚΠολΔ, είναι αποκλειστική. Η έλλειψη δε τοπικής αρμοδιότητας του δικαστή που εκδίδει τη διαταγή πληρωμής δύναται να επιφέρει, μετά από ανακοπή, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από αυτόν, ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αναρμοδιότητα είχαν τεθεί υπ’ όψη του και τα παρείδε ή δεν του ετέθησαν, πλην στερούνταν τοπικής αρμοδιότητας να επιληφθεί (ΑΠ 497/1993, ΤριμΕφΑθ 3794/2022, ΜονΕφΑθ 3572/2021, ΜονΕφΠειρ 124/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο έφεσης και το, κατά τη δέουσα εκτίμηση, πέμπτο σκέλος του η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίζεται με το πρώτο μέρος του ότι η αναγραφόμενη στη διαταγή πληρωμής, αλλά και στην εντολή προς επίδοση διεύθυνση της κατοικίας της στο ……. Αττικής δεν υφίσταται ήδη από το έτος 2004, όπως η καθ’ ης γνωρίζει ή τουλάχιστον υπαιτίως αγνοεί, καθώς η κατοικία της ανακόπτουσας βρίσκεται στον Πειραιά, ενόψει του ότι αυτή η διεύθυνση αναγράφεται σε όλα τα δικόγραφα που της έχει κοινοποιήσει, πέραν του ότι οι καταβολές της γίνονται από κατάστημα της τράπεζας πλησίον της κατοικίας της στον Πειραιά, με αποτέλεσμα την επίδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής να την πληροφορηθεί από τον πρώην σύζυγό της, που διαμένει στο …… και ο οποίος, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, παρέλαβε τη διαταγή πληρωμής αντί της ανακόπτουσας, και συνεπώς, η επίδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής είναι άκυρη, καθόσον έγινε σε λανθασμένη διεύθυνση, και με το δεύτερο μέρος του (ισχυρίζεται) ότι δεν υπάρχει τοπική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, ούτε παρέκταση της τοπικής αρμοδιότητας υπέρ των δικαστηρίων του Πειραιά, με αποτέλεσμα η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής να είναι ακυρωτέα.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στη με αριθμό ……….. από 20-5-2004 σύμβαση δανείου, με βάση την οποία εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής και που καταρτίστηκε μεταξύ της «…………….» αφενός και του …………… ως πρωτοφειλέτη και της ανακόπτουσας ως εγγυήτριας αφετέρου, σε κατάστημα της τράπεζας στον Πειραιά, αναγράφεται ως διεύθυνση κατοικίας της ανακόπτουσας το …….. Αττικής, οδός ………….. Επίσης, με το άρθρο 19 της ένδικης δανειακής σύμβασης αντίκλητος της ανακόπτουσας ορίστηκε ο ………….., κάτοικος ……., οδός ………. (άρθρο 142 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ακόμα, στην ένδικη διαταγή πληρωμής αναγράφεται ως τόπος κατοικίας της ανακόπτουσας το …….., οδός ………, όπως άλλωστε έχει αναγραφεί και στην επίδικη σύμβαση δανείου, ενώ αντίστοιχη είναι η παραγγελία προς επίδοση είτε στην ανακόπτουσα ως κάτοικο ……, οδός. ……, .είτε στον ορισθέντα αντίκλητό της, …………, κάτοικο ………., οδός ………. ως προαναφέρθηκε. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …………. Δ/12-8-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., η επίδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής έγινε στον Πειραιά όπου, όπως ρητά εκεί αναγράφεται, μετέβη ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής και στην οδό ………., στη νέα διεύθυνση κατοικίας της προς ην η επίδοση και ήδη ανακόπτουσας, στην οποία επιδόθηκε η διαταγή πληρωμής προσωπικά και στα χέρια της (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 127 παρ. 1 ΚΠολΔ), προς γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες. Επομένως, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της ανακόπτουσας ότι παρέλαβε τη διαταγή πληρωμής ο πρώην σύζυγός της για λογαριασμό της και ότι αυτή επιδόθηκε σε εσφαλμένη διεύθυνση στο Καματερό, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, καθότι σαφώς προέκυψε ότι η επίδοση της διαταγής πληρωμής ήταν έγκυρη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, δοθέντος ότι έγινε στην πραγματική κατοικία της ανακόπτουσας στον Πειραιά, την οποία ο ενεργήσας την επίδοση δικαστικός επιμελητής νόμιμα εξ επαγγέλματος πληροφορήθηκε και την οποία (κατοικία) ρητά συνομολογεί η τελευταία. Συνεπώς, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την ανακόπτουσα περί εσφαλμένης και άκυρης επίδοσης της ένδικης διαταγής πληρωμής τυγχάνουν απορριπτέα. Επιπρόσθετα, στο άρθρο 16 της ένδικης δανειακής σύμβασης, προβλέπεται ότι «Όλες οι διαφορές από την παρούσα (σύμβαση) υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων, των κατά τόπο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αρμοδίων δικαστηρίων ή κατ’ επιλογή της δανείστριας και με συμφωνία των συμβαλλομένων (σ)τα δικαστήρια της Αθήνας», όρος που τελούσε σε γνώση της ανακόπτουσας, αφού τον αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα κατά την υπογραφή της σύμβασης. Κατ’ ακολουθίαν, με βάση το πιο πάνω άρθρο 16 της σύμβασης, που διαλαμβάνει έγκυρη συμφωνία παρέκτασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 33 ΚΠολΔ, που καθιδρύει την ειδική δωσιδικία της δικαιοπραξίας εκ του τόπου κατάρτισης αυτής, ο οποίος εν προκειμένω ταυτίζεται με τον Πειραιά, προκύπτει ότι τα δικαστήρια του Πειραιά ήταν κατά τόπο αρμόδια για την υποβολή της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση προερχόμενη από την ένδικη δανειακή σύμβαση, τα οποία με βάση την πιο πάνω συμβατική ρήτρα παρέκτασης είχαν συντρέχουσα τοπική αρμοδιότητα μαζί με τα δικαστήρια των Αθηνών, αλλά τελικά αυτά (του Πειραιά) επιλέχθηκαν από τη δανείστρια τράπεζα για την έκδοση της σχετικής διαταγής πληρωμής. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός της ανακόπτουσας περί αναρμοδιότητας του εκδώσαντος την ένδικη διαταγή πληρωμής δικαστηρίου είναι απορριπτέος. Κατόπιν τούτων και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως, απορρίπτοντας τον ως άνω λόγο ανακοπής, δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα και άρα, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πιο πάνω λόγο έφεσης είναι απορριπτέα, όπως και ο πρώτος λόγος έφεσης κατά το σκέλος αυτό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της προαναφερόμενης δανειακής σύμβασης η καθ’ ης η ανακοπή χορήγησε στον ως άνω πρωτοφειλέτη δάνειο ποσού 60.000 ευρώ κατά τους όρους και τις ειδικότερες συμφωνίες που διαλαμβάνονται σε αυτή. Η δε ανακόπτουσα με την ιδιότητα της εγγυήτριας δήλωσε με την ένδικη σύμβαση ότι εγγυάται υπέρ του οφειλέτη προς τη δανείστρια την κανονική εξυπηρέτηση του δανείου και την ολοσχερή εξόφληση αυτού και κάθε από αυτό απορρέουσα υποχρέωση του οφειλέτη, ευθυνόμενη μετ’ αυτού απεριόριστα και εις ολόκληρον έναντι της δανείστριας ως πρωτοφειλέτης και παραιτούμενη της ένστασης δίζησης και από κάθε δικαίωμα των άρθρων 853, 862 – 863 και 866 – 868 του ΑΚ (άρθρο 18). Το ποσό του χορηγηθέντος δανείου ύψους 60.000 ευρώ εκταμιεύτηκε εφάπαξ και ο οφειλέτης έλαβε την 20-5-2004 το ποσό των 60.000 ευρώ. Η διάρκεια του δανείου ορίστηκε σε 22 έτη και συμφωνήθηκε ότι θα εξοφλείται με την πληρωμή 40 συνεχών εξαμηνιαίων δόσεων (άρθρο 2) και ότι θα εκτοκίζεται με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο των Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας της τελευταίας έκδοσης πριν από την έναρξη κάθε περιόδου εκτοκισμού προσαυξημένο κατά ποσοστό 2,2% και ότι το εν λόγω επιτόκιο επιδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο κατά ποσοστό 60% ως ανήκον στη Ζώνη Δ ΖΩΝΗ και βαρύνει το λογαριασμό του Ν. 128/1975 (άρθρο 3). Επίσης, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιασδήποτε οφειλής του δανείου ο οφειλέτης θα χρεώνεται αυτοδικαίως για τα καθυστερούμενα ποσά από την ημέρα της καθυστέρησης και χωρίς όχληση με τόκους υπερημερίας, οι οποίοι θα υπολογίζονται με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο του δανείου προσαυξημένο κατά 2,5% και ότι οι τόκοι που προκύπτουν, προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο, οι δε καθυστερούμενες δόσεις βεβαιώνονται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μετά την παρέλευση 3 μηνών από τη λήξη εκάστης και η επιδότηση θα διακόπτεται οριστικά, εφόσον οφείλονται περισσότερες από 5 βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες εξαμηνιαίες δόσεις, οπότε ο οφειλέτης θα βαρύνεται με ολόκληρο το επιτόκιο του άρθρου 3. Ακόμα, κατά τους εν λόγω συμβατικούς όρους και στην παραπάνω περίπτωση, η τράπεζα δικαιούται είτε να επιδιώξει την είσπραξη των καθυστερούμενων ποσών είτε, αφού καταγγείλει τη σύμβαση του δανείου και το κηρύξει αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, να αξιώσει την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του κεφαλαίου με τους τόκους και τις λοιπές επιβαρύνσεις (άρθρο 9). Έτι περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι η από το χορηγούμενο δάνειο προκύπτουσα κάθε φορά οφειλή του δανειολήπτη προς την τράπεζα θα αποδεικνύεται και από πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του οικείου λογαριασμού του δανείου και το οποίο ο οφειλέτης αναγνώρισε ότι αποτελεί πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της δανείστριας τράπεζας έναντι του δανειολήπτη (άρθρο 10). Επιπλέον, ορίστηκε ότι, εφόσον υφίσταται καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση του δανείου, κάθε καταβολή του οφειλέτη προς τη δανείστρια θα καταλογίζεται σε εξόφληση πρώτα των παλαιότερων δόσεων με την ακόλουθη σειρά : οφειλόμενα έξοδα, καθυστερούμενοι τόκοι υπερημερίας, συμβατικοί τόκοι και τέλος, το καθυστερούμενο κεφάλαιο (άρθρο 12). Εξάλλου, για τη λογιστική εξυπηρέτηση του δανείου ανοίχθηκε και τηρήθηκε ο με αριθμό ……. λογαριασμός. Ειδικότερα, σύμφωνα με την κίνηση του ανωτέρω λογαριασμού του δανείου από την ημέρα εκταμίευσης την 20-5-2004 μέχρι την 11-1-2021, όπου αναφέρεται η αιτιολογία «ΒΕΒΑΙΩΣΗ Δ.Ο.Υ.» διενεργείται η μεταφορά των ληξιπρόθεσμων κονδυλίων από τον ανωτέρω λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου στο με αριθμό 720/00021005 λογαριασμό παρακολούθησης των απαιτήσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου να ακολουθήσει υποβολή αιτήματος της δανείστριας για βεβαίωση και πληρωμή των εγγυημένων ποσών από το Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της κατάπτωσης της εγγύησης του (άρθρο 17). Το δε ποσό της εγγυημένης απαίτησης ανά δόση δανείου εμφαίνεται ως πιστωτική εγγραφή στον ανωτέρω λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου με την ένδειξη «ΒΕΒΑΙΩΣΗ Δ.Ο.Υ.» και ως ισόποση χρέωση στον ανωτέρω λογαριασμό παρακολούθησης των απαιτήσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ από τα προαναφερόμενα ποσά των εγγυημένων απαιτήσεων της δανείστριας, όσα εισπράχθηκαν εν τέλει από τον οφειλέτη, μεταφέρθηκαν εκ νέου στον ανωτέρω λογαριασμό του δανείου με την ένδειξη είτε «ΕΠΑΝΑΧΡΕΩΣΗ ΟΦΕΙΛΗΣ της (ημερομηνία)» είτε «Λοιπά έξοδα», προκειμένου να εμφανιστεί στη συνέχεια και η είσπραξη που πραγματοποιήθηκε με την ένδειξη είτε «ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΕΠΑΝΑΧΡΕΩΣΗΣ της (ημερομηνία) είτε «Είσπραξη λοιπών εξόδων» αντίστοιχα. Λόγω μη εξυπηρέτησης του δανείου ο παραπάνω λογαριασμός του εμφάνιζε έως την 17-3-2021 υπόλοιπο ληξιπρόθεσμων οφειλών σε βάρος της ανακόπτουσας ποσού 45.437,08 ευρώ, το οποίο αναλύεται ως εξής : ληξιπρόθεσμα χρεολύσια ποσού ευρώ 33.162,19, τόκοι κεφαλαίου ποσού ευρώ 11.637,50, τόκοι υπερημερίας ποσού ευρώ 636,21 και έξοδα ποσού ευρώ 1,18, όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα των παραπάνω λογαριασμών, τα οποία εξήχθησαν με εκτύπωση την 19-3-2021 από τα τηρούμενα μηχανογραφικώς εμπορικά βιβλία της τράπεζας, τα οποία (αποσπάσματα) αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης της τελευταίας, κατά την έγκυρη δικονομική σύμβαση των διαδίκων, που εμπεριέχεται στον αντίστοιχο συμβατικό όρο (άρθρο 10), όπως προαναφέρθηκε. Ακολούθως και κατόπιν της από 13-7-2021 αίτησης της τράπεζας και με βάση τα επικυρωμένα αντίγραφα των αποσπασμάτων των παραπάνω λογαριασμών, εκδόθηκε την 22-7-2021 η ανακοπτομένη με αριθμό ……./2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 45.437,08 ευρώ, όπως ανωτέρω αναλύθηκε, καθώς και το ποσό των 820,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Εντωμεταξύ, η ανακόπτουσα είχε ασκήσει, μεταξύ άλλων και εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή την από 12-3-2015 με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2015 αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, για τη ρύθμιση των οφειλών της σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3869/2010. Επί της εν λόγω αίτησης εκδόθηκε η από 7-10-2016 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την οποία απαγορεύτηκε κάθε μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης της περιουσίας της ανακόπτουσας και απαγορεύτηκε προσωρινά μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας αίτησης και υπό τον όρο συζήτησης αυτής κατά την ορισθείσα δικάσιμο η έναρξη των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτριών κατά της ανακόπτουσας, η έναρξη και συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας της και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου συμπεριλαμβανομένης και της εγγραφής αναγκαστικής προσημείωσης υποθήκης σε βάρος της περιουσίας της, με την υποχρέωση καταβολής (από την ανακόπτουσα) προς τις καθ’ ων η αίτηση του ποσού των 60 ευρώ, συμμέτρως κατανεμόμενου, το οποίο θα καταβάλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 20 έως 30 εκάστου ημερολογιακού μηνός, αρχής γενομένης από το μήνα Οκτώβριο 2016. Έκτοτε, η ανακόπτουσα κατέβαλε κάθε μήνα και μέχρι το χρόνο έκδοσης της ένδικης διαταγής πληρωμής το αναλογούν στην καθ’ ης η ανακοπή ποσό των 47 ευρώ, σε συμμόρφωση με την ένδικη προσωρινή διαταγή. Όπως δε προκύπτει από την παραβολή των αποσπασμάτων κίνησης του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση του δανείου ανωτέρω λογαριασμού, τα οποία επισυνάφθηκαν στην ένδικη αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής, με τα γραμμάτια είσπραξης (αποδείξεις συναλλαγής) της καθ’ ης η ανακοπή, έχουν συνυπολογιστεί για το ακριβές ύψος της ένδικης οφειλής οι μηνιαίες καταβολές της ανακόπτουσας, από το χρόνο έκδοσης της προσωρινής διαταγής μέχρι και την 8-1-2021. Αντίθετα, δεν έχουν συνυπολογιστεί οι καταβολές της τελευταίας, εκ ποσού 47 ευρώ έκαστη, που έλαβαν χώρα την 22-1-2021, την 19-2-2021 και την 30-3-2021, αντιστοίχως, μολονότι αυτές πιστώθηκαν στον ένδικο λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου, το οποίο δεν προκύπτει να έχει καταγγελθεί, τουλάχιστον μέχρι το χρόνο έκδοσης της ένδικης διαταγής πληρωμής. Συνακόλουθα, η ένδικη απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή κατά της ανακόπτουσας ανέρχεται ήδη στο συνολικό ποσό των 45.296,08 ευρώ (45.437,08 – 141), καθότι, κατά τη σχετική συμφωνία των διαδίκων (άρθρο 12) το καταβληθέν ποσό των 141 ευρώ (ήτοι 47 ευρώ Χ 3) καταλογίζεται κατά σειρά αρχικά στην ανωτέρω οφειλή των εξόδων (σε ολοσχερή εξόφληση αυτής) και μετά στην ανωτέρω οφειλή των τόκων υπερημερίας (σε μερική εξόφληση αυτής) [ήτοι 637,19 [= (1,18 + 636,21)  – 141 = 496,39 ευρώ] και άρα, το νέο συνολικό οφειλόμενο ποσό των 45.296,08 ευρώ αναλύεται ως εξής : ληξιπρόθεσμα χρεολύσια ποσού ευρώ 33.162,19, τόκοι κεφαλαίου ποσού ευρώ 11.637,50, τόκοι υπερημερίας ποσού ευρώ 496,39. Επομένως, ο τρίτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα αμφισβητεί το ύψος του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού, επικαλούμενη ότι δεν έχει υπολογιστεί το συνολικό ποσό των 3.376 ευρώ, το οποίο κατέβαλε συμμορφούμενη με την ένδικη προσωρινή διαταγή, ήτοι 47 ευρώ μηνιαίως κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, έναντι της ένδικης απαίτησης, είναι αρκούντως ορισμένος και νόμιμος, ως ένσταση μερικής εξόφλησης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 416 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, τα δικαιοπαραγωγικά γεγονότα της οποίας συνέτρεξαν σε χρόνο πριν την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση (2460/2022) έκρινε αντίθετα, απορρίπτοντας ως αόριστο τον ως άνω λόγο ανακοπής, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού πρώτου λόγου αυτής και του, κατά τη δέουσα εκτίμηση, τέταρτου σκέλους του, και ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο τρίτος λόγος της ανακοπής ως βάσιμος κατ’ ουσίαν και μετά και την απόρριψη των λοιπών λόγων της ανακοπής, που επιδιώκουν την ολική ακύρωση της διαταγής πληρωμής, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να ακυρωθεί εν μέρει η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, και δη κατά το ποσό των 141 ευρώ και να επικυρωθεί κατά τα λοιπά η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, ώστε η επιδικασθείσα με αυτή απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή να ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 45.296,08 ευρώ, αναλυόμενο ως εξής : ληξιπρόθεσμα χρεολύσια ποσού ευρώ 33.162,19, τόκοι κεφαλαίου ποσού ευρώ 11.637,50, τόκοι υπερημερίας ποσού ευρώ 496,39, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τα δε δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της ένδικης έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/22-2-2024 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στην τελευταία, καθότι η έφεσή της αυτή έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 2460/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 2460/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 16-9-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό …/2021 ανακοπή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει τη με αριθμό …./2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το ποσό των 141 ευρώ.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ κατά τα λοιπά τη με αριθμό ……./2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ώστε η επιδικασθείσα απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή να ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 45.296,08 ευρώ, αναλυόμενο ως εξής : ληξιπρόθεσμα χρεολύσια ποσού ευρώ 33.162,19, τόκοι κεφαλαίου ποσού ευρώ 11.637,50, τόκοι υπερημερίας ποσού ευρώ 496,39.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την  8  Σεπτεμβρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ