Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 573/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

Αριθμός απόφασης  573 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα ……………

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………, ο οποίος παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Παναγιώτη Σαπουντζάκη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «……….», με ΑΦΜ …………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δικαίου Χασανάκου.

Ο εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εφεσίβλητης, την από 12-3-2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2015 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 283/2016 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ο ενάγων, με την από 30-12-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2018, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2018, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 46/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, αφού η έφεση έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η εναγομένη άσκησε την από 20-12-2020 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1129/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, στο σύνολό της, και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτείτο από άλλον Δικαστή. Ήδη, με την από 13-6-2024 και με αριθμ. καταθ. …………/2025 ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, κλήση του εκκαλούντος, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητείται εκ νέου η συζήτηση της ανωτέρω έφεσης.

Οι διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως αναφέρεται ανωτέρω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την ανωτέρω, από 13-6-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024 κλήση του εκκαλούντος – ενάγοντος, νομίμως επαναφέρεται, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 30-12-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2018, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2018, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση του ιδίου, κατά της υπ’ αριθμ. 283/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατόπιν της εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 1129/2023 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε, στο σύνολό της, η υπ’ αριθμ. 46/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που είχε εκδοθεί, αρχικά, επί της ανωτέρω εφέσεως, και η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. 2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση…». Εξάλλου, κατά  τη  διάταξη  του  άρθρου  580  παρ. 3 ΚΠολΔ  «Αν  ο  Άρειος  Πάγος  αναιρέσει  την

απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα». Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο, επί οποιουδήποτε ζητήματος, έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοση αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 251/16 και ΑΠ 738/12 Ιστοσελίδα Α.Π., ΑΠ 975/00 ΕλλΔικ 42. 81). Στο σύνολό της, θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, ή προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/07 ΕλλΔικ 48. 1012, ΑΠ 423/14 Ιστοσελίδα Α.Π., ΑΠ 845/10 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, μετά την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια να αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση, αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της παραπομπής, μετά από κλήση (ΑΠ 45/22 Ιστοσελίδα Α.Π., ΑΠ 845/10 ό.π., ΑΠ 1179/10 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η εκκρεμοδικία της, κατ’ αυτής, έφεσης, η οποία θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3 και 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση και, στην περίπτωση της αντιμωλία συζήτησης της έφεσης, είτε θα δεχθεί αυτή και θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1216/20 και ΑΠ 758/18 Ιστοσελίδα Α.Π., ΑΠ 1421/02 ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο της μετά από την αναίρεση της ένδικης υπόθεσης, ερευνά μόνο τους λόγους έφεσης, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία, μόνον, επανακρίνεται η υπόθεση (ΑΠ 1145/05 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια, υπάρχει δεδικασμένο, το οποίο δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει, έτσι, το δικαστήριο της παραπομπής, που δεν δεσμεύεται να κρίνει, διαφορετικά, επί της ουσίας της υπόθεσης, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα, που επέλυσε η αναιρετική απόφαση, με τον λόγο αναίρεσης, που έκανε δεκτό (AΠ 738/12, ΑΠ 1343/02, ΕΑιγ 32/21, ΕΑ 220/20 ΝΟΜΟΣ). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και, μάλιστα του, τυχόν χαρακτηρισμού της, από αυτήν, της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ως ολικής (ΑΠ 251/16 ό.π. ΑΠ 304/16 και ΑΠ 386/14 Ιστοσελίδα Α.Π.). Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕΑ 4924/12, ΜονΕΑ 507/20, ΜονΕΑ 220/20, ΜονΕΠειρ 33/17 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, ο καλών – ενάγων άσκησε, κατά της εναγομένης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 12-3-2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………../2015 αγωγή, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 283/2016 οριστική απόφαση, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε. Κατά της ως άνω αποφάσεως, ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε την 30-12-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2018, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2018, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση, με την οποία ζητούσε να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή. Επί της ως άνω εφέσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 46/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και δέχτηκε, εν μέρει, την αγωγή. Ακολούθως, η εφεσίβλητη άσκησε, ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά της ως άνω αποφάσεως, την από 20-12-2023 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1129/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την προσβληθείσα, με την αναίρεση, απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, στο σύνολό της, και παρέπεμψε την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του ίδιου (του παρόντος) Δικαστηρίου, που θα συγκροτείτο από διαφορετικό δικαστή. Η δε επαναφερόμενη, από την εφεσίβλητη, προς εκδίκαση, έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της τελευταίας, στις 25-1-2016, έως την άσκηση της ως άνω εφέσεως, στις 24-1-2018 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 10 του Ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 ΠΔ, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθη­κε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του Ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του ΝΔ 2655/1953, «ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρό­ντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ’ αντι­μισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικής ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορί­ας, καθώς και πάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγω­γή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικός εν γένει υπηρεσίας». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση χαρα­κτηρισμό αυτού ή τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύ­ριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προ­ϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφό­σον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι’ αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργα­σία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων. Έτσι, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρ­φωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτε­ρεί του σωματικού. Ειδικότερα για το χα­ρακτηρισμό ως ιδιωτικών υπαλλήλων των απασχολουμένων στη βιομηχανική παρα­γωγή, δεν αρκεί η άσκηση στο χειρισμό και στη ρύθμιση των μηχανικών μέσων με τα οποία, λόγω της αλματώδους τεχνολογι­κής προόδου, αναπληρώνεται η καταβολή μυϊκής δυνάμεως, αλλά απαιτείται εξειδιασμένη εμπειρία και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνον όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας, το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΑΠ 487/19, ΑΠ 1405/14, ΜονΕΠειρ 135/16 ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων – εκκαλών, άσκησε, σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 12-3-2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………./2015 αγωγή, με την οποία εξέθετε ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρίας, ο ίδιος προσελήφθη, στις 2-1-2001, στην επιχείρησή της, με αντικείμενο δραστηριότητας τις  επισκευές πλοίων, προσφέροντας σε αυτήν, έκτοτε, τις υπηρεσίες του, ως εργοδηγός – μηχανικός, υπό τις εντολές και οδηγίες του οποίου, εργάζοντο οι εργατοτεχνίτες της. Ότι την ως άνω εργασία του παρείχε στην εναγομένη, έως τις 7-1-2015, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, προσφέροντάς του, ως αποζημίωση απολύσεως, με βάση τις μηνιαίες μικτές αποδοχές του, ύψους 2.520 (100,80 ευρώ/ημέρα Χ 25) ευρώ, το ποσό των 7.056 ευρώ, επικαλούμενη την ιδιότητα του, ως εργάτη. Ότι ο ίδιος, όμως, κατείχε την υπαλληλική ιδιότητα, δοθέντος ότι η ανωτέρω εργασία του ήταν αμιγώς πνευματική, ως του στελέχους της εναγομένης που είχε την ευθύνη, έναντι αυτής, για την όλη επίβλεψη των διενεργούμενων ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών, του καταμερισμού των καθηκόντων και του συντονισμού της ομάδας των εργατοτεχνιτών, της παρακολούθησης της πορείας τους, καθώς και του ελέγχου των εργασιών που διενεργούντο. Ότι, για το λόγο αυτό, το ύψος της αποζημίωσης απόλυσής του, υπολογιζομένης, βάσει της ανωτέρω ιδιότητας του, ως υπαλλήλου, ανέρχεται στο ποσό των 29.400 ευρώ, εκ του οποίου η εναγομένη του έχει καταβάλει ποσό 1.400 ευρώ μόνο, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ύψους 28.000 ευρώ. Ότι η εναγομένη, καταγγέλλοντας την ανωτέρω σύμβαση εργασίας του, στις 7-1-2015, δεν του κατέβαλε, επίσης, τα ποσά 2.520 ευρώ και 1.260 ευρώ, που αντιστοιχούν στις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας του, για το έτος 2015, τα οποία και εξακολουθεί να του οφείλει. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, ως αποζημίωση απόλυσης, μετά από παραδεκτό περιορισμό του σχετικού αγωγικού αιτήματος, το ποσό των 26.124 ευρώ (καθόσον, εν τω μεταξύ, η τελευταία, για την ως άνω αιτία, του είχε καταβάλει και το υπόλοιπο εκ του ποσού των 7.056 ευρώ, που θεωρούσε ότι του οφείλει συνολικά, ήτοι ποσό 5.655 ευρώ), καθώς και τα ποσά των 2.520 ευρώ και 1.260 ευρώ, ως αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας 2015, αντίστοιχα, και συνολικά, για τις ως άνω αιτίες, το ποσό των 26.124 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επί της ανωτέρω αγωγής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 283/2016 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία, η αγωγή απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με τους λόγους της εφέσεώς του, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, να γίνει δεκτή η αγωγή.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως και της ανωμοτί καταθέσεως του ενάγοντος, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των υπ’ αριθμ. …./30-4-2015 και …../30-4-2015 ενόρκων βεβαιώσεων των …………… και ………., αντίστοιχα, που ελήφθησαν, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς, με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. …../΄28-4-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., μετά της συνημμένης από 27-4-2015 γνωστοποιήσεως εξετάσεως μαρτύρων και κλήσεως), των υπ’ αριθμ. …./2-10-2015 και …/2-10-2015 ενόρκων βεβαιώσεων των ………. και …. ., αντίστοιχα, που ελήφθησαν, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς, με επιμέλεια του ενάγοντος, προς αντίκρουση των ισχυρισμών της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως αυτής, δια σχετικής δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, των υπ’ αριθμ. …./23-9-2015, …../23-9-2015 και …/23-9-2015 ενόρκων βεβαιώσεων των ………., αντίστοιχα, που ελήφθησαν, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς, με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. …../11-9-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …., μετά της συνημμένης από 10-9-2015 γνωστοποιήσεως εξετάσεως μαρτύρων και κλήσεως), της υπ’ αριθμ. …/6-11-2024 ενόρκου βεβαιώσεως του …………, που ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της  εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. ….΄/1-11-2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., μετά της συνημμένης από 1-11-2024 γνωστοποιήσεως εξετάσεως μαρτύρων και κλήσεως) και προσκομίζεται, το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και όλων των, μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων (η μνεία κατωτέρω ορισμένων  εξ αυτών είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί), -πλην των, προσκομιζομένων από την εναγομένη, εξοφλητικών αποδείξεων μισθοδοσίας του ενάγοντος, οι οποίες δεν θα ληφθούν υπόψη, καθώς, μετά την, εκ μέρους του τελευταίου, άρνηση της γνησιότητας της, επ’ αυτών, υπογραφής του, δεν αποδείχθηκε η γνησιότητα αυτής, από την, φέρουσα το σχετικό βάρος απόδειξης, εναγομένη (άρθρ. 457 & 2 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 15/03, ΑΠ 535/19, ΑΠ 401/19, ΑΠ 1349/18, ΑΠ 1658/17, ΑΠ 20/17, ΑΠ 714/14, ΑΠ 1756/12, ΑΠ 279/11, ΑΠ 816/10, ΑΠ 31/06 ΝΟΜΟΣ), δοθέντος ότι, στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, λαμβάνονται μεν υπόψη και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ήτοι, έγγραφα άκυρα ή ιδιωτικά ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους και, γενικά, κάθε είδους έγγραφα, όχι, όμως, πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, καθώς δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (ΟλΑΠ 15/03, ΑΠ 718/21, ΑΠ 1135/21, ΑΠ 78/20, ΑΠ 595/20, ΑΠ 239/17 ΝΟΜΟΣ)-, και των αυτεπαγγέλτως λαμβανομένων υπόψη διδαγμάτων κοινής πείρας (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη, στις 4-4-2001, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, ο πρώτος προσελήθη από την τελευταία, προκειμένου να εργασθεί σε επιχείρηση επισκευών πλοίων που αυτή διατηρεί, υπό την ειδικότητα του εφαρμοστή. Τις ως άνω υπηρεσίες του παρείχε στην εναγομένη, έως τις 31-12-2014, οπότε και έλαβε χώρα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, από την ανωτέρω εργοδότριά του, που υπολόγισε τη σχετική, εκ της καταγγελίας, οφειλομένη αποζημίωσή του, στο ποσό των 7.056 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αυτό που δικαιούται εργάτης, με τα χρόνια εργασίας του ενάγοντος, λαμβανομένου υπόψη του ημερομισθίου του, κατά το χρόνο της απολύσεώς του, που ανήρχετο στο ποσό των 100,80 ευρώ. Ο ίδιος ισχυρίζεται, με την κρινομένη αγωγή του, ότι το ως άνω ποσό αποζημιώσεως υπολείπεται αυτού που πράγματι δικαιούται, καθόσον, καθ’ όλο το διάστημα εργασίας του στην επιχείρηση της εναγομένης, αυτός παρείχε υπηρεσίες υπαλλήλου και όχι εργάτη σε αυτήν, -δοθέντος ότι στην παρασχεθείσα ως άνω εργασία του προείχε το πνευματικό στοιχείο, καθώς ήταν ο εργοδηγός των σχετικών εργασιών, επιφορτισμένος με την όλη επίβλεψή τους, τον καταμερισμό των σχετικών καθηκόντων στους εργατοτεχνίτες και τον συντονισμό αυτών, την παρακολούθησή τους, τον έλεγχο των εργασιών που διενεργούσαν, και υπεύθυνος, έναντι της εναγομένης, για αυτές-, με αποτέλεσμα η ως άνω αποζημίωσή του να πρέπει να υπολογισθεί, βάσει της υπαλληλικής ιδιότητάς του, ανερχομένη στο ποσό των 29.400 ευρώ. Πλην όμως, ο ανωτέρω ισχυρισμός του ενάγοντος περί του υπαλληλικού χαρακτήρα της ως άνω παρασχεθείσας, από αυτόν, εργασίας δεν αποδείχθηκε. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος εργαζόταν στο μηχανουργείο της επιχείρησης της εναγομένης, ως εργατοτεχνίτης εφαρμοστής, αμειβόμενος, πάντοτε, με τις εκάστοτε ισχύουσες, κατά το νόμο και τις Σ.Σ.Ε., αποδοχές του εργατοτεχνίτη και όχι με τις αντίστοιχες του υπαλλήλου – εργοδηγού. Η ως άνω εργασία του, ως χειρωνακτική, προερχόταν από την καταβολή σωματικής ενέργειας και δεν ήταν προϊόν πνευματικής καταβολής, για δεν την εκτέλεση αυτής, δεν απαιτούντο θεωρητικές γνώσεις και εξειδιασμένη εμπειρία. Ο ίδιος δε, παρά τα όσα αντίθετα διατείνεται, ουδόλως ασκούσε συντονιστικό και εποπτικό ρόλο των εκτελουμένων εργασιών, αναπτύσσοντας σχετική καθοδηγητική πρωτοβουλία, ούτε και είχε αναλάβει την ευθύνη, έναντι της εναγομένης εταιρίας, ως προς την εντελή εκτέλεση των εργασιών αυτών, δοθέντος ότι οι εκπρόσωποι της τελευταίας, ………….., διέθεταν πτυχίο μηχανολόγου, ο πρώτος, μηχανολόγου – μηχανικού, ο δεύτερος, και μηχανικού Α΄ Τάξεως του Ε.Ν., ένεκα δε των ανωτέρω προσόντων τους, ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου των εργατών, διηύθυναν τις εργασίες, παρείχαν οδηγίες και ασκούσαν επίβλεψη των ως άνω εργασιών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η εναγομένη δεν χρειαζόταν, τόσο κατά το χρόνο πρόσληψης του ενάγοντος, όσο και ακολούθως, μηχανικό, αφού την ιδιότητα αυτή είχαν οι εταίροι της, αλλά εργατοτεχνίτες, όπως ο ενάγων. Το γεγονός ότι ο τελευταίος κατείχε πτυχίο εργοδηγού μηχανικού του Ε.Ν., με αριθμ. …………/20-9-1988, από την ιδιωτική σχολή μηχανικών Ε.Ν. «………..», δεν οδηγεί, άνευ άλλου τινός, στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος προσελήφθη και εργάσθηκε, ως μηχανικός – εργοδηγός, στην ανωτέρω επιχείρηση της εναγομένης. Ο δε ισχυρισμός του ότι η ιδιότητά του, ως υπαλλήλου, αποδεικνύεται και από το από 1-12-2009 πιστοποιητικό εκπαίδευσης της εταιρίας ………., από το οποίο προκύπτει μετεκπαίδευσή του, το Νοέμβριο του έτους 2009, στον μηχανολογικό τομέα, στις Ινδίες, δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς, σύμφωνα με το ως άνω πιστοποιητικό εκπαίδευσης, ο ίδιος εκπαιδεύθηκε στη λείανση στροφαλοφόρου, με τον εξοπλισμό και τα εργαλεία της «……….», που συνάδει με την εργασία του ως εργατοτεχνίτη – εφαρμοστή, ενώ, περαιτέρω, η ως άνω επικαλούμενη από αυτόν υπαλληλική ιδιότητα δεν αποδεικνύεται, ούτε από την παρακολούθηση σεμιναρίου εκπαίδευσης μηχανικών πλοίου, το έτος 2009, σχετικά με το σχεδιασμό, τη λειτουργία και τη συντήρηση τύπων μηχανών S/K/L/MC-/MC-C, που συνάδει με υψηλών προσόντων εργατοτεχνίτη. Ο ενάγων, βέβαια, λόγω της εμπειρίας, των ικανοτήτων και των ανωτέρω γνώσεών του, είχε τη δυνατότητα να καθοδηγεί τους συναδέλφους του, εργατοτεχνίτες, στην εκτέλεση των εργασιών τους, όποτε απευθύνονταν στον ίδιο, για τη συνδρομή του, πλην όμως, το γεγονός αυτό δεν τον καθιστά, αναγκαίως, και προϊστάμενό τους, δοθέντος μάλιστα και του ότι ο τελευταίος εργαζόταν, μαζί με αυτούς, στις ίδιες εργασίες. Εξάλλου, πριν την κατάρτιση της ένδικης ως άνω συμβάσεως εργασίας, ο ενάγων είχε εργασθεί, ξανά, στην εναγομένη, κατά τα διαστήματα από 25-8-1999 έως 29-5-2000 και από 22-1-2001 έως 30-3-2001. Σε όλα δε τα εκδοθέντα από αυτήν έγγραφα, αναφορικά με τον ανωτέρω εργαζόμενό της, η εναγομένη εμφάνιζε τον ενάγοντα, ως εφαρμοστή (βλ. τις από 22-1-2001 και 4-4-2001 αναγγελίες πρόσληψής του στον Ο.Α.Ε.Δ, την από 26-10-1999 κατάσταση εργαζομένων της εναγομένης, θεωρημένη από το Ι.Κ.Α., τις καταστάσεις ασφαλίσεως προσωπικού στο Ι.Κ.Α., έτους 2001, τον με αριθμ. πρωτ. θεώρησης Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) ……../18-11-2011 πίνακα προσωπικού της εναγομένης και την από 11-2-2014 γνωστοποίηση της εναγομένης, προς το Ι.Κ.Α. Περάματος, της αδικαιολόγητης απουσίας του ενάγοντος από την εργασίας του) ή εργάτη – εφαρμοστή, (βλ. την από 30-3-2001, κοινοποιηθείσα στον Ο.Α.Ε.Δ., καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και τον υποβαλλόμενο στο Σ.ΕΠ.Ε., με αριθμ. πρωτ. …………./11-11-2013, πίνακα προσωπικού της εναγομένης εταιρίας). Με δε την ιδιότητα του εφαρμοστή εμφανίζεται ο ενάγων και σε υπογεγραμμένες από τον ίδιο καταστάσεις εργαζομένων που διενεργούσαν, για λογαριασμό της εναγομένης, εργασίες σε διάφορα πλοία, όπως στα πλοία C, C-A, CE, H, T, A (βλ. τις αντίστοιχες προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. …/19-5-2011, …./13-7-2012, …/16-7-2012, …/12-2-2013, …/25-3-2013 και από 22-4-2014 καταστάσεις εργασίας) και το πλοίο Traider (βλ. τις σχετικές υπ’ αριθμ. …./1-8-2014 και …/1-8-2014  καταστάσεις εργασίας), στο οποίο, μάλιστα, ήταν και ο μόνος εργαζόμενος της εναγομένης, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι δεν μπορεί παρά να απασχολήθηκε ο ίδιος, στο πλοίο αυτό, ως εργάτης, αφού δεν υπήρχαν άλλοι εργαζόμενοι, υπό τις οδηγίες και τον έλεγχό του. Καθ’ όλο δε το προαναφερόμενο διάστημα εργασίας του, από το έτος 1999 έως τις 31-12-2014, στην εναγομένη, ο ενάγων ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για το ότι η εναγομένη τον εμφάνιζε, κατά τα ανωτέρω, ως εργάτη – εφαρμοστή, ούτε για το ότι τον άμειβε με αποδοχές εργατοτεχνίτη και όχι υπαλλήλου. Σημειωτέον ότι και στην κρινομένη, από 31-12-2014, κοινοποιηθείσα στον Ο.Α.Ε.Δ., στις 7-1-2015, καταγγελία της ένδικης ως συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος, που υπογράφεται από τον ίδιο, ο ενάγων αναφέρεται, επίσης, ως εργάτης, χωρίς οποιαδήποτε, κατά την ως άνω υπογραφή, διατυπούμενη από αυτόν αμφισβήτηση της εν λόγω αναφοράς περί της ανωτέρω ιδιότητάς του ή του ποσού αποζημιώσεως που του προσφέρθηκε και αντιστοιχεί σε αποζημίωση εργάτη, δοθέντος ότι από τη χειρόγραφη από τον ίδιο αναγραφή στο έγγραφο της ως άνω καταγγελίας «δεν έχω λάβει την αποζημίωσή μου, η οποία θα καταβάλλεται κάθε μήνα» συνάγεται, εμμέσως, ότι αυτός αποδέχεται να λάβει το ποσό της αποζημίωσης εργάτη με τα χρόνια υπηρεσίας του, ίσου με 7.056 ευρώ, μη αιτούμενος αποζημίωσης υπαλλήλου. Περαιτέρω, όπως, άλλωστε, συνομολογείται και από τον ενάγοντα, η εναγομένη κατέβαλε στον ίδιο, ως αποζημίωση απόλυσης, τμηματικά, το συνολικό ποσό των 7.056 ευρώ. Το ποσό αυτό υπολογίσθηκε, βάσει των αποδοχών του ενάγοντος, ως εργάτη, αμειβομένου με ημερομίσθιο, -ύψους, κατά το χρόνο της ανωτέρω καταγγελίας, ως προαναφέρθηκε, 100,80 ευρώ-, και της διάρκειας εργασίας του στην ως άνω εργοδότρια του, που ήταν συμπληρωμένα δεκατέσσερα έτη, ένεκα των οποίων, η δικαιούμενη από αυτόν, κατά το νόμο, σχετική αποζημίωση ανέρχεται σε 60 ημερομίσθια, προσαυξημένα κατά ποσοστό 1/6, που αναλογεί στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και στο επίδομα αδείας {[100,80 + (100,80 Χ1/6)] Χ 60}. Εφόσον, λοιπόν, το ανωτέρω ποσό των 7.056 ευρώ που κατεβλήθη, από την εναγομένη, για την ως άνω αιτία, στον ενάγοντα ήταν και αυτό που πράγματι οφείλετο στον τελευταίο, λόγω της ιδιότητάς του ως εργάτη, -αφού δεν αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω, ότι ο τελευταίος, εργαζόταν στην επιχείρηση αυτής, ως υπάλληλος-, ουδεμία αξίωση διατηρεί αυτός, έναντι της εναγομένης εργοδότριάς του, για καταβολή μεγαλύτερης αποζημίωσης, και δή της διαφοράς μεταξύ της ως άνω καταβαλλομένης και αυτής που θα εδικαιούτο υπάλληλος, με τις δικές του αποδοχές και το χρόνο υπηρεσίας του. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην αυτή ως άνω κρίση, σχετικά με την εργασία του ενάγοντος στην επιχείρηση της εναγομένης, υπό την ιδιότητα του εργάτη, και στη συνακόλουθη απόρριψη της αγωγής, ως προς το αίτημά της περί καταβολής στον τελευταίο επιπλέον αποζημίωσης απόλυσης, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του, υποστηρίζοντος τα αντίθετα, πρώτου λόγου εφέσεως, ως αβάσιμου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα, στις 31-12-2014, ως, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από την υπογραφή του ιδίου στην τελευταία σελίδα του σχετικού εγγράφου της, όπου, σε δύο σημεία του, αναγράφεται η εν λόγω ημερομηνία, με αποτέλεσμα ο ενάγων να μην δικαιούται τα αξιούμενα από αυτόν ποσά, για αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας του έτους 2015. Η εκκαλουμένη δε απόφαση που δέχθηκε τα ανωτέρω, σε ουδεμία πλημμέλεια υπέπεσε, αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε ο συναφής δεύτερος λόγος εφέσεως να τυγχάνει, επίσης, αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 183, 179 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-12-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2018, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2018, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.-

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση.-ΚΑΙ

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων-.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  8.9.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ