Αριθμός 406/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 13.10.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../13.10.2014) έφεση των ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ’ αριθ. 2287/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ) και απέρριψε την από 11.2.2010 αγωγή τους κατά της εναγόμενης εταιρίας «ΟΛΠ Α.Ε» (ήδη εφεσίβλητης), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια της εναγομένης, στους ενάγοντες την 24.9.2014 (βλ. την υπ’ αριθ. ……. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……… προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, που είχε υπογράψει το δικόγραφο της αγωγής και είχε εκπροσωπήσει αυτούς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), ενώ αυτή (έφεση) κατατέθηκε την 13.10.2014, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/23-7-2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, ενώ, στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη ως άνω έφεση κατατέθηκε πριν την 1.1.2016.
ΙΙ. Με την από 11.2.2010 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./11.2.2010) αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) οι ενάγοντες … και ……… (ήδη εκκαλούντες), επικαλούμενοι ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούνται, από την 11.1.2005 ο πρώτος και από την 1.7.2015 ο δεύτερος αυτών, ως υπάλληλοι στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» (ήδη εφεσίβλητη), εξέθεσαν ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των εργασιών τους ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με τις Ειδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε), που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ομοσπονδίας Υπαλλήλων Λιμανιών Ελλάδας (ΟΜ.Υ.Λ.Ε). Ότι αυτοί (ενάγοντες) απασχολούνται ειδικότερα στον Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων (Σ.ΕΜΠΟ) ως χειριστές οχημάτων στοιβασίας και μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, δραστηριότητες που σχετίζονται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων εντός των πλοίων, επί της προκυμαίας, από και προς τους χώρους προσωρινής εναπόθεσης και αποθήκευσης καθώς και κατά την φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων επί χερσαίων μεταφορικών μέσων. Ότι στην εργασία τους αυτή στο λιμάνι του Πειραιά, που παρουσιάζει ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι οι χειριστές σε τρεις διαδοχικές βάρδιες, διάρκειας 7,5 ωρών εκάστη, όλες τις ημέρες της εβδομάδας φορτώνοντας και εκφορτώνοντας εμπορεύματα, ενώ λαμβάνουν και επίδομα βάρδιας. Ότι οι αποδοχές τους καθορίζονται ανάλογα με τον μισθολογικό κλάδο που ανήκουν καθώς και το μισθολογικό τους κλιμάκιο και επ’ αυτών υπολογίζονται όλα τα επιδόματα που λαμβάνουν, ήτοι χρονοεπίδομα, οικογενειακό επίδομα, επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης, επίδομα χειρισμού, επίδομα ειδικών συνθηκών και επίδομα βάρδιας. Ότι, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, εργάστηκαν πλέον του συμβατικού ωραρίου των 7,5 ωρών, κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα και Κυριακές και ότι για την εργασία αυτή δικαιούνται αμοιβή α) για πρόσθετη εργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία για το χρονικό διάστημα από 11.1.2005 έως 30.9.2005 και β) για πρόσθετη εργασία, υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία για το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 31.12.2007, υπολογιζόμενη βάσει του βασικού μισθού και του συνόλου των επιδομάτων που ελάμβαναν, όπως ορίζονται από τις ισχύουσες Σ.Σ.Ε. των ετών 2004 έως 2007. Ότι, από την παροχή της εργασίας τους κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αυτοί (ενάγοντες) διατηρούν κατά της εναγόμενης εταιρίας αξιώσεις: α) για διαφορές αμοιβής για πρόσθετη εργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία για το χρονικό διάστημα 11.1.2005 έως 30.9.2005, β) για διαφορές αμοιβής για πρόσθετη εργασία, υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία για το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 31.12.2007 και γ) για διαφορές για εργασία κατά τη νύκτα, κατά τις Κυριακές και τις αργίες, κατά τα Σάββατα και για διαφορές επιδομάτων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας, συνολικού ύψους 30.289,59 ευρώ ο πρώτος αυτών και 30.552,04 ευρώ ο δεύτερος αυτών, όπως οι επί μέρους απαιτήσεις αναφέρονται κατ’ είδος, χρόνο και ποσόν στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες, όπως περιόρισαν μερικώς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής τους σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 223 ΚΠολΔ), ζήτησαν: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον πρώτο αυτών το ποσό των 18.818,87 ευρώ και στο δεύτερο αυτών το ποσό των 18.477,12 ευρώ, που αφορούν διαφορές αμοιβής εργασίας κατά τη νύκτα και διαφορές επιδομάτων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας και β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον πρώτο αυτών το ποσό των 11.470,72 ευρώ και στο δεύτερο αυτών το ποσό των 12.074,92 ευρώ, που αφορούν τις λοιπές αιτίες, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αναφερόμενης προγενέστερης όμοιας αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της ως άνω αγωγής τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή, στο σύνολό της, ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγοντες με την υπό κρίση έφεσή τους, για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν λόγο που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή τους.
ΙΙΙ. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» και το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε», η οποία είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον Κ.Ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του Α.Ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011 και 26/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (ΟλΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ 415/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 416/2017 και 417/2017, ΑΠ 1171/2014, 1172/2014 και 1173/2014 όλες δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Περαιτέρω, ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ο.Λ.Π. Α.Ε. αποτελεί Κανονισμό Εργασίας, ο οποίος εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, που δόθηκε με το Ν. 2688/1999 (άρθρα 2 και 3) και εγκρίθηκε με την 5115.01/02/2004 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών-Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26-2-2004), όπως διορθώθηκε (ΦΕΚ Β΄ 1002/6-7-2004). Στα άρθρα 50 έως 54 του Κανονισμού ρυθμίζονται τα γενικά θέματα σχετικά με το χρόνο εργασίας και την υπερωριακή απασχόληση του προσωπικού της Ο.Λ.Π. Α.Ε. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 51 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ορίζεται «1. Το προσωπικό εργάζεται με σύστημα πενθήμερη- εβδομαδιαίας εργασίας, 2. Η πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία αρχίζει τη Δευτέρα και λήγει την Παρασκευή, 3. Οι ώρες κανονικής ημερήσιας εργασίας του προσωπικού ορίζονται σε επτά και μισή (7,5) και κανονική; εβδομαδιαίας εργασίας σε τριανταεπτά και μισή (37,5) με την επιφύλαξη του παρακάτω εδαφίου … 5. Το προσωπικό της Εταιρείας είναι δυνατόν να εργάζεται κατά την ημέρα του Σαββάτου, την ημέρα της Κυριακής και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες για την εξυπηρέτηση του κοινού και προς το σκοπό της αύξησης της παραγωγικότητας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας του Λιμένος Πειραιώς», ενώ με το άρθρο 54 παρ. 1 του ιδίου Γενικού Κανονισμού ορίζεται ότι «Σχετικά με την υπερωριακή εργασία και γενικά την πέρα του κανονικού ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου απασχόληση και κάθε είδους πρόσθετη εργασία, εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και του παρόντος Κανονισμού». Δηλαδή, ο ως άνω Κανονισμός παραπέμπει στα ειδικότερα συμφωνηθέντα με τις ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και ειδικότερα στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και Υπαλληλικού Προσωπικού (στο εξής Σ.Σ.Ε.Υ.Π.) της Ο.Λ.Π. Α.Ε., που ήδη ίσχυε και υπεγράφη στις 17.4.2000 μεταξύ της διοίκησης της επιχείρησης αυτής και των σωματείων των εργαζομένων της, όπως τροποποιήθηκε με τις μεταγενέστερες Σ.Σ.Ε.Υ.Π./ΟΛΠ, που αφορούν στα έτη 2002 – 2003 (με την από 23-10-2002 Σ.Σ.Ε), 2004 – 2005 (με την από 14-7-2004 Σ.Σ.Ε), 2006 (με την από 24-10-2006 Σ.Σ.Ε) και 2007 (με την από 4-12-2007 Σ.Σ.Ε), καθώς και από το Ν. 2065/2002. Αναλυτικότερα, το άρθρο 10 της Σ.Σ.Ε.Υ.Π./ΟΛΠ του 2000, έχει ως εξής: «…Οι ώρες κανονικής ημερήσιας εργασίας του προσωπικού ορίζονται σε επτά και μισή (7,5) και εβδομαδιαίας κανονικής εργασίας σε τριάντα επτά και μισή (37,5)…. Το ημερήσιο ωράριο εφαρμόζεται με σταθερές ή με εναλλασσόμενες βάρδιες εργασίας, εφόσον αυτό επιβάλλει η ομαλή λειτουργία του λιμένα και οι ανάγκες της Εταιρίας». Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.Δ. 515/1970 «Περί των χρονικών ορίων εργασίας μισθωτών» (ΦΕΚ Α’ 95 ), όπως αυτός έχει συμπληρωθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 18 του Ν. 1082/1980 και αντικατασταθεί με το άρθρο 16 του Ν. 2874/2000, που εφαρμόζεται αδιακρίτως όχι μόνο στον ιδιωτικό, αλλά και στο δημόσιο τομέα, κάθε εργοδότης υπαγόμενος στις διατάξεις του ως άνω νόμου υποχρεούται όπως μία φορά το χρόνο και κατά το χρονικό διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Νοεμβρίου καταθέτει στην αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ-Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης, πίνακα, στον οποίο, εκτός των άλλων, πρέπει να αναφέρονται τα στοιχεία ενός εκάστου των απασχολούμενων σε αυτή μισθωτών και η διάρκεια εργασίας τους. Εφόσον δε η, πέραν του νομίμου ωραρίου εργασίας, λειτουργία της επιχείρησης εξασφαλίζεται δια διαδοχικής εναλλαγής περισσότερων της μιας ομάδων (βάρδιες) ή σε περίπτωση επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων συνεχούς λειτουργίας με εναλλασσόμενες ομάδες (βάρδιες) επιβάλλεται η κατάθεση προγράμματος δύο φορές κατ’ έτος (μία τουλάχιστον ανά εξάμηνο). Περαιτέρω, στο άρθρο 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 515/1970, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 264/1973 και ήδη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 74 παρ. 11 του Ν. 3863/2010, ορίζεται ότι «Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδονται κάθε φορά μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, δύναται να χορηγείται κατά περίπτωση άδεια υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών εν γένει, καθώς και του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ επί πλέον των για κάθε κατηγορία επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης, στις περιπτώσεις: α) επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποίας κρίνεται απολύτως επιβαλλόμενη ως μη επιδεχόμενη αναβολή και β) εξαιρετικά επείγουσας εξυπηρέτησης των Ενόπλων Δυνάμεων, του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, αν ο αρμόδιος Υπουργός χορηγήσει άδεια υπερωριακής εργασίας πέραν από το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο, η απασχόληση των μισθωτών καθίσταται νόμιμη σε όλη τη χρονική έκτασή της, χωρίς να απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη επίδοση εγγράφου αναγγελίας στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας. Οι εν λόγω αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης είναι ατομικές, αφορούν σε συγκεκριμένη επιχείρηση ή υπηρεσία του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ και στην εξυπηρέτηση περιοριστικώς αναφερόμενων αναγκών, εκδίδονται σε κάθε περίπτωση ύστερα από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Οι αποφάσεις αυτές πρέπει να αναφέρουν τη συγκεκριμένη επιχείρηση ή υπηρεσία, τον αριθμό των εργαζομένων, για τους οποίους επιτρέπεται η εργασία πέραν του νομίμου, μέγιστου ωραρίου ημερήσιας απασχόλησης, τον αριθμό των ωρών κατά μήνα υπερωριακής απασχόλησης και το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο θα ισχύει η απόφαση του Υπουργού. Δεν απαιτείται δε να προσδιορίζονται στην απόφαση ονομαστικώς οι εργαζόμενοι που θα εργασθούν υπερωριακώς, καθ’ όσον ανάγεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να ορίσει, τηρώντας τους όρους της απόφασης ως προς τον αριθμό των μισθωτών και τις ώρες υπερωριακής απασχόλησης, ποιοι από τους μισθωτούς του θα εργασθούν, νομίμως, υπερωριακά (ΑΠ 699/2013, 1807/2011, 1160/2011, 1546/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 12 της Σ.Σ.Ε.Υ.Π./ΟΛΠ, στην οποία παραπέμπει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» (άρθρο 54), «Στο προσωπικό που απασχολείται πέραν του κανονικού ημερησίου και εβδομαδιαίου ωραρίου (συμβατικού) θα καταβάλλεται για κάθε ώρα πρόσθετης εργασίας, υπερεργασίας και υπερωρίας, αμοιβή ίση με το βασικό ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Για τον υπολογισμό του βασικού ωρομισθίου θα λαμβάνονται υπόψη ο βασικός μισθός και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας. Ο υπολογισμός για την εξεύρεση του βασικού ωρομισθίου θα γίνεται ως εξής: {(Βασικός Μισθός + Χρονοεπίδομα) Χ 6/25 : 37,5 ώρες}. Για κλάσμα ώρας μεγαλύτερη των 30 λεπτών υπολογίζεται αμοιβή για ολόκληρη ώρα. Για κάθε ώρα πρόσθετης νυκτερινής εργασίας, το παραπάνω βασικό ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 25%». Για την εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής (όπως και την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες), εξάλλου, ο Γενικός Κανονισμού Προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε. παραπέμπει στις Σ.Σ.Ε.Υ.Π./ΟΛΠ και ειδικότερα στο άρθρο 11 της Σ.Σ.Ε.Υ.Π./ΟΛΠ, με το οποίο ορίζονται τα εξής: «Στους απασχολούμενους, πέραν από την πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, κατά Σάββατο, Κυριακή ή εξαιρετέες ημέρες καταβάλλεται ειδική αμοιβή ίση με το ένα δέκατο πέμπτο (1/15) των τακτικών μηνιαίων αποδοχών ή χορηγείται μία (1) ημέρα ανάπαυσης μέσα στην επόμενη εβδομάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 67 του Ν. 2065/1992…. Η αμοιβή αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας. Η αμοιβή αυτή αντιστοιχεί σε εργασία 7,5 ωρών. Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος απασχοληθεί πέραν των 7,5 ωρών καταβάλλεται για κάθε επιπλέον ώρα το 1/7,5 της αμοιβής αυτής. Για κλάσμα ώρας μεγαλύτερη των 30 λεπτών υπολογίζεται αμοιβή για ολόκληρη ώρα». Το καθεστώς της εργασίας κατά τις άνω ημέρες, επιπροσθέτως, διέπεται από το άρθρο 67 του Ν. 2065/1992, το οποίο αποτελεί ειδική ρύθμιση για το προσωπικό του Ο.Λ.Π. και του Ο.Λ.Θ. προς το σκοπό της αύξησης της παραγωγικότητας και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των λιμένων, και όχι από την εργατική νομοθεσία. Αυτός ο τρόπος αμοιβής διατηρήθηκε και μετά την ψήφιση του Ν. 2470/1997 (Ενιαίο Μισθολόγιο Δημοσίων Υπαλλήλων), όταν ο ΟΛΠ ήταν ακόμη Ν.Π.Δ.Δ., και εξακολούθησε και μετά τη μετατροπή του σε Α.Ε. την 1.5.1999 (Ν. 2688/1999) και προβλέφθηκε και στο άρθρο 11 της Σ.Σ.Ε. Οι δε διατάξεις των παρ. 1 έως 5 του άρθρου 67 του Ν. 2065/1992 είναι ειδικές, καθόσον αυτές αφορούν αποκλειστικά την παρεχόμενη εργασία κανονικού ωραρίου κατά τις ημέρες του Σαββάτου, της Κυριακής ή εξαιρέσιμης ημέρας, ενώ η ειδική αμοιβή που θεσπίστηκε με τις παραπάνω διατάξεις ενέχει τη μορφή ειδικής υπερωριακής αποζημίωσης, αποκλείουσα κατά τον τρόπο αυτό περαιτέρω υπερωριακή αποζημίωση ή προσαύξηση. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της κοινής εργατικής νομοθεσίας τα ανωτέρω ζητήματα της υπερεργασίας, υπερωριακής απασχόλησης κλπ ρυθμίζονται, για το επίδικο χρονικό διάστημα, με τους Ν. 2874/2000 και 3385/2005. Ειδικότερα, με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 (όπως ίσχυε έως 30.9.2005), σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας 40 ωρών την εβδομάδα, καταργείται η κατά την κρίση του εργοδότη υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση πέντε (5) ωρών την εβδομάδα. Κατά συνέπεια, καταργούνται οι 44η, 45η, 46η, 47η και 48η ώρες υπεργασιακής απασχόλησης, εφόσον στις επιχειρήσεις αυτές ανώτατα νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας ήταν μέχρι τις 31.3.2001, το 48ωρο. Στις ως άνω επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για τρεις (3) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα) την εβδομάδα. Η τρίωρη αυτή πέραν των 40 ωρών απασχόληση από 1.4.2001 ονομάζεται ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση. Η πέραν των 43 ωρών απασχόληση του μισθωτού των ως άνω επιχειρήσεων θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Συνεπώς, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας μετά την ισχύ του Ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως. Από 1.4.2000 οι μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και για κάθε ώρα νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης και μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 435/1976. Ο μισθωτός, σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης (παράνομης) υπερωριακής απασχόλησης, για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (δηλαδή προσαύξηση 150% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου), σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου. Για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζεται μικρότερο ωράριο εργασίας από αυτό των 40 ωρών εβδομαδιαίως, όπως στην ΟΛΠ Α.Ε, οι ώρες απασχόλησης μέχρι τις 40 ώρες συνιστούν πρόσθετη (χρονικά) εργασία. Επομένως, οι ώρες από το συμβατικό ωράριο (37 1/2 ώρες) μέχρι και τις 43 εβδομαδιαίως συνιστούν πρόσθετη (χρονικά) εργασία (οι 2 και 1/2 ώρες) και ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση (οι 3 ώρες), οι οποίες δεν υπόκεινται σε διατυπώσεις νομιμότητας (πχ άδεια της αρχής ή αναγγελία). Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 αντικαταστάθηκε το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 (η ισχύς αυτού άρχισε από την 1.10.2005) ως εξής: «Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόληση… (παρ. 1). Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης… (παρ. 2). Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% (παρ. 3). Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία (παρ. 4). Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (παρ. 5)» (ΑΠ 316/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ανωτέρω από 11.2.2010 αγωγή με το ιστορούμενο στην παράγραφο IΙ της παρούσας περιεχόμενο και αίτημά της, είναι μη νόμιμη στο σύνολό της. Ειδικότερα, οι ενάγοντες έλαβαν ως βάση υπολογισμού το συμβατικό ωράριο που προβλέπεται με τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ και τον υπολογισμό του ωρομισθίου με βάση τον τύπο που προβλέπεται από τον Κανονισμό αυτό και, στη συνέχεια, υπολόγισαν το ωρομίσθιο με βάση το βασικό τους μισθό και το σύνολο των επιδομάτων τους, προβαίνοντας με τον τρόπο αυτό, κατά την σύγκριση των αποδοχών τους λόγω πρόσθετης εργασίας, υπερεργασίας και υπερωρίας κατά τις καθημερινές, σε επιλεκτική εφαρμογή και των ρυθμίσεων του Ν. 3385/2005 και των διατάξεων του Ν. 2065/1992 και του ως άνω Κανονισμού και δη των άρθρων 50-54 αυτού σχετικά με το ωράριο εργασίας. Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών. Περαιτέρω, αναφορικά με τις επικαλούμενες αγωγικές αξιώσεις για τη διαφορά της αμοιβής για την εργασία κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, πρέπει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην ίδια ως άνω νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 67 του Ν. 2065/1992 και 51, 54 του ως άνω Κανονισμού, το προσωπικό της Ο.Λ.Π Α.Ε δύναται να εργάζεται κατά το Σάββατο, Κυριακή και εξαιρέσιμες ημέρες, ενώ για την εργασία αυτή καταβάλλεται αμοιβή, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων, δώρων εορτών και αδειών. Συνεπώς, οι ενάγοντες µη νομίμως συνυπολογίζουν την ως άνω αμοιβή και κατά τον υπολογισμό των αιτούμενων αμοιβών τους για επιδόματα εορτών και αδείας, δεδομένου ότι η εργασία κατά τις ημέρες αυτές είναι νόμιμη και αμείβεται όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού. Τέλος, αναφορικά με τα αιτούμενα κονδύλια των διαφορών επιδομάτων εορτών, αποδοχών και επιδομάτων αδείας, η αγωγή είναι ομοίως μη νόμιμη, αφού για τη θεμελίωσή της οι ενάγοντες συναθροίζουν στις τακτικές αποδοχές τους την αναλογία αμοιβής υπερεργασίας, υπερωριακής εργασίας, νυκτερινής εργασίας, εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, ο υπολογισμός των οποίων είναι μη νόμιμος, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ως άνω αγωγή ως μη νόμιμη με την ίδια αιτιολογία, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τον μοναδικό λόγο της έφεσής τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
ΙV. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ως άνω έφεση των εναγόντων, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της δίκης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 13.10.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2014) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2287/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ