Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 574/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  574 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

1) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον ………… Ρέντη Αττικής, επί της συμβολής των οδών ………, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ευσταθίου Γραμμένου, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αναστασίου Κυριακίδη.

2) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αναστασίου Κυριακίδη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Μονοπρόσωπης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στον ……… Αττικής, επί της συμβολής των οδών ……….., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ευσταθίου Γραμμένου, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος – εκκαλών, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εκκαλούσας –  εφεσίβλητης, την από 23-5-2022 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………./2022 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 181/2024 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία, η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την ως άνω απόφαση προσέβαλαν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: α) η εναγομένη, με την από 27-2-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση και β) ο ενάγων, με την από 7-3-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, αμφότερες οι οποίες προσδιορίσθηκαν να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως ανωτέρω αναφέρεται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο παρόν Δικαστηρίου εκκρεμούν: α) η από 27-2-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση και β) η από 7-3-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, αμφότερες οι οποίες βάλλουν κατά της, εκδοθείσας κατά την  ειδική διαδικασία  των  εργατικών  διαφορών,  υπ’  αριθμ. 181/2024  οριστικής  απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και, ως εκ τούτου, πρέπει να συνεκδικασθούν, κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ. Οι ανωτέρω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε, στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, στις 6-2-2024, οι δε εφέσεις της εναγομένης και του ενάγοντος κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 29-2-2024 και 7-3-2024, αντίστοιχα, ήτοι, εντός της, προβλεπομένης από το άρθρο 518 ΚΠολΔ, προθεσμίας των τριάντα ημερών, από την επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 144 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ). Επομένως, οι εφέσεις, για παραδεκτό των οποίων δεν απαιτείται, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής, η καταβολή σχετικού παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 653, 656, 349 έως 351, 361, 57, 200, 288 ΑΚ, 1, 3, 7 Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση ή κατά κατάχρηση δικαιώματος, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της συμβάσεως, με συνέπεια να επέρχεται άμεσα ή έμμεσα ζημία στον μισθωτό, υλική ή ηθική. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των ως άνω σκοπών, αλλά άλλων, ασχέτων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση, αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο διότι η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο, ιδίως, επιβάλλεται, επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής, από τον μισθωτό, αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία του αυτή στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Η μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως, από τον εργοδότη, όπως είναι προδήλως και ο υποβιβασμός του μισθωτού σε υποδεέστερη θέση εκείνης, την οποία πρότερον κατείχε, και με μισθό ολιγότερο, αντιστοιχούντα στη νέα αυτή θέση, δεν επιφέρει μεν καθ’ εαυτή τη λύση της συμβάσεως εργασίας, μπορεί, όμως, ο εργαζόμενος, αν δεν αποδεχθεί τη μεταβολή, είτε να θεωρήσει αυτήν, ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως, εκ μέρους του εργοδότη, να αποχωρήσει από την εργασία του και να απαιτήσει την πληρωμή της, κατά νόμον, αποζημιώσεώς του (ΑΠ 473/24, ΑΠ 1122/21, ΑΠ 1669/18, ΑΠ 130/16, ΑΠ 224/98 ΝΟΜΟΣ), είτε να αξιώσει την τήρηση της εργασιακής συμβάσεως και να εξακολουθήσει, παρέχων την εργασία του, υπό τους, προ της μεταβολής, όρους και, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτής, από τον εργοδότη, να απαιτήσει από αυτόν, ως περιελθόντα, εντεύθεν, σε υπερημερία, την καταβολή του μισθού του ή, εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί, σύμφωνα με τους, προ της μεταβολής, όρους (ΑΠ 282/18, ΑΠ 216/17, ΑΠ 132/16 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1162/14 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων, όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ’ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεώς του), βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζομένου. Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται, έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου, για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζομένου σε αποχώρηση από την εργασία. Αρκεί ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού, με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο της επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής (ΑΠ 1162/14 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Περαιτέρω, εάν η επιχειρηθείσα από τον εργοδότη μονομερής βλαπτική ως άνω μεταβολή προσβάλλει την προσωπικότητα του μισθωτού, ως προς την επαγγελματική του αξία και τον εκθέτει στους συναδέλφους του και γενικά στο κοινωνικό του περιβάλλον, ο μισθωτός μπορεί να αξιώσει, κατά τα άρθρα 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, από την ανωτέρω πράξη του εργοδότη του (ΑΠ 473/24, ΑΠ 1122/21, ΑΠ 1669/18, ΑΠ 130/16, ΑΠ 13/12 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ, προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία, υπό ευρεία έννοια, αποκατάσταση του παθόντος, για την ηθική του βλάβη ή ψυχική οδύνη, που αυτός υπέστη, λόγω της αδικοπραξίας, ήτοι, για την μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται ο παθών, από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (ζωής, υγείας, ελευθερίας, τιμής κλπ), η οποία είναι ανεξάρτητη από την, κατά τα άρθρα 297 και 298 του ΑΚ, ζημία σε περιουσιακά αγαθά αυτού, ώστε αυτός να απολαύσει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, η οποία, άλλωστε, δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό, αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα κριτήρια που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διατάξεως αυτής. Τέτοια κριτήρια είναι ιδίως το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι όλες ειδικότερες συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη, η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εύλογη κρίση του όχι, κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε, το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως, αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Με βάση αυτά, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ύψος του ποσού της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως ελέγχεται αναιρετικά από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/15, ΑΠ 12/25, ΑΠ 1230/21, ΑΠ 367/20, AΠ 76/16, ΑΠ 221/16 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α΄ του ν. 3198/1955 «μισθωτοί συνδεόμενοι διά σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2112 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενο  όριο  ηλικίας,  εν  ελλείψει  δε  τοιούτου,  το  65ον  έτος  της  ηλικίας  των, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου δικαιούνται του ημίσεος της υπό τον ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, βάσει του β.δ. της 16/18.7.1920, οριζόμενης αποζημιώσεως διά την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζόμενης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος». Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής, η οποία συνεχίζει να ισχύει, είναι: α) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, β) συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωση του προβλεπομένου από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ορίου ηλικίας και, σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου, του 65ου έτους της ηλικίας και γ) αποχώρηση από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Εφ’ όσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο μισθωτός δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως του ν. 2112/1920 ή του β.δ. του 1920 (ΑΠ 1314/08, ΑΠ 1804/08). Από τις εν λόγω διατάξεις, συνάγεται ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή τους είναι, μεταξύ άλλων, και η συγκατάθεση του εργοδότη στην αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, δηλαδή συναγόμενη εμμέσως από τη συμπεριφορά του εργοδότη, εν όψει και των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη (ΑΠ 290/2015, 1318/2015). Έτσι, η συγκατάθεση του εργοδότη μπορεί να δοθεί, εγγράφως ή προφορικώς, ακόμη και σιωπηρώς, εφ` όσον προκύπτει σαφώς, πράγμα που συμβαίνει, όταν αυτός (εργοδότης) δεν εναντιωθεί στην αποχώρηση του μισθωτού (ΑΠ 64/23, ΑΠ 353/19, ΑΠ 1436/18, ΑΠ 311/17, ΑΠ 426/16, ΑΠ 170/13 ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, την από 23-5-2022 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2022 αγωγή, με την οποία, όπως αυτή διορθώθηκε παραδεκτά, εξέθετε ότι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη από τη δικαιοπάροχο της εναγομένης, στις 25-4-2006, με την ειδικότητα του Τεχνολόγου – Μηχανολόγου, και τοποθετήθηκε στη θέση του Προϊσταμένου Τεχνικού Τμήματος και Τεχνικού Ασφαλείας, στις εγκαταστάσεις του ψυχαγωγικού πάρκου, που η τελευταία διατηρεί στον …………….. Αττικής, με ωράριο από 9.00 έως 17.00. Ότι, το έτος 2010, τοποθετήθηκε στη θέση του Τεχνικού Διευθυντή, με τα αναφερόμενα στην αγωγή καθήκοντα, διατηρώντας και την ιδιότητα του Τεχνικού Ασφαλείας. Ότι οι μηνιαίες μεικτές αποδοχές του, από 1-10-2020, ανέρχονταν στο ποσό των 2.970 ευρώ. Ότι, τον Σεπτέμβριο του 2021, μετά από αλλαγή στη διοίκηση της εναγομένης, η τελευταία διαίρεσε το Τεχνικό Τμήμα σε επιμέρους αυτοτελή Τμήματα, καταργώντας τη θέση του Τεχνικού Διευθυντή, που, έως τότε, αυτός κατείχε, και τον τοποθέτησε σε θέση Προϊσταμένου Μηχανικών, ήτοι, ενός εκ των επιμέρους αυτοτελών, νεοσυσταθέντων Τμημάτων. Ότι, στη συνέχεια, η εναγομένη επανασύστησε τη θέση του Τεχνικού Διευθυντή, στην οποία, όμως, τοποθέτησε άλλον εργαζόμενο, προβαίνοντας, με τον τρόπο αυτό, σε υποβιβασμό και απαξίωσή του, καθώς δεν τον επανέφερε στην εν λόγω ανώτερη θέση που κατείχε, και, ταυτόχρονα, τοποθέτησε σε αυτήν εργαζόμενο, ο οποίος ήταν, μέχρι τότε, υφιστάμενός του. Ότι διαμαρτυρήθηκε άμεσα, για την ως άνω απόφαση της εναγομένης, πλην όμως, η τελευταία, όχι μόνο δεν την ανακάλεσε, αλλά, από τον Φεβρουάριο του έτους 2022, τον καθαίρεσε και από τη θέση του Προϊσταμένου Μηχανικών, καθιστώντας τον υπάλληλο βάρδιας – μηχανικό, μεταβάλλοντας, παράλληλα, μονομερώς, το συμφωνημένο ωράριό του σε 17.00 έως το κλείσιμο του πάρκου. Ότι ο ίδιος δεν συναίνεσε στην ανωτέρω αυθαίρετη μεταβολή της συμβάσεώς του και ζήτησε από την εναγομένη να τον επαναφέρει στη θέση του Τεχνικού Διευθυντή και Τεχνικού Ασφαλείας και στο συμφωνημένο ωράριο εργασίας του. Ότι, με την από 3-3-2022 εξώδικη δήλωσή του, επικαλέστηκε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, εξομοιούμενη με καταγγελία, εκ μέρους της εναγομένης, και ζήτησε την καταβολή της σχετικής νόμιμης αποζημίωσης. Ότι, κατόπιν τούτου, η εναγομένη τον κάλεσε να συμμορφωθεί με τους όρους της σύμβασης εργασίας του, δηλώνοντάς του, ότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα θεωρούσε ότι αυτός αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του. Ότι ο ίδιος ενέμεινε στο αίτημα επαναφοράς του στην ως άνω διευθυντική θέση, οπότε, στις 14-3-2022, η εναγομένη προέβη σε αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής του την αρμόδια υπηρεσία. Ότι οι ανωτέρω ενέργειες της εναγομένης, που απέβλεπαν εξαρχής στον εξαναγκασμό του σε παραίτηση, με σκοπό την αποφυγή της καταβολής της νόμιμης αποζημίωσής του, συνιστούν μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, από την  οποία ο  ίδιος  έχει  υποστεί,  υπό  τα  αναλυτικώς  περιγραφόμενα  στην  αγωγή, ηθική βλάβη. Ότι, συνεπεία τούτων, ο ίδιος δικαιούται την, εκ του νόμου, προβλεπομένη αποζημίωση απόλυσης, ύψους 38.115 ευρώ, καθώς και χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ανωτέρω ηθικής του βλάβης, ύψους 30.000 ευρώ. Ότι, επικουρικά και σε περίπτωση που, για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε κριθεί ότι η ανωτέρω στάση της εναγομένης δεν συνιστούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της ατομικής συμβάσεως εργασίας του και καταγγελία, από πλευράς της, της σύμβασης αυτής, μεταξύ τους, αυτός δικαιούται την αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α του ν.  3198/1955, λόγω αποχώρησής του από την εργασία του, με τη συγκατάθεση της εναγομένης εργοδότριάς του, δεδομένων των συνθηκών της εν λόγω αποχώρησης, και ειδικότερα: α) της ρητής αναφοράς του ιδιοκτήτη της εναγομένης ότι δεν έχει ανάγκη managers, όπως ήταν ο ίδιος, και δη, από της προσλήψεώς του, β) της αφαίρεσης των εκτελουμένων καθηκόντων του, ως Τεχνικού Διευθυντή, και της ανάθεσής τους σε άλλον, ενώ ουδείς αντικειμενικός λόγος συνέτρεχε, που να εμποδίζει αυτόν να τα αναλάβει και να τα διατηρήσει, και γ) της μη προσφοράς συναφούς θέσης εργασίας, μετά την τροποποίηση των όρων απασχόλησής του, εκ των οποίων, συνάγεται ότι η εναγομένη, πράγματι, δεν είχε ανάγκη τις υπηρεσίες του, επιθυμούσε δε και απέβλεπε στην αποχώρησή του, σε κάθε δε περίπτωση, συγκατατίθετο σε αυτήν, αντικειμενικά προβλέποντάς την, ενώ η όψιμη άρνησή της, με την από 4-3-2022 εξώδικη δήλωσή της, τυγχάνει καταχρηστική, αφού, σαφώς, αντιστρατεύεται την, έως τότε, εκδηλωθείσα θετική συμπεριφορά της, δια της οποίας, εξέφραζε σταθερά την επιθυμία της να αποχωρήσει αυτός από την υπηρεσία της. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε: α) κυρίως, να αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του, εξομοιούμενη με καταγγελία αυτής, και, κατόπιν παραδεκτής μερικής τροπής του αιτήματός του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, η εναγομένη να του καταβάλει, από το ποσό αποζημίωσης απόλυσης που δικαιούται, ύψους 38.115 ευρώ, το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το λοιπό, για την ως άνω αιτία, ύψους 18.115 ευρώ, αμφότερα τα ως άνω μερικότερα ποσά, με το νόμιμο τόκο από τις 4-3-2022, ημερομηνία της λογιζόμενης απόλυσής του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει ποσό 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης, νομιμοτόκως από την επομένης της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, και β) επικουρικά, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 19.057,50 ευρώ, ως αποζημίωση, λόγω αποχώρησής του, με τη συναίνεση της εναγομένης, κατ’ άρθρο 8 του Ν. 3198/1955, νομιμοτόκως από τις 4-3-2022, επομένη της αποχώρησης, τέλος δε, να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ως άνω αγωγής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 181/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού απορρίφθηκε, ως μη νόμιμη, η ανωτέρω επικουρική βάση της αγωγής, έγινε εν μέρει δεκτή, και ως ουσιαστικά βάση, η τελευταία, ως προς την κύρια βάση αυτής και: α) αναγνωρίσθηκε ότι η εναγομένη προέβη σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ισοδυναμούσα με, εκ μέρους της, καταγγελία της συμβάσεως αυτής, β) αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 18.115 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 4-3-2022 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και το ποσό των 6.000 ευρώ, νομιμοτόκως από της επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, γ) υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ νομιμοτόκως από τις 4-3-3022 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ενώ κηρύχθηκε η απόφαση, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική διάταξή, της εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, έως του ποσού των 10.000 ευρώ, και καταδικάσθηκε η εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονούνται, με τις υπό κρίση εφέσεις τους, οι διάδικοι, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας,  ο  μεν  ενάγων, μετά  την εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, να γίνει   εν   όλω   δεκτή   η  αγωγή  του,  η  δε  εναγομένη,  μετά  την  ολική  εξαφάνιση  της αποφάσεως  αυτής,  να   απορριφθεί  η,  σε  βάρος  της,  ένδικη αγωγή  αυτού.  Ειδικότερα,  με τον δεύτερο λόγο της ως άνω εφέσεώς του, ο ενάγων – εκκαλών ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση, η οποία στηρίζετο στο άρθρο 8 εδ. α του ν. 3198/1955, ως νόμω αβάσιμη. Υπό τα ως άνω εκτιθέμενα, όμως, στην αγωγή, συνάγεται ότι,  ουδόλως,  πληρούνται,  εν  προκειμένω,  οι  προϋποθέσεις  εφαρμογής της  εν λόγω διατάξεως, ως ανωτέρω εκτίθενται στην μείζονα σκέψη της παρούσας, και δη, αυτή της αποχωρήσεως του εργαζομένου με τη συγκατάθεση του εργοδότη, με αποτέλεσμα η ως άνω επικουρική βάση της αγωγής να τυγχάνει μη νόμιμη και, συνακόλουθα, απορριπτέα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε, με την αυτή ως άνω αιτιολογία, την αγωγή, δεν έσφαλε, απορριπτομένου του ανωτέρω, περί του αντιθέτου, λόγου εφέσεως, ως αβάσιμου. Επίσης, η εναγομένη – εκκαλούσα, με τον δεύτερο λόγο εφέσεώς της, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε, ως μη νόμιμη, την πρωτοδίκως προταθείσα και επαναφερομένη, με τις προτάσεις αυτής, στην παρούσα δίκη,  έντασή της περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Επί του ως άνω λόγου, λεκτέα είναι τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, εις τρόπον, ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του, που θα έχει δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου, έστω και μακροχρόνια, ακόμη και εάν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται καταφανώς των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η δε κατά τα άνω επιχειρούμενη από τον δικαιούχο εκ των υστέρων ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης, απαιτείται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ 8/18, 7/02, 8/01, ΑΠ 308/2020). Δεν είναι, όμως, νόμιμος ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, όταν ουσιαστικά τα επικαλούμενα περιστατικά δεν αναφέρονται στον τρόπο άσκησης του δικαιώματος, αλλά κωλύουν τη γέννηση ή καταλύουν το δικαίωμα, ώστε να πλήττουν αυτή την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος, το οποίο φέρεται ότι ασκείται καταχρηστικά, αφού στην περίπτωση αυτή, ο ισχυριζόμενος τα ανωτέρω αρνείται απλά ή αιτιολογημένα την ύπαρξη του δικαιώματος και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση αυτού από τον αντίδικό του (ΑΠ 2115/22, ΑΠ 1475/22, ΑΠ 144/19). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα προέβαλε τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, διατεινόμενη, ειδικότερα, ότι ο ενάγων, αφενός, από τον Σεπτέμβριο του 2021, δεν απέβλεπε στη λειτουργία της εργασιακής τους σχέσης, αλλά σκοπίμως δεν εκπλήρωνε τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή εκπλήρωνε αυτές πλημμελώς και κακόβουλα, δηλαδή, με αποκλειστικό σκοπό να την εξαναγκάσει να τον απολύσει και να αξιώσει δικαστικώς την αποζημίωση απόλυσής του, αφετέρου, με την από 10-11-2021 επιστολή του, της δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν δύναται να ακολουθήσει τους ρυθμούς της εταιρίας, δεν μπορεί να συγχρονιστεί με το υπόλοιπο προσωπικό, δεν μπορεί να εγκλιματιστεί και να κατέχει θέση ευθύνης. Ο ως άνω ισχυρισμός, επιχειρούμενος να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, τυγχάνει μη νόμιμος, καθώς, ως προς το πρώτο σκέλος του, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού τα επικαλούμενα σχετικά περιστατικά δεν αφορούν σε πραγματική απόλυση, που απαιτείται, για την εφαρμογή του κανόνα αυτού, αλλά σε άτακτη καταγγελία, ενώ, ως προς το δεύτερο σκέλος του, η εναγομένη, αρνείται τη βάση της αγωγής, αμφισβητώντας την ίδια τη γέννηση του δικαιώματος του ενάγοντος και όχι τον τρόπο άσκησής του, υπολαμβάνοντας, υπό τα σχετικά ως άνω εκτιθέμενα, ότι ο ενάγων συναίνεσε, επί της ουσίας, στον υποβιβασμό του. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό αυτό, ως νόμω αβάσιμο, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, με αποτέλεσμα ο ανωτέρω λόγος εφέσεως να τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος.               Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των υπ’ αριθμ. ΔΣΠ ΕΒ ….. 2023 ΔΣΠ ΕΒ ….. 2023 και ΔΣΠ ΕΒ …… 2023 ενόρκων βεβαιώσεων του ………, του ……… και του ………., αντίστοιχα, ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς …………., που ελήφθησαν, με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. …. γ΄/14-3-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………), των υπ’ αριθμ. …/20-3-2023 και ……/20-3-2023 ενόρκων βεβαιώσεων των ………. και ……….., αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. ………… Γ΄/15-3-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), και όλων των, μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων (η μνεία κατωτέρω ορισμένων εξ αυτών είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και της – δικαιοπαρόχου της εναγομένης, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………………»-, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», ο πρώτος προσελήφθη, στις 25-4-2006, από την τελευταία, προκειμένου να εργασθεί, υπό την ειδικότητα του Τεχνολόγου – Μηχανολόγου, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως, με ωράριο από 9.00 έως 17.00, στις εγκαταστάσεις του ψυχαγωγικού πάρκου με την επωνυμία «…………..», που η ίδια εκμεταλλεύετο, στην περιοχή του ………… Αττικής. Τοποθετήθηκε δε τη θέση του Προϊσταμένου Τεχνικού Τμήματος, ήτοι του συνόλου των Μηχανικών, Ηλεκτρολόγων, Ηλεκτρονικών και Παρκοσυντηρητών, υπό τον τότε Διευθυντή Τεχνικού Τμήματος, αντί μηνιαίων μεικτών τακτικών αποδοχών, ύψους 2.000 ευρώ. Την 1η-10-2010, η ως άνω αρχική εργοδότριά του ανέθεσε στον ενάγοντα και καθήκοντα Τεχνικού Ασφαλείας, που αφορούσαν στην παροχή υποδείξεων και συμβουλών, σε θέματα σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και την πρόληψη εργατικών ατυχημάτων. Ακολούθως, στις 15-10-2010, η ως άνω εργοδότρια του ενάγοντος, αναγνωρίζοντας την εργατικότητα και υπευθυνότητά του, τον τοποθέτησε στη θέση του Διευθυντή Τεχνικού Τμήματος, απομακρύνοντας τον, έως τότε, κατέχοντα την ανωτέρω θέση. Τα σχετικά του καθήκοντα περιελάμβαναν τη γενική εποπτεία του πάρκου, με σκοπό την ταχεία και αποτελεσματική συντήρηση των παιχνιδιών, την καταγραφή βλαβών και ελλείψεων, την επικοινωνία με Μηχανικούς, προς σύνταξη αναφορών, τις παραγγελίες ανταλλακτικών εξαρτημάτων, το service και τις δοκιμές – ρυθμίσεις παιχνιδιών, την ασφάλεια λειτουργίας του συνόλου του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων του πάρκου, τον καταμερισμό και διαχείριση του προσωπικού του Τμήματός του, όπως και τον προγραμματισμό βαρδιών, την υποβολή προτάσεων, προς τη Διοίκηση, για λήψη αποφάσεων, τόσο, σχετικά με ζητήματα της Τεχνικής Διεύθυνσης, όσο και επί αυξήσεων αποδοχών των υφισταμένων του, και, τέλος, την υποβολή προτάσεων επί διευθέτησης χρεών της εταιρίας. Παράλληλα δε με την άσκηση των ως άνω καθηκόντων του, υπό τη νέα του θέση, ο ενάγων εξακολούθησε να εκτελεί και το έργο του Τεχνικού Ασφαλείας, ενώ η ανωτέρω προαγωγή του είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των μηνιαίων τακτικών του αποδοχών, που ανέρχονταν στο μικτό ποσό των 2.800 ευρώ,  από 1-11-2010, και το αντίστοιχο των 2.970 ευρώ, από 1-10-2020. Ο ενάγων παρείχε την εργασία του, με ευσυνειδησία και υπευθυνότητα, ανταποκρινόμενος πλήρως στις απαιτήσεις της θέσης ευθύνης που του είχε ανατεθεί, ώστε να χαίρει της εκτιμήσεως της Διοικήσεως της εναγομένης και των συναδέλφων του. Από το έτος 2021, την εκμετάλλευση του ως άνω πάρκου ανέλαβε η εναγομένη,  ανώνυμη εταιρία, μέλος του  ομίλου  εταιριών με την επωνυμία  «……………..», που ανέλαβε, εν τοις πράγμασι, τη διοίκηση της εναγομένης, από τον Αύγουστο του έτους αυτού. Η νέα Διοίκηση αυτής, προκειμένου να καταστήσει πιο εύρυθμη και αποδοτικότερη τη λειτουργία της ανωτέρω επιχείρησης,    προχώρησε   σε    λειτουργική    αναδιοργάνωση    αυτής,   διαιρώντας,   στις   16-9-2021,  την  Τεχνική  Διεύθυνση,  που,  μέχρι τότε,  διηύθυνε ο ενάγων και στην οποία υπάγονταν Μηχανικοί – Ηλεκτρολόγοι και Υδραυλικοί – Ψυκτικοί, σε τρία επιμέρους αυτοτελή Τμήματα, έκαστο των οποίων θα είχε δικό του Προϊστάμενο, καταργώντας, παράλληλα τη θέση του Τεχνικού Διευθυντή, που, κατά τα προεκτιθέμενα, κατείχε ο ενάγων. Συγκεκριμένα, συνεστήθησαν: α) το Τμήμα Μηχανικών, στο οποίο τοποθετήθηκε, ως Προϊστάμενος, ο ενάγων, β) το Τμήμα Ηλεκτρονικών, με Προϊστάμενο τον ……………., υφιστάμενο του ενάγοντος και γ) το Τμήμα Υδραυλικών – Ψυκτικών, για τη θέση του Προϊσταμένου του οποίου, θα επακολουθούσε νέα πρόσληψη. Όλοι οι ανωτέρω Προϊστάμενοι θα αναφέρονταν στην Προϊσταμένη της Τεχνικής Διεύθυνσης της εταιρίας «……………», …………., οφείλοντας, πλέον, στα πλαίσια νέας διαδικασίας, ως προς την καταγραφή των βλαβών των εγκαταστάσεων και παιχνιδιών του πάρκου και την επίλυση τεχνικών λοιπών προβλημάτων, να συμπληρώνουν σχετικές φόρμες και να τις διαβιβάζουν στην τελευταία, για τις περαιτέρω ενέργειες. Επιπλέον, απαιτείτο από τον ενάγοντα, παρά τα ανωτέρω εποπτικά του καθήκοντα, να εκτελεί και ο ίδιος εργασίες σε διάφορες εγκαταστάσεις του πάρκου, παρότι, αφενός, υπήρχε επαρκές και κατάλληλο, προς τούτο, προσωπικό και, αφετέρου, οι εργασίες αυτές, η εκτέλεση των οποίων, ουδέποτε, του είχε, έως τότε, ζητηθεί, δεν προσιδίαζαν στην ανωτέρω του θέση. Ως εκ τούτου, ο ενάγων υποχρεώθηκε, το πρώτον, από της προσλήψεώς του, από την εναγομένη, να διευθετεί τις υποθέσεις του Τμήματός του, όχι με απλό και άμεσο τρόπο, όπως, έως τότε, έπραττε, αλλά ακολουθώντας, σε καθημερινή βάση, σύνθετες και χρονοβόρες έγγραφες διαδικασίες, και, παραλλήλως, να εκτελεί εργασίες που δεν μπορούσε να εκτελέσει, ούτε όφειλε. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων δεν τηρούσε τις νέες ως άνω διαδικασίες, ενώ δεν εκτελούσε και τις τεχνικές εργασίες που του ζητούντο, με αποτέλεσμα να ασκεί, πλημμελώς, τα ανατιθέμενα σε αυτόν εργασιακά καθήκοντα. Το επικαλούμενο, όμως, ως άνω γεγονός, και αληθές ακόμη υποτιθέμενο, δεν συνεπάγεται πλημμελή ενάσκηση των εργασιακών καθηκόντων του ενάγοντος, δοθέντος του ότι η εναγομένη, με τον σχετικό της ισχυρισμό, ουδόλως βάλλει, κατά των ουσιαστικών προσόντων αυτού, ως Προϊσταμένου, ούτε επικαλείται τη μη εκτέλεση, εκ μέρους του, των καθηκόντων της ανωτέρω θέσης του. Περαιτέρω, η ως άνω μεταβολή στην οργανωτική δομή της εναγομένης, αναφορικά με την Τεχνική της Διεύθυνση, οφείλετο στην απόφαση της νέας Διοίκησης αυτής, στο πλαίσιο της λειτουργικής αναδιοργάνωσης της εταιρίας, λόγω της, κατά τους ισχυρισμούς της, κακοδιαχείρισης του πάρκου, από την προηγούμενη Διοίκηση αυτού, και όχι, έστω και εν μέρει, σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του ενάγοντος, ως Διευθυντού του Τεχνικού Τμήματος. Υπό τα ως άνω δε νέα δεδομένα, ο ενάγων, ευλόγως, δέχθηκε, χωρίς διαμαρτυρία, τη θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος Μηχανικών, μετά την κατάργηση της θέσης του, ως Διευθυντή Τεχνικού Τμήματος, από την εναγομένη, υποκείμενος στο σχετικό διευθυντικό της δικαίωμα, στο πλαίσιο του οποίου, η ίδια δύναται να αποφασίζει για την οργανωτική δομή και διάρθρωση της επιχείρησής της. Από την αποδοχή δε της θέσης αυτής, εκ μέρους του ενάγοντος, βάσει των προαναφερομένων συνθηκών, ουδόλως συνάγεται συναίνεση αυτού, σε υπηρεσιακό υποβιβασμό του, ως αβασίμως, διατείνεται η εναγομένη. Ανάλογα δε ισχύουν και όσον αφορά στην αφαίρεση από τον ενάγοντα, κατά την ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, στο πλαίσιο της ανωτέρω αναδιοργάνωσης, των καθηκόντων του Τεχνικού Ασφαλείας, τα οποία, από 1-10-2021, ανατέθηκαν σε εξωτερικό συνεργάτη – ανώνυμη εταιρία, με εξειδίκευση στο αντικείμενο και πολυάριθμο προσωπικό. Ακολούθως, και σε σύντομο χρονικό διάστημα, η εναγομένη, διαπιστώνοντας ότι η διαίρεση της Τεχνικής Διεύθυνσης σε τμήματα δεν είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, επανέφερε το προηγούμενο οργανωτικό σχήμα, επανασυστήνοντας και τη θέση του Διευθυντή Τεχνικού Τμήματος, άλλως Τεχνικού Διευθυντή, στη θέση του οποίου τοποθέτησε, από 27-1-2022, τον έως τότε Προϊστάμενο του Τμήματος Ηλεκτρονικών, …………, και όχι τον ενάγοντα, ο οποίος κατείχε την ανωτέρω θέση του Διευθυντού, μέχρι, την, κατά τα ως άνω, κατάργησή της, έχοντας, μάλιστα, τον προαναφερόμενο υπάλληλο, υφιστάμενό του. Ο ενάγων αντέδρασε άμεσα στην ανωτέρω απόφαση της εναγομένης περί τοποθετήσεως του ως άνω υπαλλήλου στη θέση του Τεχνικού Διευθυντή, αποστέλλοντας, προς τον Διευθυντή αυτής, ……….., την από 2-2-2022 ηλεκτρονική επιστολή, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «θα ήθελα σας παρακαλώ, να μου εξηγήσετε και τον δικό μου ρόλο μέσα στο τμήμα μετά την αναβάθμιση του ………. σε Τεχνικό Διευθυντή, δηλαδή στη θέση που είχα εγώ. Αφενός το  πώς  θα  οργανώσετε  το  τμήμα  αλλά  και  κάθε  τμήμα  των  επιχειρήσεων  σας  είναι  αποκλειστικά δικό σας θέμα, αφετέρου όμως εγώ έχω προσληφθεί σε αυτή την εταιρεία από το 2006 σε θέση manager. Στην αρχή ως προϊστάμενος του Τεχνικού Τμήματος και από το 2010 μετά την απομάκρυνση του τότε Τεχνικού Διευθυντή ως Τεχνικός Διευθυντής. Τον Σεπτέμβριο αποφασίσατε να κάνετε split το Τμήμα σε μικρότερα τμήματα, όπως είναι δικαίωμά σας και με τοποθετήσατε σε θέση προϊσταμένου Μηχανικών, με τη λογική ότι δεν υπάρχει πια Τεχνικός Διευθυντής. Τώρα όμως μετά την απόφαση σας να επαναφέρετε τη θέση του Τεχνικού Διευθυντή, ποιος θα είναι δικός μου ρόλος μέσα στο τμήμα και την επιχείρηση γενικότερα, γιατί για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να καταλάβω, υποβαθμίστηκα. Υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε από εμένα και ποια είναι τα σχέδια της επιχείρησης αναφορικά με εμένα από δω και στο εξής;». Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να γίνει μνεία ότι η επανενοποίηση των τριών ως άνω Τμημάτων και η επανασύσταση της θέσης του Τεχνικού Διευθυντή, από την εναγομένη, υπήρξε συνέπεια της αναποτελεσματικότητας του σχήματος που είχε επιλέξει η νέα Διοίκηση της εναγομένης και ουδόλως σχετιζόταν με τον ενάγοντα, όπως, μη πειστικά, υποστηρίζει ή τελευταία, διατεινόμενη, ειδικότερα, ότι στην, εκ νέου, αυτή αλλαγή της οργανωτικής δομής της επιχείρησής της, η ίδια οδηγήθηκε, εξαιτίας της συμπεριφοράς του ενάγοντος, ο οποίος της είχε δηλώσει ότι θα αποχωρήσει από την ανωτέρω εργασία του και δεν εκτελούσε τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Τμήματος, με σκοπό την απόλυσή του και την καταβολή σε αυτόν της σχετικής αποζημίωσης, ότι λόγω της ανωτέρω αρνήσεως του ενάγοντος να εργασθεί και της επικείμενης αποχώρησής του, δύο εκ των τριών ως άνω Τμημάτων, και δη των Μηχανικών, στο οποίο είχε ορισθεί Προϊστάμενος ο ενάγων, και των Υδραυλικών – Ψυκτικών, για το οποίο δεν είχε ορισθεί Προϊστάμενος ακόμη, παρέμεναν, ουσιαστικά, ακέφαλα και, τέλος, ότι ο …………….., που επόπτευε το Τμήμα Ηλεκτρονικών, ήταν ο πλέον κατάλληλος για τη θέση του Τεχνικού Διευθυντή, λόγω της εργατικότητάς του και του εναρμονισμού του με τους επιδιωκόμενους στόχους της νέας Διοίκησης, σε αντίθεση με τον ενάγοντα. Σχετικώς δε, η εναγομένη προσκομίζει και το από 10-11-2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ενάγοντος προς τον ιδιοκτήτη της εναγομένης εταιρία, ………, φέρον το ακόλουθο περιεχόμενο: «Επιτρέψτε μου σας παρακαλώ να σας απασχολήσω για κάτι προσωπικό. Αφορά σε συνέχεια στην προτροπή που έχετε κατ’ επανάληψη εκφράσει σε όλο το προσωπικό, αλλά και σε μένα προσωπικά ΄΄όποιος δεν θέλει ή δεν μπορεί να σας ακολουθήσει στην καινούρια σας εταιρεία, μπορεί να πάρει τα χρήματά του και να αποχωρήσει΄΄. Ύστερα από μεγάλο προβληματισμό και συζητήσεις με οικείους μου αποφάσισα πως είναι καλύτερο και για εμένα προσωπικά αλλά και για την εταιρεία να μη σας ακολουθήσω σε αυτήν σας την προσπάθεια. Θέλω να είναι απόλυτα ειλικρινής μαζί σας, δεν νομίζω ότι θα μπορέσω ποτέ να προσαρμοσθώ στην εταιρική αντίληψη που εσείς απαιτείτε να έχουμε, όχι γιατί τη θεωρώ λανθασμένη, αλλά 15 χρόνια δυστυχώς ή ευτυχώς έμαθα να λειτουργώ με άλλο τρόπο και διαδικασίες. Προσπάθησα να προσαρμοσθώ αυτούς τους μήνες αλλά δεν τα έχω καταφέρει. Θα μπορούσα να επαναπαυθώ στα χρήματα που μου δίνετε και να ασχολούμαι με τα πολύ λιγότερα πράγματα που μου έχετε αναθέσει, αλλά δεν θέλω να εκμεταλλευθώ την καλή σας διάθεση ή και ανοχή σας απέναντί μου. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να μεθοδεύσουμε την απομάκρυνσή μου χρονικά με τρόπο εσείς θα επιλέξετε, είμαι όμως πρόθυμος να παραμείνω όσο χρονικό διάστημα εσείς κρίνετε απαραίτητο ώστε να υπάρξει μία επαρκής διάδοχη κατάσταση. Έως ότου διευκρινιστούν τυχόν λεπτομέρειες ή συμφωνήσουμε τελικά σε μία διαδικασία δεν προτίθεμαι να κοινοποιήσω σε οποιονδήποτε αυτή μας τη συζήτηση». Από την επισκόπηση του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής, συνάγεται δήλωση του ενάγοντος περί της αποφάσεώς του να αποδεχθεί πρόταση που έχει απευθύνει ο ιδιοκτήτης της εναγομένης εταιρίας, προς τους εργαζομένους της, για αποχώρηση από την εργασία αυτή, με καταβολή αποζημίωσης, εν είδει εθελουσίας εξόδου, με όρους που θα επέλεγε η εναγομένη, διαβεβαιώνοντάς την, ταυτόχρονα, ότι θα συνεχίσει, έως τότε και για όσο διάστημα κριθεί απαραίτητο, να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε αυτήν, και όχι, όπως υπαινίσσεται η εναγομένη, ότι ο ίδιος θα αποχωρούσε, άμεσα, χωρίς η ίδια προλάβει να καλύψει, εν τω μεταξύ, τη θέση του. Ομοίως, από την αναφορά του ότι δεν θέλει να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι εξακολουθεί να λαμβάνει τις ίδιες αποδοχές με τη θέση του Τεχνικού Διευθυντή, παρότι τα καθήκοντά του ήταν πιο περιορισμένα, και ότι, κατά την δεκαπενταετή θητεία του στο πάρκο, είχε συνηθίσει να εκτελεί τα καθήκοντά του με απλούστερες διαδικασίες, παρά δε την προσπάθειά του, του ήταν δύσκολο να προσαρμοσθεί στη νέα εταιρική αντίληψη της εναγομένης, ουδόλως συνάγεται ομολογία του  περί  πλημμελούς  εκτελέσεως  των  καθηκόντων  του  ή  αρνήσεως  του  να  εργαστεί, γεγονός που ανεχόταν η εργοδότριά του, ούτε δε και αποδοχή της πλήρους ανεπάρκειας του, σε σχέση με τις νέες εταιρικές απαιτήσεις, ως ισχυρίζεται η εναγομένη. Κατόπιν δε της ανωτέρω μεταβολής στη δομή της Τεχνικής Διεύθυνσης, στις 14-2-2022, ανακοινώθηκε στον ενάγοντα ότι την εποπτεία των Μηχανικών θα ασκούσε ο νέος Τεχνικός Διευθυντής, …… …, με αποτέλεσμα να παραμείνει ο ενάγων δίχως αντικείμενο εργασίας. Ακολούθως, από 28-2-2022, η εναγομένη ανέθεσε τον ενάγοντα απλά καθήκοντα βάρδιας – μηχανικού, θέση κατώτερη των προηγουμένων που αυτός, έως τότε, κατείχε, δοθέντος ότι δεν είχε ουδεμία αποφασιστική αρμοδιότητα, τα δε καθήκοντα της θέσεως αυτής, συνιστάμενα σε απλές εργασίες μηχανικού στον εξωτερικό χώρο του πάρκου, ήταν σαφώς υποδεέστερα εκείνων που του ανατίθεντο έως τότε. Επίσης, ως καλώς γνώριζε η εναγομένη, ο ενάγων δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του αυτά, καθώς, αφενός ήταν ξένα με το αντικείμενο της εργασίας που ασκούσε, κατά την δεκαπενταετή απασχόλησή του στο πάρκο, και δη του αποκλειστικά εποπτικού και οργανωτικού του ρόλου, όσο και της εύλογης αδυναμίας του να τα εκτελέσει, εφόσον επρόκειτο για εργαζόμενο ηλικίας 54 ετών, που η φυσική κατάσταση αυτού, λόγω της ηλικίας του, δεν του επέτρεπε να εκτελεί εργασίες που απαιτούσαν μυϊκή δύναμη και είχαν αυξημένο βαθμό επικινδυνότητας, όπως στην περίπτωση ανάβασης σε επικίνδυνες σκάλες για επιδιόρθωση βλαβών ή απεγκλωβισμό. Ως εκ τούτου, η μεταβολή που επέφερε η εναγομένη ως προς τη θέση και τα καθήκοντα του ενάγοντος, δεν εξυπηρετούσε το καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχείρησής της, αφού, εν γνώσει της, τοποθέτησε τον εργαζόμενό της σε θέση από την οποία δεν μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες, στις οποίες αυτή απέβλεπε. Μετά ταύτα, στις 28-2-2022, ο ενάγων επέδωσε εξώδικη δήλωση στην εναγομένη (βλ. την υπ’ αριθμ. …………..΄/28-2-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), με την οποία διαμαρτυρήθηκε για τον ως άνω υποβιβασμό του σε απλό υπάλληλο βάρδιας – μηχανικό και για αλλαγή στο ωράριο εργασίας του και ζήτησε να τον επανατοποθετήσει η εναγομένη στην προηγούμενη θέση του. Συγκεκριμένα, στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση διαλαμβάνονταν, επί λέξει, τα εξής: «Όπως άριστα γνωρίζετε, απασχολούμαι στην εταιρεία σας από την 25.4.2006, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αρχικώς ως προϊστάμενος Τεχνικού Τμήματος και των υπαλλήλων του, και από το 2010, μετά την απομάκρυνση του τότε Τεχνικού Διευθυντή σε αυτή τη θέση, ήτοι του Τεχνικού Διευθυντή, έχοντας υπό την διεύθυνσή μου το σύνολο του τεχνικού τμήματος, μηχανικούς, ηλεκτρολόγους, παρκοσυντηρητές, ηλεκτρονικούς και αποθήκη. Η διαχρονικά υψηλή απόδοσή μου, η εργατικότητά μου και η άρτια εκτέλεση της εργασίας μου είναι γεγονότα αυταπόδεικτα κατά τα 16 έτη της θητείας μου στην εταιρεία και αναγνωρίζονταν πάντα από τις διοικήσεις, αλλά και τους συναδέλφους μου. Εξάλλου, από την ημέρα της πρόσληψής μου έως και σήμερα, ουδέποτε έχω δημιουργήσει προβλήματα με τη συμπεριφορά μου, αλλά αντίθετα εκτελώ συνεχώς και με τον προσήκοντα τρόπο τις πηγάζουσες από την παραπάνω εργασιακή σύμβαση υποχρεώσεις μου. Δυστυχώς, όμως, διαπιστώνω ότι η συμπεριφορά σας έναντι μου έχει προσφάτως μεταβληθεί άρδην, ιδίως μετά τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, και δεν ανταποκρίνεται στην προσφορά μου και την υψηλή απόδοση μου στην εταιρεία. Ειδικότερα, όπως σας είχα εκθέσει και εγγράφως σε σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα μου από 2.2.2022 (προς τον κ. ……..), στο οποίο ουδέποτε απαντήσατε, η στάση σας να μην με επαναφέρετε στη θέση του Τεχνικού Διευθυντή, παρά την επανασύστασή της (ύστερα από βραχύχρονη κατάργησή της και τοποθέτησή μου ως προϊσταμένου μόνο του Τμήματος Μηχανικών), έχει προκαλέσει τον εύλογο προβληματισμό μου για τη μελλοντική θέση μου μέσα στην οργάνωση της εταιρείας. Σας απάντησα δε στο ίδιο μήνυμα, ότι η αναφορά σας ότι δεν θέλετε «μάνατζερς», αλλά «χέρια» μου δημιουργεί απορία για το μελλοντικό ρόλο μου στο Τμήμα, καθότι από την απαρχή της εργασιακής μου σχέσης με την εταιρεία (κατ’ ακρίβεια με την δικαιοπάροχό σας), απασχολούμαι με καθήκοντα προϊσταμένου τμήματος και όχι υπαλλήλου βάρδιας – µηχανικού, ήδη δε από το 2010 με καθήκοντα Τεχνικού Διευθυντή και ότι αυτά τα καθήκοντα εκτελούσα και συνέχισα να εκτελώ με άρτιο τρόπο,  οργανώνοντας και εποπτεύοντας ορθά τους υφισταμένους μου, με τρόπο που το Πάρκο να λειτουργεί με ασφάλεια για όλους. Δυστυχώς, η απάντησή σας ήρθε εμπράκτως, αφενός την 14.2.2022 από το νέο Τεχνικό Διευθυντή, κ. ……., ο οποίος εγγράφως με ενημέρωσε ότι πλέον δεν θα εποπτεύω μηχανικούς, άρα παύω να είμαι και προϊστάμενός τους, χωρίς φυσικά να μου αναφερθεί κάποιος λόγος για την απόφαση αυτή και χωρίς να έχει συμβεί το παραμικρό με την εκτέλεση των καθηκόντων μου, αφετέρου την  25.2.2022, οπότε    και    ευθέως    προβαίνετε    εντελώς    αιφνιδιαστικά,    σε   άνευ   λόγου,   όλως καταχρηστική καρατόμησή μου, με υποβάθμισή μου για πρώτη φορά από προσλήψεως μου σε υπάλληλο βάρδιας – μηχανικό, εργασία για την οποία ΟΥΤΕ έχω προσληφθεί για να παρέχω, ΟΥΤΕ έχω παρασχέσει ποτέ, η οποία ευλόγως εγκυμονεί κινδύνους τόσο για την προσωπική μου ασφάλεια, όσο και για την ασφάλεια των παρευρισκομένων στο Πάρκο! Εκτός των παραπάνω, έχετε σταματήσει να με απασχολείτε ως τεχνικό ασφαλείας, αν και πρόκειται για ιδιότητα ρητά συνομολογημένη στη σύμβαση εργασίας μου. Σαν να μην φθάνουν μάλιστα αυτά, έχετε την απαίτηση να εργασθώ σε ωράριο που έρχεται σε ευθεία αντίθετη με τη σύμβαση εργασίας μου:  Ενώ κατά ρητό όρο της σύμβασης εργασίας μου και σύμφωνα με τον αναρτημένο Πίνακα Προσωπικού το ωράριο εργασίας μου είναι Δευτέρα έως Παρασκευή, 9.00 έως 17.00, χωρίς να έχετε δικαίωμα άλλου καθορισμού αυτού, με εντέλλετε όλως αιφνιδίως και, φυσικά, χωρίς να έχετε προς τούτο δικαίωμα ή άλλο λόγο, να εργασθώ, σε αντίθεση με τους όρους της σύμβασης εργασίας μου, ως υπάλληλος βάρδιας – μηχανικό (για πρώτη φορά από προσλήψεως μου!!!) σε ωράριο 17.00 έως το κλείσιμο του Πάρκου!». Στις παραπάνω μονομερείς και βλαπτικές για μένα ενέργειές σας για μεταβολή των όρων της ατομικής σύμβασης εργασίας,  οι οποίες έρχονται μάλιστα σε αντίθεση ακόμα και με τον Εσωτερικό Κανονισμό Εργασίας που έχουμε συνυπογράψει, έχω ήδη διαμαρτυρηθεί προφορικά, εκθέτοντας προς τον κ. ……. την αντίθεσή μου και προβαίνω και δια της παρούσης σε διαμαρτυρία με τον πλέον επίσημο τρόπο. Είναι ξεκάθαρο ότι με τις παραπάνω ενέργειές σας, όχι μόνο με έχετε ξεκάθαρα αποκόψει από τα αυξημένης ευθύνης καθήκοντα του Τεχνικού Διευθυντή και Τεχνικού Ασφαλείας, που ασκούσα επί τόσα έτη και όλως αυθαίρετα, αντισυμβατικά και καταχρηστικά με εντέλλετε να απασχοληθώ σε κατώτερη θέση υπαλλήλου βάρδιας – μηχανικού, αλλά επιχειρείτε να μεταβάλλετε και το συμβατικό ωράριο εργασίας μου! Επειδή ουδόλως συναινώ στις άνω αυθαίρετες μεταβολές και δη την υποβάθμιση των καθηκόντων μου και τη μονομερή από πλευράς τροποποίηση του ωραρίου εργασίας μου. Επειδή ρητά και κατηγορηματικά σας δηλώνω ότι επιθυμώ να συνεχίσω να απασχολούμαι στα καθήκοντα που αρμόζουν στη θέση εργασίας μου ως Τεχνικός Διευθυντής, θέση στην οποία ασκώ επιτυχώς τα καθήκοντά μου από προσλήψεως μου. Επειδή οι άνω ενέργειές σας, πέραν της σαφούς υποβάθμισής μου ως υπαλλήλου σας με έχουν βάλει σε εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με τις προθέσεις σας ως προς το μέλλον της εργασιακής μας σχέσεως. Επειδή σας καλώ να προβείτε στην άρση των ως άνω αντικείμενων στην εργασιακή μου σύμβαση, παρανόμων και δυσμενών καταστάσεων, αποδεχόμενη προσηκόντως τις υπηρεσίες μου και απέχοντας από παράνομες και αντισυμβατικές προς το πρόσωπό μου συμπεριφορές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Επιφυλασσόμενος παντός νομίμου δικαιώματός μου και δη της διεκδίκησης πάσης αξιώσεως, η οποία απορρέει από την ως άνω εργασιακή μου σύμβαση, Σας δηλώνω και με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΙ για μία ακόμη φορά και με τον πλέον επίσημο τρόπο για την ανωτέρω περιγραφείσα παράνομη, αντισυμβατική και καταχρηστική σας συμπεριφορά προς το πρόσωπό μου, η οποία ουδόλως τιμά την πολυετή συνεργασία μας, ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΩ ότι εμμένω στους όρους της μεταξύ μας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί όλα τα έτη της απασχόλησής μου και ΣΑΣ ΚΑΛΩ όπως εντός δύο (2) ημερών από της λήψεως της παρούσης μου αναθέσετε τα καθήκοντα της θέσης εργασίας μου, ήτοι αυτά του Τεχνικού Διευθυντή και Τεχνικού Ασφαλείας, εντός του συμφωνημένου μεταξύ μας και εμφαινομένου στον αναρτημένο Πίνακα Προσωπικού ωραρίου εργασίας μου (Δευτέρα έως Παρασκευή, 9:00 έως 17:00), χωρίς προφάσεις, υπεκφυγές και δολιχοδρομίες και όπως εφεξής εφαρμόζετε τη μεταξύ μας σύμβαση εργασίας και το Νόμο και παύσετε να μου αναθέτετε κατώτερα της θέσης μου καθήκοντα, υπαλλήλου βάρδιας – μηχανικού και μάλιστα σε ωράριο εκτός της σύμβασης εργασίας μου. ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΩ ότι μέχρι την αποκατάσταση μου και την εφαρμογή των όρων της σύμβασης εργασίας μας κατά τα ανωτέρω, σας καθιστώ αποκλειστικά υπεύθυνους για οποιονδήποτε κίνδυνο διατρέχει η υγεία και η ασφάλεια η δική μου ή τρίτων προσώπων κατά τη «βάρδια εργασίας» στην οποία με εντέλλετε να εκτελέσω καθήκοντα, τα οποία ΟΥΤΕ έχω προσληφθεί για να παρέχω, ΟΥΤΕ έχω ξαναεκτελέσει ποτέ, ΟΥΤΕ έχω την εργασιακή εμπειρία και τη δυνατότητα να εκτελέσω. Σε διαφορετική περίπτωση ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΩ ότι θα ασκήσω όσα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο νόμος έναντι της ξεκάθαρα επιχειρούμενης μονομερούς από πλευράς σας βλαπτικής μεταβολής των όρων της ατομικής εργασίας μου». Σε απάντηση της ως άνω εξωδίκου, η εναγομένη επέδωσε τον ενάγοντα, στις 3-3-2022, την από 1-3-2022 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση, στην οποία ανέφερε τα εξής: «Με έκπληξη λάβαμε την από 28-2-2022 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωσή σας, την οποία  αρνούμαστε  και  αποκρούουμε  στο  σύνολό  της.  Σύμφωνα με την από 25-04-2006 σύμβαση εργασίας σας, όπως τροποποιήθηκε τελευταία την 01-10-2020 και ισχύει σήμερα (στο εξής η «Σύμβαση Εργασίας»), απασχολείστε σε εμάς στη Θέση: Τεχνολόγος – Μηχανολόγος & Τεχνικός Ασφαλείας και με Ειδικότητα και Αντικείμενο Εργασίας: Τεχνολόγος – Μηχανολόγος. Συνεπώς, δεν ισχύει ότι κατέχετε τη θέση του Τεχνικού Διευθυντή που αναφέρετε στο κείμενό σας και κατ’ επέκταση δεν τίθεται ζήτημα επαναφοράς σας, ούτε και υποβάθμισής σας. Ειδικά δε αναφορικά με την απασχόλησή σας ως Τεχνικού Ασφαλείας, η εταιρεία, σε πλήρη γνώση σας εδώ και μήνες και στα πλαίσια της αναδιοργάνωσής της, ανέθεσε σε εξωτερικό συνεργάτη το εν λόγω αντικείμενο, χωρίς όμως κάποια μείωση του μισθού σας. Επιπλέον, σύμφωνα με τη Σύμβαση Εργασίας σας, το ωράριο σας ορίστηκε σε πενθήμερη εργασία και μεταξύ ωρών 9:00 έως 17:00, με τη συμφωνηθείσα επιφύλαξη – και σαφές δικαίωμα για την πλευρά μας, όπως να επιτρέπεται και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας που ισχύει κάθε φορά. Σημειώνουμε ότι αν επρόκειτο για διευθυντική θέση, δεν θα ετίθετο θέμα ωραρίου. Κατ’ επέκταση, είναι δυνατή – και αποδεκτή από την πλευρά σας- η αλλαγή στο ωράριο της εργασίας σας ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης, πάντα στα όρια του Νόμου. Συνεπώς, εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ΔΕΝ τίθεται κανένα απολύτως θέμα μονομερών και βλαπτικών ενεργειών από την πλευρά μας αναφορικά με την εργασιακή μας σχέση. Επειδή οι όροι της συνεργασίας μας αποτυπώνονται σαφώς στη Σύμβαση Εργασίας όπως αναφέρεται η εργασιακή ιδιότητά σας αλλά και οι λοιποί συμφωνηθέντες όροι της συνεργασίας μας, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα μας όπως και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τις επιχειρησιακές μας ανάγκες. Επειδή έχετε ήδη εκφράσει την επιθυμία σας να αποχωρήσετε από την εταιρεία και με την εξώδική σας επιστολή δημιουργείτε ζητήματα που επί της ουσίας δεν υπάρχουν. Επειδή τα ανωτέρω τελούν σε πλήρη γνώση σας, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΛΟΓΟΥΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΣΤΕ για τη συμπεριφορά σας, ΣΑΣ ΚΑΛΟΥΜΕ να μην δημιουργείτε προβλήματα στην εργασιακή μας σχέση, τα οποία δεν υφίστανται, και να αναλάβετε τα καθήκοντα τα οποία έχετε συμφωνήσει ως η Σύμβαση Εργασίας μας, επιφυλασσόμαστε δε μετά ταύτα παντός νομίμου δικαιώματός μας». Επακολούθησε η από 3-3-2022 δεύτερη εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκληση του ενάγοντος προς την εναγομένη, επιδοθείσα σε αυτήν, στις 3-3-2022 (βλ. την υπ’ αριθμ. ….΄/3-3-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….), με την οποία ο ενάγων της δήλωνε ότι ο ανωτέρω υποβιβασμός του συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των εργασιακών του όρων, που ισοδυναμεί με καταγγελία, εκ μέρους της, της σύμβασης εργασίας του, και την καλούσε να του καταβάλει τη νόμιμη σχετική αποζημίωση, εντός προθεσμίας τριών ημερών από την επίδοση της εν λόγω εξωδίκου, διαλαμβάνοντας στην τελευταία, συγκεκριμένα, τα εξής: «Σε συνέχεια της από 28.2.2022 εξώδικης δήλωσης – διαμαρτυρίας και πρόσκλησης μου μετ’ επιφυλάξεως, που σας κοινοποιήθηκε την ίδια ημέρα, σχετικά με την εκ μέρους σας μονομερή μεταβολή ουσιωδέστατων όρων της εργασιακής μου σύμβασης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν, διαπιστώνω με ιδιαίτερη λύπη μου, ιδίως μετά την αποστολή της εντελώς προσχηματικής και ερχόμενης σε πλήρη αντίθεση με την διαμορφωθείσα εδώ και 15 και πλέον έτη πραγματικότητα (!) εξώδικης δήλωσής σας σήμερα, 3.3.2022, ότι ουδεμία πρόθεση έχετε να άρετε την σε βάρος μου επελθούσα μονομερή βλαπτική μεταβολή. Αντιθέτως εμμένετε, προκλητικά ψευδόμενοι για τη μέχρι σήμερα πορεία μου στην εταιρεία και τους ρητούς και μη επιδεχόμενους αυθαίρετων παρερμηνειών όρους της μεταξύ μας σύμβασης εργασίας, στη μη ανάθεση σε μένα καθηκόντων τουλάχιστον εφάμιλλων με αυτών του Τεχνικού Διευθυντή ή, έστω, προϊσταμένου του Τμήματος Μηχανικών, στην ανάθεση σε εμένα των υποβαθμισμένων και μηδέποτε εκτελεσθέντων από εμένα μέχρι σήμερα καθηκόντων του υπαλλήλου βάρδιας – μηχανικού, σε ώρες που δεν έχουν συμφωνηθεί στη σύμβαση εργασίας μου και στην αφαίρεση από μένα των καθηκόντων του τεχνικού ασφάλειας. Με την ως άνω συμπεριφορά σας φανερώνετε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι εμμένετε στον κατάφωρο υποβιβασμό και στην πρόθεση καταπάτησης των όρων της σύμβασης εργασίας μου, γεγονός που πλήττει άμεσα την προσωπικότητα μου και την επαγγελματική μου τιμή και με εκθέτει έναντι όλων των συναδέλφων μου, αλλά και εν γένει στην αγορά (χώρο επαγγελματικής δραστηριότητας). Η ως άνω συμπεριφορά σας καθιστά ξεκάθαρη την παράνομη και αντισυμβατική εμμονή σας στην ήδη επελθούσα μονομερή μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας μου, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή από εμένα, καθώς συνεπάγεται τον υπηρεσιακό υποβιβασμό μου και την επί τα χείρω τροποποίηση θεμελιωδών όρων της σύμβασης εργασίας μου, προσβάλλοντας συνάμα παράνομα την προσωπικότητά μου. Επειδή, με την ως άνω συμπεριφορά σας έχετε μονομερώς μετατρέψει επί τα χείρω βασικότατους όρους της εργασιακής μου σύμβασης, προσβάλλοντας με παράλληλα ως προσωπικότητα. Επειδή βάσιμα θεωρώ ότι κακόβουλα και καταχρηστικά αρνείστε να με επαναφέρετε στο -προ της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής- εργασιακό καθεστώς, αλλά μέσω των μεθοδεύσεων που μετέρχεστε και της προκλητικής σας απάντησης στα δίκαια αιτήματά μου, επιχειρείτε να επιτύχετε τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση, προκειμένου να εξοικονομήσετε την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης μου, μετά σχεδόν 16 έτη συνεχούς και επιτυχείς προσφορές μας στην επιχείρησή σας. Επειδή η ως άνω κακοήθης, αντισυμβατική και άκρως κακόπιστη συμπεριφορά σας έχει πλήξει την επαγγελματική τιμή και υπόληψή μου,  συνιστώντας αναμφίβολα προσβολή της προσωπικότητάς μου, την οποία δεν μπορεί βάσιμα να αξιωθεί να υπομένω έτι περαιτέρω. Επειδή έχω εξαντλήσει κάθε όριο υπομονής, ανοχής και καλής πίστης εντός των ορίων των συναλλακτικών ηθών, όπως σας έχω επανειλημμένως εκθέσει στις συζητήσεις μας. Επειδή, η από μέρους του εργοδότη μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού, δεν οδηγεί στην απευθείας λύση της σύμβασης αυτής, αλλά ο μισθωτός μπορεί να θεωρήσει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του και να απαιτήσει την καταβολή της προβλεπόμενης νόμιμης αποζημίωσης. Επειδή, θεωρώ την ως άνω μονομερή βλαπτική μεταβολή ουσιωδέστατων όρων της εργασιακής μου σύμβασης ως άτακτη καταγγελία (εκ μέρους σας) της συμβάσεως εργασίας μου και απαιτώ την καταβολή της προβλεπόμενης νόμιμης αποζημίωσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ επιφυλασσόμενος παντός νομίμου δικαιώματός μου και δη της διεκδίκησης πάσης αξιώσεως η οποία απορρέει από την ως άνω εργασιακή μου σύμβαση, όπως ενδεικτικά απασών των δεδουλευμένων αποδοχών μου και αποζημίωσης λόγω μη ληφθείσας αδείας, καθώς και της προσβολής της προσωπικότητάς μου ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΙ για μία ακόμη φορά σχετικά με τη μέχρι τούδε παράνομη, αντισυμβατική, προκλητική και καταχρηστική σας συμπεριφορά, σχετικά με το πρόσωπό μου.ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΩ, ότι μετά από 15 και πλέον χρόνια εργασίας αναγκάζομαι να θεωρήσω το γεγονός της εκ μέρους σας, μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της εργασιακής μου σύμβασης, ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας μου και ΣΑΣ ΚΑΛΩ να προβείτε εντός 3 ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας στην καταβολή της εκ του εκ του νόμου προβλεπόμενης αποζημίωσης, εξ αιτίας της ως άνω άτακτης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας μου, καθώς και απάντων των οφειλομένων μέχρι τούδε δεδουλευμένων αποδοχών μου, άλλως, θα θεωρήσω την σιωπή σας ως ένα ακόμα δείγμα της καταχρηστικής συμπεριφοράς σας στο πρόσωπό μου και θα ασκήσω παν νόμιμο δικαίωμά μου. ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΩ επίσης, ότι η κάρτα SIM κινητής τηλεφωνίας που μου είχατε παραχωρήσει προς χρήση για την εργασία μου είναι στη διάθεση σας για παράδοση από εμένα προς εξουσιοδοτημένο από εσάς άτομο, κατόπιν συνεννόησης». Κατόπιν αυτού, η εναγομένη κοινοποίησε στον ενάγοντα, στις 8-3-2022, την από 4-3-2022 εξώδικη απάντηση – διαμαρτυρία – πρόσκληση, στην οποία αναγράφονταν τα εξής: «Με έκπληξη λάβαμε την από 3-3-2022 εξώδικη απάντησή σας, την οποία αρνούμαστε και αποκρούουμε στο σύνολό της. Μάλιστα δε με την προαναφερθείσα απάντησή σας, δεν αρνείστε κάποια από τις θέσεις μας, ενώ και πάλι δημιουργείτε ζητήματα που επί της ουσίας δεν υπάρχουν, προφανώς με μοναδικό σκοπό τον εξαναγκασμό μας σε καταγγελία της από 25-04-2006 σύμβασης εργασίας μας, όπως τροποποιήθηκε τελευταία την 01-10-2020 και ισχύει σήμερα (στο εξής η «Σύμβαση Εργασίας»). Επειδή ξεκαθαρίζουμε και πάλι ότι ΔΕΝ τίθεται κανένα απολύτως θέμα μονομερών και βλαπτικών ενεργειών από την πλευρά μας αναφορικά με την εργασιακή μας σχέση. Επειδή οι όροι της συνεργασίας μας αποτυπώνονται σαφώς στη Σύμβαση Εργασίας όπως αναφέρονται εκεί. Επειδή έχετε ήδη εκφράσει με ηλεκτρονική επιστολή την επιθυμία σας να αποχωρήσετε από την εταιρεία και δη καθώς δεν μπορείτε να ακολουθήσετε πλέον την εταιρεία, αφού μάθατε να λειτουργείτε με άλλο τρόπο και διαδικασίες. Άλλωστε αναγνωρίζετε ότι παρά την προσπάθειά σας να προσαρμοστείτε αυτούς τους μήνες, δεν τα έχετε καταφέρει. Επειδή έχετε αναγνωρίσει ότι σας έχουμε αναθέσει λιγότερα «πράγματα», χωρίς κάποια επίπτωση στο μισθό σας. Επειδή τα ανωτέρω τελούν σε πλήρη γνώση σας. Επειδή για εμάς συνεχίζει και ισχύει η ανωτέρω Σύμβαση Εργασίας με ό,τι συνεπάγεται σχετικά με τις υποχρεώσεις σας έναντι Ημών και κατ’ επέκταση η τυχόν μη προσέλευσή σας στην εργασία σας θα δύναται να εκληφθεί ως οικειοθελής αποχώρησή σας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΛΟΓΟΥΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΣΤΕ για την συνεχιζόμενη συμπεριφορά σας, σας ΚΑΛΟΥΜΕ να μην δημιουργείτε προβλήματα στην εργασιακή μας σχέση, τα οποία δεν υφίστανται, και να τηρήσετε τα όσα έχετε συμφωνήσει ως η Σύμβαση Εργασίας μας, ΕΠΙΦΥΛΑΣΣΟΜΑΣΤΕ δε μετά ταύτα παντός νομίμου δικαιώματός μας». Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η εναγομένη προέβη σε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος, αφού από την ανώτερη θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος Μηχανικών που κατείχε έως τις 16-9-2021, -έχοντας διατελέσει, επί δεκαετία, και Διευθυντής Τεχνικού Τμήματος-, από το Φεβρουάριο του έτους 2022, τον υποβίβασε στην υποδεέστερη θέση του απλού υπαλλήλου – μηχανικού βάρδιας, εν γνώσει της ότι ο ίδιος αδυνατούσε, ως προεκτέθηκε, να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης αυτής, προκαλώντας του, εκ του λόγου αυτού, ηθική ζημία. Στη βλαπτική αυτή μεταβολή, η οποία δεν εξυπηρετούσε το καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχείρησής της, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η ίδια προέβη μονομερώς, παρότι ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε άμεσα, με την αποστολή του ως άνω από 28-2-2022 εξωδίκου. Η μονομερής αυτή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, που δεν αποδέχθηκε ο ίδιος, εξομοιούται με καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως, εκ μέρους της εναγομένης, η οποία έλαβε χώρα, στις 3-3-3022, δια του επιδοθέντος σε αυτήν εξωδίκου του ενάγοντος, με το οποίο της δήλωνε ρητά ότι η υπηρεσιακή του υποβάθμιση συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του, την οποία θεωρεί ως άτακτη καταγγελία αυτής, εκ μέρους της, και ζητούσε να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της εναγομένης αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος, που επακολούθησε της ως άνω καταγγελίας, δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος εφέσεως της εκκαλούσας, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, δοθείσης της ως άνω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του ενάγοντος, εκ μέρους της εναγομένης, που εξομοιώνεται, κατά τα ανωτέρω, με άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αυτού, ο ενάγων δικαιούται τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία ανέρχεται, βάσει του ύψους των τακτικών, κατά τον ως άνω χρόνο της καταγγελίας, μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 2.970 ευρώ, και της επί δεκαπενταετία εργασίας του στην εναγομένη, στο ποσό των 38.115 ευρώ {[2.970 ευρώ μηνιαίες τακτικές αποδοχές + (2.970 Χ 1/6) αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας] Χ 11 μήνες}, ως άλλωστε, ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, κατά παραδοχή του σχετικού αγωγικού αιτήματος, μέρος του ως άνω ποσού, ύψους 20.000 ευρώ, υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα η εναγομένη, νομιμοτόκως από τις 4-3-2022 και μέχρις εξοφλήσεως, ενώ για το λοιπό, ύψους 18.115 ευρώ, αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της τελευταίας για την καταβολή αυτού στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την ανωτέρω ημερομηνία και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση, τέλος δε, για το μερικότερο, εκ του προαναφερομένου ποσού των 20.000 ευρώ, ποσό των 10.000 ευρώ, η εν λόγω απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή. Συνακολούθως των ανωτέρω, το διαλαμβανόμενο στην ανωτέρω έφεση αίτημα της εκκαλούσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, με την υποχρέωση του εφεσιβλήτου – ενάγοντος να της επιστρέψει το ποσό των 10.000 ευρώ, που η ίδια, κατέβαλε στον τελευταίο, σε εκτέλεση της σχετικής προσωρινώς εκτελεστής διατάξεως της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμο. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι, εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, και δη του ανωτέρω υποβιβασμού του, απαξιώθηκε ο ενάγων και εξετέθη, έναντι των λοιπών συναδέλφων του, με αποτέλεσμα να   προσβληθεί  η επαγγελματική φήμη και υπόληψή του. Ως εκ τούτου, ο ίδιος υπέστη ηθική βλάβη, με αποτέλεσμα να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάστασή της, το ύψος της οποίας, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών, του είδους της  προσβολής, της  επελθούσας  στον  ενάγοντα  βλάβης, του βαθμού πταίσματος της εναγομένης, καθώς  και  της  κοινωνικής  και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, ανέρχεται στο ανάλογο, εύλογο ποσό των 1.000 ευρώ. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, επιδίκασε, για την ως άνω αιτία, στον ενάγοντα, το ποσό των 6.000 ευρώ, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, υπερβαίνοντας τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το εν λόγω επιδικασθέν ποσό, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υπερτερεί, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, και είναι υπερβολικό, ενόψει του είδους της προσβολής και των συνθηκών, υπό τις οποίες αυτή έλαβε χώρα. Συνεπώς, ο δεύτερος και τελευταίος λόγος εφέσεως του εκκαλούντος,  κατά  τον  οποίο θα  έπρεπε  να  επιδικασθεί  στον  ίδιο,  ως  χρηματική ικανοποίηση, το μεγαλύτερο ποσό των 30.000 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, και να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο τρίτος λόγος εφέσεως της εκκαλούσας, σύμφωνα με τον οποίο, το ποσό των 6.000 ευρώ ήταν υπέρογκο και θα έπρεπε να μειωθεί. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των υπό κρίση εφέσεων προς έρευνα, πρέπει: α) η από 7-3-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 183, 179 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ), β) η  από 27-2-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση να γίνει, κατ’ ουσίαν, δεκτή, ως προς το κεφάλαιο που αφορά στην χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, στο σύνολό της, όμως, ήτοι, και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, που αφορά στην εν λόγω αγωγή, για την ενότητα του τίτλου εκτέλεσης (ΑΠ 748/84 ΕλλΔικ 26. 642, ΜονΕΠειρ 9/24, ΕΠειρ 700/11 ΝΟΜΟΣ), και κρατηθεί και δικασθεί η ένδικη ως άνω αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, και ως ουσιαστικά βάσιμη, και, ακολούθως, -αφού αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη προέβη σε μονομερή, κατά τα ανωτέρω, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος, εξομοιούμενη με άτακτη, εκ μέρους της, καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, ένεκα της οποίας, ο ενάγων δικαιούται αποζημιώσεως, συνολικού ύψους 38.115 ευρώ-, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το μερικότερο ποσό των 20.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 4-3-2022 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το λοιπό των 38.115 ευρώ ποσό των 18.115 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 4-3-2022 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος δε, πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, κατ’ άρθρα 183, 179 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ.                                                            

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 27-2-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση και την από 7-3-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση κατά της, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ’ αριθμ. 181/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.-

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 7-3-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση.-

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.-

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 27-2-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση.-

-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ’ αριθμ. 181/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.-

-ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.-

-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.-

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 4-3-2022 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.-

-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εκατόν δεκαπέντε (18.115) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 4-3-2022 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.-ΚΑΙ

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων-.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στις 8.9.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ