ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 576/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> με το διακριτικό τίτλο <<…………>>, που εδρεύει στον Πειραιά (οδός ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (ΑΜ ΔΣΠ ……..) που κατέθεσε την από 4.6.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<……………..>> που εδρεύει στον Πειραιά (οδός ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά της α) ως οριστικά πρώτης προνομιακά κατατασσόμενης στον υπ’αριθ. ……./10.10.2023 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Πειραιά …………. (οδός …………..) και β) ως τυχαία κατατασσόμενης (υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαιτήσεώς της) εκδοχέως των απαιτήσεων των ναυτικών ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πάρι Καραμήτσιο (ΑΜ ΔΣΑ ………….) (ΔΕ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΣ, ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ, ΤΑΤΑΓΙΑ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, με αριθμό μητρώου ΔΣΑ ……), που κατέθεσε την από 4.6.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 2) ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Τσολάκο (ΑΜ ΔΣΠ …….).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.10.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2023) ανακοπή κατά των εφεσιβλήτων, μετά τη συζήτηση της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 2477/2024 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου.
Β) Του εκκαλούντος: Του Ελληνικού Δημοσίου με ΑΦΜ …., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε), με ΑΦΜ ……, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή της που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, στην προκειμένη δε περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, της ΔΟΥ Ρεθύμνου καθώς και από τον Λιμενάρχη του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Δέσποινα Ντουρντουρέκα (ΑΜ 446).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία <<………>> (πρώην με την επωνυμία <<………….>>, που εδρεύει στον Πειραιά (οδός ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……………, α) ως επισπεύδουσας για τις φερόμενες ως εξασφαλισμένες με το προνόμιο της πρώτης προτιμώμενης υποθήκης απαιτήσεις της και β) ως εκδοχέα των απαιτήσεων των ναυτικών …………., η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πάρι Καραμήτσιο (ΑΜ ΔΣΑ …………) (ΔΕ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΣ, ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ, ΤΑΤΑΓΙΑ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, με αριθμό μητρώου ΔΣΑ …….), που κατέθεσε την από 4.6.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ), 2) Του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία <<Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης>> (e-ΕΦΚΑ) όπως μετονομάστηκε το Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία <<Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)>>, ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία <<ΙΚΑ-ΕΤΑΜ>>, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, με ΑΦΜ …….. και εν προκειμένω και από το Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο Πειραιά, το οποίο εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………, το οποίο εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ανδριάννα Στίγκα (ΑΜ ΔΣΠ …………..), 3) Της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>> (ΝΑΤ), που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …………, το οποίο εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Βλαχόπουλο (ΑΜ ΔΣΑ …..) και 5) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> (……….), που εδρεύει στον Πειραιά, οδός . …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …………., η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (ΑΜ ΔΣΠ ……..) που κατέθεσε την από 4.6.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.11.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023) ανακοπή κατά των εφεσιβλήτων, μετά τη συζήτηση της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 2477/2024 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου.
Γ) Του εκκαλούντος: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία <<Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)>>, πρώην Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία <<Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α) που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….. και εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, με ΑΦΜ …….., στην προκειμένη δε περίπτωση από το Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά, που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………, το οποίο εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ανδριάννα Στίγκα (ΑΜ ΔΣΠ …………).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> (πρώην με την επωνυμία <<………..>> και το διακριτικό τίτλο <<………>>), που εδρεύει στον Πειραιά, ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……. της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και 2) Της Δικηγορικής Εταιρείας με την επωνυμία <<………….>> με το διακριτικό τίτλο <<……….>> με ΑΜΔΣΑ, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα και έχει υποκατάστημα στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού …………, με ΑΦΜ …………. της ΔΟΥ Ι Αθηνών, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πάρι Καραμήτσιο (ΑΜ ΔΣΑ ………..) (ΔΕ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΣ, ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ, ΤΑΤΑΓΙΑ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, με αριθμό μητρώου ΔΣΑ ………….), που κατέθεσε την από 4.6.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.4.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/4…………./2024) ανακοπή κατά των εφεσιβλήτων, μετά τη συζήτηση της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 2477/2024 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου.
Δ) Του εκκαλούντος: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>> (ΝΑΤ), με ΑΦΜ …… ΔΟΥ Α’ Πειραιά, που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Βλαχόπουλο (ΑΜ ΔΣΑ ………….).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της επισπεύδουσας τον πλειστηριασμό εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> (πρώην με την επωνυμία <<……………>> και το διακριτικό τίτλο <<………>>), με ΑΦΜ ……….. ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, που εδρεύει στον Πειραιά, …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της επισπεύδουσας τον πλειστηριασμό εταιρείας με την επωνυμία <<……..>> (πρώην με την επωνυμία <<………..>> και το διακριτικό τίτλο <<……..>>), με ΑΦΜ …………. ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, που εδρεύει στον Πειραιά, ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, ως εκδοχέα των απαιτήσεων των ναυτικών ………………….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πάρι Καραμήτσιο (ΑΜ ΔΣΑ ………) (ΔΕ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΣ, ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ, ΤΑΤΑΓΙΑ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, με αριθμό μητρώου ΔΣΑ ………), που κατέθεσε την από 4.6.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 3) ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Τσολάκο (ΑΜ ΔΣΠ ……..).
Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.10.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………/2023) ανακοπή κατά των εφεσιβλήτων, μετά τη συζήτηση της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 2477/2024 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου.
Την ανωτέρω απόφαση, προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<……………..>> με το διακριτικό τίτλο <<…………>>, με την από 30.9.2024 και με αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο …………./2024 έφεση, β) το Ελληνικό Δημόσιο όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε) με την από 10.10.2024 και με αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο ……………./2024 έφεση, γ) το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία <<Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)>> με την από 15.10.2024 και με αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο …………./2024 έφεση και δ) το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>> (ΝΑΤ) με την από 1.10.2024 και με αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο ……………../2024 έφεση, οι οποίες, άπασες, προσδιορίστηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο, αφού έλαβαν έκαστος εξ αυτών το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 30.9.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./2024) έφεση, β) η από 10.10.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./2024 και ειδ. αριθ.καταθ. …./2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./2024) έφεση, γ) η από 15.10.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./2024) έφεση και δ) η από 1.10.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./2024 και ειδ. αριθ.καταθ. …./2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./2024) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2477/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας επί των ανωτέρω ανακοπών (και δύο ακόμη που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω), κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (αναγκαστική εκτέλεση), ερήμην του δεύτερου καθ’ου στην υπ’αριθ. κατάθεσης ……………/2023 ανακοπή, ήδη δεύτερου εφεσίβλητου της υπό στοιχ Α έφεσης και τρίτου εφεσίβλητου της υπό στοιχ Δ έφεσης, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).
Η από 30.9.2024 [υπό στοιχ Α] έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της, στις 1.10.2024, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 19.7.2024, ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ……………/2024, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ.
Η από 10.10.2024 [υπό στοιχ Β] έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 εδ.α’ ίδιου Κώδικα, καθώς από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στο Ελληνικό Δημόσιο στις 3.9.2024 (βλ. την σχετική επισημείωση στο προσκομιζόμενο από το Δημόσιο αντίγραφο της εκκαλούμενης ότι αυτή του επιδόθηκε στις 3.9.2024 από τον δικαστικό επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά . ………….), το ως άνω ένδικο μέσο ασκήθηκε στις 10.10.2024 (βλ. την από 10.10.2024 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου του γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, …………..), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών, η οποία λόγω της αναστολής των προθεσμιών εξαιτίας των δικαστικών διακοπών εκκίνησε την 16.9.2024 και έληξε την 15.10.2024, χωρίς για το παραδεκτό της έφεσης να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν Δημόσιο, αφού αυτό απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΑΠ 1441/2024, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Ανωτάτου Δικαστηρίου). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης, η οποία αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από το επισπεύδον τη συζήτηση, εκκαλούν, για να παραστεί στη συζήτηση της έφεσης (βλ. υπ’αριθ. ……../21.10.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ……………) δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε νομίμως από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο. Επομένως, πρέπει, παρά την απουσία της, να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι οι πλείονες εφεσίβλητοι/καθ’ων η ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, δανειστές της καθ’ης η εκτέλεση, των οποίων οι αναγγελθείσες απαιτήσεις έχουν εν όλω ή εν μέρει καταταγεί στον προσβαλλόμενο πίνακα και στη θέση των οποίων επιδιώκει να καταταγεί το ανακόπτον, αφού αποβληθούν, συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής ομοδικίας, συνεπώς, η ανωτέρω απολειπόμενη διάδικος δε μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύεται από τους παρασταθέντες ομοδίκους της.
Η από 15.10.2024 [υπό στοιχ Γ] έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 εδ.α’ ίδιου Κώδικα, καθώς από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στο εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία <<Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α)>> στις 2.9.2024 (βλ. την σχετική επισημείωση στο προσκομιζόμενο από το εκκαλούν αντίγραφο της εκκαλούμενης ότι αυτή του επιδόθηκε στις 2.9.2024 από τον δικαστικό επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …………….), το ως άνω ένδικο μέσο ασκήθηκε στις 15.10.2024 (βλ. την από 15.10.2024 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου του γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, ………….), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών, η οποία λόγω της αναστολής των προθεσμιών εξαιτίας των δικαστικών διακοπών εκκίνησε την 16.9.2024 και έληξε την 15.10.2024, χωρίς για το παραδεκτό της έφεσης να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ, αφού αυτό απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΑΠ 1441/2024 ο.π). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ.
Η από 30.9.2024 [υπό στοιχ Δ] έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της, στις 2.10.2024, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 19.7.2024, ενώ για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ, αφού αυτό απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΑΠ 1441/2024 ο.π). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με το άρθρο 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης, γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου αυτού Κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα σ’ αυτό προνόμια, έχουν, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο, εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκπλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής Πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της άνω διάταξης του άρθρου 9, να έχουν το ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας-lex navis, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης). Η σειρά ωστόσο κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (lex fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, καθόσον αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 466/1996, ΑΠ 70/92, ΑΠ 1762/1988, ΑΠ 184/1989). Επομένως, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου (lex navis), παρά μόνο εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 533/2015, ΑΠ 285/2002, ΑΠ 284/1999). Στην περίπτωση όπου πλοίο με αλλοδαπή σημαία κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας. (ΑΠ 533/2015, ΑΠ 755/2012, ΑΠ 710/1992), ενώ στην αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/96, Δ/νη 39, 347, ΕΠ 599/2000, ΕΕμπΔ 2001/320). Αν η lex fori δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕΠ 270/2006, Πειρ.Νομ. 2006/ 242, ΕΠ 93/99, ΕΕμπΔ 1999/560). Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, δηλαδή μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 214 του ν. 4072/2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: Α] στην μεν πρώτη τάξη: α) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ) και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (ΚΑΑΝ). Β] στη δε δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του Πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, Γ) στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και Δ] στην τέταρτη τάξη οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Τα ως άνω προνόμια, κατά ρητή διάταξη του ίδιου άρθρου (205 ΚΙΝΔ), προηγούνται της υποθήκης (ΕφΠειρ. 76/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου, ΕΠ 163/2003 ΤΝΠ Νόμος).
Α) Ι. Με το ν. 4748/1930 (φεκ Α΄ 166), όπως αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950 (φεκ Α΄ 252) και κυρώθηκε με το ν. 1630/1951 (φεκ Α΄ 8), ιδρύθηκε το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», στο οποίο ανατέθηκε η διοίκηση του λιμένα αυτού. Με το άρθρο πρώτο του ν. 2688/1999 (φεκ Α΄ 40) το Ν.Π.Δ.Δ. «………………» μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας, με την επωνυμία «…………….» και διακριτικό τίτλο «…………….» και λειτουργούσε προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Απολάμβανε διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και τελούσε υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Η εταιρία εκείνη, όπως και οι λοιποί Οργανισμοί Λιμένα, είχε διφυή χαρακτήρα και λειτουργούσε ταυτόχρονα τόσο ως πάροχος λιμενικών υπηρεσιών όσο και ως διοικητική αρχή, ασκώντας πράξεις δημόσιας εξουσίας. Κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεων του ν. 2932/2001 (φεκ Α΄ 145) το Ελληνικό Δημόσιο και η «…………..» συνήψαν την από 13-2-2002 σύμβαση παραχώρησης, η οποία, τροποποιηθείσα, κυρώθηκε με τα άρθρα 1 και 3 του ν. 3654/2008 (φεκ Α΄ 57), χωρίς ωστόσο να μεταβληθεί ουσιαστικά η φύση της εταιρίας (ΑΠ 2029/2014, ΟλΣτΕ 1211/2010, ΣτΕ 140/2011, ΕφΠειρ. 540/2011), η οποία λειτουργούσε ως εταιρία κοινής ωφέλειας που ανήκε στο δημόσιο τομέα και αποτελούσε «Οργανισμό» σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2881/2001. Στη συνέχεια η «……….» υπήχθη στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων 2011-2015 του ν. 3985/2011 και, κατ’ εφαρμογή διατάξεων του ν. 3986/2011, το ………. (…………) απέκτησε πλειοψηφικό μερίδιο συμμετοχής και προέβη στη διεξαγωγή διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας για την ανάδειξη ιδιώτη επενδυτή και εν τέλει, βάσει της οικονομικής προσφοράς της … (……….) ………., το εν λόγω Ταμείο ανέδειξε την εταιρία αυτή ως προτιμώμενο επενδυτή και με την ……/2016 Πράξη του Ζ’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εγκρίθηκε η υπογραφή της Σύμβασης Αγοραπωλησίας Μετοχών από το …………, μέρος της οποίας αποτελούσε η, ακολούθως αναφερόμενη, «νέα» Σύμβαση Παραχώρησης στη συμφωνημένη μορφή με τους υποψήφιους επενδυτές, ενώ με την 676/2016 απόφασή της η Επιτροπή Ανταγωνισμού ενέκρινε την υπόψη συναλλαγή. Προηγήθηκε συγκεκριμένα η από 24-6-2016 Σύμβαση Παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «……..» που κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ τυπικού νόμου, από κοινού με τα προσαρτήματά της, με το άρθρο 1 του ν. 4404/2016 (φεκ Α΄ 126) ενώ με τα άρθρα 2 επ. του ίδιου νόμου ρυθμίστηκαν αυτοτελώς τα σχετικά ζητήματα κατά τρόπο ταυτόσημο με τις συμβατικές ρυθμίσεις. Με τη σύμβαση αυτή (παραχώρησης), το Ελληνικό Δημόσιο και η «…………..», αφού αναγνώρισαν την ανάγκη τροποποίησης των συμβατικών προβλέψεων της υπάρχουσας μεταξύ τους σύμβασης και ανακατανομής των ρόλων, αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους προκειμένου η «………….» να λειτουργεί ως ιδιωτικός φορέας εκμετάλλευσης του λιμένα του Πειραιά (προοιμιακές σκέψεις Ζ και Η), συμφώνησαν ότι η εταιρία αποτελεί τον ολοκληρωμένο φορέα διαχείρισης του λιμένα Πειραιά, στον οποίο παραχωρείται το αποκλειστικό δικαίωμα κατοχής, χρήσης, διαχείρισης, συντήρησης, βελτίωσης και εκμετάλλευσης των στοιχείων που παραχωρούνται με τη σύμβαση, στα οποία περιλαμβάνεται και η θαλάσσια ζώνη του λιμένα. Συμφώνησαν, επίσης, ότι η εταιρία δεν διατηρεί, ούτε αναλαμβάνει, καθώς επίσης ότι δεν επιτρέπεται να θεωρηθεί ότι διατηρεί ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε δημοσίου δικαίου δικαίωμα, μετά την κύρωση της σύμβασης με τυπικό νόμο και ότι η ψήφιση του κυρωτικού νόμου συνεπάγεται την πλήρη μεταβίβαση σε κυβερνητικό φορέα του Ελληνικού Δημοσίου, των αρμοδιοτήτων της εταιρίας που έχουν κανονιστικό και ρυθμιστικό χαρακτήρα και συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας. Για το λόγο αυτό, με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Παραρτήματος ΙΙ(α) της σύμβασης παραχώρησης ορίζεται ότι από την έκδοση του κυρωτικού νόμου, παύουν να ισχύουν προκειμένου για την «………..» διατάξεις σχετικά με το δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και, γενικά, διατάξεις που είναι ασύμβατες με το χαρακτήρα της ως εμπορικής κερδοσκοπικής εταιρίας του ιδιωτικού τομέα. Άλλωστε σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ίδιου νόμου (4404/2016) η περιέλευση του ελέγχου της «………………» σε ιδιώτες επενδυτές καθιστά απαραίτητες κάποιες αναπροσαρμογές του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας της, καθώς καθίσταται μη συμβατή με τον, ιδιωτικό πλέον, χαρακτήρα της «……….», η διατήρηση ορισμένων αρμοδιοτήτων που εμπεριέχουν ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, ιδίως κανονιστικής υφής. Επίσης, σύμφωνα με την 16 σκέψη της αιτιολογικής έκθεσης μετά την παραχώρηση η εταιρία θα απωλέσει το χαρακτήρα της ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου «διφυούς» χαρακτήρα και θα μεταταγεί σε καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, σε «συνηθισμένη α.ε.», γεγονός που προϋποθέτει την κατάργηση και αφαίρεση από την «…………» αρμοδιοτήτων και εξουσιών, τις οποίες εξακολουθεί να ασκεί μέχρι σήμερα και οι οποίες ενέχουν στοιχεία ενάσκησης δημόσιας εξουσίας ή προσιδιάζουν περισσότερο στο δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας. Για το λόγο αυτό ο α.ν. 1559/1950 με τον οποίο είχε εξουσιοδοτηθεί η …………. (με τη μορφή ΝΠΔΔ) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων αρμοδιότητας του, καταργείται. Οι κανονισμοί που εκδίδει είναι εσωτερικοί και δεν έχουν πλέον την ισχύ ουσιαστικού νόμου, δεδομένου ότι η άσκηση διοικητικής αρμοδιότητας από ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρία δεν μπορεί να γίνει συνταγματικά ανεκτή. Εξάλλου, σύμφωνα με το Παράρτημα 1.7 μέρος 2 της σύμβασης παραχώρησης, ορίζεται ότι διατηρούνται από τους Κανονισμούς Λειτουργίας του ………… (άρθρο 1.7(γ) «Μόνον όσοι εκ των Κανονισμών Λιμένος που βρίσκονται σε ισχύ (ή, κατά περίπτωση, τα μέρη αυτών), και ορίζουν τα επίπεδα, τον τρόπο υπολογισμού και/ή όρους πληρωμής τιμολογίων που επιβάλλονται από την ……. ΑΕ, στο μέτρο που δεν είναι αντίθετοι με τις διατάξεις της Σύμβασης Παραχώρησης και/ή τις διατάξεις του Κυρωτικού Νόμου». Επομένως πέραν των υφιστάμενων κανονισμών που περιλαμβάνονται στο Μέρος I του ως άνω Παραρτήματος και αφορούν την υφιστάμενη τιμολογιακή πολιτική του ………. μέχρι την στιγμή της παραχώρησης του σε ιδιώτη, κανένας άλλος κανονισμός που εκδόθηκε κατά το παρελθόν από τον ……….. και αφορά την άσκηση διοικητικής εξουσίας δεν ισχύει, δεδομένου ότι είναι αντίθετος με τις διατάξεις της Σύμβασης Παραχώρησης και του Κυρωτικού Νόμου. Συνεπώς, ο Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του …. που εγκρίθηκε με την 45057/11/72 ΥΠΝΜΕ και Οικονομικών (ΦΕΚ 57/18.1.1973) στον οποίο με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 του ΚΟΔ/……………… ορίζεται ότι: «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας, ως και μεταφοράς αποσκευών και τουριστικών αυτοκινήτων, εάν το εκπλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο ……. κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδ. α» του ΚΙΝΔ οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίον», καθίσταται σαφές πλέον ότι έχει καταργηθεί και επομένως, εφόσον η έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης εντοπίζεται χρονικά, μεταγενέστερα της ισχύος της νέας Σύμβασης Παραχώρησης, τα δικαιώματα και τα τέλη που εισπράττονται από την «………………», δεν εξυπηρετούν πλέον την δημόσια ωφέλεια, παρά μόνον τους επιχειρηματικούς σκοπούς της τελευταίας και για τον λόγο αυτό δεν εμπίπτουν στα προνόμια του άρθρου 205 ΚΙΝΔ. (ΕφΠειρ 605/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου με αναφορά σε ΕΠ 248/2020 και 711/2019 αλλά και ΟλΣτΕ 1076/2019, η 50/2020 ΓΝΜΔ ΝΣΚ).
ΙΙ. Το τέλος είναι χρηματική παροχή την οποία επιβάλλει το Κράτος, ή με βάση νομοθετική εξουσιοδότηση, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία δημόσιας φύσης και προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής. Συνεπώς, κύριο χαρακτηριστικό του τέλους είναι ότι αποτελεί αντάλλαγμα προσφερόμενης ειδικής δημοσίας υπηρεσίας και διακρίνεται από το δικαίωμα, το οποίον αποτελεί το αντίτιμο ειδικής παροχής ή υπηρεσίας του Κράτους ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία όμως δεν είναι δημοσίας κατά κυριολεξία φύσης. Συχνά ο όρος δικαίωμα χρησιμοποιείται στην πράξη, για να υποδηλώσει το αντίτιμο ορισμένης ειδικής υπηρεσίας προς το πλοίο, η οποία όμως δεν παρέχεται κατά κανόνα από το Κράτος, είναι δε προφανές, ότι τα «δικαιώματα» αυτά, που απορρέουν από έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δεν καλύπτονται από το προνόμιο. Αυτό διότι το προνόμιο καλύπτει μόνον εκείνα τα τέλη τα οποία βαρύνουν το πλοίο, τα οποία οφείλονται, με βάση διάταξη νόμου ή κατ’εξουσιοδότηση τέτοιας διάταξης από τον πλοιοκτήτη, ως θαλάσσιο επιχειρηματία, για υπηρεσίες παρασχεθείσες ευθέως στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά την προσόρμιση, παραμονή, φόρτωση ή εκφόρτωση στο λιμένα και εν γένει την χρησιμοποίησή του ως μέσου μεταφοράς και δεν καλύπτει όλα τα τέλη και δικαιώματα του Δημοσίου ή άλλων οργανισμών και εν γένει νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Από το προνόμιο καλύπτονται, εφόσον επιβάλλονται ως ανωτέρω, τα υπέρ των οργανισμών, στους οποίους είναι ανατεθειμένες η διοίκηση και η λειτουργία των λιμένων (………………, ………… …………) επιβαλλόμενα δικαιώματα προσόρμισης, παραβολής ή πρυμνοδέτησης του πλοίου, επισκευαζομένων ή μετασκευαζομένων πλοίων, αργούντων ή παροπλισμένων, ελλιμενισμού πλοίων αναψυχής ή βοηθητικών του λιμένος, μετακινήσεως του πλοίου εντός του λιμένος, δεξαμενισμού και ύδρευσης πλοίων κ.λπ (σχετ. Αντάπαση Α., Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων έκδ. 1976, σελ. 118 και επ., Δ. Καμβύση ΙδΝαυτΔικ, εκδ. 1982, σελ. 574, ΕφΠειρ 605/2022, ο.π).
Με την από 27.10.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023) ανακοπή, η ανακόπτουσα, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<………..>> με το διακριτικό τίτλο <<……………… .>>, επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, ως εμπροθέσμως αναγγελθείσα δανείστρια (με την από 2.3.2023 επισυναφθείσα αναγγελία της) για απαιτήσεις της, απορρέουσες από τέλη και δικαιώματα κατά το χρονικό διάστημα από 5.10.2020 έως 11.1.2022, επί του εκπλειστηριασθέντος, υπό κυπριακή σημαία νηολογημένου στο λιμένα Λεμεσού Κύπρου με α/α …/2011, αριθμό ΙΜΟ …. και ΔΔΣ … Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου <<O>>, στον ένδικο επισπευδόμενο κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….>> πλειστηριασμό και μη καταταχθείσα στον υπ’αριθ. ………./10.10.2023 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., εξέθετε με τον αναφερόμενο σε αυτήν (ανακοπή) λόγο ότι η ανωτέρω απαίτησή της τυγχάνει προνομιακή και ανήκει στην α’ τάξη του άρθρου 42 ΚΙΝΔ και ότι οι καταταχθείσες στον προσβαλλόμενο πίνακα απαιτήσεις των αντιδίκων της δεν προηγούνταν της απαίτησής της αλλά έπονταν αυτής και ζητούσε να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, να αποβληθούν από αυτόν οι καθ’ων και να καταταγεί αυτή οριστικά και προνομιακά στην πρώτη τάξη, κατά τα άρθρα 42 ΚΙΝΔ και 19 παρ.6 περ.β’ Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης ………………., που εγκρίθηκε με την υπ’αριθ. 45057/11/72 Υ.Π.Ν.Μ.Ε και Οικονομικών (ΦΕΚ 57/18.1.1973), για το συνολικό ποσό των 213.153,90 ευρώ και να καταδικαστούν οι καθ’ων η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την ανωτέρω ανακοπή στον σύνολό της ως μη νόμιμη, κρίνοντας ότι εφόσον η διαδικασία της ένδικης επισπευδόμενης σε βάρος της πλοιοκτήτριας αναγκαστικής εκτέλεσης ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της θέσης σε ισχύ της από 24.06.2016 Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ των Ελληνικού Δημοσίου και ………………., της έκδοσης του Κυρωτικού αυτής Νόμου (ν. 4.404/2016) αλλά και της επακολουθήσασας αυτών ολοκλήρωσης της σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβίβασης της πλειοψηφίας των μετοχών του ………………. σε ιδιώτη επενδυτή, οι ένδικες αναγγελθείσες απαιτήσεις της ανακόπτουσας – η οποία δεν αποτελεί πλέον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου «διφυούς χαρακτήρα» αλλά ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρεία με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης – απορρέουσες από την παροχή προς το οικείο πλοίο λιμενικών υπηρεσιών, δεν απολαύουν του, κατ’ άρθρο 42 (νέου) ΚΙΝΔ, προνομίου κατάταξης κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος ως τέλη και δικαιώματα βαρύνοντα το πλοίο, όπως ειδικότερα προβλεπόταν με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ………………., ο οποίος είχε εκδοθεί σε εκτέλεση της παρασχεθείσας στον ………………. – υπό την τότε μορφή του ως ν.π.δ.δ. – νομοθετικής εξουσιοδότησης, κατ’ άρθρα 14, 21 παρ. 2 α.ν. 1.559/1950, να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του με ισχύ ουσιαστικού νόμου και εγκρίθηκε με τη με στοιχεία 45057/11/1973 Κοινή Υπουργική Απόφαση.
Την ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης απόφασης προσέβαλε η ανακόπτουσα με την κρινόμενη έφεση [υπό στοιχ Α] και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η προνομιακή κατάταξη των λιμενικών τελών και δικαιωμάτων κατά το άρθρο 205 Α ΚΙΝΔ συνδέεται αποκλειστικά με την παροχή υπηρεσιών σε πλοία, πλωτά μέσα από τους λιμένες ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, με το δεύτερο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι τόσο η ελληνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία της Ε.Ε προβλέπουν ρητά την επιβολή των λιμενικών τελών από την ……………… ., η οποία διέπεται κατ’αρχήν από το ιδιωτικό δίκαιο ενώ με τον τρίτο λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ότι η λιμενική περιοχή διατηρεί τον δημόσιο κοινόχρηστο χαρακτήρα της και μετά την ιδιωτικοποίηση της …….
Ωστόσο σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις ανωτέρω υπό στοιχ. ΑΙ και ΑΙΙ νομικές σκέψεις, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την ανακοπή της «………………» ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι κατά το χρόνο της ένδικης επισπευδόμενης σε βάρος της πλοιοκτήτριας αναγκαστικής εκτέλεσης πράγματι δεν ίσχυε πλέον ο Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του ……………… που εγκρίθηκε με την 45057/11/72 ΥΠΝΜΕ και Οικονομικών (ΦΕΚ 57/18.1.1973) με βάση τον οποίο ορισμένες απαιτήσεις του ……………… μεταξύ των οποίων και τα ένδικα τέλη ελλιμενισμού, όπως η έννοια του τέλους αναλύθηκε παραπάνω, είχαν καλυφθεί με το προνόμιο που προβλέπεται στο άρθρο 205 περ. α ΚΙΝΔ. Ενόψει ειδικότερα της μετατροπής της ανακόπτουσας σε ανώνυμη εταιρία κερδοσκοπικού χαρακτήρα δυνάμει της από 24.06.2016 Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ των Ελληνικού Δημοσίου και ………………., της έκδοσης του Κυρωτικού αυτής Νόμου (ν. 4.404/2016) αλλά και της επακολουθήσασας αυτών ολοκλήρωσης της σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβίβασης της πλειοψηφίας των μετοχών του ………………. σε ιδιώτη επενδυτή, στερείται αυτή πλέον της δυνατότητας που είχε με βάση το, προ της σύμβασης παραχώρησης του 2016, νομικό καθεστώς να εκδίδει κανονισμούς βάσει των οποίων αποκτούσε προνόμια που επιβάλλονταν με νόμο ή κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, ενώ πλέον οι επί των τελών ελλιμενισμού απαιτήσεις της, δεν έχουν τον χαρακτήρα «τέλους» με την έννοια του χρηματικού ανταλλάγματος που επιβάλλει το Κράτος, ή, δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία με δημόσιο χαρακτήρα προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής, αφού δεν αποτελεί αντάλλαγμα προσφερόμενης ειδικής δημοσίας υπηρεσίας, αλλά αντίτιμο ιδιωτικής υπηρεσίας και επομένως πρόκειται για δικαιώματα μεταξύ ιδιωτών που δεν καλύπτονται από το προνόμιο, ενόψει και του γεγονότος ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν τα ναυτικά προνόμια πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθόσον διαταράσσουν την ισότητα μεταξύ των πιστωτών ( ΕφΠειρ 147/2010 ΕΝΔ 2010.241). Ορθά συνεπώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ότι η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας δεν τυγχάνει προνομιακή – ακόμη δε ανεξάρτητα και από το γεγονός ότι αυτή δεν ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας του πλοίου – και απέρριψε την ανακοπή και όσα αντίθετα ισχυρίζεται με την έφεση της και τους ανωτέρω εκτιθέμενους λόγους αυτής η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ως και η έφεση [υπό στοιχ Α] στο σύνολό της.
Β) Ι. Το κυπριακό δίκαιο, σχετικά με τον καθορισμό των ναυτικών προνομίων και την κατάταξη χρεών κατά τον πλειστηριασμό πλοίου εφαρμόζει, το βρετανικό δίκαιο και κατ’ εφαρμογή των αρχών του δικαίου αυτού, τα κυπριακά δικαστήρια έχουν ορίσει τα ναυτικά προνόμια ως δικαιώματα που «ταξιδεύουν» με το πλοίο και το συνοδεύουν, ανεξαρτήτως σε ποιου την κατοχή ή κυριότητα ενδέχεται να περιέλθει αυτό. Συνιστούν δε, κατά τα κυπριακά δικαστήρια, ναυτικά προνόμια (maritime liens): α) οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης σε πρόσωπο που προσέφερε τις υπηρεσίες του για τη διάσωση του πλοίου, όταν αυτό βρισκόταν σε κίνδυνο (salvage), β) οι απαιτήσεις από ζημίες, που προξενήθηκαν από το πλοίο (damage done by the ship), γ) οι μισθοί του πληρώματος (crew`s wages), δ) τα ναυτικά δάνεια (bottomry and respondentia), ε) οι μισθοί και τα έξοδα του πλοιάρχου, που προέρχονται από την υπηρεσία στο πλοίο (master`s wages) και στ) οι απαιτήσεις για δαπάνες και υποχρεώσεις που προκλήθηκαν από τον πλοίαρχο κατά τη διάρκεια ταξιδιού (disbursements and liabilities). Θεσμικά προνόμια (statutory liens) συνιστούν, μεταξύ των άλλων, οι απαιτήσεις σχετικά α) με την κατοχή ή την κυριότητα του πλοίου, β) με τη μεταξύ των συγκυρίων κατοχή ή χρήση του πλοίου, γ) με την πρόκληση θανάτου ή σωματικής βλάβης από την κατασκευή, τη συντήρηση, τη χρήση ή τη διοίκηση του πλοίου, δ) με τη ζημία ή την απώλεια του μεταφερομένου φορτίου, ε) με διαφορές από συμβάσεις μεταφοράς αγαθών ή συμβάσεις σχετικά με τη χρήση του πλοίου, στ) με την προμήθεια αγαθών και υλικών στο πλοίο, οι οφειλές προς τις λιμενικές αρχές κλπ. Τέλος, κατ’ εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου, η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, ως προς το θέμα της κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων δεν είναι πάγια, αλλά διαφοροποιείται με βάση τις αρχές της επιείκειας και του φυσικού δικαίου, ακολουθείται δε συνήθως η εξής σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου: α) τα έξοδα του αρμόδιου για την κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων δικαστικού επιμελητή (marshal`s expenses), όπως για εφοδιασμό, φύλαξη κλπ. χωρίς τα οποία δεν θα ήταν δυνατό το πλοίο να παραμείνει στη δικαιοδοσία των ναυτικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της δίκης, β) οι οφειλές προς τις λιμενικές αρχές από ζημίες που προκάλεσε το πλοίο, είτε από λιμενικά τέλη, προηγούνται των λοιπών προνομιούχων απαιτήσεων, γ) τα ναυτικά προνόμια προηγούνται των εμπραγμάτων προνομίων, των υποθηκών και των λοιπών θεσμικών προνομίων, δ) τα εμπράγματα προνόμια προηγούνται όλων των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μετά την απόκτηση της κατοχής του πλοίου και έπονται των απαιτήσεων που είχαν δημιουργηθεί πριν από την απόκτηση της κατοχής του πλοίου, ε) οι υποθήκες επί του πλοίου έπονται των ναυτικών προνομίων και των εμπραγμάτων προνομίων και προηγούνται των λοιπών θεσμικών προνομίων, εφόσον δημιουργήθηκαν πριν από αυτά, στ) τα λοιπά θεσμικά προνόμια κατατάσσονται τελευταία στη σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου και ζ) η απαίτηση του επισπεύδοντος δικηγόρου για τη δικαστική δαπάνη προηγείται, α) του θεσμικού προνομίου σχετικά με την προμήθεια αγαθών και υλικών στο πλοίο, εφόσον η τελευταία έλαβε χώρα μετά τη γέννηση της απαίτησης του δικηγόρου και β) του ναυτικού προνομίου σχετικά με τους μισθούς και τα έξοδα του πλοιάρχου, εφόσον ο τελευταίος είναι συγκύριος του πλοίου και εντολέας του δικηγόρου. Όπως γίνεται δεκτό από την αγγλική θεωρία και νομολογία, που ταυτίζεται με την κυπριακή (ΕφΠειρ 131/2012, 519/2009 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σαφής και προ πολλού καθιερωμένη στη νομική επιστήμη της Αγγλίας είναι η διάκριση ανάμεσα, αφενός μεν στα λεγόμενα παραδοσιακά ναυτικά προνόμια (traditional maritime liens), που επιτελούν ακριβώς τον παραδοσιακό, γνωστό και στην δική μας έννομη τάξη ρόλο των προνομίων (άρθρο 205 ΚΙΝ) και είναι αποκλειστικά τα ανωτέρω περιοριστικά απαριθμηθέντα, αφετέρου δε στα λεγόμενα statutory liens ή ορθότερα statutory rights in rem, που δεν είναι προνόμια κατά την έννοια του ημεδαπού νομικού συστήματος. Αυτά τα «θεσμικά προνόμια» αντιπροσωπεύουν και αποτελούν απλώς και μόνο δικονομικά δικαιώματα ορισμένων κατηγοριών δανειστών του πλοίου, όπως των προμηθευτών αναγκαίων εφοδίων (“necessaries”), επισκευαστών – συντηρητών, παροχών ρυμουλκικών υπηρεσιών, πρακτόρων κ.ά., να στραφούν – όχι κατά της οφειλέτιδας εταιρίας προσωπικά – αλλά κατά του πλοίου ως πράγματος (αγωγή in rem) και να το κατάσχουν συντηρητικά, ώστε να επιτύχουν την θεμελίωση της δικαιοδοσίας του εκάστοτε δικαστηρίου και την εκτέλεση της εκδοθησόμενης απόφασής του. Οι εξουσίες αυτές ή θεσμικά προνόμια (statutory liens) όμως, εκτός των ως άνω δικαιωμάτων, δεν παρέχουν οτιδήποτε άλλο στις κατηγορίες αυτές δανειστών πλέον των ανωτέρω, κυρίως δε, δεν αποτελούν ναυτικά προνόμια. Περαιτέρω, για να ασκηθεί το ανωτέρω περιγραφόμενο «statutory lien», λόγω του ότι ακριβώς εντάσσεται κυρίως στον χώρο του δικονομικού δικαίου, περιγράφεται στον αγγλικό νόμο μία συγκεκριμένη διαδικασία, που πρέπει να ακολουθηθεί. Συνακόλουθα, αυτό σημαίνει, ότι τα «statutory liens» όχι μόνον δεν αποτελούν ναυτικά προνόμια (που δεν προϋποθέτουν οποιαδήποτε διαδικασία απαιτούν, αντίθετα οι εξουσίες πηγάζουν από την φύση τους), αλλά επιπλέον δεν υφίστανται καν πριν συντελεστούν οι διαδικαστικές αυτές ενέργειες και συνεπώς οι προστατευόμενοι με αυτά δανειστές δεν μπορούν να κατάσχουν το πλοίο πριν συμβούν αυτές, ούτε να εξοπλίσουν τις απαιτήσεις τους με τις ιδιότητες ενός ναυτικού προνομίου. (Α. Αντάπασης, «Δανειστές εξασφαλιζόμενοι με ναυτικά προνόμια σε κυπριακό πλοίο που εκπλειστηριάσθηκε στην Ελλάδα», ΕΝΔ 31.344, Γ. Θεοχαρίδης, «Ζητήματα από την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου στα ναυτικά προνόμια», ΕΝΔ 31.1 επ., ΕφΠειρ 76/2022, ο.π με αναφορά στην προπαρατεθείσα νομολογία και θεωρία).
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρο 42 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΚΙΝΔ – μετά την αντικατάστασή του με το ν. 5.020/2023 -, από τις απαιτήσεις κατά προσώπου που εκμεταλλεύεται πλοίο για δικό του λογαριασμό, εξοπλίζονται με προνόμιο επί του πλοίου από τη γέννησή τους, μεταξύ άλλων: α) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι και τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, κατά το τελευταίο πριν την αναγκαστική κατάσχεση εξάμηνο (πρώτη τάξη). Ειδικότερα, κατά την έννοια αυτής της διάταξης, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα είναι τα επιβαλλόμενα απ’ ευθείας επί του πλοίου τέλη τρίτων οργανισμών και λοιπών νομικών προσώπων που αφορούν την ίδια τη λειτουργία του πλοίου ως πλωτού μέσου (ΜΕφΠειρ 56/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως τα υπέρ του ………………. – υπό την προηγούμενη μορφή του – τέλη για την προσόρμιση, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό (ΕφΠειρ 201/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι όμως τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις, λόγω εκπρόθεσμης καταβολής αυτών (ΑΠ 1.083/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν αποτελούν προνομιακές απαιτήσεις όλες οι κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου, ως εκ του ότι αυτοί ασκούν ναυτική επιχείρηση, αλλά μόνο όσοι φόροι επιβάλλονται απ’ ευθείας επί του πλοίου ως μεταφορικού μέσου με τη νομοθεσία περί φορολογίας πλοίων (ΑΠ 511/2014, ΕφΠατρ 432/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως και του ν. 1.880/1951 «περί φορολογίας πλοίων», οι φόροι και εισφορές επί των υπό ελληνική σημαία πλοίων, με βάση την ηλικία και τη χωρητικότητα, κατ’ άρθρα 1, 2 και 6 ν. 27/1975 τα, κατά το ν. 820/1978 επιβαλλόμενα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που αφορούν το πλοίο, καθώς και τα προξενικά τέλη (ΑΠ 511/2014, ΕφΠατρ 432/2011 ό.π.), ενώ δεν είναι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα ο φόρος κύκλου εργασιών του
α.ν.660/1037 μετονομασθείς με το άρθρο 1 ν. 1642/1986 σε φόρο προστιθεμένης αξίας, ούτε ο φόρος εισοδήματος επί των μισθών του πληρώματος (ΕφΠατρ 432/2011 ό.π., ΕφΠειρ 501/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο παρακρατούμενος φόρος από τις αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές του πλοιάρχου και του πληρώματος, το χαρτόσημο, οι υπέρ τρίτων κρατήσεις, ο τυχόν οφειλόμενος φόρος μεταβίβασης πλοίου, τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις λόγω εκπρόθεσμης πληρωμής των σχετικών προς τη ναυσιπλοΐα φόρων, καθώς και τα πρόστιμα που επιβάλλονται λόγω παραβάσεων των διατάξεων για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, όπως αυτά του άρθρου 87 ν. 2.238/1994 (ΑΠ 511/2014 ό.π.), εφόσον οι περί προνομίων διατάξεις είναι ερμηνευτέες στενά (Α. Αντάπαση, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, εκδ. 1976, σ. 138 – 139). Εξάλλου, το ναυτικό προνόμιο συνιστά παρεπόμενο εξασφαλιστικό δικαίωμα απαίτησης, που προκύπτει από την εκμετάλλευση συγκεκριμένου πλοίου, βαρύνει μόνο το τελευταίο και όχι έτερα, τυχόν ανήκοντα στην ίδια πλοιοκτήτρια (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα δ΄, αριθ. 184).
ΙΙΙ. Η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλομένου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους και την ανακοπή ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαίτησης, το αναγγελτήριο, πρέπει να παρέχει στο μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση, όπως και αίτημα για προνομιακή κατάταξη (Α.Π. 194/2018, Α’ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου είναι, τέλος, το αίτημα κατάταξης, και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με την απολύτως επικρατούσα άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης, καθώς η εφαρμογή από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο των περί προνομίων οικείων διατάξεων δε γίνεται αυτεπάγγελτα, έστω και αν από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η ύπαρξη προνομίων, όταν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν έχει ζητήσει την προνομιακή κατάταξή του (ΕφΠειρ. 248/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου με αναφορά σε Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, II, Ειδικό Μέρος, παράγραφος 57, II, 3β, σελ. 335, αριθμ.10, και παράγραφος 63, IV, 2 δ, αριθμ.42, σελ.584-585, με τις εκεί εκτενείς αναφορές σε θεωρία και την κρατούσα νομολογία).
Με την από 7.11.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2023) ανακοπή, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται στην προκείμενη δίκη, επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον ως εμπρόθεσμα αναγγελθείς δανειστής (με τις με αριθμούς πρωτ. ../…../17.02.2023, …/…/01.03.2023, ……./18.01.2023 επισυναφθείσες αναγγελίες αντίστοιχα των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και Ρεθύμνου και του Λιμενάρχη του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά) απαιτήσεων, απορρεουσών αφενός από φόρους περί τη ναυσιπλοΐα και αφετέρου από βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και οφειλόμενες προς το ΝΑΤ εισφορές, στον ένδικο επισπευδόμενο κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» πλειστηριασμό του υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου “O” και μη καταταχθέν στον με αριθμό ……./10.10.2023 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………., ζητούσε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν (ανακοπή) λόγους, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, να αποβληθεί απ’ αυτόν η καθ’ης εταιρεία με την επωνυμία <<…………>> και να καταταγεί αυτό ως προνομιούχος δανειστής, κυρίως κατ’ άρθρο 205 περιπτ. α΄ (ήδη νέο άρθρο 42) ΚΙΝΔ, επικουρικά δε κατ’ άρθρα 975 ΚΠολΔ και 62 ΚΕΔΕ, σύμμετρα για τα συνολικά ποσά i) των επτακοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα δύο ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (795.842,97 €), διά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, ii) του ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων δέκα χιλιάδων εκατόν τριάντα εννέα ευρώ εβδομήντα ενός λεπτών (1.910.139,71 €), διά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρεθύμνου – μεταξύ δε των υπό στοιχ. i και ii ποσών περιλαμβάνεται και εκείνο των οκτακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα ενός ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (822.531,83 €), αντιστοιχούν σε οφειλόμενες προς το ΝΑΤ εισφορές -, και iii) των χιλίων επτακοσίων σαράντα δύο ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (1.742,68 €), διά του Λιμενάρχη του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, επικουρικά δε (ζητούσε) αφενός να καταταγεί αυτό προνομιακά στο συνολικό ποσό των εκατόν έντεκα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα δύο ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (111.552,21 €), αντιστοιχούν σε μη νόμιμα προαφαιρεθέν από το εκπλειστηρίασμα ποσό εξόδων εκτέλεσης, και αφετέρου να ακυρωθεί ο ένδικος πίνακας ως προς την παράνομη έλλειψη επικουρικής κατάταξης δανειστών και να οριστεί ότι, σε περίπτωση ματαίωσης της τυχαίας κατάταξης της καθ’ ης ως εκδοχέα ναυτεργατικών απαιτήσεων, θα καταταγεί αυτό οριστικά και προνομιακά για τα αυτά ως άνω ποσά πλέον τόκων, προσαυξήσεων, προστίμων και λοιπών συνεισπραττόμενων και επιβαρύνσεων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ης η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την ανωτέρω ανακοπή στον σύνολό της και ειδικότερα, τον πρώτο λόγο της ανακοπής με τον οποίο το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα δεν κατέταξε προνομιακά κατ’άρθρο 42 παρ.1 στοιχ α ΚΙΝΔ τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του που απορρέουν από βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα απέρριψε ως μη νόμιμο, τον δεύτερο λόγο της ανακοπής με τον οποίο το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα δεν κατέταξε προνομιακά κατ’άρθρο 42 παρ.1 στοιχ β ΚΙΝΔ τις αναγγελθείσες απαιτήσεις των ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και Ρεθύμνου, απορρέουσες από ασφαλιστικές εισφορές ναυτικών και πλοιάρχου προς το ΝΑΤ, απέρριψε ως μη νόμιμο και τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο (επικουρικούς) λόγους της ανακοπής απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους.
Την ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης απόφασης προσέβαλε το ανακόπτον με την κρινόμενη έφεση [υπό στοιχ Β] και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, το εκκαλούν, επαναφέροντας τον πρώτο (κύριο) λόγο της ανακοπής του, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι οι απαιτήσεις των ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και ΔΟΥ Ρεθύμνου δεν αποτελούν φόρους προς τη ναυσιπλοΐα και ότι οι απαιτήσεις του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά δεν αναγγέλθηκαν ως προνομιακές και για το λόγο αυτό απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχ. ΒΙΙ νομική σκέψη, οι αναγγελθείσες, με τις υπ’αριθ.πρωτ. …/17.2.2023 και ………./1.3.2023 αναγγελίες, από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Ρεθύμνου αντίστοιχα απαιτήσεις, που απορρέουν από αμοιβές πληρωμάτων των ετών 2019-2022, πρόστιμα λιμενικής αρχής έτους 2022, πρόστιμα επιβολής Διοικητή του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Ρεθύμνου έτους 2022 και πρόστιμα επιβολής Διοικητή ΣΕΠΕ έτους 2022 και οι αναγγελθείσες από τη ΔΟΥ Ρεθύμνου απαιτήσεις, που αφορούν την προηγούμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία <<………………>> και απορρέουν από Φ.Π.Α και πρόστιμο Φ.Π.Α έτους 2012, εισφορές και τέλος επιτηδεύματος των ετών 2012 και 2013, έσοδα λοιπών περιπτώσεων έτους 2013, πρόστιμο λιμενικής αρχής έτους 2013. ΕΔΕ/έξοδα Διοικητή ετών 2014-2016, εκχώρηση μισθωμάτων στο Δημόσιο έτους 2015, υπέρ διαφορών τρίτων έτους 2015, πρόστιμο μητρώου έτους 2015, δηλώσεις φόρου εισοδήματος ν.π. των ετών 2015-2019 και 2021-2022, δεν εμπίπτουν στην κατά τη διάταξη του άρθρο 42 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΚΙΝΔ έννοια των βαρυνόντων το πλοίο τελών και δικαιωμάτων. Οσον αφορά τις αναγγελθείσες από τον Κεντρικό Λιμενάρχη Πειραιά απαιτήσεις, που απορρέουν από οφειλές πλοηγικών δικαιωμάτων (άρθρο 20 Ν. 3142/1955), ενώ αφορούν εμπίπτοντα στην κατ’άρθρο 42 παρ.1 στοιχ α’ ΚΙΝΔ έννοια των βαρυνόντων το πλοίο δικαιωμάτων (ΕφΠειρ 229/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορθώς δεν κατατάχθηκαν ως προνομιακές εφόσον δεν αναγγέλθηκαν ως τέτοιες (βλ.υπ’αριθ.πρωτ …………/18.1.2023 αναγγελία) σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχ Β ΙΙΙ σκέψη της παρούσας, αφού κατά την κρατούσα άποψη, η εφαρμογή των περί προνομίων διατάξεων δεν γίνεται αυτεπάγγελτα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, έστω και αν από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η ύπαρξη προνομίων (ΜονΕφΠειρ 248/2020, ο.π). Μετά ταύτα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε.
Με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης, το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμο το δεύτερο λόγο της ανακοπής του (που επαναφέρει προς κρίση με τον κρινόμενο λόγο έφεσης), με τον οποίο ισχυριζόταν ότι εσφαλμένα δεν κατατάχθηκαν η ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και η ΔΟΥ Ρεθύμνου για τις απαιτήσεις τους που αφορούν σε οφειλές του εκπλειστηριασθέντος πλοίου προς το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ), εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην άνω υπό στοιχ ΒΙ νομική σκέψη του δικανικού συλλογισμού, η αναγγελθείσα απαίτηση του ανακόπτοντος κατά το μέρος που αφορά ασφαλιστικές εισφορές ναυτικών και πλοιοκτήτη, παρότι πρόκειται για απαιτήσεις που απολαμβάνουν του προνομίου του άρθρου 205 στοιχ. α` ΚΙΝΔ (ΟλΑΠ 295/1976 ΝοΒ 1976.849, Εφ Πειρ 1011/2001), δεν τυγχάνει προνομιακή κατά το εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση κυπριακό δίκαιο, ως εκείνο της σημαίας του πλοίου, και δη δεν εξοπλίζεται με κάποιο ναυτικό προνόμιο σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο καθώς δεν υπάρχει αντιστοιχούσα στο δίκαιο αυτό διάταξη με την διάταξη του άρθρου 205 περί.α ΚΙΝΔ, παρά μόνον παρέχεται θεσμικό προνόμιο «statutory lien», για το οποίο όμως δεν προέκυψε ότι ακολουθήθηκε η συγκεκριμένη διαδικασία για την ενεργοποίησή του. Μετά ταύτα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, κρίνοντας όμοια, απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε.
Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον τρίτο (επικουρικό) λόγο της ανακοπής του (τον οποίο, με τον υπόψη λόγο έφεσης επαναφέρει προς κρίση), με τον οποίο ισχυριζόταν ότι εσφαλμένα δεν κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης προνομιακά κατ’άρθρο 42 ΚΙΝΔ και επικουρικά κατ’άρθρο 62 ΚΕΔΕ και αμφισβήτησε την ύπαρξη, το μέγεθος και το προνόμιο των καταταχθεισών απαιτήσεων της καθ’ης η ανακοπή – ήδη πρώτης εφεσίβλητης της υπό στοιχ Β έφεσης – εταιρείας με την επωνυμία <<……………>> εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε. Επίσης με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον τέταρτο (επικουρικό) λόγο της ανακοπής του (που επαναφέρει με τον υπόψη λόγο έφεσης) με τον οποίο ισχυριζόταν ότι η προαφαίρεση των εξόδων της ένδικης εκτέλεσης είναι μη νόμιμη και ότι θα έπρεπε να αποδεσμευτεί από το πλειστηρίασμα το συνολικό ποσό των 111.552,21 ευρώ και ακολούθως να αποβληθεί η επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό δανείστρια και να καταταγεί στο ποσό αυτό προνομιακά και οριστικά προς μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών του, το ίδιο (ανακόπτον – εκκαλούν), εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε. Τέλος με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του, το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον πέμπτο (επικουρικό) λόγο της ανακοπής του (που επαναφέρει με τον υπόψη λόγο έφεσης), με τον οποίο ισχυριζόταν ότι ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δεν περιέλαβε ορισμένη και νόμιμη διάταξη περί επικουρικής κατάταξης σε περίπτωση ματαίωσης της τυχαίας κατάταξης της καθ’ης (……………..) και αιτούνταν να οριστεί ότι στην περίπτωση αυτή θα καταταγεί το ίδιο (ανακόπτον-εκκαλούν) προνομιακά και οριστικά για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε. Απαντες οι ανωτέρω λόγοι της έφεσης, οι οποίοι ανάγονται στο σύνολό τους τόσο στη προβολή σφάλματος ως προς την κατάταξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων όσο και στην ύπαρξη των απαιτήσεων της ανωτέρω καθ’ης η ανακοπή, είναι νόμιμοι και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Γ) Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 979 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται, ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως, νομιμοποιούνται μόνον ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ`ού η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Τέτοιο συμφέρον του ανακόπτοντος θεωρείται ότι υπάρχει, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθού, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος. Έτσι αν παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθού κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος. Ο ανωτέρω κανόνας ισχύει και όταν με την ανακοπή προσβάλλεται η προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως από το πλειστηρίασμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 932, 971 και 975 ΚΠολΔ. Ειδικότερα τα έξοδα αυτά που αφορούν το γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή του συνόλου της εκτελεστικής διαδικασίας, προσδιορίζονται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, προαφαιρούνται από το πλειστηρίασμα και στο υπόλοιπο ποσό αυτού γίνεται η κατάταξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών του καθ`ού η εκτέλεση. Ο προσδιορισμός των εξόδων αυτών γίνεται, είτε με ιδιαίτερη πράξη του υπαλλήλου αυτού, είτε στον πίνακα κατάταξης με αιτιολογημένη εκκαθάρισή τους. Η εκκαθάριση αυτή αν και αποτελεί εξώδικη κατ` ουσίαν πράξη, προσβάλλεται με την ανακοπή κατά του πίνακα. Αν ο λόγος της ανακοπής, με τον οποίο επιδιώκεται η μείωση των εξόδων ή αμφισβητείται το ύψος αυτών, γίνει δεκτός ως βάσιμος, τότε το δικαστήριο επαναπροσδιορίζει το προς διανομή υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, στο οποίο κατατάσσεται ο ανακόπτων, που έχει υποβάλλει σχετικό αίτημα έστω και αν το προνόμιο του ανακόπτοντος είναι ασθενέστερο του προνομίου του επισπεύδοντος, εφόσον όμως τούτο του παρέχει τη δυνατότητα να καταταγεί στον πίνακα προς ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του από το πλειστηρίασμα αυτό και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή δεν αμφισβητείται το προνόμιο του καθ`ού η ανακοπή επισπεύδοντος αλλά η ίδια η απαίτησή του για τα έξοδα εκτελέσεως. Αν όμως λόγω ειδικού προνομίου του επισπεύδοντος καθ`ού η ανακοπή δεν επιτρέπεται η κατάταξη το πλειστηρίασμα της αναγγελθείσας απαιτήσεως του ανακόπτοντος, τότε αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της ανωτέρω ανακοπής (ΑΠ 1157/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την από 15.4.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………./2024) ανακοπή, στρεφόμενη κατά των ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχ Γ έφεσης, το ανακόπτον Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία <<Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)>>, επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον, ως εμπροθέσμως αναγγελθείς δανειστής (με την υπ’αριθ.πρωτ. ……/20.2.2023 επισυναφθείσα αναγγελία του Διευθυντή της Περιφερειακής Υπηρεσίας Κ.Ε.Α.Ο Πειραιά) για απαιτήσεις του, απορρέουσες από ασφαλιστικές εισφορές της χρονικής περιόδου από 1.2.2020 έως 31.8.2022 πλέον προσαυξήσεων, της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….>> πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος στον ένδικο πλειστηριασμό, υπό κυπριακή σημαία νηολογημένου στο λιμένα ….. Κύπρου με α/α …../2011, αριθμό ΙΜΟ …………. και ΔΔΣ …… Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου <<O>> και μη καταταχθέν στον υπ’αριθ. …………./10.10.2023 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., εξέθετε με τον αναφερόμενο σε αυτήν (ανακοπή) λόγο ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα τα αναλυτικά αναφερόμενα σε αυτήν (ανακοπή) ποσά ως έξοδα προδικασίας και διαδικασίας του πλειστηριασμού και συγκεκριμένα τα έξοδα και τις αμοιβές έκδοσης των αναγκαίων πιστοποιητικών για την εκτέλεση του πλειστηριασμού καθώς και τα δικαστικά και δικηγορικά έξοδα και αμοιβές, συνολικού ποσού 58.687,50 ευρώ, καθόσον τα έξοδα αυτά δεν έγιναν προς το κοινό συμφέρον των δανειστών και ζητούσε να ακυρωθεί άλλως μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης ώστε να καταταγεί το ίδιο στο ως άνω ελευθερούμενο μη νόμιμα προαφαιρεθέν ποσό.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη ως προς την δεύτερη καθ’ης – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη – λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτής και κατά τα λοιπά απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής. Με την κρινόμενη [υπό στοιχ Γ] έφεση το ανακόπτον επαναφέροντας τον παραπάνω λόγο, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε έτσι, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε. Ο παραπάνω λόγος έφεσης είναι νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Δ) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 585 παρ. 2, 933 και 979 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει πλην των αναφερομένων στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου κώδικα στοιχείων, και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού η ανακοπή να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, ως και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, ήτοι, παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την απαίτηση και το προνόμιο της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη, μη δυναμένη να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με αναφορά σε άλλα έγγραφα ( ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 194/2003 ΕλΔ 2003.313, ΑΠ 1700/2002 ΝοΒ 2003.1222, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 2008.424), μάλιστα δε ούτε από το περιεχόμενο της αναγγελίας (άρθρο 972 ΚΠολΔ) και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία των δέκα πέντε ημερών από τον πλειστηριασμό, τα οποία αποδεικνύουν (ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 361/2010 ΕΝΔ 2010.236, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 2008.424, ΕφΝαυπλ 412/2007 ΕΠΟΛΔ 2008.583, ΕφΠειρ 270/2006 ΕΝΔ 2006.15, Β.Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ εκδ.1997, υπ’ αρθρ. 979 παρ. 61 σελ. 990). Η αναφορά και εξειδίκευση της απαιτήσεως στο δικόγραφο της ανακοπής είναι αναγκαία ανεξάρτητα από το θεμελιωτικό λόγο του αιτήματός της, αφού μόνον έτσι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής (τόσο, δηλαδή, της απαιτήσεως του ανακόπτοντος όσο και του τυχόν προνομίου της) και στον καθ`ου να αμυνθεί (ΑΠ 1099/1996 ΕλΔ 1997.1088, ΑΠ 1260/1991 ΕΕΝ 1993.66, ΑΠ 187/1987 ΕλΔ 1988.494). Είναι επομένως αναγκαία τα ανωτέρω, ακόμη και αν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται στην απλή άρνηση της απαιτήσεως ή της σειράς και της τάξεως κατατάξεως (ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 2003.145). Με την ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως μπορούν να προβληθούν λόγοι που ανάγονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο και αφορούν την ύπαρξη ή το μέγεθος της απαίτησης του καταταγέντος δανειστή, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ169/2012 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ») και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατατάξεως. Εννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακος κατατάξεως, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαιτήσεως εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στην θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρ. 972 § 2 εδ. β` ΚΠολΔ). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθού η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατατάξεως είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη (ΑΠ 1779/2007 ΔΕΕ 2008.593), η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 175/2011 ΕΦΑΔ 2011.893) και συνεπώς το δεδικασμένο της σχετικής απόφασης περιορίζεται μόνο στους διαδίκους της δίκης της ανακοπής, χωρίς να επηρεάζει τη θέση των άλλων δανειστών, με αποτέλεσμα το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, να περιορίζεται στα όρια του αιτήματός της, ενώ δεν έχει αντίθετα εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως στην αναμόρφωση του πίνακα (ΑΠ 479/2012 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να αναφέρονται: α) στην ύπαρξη τις απαίτησης του δανειστή ή του προνομίου της, οπότε, αν αυτή δεν έχει καταταγεί καθόλου ή ως προνομιακή στον πίνακα κατατάξεως, ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτηση ή το προνόμιο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου, η ουσιαστική βασιμότητα του κατά την απόδειξη και η άμυνα του καθ` ου, β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της καταταχθείσης απαιτήσεως του καθ` ου, γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ` ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση διά των προτάσεων (και με την απόδειξη) των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου των πραγματικών γεγονότων. Στην τελευταία περίπτωση αρκεί η άρνηση αυτή και μόνο για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, αφού ο καθ` ου πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της καταταχθείσας απαιτήσεώς του (ΑΠ 1052/2005 ΕλΔ 2005.1086, ΑΠ 404/2003 ΕλΔ 2003.1602, ΑΠ 183/2002 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1717/1999 ΕλΔ 2000. 1000, ΕφΠειρ 361/2010 ο.π). Περαιτέρω, ο λόγος της ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής προς το σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατατάξεως αυτού μπορεί να συνίσταται και σε μόνη την απλή αμφισβήτηση και άρνηση της απαιτήσεως του καταταγέντος ή του προνομιακού χαρακτήρα αυτής. Στην περίπτωση αυτή στον καταταγέντα και καθ` ου η ανακοπή δανειστή ανήκει το βάρος της επικλήσεως και της αποδείξεως των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Ετσι, ο καθ` ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαιτήσεως για την οποία έχει καταταγεί (ΑΠ 60/2011 ΕλΔ 2011.772). Τέλος, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο για το ορισμένο της ανακοπής του κατά πίνακα κατάταξης δανειστών δεν μπορεί να παραπέμψει μόνον στο περιεχόμενο των φύλλων εκκαθαρίσεως των ασφαλιστικών εισφορών, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του ΠΔ 913/1978, “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου περί Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου κλπ», που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 23 του Ν. 792/1978, έστω και αν αυτά περιέχουν ή αποδεικνύουν τα στοιχεία, που θεμελιώνουν το σχετικό δικαίωμα (ΑΠ 1297/2005 ΕΝΔ 2006.13, ΕφΠειρ 229/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την από 23.10.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023) ανακοπή, στρεφόμενη κατά των ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχ Δ έφεσης, το ανακόπτον Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>> (ΝΑΤ), επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον, ως εμπροθέσμως αναγγελθείς δανειστής (με την από 15.2.2023 επισυναφθείσα αναγγελία του) για απαιτήσεις του, απορρέουσες από οφειλές εκ του ναυτολογίου και δη εισφορές ναυτικού και πλοιοκτήτη για το χρονικό διάστημα από 4.7.2012 έως 26.7.2022, στον ένδικο πλειστηριασμό, επισπευδόμενο κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………>> πλοιοκτήτριας του υπό κυπριακή σημαία νηολογημένου στο λιμένα …… Κύπρου με α/α …./2011, αριθμό ΙΜΟ ….. και ΔΔΣ ….. Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου <<O>> και μη καταταχθέν στον υπ’αριθ. …………./10.10.2023 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, ζητούσε, για τον αναφερόμενο σε αυτήν (ανακοπή) λόγο να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, με την αποβολή από αυτόν των καθ’ων και να καταταγεί το ίδιο (ανακόπτον) προνομιακά στην πρώτη τάξη κατ’άρθρο 205 ΚΙΝΔ, για το συνολικό ποσό των 657.919,64 ευρώ πλέον πρόσθετων τελών σε ποσοστό ΚΕΔΕ και μέχρι την εξόφληση, άλλως επικουρικά να μειωθούν τα ποσά για τα οποία έχουν καταταγεί οι καθ’ων η ανακοπή και να καταταχθεί το ίδιο σε αυτά καθώς και να καταδικαστούν οι καθ’ων η ανακοπή στη δικαστική του δαπάνη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και επέβαλε σε βάρος του ανακόπτοντος τη δικαστική δαπάνη της πρώτης καθ’ης. Με την κρινόμενη [υπό στοιχ Δ] έφεση και με το μοναδικό λόγο αυτής, το ανακόπτον παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε έτσι, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε.
Ωστόσο σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η από 23.10.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2023) ανακοπή του Ν.Α.Τ, με το προαναφερθέν περιεχόμενο τυγχάνει αόριστη κατά την έννοια του άρθρου 216παρ.1 ΚΠολΔ, αφού σε αυτήν δεν γίνεται η εξειδίκευση των απαιτήσεων του ανακόπτοντος και ειδικότερα δεν γίνεται μνεία στο οικονομικό έτος κατά το οποίο γεννήθηκαν οι αναφερόμενες στο με αριθμό ……../25.1.2023 συνολικό φύλλο εκκαθάρισης της Διεύθυνσης Ενημερότητας Πλοίων του Ν.Α.Τ. αναγγελθείσες απαιτήσεις, ώστε να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους (δηλαδή τόσο της απαίτησης του ανακόπτοντος όσο και του προνομίου αυτής) καθώς και στους καθ’ων η ανακοπή να αμυνθούν, δεδομένου ότι κατά τους ισχυρισμούς της πρώτης εφεσίβλητης, οι απαιτήσεις του ανακόπτοντος είναι προνομιακές κατά το ελληνικό δίκαιο μόνο για τη χρονική περίοδο από 27.6.2018 (οπότε η καθ’ης ο ένδικος πλειστηριασμός εταιρεία με την επωνυμία …………… απέκτησε το επίδικο πλοίο σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό που επισπεύσθηκε σε βάρος της προηγούμενης πλοιοκτήτριας ………….), μη γενόμενου με την αναγγελία του σχετικού διαχωρισμού σε ετήσια έστω χρονική περίοδο, ενώ δεν αρκεί η γενόμενη στο ανωτέρω φύλλο εκκαθάρισης παραπομπή – χωρίς επισύναψη – στα επιμέρους ΦΕ 156/13, 450/20, 546/20, 111/21, 112/21, 6/22 και 25/22 του Τμήματος Εσωτερικού, χωρίς ουδεμία αναφορά στο περιεχόμενο αυτών και δη στον αριθμό μελών του πληρώματος, την ειδικότητα και τη διάρκεια ναυτολόγησης έκαστου εξ αυτών στο ένδικο πλοίο. Επομένως, η εκκαλουμένη που απέρριψε λόγω αοριστίας την ως άνω ένδικη ανακοπή του Ν.Α.Τ δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Μετά ταύτα ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης [υπό στοιχ Δ] έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως και η έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ενώ η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος Ν.Α.Τ. (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, δεδομένου ότι δεν συντρέχει περίπτωση μείωσης της δικαστικής δαπάνης του, αφού η Νομική Υπηρεσία του ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν ασκήθηκε στην παρούσα δίκη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από το άρθρο 46 περί Δικαστικών προνομίων Ν.Α.Τ του ΠΔ 913/1978 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου περί Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου κλπ»), όπως απαιτείται για τη μείωσή της κατ’ άρθρο 22 παρ. 1, 3 Ν. 3693/1957 (ΑΠ 1229/2009 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 2802/2010 ΕλΔ 2011.199 & 205).
Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από την ανωμοτί κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης της ανακόπτουσας στην υπό στοιχ Β ανακοπή, ήδη τρίτης εφεσίβλητης στην υπό στοιχ Β έφεση, εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, ο οποίος εξετάστηκε νομότυπα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και περιέχεται στα με αριθμό 2.718/2024 πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης αυτού, των νόμιμα επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων, λαμβανομένων υπ’ όψη είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και των ομολογιών, όπως αναφέρονται περιοριστικά στις προτάσεις τους και αποτελούν πλήρη απόδειξη, κατ’ άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, για τα επικαλούμενα σ’ αυτές πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: δυνάμει της υπ’αριθ. …………./30.08.2022 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……….. και σε εκτέλεση της με αριθμό …../2022 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επισπεύσθηκε από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» κατά της οφειλέτριας εταιρείας με την επωνυμία «…………» ο πλειστηριασμός του υπό κυπριακή σημαία, νηολογημένου στον λιμένα Λεμεσού Κύπρου, με α/α ……./2011, αριθμό ΙΜΟ ……. και ΔΔΣ …….., Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου “O”, ο οποίος διενεργήθηκε την 15.02.2023, δυνάμει της με αριθμό ………/2023 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………….., ενώπιον αυτής (με ηλεκτρονικά μέσα). Δεδομένου δε ότι το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου επτακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων και εκατό (1.755.100) δολαρίων Η.Π.Α., δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον με αριθμό 5.400/10.10.2023 πίνακα κατάταξης δανειστών, κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ – πριν την αντικατάστασή του με το ν. 5.020/2023 – (βλ. σχετ. σελ. 27 παρ. 2 του προσβαλλόμενου πίνακα), σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν τα αναφερόμενα σ’ αυτόν έξοδα, τέλη και δικαιώματα, συνολικού ποσού εκατόν είκοσι τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων ογδόντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ και έξι σεντς (124.288,06 $), μεταξύ δε των οποίων και έξοδα προδικασίας και διαδικασίας του πλειστηριασμού, έξοδα και αμοιβές του επί της εκτέλεσης του πλειστηριασμού δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………., έξοδα και αμοιβές έκδοσης αναγκαίων πιστοποιητικών για την εκτέλεση του πλειστηριασμού, δικαστικά και δικηγορικά έξοδα και αμοιβές, έξοδα φύλαξης του πλοίου, καθώς και έξοδα εφοδιασμού πετρελαίου μετά την κατάσχεσή του κ.λπ., συνολικού ποσού εκατόν έντεκα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα δύο ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (111.552,21 €), που αντιστοιχεί σε εκατόν δέκα επτά χιλιάδες πεντακόσια εννέα δολάρια ΗΠΑ και εννέα σεντς (117.509,0980 $), κατατάχθηκαν [επί «καθαρού» ποσού ενός εκατομμυρίου εξακοσίων τριάντα χιλιάδων οκτακοσίων έντεκα δολαρίων Η.Π.Α. και ενενήντα τριών σεντς (1.630.811,9359 $)] οι εξής αναγγελθείσες απαιτήσεις: 1) οριστικά και προνομιακά, κατά τα ναυτικά προνόμια του κυπριακού δικαίου και κατ’ άρθρο 205 στοιχ. α΄ ΚΙΝΔ, του …………, ποσού 8.177,26 €, το ισόποσο του οποίου κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα ανερχόταν σε 8.613,9256 $, 2) τυχαία και υπό την αίρεση τελεσιδικίας της απαίτησης της επισπεύδουσας εταιρείας «…………..» ως εκδοχέα των προνομιούχων, κατά τα ναυτικά προνόμια του κυπριακού δικαίου και κατ’ άρθρο 205 στοιχ. α΄ ΚΙΝΔ, απαιτήσεων είκοσι τεσσάρων (24) ναυτικών – όπως αναλυτικά αναφέρονται κατωτέρω -, συνολικού ποσού 538.122,88 €, το ισόποσο του οποίου κατά την ημερομηνία σύνταξης πίνακα ανερχόταν σε 608.994,6417 $, και 3) οριστικά και προνομιακά, ως εξασφαλισμένη με προτιμώμενη (κυπριακή) ναυτική υποθήκη, της επισπεύδουσας εταιρείας με την επωνυμία «…………….» στο εναπομένον υπόλοιπο, ανερχόμενο στο ποσό των 961.841,056 €, το ισόποσο του οποίου κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα ανερχόταν σε 1.013.203,3686 $. Επίσης, προβλέφθηκε ότι «μη υπάρχοντος υπολοίπου εκπλειστηριάσματος δεν θα ικανοποιηθούν οι υπόλοιποι αναγγελθέντες δανειστές, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 978 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που δεν τελεσιδικήσουν οι απαιτήσεις των τυχαίως καταταγέντων δανειστών, επί του υπολοίπου που θα απομείνει θα αποδοθεί στην «………….» ως εκδοχέα των ανωτέρω απαιτήσεων των ναυτικών, άλλως θα αποδοθούν αναλογικά στους εγχειρόγραφους δανειστές.». Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι είκοσι τέσσερις (24) ναυτικοί, οι οποίοι απασχολήθηκαν από την καθ’ ης η εκτέλεση στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, ανήγγειλαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, με τα από 20.02.2023 και 24.02.2023 αντίστοιχα κοινά αναγγελτήριά τους (κατατιθέμενων των απαιτούμενων αποδεικτικών εγγράφων), τις απορρέουσες από δεδουλευμένους μισθούς ακόλουθες έντοκες απαιτήσεις τους, συνολικού ποσού πεντακοσίων τριάντα οκτώ χιλιάδων εκατόν είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (538.122,88 €), για τις οποίες άσκησαν σχετικές αγωγές, και δη οι: 1) ………, ποσού 33.050,06 €, ) …………., ποσού 42.189,39 €, 3) ……………, ποσού 20.323,08 €, 4) ………., ποσού 20.323,08 €, 5) ……….., ποσού 25.213,41 €, 6) ………., ποσού 25.748,91 €, 7) ……….., ποσού 26.594,04 €, 8) ………, ποσού 20.413,76 €, 9) ………., ποσού 16.803,08 €, 10) ……….., ποσού 8.524,58 €, 11) ………, ποσού 46.511,54 €, 12) ………….., ποσού 15.064,01 €, 13) …………, ποσού 28.429,70 €, 14) ………., ποσού 35.091,63 €, 15) …………., ποσού 5.667,04 €, 16) …………, ποσού 4.598,97 €, 17) ………., ποσού 15.904,85 €, 18) …………….., ποσού 19.840,87 €, 19) ………., ποσού 7.601,17 €, 20) ………….., ποσού 11.388,31 €, 21) ……….., ποσού 4.978,61 €, 22) …………., ποσού 37.148,46 €, 23) ……….., ποσού 31.888,46 €, και 24) …………,
ποσού 75.107,63 €. Στη συνέχεια, οι ναυτικοί, έχοντας εισπράξει τα αυτά ποσά των δεδουλευμένων μισθών τους από την επισπεύδουσα εταιρεία, προέβησαν
στην εκχώρηση των οικείων απαιτήσεών τους προς αυτήν, συναφθεισών δε των ακόλουθων συμβάσεων εκχώρησης και συγκεκριμένα: 1) της από 23.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον …………, κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν ποσού των 75.107,63 €, 2) της από 23.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ………….. κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 31.888,46 €, 3) της από 19.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον …………, κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 37.148,18 €, 4) της από 15.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……….., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 20.323,08 €, 5) της από 11.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον …………, κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 33.050,06 €, 6) η από 15.05.2023 σύμβαση εκχώρησης με τον ………, κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 42.189,39 €, 7) της από 12.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον …………., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 16.803,08 €, 8) της από 11.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ………….., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν ποσού των 20.413,76 €, 9) της από 11.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……….., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 25.748,91 €, 10) της από 11.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ………….., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 25.213,41 €, 11) της από 12.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον …………., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 20.041,60 €, 12) της από 30.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον …………., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 8.524,58 €, 13) της από 05.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……….., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 26.594,04 €, 14) της από 04.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ………., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 15.064,01 €, 15) της από 04.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……………, κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 46.511,54 €, 16) της από 11.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……….., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 15.904,85 €, 17) της από 24.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……….., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 28.429,70 €, 18) της από 26.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ………, κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 5.667,04 €, 19) της από 11.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……….., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 35.091,63 €, 20) της από 12.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……….., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 11.388,31 €, 21) της από 15.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……………, κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν ποσού των 7.601,17 €, 22) της από 12.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον …………, κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 4.978,61 €, 23) της από 16.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον …………., κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 19.840,87 €, και 24) της από 23.05.2023 σύμβασης εκχώρησης με τον ……………, κατόπιν προηγούμενης καταβολής σ’ αυτόν του ποσού των 4.598,97 €. Οι ως άνω συμβάσεις εκχώρησης είναι έγκυρες και ισχυρές διότι η επισπεύδουσα/εκδοχέας προκατέβαλε σε έκαστο των ως άνω δανειστών της καθ’ ης η εκτέλεση το οφειλόμενο ποσό μισθού, με αποτέλεσμα να ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου, που είναι η διατήρηση της δυνατότητας του μισθωτού να εισπράξει τον μισθό του. Ακολούθως, η επισπεύδουσα ανήγγειλε, την 07.07.2023, στην υπάλληλο του πλειστηριασμού και την καθ’ ης η εκτέλεση τις οικείες εκχωρήσεις, καθιστάμενη έκτοτε αποκλειστική δικαιούχος των εκχωρηθεισών απαιτήσεων και νομιμοποιούμενη να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξή τους υπό την ιδιότητα της ως εκδοχέα αυτών. Επίσης αποδείχθηκε ότι η επισπεύδουσα ανήγγειλε νόμιμα και εμπρόθεσμα, την 01.03.2023, (κατατιθέμενων και των απαιτούμενων αποδεικτικών εγγράφων) απαίτηση ποσού ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων είκοσι εννέα χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (1.429.927,57 €) [το ισόποσο του οποίου κατά την ημερομηνία αναγγελίας ανερχόταν σε 1.518.440,09 $)], πλέον τόκων (πλην κεφαλαίου των τόκων ποσού 123.397,63 €, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα), υπολογιζόμενων κυρίως με το ισχύον επιτόκιο επιδικίας, επικουρικά με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, μέχρι τη διανομή του πλειστηριάσματος, επικουρικά δε μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης. Ειδικότερα, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην οικεία αναγγελία, η συνολική οφειλή συμπεριελάμβανε έως την 15.02.2023 (ημερομηνία διενέργειας πλειστηριασμού), τα ακόλουθα ποσά: α) 1.194.974,73 €, αντιστοιχούν σε κεφάλαιο, προερχόμενο από την από 11.09.2020 σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους – όπως τροποποιήθηκε αυτή την 10.11.2021 -, β) 123.397,63 €, αντιστοιχούν σε τόκους, υπολογισθέντες με το συμφωνηθέν ετήσιο επιτόκιο 7,25%, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, και επιμεριζόμενους αφενός στο ποσό των 39.049,04 € για τη χρονική περίοδο από την 13.08.2021 έως την 08.03.2022 και αφετέρου στο ποσό των 84.348,59 € για τη χρονική περίοδο από την 13.03.2022 έως την 15.02.2023, γ) 111.555,21 €, αντιστοιχούν σε δικαστικά και δικηγορικά έξοδα της προδικασίας και διαδικασίας του πλειστηριασμού, έξοδα και αμοιβές του δικαστικού επιμελητή που επέβαλε την αναγκαστική εκτέλεση, έξοδα έκδοσης πιστοποιητικών απαραίτητων για την εκτέλεση του πλειστηριασμού, έξοδα εφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα απαραίτητα για την ασφάλειά του και έξοδα φύλαξης του πλοίου από την ημερομηνία επιβολής της αναγκαστικής κατάσχεσης μέχρι την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού (τα οποία και προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα ως άνω εκτέθηκε). Μάλιστα, προς περαιτέρω εξασφάλιση των προβλεπόμενων στην οικεία σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους όρων και δη προς εξασφάλιση της καταβολής των οφειλόμενων χρεών, προερχόμενων από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, η οφειλέτρια εταιρεία/καθ’ ης η εκτέλεση εξέδωσε σε διαταγή της επισπεύδουσας τη με αριθμό …………… τραπεζική επιταγή, ποσού εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ, για το οποίο τριτεγγυήθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της (βλ. όρο 3 σύμβασης). Λόγω δε μη πληρωμής της οικείας επιταγής κατά την εμφάνισή της από την επισπεύδουσα, εκδόθηκε η με αριθμό ………./2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επιδόθηκε στην καθ’ ης η εκτέλεση, με επιταγή προς πληρωμή την 08.06.2022. Κατά αυτής (διαταγής πληρωμής), καθώς και της αρχόμενης, με την επιταγή προς πληρωμή, αναγκαστικής εκτέλεσης, η καθ’ ης η εκτέλεση άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τη με αριθμό κατάθεσης …………/09.06.2022, κατ’ άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ, ανακοπή, χωρίς όμως να αμφισβητεί την υποκείμενη σχέση και δη την αφηρημένη αναγνώριση χρέους. Επί της, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπής εκδόθηκε η τελεσίδικη με αριθμό 3.319/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικάζοντος με τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (βλ. τη με αριθμό …….΄/08.12.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……………., σε συνδυασμό με το με αριθμό πρωτ. …./09.02.2023 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Άλλωστε, δυνάμει της αυτής ως άνω αρχικής σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η καθ’ ης η εκτέλεση ανέλαβε την υποχρέωση να παραχωρήσει και να εγγράψει υπέρ της επισπεύδουσας υποθήκη πρώτης τάξης επί του ένδικου πλοίου μέχρι του ποσού ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ (βλ. σχετ. όρο 4.1 σύμβασης), σε εκτέλεση δε του οικείου όρου υπεγράφη η από 30.09.2020 σύμβαση παραχώρησης «Υποθήκης Πρώτης Προτεραιότητας επί Κυπριακού Μηχανοκίνητου Πλοίου», ακολουθούμενη από τη «Συγγραφή Υποχρεώσεων – Μηχανοκίνητο Πλοίο O υπό σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας», η οποία διέπεται από το κυπριακό δίκαιο, ενώ αυθημερόν εκδόθηκε το Πιστοποιητικό Αποδοχής Υποθήκης από την Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Κύπρου στην Αθήνα. Δυνάμει δε αυτού βεβαιώθηκε, κατά το εδάφιο 31(4) του περί Εμπορικής Ναυτιλίας Νόμου του 1963 (Καταχώρηση Πλοίων, Πώληση και Υποθήκευση) – όπως αυτό ίσχυε – ότι η ως άνω σύμβαση κατατέθηκε, την 30.09.2020, στην οικεία υπηρεσία και θα αποστελλόταν στον Έφορο Κυπριακών Πλοίων στη Λεμεσό Κύπρου για θεώρηση, θεωρούμενης δε, κατά συνέπεια, της ένδικης υποθήκης εγγεγραμμένης κατά την ημερομηνία και ώρα που αναφέρεται στο πιστοποιητικό αυτό. Στη συνέχεια δε, η υποθήκη ενεγράφη νόμιμα και στη μερίδα του πλοίου [βλ. σχετ. το από 13.09.2021 Πιστοποιητικό/Αντίγραφο Μητρώου (Transcript of Register) Νηολογίου Κυπριακών Πλοίων]. Ειδικότερα, κατά τον όρο 7.1 της οικείας σύμβασης (παραχώρησης) υποθήκης, σε περίπτωση που η οφειλέτρια δεν τηρούσε προσηκόντως όλους τους όρους της σύμβασης αναγνώρισης χρέους, της υποθήκης ή/και της εκχώρησης των ασφαλειών – δηλαδή σε περίπτωση που δεν κατέβαλλε εμπρόθεσμα, προσηκόντως ή/και πλήρως οποιαδήποτε εκ των προβλεπόμενων δόσεων ή επισυνέβαινε ένα γεγονός υπερημερίας από τα αναφερόμενα στον όρο 6.2 της σύμβασης αναγνώρισης χρέους) το σύνολο της οφειλής και κάθε άλλο τυχόν οφειλόμενο ποσό θα καθίσταντο εξ ολοκλήρου ληξιπρόθεσμα και πληρωτέα, ενώ η δανείστρια θα είχε το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να επισπεύσει πλειστηριασμό του πλοίου βάσει της υποθήκης ή/και οποιουδήποτε άλλου εκτελεστού τίτλου, καθώς και να εξασκήσει όλες τις εξουσίες και τα δικαιώματά της ως ενυπόθηκης δανείστριας. Κατά δε τον όρο 8.1 της αυτής σύμβασης υποθήκης, σε περίπτωση που επισυνέβαινε ένα γεγονός υπερημερίας και δη, μεταξύ άλλων, εάν η οφειλέτρια δεν πλήρωνε κατά τη δήλη ημερομηνία πληρωμής οποιοδήποτε ποσό είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, σύμφωνα με τη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, την υποθήκη ή την εκχώρηση των ασφαλειών του πλοίου, και η δανείστρια ζητούσε την πληρωμή ολόκληρης ή μέρους της εξασφαλισμένης οφειλής, η υποθήκη θα καθίστατο άμεσα εκτελεστή και η δανείστρια θα δικαιούταν να ασκήσει όλα ή οποιαδήποτε από τα δικαιώματά της που προστατεύονταν από την υποθήκη, χωρίς να απαιτείται διαταγή δικαστηρίου ή αναγνώριση περί επέλευσης γεγονότος υπερημερίας. Τέλος, η ένδικη υποθήκη κηρύχθηκε εκτελεστή στην ημεδαπή, δυνάμει της με αριθμό 625/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικάζοντος με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Κατόπιν των ως άνω εκτιθέμενων και δεδομένου ότι αφενός η πρώτη ως άνω αναγγελθείσα απαίτηση της επισπεύδουσας ως εκδοχέα ναυτεργατικών, καταγόμενων σε δίκη, απαιτήσεων τελεί υπό την αίρεση της τελεσιδικίας αυτών και αφετέρου η δεύτερη, απορρέουσα από σύμβαση αναγνώρισης χρέους, απαίτησής της δεν εξαρτάται από αίρεση και αποδεικνύεται από δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, που αποδεικνύουν έναντι της καθ’ ης η εκτέλεση, εφόσον δεν έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητά τους, με τις κατ’ άρθρο 974 ΚΠολΔ παρατηρήσεις (βλ. ΑΠ 1.227/2014, ΕφΠειρ 55/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορθά κατετάγη η επισπεύδουσα αφενός τυχαία και προνομιακά ως προς την πρώτη απαίτηση, για το συνολικό, κατά κεφάλαιο, ποσό των πεντακοσίων τριάντα οκτώ χιλιάδων εκατόν είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (538.122,88 €), και αφετέρου οριστικά και προνομιακά για μέρος μόνο της δεύτερης απαίτησής της, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, και δη για το ποσό, κατά κεφάλαιο, των εννιακοσίων εξήντα μίας χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ενός ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (961.841,056 €), απορριπτόμενου, ως εκ τούτου, ως ουσία αβάσιμου του τρίτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης με τον οποίο επαναφέρεται προς κρίση ο τρίτος (επικουρικός) λόγος της υπό στοιχ ΣΤ ανακοπής. Εξάλλου, δεδομένης της ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ακόμη και αν τα ανωτέρω προαφαιρεθέντα ποσά ως έξοδα εκτέλεσης ήθελαν θεωρηθούν στο σύνολό τους ως μη νόμιμα, υπερβολικά και μη διενεργηθέντα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, ανέκυπτε δε πλέον περίπτωση αναμόρφωσης του πίνακα κατάταξης για την προκύπτουσα διαφορά ως προς το ποσό των εκατόν έντεκα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα δύο ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (111.552,21 €), θα έπρεπε να χωρήσει η συνέχιση της διαδικασίας κατάταξης, μεταξύ των ανακοπτόντων, ήδη εκκαλούντων και της καθ’ ης οι ανακοπές/επισπεύδουσας, ήδη εφεσίβλητης των κρινόμενων εφέσεων, εταιρίας με την επωνυμία <<………….>>. Στην περίπτωση δε αυτή, στο συνολικό ως άνω ποσό θα έπρεπε να καταταγεί η τελευταία για την απορρέουσα από τη σύμβαση αφηρημένης αναγνώριση χρέους απαίτησή της, κατά το λοιπό μέρος του κεφαλαίου αυτής – ανερχόμενου αυτού, μάλιστα, στο υπέρτερο ποσό των διακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν τριάντα τριών ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (233.133,67 €) [1.194.974,73 – 961.841,056] – καθόσον η οικεία απαίτηση ως εξασφαλισμένη με προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, προηγείται κατά τη σύγκριση των ένδικων, κατ’ άρθρο 62 ΚΕΔΕ, αναγγελθεισών απαιτήσεων των ανακοπτόντων στις από 15.4.2024 και 7.11.2023 ανακοπές, ήδη εκκαλούντων στις υπό στοιχ Γ και Β εφέσεις και δη του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία <<Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)>> και του Ελληνικού Δημοσίου. Κατόπιν των ως άνω εκτιθέμενων και δεδομένου ότι οι παραπάνω εκκαλούντες δεν δικαιούνται να καταταγούν στον πίνακα κατάταξης, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ Γ έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο πρώτος λόγος της από 15.4.2024 (υπό στοιχ Α) ανακοπής και ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ Β έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο τέταρτος (επικουρικός) λόγος της από 7.11.2023 (υπό στοιχ ΣΤ) ανακοπής κρίνονται απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Περαιτέρω, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, προέβη σε επικουρική, κατ’ άρθρο 978 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατάταξη ορίζοντας, ωστόσο, εσφαλμένα και προφανώς από παραδρομή, ότι «σε περίπτωση που δεν τελεσιδικήσουν οι απαιτήσεις των τυχαίως καταταγέντων δανειστών, επί του υπολοίπου που θα απομείνει θα αποδοθεί στην «……….» ως εκδοχέα των ανωτέρω απαιτήσεων των ναυτικών, άλλως θα αποδοθούν αναλογικά στους εγχειρόγραφους δανειστές». Δεδομένου, όμως, ότι η μόνη τυχαία καταταγείσα στον προσβαλλόμενο πίνακα απαίτηση είναι αυτή της επισπεύδουσας ως εκδοχέα ναυτεργατικών απαιτήσεων – ως άνω αποδείχθηκε – προκύπτει αβίαστα το ορθό, κατ’ άρθρο 978 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι «σε περίπτωση που δεν τελεσιδικήσουν οι απαιτήσεις των τυχαίως καταταγέντων δανειστών, το υπόλοιπο που θα απομείνει θα αποδοθεί στην «……….» για το λοιπό της εξασφαλισμένης με προτιμώμενη ναυτική υποθήκη απαίτησής της, συμπεριλαμβανόμενων και των τόκων υπερημερίας αυτής από τη σύνταξη του πίνακα έως την τελεσιδικία του ως προς την κατάταξη ή μη των ως άνω τυχαίως καταταγεισών απαιτήσεων, άλλως θα αποδοθεί αναλογικά στους εγχειρόγραφους δανειστές», απορριπτόμενου, μετά ταύτα ως αβάσιμου του πέμπτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης με τον οποίο επαναφέρεται ο πέμπτος (επικουρικός) λόγος της από 7.11.2023 (υπό στοιχ ΣΤ) ανακοπής. Επίσης με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχ Γ έφεσης, το ανακόπτον παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε σε βάρος του τη δικαστική δαπάνη των αντιδίκων του (στην υπό στοιχ Α ανακοπή), την οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ, ενώ έπρεπε να επιβάλει αυτήν μειωμένη κατ’άρθρο 22 του ν.3693/1957 και δη έως του ποσού των 300 ευρώ. Ο λόγος αυτός της έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η διάταξη της εκκαλουμένης που αφορά τα δικαστικά έξοδα, παραδεκτά προβάλλεται εφόσον το ανακόπτον με την έφεσή του προσβάλλει την απόφαση και ως προς την ουσία της υπόθεσης, ωστόσο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η νομική υπεράσπιση της ένδικης υπόθεσης του ανακόπτοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν διεξήχθη από αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 22 § 1 του ν. 3693/1957 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων”, η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου που περιλαμβάνεται στις δαπάνες, οι οποίες θα αποδοθούν στο διάδικο που νίκησε, μειώνεται μέχρι το μισό του ελαχίστου ορίου της διατίμησης και δεν μπορεί να υπερβεί ορισμένο χρηματικό ποσό, αναπροσαρμοζόμενο κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 5 § 12 του ν. 1737/1987). Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στις δίκες στις οποίες διάδικος είναι υπουργός ή νομάρχης ή πρόσωπο του οποίου η νομική υπηρεσία διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Από τη διατύπωση της τρίτης παραγράφου προκύπτει ότι μόνο στα νομικά πρόσωπα η νομική υπηρεσία των οποίων διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ. έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περί μειώσεως της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου κ.λπ. Συνεπώς, το γεγονός ότι ορισμένο Ν.Π.Δ.Δ. απολαύει, βάσει διατάξεως νόμου, των απαλλαγών, ατελειών και προνομίων του Δημοσίου δεν δικαιολογεί την εφαρμογή και των παραπάνω διατάξεων για τη δικαστική δαπάνη, αφού δεν πρόκειται για προνόμιο ή απαλλαγή, αλλά για διάταξη αναφερόμενη στη δικαστική υπεράσπιση από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 144/2021 διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αναφορά σε ΑΠ 1203/2019, 1073/2019, 366/2017, 589/2015). Μετά ταύτα και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εφέσεως προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες εφέσεις και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο λόγω της ήττας του εκκαλούντος της υπό στοιχ Α έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα και στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων στις υπό στοιχ Α, Β (πλην της τρίτης εφεσίβλητης, η οποία λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε τέτοια), Γ και Δ εφέσεις πρέπει να επιβληθούν σε βάρος εκάστου των εκκαλούντων, για έκαστο των εφεσιβλήτων στις δίκες αυτές εφόσον παραστάθηκαν με χωριστή νομική εκπροσώπηση, σύμφωνα με την αρχή της ήττας (άρθρα 106, 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, ωστόσο, ως προς το εκκαλούν της υπό στοιχ Β έφεσης, Ελληνικό Δημόσιο, κατ’ άρθρα 22 παρ. 1, 3 ν. 3.693/1957 – όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 ΕισΝΚΠολΔ – 5 παρ. 12 ν. 1.738/1987 και 2 της ΚΥΑ Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/1992 (ΦΕΚ 11Β΄/20.01.1993, βλ. ΟλΑΠ 9/1996, ΑΠ 144/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει α) την από 30.9.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2024) υπό στοιχ Α έφεση, β) την από 10.10.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2024) υπό στοιχ Β έφεση, γ) την από 15.10.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024) υπό στοιχ Γ έφεση και δ) την από 1.10.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024) υπό στοιχ Δ έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2477/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (αναγκαστική εκτέλεση), ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης της υπό στοιχ Β έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται την από 30.9.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2024) υπό στοιχ Α έφεση τυπικά και
Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο, του παραβόλου της έφεσης, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό …………/1.10.2024, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.
Καταδικάζει το εκκαλούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Δέχεται την από 10.10.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2024) υπό στοιχ Β έφεση τυπικά και
Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Καταδικάζει το εκκαλούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσιβλήτων (πλην της τρίτης) του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Δέχεται την από 15.10.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024) υπό στοιχ Γ έφεση τυπικά και
Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Καταδικάζει το εκκαλούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Δέχεται την από 1.10.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024) υπό στοιχ Δ έφεση τυπικά και
Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Καταδικάζει το εκκαλούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 11 Σεπτεμβρίου 2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ