Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 588/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 588/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλουσών : 1) ………………., ενεργώντας για τον εαυτό της ατομικά και 2) ………………., ως καθολικής διαδόχου του αποβιώσαντος την 29-9-2017 πατέρα της ……….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Λάμψια (ΑΜΔΣΚΑΒ : ………).

Του εφεσίβλητου : …………… ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα ………… ενεργώντας τόσο για τον εαυτό της ατομικά όσο και για λογαριασμό του υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση συζύγου της ……….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 13-9-2016 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2016 και ειδικό …./2016 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία τη με αριθμό 1393/2017 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή προσβάλλουν η ενάγουσα ατομικά και ήδη πρώτη εκκαλούσα …………. και η δεύτερη εκκαλούσα …………… ως καθολική διάδοχος του αποβιώσαντος πατέρα της και αρχικού ενάγοντος ………….., με την από 10-3-2018 έφεσή τους, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2018 και ειδικό …./2018 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …/2023 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.

Στη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών παραστάθηκε στο ακροατήριο και, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο εφεσίβλητος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. …./10-10-2017 απόσπασμα της με αριθμό ………/2017 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξίαρχου της Δημοτικής Ενότητας Ιεράπετρας Λασιθίου Κρήτης, ο αρχικώς ενάγων ……………., ο οποίος εν ζωή είχε τεθεί σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση δυνάμει της με αριθμό 237/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου (Διαδικασία Εκούσιας Διαδικασίας), απεβίωσε την 29-9-2017, ήτοι μετά την έκδοση της εκκαλουμένης με αριθμό 1393/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (27-3-2017). Περαιτέρω, με την από 25-10-2001 ιδιόγραφη διαθήκη  του, που δημοσιεύτηκε με το με αριθμό 102/24-11-2017 πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Ιεράπετρας Λασιθίου και κηρύχθηκε κυρία με τη με αριθμό 44/2017 απόφαση του ίδιου Ειρηνοδικείου (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), ο θανών κατέλειπε μόνη εκ διαθήκης κληρονόμο του και καθολική διάδοχό του τη θυγατέρα του …………….., η οποία έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει την κρινόμενη έφεση ως καθολική διάδοχος του ηττηθέντος αρχικώς ενάγοντος και ήδη αποβιώσαντος πατέρα της …. …… (βλ. τα ενσωματωμένα στην έφεση νομιμοποιητικά της δεύτερης εκκαλούσας δημόσια έγγραφα και δη το ως άνω απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου, το με αριθμό πρωτ. ……………/11-10-2017 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δημάρχου Ιεράπετρας, το ως άνω πρακτικό δημοσίευσης της ιδιόγραφης διαθήκης και την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση περί κήρυξης αυτής κυρίας). Σε κάθε περίπτωση, η ιδιότητα της δεύτερης εκκαλούσας ως μόνης εκ διαθήκης κληρονόμου και καθολικής διαδόχου του αποβιώσαντος αρχικώς ενάγοντος ……….. και ως εκ τούτου η ενεργητική νομιμοποίηση της τελευταίας προς άσκηση της κρινόμενης έφεσης δεν αμφισβητείται από τον εφεσίβλητο. Συνακόλουθα, παραδεκτά ασκήθηκε η κρινόμενη έφεση από τη δεύτερη εκκαλούσα ……. .. ως μόνη εκ διαθήκης κληρονόμο και καθολική διάδοχο του ηττηθέντος αρχικώς ενάγοντος και ήδη αποβιώσαντος πατέρα της . …… (άρθρο 516 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη πρώτης εκκαλούσας ……….. και της δεύτερης εκκαλούσας ………… ως καθολικής διαδόχου του ηττηθέντος αρχικώς ενάγοντος και ήδη αποβιώσαντος πατέρα της …………….κατά του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου και κατά της με αριθμό 1393/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλίαν των αρχικώς διαδίκων (ήτοι της ενάγουσας ………….. ενεργώντας τόσο για τον εαυτό της ατομικά όσο και για λογαριασμό του υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση συζύγου της …………. αφενός και του εναγόμενου ……………, δικηγόρου, αφετέρου), αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 22-5-2018, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 27-3-2017, δεδομένου ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από τις εκκαλούσες το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ./…/22-5-2018 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …………../2018 e – παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 73 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρων επιτρέπεται, μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια αυτών. Στις παραγράφους 1, 2, 3 και 5 της ιδίας διατάξεως, όπως η πρώτη από αυτές τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 693/1977 “περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας”, ορίζεται ακόμη ότι Α) η αγωγή που συντάσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 εδ.1 του ΚΠολΔ, πρέπει α) να περιέχει όλους τους λόγους στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή κακοδικίας και β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα, που ο ενάγων επικαλείται για να αποδείξει τους λόγους, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα, Β) στην αγωγή επισυνάπτονται α) τα αποδεικτικά μέσα που ο ενάγων επικαλείται για να υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντίγραφα και β) ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, αλλιώς είναι απαράδεκτη. Και Γ) Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων (όπως η διάταξη αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο). Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζονται προϋποθέσεις που διαφοροποιούν την άσκηση αγωγής κακοδικίας κατά δικηγόρου από την αντίστοιχη αγωγή αποζημιώσεως από ενδοσυμβατική ή εξωσυμβατική ευθύνη. Η διαφοροποίηση δε αυτή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, που υπαγορεύονται από την ανάγκη όπως οι δικηγόροι, ως άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί (άρθρα 1 και 38 του ν.δ. 3026/54 – Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο) ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, πράγμα που θα ήταν ανέφικτο αν η δικαστική τους καταδίωξη δεν περιοριζόταν στα αναγκαία πλαίσια, τόσο από απόψεως βαθμού υπαιτιότητας, όσο και από απόψεως χρόνου και δικονομικών προϋποθέσεων ασκήσεως της σχετικής αγωγής (Ολ ΑΠ 18/1999, ΑΠ 675/2021, ΑΠ 1856/2017, ΑΠ 1892/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ο περιορισμός όμως, που τίθεται με την προδιαληφθείσα διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 73 ως προς το χρόνο ενάρξεως της θεσπιζόμενης εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας, για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας, ο οποίος ταυτίζεται προς το χρόνο εκδηλώσεως της ζημιογόνου συμπεριφοράς του δικηγόρου, είναι υπερβολικός και δεν συνάδει προς τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι μπορεί να επιφέρει απόσβεση του δικαιώματος του εντολέως πριν αυτός λάβει γνώση της συμπεριφοράς του δικηγόρου του. Συνεπώς, αφετηρία για την έναρξη της εν λόγω αποκλειστικής προθεσμίας αποτελεί ο χρόνος κατά τον οποίον ο εντολέας έλαβε γνώση αυτής της παράνομης πράξης ή παράλειψης (Ολ ΑΠ 20/2000, ΑΠ 1921/2017, ΑΠ 1057/2009 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

IV. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 13-9-2016 με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2016 και ειδικό …../2016 αγωγή της, η ενάγουσα ………. ενεργώντας τόσο για τον εαυτό της ατομικά όσο και για λογαριασμό του υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση συζύγου της ……………, ως δικαστική συμπαραστάτης αυτού, εξέθετε ότι κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης του συζύγου της και μετά τη χορήγηση σε αυτόν γνωστού φαρμακευτικού σκευάσματος, την 6-2-1995 υπέστη αλλεργικό σοκ, με αποτέλεσμα να «πέσει» σε κώμα και να παραμείνει σε καταστολή μέχρι την 5-9-1995, ότι έκτοτε κατέστη αδύνατο να αυτοεξυπηρετηθεί, καθώς και ότι ακολούθως εκδόθηκε η με αριθμό 237/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), δυνάμει της οποίας ο σύζυγός της τέθηκε σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, ενώ η ίδια (ενάγουσα) ορίστηκε οριστική δικαστική συμπαραστάτης αυτού. Περαιτέρω, ιστορούσε ότι η ίδια (ενάγουσα) άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 17-5-1996 με αριθμό κατάθεσης ……../1996 αγωγή της κατά της αλλοδαπής φαρμακευτικής εταιρίας, της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα και του νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης εταιρίας ως κατά νόμο υπόχρεων σε αποζημίωση, παρέχοντας σχετική εντολή στον εναγόμενο δικηγόρο, ότι μετά από πρόσκληση των αντιδίκων της σε συμβιβασμό, μολονότι αρνήθηκαν να δεχθούν την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στη βλάβη της υγείας του παθόντος και στη χρήση του επίμαχου φαρμάκου τους, καταρτίστηκε το από 22-11-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό – πρακτικό συμβιβασμού, κατά την υπογραφή του οποίου η ενάγουσα και ο σύζυγός της εκπροσωπήθηκαν από τον εναγόμενο δικηγόρο, δυνάμει των με αριθμό …/23-10-1996 και …../23-10-1996 πληρεξουσίων της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, ότι με τον εναγόμενο συμφωνήθηκε ότι ο ίδιος (εναγόμενος) θα εισέπραττε το ποσό, που οι αντίδικοί τους θα τους κατέβαλαν στα πλαίσια της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και κατόπιν ο τελευταίος (εναγόμενος) θα απέδιδε στους εντολείς του το εισπραχθέν ποσό, ενόψει και του ότι είχε προηγηθεί η καταβολή της αμοιβής του εναγόμενου για την άσκηση της ανωτέρω αγωγής και για την εκπροσώπησή τους κατά την κατάρτιση του πιο πάνω ιδιωτικού συμφωνητικού, ότι, αν και αρχικά το προτεινόμενο σε συμβιβασμό ποσό ήταν 90 εκατομμύρια δραχμές, τελικά το ποσό που κατατέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας από τον εναγόμενο την 25-11-1996 ήταν κατά πολύ μικρότερο και δη 65 εκατομμύρια δραχμές, καθώς και ότι μετά από ερωτήσεις της ενάγουσας αναφορικά με τη χρηματική διαφορά που προέκυψε, ο εναγόμενος την διαβεβαίωσε προφορικά ότι οι αντίδικοι υπαναχώρησαν από τις αρχικές υποσχέσεις τους και ότι αυτό το ποσό, ήτοι των 65 εκατομμυρίων δραχμών, εισέπραξε μέσω επιταγών από τους τελευταίους. Έτι περαιτέρω, (η ενάγουσα) ανέφερε ότι δεν έλαβε αντίγραφα του ανωτέρω πρακτικού συμβιβασμού ούτε των τραπεζικών επιταγών που εκδόθηκαν εις διαταγήν του εναγόμενου, μολονότι τα ζητούσε επανειλημμένως από εκείνον, ο οποίος όμως, με διάφορες προφάσεις προσπαθούσε να αποφύγει τη χορήγησή τους, καθώς και ότι μετά από πολύμηνη έρευνα που διεξήγαγε άλλος δικηγόρος και συγκεκριμένα η …………, δικηγόρος Ηρακλείου Κρήτης, κατάφερε η ενάγουσα να λάβει για πρώτη φορά γνώση του επίμαχου πρακτικού συμβιβασμού και των επίμαχων τραπεζικών επιταγών, μόλις την 27-4-2016, από τα οποία προκύπτει σαφώς ότι τα ποσά, που είχε εισπράξει ο εναγόμενος, ήταν 55 εκατομμύρια δραχμές για λογαριασμό του παθόντος συζύγου της ενάγουσας και 35 εκατομμύρια δραχμές για λογαριασμό της ίδιας (ενάγουσας), αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 90 εκατομμύρια δραχμές (= 55.000.000 + 35.000.000 δρχ.), ποσό το οποίο όφειλε να αποδώσει στο σύνολό του στους ανωτέρω εντολείς του. Ειδικότερα, ισχυριζόταν ότι ο εναγόμενος ιδιοποιήθηκε παρανόμως και υπαιτίως το ποσό των 25 εκατομμυρίων δραχμών, το οποίο ως πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας και του συζύγου της εισέπραξε στα πλαίσια συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, δοθέντος ότι απέδωσε στην ενάγουσα μέρος μόνο του εισπραχθέντος ποσού (65 εκατομμύρια δραχμές) αντί του συνολικού ποσού που εισέπραξε (90 εκατομμύρια δραχμές), ενθυλακώνοντας εν γνώσει του δολίως και παρανόμως το υπόλοιπο ποσό (25 εκατομμύρια δραχμές), και αποκρύπτοντας αθεμίτως από την ενάγουσα το πραγματικό ύψος του εισπραχθέντος από εκείνον κεφαλαίου. Με βάση το ιστορικό αυτό και με δεδομένο ότι η παράνομη ιδιοποίηση του ποσού των 73.368 ευρώ (ισόποσου σε 25 εκ. δρχ.) συνιστά τόσο αθέτηση της ενδοσυμβατικής υποχρέωσης από την έννομη σχέση της έμμισθης εντολής όσο και αδικοπρακτική συμπεριφορά με τη μορφή του ποινικού αδικήματος της υπεξαίρεσης, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει α) στην ίδια ατομικά, το συνολικό ποσό των 32.614 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 28.614 ευρώ, που οφείλονται ένεκα περιουσιακής ζημίας λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης απορρέουσας από τη μεταξύ τους σύμβαση έμμισθης εντολής, άλλως λόγω αδικοπραξίας, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και σε 4.000 ευρώ, που οφείλονται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που της προξένησε από την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, β) στην ίδια ως νόμιμη αντιπρόσωπο του υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση συζύγου της …………. και για λογαριασμό του τελευταίου, το συνολικό ποσό των 50.754 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 44.754 ευρώ, που οφείλονται ένεκα περιουσιακής ζημίας λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης απορρέουσας από τη μεταξύ τους σύμβαση έμμισθης εντολής, άλλως λόγω αδικοπραξίας, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και σε 6.000 ευρώ, που οφείλονται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που του προξένησε από την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, με το νόμιμο τόκο από την τέλεση της αδικοπραξίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η προσβαλλόμενη με αριθμό 1393/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή αποζημίωσης, και δη ως αγωγή κακοδικίας ως απαράδεκτη, καθότι δεν επισυνάφθηκαν στην αγωγή κατά την κατάθεσή της τα αποδεικτικά έγγραφα, που η ενάγουσα επικαλείται προς υποστήριξή της και το ειδικό πληρεξούσιο προς τον υπογράφοντα την αγωγή δικηγόρο, ως μη νόμιμη ως προς τη βάση της εντολής και της αδικοπραξίας και ως μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και καταδικάστηκε η ενάγουσα ατομικώς και ως νόμιμη αντιπρόσωπος του άνω συμπαραστατούμενου στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου, ύψους 1.600,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης (1393/2017) παραπονούνται η ενάγουσα και ήδη πρώτη εκκαλούσα και η δεύτερη εκκαλούσα ως καθολική διάδοχος του αρχικώς ενάγοντος και ήδη αποβιώσαντος ………., με την υπό κρίση έφεσή τους, ζητώντας την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή κακοδικίας.

V. Όπως προκύπτει από το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο της ένδικης αγωγής, κατά τη δέουσα εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, η ευθύνη του εναγόμενου δικηγόρου στηρίζεται στην αδικοπρακτική συμπεριφορά του, ήτοι στην από δόλο παράνομη ιδιοποίηση μέρους του ποσού, που ο ίδιος εισέπραξε ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό της ενάγουσας …….. και του αρχικώς ενάγοντος και ήδη αποβιώσαντος …….., κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του για την εκπλήρωση της αναληφθείσας από μέρους του εντολής, ήτοι την εξώδικη συμβιβαστική επίλυση αστικής διαφοράς. Η με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αίτημα αγωγή έχει χαρακτήρα αγωγής κακοδικίας, κατ’ άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ, καθώς ζητείται η αστική ευθύνη του εντολοδόχου δικηγόρου για πράξεις και παραλείψεις του, που συντελέστηκαν σε βάρος των εντολέων του κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, ενόψει του ότι κατά τα ιστορούμενα σ’ αυτήν (αγωγή) η αποδιδόμενη στον εναγόμενο αδικοπρακτική συμπεριφορά (υπεξαίρεση) έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στο πλαίσιο της δοθείσας εντολής. Στην ένδικη αγωγή αναγράφονται (σελ. 9, στοιχ. α – ε) όλα τα αποδεικτικά μέσα που η ενάγουσα επικαλείται προς απόδειξη της βασιμότητάς της, όπως επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 73 παρ. 2 στοιχ. β ΕισΝΚΠολΔ, καθώς και επιπλέον αναγράφεται σε αυτήν (αγωγή), το ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον υπογράφοντα την αγωγή δικηγόρο, συνταχθέν σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής. Ήδη στο δικόγραφο της ένδικης έφεσης έχουν ενσωματωθεί, κατά το χρόνο της κατάθεσής της, μεταξύ άλλων, η ένδικη αγωγή με την πράξη κατάθεσης, στην οποία επισυνάπτονται τα αποδεικτικά έγγραφα που η ενάγουσα επικαλείται προς υποστήριξή της και το ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον υπογράφοντα την αγωγή δικηγόρο, ώστε να αποτελούν ενιαίο σώμα με την ένδικη έφεση, στο τέλος της οποίας υποβάλλεται το αίτημα του ασκηθέντος ενδίκου μέσου. Με την κατά τα άνω ενσωμάτωση στην ένδικη έφεση της αγωγής μετά των επισυναπτόμενων αποδεικτικών εγγράφων, όπως και του επισυναπτόμενου ειδικού πληρεξούσιου, πληρούται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, το γράμμα και ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 73 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, σημειουμένου ότι αντίθετη κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή κρίση περί απαραδέκτου της αγωγής, θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα, που θα κατέλυαν το δικαίωμα των εκκαλουσών σε παροχή έννομης προστασίας, ενόψει του ότι δεν αντίκειται στο σκοπό θεσπίσεως της αντίστοιχης δικονομικής προϋπόθεσης, που είναι η ανάγκη περιορισμού, κατά το δυνατόν, αλλά και επισπεύσεως των κατά των δικηγόρων δικαστικών διώξεων, ώστε αυτοί να επιδίδονται απερίσπαστοι στην άσκηση των καθηκόντων τους, αποφεύγοντας την εμπλοκή τους σε άσκοπους και μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου αυτής και ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (1393/2017) εν μέρει και δη κατά το κεφάλαιο που αφορά στην αγωγή κακοδικίας και στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατ’ ουσίαν η υπό κρίση αγωγή κακοδικίας, που ασκείται παραδεκτά και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 73 ΕισΝΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330, 340, 343, 345, 346, 914 και 932 ΑΚ, 176, 907, 908 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου περί τοκοδοσίας αιτήματος από το χρόνο τέλεσης της επικαλούμενης αδικοπραξίας, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι, όταν ζητείται χρηματική αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής, εφόσον ο οφειλέτης δεν κατέστη προηγουμένως υπερήμερος με όχληση, την οποία όμως, δεν επικαλείται εν προκειμένω η ενάγουσα (ΕφΑθ 7765/2001 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), δοθέντος και του ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με αριθμό …… από 5-12-2016 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Καβάλας).

Από τις με αριθμό ………/25-11-2016 και …………/25-11-2016 ένορκες βεβαιώσεις του ………. – ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης ………….., αντιστοίχως, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………/21-11-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, με τη συνημμένη σε αυτήν από 21-11-2016 εξώδικη πρόσκληση για λήψη ένορκης βεβαίωσης μαρτύρων, τις οποίες προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η …………..(ενάγουσα) ήταν έγγαμη με τον ……… ., από το έτος 1975. Την 6-2-1995 ο ………., μετά από εφαρμογή ενέσιμου φαρμακευτικού σκευάσματος γνωστής φαρμακευτικής εταιρίας και κατά τη διεξαγωγή χειρουργικής επέμβασης, υπέστη αλλεργικό σοκ και «έπεσε» σε κώμα. Κατόπιν, μεταφέρθηκε από το Γενικό Νοσοκομείο Ιεράπετρας Κρήτης στην Εντατική Μονάδα του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου, όπου παρέμεινε σε καταστολή μέχρι την 5-9-1995. Το εν λόγω συμβάν κατέστησε τον παθόντα ανίκανο να αυτοεξυπηρετηθεί. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό 237/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας) τέθηκε ο ………… σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και ορίστηκε η ενάγουσα οριστική δικαστική συμπαραστάτης αυτού. Εντωμεταξύ, η ενάγουσα είχε ασκήσει την από 17-5-1996 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../1996 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της εδρεύουσας στο Βέλγιο αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………», ως παρασκευάστριας του επίμαχου φαρμάκου, της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα, εταιρίας με την επωνυμία «……..» και του νόμιμου εκπροσώπου της τελευταίας ……., αιτούμενη αποζημίωση ύψους 492.200.000 δραχμών, νομιμοτόκως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία υπογράφει ο εναγόμενος ως πληρεξούσιος δικηγόρος της (ΑΜΔΣΑ : ………..) [βλ. την αγωγή αυτή]. Μολονότι οι ανωτέρω αντίδικοί τους δεν αποδέχθηκαν ότι η βλάβη της υγείας του παθόντος οφειλόταν σε ελάττωμα του γνωστού φαρμακευτικού σκευάσματος, εντούτοις κάλεσαν την ενάγουσα σε εξώδικο συμβιβασμό. Πράγματι, αφού προηγήθηκε παραίτηση της ενάγουσας από το δικόγραφο της ως άνω αγωγής και το δικαίωμα ενώπιον της γραμματείας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και του ………., νομίμως εκπροσωπούμενων από τον εναγόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο τους, δυνάμει των με αριθμό …./23-10-1996 και με αριθμό ……/23-10-1996 πληρεξουσίων της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., αντιστοίχως, αφενός και των προλεχθέντων τριών αντιδίκων τους, νομίμως εκπροσωπούμενων από την πληρεξούσια δικηγόρο τους …….. (ΑΜΔΣΑ : ………), αφετέρου, το από 22-11-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό – πρακτικό συμβιβασμού. Ειδικότερα, δυνάμει αυτού, οι αντίδικοί τους δέχθηκαν να καταβάλουν το ποσό των 55.000.000 δραχμών στον …………. και το ποσό των 35.000.000 δραχμών στην ενάγουσα και παρέδωσαν προς τούτο τις εκδοθείσες σε διαταγήν του εναγόμενου με αριθμό …… και ………. επιταγές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ποσού 55.000.000 δραχμών και 35.000.000 δραχμών, αντιστοίχως, στον εναγόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο των ανωτέρω εντολέων του, όπως ρητά αναγράφεται στο ένδικο πρακτικό συμβιβασμού. Αυτό (πρακτικό συμβιβασμού) υπογράφεται από τους ανωτέρω πληρεξούσιους δικηγόρους των συμβαλλόμενων, ήτοι τον εναγόμενο και την …….., οι οποίοι έχουν θέσει τις υπογραφές τους πλησίον της επαγγελματικής τους σφραγίδας, αντιστοίχως. Στο τέλος δε του εν λόγω πρακτικού συμβιβασμού και κάτωθι των υπογραφών των ανωτέρω δικηγόρων, ακολουθεί το εξής κείμενο : «Προσέτι υπογράφουν το κείμενο του παρόντος συμφωνητικού οι : 1) ……… 2) ……….», οι οποίοι έχουν θέσει την υπογραφή τους έκαστος άνωθεν του ονόματός τους, αντιστοίχως. Σημειωτέον ότι έχει επιπλέον θεωρηθεί αυθημερόν (22-11-1996…………… ………) από την ………., Αστυφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Ομονοίας, αντιστοίχως (βλ. το πρακτικό συμβιβασμού). Η ενάγουσα, η οποία επικαλείται και προσκομίζει το ένδικο πρακτικό συμβιβασμού με τη θεώρηση του γνησίου των υπογραφών τους, δεν αρνείται ούτε αμφισβητεί την υπογραφή τους σε αυτό. Από δε την ανωτέρω προσυπογραφή του πρακτικού συμβιβασμού από την ενάγουσα και το σύζυγό της, κατά τον προπεριγραφόμενο τρόπο, συνάγεται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, ότι εκείνοι έλαβαν γνώση του περιεχομένου του εν λόγω συμφωνητικού, που προσυπέγραψαν, και το αποδέχθηκαν ως είχε, αδιαμαρτύρητα και ανεπιφύλακτα, ενόψει και του ότι δεν ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι δεν αναγνώστηκε από αυτούς ή ότι η υπογραφή τους σε αυτό τέθηκε κατόπιν απάτης ή απειλής του εναγόμενου δικηγόρου τους ή άλλου τρίτου προσώπου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δικηγόρος, ενεργώντας δυνάμει των ως άνω συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων της ενάγουσας και του συζύγου της, είχε την ειδική εντολή να συνομολογήσει τον ένδικο συμβιβασμό και να εισπράξει το συμφωνηθέν ποσό του συμβιβασμού αντ’ αυτών και για λογαριασμό τους και να καταθέσει τα εισπραχθησόμενα εκ του συμβιβασμού χρήματα, παρακρατών το δι’ εργολαβικού συμφωνηθέν νόμιμο ποσοστό του, σε συγκεκριμένο λογαριασμό της Τράπεζας Πίστεως, όπως ρητά αναφέρεται στα εν λόγω πληρεξούσια (βλ. τα πληρεξούσια). Τελικά κατατέθηκε από τον εναγόμενο την 25-11-1996 σε τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας και του συζύγου της (στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος) το ποσό των 65.000.000 δραχμών (βλ. αντίγραφο της σελίδας του βιβλιαρίου της τράπεζας). Αναφορικά δε με το ύψος του ποσού αυτού η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος της απέκρυψε αθεμίτως το πραγματικό ποσό που εισέπραξε από τον εξώδικο συμβιβασμό, αφού της παρέστησε ψευδώς ότι, αν και το αρχικώς προτεινόμενο σε συμβιβασμό ποσό από τις φαρμακευτικές εταιρίες ήταν αυτό των 90.000.000 δραχμών, εντούτοις αυτές υπαναχώρησαν από τις υποσχέσεις τους και η συμφωνία «έκλεισε» στο ποσό των 65.000.000 δραχμών, το οποίο και τελικώς καταβλήθηκε μέσω των επιταγών στον εναγόμενο, δοθέντος ότι αντίγραφα του ένδικου πρακτικού συμβιβασμού και των επίδικων επιταγών δεν έλαβαν η ενάγουσα και ο σύζυγός της και αρκέστηκαν στις προφορικές διαβεβαιώσεις του εναγόμενου, ότι ο τελευταίος απέφευγε με διάφορες προφάσεις να τους χορηγήσει αντίγραφα των ανωτέρω εγγράφων και ότι για πρώτη φορά την 27-4-2016 ήρθαν στα χέρια της ενάγουσας αντίγραφα του επίμαχου συμφωνητικού και των επίμαχων επιταγών και έλαβε γνώση του περιεχομένου τους, μετά από ενέργειες της δικηγόρου Ηρακλείου Κρήτης …….., η οποία ήρθε σε επαφή με την πληρεξούσια δικηγόρο των φαρμακευτικών εταιριών ………… Ωστόσο, ο πιο πάνω προβαλλόμενος ισχυρισμός της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, αφού προέκυψε ότι η ενάγουσα, την ίδια ημέρα (22-11-1996) με την υπογραφή του ένδικου συμφωνητικού συμβιβασμού από τον εναγόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο της, έλαβε γνώση του περιεχομένου του, προσυπογράφοντας αυτό μαζί με το σύζυγό της, ανεξάρτητα αν έλαβε ή όχι αντίγραφο αυτού και των επιταγών και ως εκ τούτου σαφώς γνώριζε ότι το ποσό του συμβιβασμού ανήλθε στο συνολικό ποσό των 90.000.000 δραχμών, οπότε παρέπεται ότι αληθής χρόνος κατά τον οποίο έλαβε γνώση της επικαλούμενης υπεξαίρεσης του εναγόμενου ως προς το ποσό των 25.000.000 δραχμών ήταν η 25η-11-1996, χρόνος που συμπίπτει με την τραπεζική κατάθεση από τον εναγόμενο του μειωμένου ποσού των 65.000.000 δραχμών, αντί του πραγματικά συμφωνηθέντος και εισπραχθέντος με τον ένδικο συμβιβασμό υπέρτερου ποσού των 90.000.000 δραχμών. Κατ’ ακολουθίαν, το δικαίωμα της ενάγουσας προς άσκηση της αγωγής κακοδικίας αποσβέστηκε μετά την πάροδο εξαμήνου από τον πραγματικό χρόνο γνώσης της παράνομης πράξης του δικηγόρου. Ειδικότερα, εφόσον η ενάγουσα έλαβε γνώση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου την 25-11-1996, η εξάμηνη αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ), άρχισε από την επομένη ημέρα μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της και εν προκειμένω την 26-11-1996 και έληξε την 26-5-1997 (άρθρα 144 παρ. 1, 145 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή κακοδικίας, που ασκήθηκε σε χρόνο στον οποίο το σχετικό δικαίωμα της ενάγουσας είχε αποσβεστεί (κατάθεση αγωγής την 13-9-2016 και επίδοση αντιγράφου της αγωγής στον εναγόμενο την 23-9-2016), κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Σημειωτέον ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση ως προς τα λοιπά κεφάλαιά της που αφορούν στις λοιπές βάσεις της αγωγής (κατά τη βάση της εντολής και της αδικοπραξίας και την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού) και άρα, η υπόθεση δεν μεταβιβάστηκε στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως προς αυτά (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τις εκκαλούσες για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../22-5-2018 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στις τελευταίες, καθότι η έφεσή τους αυτή έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 1393/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 1393/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) εν μέρει και συγκεκριμένα ως προς την αγωγή κακοδικίας.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 13-9-2016 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2016 και ειδικό …/2016 αγωγή κακοδικίας.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κακοδικίας.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στις εκκαλούσες.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 5 Ιουνίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 19  Σεπτεμβρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ