ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 602/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : ………….. υπό την ιδιότητά του ως συνδίκου πτώχευσης της …….., ΑΦΜ : …., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Σπυριδωνάκου (ΑΜΔΣΠ : ….).
Των εφεσίβλητων : 1) …………. και 2) ………, οι οποίες αμφότερες εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Μπουρλά (ΑΜΔΣΑ : ……….).
Επί της από 23-2-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό ……/2021 αγωγής των εναγουσών κατά της πρώτης εναγόμενης ………… και του δεύτερου εναγόμενου …………. εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 1099/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 29-4-2024 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2024 και ειδικό …/2024 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2024 και ειδικό …./2024 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Στη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά των εναγουσών και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 1099/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 4-6-2024, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα την 1-4-2024, ενόψει του ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει κάτι διαφορετικό (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../4-6-2024 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ………………/2024 e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 23-2-2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 αγωγή τους, όπως παραδεκτά διορθώθηκε ως προς το χρόνο του θανάτου του πατέρα τους, οι ενάγουσες εξέθεταν ότι είναι εκ διαθήκης συγκληρονόμοι του αποβιώσαντος την 25-12-2011 πατέρα τους ……….., κατά ποσοστό 50% εκάστη, την κληρονομία του οποίου ήδη αποδέχθηκαν δυνάμει της επικαλούμενης συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομίας, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, ότι ο πατέρας τους κατά τα έτη 2007 έως 2009 είχε καταβάλει κατόπιν υπογραφής ιδιωτικών συμφωνητικών αγοράς ακινήτου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, στην πρώτη εναγόμενη …………….., που έχει ήδη κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, με σύνδικο πτώχευσης το δεύτερο εναγόμενο, το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, ως προκαταβολή έναντι του συνολικού τιμήματος των 140.000 ευρώ, καθώς και ότι λόγω του επισυμβάντος θανάτου του πατέρα τους, δεν καταρτίστηκε τελικά η σύμβαση αγοραπωλησίας. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά τον παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, οι ενάγουσες ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγόμενη, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από το δεύτερο εναγόμενο, σύνδικο πτώχευσης, οφείλει να τους καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ήτοι το ποσό των 50.000 ευρώ σε εκάστη, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της εγγραφής συναινετικής προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης (13-7-2011), άλλως από την επομένη του θανάτου του πατέρα τους (26-12-2011), άλλως από την επομένη της αναγγελίας της απαίτησής τους στην πτώχευση (10-7-2020), άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστούν οι αντίδικοί τους στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η προσβαλλόμενη με αριθμό 1099/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 345, 346, 904, 910 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, αφενός απορρίφθηκε αυτή (αγωγή) ως προς την πρώτη εναγόμενη ως παθητικά ανομιμοποίητη, και καταδικάστηκαν οι ενάγουσες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων ύψους 700,00 ευρώ, αφετέρου έγινε δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς τον έτερο εναγόμενο και αναγνωρίστηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στις ενάγουσες, υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτώχευσης της πρώτης εναγόμενης, το ποσό των 50.000 ευρώ σε εκάστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως και καταδικάστηκε ο τελευταίος, υπό την ως άνω ιδιότητά του, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγουσών ύψους 2.500 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης (1099/2024) παραπονείται ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον του ασκηθείσα αγωγή.
III. Από το συνδυασμό των διατάξεων 158, 159, 166, 180, 369, 513 και 1033 ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση για την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, όπως και το περί αυτής προσύμφωνο, υπόκεινται στον συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα αυτών, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, στο οποίο υποβάλλονται τα σχετικά περιστατικά, επειδή οι διατάξεις για την τήρηση του τύπου των δικαιοπραξιών είναι δημόσιας τάξης (ΑΠ 480/2019, ΑΠ 1397/2017, ΑΠ 945/2017, ΜονΕφΠειρ 93/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος συμβολαιογραφικός τύπος για τη σύμβαση ή το προσύμφωνο πώλησης ακινήτου, δεν γεννάται εξ αυτών κάποιο δικαίωμα, επειδή θεωρούνται ότι δεν έγιναν, ενώ, σε περίπτωση που έχει καταβληθεί, σε εκτέλεση άκυρου, κατά τα ανωτέρω, προσυμφώνου, ολόκληρο ή μέρος του προσυμφωνηθέντος τιμήματος, αυτό αναζητείται σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 1709/2013, ΑΠ 828/2003, ΜονΕφΑιγ 10/2022, ΜονΕφΠειρ 93/2020, ΜονΕφΠειρ 258/2016, ΜονΕφΠειρ 690/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 904 εδ. α ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β της ίδιας διάταξης η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 493/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία (Ολ ΑΠ 4/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Τέτοια έλλειψη υπάρχει, μεταξύ άλλων, και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου. Τούτο συμβαίνει και στην περίπτωση παροχής, που γίνεται στα πλαίσια της εκτέλεσης σύμβασης, για την οποία ο νόμος απαιτεί την τήρηση ορισμένου τύπου και ο τύπος αυτός δεν τηρήθηκε. Στην περίπτωση δε αυτή, η σύμβαση θεωρείται ως μη γενόμενη και επομένως, δεν υπάρχει νόμιμη αιτία, που να δικαιολογεί διατήρηση της παροχής στο λήπτη, εφόσον η βούληση του δότη, που εκδηλώθηκε άτυπα, δεν αναγνωρίζεται από το νόμο. Κατά συνέπεια, η προκαταβολή τιμήματος σε εκτέλεση προσυμφώνου αγοράς ακινήτου, για το οποίο δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο, συνιστά χωρίς νόμιμη αιτία πλουτισμό του πωλητή από την περιουσία του αγοραστή και, ως εκ τούτου, γεννάται υποχρέωση προς απόδοσή του (ΕφΠατρ 560/2008, ΕφΔωδ 54/2007, ΕφΑθ 525/2003, ΕφΑθ 7425/1998 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αγωγή είναι αόριστη, διότι δεν αναφέρονται σε αυτήν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά που, όπως υποστηρίζει, τη στοιχειοθετούν, ήτοι : α) ο τρόπος καταβολής από τον κληρονομούμενο του επίδικου ποσού μόνο με ιδιωτικό συμφωνητικό, χωρίς συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, χωρίς τραπεζικό σύστημα, αλλά με μετρητά, β) η δήλωση ή μη στην εφορία του επίμαχου ποσού και γ) η πηγή κτήσης του ποσού αυτού από τον κληρονομούμενο. Ωστόσο, τα επικαλούμενα ως ελλείποντα της αγωγής στοιχεία, που προβάλλει ο εναγόμενος, δεν περιλαμβάνονται στις απαιτούμενες κατά νόμο προϋποθέσεις της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε περίπτωση προκαταβολής τιμήματος σε εκτέλεση άκυρου προσυμφώνου αγοράς ακινήτου, που ασκείται με την ένδικη αγωγή, και ως εκ τούτου, η τυχόν έλλειψή τους δεν καθιστά την αγωγή απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, οι ενάγουσες επικαλούνται με σαφήνεια στην ιστορική βάση της αγωγής τους όλα τα γεγονότα, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου (άρθρα 158, 159, 166, 180, 369, 513, 1033, 1192 ΑΚ σε συνδυασμό με άρθρο 904 ΑΚ) θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια και εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο με επάρκεια το σύνολο των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να προβεί στη νομική θεμελίωσή της και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο εναγόμενος δε να αμυνθεί. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, κατ’ αποτέλεσμα δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που παραδεκτά συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο έφεσης και κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο επαναφέρεται ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του εναγόμενου περί αοριστίας της αγωγής, τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης κατά το σκέλος αυτό.
IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 139, 180, 211 και 214 του ΑΚ προκύπτει ότι η δήλωση βούλησης, που δεν έγινε στα σοβαρά αλλά μόνον φαινομενικά, είναι εικονική και άκυρη, θεωρούμενη ως μη γενομένη. Εικονική δε είναι η δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης, η οποία εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποσκοπεί στη δημιουργία εντύπωσης στους τρίτους περί της μεταβολής στην υφισταμένη νομική κατάσταση, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονικότητα μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσο και επί σύμβασης, στην τελευταία όμως περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της σύμβασης απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο (ΑΠ 1315/2022, ΑΠ 1450/2021, ΑΠ 752/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στην περίπτωση της πώλησης, ουσιώδη στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 513 ΑΚ, είναι το πράγμα, το τίμημα και η συμφωνία γι’ αυτά, ενώ η έλλειψη και ενός τούτων καθιστά τη σύμβαση άκυρη. Ειδικότερα, το τίμημα, ήτοι η αντιπαροχή που οφείλεται από τον αγοραστή για την παροχή του πράγματος ή του δικαιώματος, πρέπει να είναι αληθινό, δηλαδή η συμφωνία για το τίμημα πρέπει να είναι ειλικρινής και σπουδαία, διότι, ναι μεν η μη καταβολή του δεν επηρεάζει το κύρος της σύμβασης, αφού η ενοχή για την καταβολή του μπορεί να αφεθεί ή να αποσβεσθεί με κάποιον άλλο τρόπο, πλην, όμως, μπορεί το στοιχείο τούτο, κατά την έρευνα για την συναλλακτική πρόθεση των συμβληθέντων, να αποτελέσει, κατά τις περιστάσεις, τεκμήριο για την εικονικότητα και έτσι, αν η συμφωνία, που αφορά το τίμημα, έγινε μόνο φαινομενικά, υπάρχει εικονικότητα κατά την έννοια του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της υποσχετικής σύμβασης της πώλησης, κατ’ επέκταση δε και της εμπράγματης σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας του πωληθέντος πράγματος, αν αφορά ακίνητο, αφού αυτή, κατά το άρθρο 1033 ΑΚ, είναι αιτιώδης. Συνεπώς, για την παραδεκτή προβολή της ένστασης εικονικότητας σύμβασης πώλησης, θα πρέπει να προταθεί, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πλην άλλων και ότι η συμφωνία για το τίμημα ήταν φαινομενική (ΑΠ 559/2019, ΑΠ 1994/2009 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 138 και 139 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση εικονικότητας της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης κατά κυριότητα ακινήτου, η οποία εικονικότητα αφορά στο πρόσωπο του αγοραστή, για να ισχύει η σύμβαση όχι για τον φαινομενικά εμφανιζόμενο ως αγοραστή, αλλά για το καλυπτόμενο από εκείνον πρόσωπο, ήτοι τον πραγματικό αγοραστή, απαιτείται γνώση και αντίστοιχη συμφωνία όλων των εμπλεκομένων, δηλαδή του πωλητή, του φαινομενικού αγοραστή και του πραγματικού αγοραστή, ότι η σύμβαση καταρτίζεται όχι με τον φαινομενικό αλλά με τον πραγματικό αγοραστή. Τέλος, όταν η εικονικότητα στη σύμβαση αναφέρεται στο πρόσωπο του αγοραστή, η σύμβαση είναι άκυρη και γι’ αυτό θεωρείται σαν να μην έγινε ως προς τον φαινομενικό αγοραστή, ισχύοντας αντίστοιχα για τον πραγματικό αγοραστή, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, για να είναι ορισμένος και άρα να προτείνεται παραδεκτά ο ισχυρισμός περί εικονικότητας μιας συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως κατά κυριότητα, ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, πρέπει να μνημονεύεται σ’ αυτήν, εκτός άλλων, ότι υπήρξε σχετική συμφωνία μεταξύ του πωλητή, του φαινομενικού αγοραστή και του πραγματικού αγοραστή (ΑΠ 468/2023, ΑΠ 1146/2018, ΑΠ 2306/2009 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος, επικαλούμενος ότι η δεύτερη ενάγουσα υπήρξε από το έτος 2005 έως το έτος 2012 σύζυγος του ……………, ενός από τους πτωχεύσαντες ομόρρυθμους εταίρους, και ότι από το έτος 2011 ξεκίνησε η οικονομική πτώση της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………………», προβάλλει ισχυρισμό περί εικονικότητας ως προς το τίμημα και ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, τον οποίο επαναφέρει με το δεύτερο λόγο έφεσης και κατά το πρώτο σκέλος του. Ωστόσο, για το ορισμένο και την παραδεκτή προβολή της πιο πάνω ένστασης, ουδόλως μνημονεύεται, όπως κατά νόμο απαιτείται, α) ότι η συμφωνία για το τίμημα ήταν φαινομενική και β) ότι υπήρξε σχετική συμφωνία μεταξύ του πωλητή, του φαινομενικού αγοραστή και του πραγματικού αγοραστή, ο οποίος δεν κατονομάζεται, αντιστοίχως, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος σχετικός ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, κατ’ αποτέλεσμα δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που παραδεκτά συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο έφεσης και κατά το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης κατά το σκέλος αυτό.
V. Με το άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση, που δημιουργήθηκε, ή από τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν, ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων, που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με την παραπάνω διάταξη ΑΚ 281. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης, προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς, απλώς, επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 6/2016, Ολ ΑΠ 5/2011, Ολ ΑΠ 7/2002, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 207/2014, ΜονΕφΠειρ 375/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών ισχυρίζεται το πρώτον με την ένδικη έφεση και τον πρώτο λόγο αυτής ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ, που αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές, διότι είχε δημιουργηθεί στον υπόχρεο από το δικαιούχο η πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμά του και η μακρά αδράνεια της άσκησης του δικαιώματος δημιουργεί επαχθείς συνέπειες. Επιπλέον, διατείνεται ότι παραδεκτά προβάλλει το πρώτον την υπό εξέταση ένσταση στο δεύτερο βαθμό, εφόσον αποδεικνύεται εγγράφως. Ωστόσο, ο παραπάνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν συντρέχει καμία από τις περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, με τις οποίες συγχωρείται η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη νέων πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν πρωτοδίκως, όπως εν προκειμένω (άρθρο 527 περ. 1 – 6 ΚΠολΔ), το δε απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 527 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ). Σε κάθε περίπτωση, με το παραπάνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός, πέραν της πρόδηλης αοριστίας του, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ καταλυτική της αγωγής ένσταση, καθώς, κατά τα αναφερόμενα στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και εν προκειμένω των εναγουσών, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί κατ’ αυτού, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, εφόσον όμως, αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, τις οποίες εν προκειμένω δεν επικαλείται ο εκκαλών, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως, η ως άνω προβαλλόμενη ένσταση τυγχάνει απορριπτέα, όπως και ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης στο σύνολό του.
VΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 909 ΑΚ η υποχρέωση για απόδοση του πλουτισμού αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά το χρόνο της επίδοσης της αγωγής. Κατά την αληθή έννοια της άνω διατάξεως απόσβεση της υποχρεώσεως προς απόδοση του πλουτισμού, ο οποίος επήλθε με την λήψη χρημάτων, χωρίς νόμιμη αιτία ή για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή είναι παράνομη ή ανήθικη, λαμβάνει χώρα και όταν ο λήπτης αναλίσκει το ληφθέν χρηματικό ποσό πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσει ανάγκες, στις οποίες άλλως δεν θα προέβαινε. Στην περίπτωση όμως αυτή, για την πληρότητα του σχετικού ισχυρισμού, ο οποίος συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, πρέπει ο εναγόμενος να αναφερθεί σε συγκεκριμένες δαπάνες και επιπλέον να διαλάβει και αν πρόκειται περί δαπανών, στις οποίες δεν θα προέβαινε χωρίς τη λήψη του πλουτισμού (ΑΠ 2167/2013, ΑΠ 682/2003, ΑΠ 1420/1996, ΕφΑθ 9638/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών με το δεύτερο λόγο έφεσης και κατά το τρίτο σκέλος του επιχειρεί να καταστήσει στο δεύτερο βαθμό ορισμένο ισχυρισμό που αορίστως προβλήθηκε πρωτοδίκως, επικαλούμενος το πρώτον ότι το επίδικο ποσό αναλώθηκε, μεταξύ άλλων και σε πραγματοποίηση δαπανών για την πτώχευση. Πλην όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος, καθότι δεν εμπίπτει σε κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 527 ΚΠολΔ περιπτώσεις, με τις οποίες συγχωρείται η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη νέων πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν πρωτοδίκως, όπως εν προκειμένω αναφορικά με την ανάλωση του πλουτισμού για τις ανάγκες της πτώχευσης (άρθρο 527 περ. 1 – 6 ΚΠολΔ), το δε απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 527 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ). Πέραν αυτού, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν αρκεί ο γενικός ισχυρισμός ότι έγιναν δαπάνες, αλλά χρειάζεται αναφορά σε συγκεκριμένες δαπάνες και στο ότι αυτές δεν θα γίνονταν, αν δεν είχε ληφθεί ο πλουτισμός, στοιχεία που ουδόλως επικαλείται ο εκκαλών, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, ο πιο πάνω ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται και είναι απορριπτέος, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ένδικη απαίτηση είναι ενέγγυα και μπορεί να ασκηθεί η εμπράγματη αγωγή για την ικανοποίησή της. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, κατ’ αποτέλεσμα δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που παραδεκτά συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο έφεσης και κατά το τρίτο σκέλος του είναι απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης κατά το σκέλος αυτό.
VIΙ. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγουσες τυγχάνουν κληρονόμοι του αποβιώσαντος την 25-12-2011 πατέρα τους …………….., κατά ποσοστό 50% εκάστη, δυνάμει της από 15-3-2011 ιδιόγραφης διαθήκης του, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Πρωτοδικείο Πειραιώς δια του με αριθμό 695/1-6-2012 πρακτικού του και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του ίδιου Πρωτοδικείου. Οι ενάγουσες ήδη έχουν αποδεχθεί την επαχθείσα σε αυτές κληρονομία δυνάμει της με αριθμό …../20-12-2012 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί (βλ. τη συμβολαιογραφική πράξη). Δυνάμει του από 28-12-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, η ……………., κάτοικος Νίκαιας Αττικής, ήδη πτωχεύσασα δυνάμει της με αριθμό 4316/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), ανέλαβε να πωλήσει και να μεταβιβάσει στον πατέρα των εναγουσών, ένα διαμέρισμα ιδιοκτησίας της, στη συμβολή των οδών ………….., στη Νίκαια Αττικής, εμβαδού 88,35 τ.μ., αντί συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος 140.000 ευρώ. Με το ίδιο συμφωνητικό ορίσθηκε ως ημερομηνία υπογραφής του οριστικού συμβολαίου το αργότερο η 15η-2-2008 και ο αγοραστής …………… κατέβαλε δυνάμει αυτού, ως προκαταβολή έναντι του συνολικού τιμήματος, το ποσό των 48.000 ευρώ, δεσμευόμενος να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Την 15-2-2008 τα συμβαλλόμενα μέρη συνυπέγραψαν τη με ίδια ημερομηνία τροποποίηση του ως άνω συμφωνητικού, με την οποία η ημερομηνία υπογραφής του οριστικού συμβολαίου μετατέθηκε για την 12η-1-2009 και ο αγοραστής κατέβαλε αυθημερόν, ως επιπλέον προκαταβολή έναντι του συνολικού τιμήματος, το ποσό των 32.000 ευρώ. Την 12-1-2009 τα συμβαλλόμενα μέρη συνυπέγραψαν τη με ίδια ημερομηνία τροποποίηση των ως άνω συμφωνητικών, με την οποία η ημερομηνία υπογραφής του οριστικού συμβολαίου μετατέθηκε για την 17η-5-2010 και ο αγοραστής κατέβαλε αυθημερόν, ως επιπλέον προκαταβολή έναντι του συνολικού τιμήματος, το ποσό των 20.000 ευρώ. Συνεπώς, ο ανωτέρω αγοραστής κατέβαλε στην πωλήτρια το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ (48.000 + 32.000 + 20.000 ευρώ), ως προκαταβολή για τη συμφωνημένη αγοραπωλησία, ενώ τόσο το αρχικό συμφωνητικό όσο και τα δύο επόμενα τροποποιητικά συμφωνητικά, που υπεγράφησαν από τους άνω συμβαλλόμενους, επείχαν ρητά θέση απόδειξης καταβολής και είσπραξης, αντιστοίχως, για το ποσό που κατέβαλε ο αγοραστής και εισέπραξε η πωλήτρια κάθε φορά [βλ. τα τρία (3) ιδιωτικά συμφωνητικά]. Ακολούθως, την 13-7-2011 καταχωρήθηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας Αττικής με αριθμό καταχώρισης ……./13-7-2011 η με αριθμό 3711/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του ………. και δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η εγγραφή (συναινετικής) προσημείωσης υποθήκης επί του προς αγορά ακινήτου, φέροντος ΚΑΕΚ …………….., προς εξασφάλιση απαίτησης του αγοραστή από το προκαταβληθέν τίμημα (βλ. την εν λόγω απόφαση και το σχετικό απόσπασμα από τα κτηματολογικά βιβλία). Τελικά, η αγοραπωλησία του ακινήτου ματαιώθηκε λόγω του επισυμβάντος θανάτου του αγοραστή την 25-12-2011, η δε πωλήτρια δεν επέστρεψε το ως άνω τμήμα του τιμήματος και συνεπώς, κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη ως προς το ποσό αυτό, δοθέντος ότι η προκαταβολή τιμήματος σε εκτέλεση άκυρου, λόγω μη τήρησης του συμβολαιογραφικού τύπου, προσυμφώνου αγοράς ακινήτου, συνιστά χωρίς νόμιμη αιτία πλουτισμό του πωλητή από την περιουσία του αγοραστή, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Σημειωτέον ότι η τελευταία όφειλε να προβλέψει την αναζήτηση από το χρόνο του θανάτου του αγοραστή την 25-12-2011 και τη ματαίωση της αγοραπωλησίας, και ως εκ τούτου ευθύνεται κατ’ άρθρο 912 ΑΚ σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα δικαιούτο να προβάλει την εκ του άρθρου 909 ΑΚ ένσταση περί του ότι ο πλουτισμός κατά την ημερομηνία της επίδοσης της αγωγής δεν σώζεται, λόγω της χρονικά προηγούμενης πτώχευσής της. Κατ’ ακολουθίαν και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, που είναι νόμιμη (άρθρα 345, 346, 904, 910, 912, 1710, 1712, 1846 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει, υπό την ιδιότητά του ως σύνδικος της πτώχευσης της …………., να καταβάλει στις ενάγουσες – συγκληρονόμους του ………………., το άνω ποσό (100.000 ευρώ) κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ήτοι το ποσό των 50.000,00 ευρώ σε εκάστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, εφόσον, ως προαναφέρθηκε, η εν λόγω απαίτηση είναι ενέγγυα και εξαιρείται της αναστολής των ατομικών διώξεων (για τη συνέχιση της τοκοφορίας ΑΠ 726/1984 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
VIIΙ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (1099/2024) δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στις ενάγουσες, υπό την ιδιότητα του συνδίκου της πτώχευσης της ………., το ποσό των 50.000,00 ευρώ σε εκάστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και συνακόλουθα, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με το δεύτερο λόγο έφεσης και κατά το τέταρτο σκέλος του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης κατά το σκέλος αυτό. Επομένως, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../4-6-2024 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, διότι απορρίφθηκε η ένδικη έφεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 1099/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 8 Οκτωβρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ