ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
4ο τμήμα
Αριθμός απόφασης : 590/ 2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
TOY ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Μαίρη Ζώη.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία «………….» με διακριτικό τίτλο «…………..» που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων …….. (με αριθμ. ΓΕΜΗ ………., και ΑΦΜ………. ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ) όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας εν προκειμένω δυνάμει της από 16/3/2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης με την επωνυμία «………….» (…………), με έδρα στο ………. Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου ………… και δ/νση ……………, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα (……….) με ΑΦΜ …….., Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών, αρ. ΓΕΜΗ ………….. δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, των άρθρων 455 επ. Α.Κ. και του άρθρου 61 του v. 4548/2018, ως καθολικής διαδόχου, κατόπιν συγχωνεύσεως από αυτήν, της «……….», δυνάμει της υπ’ αρίθμ. 61164/20-11-2014 Αποφάσεως του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, όπως αυτή αυθημερόν καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΦΕΚ 12584/21-11-2014), όπως νομίμως εκπροσωπείται., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Δέσποινα Τσάγκου.
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 3-7-2024 και με αριθ.καταθ. ………/2024 ανακοπή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 93/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της τελευταίας απόφασης ο εκκαλών άσκησε την από 13-1-2025 και υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2025 έφεσή του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 13-1-2025 και με αρ. καταθ. ……………/2025 έφεση του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ` αριθ. 93/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ… …….. παράβολο των 100 € € αντίστοιχα). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής : Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής : Σε εκτέλεση της από 16-5-2024 Επιταγής προς Πληρωμή που έχει τεθεί κάτω αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθ. ……../2013 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ΄ής το ποσό των 70.000 € πλέον τόκων προερχόμενες από την με αρ. ……… σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό για την οποία με την με αρ. ………/5-06-2024 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης ακίνητης Περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση, σε ακίνητα ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος, οριζόντιες ιδιοκτησίες πρώτου και δεύτερου ορόφου κείμενες σε οικοδομή στην οδό ………….. στο Δήμο Κερατσινίου Δραπετσώνας Αττικής. Με την από 3-7-2024 και με αριθ.καταθ. …………./2024 ανακοπή του ο ανακόπτων ζήτησε για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους την ακύρωση της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, επί της οποίας εκδόθηκε με την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών η υπ’ αριθ. 93/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της τελευταίας απόφασης ο εκκαλών άσκησε την προαναφερόμενη έφεσή του και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή (έφεση) λόγους, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου με την έφεσή του έχει ενώσει και αίτημα αναστολής εκτέλεσης, το οποίο έχει ικανοποιηθεί με την προσωρινή διαταγή της Προέδρου Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιά, με την οποί χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης υπό τον όρο καταβολής εγγυοδοσίας 13.000 €. ¨Όπως δε ο αιτών εκθέτει έχει ήδη πραγματοποιηθεί ο πλειστηριασμός των άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών, λόγω αδυναμίας του συγκέντρωσης του ποσού αυτού, ώστε το σωρευόμενο αίτημα αναστολής εκτέλεσης στερείται πλέον αντικειμένου.
Ο εκκαλών στον πρώτο λόγο της έφεσής του επαναφέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι στην επιταγή προς πληρωμή επιτάσσεται να καταβάλει το ποσό των 70.000 € πλέον τόκων κι εξόδων με το νόμιμο τραπεζικό τόκο υπερημερίας από την 21.9.2010, χωρίς με αυτή να εξειδικεύεται το ποσό των τόκων, αν ληφθεί υπόψη ότι με τη σύμβαση πίστωσης είχε συμφωνηθεί κυμαινόμενο επιτόκιο. Όμως, το ποσό του τόκου δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή προς πληρωμή, καθώς το κεφάλαιο είναι δεδομένο, το δε νόμιμο επιτόκιο υπημερίας εν προκειμένω είναι καθορισμένο με τους νόμο τις πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και επομένως, το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής (ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΠατρ 445/2005 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν αυτών ο άνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος, ώστε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε αυτόν για τον ίδιο λόγο εφάρμοσε ορθά το νόμο.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 ΚΠολΔ η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει ……ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή, του τόπου του πλειστηριασμού, καθώς και του ονόματος του υπαλλήλου του πλειστηριασμού». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 76 του Ν. 4842/2021, με ισχύ αυτού από την 1.1.2022, ο Αύγουστος δεν προσμετράται στην οριζόμενη ελάχιστη προθεσμία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μόνο σε περίπτωση που αυτή συμπληρώνεται τον μήνα αυτό. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ο ανακόπτων επαναφέρει τον έβδομο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι ενώ η περάτωση της κατάσχεσης έλαβε χώρα την 5.6.2024 με την κοινοποίηση σ’ αυτόν της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ως χρόνος πλειστηριασμού ορίστηκε η 15.1.2025 δηλαδή μετά 7 μήνες και 10 ημέρες, συμπεριλαμβανομένου όμως, και του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, αφού ο Αύγουστος προσμετράται στην προθεσμία, μόνο όταν αυτή λήγει το μήνα αυτό και όχι όπως εν προκειμένω που η προθεσμία λήγει την 15.1.2025, ώστε ο πλειστηριασμός ορίσθηκε εντός της νόμιμης με το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ προθεσμίας (βλ. και ΕφΠειρ 549/2023, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ 309/2023 σε https://www.efeteio-peir.gr/ ΕφΑθ 6316/2022, ΕφΑθ 5174/2022, ΕφΑθ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 § 1 και 25 § 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008 www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003 ΤΝΠ Νόμος). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρου 281ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ,χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 5/2011, ΑΠ 586/2024, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 724/2017, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010 www.areiospagos.gr). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 951 ΚΠολΔ, η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Με την τελευταία αυτή διάταξη, η ρύθμιση της οποίας αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής του ΚΠολΔ για την απαγόρευση καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς, επιβάλλεται ο περιορισμός της κατάσχεσης σε τόσα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη όσα απαιτούνται προς ικανοποίηση της απαίτησης και κάλυψη των εξόδων εκτέλεσης, σκοπό δε έχει να αποτρέψει την από τον δανειστή υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη διά της δέσμευσης δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας. Η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 281 ΑΚ, κατά τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και με ευρύτητα, διότι η κατάσχεση κατατείνει στην ικανοποίηση όχι μόνον του επισπεύδοντος, αλλά και άλλων δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν. Η συνέπεια της παράβασης της διάταξης δεν είναι η ακυρότητα της κατάσχεσης συνολικά, αλλά ο περιορισμός σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη της διάταξης του άρθρου 933 παρ.1 ΚΠολΔ. Η αξία των κατασχεθέντων αποτελεί ζήτημα παρεμπιπτόντως ερευνώμενο από το Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη και της εκτίμησης αυτής από την κατασχετήρια έκθεση. Απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο του σχετικού λόγου είναι ο προσδιορισμός: α) Του κατασχεμένου, στο οποίο θα περιοριστεί η κατάσχεση, β) της αξίας αυτού, από την οποία εξαρτάται το πλειστηρίασμα και γ) των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν (ΑΠ 551/2005, ΕφΠειρ 302/2025, ΕφΠειρ 90/2025 ΕφΠειρ 592/2024, ΕφΠειρ 600/2022 σε https://www.efeteio-peir.gr/, ΕφΑθ 333/2025, ΕφΑιγ 16/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εκτός της προβλεπομένης μη αναγκαίας επέκτασης της κατάσχεσης σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, η κατάσχεση δύναται να κριθεί καταχρηστική και υπό άλλες προϋποθέσεις, όπως λ.χ. όταν το κατασχεθέν έχει αξία δυσανάλογα μεγαλύτερη του ύψους της απαίτησης του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι αναμένεται να αναγγελθούν, όταν υπάρχουν άλλα πράγματα δεκτικά κατάσχεσης ελάσσονος αξίας, που υπερκαλύπτουν την απαίτηση αυτή ή όταν υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία και το κατασχεθέν αποτελεί, εν γνώσει του κατασχόντος, ουσιώδες για την επιβίωση του οφειλέτη και της οικογένειας του στοιχείο ή τον μοναδικό χώρο, όπου ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα. Στις περιπτώσεις αυτές (και σε άλλες παρόμοιες) δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού της κατάσχεσης, αλλά ακύρωσης αυτής κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ (ΕφΑνΚρ 19/2024, 182/2024, ΕφΑθ. 1543/2022, ΕφΑθ 2634/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .
O εκκαλών με το δεύτερο λόγο της έφεσής του επαναφέρει το δεύτερο λόγο της ανακοπής του, στον οποίο εκθέτει τα εξής : α) Ότι χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν έχει καταφέρει μέχρι και σήμερα να ρυθμίσει ή και να αποπληρώσει την οφειλή του, καθώς μετά την έκδοση της με αριθμό ………/2013 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσπάθησε επανειλημμένως να έρθει σε επαφή με κάποιον αρμόδιο υπάλληλο, αλλά λόγω των συνεχών και αλλεπάλληλων μεταβιβάσεων της απαίτησής του, δεν κατέστη δυνατό. Ότι στα τέλη του 2019 η τότε διαχειρίστρια της απαίτησης προχώρησε σε επιβολή κατάσχεσης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του, δυνάμει της με αριθμό 148/2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, . ….., με την οποία επισπεύσθηκε ηλεκτρονικός πλειστηριασμός των επίδικων ακινήτων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, που τελικά ανεστάλη. Ότι τον Μάρτιο του 2022 ο ανακόπτων προχώρησε σε αίτηση για υπαγωγή του στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, απευθυνόμενος και προς την καθ’ ης η ανακοπή, και συνήψε τελικώς σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών με τα ασφαλιστικά ταμεία e ΕΦΚΑ/ΚΕΑΟ και την (ΑΑΔΕ) στα πλαίσια της οποίας εξοφλήσει το σύνολο των απαιτήσεων αυτών στα πλαίσια των συμβάσεων. Όμως η καθ’ ής η ανακοπή αδικαιολόγητα ουδέποτε ανταποκρίθηκε στην αίτηση του αυτή και επέλεξε να προχωρήσει σε έναρξη νέας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του, παρόλο που γνώριζε την πρόθεσή του για ρύθμιση της οφειλής του. Ότι : β) η καθ’ ης η ανακοπή για την ικανοποίηση της απαίτησης της που ανέρχεται στο ποσό των 73.063,09 €, προχώρησε στην αναγκαστική κατάσχεση όχι μίας αλλά δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών -διαμερισμάτων, ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος με επιφάνεια 97 τ.μ. και με αξία που ξεπερνά το ποσό των 150.000 € η κάθε μία, ώστε να προσβάλλεται κατάφωρα η αρχή της αναλογικότητας. Τα όσα εκθέτει ο ανακόπτων υπό (α) δεν είναι αρκετά για να καταστήσουν την επισπευδόμενη εκτέλεση από την καθ΄ής καταχρηστική. Η υποβολή της αίτησης του ανακόπτοντος για υπαγωγή του στον εξωδικαστικό μηχανισμό οφειλών του ν. 4738/2020 δεν καθιστά υποχρεωτική τη συμμετοχή στη διαδικασία όλων των πιστωτών/χρηματοδοτικών φορέων και μεταξύ αυτών και της καθ΄ής η ανακοπή, όπως ορίζεται ρητά στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν, 4738/2020, κατά την οποία «Οι χρηματοδοτικοί φορείς διατηρούν διακριτική ευχέρεια ως προς την υποβολή πρότασης ρύθμισης οφειλών και ως προς το περιεχόμενό της και δεν υποχρεούνται να υποβάλουν προτάσεις σε όλες τις περιπτώσεις που τους απευθύνεται αίτηση…». Όπως επίσης αναφέρει ο ανακόπτων και εξάγεται από το δικόγραφο της ανακοπής, η σχετική διαδικασία περατώθηκε με κατάρτιση διμερών συμφωνιών με το Δημόσιο και το ΚΕΑΟ, δηλαδή δεν καταρτίσθηκε πολυμερής συμφωνία αναδιάρθρωσης οφειλών, που θα ήταν ενδεχομένως δεσμευτική και για την μειοψηφία των πιστωτών, που δεν συμμετείχαν (βλ. Ψυχομάνης Πτωχευτικό Δίκαιο 2022 σ.100), ώστε οι συμφωνίες αυτές έχουν ισχύ μόνο έναντι των μερών που κατάρτισαν τις σχετικές συμφωνίες. To γεγονός ότι η καθ΄ής η ανακοπή, δεν συμμετείχε στην σχετική διαδικασία και επισπεύδει την επίδικη αναγκαστική εκτέλεση, παρά το ότι, όπως ισχυρίζεται ο ανακόπτων, γνώριζε την πρόθεσή του για ρύθμιση της οφειλής του, δεν άγει χωρίς άλλο στην παραδοχή ότι το δικαίωμά της ασκείται καταχρηστικά, αν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι η παρούσα αναγκαστική εκτέλεση (με τις προσβαλλόμενες από 16-5-20824 επιταγή προς πληρωμή και με αρ. αρ. ………/5-06-2024 κατασχετήρια έκθεση) επισπεύδεται 11 χρόνια μετά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου κι ενώ είχε προηγηθεί έναρξη εκτέλεσης και το 2019 που απέβη άκαρπη. ¨Όλο το άνω διάστημα ο ανακόπτων δεν προσπάθησε να μειώσει ή να ρυθμίσει την οφειλή του προς την καθ΄ής, εκτός από την τελευταία προσπάθειά του υπαγωγής στον ν. 4738/2020 για το σύνολο των οφειλών του, χωρίς όμως πρόταση συγκεκριμένη προς την καθ΄ής. Συνεπώς η αναγκαστική είσπραξη της απαίτησης της καθ΄ής, που αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, δεν έρχεται στην προκείμενη περίπτωση σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματός της. Ο ανακόπτων επικαλείται στον λόγο της έφεσής του ότι μετά την άσκηση της ανακοπής αναζήτησε την καθ΄ής και επέδωσε σ΄αυτή την από 24.10.2024 εξώδικη δήλωση και παρόλο που απέστειλε σ΄αηυτή το σύνολο των εγγράφων που ζήτησε η καθ’ ής δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημά του. Τα ανωτέρω όμως δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη, αφού πρόκειται για συμπλήρωση του λόγου ανακοπής με το δικόγραφο της έφεσης, το οποίο δεν επιτρέπεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 585 ΚΠολΔ (ΑΠ 978/2025 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 611/2022, ΑΠ 2067/2022, ΑΠ 99/2020, ΑΠ 925/2020 www.areiopagos.gr), αλλά σε κάθε περίπτωση και αν λαμβάνονταν υπόψη δεν θα υπήρχε διαφοροποίηση ως προς την ανωτέρω κρίση. Κατά συνέπεια ο άνω λόγος ανακοπής κατά πρώτο σκέλος του έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος, όπως ορθά απέρριψε αυτόν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα κατά άρθρο 534 ΚΠολΔ. Εξάλλου αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του άνω λόγου ανακοπής, ο ανακόπτων αρκείται μόνο στη διαφορά αξίας μεταξύ της απαίτησης της καθ΄ής με την οποία επισπεύδεται πλειστηριασμός και των οριζοντίων ιδιοκτησιών του που κατασχέθηκαν (πραγματικής αξίας εκάστης 150.000 €, όπως αναφέρει) χωρίς όμως να προσδιορίσει αν τα ακίνητα τα οποία κατασχέθηκαν είναι βεβαρημένα με υποθήκες ή προσημειώσεις υποθηκών, αν αναγγέλθηκαν άλλοι δανειστές και το ύψος των απαιτήσεών τους, είτε αν υπάρχει άλλη περιουσία από την οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η καθ’ ής. Μόνη η λογιστική σύγκριση του ύψους της απαίτησης και της αξίας του κατασχεθέντος δεν αρκεί, αλλά θα πρέπει επιπροσθέτως θα πρέπει να επικαλείται ότι υφίσταται άλλος τρόπος ικανοποίησης του δανειστή, βλ ΕφΑθ 333/2025, ΕφΑιγ 16/2022 ο.π ). Η μη αναφορά των άνω στοιχείων και ιδίως των αναγγελθέντων δανειστών δεν μπορεί να οδηγήσει στον περιορισμό της κατάσχεσης ενδεχομένως στην μία από τις δύο κατασχεθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες, με δεδομένο ότι η κατάσχεση έχει ως αποστολή την ικανοποίηση και των αναγγελθέντων δανειστών και όχι μόνο του κατασχόντος, όπως προεκτέθηκε. Κατόπιν αυτών, ο ως άνω λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως αόριστος. Και αν όμως θεωρείτο ορισμένος ο λόγος της ανακοπής και ερευνάτο ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα θα διαπιστωνόταν ότι η καθ΄ής η ανακοπή αναγγέλθηκε στον επίδικο πλειστηριασμό για απαίτησή της σε βάρος του ανακόπτοντος συνολικού ποσού 558.817,15 €, από την οποία 93.251,50 € ενυπόθηκη, που σημαίνει ότι και οι δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες του ανακόπτοντος δεν θα επαρκούσαν για την ικανοποίησή της. Συνεπώς ο άνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστος και σε κάθε περίπτωση ως ουσιαστικά αβάσιμος, ώστε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε αυτόν ως αόριστο, ορθά εφάρμοσε το νόμο. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών κατ’ άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 25.9.2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ