ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
4ο τμήμα
Αριθμός απόφασης : 598/ 2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του την …………….., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :
TΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) …………., 2) ……… 3) ……….., κατοίκων Νίκαιας Αττικής (………..), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Φιλιώ Σταματίου.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της της εταιρείας με την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής επί της οδού ……….., με Α.Φ.Μ. …… και ΓΕΜΗ ……, νομίμως αδειοδοτηθείσης από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 207/1/29.11.2Ο16 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Εταιρεία Διαχείρισης Πιστώσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19.05.2Ο17 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμόν 153/08.Ο1.2Ο19 Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………“ (………….), με έδρα το ….. Ιρλανδίας (………..) και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ……….., όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 18.06.2021 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 22.06.2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …../22.06.2Ο21 στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003, και του υπ’ αρ. ……./15.06.2Ο21 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………. σε συνδυασμό με το από 18.06.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού και της διαχειρίστριας πλέον εταιρείας στην αγγλική γλώσσα με την επίσημη μετάφραση αυτού στην ελληνική γλώσσα ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….» και τον διακριτικό τίτλο «…….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………., και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ……….., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, δυνάμει της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.04.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου …../30.04.2Ο2Ο στον τόμο …. και αύξοντα αριθμό ……., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000. σ η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Ιωάννα Πατριαρχέα (ΧΑΡΑΚΤΙΝΙΩΤΗΣ και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία).
Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 2.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2024 ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 597/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της τελευταίας απόφασης η εκκαλούντες άσκησε την από 26/2/2025 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2025 έφεσή τους, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 26/2/2025 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………/2025 έφεση των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της υπ` αριθ. 597/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της η εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. . …….. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 2.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2024 ανακοπή τους ζήτησαν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. …………/30.7.2Ο24 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………., με βάση την οποία επισπεύδεται πλειστηριασμός των αναφερόμενων στην παραπάνω έκθεση οριζοντίων ιδιοκτησιών ιδιοκτησίας των ανακοπτόντων. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται οι ανακόπτοντες – ήδη εκκαλούντες και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η από 2.12.2022 και με αριθ.καταθ. …………/2024 ανακοπή τους, όπως επαναφέρoυν στην έφεσή τους. Εξάλλου με την έφεσή τους έχουν ενώσει και αίτημα αναστολής εκτέλεσης, το οποίο έχει ικανοποιηθεί με την προσωρινή διαταγή της Προέδρου Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιά, ώστε στερείται πλέον αντικειμένου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 § 1 και 25 § 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή, ώστε λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη. Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003 ΤΝΠ Νόμος). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρου 281ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ,χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 5/2011, ΑΠ 586/2024, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 724/2017, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010 www.areiospagos.gr). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 951 ΚΠολΔ, η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Με την τελευταία αυτή διάταξη, η ρύθμιση της οποίας αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής του ΚΠολΔ για την απαγόρευση καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς, επιβάλλεται ο περιορισμός της κατάσχεσης σε τόσα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη όσα απαιτούνται προς ικανοποίηση της απαίτησης και κάλυψη των εξόδων εκτέλεσης, σκοπό δε έχει να αποτρέψει την από τον δανειστή υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη διά της δέσμευσης δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας. Η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 281 ΑΚ, κατά τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και με ευρύτητα, διότι η κατάσχεση κατατείνει στην ικανοποίηση όχι μόνον του επισπεύδοντος, αλλά και άλλων δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν. Η συνέπεια της παράβασης της διάταξης δεν είναι η ακυρότητα της κατάσχεσης συνολικά, αλλά ο περιορισμός σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη της διάταξης του άρθρου 933 παρ.1 ΚΠολΔ. Η αξία των κατασχεθέντων αποτελεί ζήτημα παρεμπιπτόντως ερευνώμενο από το Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη και της εκτίμησης αυτής από την κατασχετήρια έκθεση. Απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο του σχετικού λόγου είναι ο προσδιορισμός: α) Του κατασχεμένου, στο οποίο θα περιοριστεί η κατάσχεση, β) της αξίας αυτού, από την οποία εξαρτάται το πλειστηρίασμα και γ) των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν (ΑΠ 551/2005, ΕφΠειρ 302/2025, ΕφΠειρ 90/2025, ΕφΠειρ 592/2024, ΕφΠειρ 600/2022 σε https://www.efeteio-peir.gr/, ΕφΑθ 333/2025, ΕφΑιγ 16/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εκτός της προβλεπομένης μη αναγκαίας επέκτασης της κατάσχεσης σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, η κατάσχεση δύναται να κριθεί καταχρηστική και υπό άλλες προϋποθέσεις, όπως λ.χ. όταν το κατασχεθέν έχει αξία δυσανάλογα μεγαλύτερη του ύψους της απαίτησης του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι αναμένεται να αναγγελθούν, όταν υπάρχουν άλλα πράγματα δεκτικά κατάσχεσης ελάσσονος αξίας, που υπερκαλύπτουν την απαίτηση αυτή ή όταν υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία και το κατασχεθέν αποτελεί, εν γνώσει του κατασχόντος, ουσιώδες για την επιβίωση του οφειλέτη και της οικογένειας του στοιχείο ή τον μοναδικό χώρο, όπου ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα. Στις περιπτώσεις αυτές (και σε άλλες παρόμοιες) δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού της κατάσχεσης, αλλά ακύρωσης αυτής κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ (ΕφΑνΚρ 182/2024, 19/2024, ΕφΑθ. 1543/2022, ΕφΑθ 2634/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής : Με επίσπευση της καθ’ ης, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……./30.7.2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……………, η οποία επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 31.7.2024 (βλ. τη σχετική επισημείωση επί της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας), και με εκτελεστό τίτλο το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. ……../2024 διαταγής πληρωμής κάτω από την από 31.5.2024 επιταγή προς πληρωμή επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση, για ποσό 25.738,90 €, στο κάτωθι ακίνητο ιδιοκτησίας των ανακοπτόντων, ήτοι στο δικαίωμα της πλήρους κυριότητας σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου εκάστου των ανακοπτόντων (σύνολο 75 %) μιας αυτοτελούς, ανεξάρτητης, διηρημένης, οριζόντιας (κάθετης) ιδιοκτησίας — οικίας και ήδη ανεγερθείσας πενταόροφης οικοδομής, με πυλωτή και υπόγιο επί διακεκριμένου μέρους του οικοπέδου εκτάσεως 91,50 τ.μ., που έχει συσταθεί επί οικοπέδου 168,75 τμ. που βρίσκεται στο Δήμο Νίκαιας — Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Πειραιά, στη θέση «Νίκαια», επί της οδού ……….., το οποίο φέρει ΚΑΕΚ ………………… Ο πλειστηριασμός ορίστηκε ότι θα είναι ανοικτός πλειοδοτικός και ότι θα διεξαγόταν με ηλεκτρονικά μέσα, από τη συμβολαιογράφο Αθηνών ………, στις 12 Μαρτίου 2025 με τιμή πρώτης προσφοράς για το δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου ορίσθηκε το ποσό των 332.137,50 €. Οι ανακόπτοντες με την έφεσή τους επαναφέρουν το μοναδικό λόγο της ανακοπής τους, σύμφωνα με τον οποίο η καθ΄΄ης η ανακοπή για απαίτησή της ύψους μόλις 25.738,90 €, επισπεύδει πλειστηριασμό, με την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση ακινήτου αξίας 332.137,50 €, όπως αναγράφηκε στην ως άνω κατασχετήρια Έκθεση (του 75 % εξ αδιαιρέτου κάθετης ιδιοκτησίας ήτοι 332.201,25 €) του οποίου η πραγματική αξία είναι πολλαπλάσια, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας κι ενώ στο ακίνητο αυτό (χωριστά διαμέρισματα τρίτου και δευτέρου ορόφου) έχουν την κύρια κατοικία τους η πρώτη και τρίτων των ανακοπόντων και στο γραφείο του ισογείου την επαγγελματική του έδρα ο δεύτερος των ανακοπτόντων. Ότι η καθ΄ής η ανακοπή με συνεχόμενες δικαστικές ενέργειες (έκδοση διαταγής προς πληρωμή, επιταγή προς πληρωμή αναγκαστική κατάσχεση) αιφνιδίασε τους ανακόπτοντες – εγγυητές, οι οποίοι ανέμεναν ότι θα διευθετηθεί η οφειλή του πρωτοφειλέτη ……………, ο οποίος είχε ζητήσει την υπαγωγή του στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Οι ανακόπτοντες επικαλούνται τη διαφορά αξίας της κατασχεθείσας κάθετης ιδιοκτησίας (ουσιαστικά πενταόροφης οικοδομής, στην οποία δεν έχει γίνει σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών) με την απαίτηση της καθ΄ής και η αξία του ιδανικού μεριδίου εκάστου από αυτούς φαίνεται καταρχήν ότι καλύπτει την αξία της απαίτησης της καθ’ ής (110.733,75 €, σχέση 1 : 4,5). Δεν είναι όμως συμφέρουσα η εκπλειστηρίαση μόνο ιδανικού μεριδίου ακινήτου, αν αυτό δεν έχει την πλειοψηφία, αφού δεν είναι θα δυνατή η εκμετάλλευση του ακινήτου και για το λόγο αυτό η καθ’ ής η ανακοπή επισπεύδει πλειστηριασμό στο 75 % εξ αδιαιρέτου αυτού. Η σημαντική αυτή όμως διαφορά αξίας (είτε κριθεί αυτή με την αξία του ποσοστού όλων των ανακοπτόντων, είτε μόνο με την αξία του ιδανικού μεριδίου καθενός) δεν είναι αρκετή προκειμένου να καταστήσει καταχρηστική την αναγκαστική εκτέλεση της καθ’ ής. Οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν αν στον επίδικο πλειστηριασμό έχουν αναγγελθεί και άλλοι δανειστές (για απαιτήσεις σε βάρος εκάστου ή του συνόλου των ανακοπτόντων ) και ακόμα τα έξοδα εκτέλεσης προκειμένου να κριθεί αν από την κατασχεθείσα ιδιοκτησία είναι δυνατή η ικανοποίηση του συνόλου των δανειστών. Δεν προσδιορίζουν επίσης αν υφίσταται άλλος τρόπος ικανοποίησης της καθ΄ής η ανακοπή, από άλλο συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο που θα ανήκει στους ίδιους, ώστε να κριθεί αν είναι εφικτή η ικανοποίηση της καθ΄ής με ηπιότερο μέσο. Αναφέρουν μόνο ότι ο πρωτοφειλέτης …………. έχει και άλλη περιουσία, από την οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η καθ’ ής χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, αλλά ο ισχυρισμός αυτός εκτός από την αοριστία του, δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού οι ανακόπτοντες είναι οι οφειλέτες σε βάρος των οποίων στρέφεται η εκτέλεση, με την ιδιότητα των εγγυητών – συνοφειλετών εις ολόκληρον, ευθυνόμενοι ο καθένας για ολόκληρο το ποσό της απαίτησης, ώστε ο εναλλακτικός τρόπος ικανοποίησής της καθ΄ης θα πρέπει να προέρχεται από την περιουσία των ιδίων. Άλλωστε αποτελεί ευχέρεια του δανειστή, συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, να αποφασίσει κατά ποιού οφειλέτη (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή) θα στραφεί για να ικανοποιήσει την απαίτησή του, ανάλογα και με την αξία και τη δυνατότητα ρευστοποίησης της περιουσίας του κάθε οφειλέτη, επιδιώκοντας την ικανοποίηση της απαίτησής του από την περιουσία εκείνου που μπορεί να εκποιηθεί ευκολότερα (ΕφΑθ 1409/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τους λόγους αυτούς η επιβολή της ένδικης αναγκαστικής κατάσχεσης από πλευράς της καθ` ης στο ακίνητο, στο οποίο οι ανακόπτοντες έχουν ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου δεν εμφανίζεται ως μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας προς αυτούς, ούτε συνιστά δυσανάλογο μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, που είναι η είσπραξη της απαίτησης εκ μέρους της καθ` ής. Κατόπιν αυτών ο λόγος αυτός της ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστος. Και αν ήθελε κριθεί όμως ο λόγος ο συγκεκριμένος της ανακοπής ορισμένος και ερευνάτο στην ουσία του θα διαπιστωνόταν ότι στο συγκεκριμένο ακίνητο, όπως προκύπτει από την ιστοσελίδα δημοσίευσης πλειστηριασμών έχουν εγγραφεί προσημειώσεις υποθήκης ύψους 192.000 €, και 48.000 € υπέρ της «…………..» για άλλες όμως συμβάσεις δανείων που προηγούντο της επίδικης, ώστε είναι αμφίβολο αν θα καλυπτόνταν από τυχόν το επιτευχθέν πλειστηρίασμα και η επίδικη. Εξάλλου τα όσα επικαλούνται επιπλέον οι ανακόπτοντες ότι η καθ΄ής η ανακοπή τους αιφνιδίασε με έκδοση διαταγής πληρωμής και την από 31.5.2024 επιταγή προς πληρωμή, ως αφετηρία της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης έχουν κριθεί στα πλαίσια της από 27.6.2024 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024 ανακοπής, όπως οι ίδιοι οι ανακόπτοντες επικαλούνται, ώστε δεν είναι δυνατή η εκ νέου εξέταση αυτών αφού προσκρούoυν στην διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, ως ήδη γεγεννημένοι λόγοι ανακοπής. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμής (οι ανακόπτοντες επικαλούνται στην έφεσή τους ότι έχει γίνει δεκτή η ανακοπή τους με την με αρ. 835/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) δεν θίγει την επίδικη αναγκαστική κατάσχεση, λόγω της αυτοτέλειας των πράξεων της εκτέλεσης, οι οποίες αναδίδουν της συνέπειές τους μέχρι την απαγγελία της ακυρότητά τους με δικαστική απόφαση, κατά το σύστημα της σταδιακής προσβολής αυτών στις προθεσμίες της διάταξης του άρθρου 934 ΚΠολΔ (Μάζης σε Κονδύλη/Κεραμέα/Νίκα ΚΠολΔ2 (2021) άρθρο 933 αρ.2). Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε τον λόγο ανακοπής ως αόριστο, ορθά εφάρμοσε το νόμο, ώστε πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος ουσίαν. Κατά συνέπεια, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ.ε΄ Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, μειωμένα όμως ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠοΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την σωρευόμενη στο δικόγραφο αίτηση αναστολής.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης σε βάρος των εκκαλούντων τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) €.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 2.10.2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ