Αριθμός 571 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα KΣ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Φοίβο Βουδούρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου όπως αυτό εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ …………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Ελένη-Μαρία Παπαπετροπούλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1265/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 5.9.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………./2023- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 6η.6.2024, κατά την οποία η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, συνιστάμενης στη διενέργεια των εκλογών, την 9η.6.2024, για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εν συνεχεία η συζήτηση της υπόθεσης επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως βάσει της με αρ. 50/2024 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Δικαστηρίου αυτού, κατ΄εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 260 παρ.4 ΚΠολΔ, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος και η δικαστική πληρεξούσιου ΝΣΚ του εφεσιβλήτου, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την με αριθμό 50/18.6.2024 πράξη του Προέδρου Εφετών Πειραιώς, η από 05.09.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………/2023 και αρ. εκ . κατ. Εφ. ……../12.09.2023) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 1265/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 6.6.2024, λόγω της αναστολής της λειτουργίας των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς για το χρονικό διάστημα από την 5.6.2024 έως την 12.6.2024, λόγω της διενέργειας των εκλογών, την 9.6.2024 για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου .
Η από 05.09.2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………../12.09.2023 του εκκαλούντος …………….. κατά του εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 1265/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία απέρριψε την από 11.01.2022 και με αριθμό κατάθεσης …………./2022 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β, 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή πριν παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24.04.2023, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 12.09.2023. Πρέπει, λοιπόν, η έφεση που αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ εισάγεται για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ………………. e-Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- Παράβολου).
Με την από 11.01.2022 και με αριθμό κατάθεσης …………/2022 αγωγή ο ενάγων εκθέτει ισχυρίζεται ότι είναι κύριος του αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της πρώην Κοινότητας …………… του Δήμου Σαλαμίνας, το οποίο είχε αποκτήσει το έτος 2001 με αγορά από την τότε κυρία του ακινήτου, ………………, δυνάμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου, και αδιάκοπης σειράς τίτλων, με ρητή αναφορά των οικείων συμβολαιογραφικών πράξεων και της μεταγραφής καθενός τους, μέχρι την κτήση της κυριότητας από τον απώτατο δικαιοπάροχό του με πρωτότυπο τρόπο το έτος 1914 (έκδοση παραχωρητηρίου του Ελληνικού Δημοσίου), επικουρικά δε με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία και με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του (άμεσου και απώτερων), τους οποίους αυτός διαδέχτηκε στη νομή, και οι οποίοι νέμονταν το επίδικο ακίνητο (και πριν από το έτος 1967, την ευρύτερη έκταση στην οποία αυτό ανήκε) ήδη από το έτος 1850, συνεχώς και αδιαλείπτως, με καλή πίστη, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ενεργώντας επί αυτού, διαδοχικά ο καθένας, τις αναφερόμενες στην αγωγή εμφανείς υλικές πράξεις νομής. Ότι κατά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή της Σαλαμίνας, το ανωτέρω αγροτεμάχιο του έλαβε ΚΑΕΚ ………………, πλην όμως καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως ιδιοκτησία του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριος, νομέας και κάτοχος του επιδίκου και να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να καταχωριστεί ο ίδιος στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου ως αποκλειστικός κύριος, με αιτία κτήσης την αγορά και τίτλο κτήσης το οικείο συμβόλαιο, άλλως την τακτική και επικουρικότερα, την έκτακτη χρησικτησία και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση του, απέρριψε την ως άνω αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ ουσιάν. Ήδη ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και ακολούθως να γίνει καθ΄ ολοκληρία δεκτή η ως άνω αγωγή για τους λόγους που αναφέρει και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της υπό κρίση έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου δεν έλαβε υπόψη τα προσκομισθέντα από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα τα οποία όμως αυτός δεν είχε επικαλεστεί με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πλην όμως περιλαμβάνονταν στο φάκελο που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Η ανωτέρω επικαλούμενη νομική πλημμέλεια Δικαστηρίου δεν καθιστά καταρχήν εξαφανιστέα την εκκαλουμένη απόφαση εκ των λόγου αυτού, διότι το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της κρινόμενης έφεσης (άρθρο 522 KΠολΔ), κατά τον έλεγχο των λόγων για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (άρθρο 534 KΠολΔ), δυνάμενο και να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των παραδεκτά προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων. Η εξαφάνιση, δε, της εκκαλουμένης απόφασης θα επέλθει μόνο εάν το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των λοιπών λόγων της κρινόμενης έφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των παραδεκτά προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αχθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της ένδικης υπόθεσης (ΕφΑιγ 37/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, δοθέντως ότι οι ως άνω λόγοι της κρίση έφεσης δεν άγουν σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αλυσιτελώς προβάλλονται και είναι για το λόγο αυτό απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και δη της με αριθμό πρωτ. ΔΣΠ ΕΒ …………… από 05.02.2024 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα …………… ενώπιον της Δικηγόρου Πειραιά …………… η οποία ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου, όπως αποδεικνύεται από την με αριθμό ………..΄ /30.01.2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά …………… και η οποία παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, υπό του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, διότι δεν κρίνεται ότι προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από πρόθεση στρεψοδικίας του ενάγοντος ή από βαριά του αμέλεια, της με αριθμό ……../08.04.2022 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα …………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά η οποία συντάχθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήσης προς το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο, σύμφωνα με το άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό …../31.01.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά ……………… ) και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα εξ αυτών θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι ένα αγροτεμάχιο, μετά της επ΄ αυτού υφιστάμενης ισόγειας οικίας εμβαδού 74,22 τ.μ που βρίσκεται στη θέση «……………» της περιοχής ……….., της κοινότητας …… Σαλαμίνας και ήδη Δήμου Σαλαμίνας, επί των οδών …………….. Το αγροτεμάχιο αυτό έχει έκταση 192 τ.μ., κατά τους αναφερόμενους κατωτέρω τίτλους κτήσης, όσο και σύμφωνα με νεότερη καταμέτρηση του Κτηματολογίου, στα βιβλία του οποίου φέρει Κ.Α.Ε.Κ. ………….. Αποδείχθηκε ότι με την από Μαΐου 1912 δήλωση του τότε Υπουργού των Οικονομικών της Ελλάδος, βάσει της οποίας εκδόθηκε το με αρ. 244355/1914 παραχωρητήριο εθνικών γαιών, που μεταγράφηκε νόμιμα, παραχωρήθηκε κατά κυριότητα στον …………….. εδαφική έκταση 80 στρεμμάτων, αποτελούμενη από 40 στρέμματα στη θέση «………..» και 40 στρέμματα στην θέση «………..», της περιοχής …………. της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας ………. Σαλαμίνας. Με το υπ’ αρ. …………../2.2.1914 συμβόλαιο του συμβ/φου Σαλαμίνας ………… που μεταγράφηκε νόμιμα (τ. … αρ. …. του Υποθ. Σαλαμίνας), ο ……….. μεταβίβασε λόγω πώλησης την κυριότητα της ως άνω έκτασης στον …………… Ο τελευταίος με το υπ’ αρ. …./11.7.1019 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβ/φου, που μεταγράφηκε νόμιμα (τ…. α. ….. Υποθ. Σαλαμίνας), μεταβίβασε λόγω πώλησης στον ………….. την κυριότητα μεταξύ άλλων εκτάσεων και της ως άνω έκτασης των 40 στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση «….» …. Σαλαμίνας. Την 29 Αυγούστου 1963 ο ………. απεβίωσε αφήνοντας την με αρ. ……/ 22.1.1963 δημόσια διαθήκη του, που συνέταξε ενώπιον του συμβ/φου Σαλαμίνας . ….. και η οποία δημοσιεύθηκε με το με αρ. 294/1963 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας. Με αυτήν άφηνε μοναδικούς κληρονόμους της ακίνητης περιουσίας του τη σύζυγό του, ……………..και τα τέκνα του, ………. και …………….., σύμφωνα με τους όρους της διαθήκης του. Συγκεκριμένα στη σύζυγό του κατέλειπε την επικαρπία επί του ½ εξ αδιαιρέτου και στα τέκνα του ……….. και ………, στον πρώτο την πλήρη κυριότητα κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και στον δεύτερο την ψιλή κυριότητα κατά το ½ εξ αδιαιρέτου όλης της ευρύτερης εδαφικής έκτασης που είχε αποκτήσει, συμπεριλαμβανομένης εντός αυτής και των 40 στρέμματων στη θέση «Λυκόπουλο» που είχε αγοράσει με το ως άνω (……/1919) συμβόλαιο. Την κληρονομιά αυτή αποδέχθηκαν με τη νόμιμα μεταγραμμένη (τ. … α……. Υποθ. Σαλαμίνας) με αρ. …../1964 δήλωσή τους ενώπιον του συμβ/φου Σαλαμίνας, ……….. , ενώ στη συνέχεια το έτος 1967 ίδιοι με το νόμιμα μεταγραμμένο (τ… α. …. Υποθ. Σαλαμίνας) με αρ. ……./07.10.1967 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβ/φου μεταβίβασαν λόγω πώλησης στην άμεση δικαιοπάροχο του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ………….., την κυριότητα επί τμήματος εδαφικής έκτασης εκ των ως άνω 40 στρεμμάτων στη θέση «………», επιφάνειας τούτου, κατά τον τίτλο κτήσης 192,00 τ.μ., κείμενο στον αριθμό … του …… Ο.Τ., όπως φαίνεται στο από Ιουλίου 1966 ρυμοτομικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………… το οποίο συνορεύει ανατολικά με ιδιωτική οδό πλάτους πέντε μέτρων (5) μέτρων επί προσώπου 16,30 μέτρων, δυτικά με το με αριθμό έξι (6) αγροτεμάχιο επί πλευράς 16,90 μέτρων, βόρεια με το με αριθμό ένα (1) αγροτεμάχιο επί πλευράς 12,20 μέτρων και νότια με ιδιωτική οδό πλάτους τεσσάρων (4) μέτρων και προσώπου 12,60 μέτρων. Η ……………… μεταβίβασε λόγω πώλησης στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα την κυριότητα του ως άνω επίδικου ακινήτου του οποίου είχε κατέστη κυρία με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του με αριθμό ……../13.10.2001 συμβολαίου της συμβ/φου Σαλαμίνας, …………, που είναι νόμιμα μεταγραμμένο (τ. … α. …… Υποθ. Σαλαμίνας) σε συνδυασμό με την με αριθμό …/18.12.2002 πράξη εξόφλησης υπολοίπου τιμήματος της ως άνω συμβολαιογράφου. Το επίδικο ακίνητο εμφαίνεται με την ίδια έκταση με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Ιανουαρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ………. το οποίο προσαρτάται στο με αριθμό ……………/31.10.2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. και συνορεύει σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα αυτό βόρεια σε πλευρά Γ-Δ μήκους 12,20 τ.μ με ιδιοκτησία αγνώστου, ανατολικά με την οδό Πολυκάρπου, πλάτους πέντε μέτρων επί προσώπου 16,30 μέτρων -πλευρά Γ-Β του διαγράμματος, νότια με τη οδό …… πλάτους τεσσάρων (4) μέτρων επί προσώπου 12,60 μέτρων -πλευρά Α-Β του διαγράμματος και δυτικά επί πλευράς Α-Δ μήκους 16,90 μέτρων με ιδιοκτησία ………… . Σύμφωνα με το απόσπασμα του κτηματολογικού του διαγράμματος όπου φέρει Κ.Α.Ε.Κ. ……………, συνορεύει βόρεια με ακίνητο που φέρει ΚΑΕΚ …………, νότια με ιδιωτική οδό ήδη ονομαζόμενη …….., ανατολικά με ιδιωτική οδό ήδη ονομαζόμενη ……….. και δυτικά με το ακίνητο που φέρει ΚΑΕΚ ……….. Τόσο η άμεση δικαιοπάροχος του εκκαλούντος, όσο και οι απώτεροι του, από το χρόνο που έκαστος απέκτησε την κυριότητα του ως άνω ακινήτου, ασκούσαν πράξεις νομής σ’ αυτό και, συγκεκριμένα, επιτήρηση, καλλιέργεια σιτηρών, λαχανικών, αμπελιών, δημιουργία και συντήρηση καλλιεργητικών πεζουλιών, ο δε ………. μέχρι το θάνατό του, με καλή πίστη, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών, προσμετρουμένης της νομής των δικαιοπαρόχων του, που μεταβιβάστηκε διαδοχικά για νόμιμη αιτία με τα ως άνω συμβόλαια, η δε ………… για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών, καθισταμένων τούτων κυρίων και με έκτακτη χρησικτησία. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ποτέ πράξεις νομής επί του ως άνω ακινήτου από τότε που το παραχώρησε (1914) και μετέπειτα. Έτσι ο ενάγων και ήδη εκκαλών απέκτησε κυριότητα με παράγωγο τρόπο συνεπεία όλων των ανωτέρω διαδοχικών μεταβιβάσεων από αληθινούς κυρίους για νόμιμες αιτίες που έγιναν με νόμιμα μεταγραμμένα συμβόλαια με απώτατο δικαιοπάροχο το εκκαλούν εναγόμενο (παραχωρητήριο ………/1914), απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της ένστασής του περί ιδίας κυριότητας βάσει τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε ότι το επίδικο γεωτεμάχιο περιλαμβανόμενο στους τίτλους κτήσης κυριότητας του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος των δικαιοπαρόχων του από το έτος 1914 μέχρι και σήμερα τυγχάνει ένα ιδιωτικό ακίνητο που ο ενάγων και ήδη εκκαλών απέκτησε κατά κυριότητα αγοράζοντας το με νομίμως μεταγεγραμμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο από την αληθή κύρια αυτού και ότι ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα. Ειδικότερα το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο προβάλει τον ισχυρισμό του περί του ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα, το οποίο περιήλθε στην κυριότητά του: α) δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου (i) καθώς ήταν δημόσια γαία κατά το οθωμανικό δίκαιο, άλλως (ii) διότι το κατέλαβε κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας και στη συνέχεια το δήμευσε, άλλως (iii) διότι κατά το χρόνο υπογραφής των προαναφερθέντων πρωτοκόλλων του Λονδίνου είχε εγκαταλειφθεί από τους έως τότε κυρίους του Οθωμανούς και δεν είχε καταληφθεί από άλλους, άλλως β) άλλως δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κάποιος κύριος αυτού κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως γ) με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, δ) άλλως, ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του εναγόμενου και ήδη εφεσιβλήτου, ως προτεινόμενα γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος αποτελούν ενστάσεις (ΑΠ 148/2016). Όμως εξ αυτών των ενστάσεων, η υπό στοιχεία α) ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθώς το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο δεν επικαλείται τα αναγκαία για τη θεμελίωσή τους πραγματικά περιστατικά, ήτοι δεν εξειδικεύει πώς το επίδικο ακίνητο συνιστούσε δημόσια γαία κατά το οθωμανικό δίκαιο, ούτε προσδιορίζει τον Οθωμανό κύριο αυτού που το εγκατέλειψε, ούτε περαιτέρω αναφέρει πότε έλαβε χώρα η εγκατάλειψη της νομής του με πρόθεση παραιτήσεως από την κυριότητά του ώστε αυτό να καταστεί αδέσποτο (βλ. ΕφΠειρ 121/2021). Εξάλλου, ο υπό στοιχείο α(ii) ισχυρισμός είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος και ως μη νόμιμος, διότι για τα ακίνητα της Αττικής δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευση τους στην κυριότητα του εναγόμενου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31-3-1833 δυνάμει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών (ΑΠ 638/2016, ΕφΠειρ 26/2020). Επιπλέον, και οι υπό στοιχείο β και δ ισχυρισμοί του εναγόμενου και ήδη εφεσιβλητου τυγχάνουν απορριπτέοι ως αόριστοι, καθώς το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο επαναλαμβάνει το πραγματικό των ως άνω διατάξεων. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω, ισχυρισμών του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητο, αφού από το προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστεί αδέσποτο και να δημευθεί, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού το Ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019). Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγόμενου και ήδη εφεσιβλήτου περί του ότι το επίδικο αποτελεί δασική έκταση εμπίπτουσα ολόκληρη στο με ΑΒΚ …… δημόσιο τμήμα, καθόσον σύμφωνα με την από 15.12.2011 περίληψη της απόφασης της 2ης β/μιας επιτροπής επιλύσεως δασικών αμφισβητήσεων Εφετείου Πειραιά που επικύρωσε την με αριθμό 19/2004 απόφαση της Α/θμιας Ε.Ε.Δ.Α Πειραιά με την οποία έγινε δεκτό ότι η επίδικη έκταση χαρακτηρίζευαι ως μη δασική, ανήκουσα στην παρ. 6β του αρθρου 3 του Ν. 998/79, όπως ισχύει. Ειδικότερα με την με αριθμό ……/16.7.2002 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιά που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 998/1079 χαρακτηρίστηκε η επίδικη έκταση, εμβαδού 0,192 χιλιοστά του στρέμματος που βρίσκεται στη θέση <<…………….>>, περιφέρειάς Δήμου Σαλαμίνας νομού Αττικής, η οποία απεικονίζεται στο από Νοεμβρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού …….. με στοιχεία Α.Β.Γ,Δ, ως δασική του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 998/1979. Επί των αντιρρήσεων που ασκήθηκαν κατά της ανωτέρω πράξης από το νυν ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα ο οποίος υποστήριξε ότι η εν λόγω έκταση ανέκαθεν αποτελούσε καλλιεργούμενη έκταση, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το με αριθμό …./1972 έγγραφο του Δασαρχείου Πειραιά, σύμφωνα με το οποίο εγκρίθηκε η εγκατάσταση λυόμενης οικίας και με βάση το οποίο εκδόθηκε η ……./1973 άδεια εγκατάστασης λουόμενου. Η πρωτοβάθμια επιτροπή έκανε δεκτές τις ως άνω αντιρρήσεις και εξέδωσε την με αριθμό 19/2004 απόφαση σύμφωνα με την οποία η επίδικη έκταση χαρακτηρίζεται ως μη δασική έκταση της παρ. 6β΄του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει. Επί της ασκηθείσας προσφυγής του γενικού γραμματέα της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά με αίτημα την ακύρωση ή την τροποποίηση της προσβαλλομένης απόφασης εκδόθηκε η με αριθμό 15/2010 απόφαση της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. ……/2.5.2011 έγγραφο της ως άνω Επιτροπής. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, από τα στοιχεία του φακέλου και την επιτόπια θεώρηση της επίδικης έκτασης από τα μέλη της επιτροπής διαπιστώθηκε ότι η ευρύτερη περιοχή είναι οικιστική για την οποία από το τμήμα Δασών της Νομαρχία Πειραιά εκδόθηκε το με αριθμό ……./3.11.1972 πληροφοριακό έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η επίδικη έκταση ως μη δασική σύμφωνα με το οποίο εγκρίθηκε η εγκατάσταση λυόμενης οικίας και με βάση το οποίο εκδόθηκε η ……../1973 άδεια εγκατάστασης λουόμενου. Επομένως, η επίδικη έκταση δεν μπορεί να υπαχθεί στο άρθρο 1 παρ. 1 3ΙΙΙγ το οποίο σε εφαρμογή του Ν. 3818/2010 αντικατέστησε το άρθρο 5 του ν. 998/1979 και δεν δύναται να κηρυχθεί αναδασωτέα αλλά ούτε και να υπαχθεί σε κάποια από τις περιπτώσεις των παρ. 1,2,3,4 και 5 του ν.998/1979. Κατόπιν τούτων η Επιτροπή έκρινε ότι η επίδικη έκταση είναι μη δασική, ανήκουσα στην παρ. 6β του άρθρου 3 του ν. 998/1979. Περαιτέρω, μη νόμιμη τυγχάνει η ένσταση του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου ως προς την κτήση της κυριότητας του επιδίκου: α) με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο και δεν αποτελούσε δημόσιο κτήμα, ώστε να απαιτείται να έχει συμπληρωθεί τριακονταετής καλόπιστη νομή μέχρι τις 11.9.1915, ως αβασίμως διατείνεται το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Και ενώ λοιπόν το εν λόγω ακίνητο ανήκε κατά κυριότητα στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, καταχωρήθηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείο Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ …………. με καταμετρημένη επιφάνεια 192,00 τ.μ. ως ανήκοντος κατά πλήρη κυριότητα στο εκκαλούν, επειδή εμπίπτει εντός του καταγεγραμμένου δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ …. . Η καταχώριση αυτή, ως προς τον ιδιοκτήτη, ελέγχεται ως ανακριβής, αφού το εν λόγω γαιόκτημα δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω δημόσιο κτήμα αλλά εντός των σαράντα στρεμμάτων που παραχωρήθηκαν από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο το έτος 1914 με το υπ’ αρ. ………/1914 παραχωρητήριο στον απώτερο δικαιοπάροχο του εκκαλούντος ………….. και το οποίο κατόπιν των ως άνω διαδοχικών νόμιμων μεταβιβάσεων περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, όπως αποδεικνύεται από το σύνολο των ως άνω αναφερομένων αποδεικτικών μέσων. Συνεπώς η ως αρχική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος ο οποίος όπως αποδείχθηκε και ανωτέρω ήταν αποκλειστικός κύριος του επίδικου αγροτεμαχίου κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών. Κατόπιν των ανωτέρω, έπρεπε η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων και ήδη εκκαλών κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα (12.2.2007), τύγχανε αποκλειστικός κύριος σε ποσοστό 100% του επίδικου ακινήτου με τίτλο κτήσης το νόμιμα μεταγραμμένο (τ. …. α. …. Υποθ. Σαλαμίνας)…../13.10.2001 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Σαλαμίνας, ……….., σε συνδυασμό με την με αριθμό ……/18.12.2002 πράξη εξόφλησης υπολοίπου τιμήματος της ως άνω συμβολαιογράφου και να διαταχθεί η διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στο Εθνικό Κτηματολόγιο, ως προς την κυριότητα αυτού. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως άνω αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου της υπό κρίση έφεσης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1265/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η από 11.01.2022 και με αριθμό κατάθεσης ………/2022 αγωγή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, να αναγνωριστεί ο ενάγων και ήδη εκκαλών κύριος του επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα – ενάγοντα . Ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τα προαναφερθέντα, εξαφανίζεται και η περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της, και ακολούθως το εναγόμενο – εφεσίβλητο, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος (άρθρο 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το σχετικό αίτημα του τελευταίου, και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας τα οποία όμως, πρέπει να επιβληθούν μειωμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν.3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 05.09.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. …………../2023 και αρ. εκ . κατ. Εφ. ………./12.09.2023 ) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 1265/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την ως άνω έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1265/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 11.01.2022 και με αριθμό κατάθεσης ……………/2022 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τον ενάγοντα κύριο, του γεωτεμαχίου με Κ.Α.Ε.Κ. ………….. γεωτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση «…………….» της Κοινότητας ………. του Δήμου Σαλαμίνας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου με Κ.Α.Ε.Κ. …………… να καταχωριστεί ως κύριος ο ενάγων.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εναγόμενο – εφεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εκκαλούντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, στα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον ενάγοντα-εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Σεπτεμβρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ