Αριθμός 572 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Ευαγγελία Αποστολίδου.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «……………» (η οποία έφερε προηγουμένως την επωνυμία «………….») με έδρα το ……….. Αττικής στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..” με έδρα το ………. Ιρλανδίας νομίμως …. εκπροσωπουμένη από τους κ.κ. ……… και ……….. ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», στην οποία εκχωρήθηκαν απαιτήσεις από την ανώνυμη τραπεζικής εταιρεία με την επωνυμία «……………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………”, μετά τη τροποποίηση της επωνυμίας της από «…………….”, με έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενη, δυνάμει της υπ.αρ. ………/18-6 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Εν συνεχεία δυνάμει της υπ.αρ. ……./2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων η «………….» και ήδη με την επωνυμία «………………» κατέστη διαχειρίστρια των ως άνω απαιτήσεων για λογαριασμό της “…………..” και δεκτική καταβολής των από 18.6.2019 μεταβιβασθεισών και τιτλοποιηθεισών επιχειρηματικών απαιτήσεων και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Συλίκου Χριστίνα [ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.3.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 2405/2024 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε κατ΄ ουσίαν την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 24.9.2024 έφεσή του (μαζί με αίτηση αναστολής κατ΄ άρθρο 938 παρ 2 ΚΠολΔ) (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2024- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………/2024), της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ 1, 96 παρ 1, 104 και 105 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά Δικαστήρια με πληρεξούσιο δικηγόρο, διοριζόμενο με τον τύπο, που ορίζει ο νόμος. Επομένως, αν κατά τη συζήτηση μιας πολιτικής υπόθεσης ο πληρεξούσιος διαδίκου εμφανίζεται στο Δικαστήριο, αλλά δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, την οποία αυτεπαγγέλτως εξετάζει το Δικαστήριο, ο διάδικος αυτός δεν μετέχει νόμιμα στη δίκη και θεωρείται δικονομικά απών (ΑΠ 1601/2017, ΑΠ 1695/2017, ΑΠ 1540/2017). Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες, που είχαν γίνει προηγουμένως (Ολομ. ΑΠ 13/2008, ΑΠ 1601/2017), αφού η έλλειψη της πληρεξουσιότητας συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση και άνευ ετέρου, την ακυρότητα όλων των διαδικαστικών πράξεων, οι οποίες επιχειρήθηκαν χωρίς τη συνδρομή της (ΑΠ 1556/2018, ΑΠ 211/2018). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 96 του ΚΠολΔ η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου, που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα δε μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου, που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων (παρ. 1), ενώ κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση (παρ. 3). Επιπλέον, κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα, και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως). Εξάλλου: (α) Κατά την § 1 του άρθρου 105 ΚΠολΔ, αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για την συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης, β) Κατά την § 2 του αυτού άρθρου, η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε, και γ) Κατά την § 3 του αυτού άρθρου, αν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, το Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάζει, εκείνον, που παραστάθηκε, χωρίς πληρεξουσιότητα, να πληρώσει τα έξοδα, που προκλήθηκαν από την παράστασή του αυτή. (Εφ. Πειρ. 655/2023, ΕφΠειρ 393/ 2020, ΕφΠειρ 381/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η δε έλλειψη της κατά τα παραπάνω πληρεξουσιότητας συνεπάγεται τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την κήρυξη ως άκυρων όλων των προπαρασκευαστικών πράξεων και των κλήσεων (Α.Π. 323/2023 Δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Έτσι, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (ΑΠ 573/2019, ΑΠ 60/2014, ΑΠ 635/2013, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Οπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας κατά την συζήτηση στο ακροατήριο ότι ο παριστάμενος ως πληρεξούσιος στερείται πληρεξουσιότητας, έχει τη δυνατότητα να επιτρέψει σε αυτόν την προσωρινή συμμετοχή στη συζήτηση, τάσσοντας συγχρόνως και σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της ελλείψεως, μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας κηρύσσει άκυρη την προσωρινώς επιτραπείσα συμμετοχή του ως πληρεξουσίου παραστάντος στη δίκη και πράττει και τα λοιπά οριζόμενα στη προδιαληφθείσα παράγραφο 3 του άρθρου 105 ΚΠολΔ. Είναι όμως δυνατόν η έλλειψη πληρεξουσιότητας του ως πληρεξουσίου παραστάντος, να μην υποπέσει στην αντίληψη του δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, οπότε, διαπιστουμένου του γεγονότος τούτου κατά το στάδιο της διασκέψεως, δύναται το Δικαστήριο με απόφασή του να μη κηρύξει άκυρη τη συμμετοχή στη δίκη του ως πληρεξουσίου παραστάντος, αλλά να τάξει σ` αυτόν εύλογη προθεσμία προς συμπλήρωση της ελλείψεως και να αναβάλει την οριστική του απόφαση επί της υποθέσεως. Επιπλέον, η έλλειψη πληρεξουσιότητας, ενόψει της ειδικής ρύθμισης της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 105 ΚΠολΔ, δεν εμπίπτει ούτε στις τυπικές παραλείψεις, για τις οποίες παρέχεται δυνατότητα συμπληρώσεως και μετά τη συζήτηση, κατά τη διάταξη του άρθρου 227 του ιδίου Κώδικα, καθόσον αντίθετη εκδοχή θα κατέληγε ουσιαστικά στην καταστρατήγηση του άρθρου αυτού (ΕφΠειρ 182/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλη, όπ. α, Αρθρο 105, σελ.671, Χ. Απαλαγάκη, όπ.α, σελ.359-361). Εάν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην προθεσμία, που ορίστηκε, το Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάζει εκείνον που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα να πληρώσει τα έξοδα που προκλήθηκαν από την παράστασή του αυτή. (Ολ. ΑΠ 8/2009, Ολ. ΑΠ 13/2008, ΑΠ 113/2017, ΑΠ 506/2017, ΑΠ 723/2017, ΑΠ 1002/2017, Εφ. Πςιρ. 57/205, ΕφΠειρ 393/2020, ΕφΠειρ 381/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η από 24.09.2024 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …………/2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../2024 έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως ανακοπτόντος κατά της ανώνυμης εταιρείας <<……………» και διακριτικό τίτλο «……….», ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας, προς εξαφάνιση της με αριθμό 2405/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την από 6.3.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2024) ανακοπή κατά της από 14.2.2024 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εκ του υπ΄ αριθμό …../2022 πρώτου (α) εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αριθμό …./2019 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της με αριθμό ……./2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β, 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή πριν παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15.07.2024, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 24.09.2024 . Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ……………../2024 e- Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- Παράβολου). Με την παραπάνω έφεση παραδεκτά σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο και συνεκδικάζεται κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ με επίκληση επικείμενου κινδύνου πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης, αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με τις προσβαλλόμενες πράξεις, να ανασταλεί ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου που πρόκειται να γίνει στις 02.10.2024 με ηλεκτρονικά μέσα (ηλεκτρονικός πλειστηριασμός) στην πλατφόρμα ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ (https//www.eauction.gr) ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ……………., κατοίκου Αθηνών, ή ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας εφέσεως. Σημειωτέον ότι από τις 27.09.2024 έχει γίνει δεκτή η σωρευθείσα από τον εκκαλούντα στο ίδιο δικόγραφο αίτηση προσωρινής διαταγής προς τον Δικαστή του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και έχει ανασταλεί προσωρινά η αρξαμένη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση της υπό κρίση εφέσεως και υπό τον όρο εκδίκασης στην ορισθείσα δικάσιμο κατά τα δε τη συζήτηση της υπόθεσης διατηρήθηκε η ισχύς της ως άνω προσωρινής διαταγής μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ως άνω έφεσης, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμά με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού. Τέλος, να καταδικασθεί η εφεσίβλητη – καθ’ης η ανακοπή στη συνολική δαπάνη του εκκαλούντος – ανακόπτοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και στη δικαστική δαπάνη της αίτησης αναστολής. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, οι σωρευμένες στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής και έφεση αρμοδίως εισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αντίστοιχα κατά τα άρθρα 938 παρ.2 ΚΠολΔ (ως αυτό ισχύει, μετά τη γενόμενη τροποποίησή του με το Ν.4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, λόγω του χρόνου επιδόσεως των από 14.02.2024 επίδικης επιταγής προς πληρωμή, στις 20.02.2024 και του άρθρου 19 περ.α’ του ΚΠολΔ. Ειδικότερα ως προς την αίτηση αναστολής της εκτέλεσης σημειώνεται ότι και μετά την προσθήκη του άρθρου 938 ΚΠολΔ με το άρθρο 60 του ν. 4842/2021, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, αφού με βάση τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 938 ΚΠολΔ παρέχεται τέτοια δυνατότητα μόνο κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο που υποβάλλεται στο δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού. Το δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αιτήσεως αναστολής και επί του ένδικου μέσου (εκτός από την περίπτωση που ζητηθεί και προσδιορισθεί για τη σωρευμένη στο εφετήριο αίτηση αναστολής χωριστή δικάσιμος και μάλιστα νωρίτερα από τη δικάσιμο της έφεσης). Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αιτήσεως αναστολής κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (βλ. Π. Ρεντούλη σε Απαλαγάκη – Σταματόπουλου, Ο Νέος ΚΠολΔ 2, Νομική Βιβλιοθήκη 2022, σελ. 3029, παρ.4 και 5). Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση παραδεκτά μεν υποβάλλεται με το εφετήριο και αίτηση αναστολής εκτέλεσης με βάση την επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου, πλην όμως δεδομένου ότι υποβλήθηκε με το ίδιο δικόγραφο από τον εκκαλούντα–αιτούντα και αίτημα έκδοσης σημειώματος περί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ενδίκου μέσου, το οποίο εξετάσθηκε κι έγινε δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιά στις 27.09.2024, από δε την ανωτέρω ημερομηνία ανεστάλη ί προσωρινά η αρξαμένη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση της υπό κρίση εφέσεως και υπό τον όρο εκδίκασης στην ορισθείσα δικάσιμο, κατά τα δε τη συζήτηση της υπόθεσης διατηρήθηκε η ισχύς της ως άνω προσωρινής διαταγής μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας ως άνω έφεσης, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμά με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού ώστε καθίσταται άνευ αντικειμένου, ελλείψει έννομου συμφέροντος η εξέταση της σωρευμένης στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της παρούσας έφεσης.
Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οι ως άνω διάδικοι δεν παραστάθηκαν αυτοπροσώπως στο ακροατήριο, αλλά εκπροσωπήθηκαν από τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας πληρεξούσιες τους δικηγόρους. Ειδικότερα, ο μεν εκκαλών εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο του, Ευαγγελία Αποστολίδου που παραστάθηκε, δυνάμει του από 22.05.2025 δικαστικού πληρεξουσίου, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, Χριστίνα Συλίκου ΔΣΠ [ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], εκπροσώπησε αυτήν και δεν παραστάθηκε μετ΄ αυτής στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης, η οποία υπογράφει τις έγγραφες προτάσεις της εφεσιβλήτης, που κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τη συζήτηση της υπό κρίση ως άνω εφέσεως, άνευ προσθήκης. Ωστόσο, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του φακέλου της δικογραφίας, σε συνδυασμό με την παραδεκτή και νόμιμη δικονομική ένσταση του εκκαλούντος, που υποβλήθηκε κατά τη συζήτηση της παρούσας και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως αυτού του Δικαστηρίου και υποβλήθηκε και με από 22.05.2025 έγγραφες προτάσεις του, περί έλλειψης πληρεξουσιότητας της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας δικηγόρου της εφεσίβλητης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………………» και διακριτικό τίτλο «………………» ήτοι της δικηγόρου Χριστίνας Συλίκου, προκύπτει ότι η ως άνω Δικηγόρος δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά της, η οποία αμφισβητείται, κατά τα προαναφερόμενα, από τον αντίδικό της, με προσαγωγή νομίμου πληρεξουσίου, κατ άρθρο 96 ΚΠΟΛΔ, το οποίο αυτή δεν επικαλείται ούτε και προσκομίζει, ως προκύπτει από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας. Ενόψει τούτου, πρέπει, για να κριθεί το παραδεκτό ή όχι της εν λόγω παράστασης της εφεσίβλητης αλλοδαπής εταιρείας και σύμφωνα με το άρθρο 105 ΚΠΟΛΔ : (α) να επιτραπεί στην Δικηγόρο της, Χριστίνα Συλίκου, να μετάσχει προσωρινά στη δίκη με την υποχρέωση όμως να αποδείξει την πληρεξουσιότητά της, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, (β) να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης δεδομένου ότι δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής το άρθρο 227 του ΚΠΟΛΔ, διότι η έλλειψη πληρεξουσιότητας, ενόψει της ειδικής ρύθμισης της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 105 του ΚΠΟΛΔ, δεν εντάσσεται στις τυπικές παραλείψεις για τις οποίες παρέχεται, κατά το ως άνω άρθρο, δυνατότητα συμπλήρωσης και μετά τη συζήτηση (άρθρο 227 του ΚΠΟΛΔ), αντίθετη δε, εκδοχή θα κατέληγε ουσιαστικά στην καταστρατήγηση του άρθρου αυτού (105 του ΚΠΟΛΔ, πρβλ. ΕφΠειρ 381/2018 Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλης: ΚΠΟΛΔ, τομ. Β’, εκ. 1994, σελ. 98, αρ. 6, Κεραμεύς- Κονδύλης-Νίκας: Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, τομ. I, εκ. 2000, σελ. 226, αρ. 4) και (γ) να ταχθεί προθεσμία προκειμένου να συμπληρωθεί με επιμέλεια της εφεσίβλητης, η έλλειψη της πληρεξουσιότητας αυτής από την ίδια την αλλοδαπή εταιρεία και στη συνέχεια να (θεωρείται ότι έχει) λάβει χώρα έγκριση ως νόμιμων, έγκυρων και ισχυρών όλων των σχετικών διαδικαστικών πράξεων που έγιναν από αυτόν. Η ανωτέρω έλλειψη πρέπει να συμπληρωθεί εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, μετά την πάροδο της οποίας, θα επανεισαχθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση με κλήση οποιουδήποτε από τα διάδικα μέρη σε δικάσιμο που θα οριστεί νόμιμα. Επαναλαμβάνεται δε ότι από την εμπρόθεσμη αυτή συμπλήρωση εξαρτάται το κύρος των πράξεων που ο Δικηγόρος της εφεσίβλητης εταιρείας επιχείρησε κατά το παρόν στάδιο της δίκης (άρθρα 96 παρ. 1,104,105 ΚΠΟΛΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να συμπληρωθεί η έλλειψη που αφορά στην ύπαρξη πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο της δικηγόρου της εφεσίβλητης, Χριστίνας Συλίκου για την εκπροσώπηση αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
-Επιτρέπει στο δικηγόρο Πειραιώς Χριστίνα Συλίχου, ΔΣΠ, μέλος της Δικηγορικής Εταιρείας «Σιούφας και συνεργάτες», η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, παραστάθηκε ως πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσιβλήτου αλλοδαπής εταιρείας, να μετάσχει προσωρινά στη δίκη, προκειμένου να συμπληρώσει την αναφερόμενη στο σκεπτικό έλλειψη πληρεξουσιότητας.
-Ορίζει προθεσμία τριάντα [30] ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας προκειμένου να συμπληρωθεί από την πλευρά της εναγόμενης – εφεσιβλήτου αλλοδαπής εταιρείας, η ελλείπουσα πληρεξουσιότητα της παράστασής κατά τη συζήτηση της έφεσης ως άνω Δικηγόρου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Σεπτεμβρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ