Αριθμός 579 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2o
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο καλών-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2054/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη καλών-εκκαλών με την από 26.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2019-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2019), της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 2α.4.2020, οποτε η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικων δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας λόγω του COVID-19, και η υπόθεση μεταφέρθηκε οίκοθεν, το πρώτον στη δικάσιμο της 18ης.3.2021 και το δεύτερον στη δικάσιμο της 25ης.11.2021, δυνάμει των υπ΄ αριθ 77/2020 και 96/2021 πράξεων του εκάστοτε Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκαν βάσει των άρθρων 74 παρ 2 του Ν 4690/2020 και 83 παρ 2 του Ν 4790/2021 αντίστοιχα. Κατά τη δικάσιμο της 25ης.11.2021, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 158/2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που δέχθηκε τυπικά και απέρριψε ουσιαστικά την έφεση.
Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης αιτήθηκε ο ήδη καλών-εκκαλών με τη από 4.7.2022 σχετική αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 37/2024 απόφασή του, με την οποία αναίρεσε για τους λόγους που σε αυτήν αναφέρονται την υπ΄ αριθμ 158/2022 απόφασή του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και παράπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο (Μονομελές Εφετείου Πειραιώς) συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές.
Ήδη με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 23.10.2024 κλήση του καλούντος-εκκαλούντος η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο καθ΄ ου η κλήση-εφεσίβλητος, παραστάς -αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος-, με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 και 581 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, εάν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοσή της κατάσταση. Ειδικότερα, εάν αναιρεθεί η απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το εφετείο, το οποίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ επανεκδικάζει την έφεση, ως προς τα κεφάλαια στο οποία αναφέρεται η αναίρεση. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, η έφεσή του απορρίπτεται εφόσον είναι παραδεκτή, κατ’ άρθρον 524 παρ.3 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 28και 120 του ν. 4842/2021), δεδομένου ότι η ερημοδικία των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής υπόκειται στη ρύθμιση των ίδιων κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (βλ. ΑΠ 141/2005 Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» εκδ. 2π τ. I αρθρ. 581 αρ. 4 και 5 σελ. 1111-11120). Επομένως, στην περίπτωση αυτή (της ερημοδικίας του εκκαλούντος), το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν επισπεύδει τη συζήτηση ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και εφόσον την επισπεύδει ο τελευταίος, αν ο εκκαλών κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία συζητήθηκε η έφεσή του, σε περίπτωση δε που αυτά βεβαιωθούν, οφείλει να απορρίψει την ασκηθείσα έφεση. Εξάλλου, από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1 και 581 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, και θεωρείται ως εντελώς άκυρη και η συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε, με συνέπεια και οι προτάσεις που κατατέθηκαν σ’ αυτήν να μη λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 25/1983, ΑΠ 675/1980 ΝοΒ 28.2012), αφού συνακυρώνονται. Ως προτάσεις δε, κατά την έννοια του άρθρου 581 παρ. 2 ΚΠολΔ, νοούνται αυτές που κατατίθενται μετά την αναιρετική απόφαση και όχι αυτές επί των οποίων εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, αφού αυτές, όπως, προαναφέρθηκε, ακυρώνονται και συνεπώς δεν λαμβάνονται υπόψη, ακόμα και αν έγινε νόμιμη επίκλησή τους.
Στην κρινόμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 25-5-2018 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………../29-5-2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος έχοντας την ιδιότητα του δικηγόρου άσκησε σε βάρος του την με γενικό αριθμό κατάθεσης ……./2016 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία ζήτησε ν΄αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του τελευταίου να καταβάλει σ΄αυτόν χρηματική ικανοποίηση ύψους 200.000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας του λόγω αναφοράς του ήδη ενάγοντος και εκεί εναγόμενου σε δημόσια αρχή. Προς απόδειξη της αγωγής αυτής ο εκεί ενάγων είχε επικαλεστεί και προσκομίσει μεταξύ άλλων εγγράφων α) την πρώτη σελίδα μήνυσης του εκεί εναγόμενου κατά του δικηγόρου Ιωάννη Θωμά, β) την πρώτη σελίδα έγκλησης του εκεί εναγόμενου κατά τριών θείων του, γ) την δήλωση αποχής της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς ………., δ) αναφορά του εκεί εναγόμενου προς τον δικηγορικό σύλλογο Αθηνών σε βάρος του ……………… και ε) απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών σχετικά με τον ως άνω αναφερόμενο δικηγόρο. Τα έγγραφα αυτά περιείχαν πλήθος προσωπικών δεδομένων του εκεί εναγόμενου τα οποία είχε οργανώσει ο εκεί ενάγων συνειδητά σε αρχείο με κριτήριο γεγονότα ή υποτιθέμενα γεγονότα που αφορούσαν στο πρόσωπό του. Στόχευε δε, στην αμαύρωση του προσώπου του ώστε να κακοχαρακτηριστεί από τους δικαστές και να επηρεάσει την κρίση τους. Λόγω της παράνομης αυτής προσβολής της προσωπικότητάς του υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε ν΄αναγνωριστεί ότι ο εδώ εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει σ΄αυτόν χρηματική ικανοποίηση ύψους 40.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας κατ΄αρθρο 346 εδαφ 2 ΑΚ εκ του οποίου να υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ με απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Ζήτησε, επίσης, να υποχρεωθεί ο εδώ εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον κάθε επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του με απειλή επιβολής χρηματικής ποινής 10.000 ευρώ και απαγγελίας προσωπικής κράτησης έως τριών (3) μηνών για κάθε παράβαση της απόφασης που επρόκειτο να εκδοθεί. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 2054/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης με την αιτιολογία ότι υποκείμενο των περιεχομένων στα ως άνω επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα προσωπικών δεδομένων είναι τα πρόσωπα στα οποία αφορούσαν τα έγγραφα αυτά και όχι ο ενάγων.
Κατά της αποφάσεως αυτής ο ενάγων άσκησε την με αριθμό …………../26-6-2019 έφεση ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με την οποία προσέβαλε την εκκαλουμένη για τους ειδικότερους λόγους αυτής, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξ ολοκλήρου παραδοχή της αγωγής του. Επί της εφέσεως εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 158/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με την οποία κρίθηκε η αγωγή μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι δεν στοιχειοθετούνταν η έννοια του αρχείου κατά το άρθρο 1 του ν 2472/1997 ως διαρθρωμένου συνόλου εγγράφων που περιείχαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία ήταν προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Επιπρόσθετα, η αγωγή κρίθηκε μη νόμιμη για το λόγο ότι η αναφερόμενη σ΄ αυτήν παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δεν αφορούσε στον ενάγοντα αλλά στα αναφερόμενα στα παρανόμως προσκομισθέντα έγγραφα πρόσωπα. Δέχτηκε δε, το Δικαστήριο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα απορρίπτοντας την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, ωστόσο δεν εξαφάνισε την εκκαλουμένη για το λόγο ότι η απόφαση θα ήταν δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα, ούτε αντικατέστησε την αιτιολογία για το λόγο ότι η απόρριψη της αγωγής για τον συγκεκριμένο λόγο θα οδηγούσε σε διαφορετικά αποτελέσματα κατά το διατακτικό.
Κατά της αποφάσεως αυτής ο ενάγων άσκησε την από 4-7-2022 αίτηση αναιρέσεως επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 37/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία αναιρέθηκε η απόφαση για πλημμέλεια του άρθρου 559 περ. 1 εδαφ α του ΚΠολΔ, ήτοι για παράβαση των μνημονευόμενων σε αυτήν διατάξεων (2,3 παρ 1,4 παρ 1 στοιχ α και β, 5 παρ 1, 11 παρ 1 και 3 και 23 παρ 1 και 2 του ν 2472/1997 καθώς και 57, 59, 299 και 932 ΑΚ), με την αιτιολογία ότι αποφασιστικής σημασίας στοιχείο στην επίδικη περιπτωση για την στοιχειοθέτηση της επικαλούμενης αστικής εκ του άρθρου 23 του ν 2472/1997 ευθύνης του εναγόμενου (τότε αναιρεσίβλητου) δεν ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο τελευταίος απέκτησε τα συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία περιείχαν προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος (τότε αναιρεσείοντος), ήτοι ο τρόπος με τον οποίο τα έγγραφα αυτά περιήλθαν στην κατοχή του και αποτέλεσαν περιεχόμενο αρχείου κατά την έννοια του ν 2472/1997, ως περιλαμβανόμενα σε διαρθρωμένο σύνολο προσωπικών δεδομένων μη αυτοματοποιημένης επεξεργασίας που ήταν προσιτά, με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, καθώς επίσης και ότι κρίσιμο ζήτημα στην συγκεκριμένη περίπτωση για την στοιχειοθέτηση της αστικής ευθύνης του εναγόμενου (τότε αναιρεσίβλητου) δεν ήταν το αν αυτός έλαβε νομίμως ή όχι γνώση των περιλαμβανομένων στα έγγραφα αυτά δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με υποκείμενο δεδομένων τον ενάγοντα, αλλά το ότι αυτός προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία αυτών με την επίκληση και προσκόμιση τους ως αποδεικτικών εγγράφων στο Δικαστήριο και χρησιμοποίησε τις καταγεγραμμένες σε αυτά πληροφορίες. Επιπροσθέτως δε, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου δέχτηκε ότι το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, προδήλως αφορούσε, εκτός των άλλων και τον ενάγοντα ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του είχε θιγεί από τις επικαλούμενες παραβάσεις του ν. 2472/1997. Ακολούθως, παραπέμφθηκε η υπόθεση για εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Ήδη, με την από 23-10-2024 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./23-10-2024) κλήση του εκκαλούντος – ενάγοντος, και, συνεπώς, με επιμέλειά του, επαναφέρθηκε η υπό κρίση έφεση προς συζήτηση ενώ δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (5-6-2025). Κατά την δικάσιμο αυτή ο εκκαλών ενάγων ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή του στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην.
Περαιτέρω, η ασκηθείσα έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ 1-2, 498, 511,513 παρ 1β΄, 516 παρ 1, 517 και 518 παρ 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 1-1-2016) εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 26-6-2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 26-6-2019 (βλ υπ΄αριθμόν ……………/26-6-2019 Πράξη κατάθεσης έφεσης της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ήτοι εντός των δύο ετών από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης που έλαβε χώρα στις 12-6-2019. Εξάλλου, δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει κατατεθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 4 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης. Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να απορριφθεί κατ’ουσίαν, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από μέρους του εκκαλούντος – ενάγοντος (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου εναγόμενου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος ενάγοντος λόγω της ήττας αυτού (άρθρα 183,176,191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί και η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο λόγω της απόρριψης της έφεσης (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εκκαλούντος
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1600) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Σεπτεμβρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του καθ΄ ου η κλήση-εφεσιβλήτου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ