Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 592/2025

Αριθμός    592/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Κωνσταντίνο Μακρή (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με έδρα στο ……… Ιρλανδίας «………….» (με αρ. μητρώου …. και δ/νση ………), εκπροσωπούμενης από την εταιρεία ………..» με έδρα την Αθήνα, (με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. …. . και ΑΦΜ …. ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και  2)Εταιρείας «………..» με έδρα την Αθήνα, (με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. …. . και ΑΦΜ …. ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Σταυρούλα Παπαδήμα [ΜΟΥΡΓΕΛΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΙΑΣ-ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.

Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την  υπ΄ αριθμ ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2023 ανακοπή και τους υπ΄ αριθμ. κατ. ………../2023 πρόσθετους λόγους ανακοπής, επί των οποίων (ανακοπής και προσθέτων λόγων αυτής) εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  4121/2023  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή και τους προσθέτους αυτής λόγους.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων- ασκήσας τους πρόσθετους λόγους ανακοπής και ήδη εκκαλών με την από 29.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……..-ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2024) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της δεύτερης εκ των εφεσιβλήτων,   αφού έλαβε   τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα με αριθμό …………/13.9.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών  ………. έγκυρο ακριβές αντίγραφο της ένδικης από 29.01.2024 κατατεθείσας στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../02.02.2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………./11.09.2024 έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για  την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη εφεσίβλητη, εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία <<……….. >> με την ιδιότητα της διαχειρίστριας επιχειρηματικών απαιτήσεων επ΄ ονόματι και για λογαριασμό της πρώτης εφεσίβλητης  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία <<……………>>, ως εκπρόσωπο αυτής της εταιρείας ειδικού σκοπού.  Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου αυτού, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, κατά  την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πρώτη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία <<…………….>>, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε  έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις και πρέπει, συνεπώς, να δικαστεί ερήμην, εκπροσωπούμενη από την παρισταμένη δεύτερη εφεσίβλητη. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει, να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α του Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3994/2011).

Στην προκειμένη περίπτωση η από 29.01.2024 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………../02.02.2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/11.09.2024 έφεση κατά των οριστικών διατάξεων της υπ΄ αρ. 4121/2023  εν μέρει οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και αφενός ανέστειλε τη συζήτηση της από 05.07.2023 αρ. εκ. κατ. ………./2023 ανακοπής και των από 06.11.2023 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος της εκ του άρθρου 632 Κ.ΠολΔ ανακοπής κατά της υπ.αριθμ. ……/2021 διαταγής πληρωμής και της από 2-6-2023 επιταγής προς πληρωμή εωσότου περατωθεί η δίκη που ανοίχθηκε με 1) την με αριθμ.ΓΑΚ …./2021 ανακοπή κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών με ημερομηνία συζήτησης την 11-5-2027, 2) τους με αριθμ.ΓΑΚ …../2022 πρόσθετους λόγους ανακοπής, οι οποίοι έχουν προσδιοριστεί για τη δικάσιμο της 20-10-2028 και 3) την με αριθμ. ΓΑΚ ……/2023 ανακοπή κατά της από 2-6-2023 επιταγής, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών με ημερομηνία συζήτησης την 25η Μαΐου του 2030 και αφετέρου απέρριψε την από 05.07.2023 υπ. αριθμ. κατ.ΓΑΚ/ΕΑΚ ………. /2023 ανακοπή κατά της υπ΄ αρ. …../28.06.2023  Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………  και τους από 06.11.2023 υπ΄ αριθμ. κατ. …………../2023 πρόσθετους λόγους ανακοπής,  έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β, 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή πριν παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18.12.2023, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 02.02.2024.  Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ……………/2024 e- Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- Παράβολου και της από 02.02.2024 βεβαίωσης της Γραμματέως  περί εξόφλησης αυτού).

O εκκαλών – ανακόπτων με την από 05.07.2023 αρ. εκ. κατ. ………./2023 ανακοπή και το δικόγραφο των από 06.11.2023 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά  της υπ΄ αρ. …./28.06.2023  Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., εκθέτει ότι  υποχρεώθηκε ως εγγυητής να καταβάλει το ποσό των 63.944,24 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, στην πρώτη εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<………….>>, για απαίτηση της προερχόμενη από την από 03.07.2007  σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 100.000,00 ευρώ που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», ως δανείστριας  και του του …………,  ως οφειλέτη, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε ο εκκαλών – ανακόπτων, η οποία διαταγή πληρωμής εκδόθηκε κατόπιν της με αριθμό ……../2021 αίτησης της εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία <<…………….>> ενεργούσας δυνάμει της από 23.12.2020 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (όπως η τελευταία ακολούθησε την αρχική από 21.07.2020  σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και την από 23.12.2020 λύση της τελευταίας) επ΄ ονόματι και για λογαριασμό της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία <<……………>> η οποία έχει κατέστη  ειδική διάδοχος της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία <<……………>>, δυνάμει της από 21.07.2020  σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003,  και η οποία σύμφωνα με την με αριθμό 66/3/26.3.2012 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, το υπ΄ αριθμό 96/26.3.2013 διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που δημοσιεύτηκε νομίμως και της από 26.03.2013  σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων κατέστη ειδική διάδοχες  ως προς την έννομη σχέση που αφορά στην παρουσα της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..». Ο ανακόπτων  ζήτησε την  ακύρωση της προσβαλλομένης υπ΄αρ. …./28.06.2023 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . …………., δυνάμει της οποίας η καθ΄ής η ανακοπή – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ιδιότητά της, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία <<………….>>  (ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………… »), επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση, προς ικανοποίηση της μεταβιβασθείσας απαίτησης, πηγάζουσας από σύμβαση δανείου, επί του δικαιώματος πλήρους κυριότητας των σε αυτή αναφερομένων αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, ορίστηκε δε βάσει της ως άνω έκθεσης κατάσχεσης πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα των εν λόγω ακινήτων στις 21 Φεβρουαρίου 2024 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……. και η ήδη προσβληθείσα με ήδη ασκηθείσα ανακοπή και πρόσθετους λόγους  με αριθμό …………/2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η ήδη προσβληθείσα με ήδη ασκηθείσα ανακοπή από 02.06.2023 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄αρ……/2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που ανέστειλε τη συζήτηση της από 05.07.2023 αρ. εκ. κατ. …./…../2023 ανακοπής και των από 06.11.2023 με αριθμό εκ. κατάθεσης από 06.11.2023 με γενικό αριθμό  κατάθεσης ……/2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος της εκ του άρθρου 632 Κ.ΠολΔ ανακοπής κατά της υπ.αριθμ……./2021 διαταγής πληρωμής και της από 2-6-2023 επιταγής προς πληρωμή, λόγω εκκρεμοδικίας κατ΄ άρθρο 222 ΚΠΟΛΔ, εωσότου περατωθεί η δίκη που ανοίχθηκε με 1) την με αριθμ.ΓΑΚ ……/2021 ανακοπή κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών με ημερομηνία συζήτησης  την 11-5-2027, 2) τους με αριθμ. ΓΑΚ …./2022 πρόσθετους λόγους, οι οποίοι συζητούνται την 20-10-2028 και 3) την με αριθμ. ΓΑΚ ……/2023 ανακοπή κατά της από 2-6-2023 επιταγής, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών με ημερομηνία συζήτησης  για την 25η Μαΐου του 2030 και κατά τα λοιπά αφού συνεκδίκασε την από 05.07.2023 υπ΄ αριθμ. κατ.ΓΑΚ/ΕΑΚ ……… /2023 ανακοπή και τους από 06.11.2023 υπ΄ αριθμ. κατ. ………../2023 πρόσθετους λόγους ανακοπής, απέρριψε την ως άνω ανακοπή και τους ως άνω πρόσθετους λόγους.  Ήδη ο ανακόπτων – εκκαλών  με την κρινόμενη έφεση του  παραπονείται  για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, επί τω τέλει όπως γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η από 05.07.2023  αρ. εκ. κατ. ………../2023 ανακοπή και το δικόγραφο των από 06.11.2023 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ……/2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 935 ΚΠολΔ, λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 856/2014 ΝοΒ 2014, 2141, ΕφΑιγ 1/2020 στην ΤΝΠ Νόμος), ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για άμεση ή έμμεση εκτέλεση (Γέσιου-Φαλτσή, Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, 2017, σελ. 758, πλαγιαρ. 50.) ή εάν οι λόγοι αφορούν τυπικό ελάττωμα πράξης της εκτέλεσης ή την απαίτηση (ΑΠ 1660/2006, ΕλλΔνη 2008, σελ. 1410). Το άρθρο 935 ΚΠολΔ έλαβε τη σημερινή του μορφή μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 19 § 2 ν.4055/2012, προκειμένου να περιοριστεί ο αριθμός των ανακοπών που ασκούνταν κατά πράξεων εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την υπερβολική επιμήκυνση της εκτελεστικής διαδικασίας (Βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν.4055/2012, άρθρο 19, σελ. 17, 18, όπου τονίζεται ότι με την προσθήκη στο τέλος του α’ εδαφίου του άρθρου 935 ΚΠολΔ επιχειρείται ο περιορισμός του αριθμού των ανακοπών από τον οφειλέτη με αποτέλεσμα όχι μόνο την ταχύτερη εκδίκασή τους αλλά και τη μέσα σε εύλογο χρόνο ολοκλήρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης ώστε να μην παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα εκκρεμές και αμφισβητούμενο το κύρος της εκτελεστικής διαδικασίας. Βλ. ακόμα Νικολόπουλο, Γ., Αναγκαστική Εκτέλεση, 2012, σελ. 203, 204). Υπό το πρίσμα αυτό είναι υποχρεωτική η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο της ανακοπής, καθώς και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της, όλων των λόγων ανακοπής προς ακύρωση της ίδιας ή και διαφορετικής πράξης εκτέλεσης, ενώ αποκλείεται αφενός η άσκηση περισσότερων ανακοπών κατά της ίδιας πράξης εκτέλεσης, αφετέρου η άσκηση διαδοχικών ανακοπών με τις οποίες προβάλλονται περισσότεροι λόγοι (Σπυριδάκης, Ι., Αναγκαστική Εκτέλεση, 2018, σελ. 463), ίδιοι ή διαφορετικοί. Έτσι η παράλειψη προβολής τους στην αρχική δίκη ανακοπής καθιστά απαράδεκτη την προβολή τους σε μεταγενέστερη δίκη. Επιπρόσθετα, στη μεταγενέστερη δίκη είναι απαράδεκτη η επαναφορά προς συζήτηση λόγων που προβλήθηκαν ήδη με προγενέστερη ανακοπή και απορρίφθηκαν(Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΕρμΚΠολΔ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 933, αριθ. 1) ή ακόμα εκκρεμεί η συζήτηση αυτών ή η επ’ αυτών έκδοση απόφασης, εκτός εάν η άσκηση της νεότερης ανακοπής γίνεται κατά το άρθρο 69 § 1δ’ ΚΠολΔ, συντρεχόντων των όρων αυτού (Βλ. σχετ. ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001, 1575, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτος λόγος της ανακοπής που είχε ασκηθεί με προηγούμενη ανακοπή στο πλαίσιο της ίδιας εκτελεστικής διαδικασίας και επισημάνθηκε η μη άσκηση της ανακοπής υπό τους όρους του άρθρου 69 § 1δ’ ΚΠολΔ.). Συνεπώς, προταθέντες λόγοι ανακοπής κατά της ήδη προσβληθείσας πράξης εκτέλεσης δεν μπορούν να προταθούν με άλλη ανακοπή, έστω και αν υφίσταται προθεσμία κατ’ άρθρο 934 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 2775/1991 ΕλλΔνη 1992, 886, με την οποία κρίθηκε ότι νέοι λόγοι της ανακοπής ή προταθέντες, κατά της ήδη προσβληθείσας πράξης δεν μπορούν να προταθούν με άλλη ανακοπή, έστω και αν υφίσταται προθεσμία κατ’ άρθρο 934 ΚΠολΔ). Τούτο δε διότι το κύρος οποιασδήποτε πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ νέου από τον ίδιο ανακόπτοντα, κατά τα συναγόμενα από το άρθρο 935 ΚΠολΔ. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται με σαφήνεια από τη διατύπωση του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπου γίνεται μνεία μόνο για λόγους ανακοπής “που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ”, χωρίς να περιορίζεται μόνο σε εκείνους που δεν προτάθηκαν, αν και η προβολή τους ήταν δυνατή. Πρόκειται για εισαγωγή στη δίκη της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ του αξιώματος του «άνευ επικουρίας δικάζεσθαι», εφόσον η προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης καθίσταται όχι απλώς σταδιακή αλλά υποχρεωτικώς σταδιακή. Με αυτή σκοπείται η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής σε ορισμένο διαδικαστικό στάδιο και αυτών που δεν προβλήθηκαν εγκαίρως, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ταχεία εκκαθάριση των αντιρρήσεων κατά της εκτελεστικής δίκης [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΕρμΚΠολΔ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 933, αριθ. 2. Βλ. και Παπαδοπούλου, Α., Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση, 2016, σελ. 36 και σελ. 86 όπου παρατίθεται η ιστορική ανδρομή της διατύπωσης της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ]. Με βάση τα παραπάνω, ανακοπή κατά της κατάσχεσης δεν μπορεί να ασκηθεί, αν ασκήθηκε ήδη εμπρόθεσμα, μέσα στην προθεσμία των σαράντα πέντε ημερών του άρθρου 934 § 1α ΚΠολΔ, ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή, στην οποία πρέπει να προβληθούν και οι κατά αυτής γεννημένοι λόγοι [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μάζης), ΕρμΚΠολΔ, ΑνΕκτ, 2021, άρθρο 935, αριθ. 2.], εφόσον κατά τον χρόνο άσκησης της ανακοπής είχε επιβληθεί η κατάσχεση. Επακόλουθο όλων αυτών είναι η παραπληρωματική λειτουργία της αρχής τήρησης της προδικασίας και της αρχής συγκέντρωσης των λόγων ανακοπής. Έτσι, εάν ένας λόγος ανακοπής υφίσταται κατά τον χρόνο διεξαγωγής της αρχικής δίκης και μπορεί να προβληθεί από τον ανακόπτοντα, αλλά δεν προβληθεί κατά αυτήν, αποκλείεται από κάθε επόμενη προβολή του και δεν μπορεί να οδηγήσει πλέον στην ακύρωση της πράξης αυτής ή οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξης. Εάν μάλιστα προβληθεί σε μεταγενέστερη δίκη απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Το ίδιο βέβαια θα ισχύει και για τον λόγο που προβάλλεται με την αρχική ανακοπή και επαναπροβάλλεται με άλλη ανακοπή, όχι κατά της ίδιας προσβαλλόμενης πράξης, οπότε τίθεται ζήτημα εκκρεμοδικίας, αλλά κατά άλλης πράξης της ίδιας εκτελεστικής διαδικασίας. Έτσι, π.χ. εάν προσβληθεί με ανακοπή η επιταγή προς πληρωμή με λόγο που έχει γεννηθεί και αφορά την απαίτηση, ο ίδιος λόγος δεν μπορεί να προβληθεί με την ανακοπή κατά της κατάσχεσης, η οποία δεν είχε διενεργηθεί κατά τον χρόνο άσκησης της αρχικής ανακοπής. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, γιατί αποβλέπει στην ασφάλεια των συναλλαγών που ενδιαφέρει και τους τρίτους (Μπρίνιας, Ι., Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 935, αριθ. 173 V). Για τον λόγο αυτό, τυχόν συμφωνία των διαδίκων για αποδέσμευσή τους από τη ρύθμιση του άρθρου 935 ΚΠολΔ δεν βρίσκει νομικό έρεισμα και δεν δεσμεύει το δικαστήριο, αφού πρόκειται για ζήτημα που εκφεύγει της εξουσίας διάθεσης της ιδιωτικής βούλησης των διαδίκων. Οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης είναι οι εξής: α) η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, β) οι λόγοι να έχουν γεννηθεί κατά τον χρόνο διεξαγωγής της αρχικής δίκης, γ) η δυνατότητα προβολής τους είτε με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής είτε με δικόγραφο πρόσθετων λόγων, δ) η ύπαρξη μεταγενέστερης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων με αντικείμενο, κύριο ή προδικαστικό, το κύρος μίας πράξης εκτέλεσης (Α. Βαθρακοκοίλης, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, 2022, σ. 242-245). Ιδίως, ωστόσο, πρέπει να επισημανθούν τα κατωτέρω: α) ως «άλλη πράξη» νοείται οποιαδήποτε πράξη η διενέργεια της οποίας προηγήθηκε (Μακρίδου/Απαλαγάκη /Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2018, σελ. 120, Διαμαντόπουλος, Γ., Ερανισμοί και ανταποδόσεις Θέμιδος, τόμ. ΙΙΙ, 2019, σελ. 400) ή έπεται της προσβαλλομένης με την πρώτη ανακοπή πράξης, αρκεί να εντάσσεται στην ίδια εκτελεστική διαδικασία. Επί παραδείγματι, εάν με την πρώτη ανακοπή ζητείται η ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση, το άρθρο 935 ΚΠολΔ θα εφαρμόζεται για τη δεύτερη ανακοπή, με την οποία προσβάλλεται η πράξη της κατάσχεσης, αλλά και αντιστρόφως όταν με την πράξη της πρώτης ανακοπής προσβάλλεται η πράξη της κατάσχεσης, δεν μπορεί να προβληθεί λόγος κατά της επιταγής προς πληρωμή με δεύτερη ανακοπή, αφού θα έπρεπε να έχει προβληθεί με την πρώτη. Συνεπώς, η ρύθμιση του άρθρου 935 ΚΠολΔ επενεργεί ανεξαρτήτως του αιτήματος της πρώτης και της δεύτερης ανακοπής, εστιάζοντας στον λόγο της ανακοπής, ο οποίος προφανώς, εφόσον προβληθεί, θα επισύρει και την προβολή του αντίστοιχου αιτήματος. Τούτο συνάγεται με διαύγεια από τη διατύπωσή του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπου γίνεται λόγος για “οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη”, χωρίς περαιτέρω περιορισμούς για το περιεχόμενο αυτής. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως του αν υπάρχει η προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την εμπρόθεσμη προβολή τους (ΑΠ 1130/1994,  ΕλλΔνη 1996, σελ. 644, ΕφΑθ 2775/1991 ό.π., Βαθρακοκοίλης, Β., Τροποποιήσεις ν.4055/2012, άρθρο 935, αριθ. 1, Διαμαντόπουλος, Γ., Ερανισμοί και ανταποδόσεις Θέμιδος, τόμ. ΙΙΙ, 2019, σελ. 400), ώστε και αν ακόμα υπάρχει προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ, για την άσκηση νέας ανακοπής, δεν μπορούν να προταθούν οι λόγοι ανακοπής, που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή (ΑΠ 1660/2006 ΕλλΔνη 2008, 1410, ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 1996, 644, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμ.1, 3η έκδ., 2023, § 29, σ. 690-694, Α. Βαθρακοκοίλης, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, 2022, σ. 253-257, Βαθρακοκοίλης, Β., ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ε’, άρθρο 935, αριθ. 2.) [βλ. για τα ανωτέρω ΜονΕφΑνΚρ 182/2024 στην ΤΝΠ Νόμος].

Με τον πρώτο και δεύτερο λόγους της κρινόμενης έφεσης, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι έχει ασκήσει την με αριθμ. ΓΑΚ ……/2021 ανακοπή κατά της με αριθμό ……./2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τους με αριθμ. ΓΑΚ ……/2022 πρόσθετους λόγους και την με αριθμ. ΓΑΚ ……/2023 ανακοπή κατά της προδικασίας της εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ ήτοι της από 02.06.2023 επιταγής προς πληρωμή, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι  πριν εκδοθεί επ’ αυτών απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου, άσκησε την από  05.07.2023 αρ. εκ. κατ. ……../2023 ανακοπή και το δικόγραφο των από 06.11.2023 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης κατά της με αριθμό …./2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή ………  και της εν γένει σε βάρος του εκτελεστικής διαδικασίας η οποία στηρίζεται στην ήδη ανακοπείσα επιταγή προς πληρωμή. Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών  διαλαμβάνει ότι η  εκκαλουμένη απόφαση αν και ανέστειλε τη συζήτηση της από 05.07.2023 αρ. εκ. κατ. ……./2023 ανακοπής και των από 06.11.2023 με αριθμό εκ. κατάθεσης από 06.11.2023 με γενικό αριθμό  κατάθεσης …/2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής της εκ του άρθρου 632 Κ.ΠολΔ ανακοπής κατά της υπ.αριθμ……/2021 διαταγής πληρωμής και της από 2-6-2023 επιταγής προς πληρωμή,  εωσότου περατωθεί η δίκη που ανοίχθηκε με 1) την με αριθμ. ΓΑΚ …./2021 ανακοπή κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών με ημερομηνία συζήτησης  την 11-5-2027, 2) τους με αριθμ. ΓΑΚ …./2022 πρόσθετους λόγους, οι οποίοι συζητούνται την 20-10-2028 και 3) την με αριθμ. ΓΑΚ …../2023 ανακοπή κατά της από 2-6-2023 επιταγής, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών με ημερομηνία συζήτησης  για την 25η Μαΐου του 2030, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε παραδεκτούς και εξέτασε τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων που περιλαμβάνονταν στην ως άνω ανακοπή και πρόσθετους λόγους κατά της διαταγής πληρωμής και στην  ως άνω ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή που εκκρεμούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στα πλαίσια εξέτασης των λόγων που αφορούν την  προσβαλλόμενη με αριθμό …../2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή ………….., ενώ αν ορθά ερμήνευε και  εφάρμοζε το νόμο έπρεπε να κρίνει παραδεκτούς και να εξετάσει από άποψη νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας μόνο τους λόγους που στρέφονταν κατά της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων με την από  05.07.2023 αρ. εκ. κατ. ………/2023 ανακοπή και το δικόγραφο των από 06.11.2023 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ……/2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  κατά της με αριθμό ……/2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή ………  η οποία του επιδόθηκε την 28.6.2023. Στο ως άνω δικόγραφο σώρευσε κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω ανακοπή τους λόγους που  είχε προβάλλει την με αριθμ.ΓΑΚ ……./2021 ανακοπή κατά της υπ.αριθμ……/2021 διαταγής πληρωμής, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών με ημερομηνία συζήτησης την 11-5-2027 και με τους με αριθμ. ΓΑΚ …../2022 πρόσθετους λόγους, οι οποίοι συζητούνται την 20-10-2028 και την με αριθμ. ΓΑΚ …../2023 ανακοπή κατά της από 2-6-2023 επιταγής, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών με ημερομηνία συζήτησης  για την 25η Μαΐου του 2030. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέστειλε τη συζήτηση της από 05.07.2023 αρ. εκ. κατ. …………/2023 ανακοπής και των από 06.11.2023 με αριθμό εκ. κατάθεσης από 06.11.2023 με γενικό αριθμό  κατάθεσης …./2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής της εκ του άρθρου 632 Κ.ΠολΔ ανακοπής κατά της υπ.αριθμ…../2021 διαταγής πληρωμής και της από 2-6-2023 επιταγής προς πληρωμή, εωσότου περατωθεί η δίκη που ανοίχθηκε με 1) την με αριθμ.ΓΑΚ ……/2021 ανακοπή κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, 2) τους με αριθμ.ΓΑΚ …./2022 πρόσθετους λόγους, και 3) την με αριθμ. ΓΑΚ …../2023 ανακοπή κατά της από 2-6-2023 επιταγής. Στα πλαίσια της εξέτασης των λόγων που αφορούν την επιβληθείσα κατάσχεση δυνάμει της με αριθμό 261/2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή ………….. έκρινε τα  εξής :  Απέρριψε ως μη νόμιμους τους με αριθμό 1 και 15 λόγους ανακοπής με τους οποίους ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι δεν νομιμοποιείται η δεύτερη καθ΄ ης στην επίσπευση της εκτέλεσης σε βάρος του διότι η σύμβαση διαχειρίσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων, στην οποία στηρίζει την νομιμοποίησή της, διέπεται από το άρθρο 10 § 14 και 16του Ν. 3156/2003 με αποτέλεσμα να φέρει μόνον την ιδιότητα της αντιπροσώπου της δικαιούχου εταιρείας και να μην έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ΄ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ΄ εξαίρεση νομιμοποίηση. Απέρριψε ως αόριστο τον υπό στοιχείο 2 λόγο ανακοπής με τον οποίο ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι το δάνειο του δανειολήπτη υιού του στο οποίο συμβλήθηκε ως εγγυητής αγοράστηκε για ποσό λιγότερο του ποσοστού 9% της αξίας του και ζητεί να ακυρωθούν λόγω της αισχροκέρδειας που διαπράχθηκε σε βάρος του οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης. Απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τους υπό στοιχεία 3, 4 και 17 λόγους ανακοπής με τους οποίους ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι η επίδικη απαίτηση είναι μη εκκαθαρισμένη διότι η θεώρηση των επίδικων βιβλίων από τα οποία προκύπτει η απαίτηση, έγινε από την δεύτερη καθ΄ης η οποία δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην επίσπευση εκτέλεσης και ότι και ότι με τα έγγραφα που επικαλέστηκε και προσκόμισε η καθ΄ης για την απόδειξη της απαίτησής της δεν θα μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής διότι είναι φωτοτυπίες εγγράφων των οποίων η ακρίβεια τους δεν βεβαιώθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως η βεβαίωση έλαβε χώρα μεταγενέστερα και όχι με την κατάθεση της αίτησης. Απέρριψε ως μη νόμιμο τον υπό στοιχείο 5 λόγο ανακοπής με τον οποίο ο ανακόπτων  και  ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι  δεν προσκομίζεται το έγγραφο της πληρεξουσιότητας στον δικηγόρο της αιτούσας την έκδοση διαταγής πληρωμής, ούτε αναγράφεται το ΑΦΜ της δεύτερης καθ΄ ης. Απέρριψε ως αβάσιμους τους υπό στοιχεία 6,7,23 και 24 λόγους ανακοπής με τους οποίους ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι στην αίτηση της δεύτερης καθ΄ης προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν αναφέρονται καθόλου με λεπτομέρεια η κίνηση του λογαριασμού του δανείου από την πιστώτρια τράπεζα ……. από το έτος γέννησης του χρέους δηλαδή από την 3-7-2007, μέχρι την μεταβίβαση της απαίτησης στην καθ΄ης την 22-7-2020 και μετά η κίνηση του μεταβιβασθέντος λογαριασμού από τα εμπορικά βιβλία της πρώτης καθ΄ης, δεν αναφέρεται στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής το ισχύον επιτόκιο και οι ανατοκισμοί, ούτε στην επιταγή προς πληρωμή, το ακριβές ποσό των τόκων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία για το ακριβές ποσό της οφειλής. Ότι με την κοινοποιηθείσα σ΄ αυτόν εξώδικη δήλωση καταγγελίας της σύμβασης δεν συγκοινοποιήθηκε όπως θα έπρεπε λεπτομερής κίνηση του λογαριασμού από το έτος εκταμιεύσεως του δανείου ήτοι από το  2007 έως το κλείσιμο του λογαριασμού την 23-6-2016, ώστε να μπορεί να ελέγξει τις επιβαρύνσεις που επέβαλε η δικαιοδόχος τράπεζα Πειραιώς. Απέρριψε ως μη νόμιμους  τους υπό στοιχείο 8, 25 και 29 λόγους ανακοπής με τους οποίους ο ανακόπτων  και  ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι  παρανόμως η αρχική δανείστρια Τράπεζα …… επιβάρυνε αυτόν με την εισφορά του ν. 128/1975, γι΄ αυτό  και ακύρως εκδόθηκε σε βάρος του η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή λόγω του μη εκκαθαρισμένης της απαίτησης. Απέρριψε ως αβάσιμους τους υπό στοιχείο 9 και 13 λόγους ανακοπής με τον οποίο ο ανακόπτων  και  ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι καταχρηστικά εξέδωσε σε βάρος του την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής διότι προσέφερε στην δικαιοδόχο της πρώτης καθ΄ ης Τράπεζα ……. το ποσό των 60.000 ευρώ το έτος 2017, το οποίο προσέφερε ξανά το έτος 2020 και στην πρώτη καθ΄ης όταν μεταβιβάστηκε σε εκείνη η επίδικη απαίτηση. Απέρριψε ως αβάσιμους τους υπό στοιχεία 10, 11 και 30, 31 και 32 λόγους ανακοπής με τους οποίους ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι η νέα μεταβίβαση της απαίτησης σε βάρος του προς τις δύο πρώτες των καθ΄ ων είναι άκυρη, αφού η μεταβιβάζουσα τράπεζα ….., δεν είχε ικανότητα να μεταβιβάσει εκ νέου τις απαιτήσεις εναντίον του, διότι για να επαναγοράσει τις απαιτήσεις που μεταβίβασε στην ………, θα έπρεπε να είχε εξοφλήσει όλες τις απαιτήσεις των κόκκινων δανείων που εμπεριέχονται στις 150 ομολογίες που εξέδωσε η αγοράστρια εταιρεία προς το επενδυτικό κοινό και δεν αναφέρεται στην περίληψη της σύμβασης μεταβίβασης το ποσό της μεταβίβασης. Απέρριψε ως αβάσιμους τους υπό στοιχείο 14, 21  και 22 λόγους ανακοπής με τους οποίους ο ανακόπτων  και  ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι δεν αποδείχτηκε η μεταβίβαση της απαίτησης εκ της επίδικης από 3-7-2007 σύμβασης δανείου από τα συγκοινοποιούμενα με την προσβαλλόμενη επιταγή κατ’ αρθρ. 925 Κ.Πολ.Δ νομιμοποιητικά έγγραφα γι’ αυτό και είναι άκυρες οι επισπευδόμενες πράξεις εκτέλεσης. Απέρριψε ως αβάσιμους τους υπό στοιχείο 16 και 18 λόγους ανακοπής με τον οποίο ο ανακόπτων  και  ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι  δεν αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής η αιτία πληρωμής του δανείου προς αυτόν ως εγγυητή, επομένως είναι άκυρες οι πράξεις εκτέλεσης σε βάρος του. Απέρριψε ως απαράδεκτο τον υπό στοιχείο 19 λόγο ανακοπής με τον οποίο ο ανακόπτων  και  ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι  η καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της καθ’ης την 11-7-2016 πάσχει, διότι δεν προκύπτει ότι τα φυσικά πρόσωπα που την συνυπογράφουν εκπροσωπούν νόμιμα την καταγγέλουσα τράπεζα. Επομένως, ακύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και πρέπει εξ’ αυτού του λόγου να ακυρωθούν όλες οι πράξεις εκτέλεσης.  Απέρριψε ως αβάσιμους τους υπό στοιχεία 26 και 27 λόγους ανακοπής τους οποίους εκτίμησε ως έναν με τους οποίους ο ανακοπτών και ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι από την συγκοινοποιηθείσα με αριθμό πρωτ……/16-9-2019 περίληψη που έχει καταχωρηθεί νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθήνας, της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ.8 του ν.3156/2003 ουδόλως αποδείχθηκε ότι η Τράπεζα ………. πώλησε και μεταβίβασε την επίδικη απαίτηση σε βάρος του στην πρώτη καθ΄ης διότι παραλείπεται το τίμημα που καταβλήθηκε από την αγοράστρια στην πωλήτρια το οποίο αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της δημοσίευσης της τυποποιημένης περίληψης της σύμβασης πώλησης. Το ίδιο ισχύει και στην με αριθμό πρωτ……./16-9-2019 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθήνας τ, αριθμ….. της τυποποιημένης περίληψης της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικώς απαιτήσεων με την οποία διορίστηκε η τρίτη καθ΄ ης, εκ μέρους της αγοράστριας εταιρείας ειδικού σκοπού πρώτη καθ΄ ης, ως διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003, διότι στο κείμενο της σύμβασης παραλείπεται να αναφερθεί το ποσό της αμοιβής διαχείρισης. Ενόψει όμως του ότι η αναφορά του τιμήματος αποτελεί στοιχείο του έγγραφου συστατικού τύπου της κατά άρθρο 513 ΑΚ σύμβασης, η μη αναφορά του στην περίληψη της σύμβασης οδηγεί στην εικονικότητα της περίληψης και στην ακυρότητα αυτής και άρα στην έλλειψη νομιμοποίησης της καθής στην έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή. Απέρριψε ως μη νόμιμο τον υπό στοιχείο 28 λόγο ανακοπής με τον οποίο ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι η δεύτερη καθ΄ης παράλειψε να προσκομίσει με την αίτηση της για έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ολόκληρη τη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης σε πιστό αντίγραφο, με αποτέλεσμα να μην έχει αποδειχθεί η επικληθείσα από την δεύτερη καθ΄ης ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, οι απαιτήσεις που της δόθηκαν προς διαχείριση και η καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης. Τέλος απέρριψε ως μη νόμιμο τον υπό στοιχεία 2 πρόσθετο λόγο ανακοπής με τον οποίο ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίζονταν ότι η καθ΄ης δεν προσκόμισε το καταστατικό της προκειμένου να αποδειχθεί η ενεργητική της νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της εταιρείας ειδικού σκοπού, ώστε να μπορεί να προβαίνει σε αγορά απαιτήσεων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα προέκυψε ότι ο εκκαλών είχε ασκήσει τις προαναφερόμενες  ανακοπές και πρόσθετους λόγους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναφορικά με την ακυρότητα του προσβαλλόμενου με αυτήν τίτλου (με αριθμό ………/2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) και της προδικασίας της εκτέλεσης, ήτοι της από 2.6.2023 επιταγής προς εκτέλεση, που εκκρεμούν προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  προγενεστέρως της επίδοσης της με αριθμό ……./2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή ………..  η οποία έλαβε χώρα  την 28.6.2023, οπότε άσκησε την ως άνω υπό κρίση 05.07.2023 αρ. εκ. κατ. ……../2023 ανακοπή και το δικόγραφο των από 06.11.2023 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής. Κατά συνέπεια, οι  ανωτέρω  λόγοι της υπό κρίση νεότερης  ανακοπής κατά της με αριθμό …../2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή ……..  που ταυτίζονται με τους λόγους της προαναφερομένης ανακοπής και πρόσθετους λόγους αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  κατά της με αριθμό ……/2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  και της ανακοπής κατά από 2.6.2023 επιταγής προς εκτέλεση, ήταν γεγενημένοι  και προτάθηκαν η μπορούσαν να προταθούν ως λόγοι  της προγενέστερων ανακοπών κατά της διαταγής πληρωμής και  κατά της εκτέλεσης, και ως εκ τούτου  η προβολή τους στη μεταγενέστερη ανακοπή προσκρούει στο άρθρο 935 ΚΠολΔ, που εισάγει την αρχή της συγκέντρωσης των λόγων της ανακοπής καθιερώνοντας ως κύρωση το απαράδεκτο (ΜΕφΛαμ 80/2022, ό.π, Μ. εφ. Πειραιά 330/20924, Μον. Εφετείο Πειραιά  223/2025). Συνεπώς, απαραδέκτως, κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ, προβάλλονται εκ νέου, καθόσον η άσκηση αυτής δεν γίνεται κατά το άρθρο 69 παρ.1 δ ΚΠολΔ, (βλ. και ΑΠ 242/2001, ΝΟΜΟΣ), του δικονομικού αυτού απαραδέκτου, που προβάλλει και ο εκκαλών με την έφεση του, λαμβάνομένου υπόψιν και αυτεπαγγέλτως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής είτε ως αόριστους, είτε ως μη νόμιμους είτε ως ουσιαστικά αβάσιμους, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τους υπό στοιχεία 1 έως και 32 (πρώτο σκέλος)  λόγους ανακοπής και ως τους υπό στοιχεία 1 και 2 πρόσθετους λόγους ανακοπής, καθόσον, παρά την ταυτότητα αποτελέσματος στο διατακτικό με την παρούσα απόφαση, το παραγόμενο εξ εκείνης δεδικασμένο είναι εν πολλοίς διαφορετικό από εκείνο που δημιουργείται με την παρούσα κρίση του Δικαστηρίου αυτού, καθόσον η  απόρριψη αυτών ως απαράδεκτων είναι ευνοϊκότερη για τον ανακόπτοντα, γιατί το Δικαστήριο δεν κρίνει τον σχετικό λόγο ως προς το περιεχόμενό του και δεν δύναται, συνεπώς, να χωρήσει απλή αντικατάσταση αιτιολογιών κατ΄ άρθρο 534 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατ΄αρθρο 535 κπολδ, ως προς τους παραπάνω λόγους ανακοπής και αφού κρατηθεί αυτός από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ. (βλ. άρθρο 536 σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, Σ. Τσαντίνη, σελ. 380 που παραπέμπει σε ΑΠ 700/2008, ΑΠ 134/2008, ΑΠ 1914/2007, ΑΠ 1915/2007, ΕφΑθ 1716/2016 στην ΤΝΠ Νόμος).

Πλημμέλειες αναγόμενες στην περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου με τα συστατικά και τα παραρτήματα αυτού ή του τόπου πλειστηριασμού, όπως και κάθε έλλειψη της έκθεσης κατάσχεσης, δικαιολογούν την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία είναι ιδιώνυμη ανακοπή, που προσομοιάζει με αίτηση για τη λήψη ρυθμιστικού μέτρου της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν προσβάλλεται το κύρος της κατάσχεσης (ΕφΑιγαίου 61/2019 ο.π., ΜΠρΛαμ 45/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με άλλα λόγια, μόνο όταν η πλημμέλεια της περιγραφής δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με απλή διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης, είναι δηλαδή ιδιαίτερα σοβαρή και προκαλεί αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα του κατασχεμένου, προκαλείται, κατά τα άρθρα 159 αρ. 3 και 954 παρ. 2 εδ. α` ΚΠολΔ, ακυρότητα της κατάσχεσης, η οποία κηρύσσεται ύστερα από ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εφ’ όσον η ανακρίβεια της περιγραφής συνεπάγεται γι` αυτόν που την προτείνει, αναπότρεπτη αλλιώς βλάβη (ΑΠ 1898/2011 ΕΠολΔ 2012.525, ΑΠ 1497/2003 ΕλλΔνη 2004.433, ΕφΑιγαίου 123/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγαίου 61/2019 ο.π.,). Αν, όμως, τέτοια βλάβη δεν είναι νοητή, διότι υπάρχει δυνατότητα επαρκούς θεραπείας των ελλείψεων της κατασχετήριας έκθεσης με τη διόρθωση κατά το άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν Θα μπορεί να ευδοκιμήσει (ΕφΑιγαίου 61/2019 ο.π.). Πρέπει δε ο ίδιος ο καθ’ ου η εκτέλεση να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη συνδρομή άλλως αναπότρεπτης βλάβης του, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί πραγματικό γεγονός και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΕφΑιγαίου 123/2021 ο.π., ΕφΑιγαίου 61/2019 ο.π., ΕφΛαρ. 525/2018 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2018.77, ΕφΔωδ 39/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον τεσσαρακοστό λόγο έφεσης ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών επαναφέρει τον τρίτο  πρόσθετο λόγο της ως άνω ανακοπής με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η περιγραφή στην προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης των κατασχεθέντων γραφείων είναι ελλιπής αφού ο συντάξας αυτήν αναφέρει ότι υπάρχουν δυο πόρτες στο κατασχεθέντα, ενώ στην πραγματικότητα οι περιγραφόμενες στην κατασχετήρια έκθεση με αριθμούς 1,2,10 και 11 οριζόντιες ιδιοκτησίες έχουν συνενωθεί από το έτος 1990 κι η είσοδος σε αυτές γίνεται  από τη μία εκ των δυο πορτών, οι δε υπό στοιχεία Ε3 και Ε4 αποτελούν δεύτερο ενιαίο σύνολο με είσοδο από την δεύτερη αναφερόμενη στην έκθεση πόρτα, ώστε η περιγραφή των κατασχεθέντων δεν είναι ακριβής  και η έλλειψη αυτή καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη, καθόσον ο ανακόπτων υφίσταται ανεπανόρθωτη βλάβη. Επί του ως άνω λόγου έφεσης λεκτέα τα εξης : Κατά τα άρθρα 954 παρ. 2, 992, και 993 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η έκθεση κατάσχεσης, ακινήτου πρέπει να περιέχει, πλην άλλων: α) ακριβή περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου, ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με συστατικά του και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την τοπική και οικονομική του ταυτότητα, β) αναφορά της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού, γ) μνεία της εκτίμησης του κατασχεθέντος που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας και της τιμής πρώτης προσφοράς και δ) αναφορά του εκτελεστού τίτλου στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση, της επιταγής που επιδόθηκε στον οφειλέτη και του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση. Ειδικότερα, όσον αφορά την περιγραφή του κατασχεμένου γίνεται δεκτό ότι η εν λόγω περιγραφή τον ακινήτου δεν απαιτείται να είναι σχολαστική, αρκεί να  περιέχει συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατάσχεται κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκταση, τα συστατικά και τα κατασχεθέντα παραρτήματα και να προκύπτει από αυτήν η τοπική και οικονομική του ταυτότητα, στη συνοπτική του δηλαδή περιγραφή να υπάρχει ευκρινής προσδιορισμός του περιεχομένου του μέλλοντος να πλειστηριασθεί, αντικειμένου και να μη δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις στους πλειοδότες, οι οποίες ενδέχεται να τους οδηγήσουν σε μειωμένες, κατά το ποσό πλειοδοσίες (ΑΠ 635/1992 ΕλλΔνη 35. 86, ΕφΑΘ 459/1993 ΝοΒ 42. 206). Εν προκειμένω από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης προκύπτει ότι ο επί εκτελέσεως υπάλληλος προβαίνει σε επαρκή περιγραφή των κατασχεθέντων ακινήτων ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή τους, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την τοπική και οικονομική τους ταυτότητα, ώστε να δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς την προσέλευση των πλειοδοτών και το ύψος των πλειοδοσιών. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο, με συνέπεια τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο ενάγων με το σχετικό πρόσθετο λόγο της ως άνω εφέσεώς του, να είναι απορριπτέα ως αβάσιμα κατ΄ ουσίαν,

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 995παρ.4 ΚΠολΔ, με τις οποίες ορίζονται οι διατυπώσεις που αποτελούν την αναγκαία προδικασία του πλειστηριασμού, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η κατάθεση από τον δικαστικό επιμελητή στον υπάλληλο του πλειστηριασμού του εκτελεστού τίτλου, της έκθεσης επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, της κατασχετήριας έκθεσης, καθώς και των εκθέσεων επίδοσης της προς τον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα, του πιστοποιητικού βαρών, καθώς και, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, της έκθεσης εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή του π.δ. 59/2016, ενώ για την κατάθεση των παραπάνω εγγράφων προβλέπεται η σύνταξη σχετικής έκθεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Παρά τη γραμματική διατύπωση του έκτου εδαφίου «Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος», πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα και με τη θεμελιώδη διάκριση που επικράτησε στη νομολογία υπό το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε και πριν την εισαγωγή του Ν. 4335/2015, ότι μόνο η παντελής (πλήρης) παράλειψη των παραπάνω προβλεπόμενων διατυπώσεων ή η εκπρόθεσμη τήρηση τους προκαλεί απόλυτη ακυρότητα, με βάση το άρθρο 159 αριθ. 1 ΚΠολΔ, η οποία απαγγέλλεται μέσω της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που ασκείται εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. β’ του ίδιου Κώδικα προθεσμίας, δηλαδή ασκείται εντός εξήντα ημερών από την μεταγραφή περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης. Αντίθετα, αν πραγματοποιηθούν εμπρόθεσμα οι παραπάνω προβλεπόμενες διατυπώσεις της προδικασίας του πλειστηριασμού, αλλά αυτές πάσχουν από ελαττώματα, ελλείψεις ή πλημμέλειες, τότε οι ίδιες αυτές πράξεις προσβάλλονται με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με επίκληση δικονομικής βλάβης (άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ), εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. α’ εδ. α’ του ίδιου Κώδικα προθεσμίας, δηλαδή μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης (Νίκα Ν., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Β’ τόμος, 2ι έκδοση, 2018, §43, αριθ. 39, σελ. 259 – 260, με τις εκεί νομολογιακές παραπομπές με αριθ. υποσημ. 120, Γέσιου – Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα, Ειδικό Μέρος, Γ’ έκδοση, 2018, §59, αριθ. 60, σελ. 490, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2ι έκδοση, 2021, άρθρο 995, αριθ. 10, σελ. 860). 523/2024

Με τον τεσσαρακοστό πρώτο λόγο έφεσης ο ανακόπτων επαναφέρει τον τέταρτο πρόσθετο  λόγο της ως άνω ανακοπής με τον οποίο ισχυρίζεται ότι στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης δεν αναφέρεται ότι δεν υφίσταται νομικό ελάττωμα στις κατασχεθείσες ιδιοκτησίες αν και σε βάρος της υπό στοιχείο Ε1 οριζόντιας ιδιοκτησίας υφίσταται  κατάσχεση του  Δήμου Πειραιώς, που επιβλήθηκε  δυνάμει της αρ. …../13.9.2017 έκθεση κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή …………… Επίσης σε βάρος των κατασχεθεισών ιδιοκτησιών Ε1, Ε2 και Ε10 υφίσταται προσημείωσή ύψους 130.00,00 ευρώ υπερ της Τράπεζας …………..  Η  ανωτέρω παράλειψη δημιουργεί ακυρότητα της κατασχετήριας έκθεσης αφού  στην ως άνω έκθεση δηλώνεται η ανυπαρξία νομικών ελαττωμάτων των εκπλειστηριαζομένων ακινήτων. Συνεπώς η προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον ο ανακόπτων υφίσταται ανεπανόρθωτη βλάβη. Με αυτό το περιεχόμενο ο συγκεκριμένος πρόσθετος λόγος της υπό κρίση ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι αν και η  μνεία των υποθηκών και προσημειώσεων που υπάρχουν πάνω στο κατασχεμένο ακίνητο, αποτελεί αναγκαίο στοιχείο  του αποσπάσματος που εκδίδεται με βάση την έκθεση κατάσχεσης αυτή, προσδιοριστικό της οικονομικής ταυτότητας του κατασχεμένου ακινήτου, πλην όμως δε θα επέφεραν την ακυρότητα της κατασχετήριας έκθεσης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα μείζονα σκέψη, καθώς η επικαλούμενη έλλειψη  είναι επιδεκτικές διόρθωσης, με αποτέλεσμα να αποτελεί αντικείμενο μόνο της ειδικής διορθωτικής ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ και όχι λόγο της ακυρωτικής ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ,  ενώ, σε κάθε περίπτωση, ο ανακόπτων δεν επικαλείται συγκεκριμένη δικονομική ή περιουσιακή βλάβη, την οποία υπέστη η ίδια εκ της άνω παράβασης και η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΕφΠειρ 271/2023, δημοσιευθείσα στον ιστότοπο www.efeteio-peir.gr). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο, με συνέπεια τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο ενάγων με το σχετικό πρόσθετο λόγο της ως άνω εφέσεώς του, είναι απορριπτέα. Ενόψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης κατά της με αριθμό της …/2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή ……….. προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση , να απορριφθεί ως προς τους υπό στοιχεία 40 και 41 λόγους της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, επειδή η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε εν μέρει,  ως προς τους υπό στοιχεία 1 έως 32 (πρώτο σκέλος) λόγους ανακοπής και τους υπό στοιχεία 1 και 2 πρόσθετους λόγους ανακοπής, ακολούθως δε οι παραπάνω λόγοι απορρίφθηκαν για διαφορετική αιτία από την εκκαλουμένη, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παράβολου για την άσκηση του ένδικου μέσου, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει  αντιμωλία των διαδίκων την από 29.01.2024 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./02.02.2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………./11.09.2024 έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4121/2023 εν μέρει  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε,  αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών έφεση

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Δέχεται εν μέρει την έφεση κατ’ ουσίαν ως προς τους υπό στοιχεία 1 έως 32 (πρώτο σκέλος)  λόγους ανακοπής και τους υπό στοιχεία 1 και 2 πρόσθετους λόγους ανακοπής.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ……………/2024 e- Παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη κατά τους αμέσως παραπάνω λόγους ανακοπής και πρόσθετους λόγους ανακοπής.

Κρατεί και δικάζει την από 05.07.2023 αρ. εκ. κατ. ………../2023 ανακοπή ως προς τους υπό στοιχεία 1 έως 32 (πρώτο σκέλος) λόγους και το δικόγραφο των από 06.11.2023 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής,  προς τους δύο πρώτους λόγους αυτού.

Απορρίπτει τους υπό στοιχεία 1 έως 32 (πρώτο σκέλος) λόγους ανακοπής και το δικόγραφο των από 06.11.2023 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2023 πρόσθετων λόγων ανακοπής, προς τους υπό στοιχεία 1 και 2  λόγους αυτού, ως απαράδεκτους.

Κατά τα λοιπά, Απορρίπτει την έφεση κατ΄ ουσίαν, ως προς  τους υπό στοιχεία 3 και 4  πρόσθετους λόγους ανακοπής.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Σεπτεμβρίου  2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ