ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 595/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας : ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθηνά Χαρβαλάκου – Γλύκα (ΑΜΔΣΠ : ……..).
Της εφεσίβλητης : ……….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ……… ζήτησε να γίνει δεκτή η από 11-10-2018 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2018 και ειδικό …./2018 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, με τη με αριθμό 2884/2019 οριστική απόφασή του, κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο αυτό δικαστήριο, στο οποίο η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση κατόπιν σχετικής κλήσης της ενάγουσας, εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία τη με αριθμό 2439/2021 οριστική απόφασή του, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 14-6-2022 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …/2022 για τη δικάσιμο της 16ης Νοεμβρίου 2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.
Στην τελευταία αυτή δικάσιμο (9-1-2025) η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη με αριθμό …………. Δ/22-12-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………., που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, με επιμέλεια της οποίας έγινε η επίσπευση της συζήτησης της έφεσης, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 16ης Νοεμβρίου 2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο (9-1-2025), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 128 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ωστόσο, στην τελευταία αυτή δικάσιμο (9-1-2025), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε κατατέθηκε δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα από πληρεξούσιο δικηγόρο της ότι επιθυμεί να δικαστεί χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, και ως εκ τούτου, ενόψει του ότι η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της μετ’ αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και δεν χρειάζεται κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη μετ’ αναβολή αυτή δικάσιμο (άρθρα 226 παρ. 4 εδ. δ, 498 ΚΠολΔ), η απολειπόμενη εφεσίβλητη πρέπει να δικαστεί ερήμην. Πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η παριστάμενη εκκαλούσα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προσκομίζει μετ’ επικλήσεως αντίγραφα του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου (αγωγής), των έγγραφων προτάσεων της απολειπόμενης αντιδίκου της, που κατατέθηκαν από αυτήν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση (2439/2021) πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως επί ποινή απαραδέκτου της προκείμενης συζήτησης επιβάλλεται από τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ.
ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 2439/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 15-6-2022, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, που έλαβε χώρα με παραγγελία της ενάγουσας την 16-5-2022, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … …. στο κοινοποιηθέν αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης, το οποίο μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./15-6-2022 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …. e – παράβολο). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 11-10-2018 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2018 και ειδικό …./2018 αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι κατοικεί στην ίδια πολυκατοικία με την εναγόμενη, με την οποία η ίδια (ενάγουσα) έχει τυπικές σχέσεις, πλην όμως, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-7-2018 έως και την 10-10-2018 η εναγόμενη έχει εκδηλώσει σε βάρος της ενάγουσας με δόλο αδικοπρακτική συμπεριφορά, καθώς ισχυρίζεται ενώπιον τρίτων εν γνώσει της ψευδώς ότι η ενάγουσα δήθεν διατηρεί ερωτικό δεσμό με τον εν διαστάσει συζύγό της (εναγόμενης), διαπράττοντας κατά τον τρόπο αυτό το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, αλλά και επιπλέον διαπράττει τα αδικήματα της έργω εξύβρισης και της λόγω εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση, υπό τις αναλυτικά περιγραφόμενες στο δικόγραφο περιστάσεις τόπου και χρόνου και λοιπές ειδικότερα συνθήκες, μεταξύ των οποίων και με την άσκηση την 17-9-2018 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κατά του εν διαστάσει συζύγου της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με το ανωτέρω ψευδές και συκοφαντικό για την ενάγουσα περιεχόμενο, της οποίας η τελευταία (ενάγουσα) έλαβε γνώση, με αποτέλεσμα τη βάναυση προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας κατά τις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής της. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, ζήτησε α) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 31.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που της προκάλεσε από την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της, επιφυλασσόμενη να αξιώσει επιπλέον το ποσό των 44,00 ευρώ ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα κατά της εναγόμενης, β) να υποχρεωθεί η τελευταία (εναγόμενη) να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, με απειλή προσωπικής κράτησης διάρκειας μέχρι ενός (1) έτους, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί η αντίδικός της στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με τη με αριθμό 2884/2019 οριστική απόφασή του, κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο αυτό δικαστήριο, στο οποίο η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση κατόπιν της από 16-12-2019 με ΓΑΚ/ΕΑΚ : …………./2019 κλήσης της ενάγουσας, εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την προσβαλλόμενη με αριθμό 2439/2021 οριστική απόφασή του, δυνάμει της οποίας, αφού κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 340, 346, 914, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361 – 363 ΠΚ, πλην του αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο μετά τον περιορισμό του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, έγινε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη απόφαση (2439/2021) αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 3.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, υποχρεώθηκε η εναγόμενη να παραλείπει στο μέλλον κάθε παράνομη ενέργεια που βλάπτει την προσωπικότητα της ενάγουσας, με απειλή σε βάρος της εναγόμενης προσωπικής κράτησης τριάντα (30) ημερών και χρηματικής ποινής τριακοσίων (300) ευρώ υπέρ της ενάγουσας για κάθε παράβαση της ανωτέρω διάταξης της απόφασης και καταδικάστηκε η εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας ύψους 400,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής (2439/2021) παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον της ασκηθείσα αγωγή.
IV. Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, (α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, (β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, (γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 292/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), εκδηλούμενη, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 του ΑΚ) και (δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή, κλπ.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ (ΑΠ 512/2023, ΑΠ 1017/2022, ΑΠ 292/2020, ΑΠ 1116/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 εδ. α και 363 εδ. α του ΠΚ, όπως ίσχυαν πριν τον ν. 5090/2024, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση του δράστη να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Όπως δε γινόταν δεκτό από τη νομολογία, ο ισχυρισμός για το δυσφημιστικό γεγονός μπορούσε να γίνει και με κατάθεση δικογράφου ή με επίδοση εξωδίκου μέσω δικαστικού επιμελητή, οπότε γνώση των ισχυρισμών, που περιέχονταν σ’ αυτό, λάμβαναν οι δικαστές, ο εισαγγελέας, οι υπάλληλοι της γραμματείας, ο δικαστικός επιμελητής και γενικά όλα τα πρόσωπα, τα οποία, από καθήκον, λάμβαναν γνώση του περιεχομένου του. Δηλαδή, στην έννοια του τρίτου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβανόταν οποιοδήποτε, πλην του δυσφημούμενου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λ.π., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, αρκεί το γεγονός να ήταν επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδιδόταν (Ολ ΑΠ 3/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ήδη, δυνάμει των άρθρων 54 και 138 παρ. 1 του ν. 5090/2024, από 1-5-2024 το άρθρο 363 του ΠΚ τροποποιήθηκε ως ακολούθως: «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης». Με τη νέα αυτή διάταξη, πέραν της κατάργησης της απλής δυσφήμησης, ορίζεται για τη συκοφαντική δυσφήμηση ότι από την έννοια του τρίτου, αποδέκτη της διάδοσης, εξαιρούνται τα πρόσωπα που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό ισχύει για τους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική ή διοικητική δίκη, όπως είναι ο εισαγγελέας, ο δικαστής, ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρισης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι, που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων ενόψει ή στο πλαίσιο πολιτικής δίκης (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 5090/2024). Η ως άνω ρύθμιση, που αποδεσμεύει την έκφραση των απόψεων και ισχυρισμών των διάδικων μερών, ενόψει δίκης ή κατά τη διάρκεια της δίκης, γραπτώς ή προφορικώς, από το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ασφαλώς έχει εφαρμογή και στους δικηγόρους, οι οποίοι, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών των διαδίκων, που αφορούν είτε στις υποθέσεις, που χειρίζονται οι ίδιοι, είτε άλλες υποθέσεις, που παρακολουθούν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, αναμένοντας την εκδίκαση των υποθέσεων, στις οποίες παρίστανται οι ίδιοι (ΑΠ 1521/2024, ΑΠ 959/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία της αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου – θύματος (τόσο της ηθικής βλάβης όσο και της ψυχικής οδύνης) και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 1414/2019, ΑΠ 838/2017). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 10/2017, Ολ ΑΠ 9/2015). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 34/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 1096/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Έτι περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια. Το Εφετείο επιλαμβανόμενο της διαφοράς εξετάζει εάν, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, το κατώτερο δικαστήριο αποφάσισε προσηκόντως ή όχι, τηρώντας την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο, διαδικασία. Συνεπώς, έχει ως προς την αγωγή (εισαγωγικό δικόγραφο), την αυτή όπως και εκείνο εξουσία, δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει αν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της στοιχεία. Ειδικότερα, εάν νόμω αβάσιμη ή αόριστη αγωγή έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία εν όλω ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς ειδικό παράπονο, να εξετάσει το νόμω βάσιμο και ορισμένο αυτής και να την απορρίψει για τις τυπικές αυτές πλημμέλειες, αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της, έστω για άλλους λόγους. Και τούτο γιατί με την απόφαση αυτή καθίσταται επωφελέστερη η θέση του εκκαλούντος (ΑΠ 1420/2023, ΑΠ 347/2020, ΑΠ 1216/1997 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
V. Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή ελέγχεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το μέρος που η επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας επήλθε ως αποτέλεσμα συκοφαντικής δυσφήμησης, που τελέστηκε με την άσκηση της ένδικης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην οποία η εναγόμενη εκθέτει το ψευδές και συκοφαντικό για την ενάγουσα γεγονός ότι η τελευταία (ενάγουσα) φέρεται να είναι ερωμένη του εν διαστάσει συζύγου της (εναγόμενης), καθόσον κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής ουδόλως αναφέρονται οι τρίτοι ενώπιον των οποίων η εναγόμενη με το επικαλούμενο δικόγραφο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ισχυρίστηκε και διέδωσε το επίμαχο ψευδές και συκοφαντικό για την ενάγουσα γεγονός, στοιχείο απαραίτητο για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της επικαλούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης. Σε κάθε περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή κατά το επίμαχο αυτό μέρος της είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι δεν στοιχειοθετείται τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους της εναγόμενης σε βάρος της ενάγουσας, αφού οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην ένδικη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κατατεθείσα στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τους οποίους η εναγόμενη φέρεται να διέδωσε το παραπάνω ψευδές και συκοφαντικό σε βάρος της ενάγουσας γεγονός, περιήλθαν σε γνώση μόνο του δικάζοντος δικαστή, του δικαστικού γραμματέα, των πληρεξούσιων δικηγόρων των εκεί διαδίκων μερών και του επιδώσαντος την αίτηση δικαστικού επιμελητή, στα πλαίσια της άσκησης των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, και συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια του «τρίτου» ως στοιχείο της κατάφασης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος που τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 363 του νέου ΠΚ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Ακολούθως, δεν συντρέχει, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δια της επικαλούμενης κατάθεσης και επίδοσης του δικογράφου της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, περίπτωση παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος της ενάγουσας στην προσωπικότητά της με αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστάμενη στην τέλεση σε βάρος αυτής (ενάγουσας) της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 ΠΚ), αλλά ούτε και της απλής δυσφήμησης, μετά την κατάργηση του άρθρου 362 του νέου ΠΚ με το άρθρο 136 περ. α του Ν. 5090/2024. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση (2439/2021) έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά το μέρος αυτό και στη συνέχεια έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, ενώ ήταν απαράδεκτη λόγω αοριστίας, άλλως μη νόμιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Πρέπει επομένως, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 522 ΚΠολΔ, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο το παραδεκτό και τη νομιμότητα της ένδικης αγωγής, εφόσον η εκκαλούσα – εναγόμενη ζητεί την απόρριψή της, έστω για άλλους λόγους, να την απορρίψει για τις τυπικές αυτές πλημμέλειες, αφού πρώτα, γενομένης εν μέρει δεκτής της έφεσης ως βάσιμης και κατ’ ουσίαν, εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το σκέλος αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς το μέρος αυτό (ΜονΕφΠειρ 140/2025 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 619/2024 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι νόμιμη και θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 340, 346, 914, 932 ΑΚ, 361, 363 ΠΚ και 70, 176, 947 ΚΠολΔ.
VΙ. Από τις με αριθμό …/22-1-2019, …/22-1-2019, …/22-1-2019 και …../22-1-2019 ένορκες βεβαιώσεις των………………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, αντιστοίχως, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγόμενης μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……….. Β/17-1-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………, με συνημμένη την από 16-1-2019 εξώδικη γνωστοποίηση και πρόσκληση σε λήψη ένορκων βεβαιώσεων, τις οποίες προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλείται νόμιμα και προσκομίζει η εναγόμενη – εκκαλούσα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται α) οι με αριθμό ……../10-12-2019 και ………/10-12-2019 ένορκες βεβαιώσεις της ………. και της ………..ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ληφθείσες με επιμέλεια της εναγόμενης στα πλαίσια άλλης δίκης, οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1028/2013, ΑΠ 343/2000, ΑΠ 146/1997 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), β) πολιτικές αποφάσεις άλλων δικαστηρίων (ενδεικτικά η με αριθμό 161/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, η με αριθμό 1104/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ειδική Διαδικασία Οικογενειακών Διαφορών), γ) έγγραφα ποινικών δικογραφιών (ενδεικτικά η με ΑΒΜ : ……….. μήνυση της εναγόμενης κατά της ενάγουσας και λοιπών εγκαλούμενων ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το με αριθμό Β.Κ.Θ. …../2019 από 11-12-2019 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς κατά της ενάγουσας και λοιπών κατηγορούμενων, το από 20-7-2020 απολογητικό υπόμνημα της εναγόμενης στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης κατατεθέν σε ανακριτικό αστυνομικό υπάλληλο) και ποινικές αποφάσεις (ενδεικτικά η με αριθμό ΒΤ496/9-7-2021 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς), οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 440/2024, ΑΠ 681/2021, ΑΠ 1286/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ………. (εναγόμενη) τέλεσε με τον …………. την 9-12-2006 νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν δίδυμα τέκνα, τον … και τον ….., που γεννήθηκαν την 12-11-2010. Μετά την τέλεση του γάμου τους εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα πρώτου ορόφου οικοδομής κείμενης στον Πειραιά στην οδό …………, που αποτέλεσε τη συζυγική οικία. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και οδηγήθηκαν σε οριστική διάσταση μετά την αποχώρηση του ………. την 13-4-2018 από την οικογενειακή στέγη, στην οποία παρέμειναν η εναγόμενη μαζί με τα ανήλικα τέκνα τους. Ο ……… εγκαταστάθηκε σε έτερο διαμέρισμα κείμενο σε οικοδομή στον Πειραιά στην οδό ………., που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την προηγούμενη οικογενειακή στέγη τους. Περαιτέρω, η ………….. (ενάγουσα) είναι έγγαμη με τον …….. και από το γάμο της αυτό έχει αποκτήσει δίδυμα τέκνα, την ……. και τον …….., ηλικίας 17 ετών. Η ίδια (ενάγουσα) κατοικεί μαζί με την οικογένειά της στον πέμπτο όροφο της ίδιας ως άνω οικοδομής στην οδό ………. στον Πειραιά, όπου κατοικεί και η εναγόμενη με τα τέκνα της. Επίσης, στον πέμπτο όροφο της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας κατοικεί σε άλλο διαμέρισμα μία γυναίκα μεγάλης ηλικίας. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη εσφαλμένα είχε την εντύπωση ότι ο εν διαστάσει σύζυγός της, …………, διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με την ενάγουσα, την οποία η εναγόμενη άρχισε να προσεγγίζει σε διάφορες φάσεις της καθημερινής ζωής της. Ειδικότερα, προέκυψε ότι μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους και δη κατά τις νυκτερινές ώρες της 1ης-7-2018 προς την 2η-7-2018 και κοντά στα μεσάνυκτα η εναγόμενη επιστρέφοντας στην οικία της είδε την ενάγουσα, η οποία κατευθυνόταν προς την περιοχή όπου βρίσκεται το διαμέρισμα στο οποίο κατοικούσε ο εν διαστάσει σύζυγός της, η δε ενάγουσα σταμάτησε στην είσοδο της εν λόγω πολυκατοικίας και χτύπησε το κουδούνι και τότε την πλησίασε η εναγόμενη και την ρώτησε που πάει, η ενάγουσα όμως, έσπευσε να εισέλθει στην πολυκατοικία. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι την 2-7-2018 και κατά τις απογευματινές ώρες ο …………… επισκέφθηκε την εναγόμενη στην οικία της και της ζήτησε να μην ξαναμιλήσει στην ενάγουσα. Αναφορικά δε με το παραπάνω περιστατικό, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατά την παραπάνω συνάντησή της με την εναγόμενη την 1-7-2018, την οποία πάντως τοποθετεί σε άλλο σημείο της οδού ……., επιστρέφοντας από επίσκεψη σε φιλικό της σπίτι επί της οδού ……….. (και όχι μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας του ……………), έλαβε χώρα έντονο φραστικό επεισόδιο μεταξύ των διαδίκων, καθότι η εναγόμενη φέρεται να της επιτέθηκε λεκτικά και με την παρουσία τρίτων προσώπων άρχισε να φωνάζει δυνατά απευθυνόμενη στην ενάγουσα «τι θες στο σπίτι του …… ;» και επιπλέον ότι μετά την επιστροφή της εναγόμενης στο σπίτι της, εκείνη (εναγόμενη) ισχυρίστηκε προφορικά και δια τηλεφωνικής επικοινωνίας απευθυνόμενη σε δύο άλλους ενοίκους της ίδιας πολυκατοικίας ότι «πηδιέται (η ενάγουσα) με τον άνδρα της» (εναγόμενης). Ωστόσο, οι αγωγικοί αυτοί ισχυρισμοί περί λόγω εξύβρισης και περί συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρονται να τελέστηκαν σε βάρος της ενάγουσας από την εναγόμενη στον πιο πάνω τόπο και χρόνο (1-7-2018 και 2-7-2018), δεν αποδείχθηκαν ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν. Ωσαύτως, ουδόλως προέκυψε ότι την 19-7-2018 και περί ώρα 1.00 π.μ. η εναγόμενη από τη βεράντα του διαμερίσματός της έφτυσε την ενάγουσα, η οποία είχε μόλις εξέλθει του οχήματός της. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι την 17-9-2018 και περί ώρα 11.00 π.μ. η εναγόμενη από τη θέση του οδηγού του αυτοκινήτου της κινούμενη στη συμβολή των οδών ………… στον Πειραιά έφτυσε την ενάγουσα, που κινείτο κατά την ίδια ώρα πεζή. Ως εκ τούτου, οι σχετικοί αγωγικοί ισχυρισμοί περί έργω εξύβρισης (φτύσιμο), που φέρεται να τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση από την εναγόμενη σε βάρος της ενάγουσας στον πιο πάνω τόπο και χρόνο (19-7-2018 και 17-9-2018), είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι την 9-9-2018 η θυγατέρα της ενάγουσας έλαβε κλήση στο κινητό της τηλέφωνο, κατά τη διάρκεια της οποίας άκουσε την εξής φράση : «η μητέρα σου έχει το γκόμενο στο σπίτι», και άρα, ο συναφής αγωγικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι την 3-9-2018 και περί ώρα 00.30 π.μ. η εναγόμενη ενημερώθηκε από την αδελφή της ……. ότι το μηχανάκι του εν διαστάσει συζύγου της ήταν σταθμευμένο έξω από την πολυκατοικία της, χωρίς ο τελευταίος να έχει επισκεφθεί το διαμέρισμα των ανηλίκων τέκνων τους. Τότε, εκείνη (εναγόμενη) αποφάσισε να περιμένει τον ………. στην είσοδο της πολυκατοικίας, ενώ η ……… παρέμεινε στην οικία της αδελφής της προς φύλαξη των ανηλίκων ανιψιών της. Πράγματι, την 3-9-2018 και περί ώρα 4.00 π.μ. ο .……, χρησιμοποιώντας το κλιμακοστάσιο και όχι τον ανελκυστήρα, κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου συνάντησε την εναγόμενη, με την οποία διαπληκτίστηκε και της προκάλεσε σωματική βλάβη, για την οποία καταδικάστηκε για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών με τριετή αναστολή, δυνάμει της με αριθμό …………/9-7-2021 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Ακολούθως, η εναγόμενη άσκησε κατά του εν διαστάσει συζύγου της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11-9-2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………./17-9-2018 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επιδοθείσα στον καθ’ ου η αίτηση (σύζυγό της) την 17-9-2018, με την οποία ζητούσε να ρυθμιστεί προσωρινά η δημιουργηθείσα κατάσταση ως προς τη χρήση της οικογενειακής στέγης, να της ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, καθώς και να της καταβληθεί προσωρινά διατροφή για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους και για την ίδια ατομικά. Στο δικόγραφο της εν λόγω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων η εναγόμενη ισχυριζόταν, κατά το ενδιαφέρον για την υπό κρίση υπόθεση μέρος, τα ακόλουθα : «…. Εσχάτως ανακάλυψα ότι ο καθ’ ου έχει συνάψει ερωτικό δεσμό με έγγαμη γυναίκα, που διαμένει στην πολυκατοικία, όπου βρίσκεται η οικογενειακή μας στέγη. Μετά την αποχώρησή του από την οικογενειακή μας στέγη, ο καθ’ ου δεχόταν συστηματικά επισκέψεις της εν λόγω γυναίκας στην οικία όπου διαμένει μετά την απομάκρυνσή του από την οικογενειακή μας στέγη, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση. Αυτό το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι, καθώς στις 2-7-2018 διερχόμενη τυχαία από τη διεύθυνση της ως άνω οικίας συναντήθηκα με την ανωτέρω γυναίκα, την οποία γνωρίζω και η οποία ανέμενε για να εισέλθει στην οικία αυτή. Μάλιστα, της απηύθυνα το λόγο ρωτώντας την που πάει κι εκείνη παραδέχθηκε ότι πήγαινε να επισκεφθεί το σύζυγό μου. Μάλιστα, την επομένη, στις 19.00, ο καθ’ ου είχε το θράσος να με επισκεφθεί στην οικογενειακή μας στέγη για να με «απειλήσει» απαιτώντας να μην τολμήσω να απευθυνθώ προς την ερωμένη του. …. Τέλος, όλως προσφάτως, στις 3-9-2018 και περί ώραν 1.30, διαπίστωσα ότι το δίκυκλο του καθ’ ου ήταν σταθμευμένο έξω από την πολυκατοικία, όπου βρίσκεται η κατοικία μας. Μη γνωρίζοντας το σκοπό της επισκέψεως του καθ’ ου, αλλά και επειδή τα τέκνα μου αντιμετώπιζαν ιογενείς στομαχικές διαταραχές παρέμεινα άγρυπνη επί μακρόν. Εν τέλει, αντιλαμβανόμενη ότι η επίσκεψη του συζύγου μου δεν είχε σχέση με εμένα και τα παιδιά μου, κατέβηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου τον περίμενα και συναντώντας τον, του είπα ότι είναι αδιανόητο στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας εγώ να φροντίζω τα τέκνα μας κι εκείνος στον πέμπτο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας να ερωτοτροπεί με την ερωμένη του εκμεταλλευόμενος την απουσία του συζύγου της… Επίσης, ο καθ’ ου έχει εγκαταλείψει αυτοβούλως την οικογενειακή μας στέγη και διαμένει σε ακίνητο κυριότητας του πατρός του προκειμένου να συνευρίσκεται ακώλυτα με τη νέα, έγγαμη, ερωμένη του…» (βλ. το εν λόγω δικόγραφο). Επομένως, από το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο της ένδικης αίτησης προκύπτει σαφώς ότι η εναγόμενη υποστήριζε ότι ο εν διαστάσει σύζυγός της διατηρεί ερωτικό δεσμό με έγγαμη γυναίκα, η οποία, αν και δεν κατονομάζεται ρητά (με το ονοματεπώνυμό της), εντούτοις «φωτογραφίζεται» κατά τρόπο σαφή και ευδιάκριτο στην αίτησή της, ταυτιζόμενη ευχερώς με την ενάγουσα, αφού αναφέρει τόσο την έγγαμη ιδιότητά της όσο και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας της (περιοχή, οδό και αριθμό) και επιπλέον και τον όροφο (πέμπτο) της πολυκατοικίας, όπου βρίσκεται η κατοικία της (ενάγουσας), δοθέντος ότι στον όροφο αυτό κατοικεί πλην της ενάγουσας και μία ηλικιωμένη γυναίκα, ως προαναφέρθηκε [βλ. Μ.Μαργαρίτη – Α.Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία – Εφαρμογή, εκδ. 2014, υπό άρθρο 361 (εξύβριση), παρ. 9, σελ. 1105 : δεν είναι ανάγκη να κατονομάζεται ρητά ο θιγόμενος, αρκεί να υποδηλώνεται με οποιονδήποτε τρόπο]. Κατά συνέπεια, με το παραπάνω δικόγραφο, που επιδόθηκε στον καθ’ ου η αίτηση και του οποίου έλαβε γνώση η ενάγουσα, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή αναλήθεια του ως άνω περιεχομένου του, η εναγόμενη πρόσβαλε την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, ενεργώντας με τέτοιο σκοπό και ως εκ τούτου, εξύβρισε την ενάγουσα, προσβάλλοντας την προσωπικότητά της σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη, δεδομένου ότι η αποδιδιδόμενη στην ενάγουσα ιδιότητα της ερωμένης του εν διαστάσει συζύγου της εναγόμενης, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, ικανή και πρόσφορη να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, στοιχείο που σαφώς τελούσε σε γνώση της εναγόμενης, καθόσον η ενάγουσα, αν και σύζυγος και μητέρα ανηλίκων τέκνων, εμφανίζεται ως ανέντιμη και ανήθικη, που διάγει έκλυτο βίο και δεν σέβεται το θεσμό του γάμου και της οικογένειας, και επιδιώκει να διαλύσει την έγγαμη σχέση τρίτων, αλλά και αδιαφορεί για τη δική της έγγαμη σχέση, για τη δική της οικογένεια και την ανατροφή και τη φροντίδα των τέκνων της. Επιπλέον, η εναγόμενη έδρασε με τέτοιο σκοπό, ήτοι εξυβρίσεως, εν γνώσει της ότι με το ως άνω χρησιμοποιούμενο μέσο (δικόγραφο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων) και με το παραπάνω περιεχόμενο προσβάλλεται η τιμή της θιγόμενης και επιδιώκοντας την εκπλήρωση του σκοπού αυτού, αφού, αν και σαφώς γνώριζε ότι θα μπορούσε να περιοριστεί στη μνεία της «απιστίας» του αντιδίκου της στο ιστορικό του συγκεκριμένου δικογράφου, ώστε να αποδοθεί προσηκόντως το περιεχόμενο της σκέψης της για την προάσπιση του νόμιμου δικαιώματός της να προσφύγει στη δικαιοσύνη επιδιώκοντας να ανατεθεί δικαστικά στην ίδια (εναγόμενη) η προσωρινή επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της, αντί στον, κατά τους ισχυρισμούς της, ακατάλληλο, ανεύθυνο και αδιάφορο για την οικογένειά τους αντίδικό της, εντούτοις η εναγόμενη επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον ως άνω αναφερόμενο μη αναγκαίο τρόπο, δηλαδή τη «φωτογραφική» αναφορά της ενάγουσας με την ιδιότητα της φερόμενης ως ερωμένης του εν διαστάσει συζύγου της, ακριβώς για να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη της παθούσας, καθώς ο ως άνω χαρακτηρισμός είναι ιδιαίτερα δυσμενής για την ενάγουσα και ενέχει αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη, της κοινωνικής και ηθικής αξίας της παθούσας και εκδήλωση προφανώς καταφρόνησης και ονειδισμού για το πρόσωπό της. Εκ τούτων παρέπεται ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης, εκδηλωθείσα με την άσκηση της προειρημένης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων έχουσας το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο, πληρεί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του προβλεπόμενου στο άρθρο 361 ΠΚ αδικήματος της εξύβρισης. Σημειωτέον ότι ο άδικος χαρακτήρας της προπεριγραφόμενης εξυβριστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και έτσι παραμένει η παρανομία, ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μετά την κατάργηση του άρθρου 367 ΠΚ από την 1-5-2024 με το Ν. 5090/2024 (άρθρα 136 περ. α, 138 παρ. 1), το οποίο προέβλεπε στην παράγραφο 1 περιπτώσεις άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης τόσο ως ποινικού όσο και ως αστικού αδικήματος (με τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2), απορριπτόμενης της εκ του άρθρου 367 παρ. 1 στοιχ. γ ΠΚ προβαλλόμενης ένστασης της εναγόμενης ως αβάσιμης. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι μετά την άσκηση της ως άνω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων η εναγόμενη επικοινώνησε με ενοίκους της ίδιας πολυκατοικίας (οι οποίοι ουδόλως κατονομάζονται στην ένδικη αγωγή) και τους ζήτησε να καταθέσουν στο δικαστήριο ως μάρτυρες για το φερόμενο γεγονός της εξωσυζυγικής σχέσης του αντιδίκου της με την ενάγουσα, πλην όμως, οι γείτονες αυτοί, στους οποίους απευθύνθηκε η εναγόμενη, αφενός αρνήθηκαν να καταθέσουν, αφετέρου πληροφόρησαν σχετικά την ενάγουσα. Επιπρόσθετα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η …………… και η …………, φίλες της εναγόμενης, κατέθεσαν ως μάρτυρες (με ένορκη βεβαίωση και στο ακροατήριο, την 9-10-2018 και την 10-10-2018, αντιστοίχως), προς απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας της ως άνω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ότι ο εν διαστάσει σύζυγος της εναγόμενης διατηρεί ερωτικό δεσμό με έγγαμη γυναίκα, που κατοικεί στον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας, «φωτογραφίζοντας» την ενάγουσα ως ερωμένη του τελευταίου, επιφυλλασσόμενη (η ενάγουσα) παντός νομίμου δικαιώματός της κατά των εν λόγω μαρτύρων. Ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός όμως, πέραν του ότι υπαίτιοι τυχόν προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας είναι εν προκειμένω οι εν λόγω φερόμενοι ως μάρτυρες και όχι η εναγόμενη, στην οποία δεν καταλογίζεται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά συναρτώμενη με τις ως άνω καταθέσεις, είναι απορριπτέος κατ’ ουσίαν, ενόψει του ότι δεν προσκομίζονται στο παρόν Δικαστήριο σχετικά αποδεικτικά μέσα και ιδίως οι επικαλούμενες αυτές επίμαχες ένορκες καταθέσεις. Επομένως και δοθέντος ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του πιο πάνω ποινικού αδικήματος (εξύβρισης), όπως προεκτέθηκαν, συντρέχει αστική αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης, η οποία ενεργώντας παρανόμως και υπαιτίως και με σκοπό εξυβρίσεως πρόσβαλε βάναυσα την τιμή, την υπόληψη και την εν γένει προσωπικότητα της ενάγουσας, με αποτέλεσμα αυτή (ενάγουσα) να διατηρεί αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της, την οποία υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης σε βάρος της. Περαιτέρω, ενόψει των εν γένει συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα σε βάρος της ενάγουσας η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης, του τρόπου και του μέσου τέλεσης, του βαθμού της υπαιτιότητας της υπαιτίου, της έλλειψης συνυπαιτιότητας της παθούσας, του είδους της προσβολής, της έκτασης της ζημίας, της στενοχώριας και της θλίψης, που προκλήθηκε στην ενάγουσα, των ηλικιών, καθώς και της κοινωνικής, οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 1.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρα 914, 932 ΑΚ), σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Το ποσό αυτό τελεί σε αναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό και την ικανοποίηση του δικαιώματος της ενάγουσας, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς και δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, έτσι ώστε να δημιουργείται δυσαναλογία του μέσου προς το σκοπό, εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως η αρχή αυτή δεσμεύει ως γενική δικαϊκή αρχή και εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Έτι περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι η εναγόμενη προτίθεται να επαναλάβει την προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας στο μέλλον και έτσι, το σχετικό αγωγικό αίτημα να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και με βάση τις προδιαληθείσες παραδοχές, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 1.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
VΙΙ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση (2439/2021), γενομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής ως βάσιμης και κατ’ ουσίαν, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και υποχρέωσε την εναγόμενη να παραλείπει στο μέλλον κάθε παράνομη ενέργεια που βλάπτει την προσωπικότητα της ενάγουσας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως ανωτέρω στην παρούσα απόφαση εκτέθηκε, και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται με τους σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσής της η εκκαλούσα – εναγόμενη. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η ένδικη έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (2439/2021) στο σύνολό της και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικαστεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει η ένδικη αγωγή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, πρέπει να καθοριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης εκ μέρους της εφεσίβλητης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, αφού με την αποδοχή του ενδίκου μέσου εξαφανίζεται και η διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τα δικαστικά έξοδα, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης, λόγω της μερικής ήττας της και ανάλογο με την έκταση αυτής, μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ενάγουσας, κατά μερική παραδοχή του νόμιμου σχετικού πρωτόδικου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σημειωμένου του ότι λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δεν υποβλήθηκε αυτή σε δικαστικά έξοδα ως προς τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./15-6-2022 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς) στην τελευταία, καθότι η έφεσή της αυτή έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 2439/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 2439/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 11-10-2018 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2018 και ειδικό …./2018 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στην εκκαλούσα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 18 Σεπτεμβρίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 1η Οκτωβρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ