ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Αποφάσεως 577/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στην Νίκαια Αττικης, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξουσιο δικηγόρο Εμμανουήλ Βαλάση.
Του εφεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε. άρθρο 36 παρ. 1, 41 παρ. 4 και 43 του ν. 4389/2016 ΦΕΚ Α 94), που εδρευει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης, που εδρεύει στην Αθήνα και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά που εδρεύει στον Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την δικαστική πληρεξούσια Α΄ Ν.Σ.Κ., Άννα Κωστοπούλου, βάσει δηλώσεως.
Το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εφεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-5-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2022 αίτησή του κατά της καθ’ης και ήδη εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επι της ως άνω αιτήσεως εξεδόθη η υπ’ αριθ. 3499/2022 απόφαση δια της οποιας η αίτηση έγινε δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ’ης με την από 13-12-2022 (αρ. εκθ. κατ. …………../2022) εφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………./2023, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 21-3-2024, οποτε ανεβλήθη για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της καθ’ης κατά της υπ’ αριθμ. 3499/2022 οριστικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και δέχθηκε την από 20-5-2022 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2022) αίτησή του Ελληνικού Δημοσίου κατά της καθ’ης κατ’ ουσίαν, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού δεν προκυπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευσή της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθει και το νόμιμο παράβολο σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 165 του Ν. 4548/2018, με τον οποίο αναμορφώθηκε το δίκαιο των ανωνύμων εταιρειών και εφαρμόζεται από 1η-1-2019, η εταιρία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον αν:… γ) δεν έχει υποβάλλει προς καταχώριση χρηματοοικονομικές καταστάσεις δύο (2) τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από την γενική συνέλευση. Χρηματοοικονομικές καταστάσεις, ονομαζόμενες υπό το παλαιότερο καθεστώς «ετήσιοι λογαριασμοί» ή «ετήσιες οικονομικές καταστάσεις», είναι λογιστικά έγγραφα, τα οποία έχοντας ως περιεχόμενο, τόσο την εύλογη παρουσίαση καταγραφή της εταιρικής περιουσίας (ενεργητικού) και των εταιρικών χρεών (παθητικού), της καθαρής θέσεως, των στοιχείων των εσόδων, των εξόδων, των κερδών και των ζημιών, καθώς και των χρηματοροών της εκάστοτε περιόδου, όσο και την αιτιολόγηση των οικονομικών αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης και προτάσεως διανομής των κερδών, καταρτίζονται για κάθε εταιρική χρήση (δωδεκάμηνη περίοδο κατά μέγιστο όριο σύμφωνα με το άρθρο 146 παρ. 3) από το ΔΣ της εταιρείας, ελέγχονται (τακτικός έλεγχος) από τους ελεγκτές, όπου απαιτείται, τυγχάνουν δημοσιότητας και εγκρίνονται από την τακτική γενική συνέλευση. Η αίτηση εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας. Το Δικαστήριο πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσεως, εκτός εάν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Με την άνω διάταξη τάσσονται αντικειμενικά κριτήρια, των οποίων η συνδρομή αρκεί για τη λύση της εταιρίας, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία (λύση) συνδέεται με την προστασία του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και, συνεπώς, δεν επηρεάζεται από τις συντρέχουσες κατά περίπτωση υποκειμενικές συνθήκες, λόγω του σκοπού και της σημασίας για την τήρηση από τις ΑΕ των περί ισολογισμών αυτών διατάξεων του νόμου, που αποβλέπουν στην κατοχύρωση τόσο των συμφερόντων των μετόχων και του συναλλασσομένου κοινού, όσο και γενικότερα του θεσμού των εταιριών αυτών (ΑΠ 266/2022 Νομος). Το Δικαστήριο σε περίπτωση μη υποβολής για καταχώριση χρηματοοικονομικών καταστάσεων τουλάχιστον δύο (2) ετών, έχει υποχρέωση και όχι δικαίωμα να λύσει την ανώνυμη εταιρεία. Η εν λόγω υποχρέωση προκύπτει α) από το γεγονός ότι παρέχεται εύλογη προθεσμία για την άρση των λόγων λύσης, αφού το δικαστήριο που θέλει να αποφύγει τη λύση, ως ύστατο τρόπο αποφυγής της μπορεί μόνο να θέσει την προθεσμία για άρση του λόγου λύσης, διαδικασία που δεν θα είχε καμία χρησιμότητα αν επιτρεπόταν στο Δικαστήριο να αποφύγει, εν γένει, τη διαταγή της λύσης και β) από το γεγονός ότι η υπόθεση εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μόνο επικύρωση μιας κατάστασης μέσω δικαστικής απόφασης. Αν η λύση δεν ήταν υποχρεωτική για το δικαστήριο, ο νομοθέτης θα είχε παραπέμψει την επίλυση στην τακτική αμφισβητούμενη διαδικασία, όπου η λύση ως πιθανή δικαστική επιλογή θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από την εταιρία. Συνεπώς, τη μόνη δυνατότητα που έχει το δικαστήριο είναι να δώσει προθεσμία για ίαση του λόγου λύσης με εκπρόθεσμη υποβολή των οικονομικών καταστάσεων, ακόμα και αν αυτό συνοδεύεται με φορολογικές και άλλες διοικητικές κυρώσεις. Η διατύπωση του άνω άρθρου 165 παρ. 3, περί προθεσμίας και ίασης του λόγου λύσεως δεν εισάγει εξαιρέσεις αναλόγως της αιτίας λύσης. Η μη ίαση του λόγου λύσεως μέσα στην προθεσμία, υποχρεώνει το Δικαστήριο σε κάθε περίπτωση να διατάξει την λύση της εταιρίας. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι έννομο συμφέρον για τη λύση εταιρίας έχουν σε κάθε περίπτωση οι μέτοχοι της ανώνυμης εταιρίας, όπως και κάθε πρόσωπο που εξυπηρετείται από τη λύση της εταιρίας. Έννομο συμφέρον, άλλωστε, πάντα υφίσταται, όταν η δικαστική προστασία είναι ικανή να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του αιτούντος (ΑΠ 262/2022). Η αίτηση για λύση της εταιρείας και βεβαίως η απόφαση που διατάσσει την λύση της υποβάλλονται σε δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ. και στον διαδικτυακό του τόπο, χωρίς να απαιτείται η επέλευση τελεσιδικίας, αφού πρόκειται για απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας (ΕφΑθ 1061/2022, ΕφΔωδ 179/2022, ΕφΔυτΜακ 49/2014 Νόμος).
Με την από 20-5-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2022 αίτησή, το αιτούν και ήδη εφεσίβλητο εξέθετε ότι η καθ’ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσα εταιρεια δεν έχει υποβάλλει, προς καταχώριση, οικονομικές καταστάσεις άνω των δύο συνεχων διαχειριστικών χρήσεων. Ότι ειδικότερα στο υπ’ αριθ. 4988/20.6.2000 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ -ΕΠΕ) δημοσιεύθηκε ο τελευταίος ισολογισμός της καθ’ης, ο οποίος αφορά την εταιρική χρήση 1.1.1999- 31.12.1999 και ότι έκτοτε ουδείς ισολογισμός η χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν δημοσιευθεί ή καταχωρηθεί στην αρμόδια υπηρεσία. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητησε επικαλούμενο έννομο συμφέρον, καθώς με την λύση της εταιρείας θα ενεργοποιηθεί κατ’ αρθρο 115 ν. 2238/1994 η ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία φυσικών προσώπων έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και θα ενισχυθεί η δυνατότητά του να επιδιώξει την είσπραξη βεβαιωμένων απαιτήσεων έναντι της καθ’ης ποσού 12.020.653,54 ευρώ, να εκδοθεί δικαστική απόφαση, που να διατάσσει την λύση αυτής για τον αναφερόμενο στο άρθρο 165 παρ. 1 περ. γ του ν. 4548/2018 λόγο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 3499/2022 απόφασή του διά της οποίας έκρινε την αίτηση ορισμένη και νόμιμη, και περαιτέρω μετ’ εκτίμηση αποδείξεων, δέχθηκε την αίτηση κατ’ ουσίαν και διέταξε τη λύση της καθ’ης ανώνυμης εταιρείας και την δημοσίευση της απόφασης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθ’ης και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων με αίτημα να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ώστε απορριφθεί η αίτηση.
Από την προσήκουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ),σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./28.4.1988 πράξης της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………, η οποία εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 358714/88 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε στο ΜΑΕ την 17.5.1988 με αριθμό μητρώου …….. και δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 1092/25.5.1988 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ -ΕΠΕ) συστήθηκε η καθ’ης ανώνυμη εταιρεία. Κατά την διάρκεια της λειτουργίας της η καθ’ης δημιούργησε οφειλές προς το Ελληνικό Δημόσιο από διάφορες αιτίες και ειδικότερα από Φ.Π.Α., πρόστιμα Φ.Π.Α., φόρο εισοδήματος, πρόστιμα Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εισφορά και τέλος επιτηδεύματος, που ανάγονται στις χρήσεις από 1.1.1992 έως 31.12.1995 και επιπλεον από μη καταβολή φόρου εισοδήματος, εισφοράς και τέλους επιτηδεύματος για τα οικονομικά έτη 2012, 2015, 2016 καθώς και από πρόστιμα ΦΠΑ για τις χρήσεις 2011-2012, συνολικού ποσού 12.020.653,54 ευρώ. Για την ικανοποίηση της αντίστοιχης απαίτησής του, το αιτούν προέβη σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της καθ’ης τα οποία απέβησαν άκαρπα, λόγω έλλειψης περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων στο όνομα αυτής, προτίθεται δε, να προβεί στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της, ……………. μετά την λυση της εταιρείας, κατά την διάταξη του άρθρου 115 ν. 2238/1994.
Περαιτέρω από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα, ήτοι το με αριθ. πρωτ. …../2.5.2019 έγγραφο της αρμόδιας υπηρεσίας του Γενικού Εμπορικού Μητρώου, το από 27.12.2017 και με αριθ. πρωτ. …… έγγραφο του Τμήματος Ανωνύμων Εταιρειών και Διεύθυνσης Ανάπτυξης της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς και Νήσων της Περιφέρειας Αττικής, καθώς και τις δημοσιευμένες πράξεις της εταιρείας στο τεύχος ΑΕ- ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, απεδείχθη ότι η καθ’ης δεν έχει υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία, προς καταχώριση, οικονομικές κατατάσεις δύο τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων εγκεκριμένες από την Γενική Συνέλευση. Ειδικότερα στο με αριθμό 4988/20.6.2000 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ -ΕΠΕ) δημοσιεύθηκε ο τελευταίος ισολογισμός της καθ’ης, ο οποίος αφορά την εταιρική χρήση 1.1.1999 -31.12.1999. Έκτοτε και μέχρι τον χρόνο συζήτησης της ένδικης αίτησης ουδείς ισολογισμός ή χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν δημοσιευθεί ή καταχωρηθεί στα αρμόδια εποπτικά όργανα. Η μη υποβολή, προς καταχώριση, οικονομικών καταστάσεων δύο τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένων από τη γενική συνέλευση, αποτελεί, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκεψη, νόμιμο λόγο λύσης της καθ’ης ανώνυμης εταιρίας την οποία το αιτούν έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει. Με τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως σιγή απέρριψε την ένσταση ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του Δημοσίου για την λύση της εταιρείας, καθώς η αλληλέγγυα με την δική της ευθύνη του διευθύνοντος συμβούλου του ………… είχε ήδη ενεργοποιηθεί πριν την υποβολή της ενδίκου αιτήσεως δυνάμει της παραγράφου 3 της διατάξεως του άρθρου 115 ν. 2238/1994 κατά την οποία «Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως μη νόμιμος διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας εννομο συμφέρον για την λύση της εταιρείας έχει και κάθε πρόσωπο που εξυπηρετείται από τη λύση της εταιρίας. Έννομο συμφέρον, άλλωστε, πάντα υφίσταται, όταν η δικαστική προστασία είναι ικανή να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του αιτούντος (ΑΠ 262/2022). Εν προκειμένω σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4389/2016 η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο, έχει αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων, που αφορούν τον προσδιορισμό, την βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών και τελωνειακών εσόδων καθώς και την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (άρθρο 2). Στο πλαίσιο της εν λόγω αρμοδιότητάς της η Φορολογική Αρχή έχει δέσμια αρμοδιότητα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των φορολογουμένων με τις υποχρεώσεις τους να επιδιώκει αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεων του Δημοσίου. Εν προκειμένω το Ελληνικό Δημόσιο έχει εννομο συμφέρον, διότι υπό τα εκτιθέμενα η καθ’ης είναι φορολογουμενο νομικό πρόσωπο που παρά την ύπαρξη χρεων προς το Ελληνικό Δημόσιο σημαντικού ύψους δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του και τα ληφθέντα σε βάρος του μέτρα αναγκαστική εκτέλεσης απέβησαν άκαρπα λόγω έλλειψης περιουσιακών στοιχείων. Εξάλλου ο ισχυρισμος που προβάλλεται με τον άνω λόγο εφέσεως, κατά τον οποίον εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σιγή απέρριψε ως μη νομιμη την ένσταση ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του Δημοσίου με την αιτιολογία ότι ούτως ή άλλως ο διευθύνων σύμβουλος της ενάγουσας ευθύνεται εις ολόκληρον και συνεπώς είναι άνευ αντικειμένου η επιδιωκόμενη με την λύση της εταιρείας συνευθύνη του, είναι απορριπτέος προεχοντως ως μη νόμιμος, καθόσον υπό τα στην αίτηση εκτιθέμενα και αληθη υποτιθέμενα, η συνευθύνη αυτή αφορά μόνον τις μετά την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου (αρ. 115 παρ. 3 ν.2238/1994) οφειλες εκ φορων, ενόψει του ότι η παραγραφος 3 του άρθρου 115 ν 2238/1994 προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 6 Ν.2648/1998 (ΦΕΚ Α 238/22.10.1998) και σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 2648/1998 ο νόμος αυτός ισχύει από 1.12.1998, ενώ στην αίτηση αναφέρονται και οφειλές για χρέη της εταιρείας από ΦΠΑ που γεννήθηκαν προ της ισχύος της παραγράφου 3 αρ. 115 του ν. 2238/1994. Συνεπώς η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 με την οποία ενεργοποιείται η ευθύνη των διοικούντων κατά την λειτουργία του νομικού προσώπου για την καταβολή των χρεών του, καταλαμβάνει τους παρακρατούμενους φόρους εισοδήματος, τον ΦΠΑ και τον φόρο κύκλου εργασιών, με την προϋπόθεση το χρέος να έχει δημιουργηθεί μετά την 1.12.1998. Εν προκειμένω υπό τα εκτιθέμενα υπήρχαν οφειλές για χρέη της εταιρείας εκ φόρων που δημιουργήθηκαν προς του έτους 1998, παρεκτός του ότι υπό τα εκτιθέμενα υπήρχαν και οφειλές εξ ετέρων λόγων, που δεν υπάγονται εννοιολογικώς στην εννοια του παρακρατούμενου φόρου. Σε κάθε δε περίπτωση απεδείχθη η ύπαρξη οφειλών της καθ’ης εκ φόρων (ΦΠΑ) που δημιουργήθηκαν προ του έτους 1998. Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό (με τον ίδιο λόγο εφέσεως) της εκκαλούσας ότι το εφεσίβλητο δεν έχει έννομο συμφέρον για την λύση της εταιρείας και ότι είναι προς το συμφέρον του εφεσιβλήτου να μην λυθεί, διότι εκκρεμεί στον Αρειο Πάγο αίτησή του αναιρέσεως κατά της εταιρείας «………..» επί αγωγής του εναντίον της με διεκδικούμενο ποσό 4.158.473,95 ευρώ, η διεκδίκηση του οποίου θα ματαιωθεί αν διαταχθεί η λύση της, είναι απορριπτέος προεχόντως ως μη νόμιμος, διότι το εφεσίβλητο έχει έννομο συμφέρον, κατά τα προεκτεθέντα, καθώς έχει νομική υποχρέωση, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των φορολογουμένων με τις υποχρεώσεις τους, να επιδιώκει αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεών του. Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 47α του ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 72 εδ. β`, 748 ΑΚ, 73 και 286 εδ. α`ΚΠολΔ συνάγεται ότι η λύση της ανώνυμης εταιρίας για οποιοδήποτε λόγο δεν θίγει την ικανότητα αυτής να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, δεδομένου ότι η εταιρία εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα για τις ανάγκες της εκκαθάρισης και εκπροσωπείται, πλέον, από τους εκκαθαριστές της. Η λυθείσα ανώνυμη εταιρία, λογίζεται υφιστάμενη για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, μπορεί να ενάγει και να ενάγεται, να ασκεί ένδικα μέσα και να παρίσταται στο δικαστήριο με την εταιρική της επωνυμία, εκπροσωπούμενη από τους εκκαθαριστές της, οι οποίοι διορίζουν με σχετικό πληρεξούσιο και το δικηγόρο που θα παρασταθεί για την εταιρία ενώπιον του δικαστηρίου (ΑΠ 262/2022 Νόμος). Συνεπώς, το Ελληνικό Δημόσιο έχει πρόδηλο έννομο συμφέρον για την υποβολή της αίτησης και την ευδοκίμησή της, διότι είναι δανειστής της εταιρείας έχον οικονομική απαίτηση εναντίον της εκκαλούσας από βεβαιωμένα χρέη σημαντικού ύψους, την οποία δεν κατέστη δυνατόν να εισπράξει μέχρι τώρα, αν και προέβη σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος εφέσεως με τον οποιον η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω δεν στοιχειοθετείται έννομο συμφέρον του Ελληνικού Δημοσίου, είναι απορριπτέος κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε το εκ του άρθρου 165 παρ. 3 ν. 4548/2028 προβληθέν αίτημά του για την παροχή ευλόγου προθεσμίας για υποβολή προς καταχώριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων των προηγούμενων χρήσεων, που δεν έχουν καταχωρηθεί. Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα απεδείχθη ότι η εκκαλούσα δεν έχει υποβάλλει τις ανωτέρω χρηματοοικονομικές καταστάσεις όχι μονον για χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά για χρονικό διάστημα πλέον των 20 ετών, ενόψει του ότι ο τελευταίος δημοσιευμένος ισολογισμός αφορούσε την χρήση 1.1.1999 – 31.12.1999 και όπως και η ίδια η εκκαλούσα συνομολογεί ευρίσκεται σε αδράνεια επι πολλά έτη. Σημειούται μάλιστα ότι η εκκαλούσα ουδέν οικονομικό στοιχειο δημοσίευσε από τον χρόνο επίδοσης της ενδικης αίτησης του Ελληνικου Δημοσίου σε αυτήν τον Ιούνιο του έτους 2022 έως την σύζητηση της αιτήσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηριου στις 12.10.2022. Επιπλέον η εκκαλούσα είναι άγνωστης διαμονής, καθώς δεν ευρίσκεται στην δηλωμένη στο Φορολογικό Μητρώο και στο ΓΕΜΗ έδρα της, όπως αποδεικνύεται από την από 10.6.2022 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………… Εξάλλου ο ισχυρισμός της καθ’ης ότι δεν υπέβαλλε χρηματοοικονομικές καταστάσεις για τον λόγο ότι δεν είχε οικονομική δραστηριότητα και ευρίσκετο σε αδρανεια από το 2000 κι εντεύθεν είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι με την διάταξη του άρθρου 165 του Ν. 4548/2018 τάσσονται αντικειμενικά κριτήρια, των οποίων η συνδρομή αρκεί για την λύση της εταιρείας και εν προκειμένω απεδείχθη ότι συντρέχει η υπό στοιχείο γ) περίπτωση ήτοι της μη υποβολής προς καταχώριση χρηματοοικονομικων καταστάσεων δύο τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, ενω από καμία διάταξη δεν προκύπτει η έλλειψη υποχρέωσης σύνταξης χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε περίπτωση μη άσκησης οικονομικής δραστηριότητας από ένα ενεργό νομικό πρόσωπο. Συνεπώς απεδείχθη ότι δεν συντρέχει κατ’ ουσίαν νόμιμος λόγος να χορηγηθεί η αιτηθείσα εύλογη προθεσμία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι είναι άσκοπο να τεθεί στην καθ’ης εύλογη προθεσμία για την άρση του ανωτέρω λόγου λύσης, δεν έσφαλε, απορριπτομένου του δευτέρου λόγου εφέσεως. Επομένως το εφεσίβλητο έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την λύση της εταιρείας η οποία από το έτος 1999 και εφεξής δεν έχει υποβάλλει προς καταχώριση από το ΓΕΜΗ χρηματοοικονομικές καταστάσεις εγκεκριμένες από την γενική της συνέλευση, με αποτέλεσμα να συντρέχουν οι προϋποθέσεις λύσεως της κατ’ άρθρο 165 παρ. 1 περ.γ` του Ν. 4548/2018, χωρίς να συντρέχει λόγος να χορηγηθεί στην εταιρεία η προθεσμία για άρση του λόγου λύσεως (άρθρο 165 παρ. 3). Μετά ταύτα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε την αίτηση κατ’ ουσίαν και περαιτέρω διέταξε τη λύση της καθ’ης ανώνυμης εταιρείας και την δημοσίευση της απόφασης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς έλαβε ορθώς κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό και πρέπει αφού αντικατασταθούν και συμπληρωθούν εν μέρει οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω, διά των αιτιολογιών της παρούσης, οι επί μέρους λόγοι της υπό κρίση εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα να απορριφθούν. Επομένως πρεπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της μετά μερική αντικατάσταση και συμπλήρωση αιτιολογιών. Η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας βαρύνει την ηττηθείσα στην έκκλητον δίκη εκκαλούσα, η οποια θα επιβληθεί μειωμένη (AΠ 576/2018, άρθρο 22 του Ν. 3693/1957, άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ.12 του Ν.1738/1987, άρθρα 176 ΚΠολΔ), όπως καθορίζεται στο διατακτικό, ενώ μετά την απόρριψη της εφέσεως πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, την δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποίαν καθορίζει σε διακόσια ενενήντα τρία (293) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12.9.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ