Αριθμός 606 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα EΔ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α) ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ΑΦΜ ……….) και ήδη από 1.1.2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ………) (ΑΦΜ …………) (άρθρα 1 παρ 1, 36 παρ 1, 41 παρ 4 και 43 ν. 4389/2016) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Καλλιόπη Στόλη.
ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Σταμένη [ΔΕ ΓΙΑΝΝΑΤΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Β) ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Σταμένη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Βύρωνα, που εδρεύει στην Καισαριανή Αττικής (οδός ……….) και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας (πρώην Κορυδαλλού), που εδρεύει στον Κορυδαλλό Αττικής (οδός ………….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Καλλιόπη Στόλη.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) η ……….. τις από 16.10.2012 (ΑΚ …./2012) και από 27.2.2013 (ΑΚ …../2013) δύο ανακοπές και β) το Ελληνικό Δημόσιο τις από 30.4.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2014) και 20.10.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2015) δύο ανακοινώσεις δίκης-προσεπικλήσεις, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2332/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) το υπό στοιχ Α ήδη καλούν-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 24.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2017 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………/2017) έφεσή του και β) η υπό στοιχ Β ήδη καλούσα-εκκαλούσα …………… με την από 15.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2017-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……………/2017) έφεσή της, των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε η 15η.3.2018, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 463/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την αναίρεση της προαναφερόμενης εφετειακής απόφασης αιτήθηκε η ………… με την από 30.9.2019 σχετική αίτησή της ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο εξέδωσε την υπ΄ αριθμ 1971/2022 απόφασή του, με την οποία αναίρεσε την υπ΄ αριθμ 463/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της και παράπεμψε την υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλον δικαστή.
Το Ελληνικό Δημόσιο με την από 1.5.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024) κλήση του (μετά από αναίρεση) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αιτήθηκε να οριστεί νέα ημερομηνία προς συζήτηση της από 24.1.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017-…………./2017) έφεσής του, και ορίστηκε δικάσιμος αυτής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η ………… με την από 8.6.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023) κλήση της (μετά από αναίρεση) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αιτήθηκε να προσδιοριστεί εκ νέου συζήτηση της από 15.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2017-………./2017) έφεσή της, και ορίστηκε δικάσιμος αυτής αρχικά η 16η.5.2024, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της ετέρας διαδίκου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις από 09.05.2023 αρ. εκ. κατ. δικ. ………./2023 και από 01.05.2024 αρ. εκ. κατ. ………/2024 κλήσεις, νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ένδικη από 15-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……./2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ……./2017) έφεση της καλούσας – ανακόπτουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης και η ένδικη από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……./2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ……./2017) έφεση του καθ΄ου η κλήση – καθ΄ου η ανακοπή – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, αντίστοιχα κατόπιν της έκδοσης της υπ’ αριθμ. 1971/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου(Α1 Πολιτικό Τµήµα), με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η υπ’ αριθμ. 463/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που είχε εκδοθεί αρχικά επί των ως άνω συνεκδικασθεισών εφέσεων και η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς το αναιρεθέν μέρος της ως άνω απόφασης, συγκροτούμενου από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. Οι ως άνω κλήσεις πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ).
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ.3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος της αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε, από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλομένης απόφασης ως ολικής. Επομένως, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους. Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός, πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 304/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ως προς το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας επί ορισμένου αναιρετικού σφάλματος και θεωρώντας βάσιμο τον σχετικό λόγο αναίρεσης, εφόσον συντρέχουν οι όροι των άρθρων 579 παρ.1 και 581 παρ.2 του ΚΠολΔ, τα οποία προβλέπουν και περί μερικής αναίρεσης της απόφασης, όταν ο δεκτός γενόμενος αναιρετικός λόγος δεν πλήττει ευθέως ή κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, αναιρεί μερικώς την απόφαση. Η μερική αυτή αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της υπόθεσης, στο οποίο αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος. Το Δικαστήριο, συνεπώς, της παραπομπής ερευνά μόνον τους ισχυρισμούς, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνο επανακρίνεται και αφού κατατεθούν νομίμως προτάσεις (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018 ο.π). Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το τμήμα της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναιρετική απόφαση δεδικασμένου, από την αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σ’ αυτές (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018 ο.π., ΑΠ 404/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Περαιτέρω, επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία, και η ερημοδικία των διαδίκων υπόκειται στη ρύθμιση των κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο ή πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανάλογα αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου ή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αν πρόκειται για πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση. Εξάλλου, κατά το προαναφερόμενο άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται η συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και συνεπώς οι υποβληθείσες κατ’ αυτήν προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση Δικαστήριο. Επομένως, κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης (έφεσης) μπορούν να υποβληθούν νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 529 τουΚΠολΔ (ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1388/2013, ΑΠ 918/2013, M.Εφ.Πειρ.57/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα (ήδη καλούσα – εκκαλούσα- εφεσίβλητη) άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2012) ανακοπή ζητούσε για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους να κηρυχθούν ανενεργοί, άλλως να ακυρωθούν οι υπ ΄αριθμό …/16.3.2010 και …../16.3.2010 χρηματικοί κατάλογοι που συντάχθηκαν από τη Δ.Ο.Υ. Βύρωνα, δυνάμει των οποίων βεβαιώθηκε η εκχώρηση της φερόμενης οφειλής μισθωμάτων προς το καθ΄ου, να κηρυχθούν ανενεργός, άλλως να ακυρωθούν οι υπ΄ αριθμό …../22.3.2010 και υπ΄ αριθμό …../22/3.2010 ταμειακές βεβαιώσεις που εκδόθηκαν σε βάρος της από την Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, για το συνολικό ποσό των 72.00,00 ευρώ, να κηρυχθεί ανενεργή άλλως να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμό …./10.9.2012 ατομική ειδοποίηση προ κατάσχεσης ληξιπρόθεσμων χρεών που εκδόθηκε σε βάρος της από τη Δ.Ο.Υ, Κορυδαλλού καθώς και να καταδικαστεί το καθ; ού στην δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω με την από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2013) ανακοπή της ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, η ανακόπτουσα ζητούσε να κηρυχθούν ανενεργοί άλλως να ακυρωθούν άλλως να μεταρρυθμιστούν η υπ΄ αριθμό ………./06/02.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………… και η από 06.02.2013 πράξη καθορισμού χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας και κάθε άλλη συναφής πράξη της διοίκησης, απόφαση ή έγγραφο επί των οποίων ερείδονται οι παραπάνω προσβαλλόμενες πράξεις ή με τις οποίες αυτές σχετίζονται όπως επί ενδεικτικά στην ανακοπή αναφέρονται οι με αριθμό …./16.3.2010 και …./16.3.2010 χρηματικοί κατάλογοι που συντάχθηκαν από τη Δ.Ο.Υ. Βύρωνα, οι υπ΄ αριθμό …../22.3.2010 και υπ΄αριθμό …./22/3.2010 ταμειακές βεβαιώσεις που εκδόθηκαν σε βάρος της από την Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, για το συνολικό ποσό των 72.00,00 ευρώ, η υπ΄ αριθμό …../10.9.2012 ατομική ειδοποίηση προ κατάσχεσης ληξιπρόθεσμων χρεών που εκδόθηκε σε βάρος της από τη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού η οποία της κοινοποιήθηκε μέσω ταχυδρομείου την 25.9.2012 καθώς και να καταδικαστεί το καθού στην δικαστική της δαπάνη. Το καθ ΄ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εκκαλούν – εφεσίβλητο άσκησε την από 30.4.2014 (αρ. εκ. καστ. …………/2014) ανακοίνωση μετά προσεπικλησεως και την από 20.10.2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού συνεκδίκασε τις παραπάνω ανακοπές και τις ως άνω ανακοινώσεις δίκης – προσεπικλήσεις με την εκκαλούμενη απόφαση έκανε εν μέρει δεκτές τις ως άνω ανακοπές και μεταρρύθμισε εν μέρει τις υπ΄ αριθμό …./22.3.2010 και ……/22/3.2010 ταμειακές βεβαιώσεις που εκδόθηκαν σε βάρος της ανακόπτουσας από την Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, καθ΄ ο μέρος βεβαιώθηκε ποσό που υπερβαίνει τα 21.000,00 ευρώ, μεταρρύθμισε εν μέρει την υπ΄ αριθμό ……./10.9.2012 ατομική ειδοποίηση καθ ό μέρος η ανακόπτουσα καλείται να πληρώσει ποσά που υπερβαίνουν το ποσό των 21.00,00 ευρώ, ως κεφάλαιο οφειλής καθώς και στο βαθμό που για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων τις οποίες καλείται να καταβάλλει η ανακόπτουσα αθροίζεται και το ποσό των 51.000,00 ευρώ, μεταρρύθμισε εν μέρει την υπ΄ αριθμό ………../06/02.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………. και την από 06.02.2013 πράξη καθορισμού χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Νίκαιας η ανακόπτουσα καλείται να καταβάλλει το ποσό των 51.00,00 ευρώ. Την ανωτέρω απόφαση, πρόσβαλαν τόσο η ανακόπτουσα – εκκαλούσα με την από 15-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………./2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ………/2017) έφεση όσο και το καθ΄ου η ανακοπή – εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………./2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά …………/2017) έφεση. Επί των εφέσεων αυτών που συνεκδικάστηκαν αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την ίδια διαδικασία κατ’ την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 463/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που, αφού έκανε τυπικά δεκτή την 15-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./2017) έφεση της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, στη συνέχεια, την απέρριψε κατ΄ ουσία και αφού έκανε τυπικά και κατ΄ ουσίαν δεκτή την 24-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. …………/2017) έφεση του καθ΄ου – εκκαλούντος στη συνέχεια, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ΄ αριθμό 463/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, κράτησε και δίκασε επί των από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./2012) και από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/2013) ανακοπών και απέρριψε τις ως άνω ανακοπές και συμψήφισε στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διάδικων. Κατά της ως άνω απόφασης, ασκήθηκε από την ανακύπτουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη-αναιρεσίουσα η από 30/9/2019 με ειδικό αριθμό κατάθεσης ………/2019 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 1971/2022 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικό Τμήμα). Η αρεοπαγητική αυτή απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση αναίρεσης και αναίρεσε την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (υπ΄αρ. 463/2018) και συγκεκριμένα ως προς το κεφάλαιό της που έκανε δεκτό ότι η αποζημίωση χρήσεως αποτελεί μίσθωμα, το οποίο ως εισόδημα υπόκειται σε φορολογία και νομίμως εκχωρήθηκε στο Δημόσιο και ως προς το κεφάλαιό της που έκανε δεκτό ότι υφίσταται δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθμό 4855/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να αποδώσει το μίσθιο και να καταβάλει τα μισθώματα που αντιστοιχούσαν στους μισθωτικούς μήνες από Δεκέμβριο του έτους 2006 έως και Ιούλιο 2007 και παρέπεμψε την υπόθεση, ως προς το αναιρεθέν της μέρος, ενώπιον του ίδιου (του παρόντος) Δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την μερικώς αναιρεθείσα απόφαση. Ειδικότερα, με την ως άνω αεροπαγιτική αποφαση κρίθηκε ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.7, 20 του Ν.2238/1994 και 599, 601,297, 298 ΑΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα με το να δεχθεί ότι η αποζημίωση χρήσεως αποτελεί μίσθωμα, το οποίο ως εισόδημα υπόκειται σε φορολογία και νομίμως εκχωρήθηκε στο Δημόσιο. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ο μισθωτής από την επόμενη ημέρα λήξεως της μισθώσεως και για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση χρήσεως το συμφωνημένο μίσθωμα, ανεξάρτητα αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της αποδόσεως του μισθίου. Δηλαδή, μετά τη λήξη της μισθώσεως δεν οφείλονται πλέον μισθώματα, αλλά αποζημίωση για την παράνομη χρήση του μισθίου από τον μισθωτή, η οποία (αποζημίωση) δεν αποτελεί εισόδημα από την εκμίσθωση ακινήτου και συνεπώς η εξ αυτής απαίτηση του εκμισθωτή δεν εκχωρείται στο Δημόσιο. Περαιτέρω, με την με αριθμό 1971/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι <<το Εφετείο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο από την υπ’ αριθμό 4855/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Και τούτο διότι η απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, ερήμην της τότε εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε στην τελευταία, αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει τέτοια επίδοση, ούτε άλλωστε το αναιρεσίβλητο επικαλείται επίδοση αυτής στην αναιρεσείουσα, ώστε να διαπιστωθεί αν εξακολουθεί να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, αφού η προθεσμία αυτής δεν αρχίζει χωρίς την επίδοση της ερήμην αποφάσεως. Επομένως, δεν προκύπτει ότι η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη και αποτελεί δεδικασμένο (άρθρο 321 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι βάσιμος ο ως άνω πρώτος αναιρετικός λόγος. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που κρίθηκαν βάσιμοι οι δύο πρώτοι αναιρετικοί λόγοι και, ακολούθως, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 αρ.3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, οι διάδικοι επανέρχονται στη δικονομική κατάσταση που υπήρχε πριν την απόφαση που αναιρέθηκε και πρέπει η υπόθεση να ερευνηθεί μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (άρθρα 579 και 581 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), λαμβανομένου υπόψη ότι το εμπρόθεσμο της έφεσης δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με την απόφαση που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο εφετείο. Οι υπό κρίση εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β, 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στο καθού η ανακοπή – εκκαλούν στις 30-10-2017 (βλ. την από 30.10.2017 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. επί του σώματος της εκκαλουμένης) και τα εφετήρια κατατέθηκαν στη γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 24-11-2017 και στις 28-11-2017, αντίστοιχα ήτοι εντός τριάντα ημερών την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης. Όσον αφορά την από 15-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2017) έφεση, κατά την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενo από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3Α του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου (με κωδικό …………./2017) ηλεκτρονικό παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης, ενώ όσον αφορά την από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………../2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά …………./2017) έφεση δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr). Επομένως, οι ως άνω εφέσεις πρέπει να γίνει τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων, για τους οποίους παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο από τον Άρειο Πάγο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ανωτέρω διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ, 1 ΚΠολΔ) και να συνεκδικαστούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της ίδιας οριστικής απόφασης, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους, επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ 4299/2006 ΕλλΔνη 47. 1508) και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
Με τον τέταρτο λόγο της από την 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2012) ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος που η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, η ανακόπτουσα ζητούσε να κηρυχθούν ανενεργοί, άλλως να ακυρωθούν οι υπ΄ αριθμό …./16.3.2010 και …/16.3.2010 χρηματικοί κατάλογοι που συντάχθηκαν από τη Δ.Ο.Υ, Βύρωνα, δυνάμει των οποίων βεβαιώθηκε η εκχώρηση της φερόμενης οφειλής μισθωμάτων προς το καθ΄ου, να κηρυχθούν ανενεργές άλλως να ακυρωθούν οι υπ΄ αριθμό …/22.3.2010 και υπ΄ αριθμό …../22/3.2010 ταμειακές βεβαιώσεις που εκδόθηκαν σε βάρος της από την Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, για το συνολικό ποσό των 72.00,00 ευρώ, να κηρυχθεί ανενεργή άλλως να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμό …../10.9.2012 ατομική ειδοποίηση προ κατάσχεσης ληξιπρόθεσμων χρεών που εκδόθηκε σε βάρος της από τη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, καθόσον η αποζημίωση χρήσεως δεν αποτελεί μίσθωμα, δεδομένου ότι το παραπάνω εισόδημα – αποζημίωση χρήσης δεν υπόκειται σε φορολογία και συνεπώς παρανόμως ο εκμισθωτής εκχώρησε την παραπάνω αξίωσή του για αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της επίδικης μίσθωσης από την 25.7.2007 έως 31.12.2008 στο καθ’ου – εκκαλούντα και συνεπώς, οι προσβαλλόμενοι εκτελεστοί τίτλοι δεν ήταν έγκυροι για το ποσό οφειλής ύψους 51.00,00 ευρώ που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα των μηνών από την 25/7.2007 έως την 31.12.2008 που βεβαιώθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας. Με τον έβδομο λόγο της από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2013) ανακοπής ο οποίος ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με τον τέταρτο λόγο της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2012) ανακοπής η ανακόπτουσα επικαλείτο μη νόμιμη εκχώρηση μισθωμάτων στο Ελληνικό Δημόσιο μετά τη λήξη της επίδικης μίσθωσης από την 25.7.2007 έως την 31.12.2008 και ζητούσε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη από 06.02.2013 πράξη καθορισμού χρεών, καθ΄ ό μέτρο εμπεριέχονται σε αυτή οφειλές από μισθώματα του χρονικού διαστήματος από τον Αύγουστο του έτους 2007 έως το Δεκέμβριο του έτους 2008 τα οποία δεν μπορούσαν να εκχωρηθούν και συγκεκριμένα να κηρυχθούν ανενεργοί άλλως να ακυρωθούν άλλως να μεταρρυθμιστούν η υπ΄ αριθμό ………/06/02.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………. και η από 06.02.2013 πράξη καθορισμού χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας και κάθε άλλη συναφής πράξη της διοίκησης, απόφαση ή έγγραφο επί των οποίων ερείδονται οι παραπάνω προσβαλλόμενες πράξεις ή με τις οποίες αυτές σχετίζονται. Επί των ανωτέρω λόγων των ως άνω συνεκδικαζομένων ανακοπών εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 2332/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτός ο τέταρτος λόγος της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/2012) ανακοπής και ο ταυτόσημός κατά περιεχόμενο έβδομός λόγος της από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……../2013) ανακοπής περί μη νόμιμης εκχώρησης των οφειλόμενων μισθωμάτων μετά την καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μεταρρύθμισε εν μέρει τις υπ΄ αριθμό …../22.3.2010 και υπ΄ αριθμό …./22/3.2010 ταμειακές βεβαιώσεις που εκδόθηκαν σε βάρος της ανακόπτουσας από την Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, καθ΄ ο μέρος βεβαιώθηκε ποσό που υπερβαίνει τα 21.000,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα του χρονικού διαστήματος των επτά μηνών από το μήνα Ιανουάριο μέχρι το μήνα Ιούλιου του έτους 2007, καθόσον έκρινε ότι το μίσθωμα του μηνός Ιουλίου 2007 ήταν καταβλητέο εντός του πρώτου τριημέρου του μηνός Ιουλίου κατά το σχετικό όρο του μισθωτηρίου, μεταρρύθμισε εν μέρει την υπ΄ αριθμό ……../10.9.2012 ατομική ειδοποίηση καθ ό μέρος η ανακόπτουσα καλείται να πληρώσει ποσά που υπερβαίνουν το ποσό των 21.00,00 ευρώ, ως κεφάλαιο οφειλής καθώς για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων τις οποίες καλείται να καταβάλλει η ανακόπτουσα κατά το μέρος που αθροίζεται και το ποσό των 51.000,00 ευρώ που δεν αντιστοιχεί σε μισθώματα αλλά σε αποζημίωση χρήσης, σκέλος κατά το οποίο η ως άνω πράξη κρίθηκε μεταρρυθμιστέα καθώς και περαιτέρω μεταρρύθμισε εν μέρει την υπ΄ αριθμό ……../06/02.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………. και την από 06.02.2013 πράξη καθορισμού χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, καθ΄ο μέτρο με αυτές η ανακόπτουσα επιτάσσεται να καταβάλει το ποσό των 51.000,00 ευρώ που αντιστοιχεί στα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από τον Αύγουστο του έτους 2007 έως το Δεκέμβριο του έτους 2008 καθώς επίσης και καθ΄ο μέτρο συνυπολογίστηκε το ποσό αυτό για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων. Περαιτέρω η ανακόπτουσα με τον τρίτο λόγο της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……./2012) ανακοπής της ισχυρίστηκε ότι δεν υφίσταται οφειλή από μισθώματα για το χρονικό διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2006 έως και Ιούλιο το έτους 2007, με αποτέλεσμα να μην είναι νόμιμη η εκχώρηση αυτών στο καθ΄ου Ελληνικό Δημόσιο, καθόσον έλλειπε από το μίσθιο συμφωνημένη ιδιότητα ως προς την επιφάνεια του μίσθιού για την οποία μπορούσε να εκδοθεί άδεια ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, με αποτέλεσμα η έλλειψη αυτή να αναιρεί την πραγματική εκμετάλλευση του μίσθιου και τη χρήση για την οποία προορίζονταν σύμφωνα με τη σύμβαση. Ότι ο εκμισθωτής κατά τη σύναψη της μίσθωσης, απέκρυψε την πραγματική επιφάνεια του λειτουργικού χώρου του μίσθιού, για την οποία ήταν δυνατή η χορήγηση άδειας, με αποτέλεσμα η ανακόπτουσα να υποστεί υπέρογκες δαπάνες επένδυσης και εξοπλισμού του χώρου του μίσθιού, χωρίς να μπορεί να κάνει χρήση αυτού. Ότι η αρμόδια αρχή δυο φορές δεν χορήγησε άδεια ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, εφόσον το μίσθιο δεν πληρούσε τις νόμιμες προδιαγραφές διότι η επιφάνεια των 115 τ.μ είχε δηλωθεί ως αποθηκευτικός χώρος, ενώ ο εκμισθωτής αρνήθηκε να προβεί σε ενέργειες για τη νομιμοποίηση του χώρου, αίροντας το πραγματικό ελάττωμα. Ότι το μίσθιο σφραγίστηκε από την αρμόδια αρχή, λόγω ακαταλληλότητας την 24.3.2007 και ότι όταν έβρεχε τα όμβρια ύδατα εισέρχονταν από το χώρο του υπογείου που δεν είχε μισθωθεί στο ισόγειο μίσθιο και συνεπεία της υπερχείλισης υπήρχε έντονη δυσοσμία, γεγονότα των οποίων τελούσε σε γνώση ο εκμισθωτής. Η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι ένεκα της ύπαρξης των ανωτέρω πραγματικών ελαττωμάτων και της έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων, οι συμβαλλόμενοι είχαν καταλήξει σε συμφωνία βάσει της οποίας η αξίωση της ανακόπτουσας για αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης θα συμψηφίζονταν με την αξίωση του εκμισθωτή για την καταβολή μισθωμάτων μέχρι και το χρόνο χορήγησης άδειας λειτουργιάς του καταστήματος, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται αξίωση του εκμισθωτή για καταβολή μισθωμάτων για το χρονικό διάστημα από την 1.1.2007 έως την 25.7.2007. Ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 ΚΦΕ για την εκχώρηση των μισθωμάτων αφού η συγκεκριμένη διάταξη προϋποθέτει ανυπαρξία πραγματικών ελαττωμάτων και μη έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων και πραγματική χρήση του μίσθιού. Με την υπ’ αριθμ. 2332/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο λόγος αυτός κρίθηκε απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι κρίθηκε ότι προσκρούει στο δεδικασμένο που απορρέει από την με αριθμό 4855/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία κρίθηκε ότι η τότε εναγόμενη δεν κατέβαλε στον τότε ενάγοντα τα μισθώματα των μηνών από Δεκέμβριο του έτους 2006 έως και Ιούλιο του έτους 2007 ήτοι ποσό συνολικού ύψους 24.000,00 ευρώ.
Κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου το καθ΄ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο- εκκαλούν, νομίμως εκπροσωπούμενο με την ένδικη από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………/2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ………./2017), με την υπό κρίση έφεση (και κατά το μέρος που παραπέμφθηκε από τον Άρειο Πάγο, ως προελέγχθη), επικαλείτο ότι τα οφειλόμενα μισθώματα και η αποζημίωση χρήσης συνιστούν κατά τον Κ.Φ.Ε εισόδημα από ακίνητο που τεκμαίρεται ότι αποκτήθηκε στο χρόνο που έπρεπε να καταβληθεί το αντίστοιχο μίσθωμα ήτοι υπόκειται σε φορολογία είτε εισπράχθηκε είτε όχι, με θεωρούμενο κατά νόμο χρόνο απόκτησης του το οικονομικό έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα η χρήση του μίσθιού, είτε αυτή έγινε βάσει εγκύρου συμβάσεως είτε εξωσυμβατικώς και συνεπώς νομίμως ο εκμισθωτής εκχώρησε την παραπάνω αξίωσή του στο καθ’ου. Eνόψει των παραπάνω οι προσβαλλόμενοι εκτελεστοί τίτλοι ήταν έγκυροι για το σύνολο της οφειλής που βεβαιώθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας, συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή και μεταρρύθμισε τα οφειλόμενα ποσά που αναγράφονταν στους ανακοπτόμενους εκτελεστούς τίτλους, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούσε δε την εξαφάνισή της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να απορριφθεί ο ως άνω λόγος ανακοπής.
Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η ανακόπτουσα – εκκαλούσα με την από 15-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………/2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ………/2017) έφεση της επικαλείτο ότι ο ισχυρισμός της δεν προσκρούει κατ΄ άρθρο 651 εδ. α ΚΠολΔ όπως ίσχυε, στο δεδικασμένο που απορρέει από την με αριθμό 4855/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζητούσε την εξαφάνισή της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να γίνει δεκτός ο ως άνω λόγος ανακοπής.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 7 Ν 2238/1994 εισοδήματα από την εκμίσθωση ακινήτων και από τόκους δανείων που θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος και τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί από το δικαιούχο, επιτρέπεται να μη συνυπολογίζονται στο συνολικό καθαρό εισόδημά του, εφόσον εκχωρηθούν στο Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα. Η εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του υποχρέου σε φόρο, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του προϊστάμενου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στο οικονομικό έτος στο οποίο τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε φόρο. Μαζί με τη δήλωση αυτή παραδίδονται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τα αποδεικτικά έγγραφα της εκχωρούμενης απαίτησης και με την ίδια δήλωση ο εκχωρών βεβαιώνει άτι δεν κατέχει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή. Κατά δε το άρθρο 20 αρ.1 του ως άνω νόμου εισόδημα από ακίνητα είναι αυτό που προκύπτει κάθε οικονομικό ή κατά περίπτωση γεωργικό έτος, είτε από εκμίσθωση ή επίταξη ή έμμεσα από ιδιοκατοίκηση ή ιδιοχρησιμοποίηση ή από παραχώρηση της χρήσης σε τρίτο χωρίς αντάλλαγμα, μιας ή περισσότερων οικοδομών είτε από εκμίσθωση γαιών. Τέλος, σύμφωνα με την ΠΟΑ 1102/2016 ανείσπρακτα εισοδήματα από την εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας μπορούν να δηλωθούν μόνο από φυσικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα από την εκμίσθωση/ υπεκμίσθωση ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 4 του Ν 4172/2013, προκειμένου να μην συνυπολογισθούν αυτά στο εισόδημά τους. Αντίθετα, δεν μπορούν να δηλωθούν ανείσπρακτα εισοδήματα από την εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας από φυσικά πρόσωπα, όταν τα εισοδήματα αυτά προέρχονται από αποζημίωση χρήσης ακινήτου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 601 του ΑΚ, ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά την λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημίωσης, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά από αυτή παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή χωρίς να ερευνάται, αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης του μισθίου. Αποτελεί δε παράνομη παρακράτηση υπό την έννοια της ως άνω διάταξης, η γενόμενη χωρίς δικαίωμα από το νόμο, τη σύμβαση ή δικαστική απόφαση, ενώ εκτός των ανωτέρω, ο εκμισθωτής δικαιούται να απαιτήσει για την παρακράτηση αυτή του μισθίου και την αποκατάσταση κάθε άλλης περαιτέρω ζημίας, κατά τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας του οφειλέτη (ΑΚ 343 επ., 335), η οποία έχει ως προϋπόθεση το πταίσμα του μισθωτή, που τεκμαίρεται και την ανυπαρξία του οφείλει να επικαλεστεί, κατ’ ένσταση, και αποδείξει ο τελευταίος, για να απαλλαγεί. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 298 ΑΚ, αποκαθίσταται και το διαφυγόν κέρδος του εκμισθωτή, δηλαδή εκείνο, που θα αποκόμιζε με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν ο μισθωτής απέδιδε το μίσθιο αμέσως μετά τη λήξη της μίσθωσης. Τέτοιο δε διαφυγόν κέρδος αποτελεί και το υψηλότερο από το καταβαλλόμενο, ως αποζημίωση χρήσης, μίσθωμα, που αποδεδειγμένα θα λάμβανε ο εκμισθωτής εκμισθώνοντας σε άλλον το μίσθιο. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτή υποχρέωση σε βάρος του μισθωτή για την παράβαση της υποχρέωσής του να αποδώσει το μίσθιο στον εκμισθωτή κατά τη λήξη της μίσθωσης (ΑΚ, 599 παρ. 1). Κατά συνέπειαν, η στηριζόμενη στο άρθρο 601 ΑΚ αξίωση αποζημίωσης του εκμισθωτή, που γεννιέται από την επόμενη ημέρα λήξης της μίσθωσης και διαρκεί μέχρι την ημέρα αποδόσεως της κατοχής του μισθίου, αποτελεί μετενέργεια της μισθωτικής σύμβασης (ΑΠ 1971/2022, 229/2012, ΑΠ 1815/2007, ΑΠ 1470/2009, ΑΠ 1842/2008).
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 503 παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, πριν την αντικ. με το Ν 4335/2015, αν ο διάδικος που δικάσθηκε ερήμην διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως, αν δε δεν επιδοθεί η απόφαση η προθεσμία της εφέσεως είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Αντιστοίχως η προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας κατ’ άρθρο 652 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4335/2015, οριζόταν σε οκτώ ημέρες επί μισθωτικών διαφορών. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι επί ερήμην αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων η προθεσμία της εφέσεως αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως και συντρέχει με την προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η προθεσμία της εφέσεως εκπνέει με την πάροδο τριετίας από τη δημοσίευσή της, πλην όμως στην περίπτωση αυτή δεν αρχίζει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, η οποία είναι πάντοτε γνησία και δεν αρχίζει χωρίς την προηγουμένη επίδοση της ερήμην αποφάσεως. Έτσι, η ερήμην πρωτόδικη απόφαση, που δεν επιδόθηκε και έχει καταστεί ανέκκλητη με τη συμπλήρωση της τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, εξακολουθεί να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την ανακοπτόμενη απόφαση, αφού η προθεσμία αυτής δεν κινείται χωρίς επίδοση της ερήμην αποφάσεως. Μια τέτοια απόφαση δεν είναι τελεσίδικη, καθόσον το άρθρο 321 ΚΠολΔ ορίζει ότι τελεσιδικία δεν παράγεται όσον εξακολουθεί να είναι επιτρεπτή η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Άλλωστε η ευδοκίμηση μιας όψιμης έστω ανακοπής ερημοδικίας θα συμπαρασύρει και το ανέκκλητο, αφού θα επαναφέρει κατά το άρθρο 509 ΚΠολΔ την υπόθεση στο στάδιο της συζητήσεως που ακυρώθηκε, δηλαδή πριν από την οριστική πρωτόδικη απόφαση, δημιουργώντας έτσι τη δυνατότητα προσβολής με έφεση της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί (ΑΠ 1971/2022, Α.Π 35/2016, ΑΠ 1534/2005).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73 παρ. 1, 2 του ν.δ. 356/1974: 1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ` ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ` ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ` όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι το άρθρο 73 του ΚΕΔΕ, παρέχει στον οφειλέτη, ως άμυνα, δύο είδη ανακοπών: Την ανακοπή της πρώτης παραγράφου, που ασκείται πριν από την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης, και την ανακοπή της δεύτερης παραγράφου, που ασκείται μετά την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης, δηλαδή μετά την κατάσχεση ή τη σύλληψη του οφειλέτη. Η διάταξη οριοθετεί την προθεσμία για την άσκηση και των δύο ανακοπών, έτσι ώστε με την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης λήγει η προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 73 § 1 και αρχίζει η προθεσμία της δεύτερης ανακοπής του άρθρου 73 § 2, που είναι ομοίως απρόθεσμη, καθώς δεν τάσσεται από το νόμο προθεσμία για την άσκησή της ενόσω διαρκεί η εκτέλεση (με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η προθεσμία οριοθετείται σε συνδυασμό με το άρθρο 75 § 2 ΚΕΔΕ και λήγει με την πάροδο δέκα ημερών από την επόμενη ημέρα του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης για τον οφειλέτη και τους ενυπόθηκους δανειστές) [ΑΠ 1843/2023, Α.Π 991/2019, ΑΠ 139/2018].
Τέλος από τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ που ρυθμίζουν το συμψηφισμό ορίζουν το μεν πρώτο ότι «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», το δε δεύτερο ότι «Συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 ΑΚ). Πρόταση συμψηφισμού που γίνεται πριν από τη δίκη ή κατά τη διάρκειά της με εξώδικη δήλωση προς τον αντίδικο του συμψηφίζοντος επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν. Μεταγενέστερη σε δίκη επίκληση του εξώδικου συμψηφισμού δεν αποτελεί προβολή της ομώνυμης ενστάσεως αλλά διαδικαστική πράξη, με την οποία ανακοινώνεται στο δικαστήριο ότι η επίδικη απαίτηση έχει αποσβεσθεί. Ουσιαστικώς πρόκειται περί ενστάσεως εξοφλήσεως της επίδικης απαιτήσεως που επήλθε με το συμψηφισμό (ΑΠ 486/2016, ΑΠ 633/2015 Νόμος, ΑΠ 435/2015 Νόμος, ΑΠ 294/2014 Αρμ 2014. 1306, ΑΠ 782/2014 Νόμος, ΑΠ 450/2013 ΧρΙΔ 2013. 583, ΑΠ 936/2013 ΝοΒ 2014. 33, ΑΠ 840/2012 ΧρΙΔ 2013. 27, ΑΠ 1460/2012 ΕπισκΕμπΔ 2013. 324). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, συνυπάρχουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, ο δικαιούχος της κάθε απαιτήσεως έχει δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτηση του σε συμψηφισμό (ΑΠ 742/2014, ΑΠ 411/2014). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 παρ.1 και 222 παρ.2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει μεταξύ άλλων, να αναφέρεται η απαίτηση του ενάγοντος δανειστή η οποία προτείνεται σε συμψηφισμό, το ποσό αυτής και ο χρόνος, κατά τον οποίο γεννήθηκε (ΑΠ 1660/2022, Α.Π 742/2014).
Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα της ανακόπτουσας, που εξετάσθηκε νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 31-8-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης που συνήφθει μεταξύ του ……….. και της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, ο παραπάνω συμβληθείς (…….) εκμίσθωσε στην τελευταία ένα ακίνητο- κατάστημα που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού …………… προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την στέγαση επιχείρησης εστιατορίου- ψησταριάς. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε για δώδεκα έτη ενώ το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 3.000 ευρώ. Η ως άνω σύμβαση μίσθωσης δεν εξελίχθηκε ομαλά και ο εκμισθωτής, με την από 17-7-2007 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2007 αγωγή του ενώπιον του μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατήγγειλε την παραπάνω μίσθωση και ζήτησε την απόδοση της χρήσης του μίσθιού και την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων ποσού 24.000,00 ευρώ των μηνών Δεκεμβρίου 2006 έως Ιουλίου 2007, μετά του αναλογούντος φόρου χαρτοσήμου. Δυνάμει της με αριθμό 4855/2008 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα- εφεσίβλητη υποχρεώθηκε να αποδώσει το επίδικο μίσθιο και να καταβάλει στον εκμισθωτή τα μισθώματα που αντιστοιχούσαν στους μισθωτικούς μήνες από Δεκέμβριο του έτους 2006 έως και Ιούλιο το έτους 2007, οπότε καταγγέλθηκε η μίσθωση συνολικού ύψους 24.00,00 ευρώ. Στη συνέχεια ο εκμισθωτής, προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση της παραπάνω απόφασης και δυνάμει της με αριθμό …/6-3-2009 έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά . ….. απέβαλε την ανακόπτουσα από το μίσθιο την 11.3.2009. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο εκμισθωτής με τις με αριθμό …./2008 από 30-12-2008 και με αριθμό ………../2009 από 10-11-2009 δηλώσεις εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων ακινήτων, εκχώρησε στο καθού η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα τις απαιτήσεις κατά της μισθώτριας (ανακόπτουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης) εκ μη καταβληθέντων μισθωμάτων για τα χρονικά διαστήματα από την 1.1.2007 ένα την 31.12.2007 και από την 1.1.2008 έως την 31.12.2008 συνολικού ύψους 72.000 ευρώ επισυνάπτοντας και τα κατεχόμενα από αυτόν έγγραφα που αποδείκνυαν τη απαίτησή του και το ποσό αυτό το καθού το καταλόγισε ως δημόσιο έσοδο σε βάρος της ανακόπτουσας. Η Δ.Ο.Υ. Βύρωνα, συνέταξε τους με αριθμό …/16.3.2010 και …./16.3.2010 χρηματικούς καταλόγους χρεών κατ΄ έτος που διαβιβάστηκαν στη Δ.Ο.Υ Νίκαιας (πρώην Κορυδαλλού), δυνάμει των οποίων βεβαιώθηκε η εκχώρηση της φερόμενης οφειλής μισθωμάτων προς το καθ΄ου, βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι υπ΄ αριθμό …./22.3.2010 και υπ΄ αριθμό …../22/3.2010 ταμειακές βεβαιώσεις που εκδόθηκαν σε βάρος της ανακόπτουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, για το συνολικό ποσό των 72.00,00 ευρώ, Η Δ.Ο.Υ Νίκαιας συνέταξε και απέστειλε στην ανακόπτουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη την υπ΄ αριθμό …../06.09.2010 ατομική ειδοποίηση χρεών για τα ποσά αυτά βάσει των με αριθμό …. και …../22.3.2010 ταμειακών βεβαιώσεων και στη συνέχεια συντάχθηκε από την ίδια Δ.Ο.Υ η υπ΄ αριθμό …../10.9.2012 ατομική ειδοποίηση με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος της ποσό 94.770,32 ευρώ (73.360,41 ευρώ + 21.409,91 ευρώ προσαυξήσεις). Κατόπιν της με αριθμό ………./2012 παραγγελίας για αναγκαστική κατάσχεση του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ, συνετάγη η υπ΄ αριθμό ………./06/02.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….. και η από 06.02.2013 πράξη καθορισμού χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας την οποία επέδωσε στην ανακόπτουσα και δυνάμει της οποίας επεβλήθη αναγκαστική εκτέλεση στο αναφερόμενο σε αυτή διαμέρισμα. Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη με την από την 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2012) ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζητούσε να κηρυχθούν ανενεργοί, άλλως να ακυρωθούν οι υπ ΄αριθμό …/16.3.2010 και …../16.3.2010 χρηματικοί κατάλογοι που συντάχθηκαν από τη Δ.Ο.Υ, Βύρωνα, δυνάμει των οποίων βεβαιώθηκε η εκχώρηση της φερόμενης οφειλής μισθωμάτων προς το καθ΄ου, να κηρυχθούν ανενεργές άλλως να ακυρωθούν οι υπ΄ αριθμό …/22.3.2010 και υπ΄ αριθμό …./22/3.2010 ταμειακές βεβαιώσεις που εκδόθηκαν σε βάρος της από την Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, για το συνολικό ποσό των 72.00,00 ευρώ, να κηρυχθεί ανενεργή άλλως να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμό …./10.9.2012 ατομική ειδοποίηση προ κατάσχεσης ληξιπρόθεσμων χρεών που εκδόθηκε σε βάρος της από τη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού. Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη με την από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2013) ανακοπή ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου κατά της υπ΄ αριθμό …./06/02.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………. και η από 06.02.2013 πράξη καθορισμού χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας ζητούσε να κηρυχθούν ανενεργές άλλως να ακυρωθούν άλλως να μεταρρυθμιστούν η υπ΄ αριθμό …../06/02.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………. και η από 06.02.2013 πράξη καθορισμού χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας και κάθε συναφούς πράξης της διοίκησης, ήτοι των υπ΄ αριθμό …../22.3.2010 και υπ΄ αριθμό …./22/3.2010 ταμειακών βεβαιώσεων που εκδόθηκαν σε βάρος της από την Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, για το συνολικό ποσό των 72.00,00 ευρώ και της υπ΄ αριθμό …../10.9.2012 ατομικής ειδοποίησης προ κατάσχεσης ληξιπρόθεσμων χρεών που εκδόθηκε σε βάρος της από τη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ως μισθώτρια μετά την καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης την 25.7.2007 ήτοι από την επομένη της λήξης με τον τρόπο αυτό της ως άνω μίσθωσης και για όσο χρόνο παρακρατούσε το μίσθιο μέχρι την 31.12.2008 όφειλε στον εκμισθωτή ως αποζημίωση για την παράνομη χρήση του μίσθιού το συμφωνημένο μίσθωμα η οποία αποζημίωση χρήσης δεν αποτελεί εισόδημα από την εκμίσθωση ακινήτου και συνεπώς η εξ΄ αυτής απαίτηση του εκμισθωτή δεν εκχωρείται στο Δημόσιο. Συνεπώς, παρανόμως ο εκμισθωτής εκχώρησε την παραπάνω αξίωσή του για το χρονικό διάστημα από το μήνα Αύγουστο του 2007 μέχρι το μήνα Δεκέμβριο έτους 2008, στο καθ’ου – εφεσίβλητο – εκκαλούν και συνεπώς, οι προσβαλλόμενοι εκτελεστοί τίτλοι δεν ήταν έγκυροι για την ως άνω οφειλή ύψους 51.00,00 ευρώ που βεβαιώθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας ήτοι οι υπ΄ αριθμό ……/22.3.2010 και υπ΄ αριθμό …./22/3.2010 ταμειακές βεβαιώσεις που εκδόθηκαν σε βάρος της ανακόπτουσας από την Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, καθ΄ ο μέρος βεβαιώθηκε ποσό που υπερβαίνει τα 21.000,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα του χρονικού διαστήματος των επτά μηνών από το μήνα Ιανουάριο μέχρι το μήνα Ιούλιου του έτους 2007, η υπ΄ αριθμό ……/10.9.2012 ατομική ειδοποίηση καθ ό μέρος η ανακόπτουσα καλείται να πληρώσει ποσά που υπερβαίνουν το ποσό των 21.00,00 ευρώ, ως κεφάλαιο οφειλής καθώς για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων τις οποίες καλείται να καταβάλλει η ανακόπτουσα κατά το μέρος που αθροίζεται και το ποσό των 51.000,00 ευρώ που δεν αντιστοιχεί σε μισθώματα αλλά σε αποζημίωση χρήσης, σκέλος κατά το οποίο η ως άνω πράξη πρέπει να μεταρρυθμιστεί καθώς και η υπ΄ αριθμό …………/06/02.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………… και η από 06.02.2013 πράξη καθορισμού χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, καθ΄ ο μέτρο με αυτές η ανακόπτουσα επιτάσσεται να καταβάλει το ποσό των 51.000,00 ευρώ που αντιστοιχεί στα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από τον Αύγουστο του έτους 2007 έως το Δεκέμβριο του έτους 2008 καθώς επίσης και καθ΄ο μέτρο συνυπολογίστηκε το ποσό αυτό για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, και μεταρρύθμισε εν μέρει τις εν λόγω πράξεις δεν έσφαλε αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο, με συνέπεια τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται το καθ΄ου και ήδη εκκαλούν – εφεσιβλήτο με το σχετικό λόγο της από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………../2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ……../2017) έφεσης του, να είναι απορριπτέα ως αβάσιμα κατ΄ ουσίαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με την αριθμό 4855/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα- εφεσίβλητη υποχρεώθηκε να αποδώσει το επίδικο μίσθιο και να καταβάλει στον εκμισθωτή τα μισθώματα που αντιστοιχούσαν στους μισθωτικούς μήνες από Δεκέμβριο του έτους 2006 έως και Ιούλιο το έτους 2007, οπότε καταγγέλθηκε η μίσθωση. Η ως άνω απόφαση η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, ερήμην της τότε εναγομένης και ήδη ανακόπτουσας, δεν επιδόθηκε στην τελευταία, αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει τέτοια επίδοση, ούτε άλλωστε το καθ΄ ου η ανακοπή – εφεσίβλητο – εκκαλούν επικαλείται επίδοση αυτής στην ανακόπτουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη, ώστε να διαπιστωθεί αν εξακολουθεί να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, αφού η προθεσμία αυτής δεν αρχίζει χωρίς την επίδοση της ερήμην αποφάσεως. Επομένως, δεν προκύπτει ότι η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη και αποτελεί δεδικασμένο (άρθρο 321 ΚΠολΔ) . Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον τρίτο λόγο της από από την 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2012) ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμο, λόγω δεδικασμένου που απορρέει από την αριθμό 4855/2008 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της ένδικης από 15-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………../2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ………../2017) έφεσης της καλούσας–ανακόπτουσας-εκκαλούσας– εφεσίβλητης ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τον ως άνω λόγο από την 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2012) ανακοπής, κατ΄ αρθρο 535 ΚΠολΔ, και αφού κρατηθεί ο ως άνω λόγος ανακοπής να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό, την νομική και ουσιαστική βασιμότητα του.
Στην προκειμένη περίπτωση η από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/2012) ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ΄ άρθρο 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, ασκήθηκε πριν από την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης, ήτοι πριν την επιβολή της κατάσχεσης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας η οποία επιβλήθηκε δυνάμει της υπ΄ αριθμό ……./06/02.2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………, δια της οποίας επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ` ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ` όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. Με τον τρίτο λόγο της ως άνω ανακοπής, η ανακόπτουσα επικαλείται στην δίκη κατά του καθ΄ου – Ελληνικού Δημοσίου ως εκδοχέα της απαίτησης του εκμισθωτή για τα οφειλόμενα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από Ιανουάριο του έτους 2007 έως και Ιούλιο του 2007, όποτε έλαβε χώρα η καταγγελία της μίσθωσης (25.7.2007) ήτοι επτά μηνών συνολικού ποσού 21.00,00 ευρώ την συμφωνία μεταξύ αυτής ως μισθώτριας και του εκμισθωτή του μίσθιού, περί εξώδικου συμψηφισμού της αξίωσης της ανακόπτουσας για αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης μίσθωσης εξαιτίας της ύπαρξης των αναφερομένων στην ανακοπή πραγματικών ελαττωμάτων που υπήρχαν κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης και ο εκμισθωτής γνώριζε και της έλλειψης των συμφωνημένων ιδιοτήτων με την αξίωση του εκμισθωτή για την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων μέχρι την 18.5.2007 οπότε χορηγήθηκε η υπ΄ αριθμό …../18.5.2006 άδεια λειτουργίας της επιχείρησης στο μίσθιο που είχε γίνει πριν την άσκηση της εναντίον της αγωγής με αίτημα την απόδοση του μίσθιού και την καταδίκη της στην καταβολή των ως άνω οφειλόμενων μισθωμάτων. Με βάση τα ανωτέρω η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη επικαλείτο ότι δεν υφίστατο οφειλή και συνεπώς δεν υφίστατο νόμιμος τίτλος και ότι δεν ήταν νόμιμη η εκχώρηση των ως άνω μισθωμάτων στο Δημόσιο, εφόσον δεν αποκτάται εισόδημα υπαγόμενο σε φορολόγησή από εκμίσθωσή ελαττωματικού ακινήτου έτσι ώστε δεν εφαρμόζεται το άρθρο 4 παρ. 7 ΚΦΕ. Πλην όμως η μεταγενέστερη επίκληση του εξώδικου συμψηφισμού δεν αποτελεί προβολή της ομώνυμης ενστάσεως συμψηφισμού αλλά ένσταση εξοφλήσεως της επίδικης απαιτήσεως που επήλθε με το συμψηφισμό, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσα η οποία παραδεκτά προτάθηκε με την ως άνω ανακοπή κατ΄ άρθρο 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, στα πλαίσια της οποίας προβλέπεται η προβολή ισχυρισμών που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης, Συνεπώς τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός του καθ΄ ου και ήδη εφεσιβλήτου περί απαραδέκτου του ως άνω ένστασης εξοφλήσεως δια συμψηφισμού επειδή δεν αποδεικνύεται άμεσα και εγγράφως, κατ ΄άρθρο 73 παρ. 2 ΚΕΔΕ, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση η ως άνω ένσταση προτάθηκε με την 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2012) ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ΄ άρθρο 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, που ασκήθηκε πριν από την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης. Πλην όμως με αυτό το περιεχόμενο η υπό κρίση ένσταση εξόφλησης δια συμψηφισμού τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, διότι δε γίνεται σαφής έκθεση των δικαιοαπαγωγικών γεγονότων που τη συγκροτούν και συγκεκριμένα του ύψους της επικαλούμενης αξίωσης αποζημίωσης της ανακόπτουσας ως μισθώτριας, λόγω της έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων και ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων που τελούσαν κατά τη σύναψη της μίσθωσης εν γνώσει του εκμισθωτή , ώστε να κριθεί αν η αξίωση της ανακόπτουσας για αποζημίωση ήταν μικρότερη ή μεγαλύτερη από τα οφειλόμενα μισθώματα η οποία κατά του ισχυρισμούς της συμφωνήθηκε να συμψηφιστεί με τα οφειλόμενα μισθώματα μέχρι το χρονικό σημείο χορήγησης άδειας λειτουργίας. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../2012) ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Κατ΄ ακολουθία των η από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά …./2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ……../2017) έφεση, κατά το ως άνω μέρος που η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1971/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν. Η από 15-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……../2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ………./2017) έφεσης της καλούσας – ανακόπτουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τον ως άνω λόγο από την 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……../2012) ανακοπής, κατ΄ αρθρο 535 ΚΠολΔ, και αφού κρατηθεί ο ως άνω λόγος ανακοπής να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό, την νομική και ουσιαστική βασιμότητα του. Η από 15-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……../2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ………../2017) έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσία, κατά το ως άνω μέρος που η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1971/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τον τρίτο λόγο της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2012) ανακοπής, κατ΄ αρθρο 535 ΚΠολΔ, και αφού κρατηθεί ο ως άνω λόγος ανακοπής και εξεταστεί ως προς το παραδεκτό, την νομική και ουσιαστική βασιμότητα του, να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Τέλος, επειδή η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε, ως προς το υπό στοιχεία τρίτο λόγο της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……./2012) ανακοπής, ακολούθως δε ο παραπάνω λόγος απορρίφθηκε για διαφορετική αιτία από την εκκαλουμένη, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παράβολου για την άσκηση του ένδικου μέσου, κατ ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 09.05.2023 αρ. εκ. κατ. Δικ……/2023 και από 01.05.2024 αρ. εκ. κατ. …………/2024 κλήσεις, με τις οποίες επαναφέρονται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 15-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……../2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ……./2017) έφεση και η από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………/2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ………./2017) έφεση.
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, την από 15-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……./2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ……../2017) έφεση και την από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………../803/2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ………../2017) έφεση κατά το μέρος που η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1971/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου, κατά της με αριθμό 2332/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………/2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά …………./2017) έφεση.
Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 24-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………./2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ……../2017) έφεση, κατά το ως άνω μέρος που η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1971/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την 15-11-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……./2017 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιά ………./2017) έφεση, κατά το ως άνω μέρος που η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1971/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου.
Διατάσσει την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικού της παρούσας ποσού εκατό (100) ευρώ στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 2332/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη του τρίτου λόγου της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……./2012) ανακοπής.
Κρατεί και δικάζει τον ως άνω λόγο της από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2012) ανακοπής.
Απορρίπτει τον τρίτο λόγο της 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../2012) ανακοπής.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Οκτωβρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και της πληρεξουσίας δικηγόρου της ετέρας διαδίκου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ