ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN
Αριθμός απόφασης 608 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, KΣ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α] Της εκκαλούσας: Αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία ”………….”, που εδρεύει στο …… και έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, με την επωνυμία «…………….» και Α.Φ.Μ. …., το οποίο εδρεύει στο …. Αττικής, επί της οδού, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Χρύσας Πετρουλέα (ΑΜ/ΔΣΑ …………), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), δικηγόρου της δικηγορικής εταιρείας, με την επωνυμία «Παπαχρονόπουλος Δικηγορική Εταιρεία», με ΑΜ …., η οποία και κατέβαλε το με αρ. ……/04.02.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Των εφεσίβλητων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και Α.Φ.Μ. ………, που εδρεύει στη …., ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει του με αριθμό 259/12.2.2025 πρακτικού Δ.Σ. της εταιρείας, από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ιωάννα Μπέλκα (ΑΜ/ΔΣΑ …), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατέβαλε το με αρ. ……/13.02.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ, 2) Της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…………» και ΑΦΜ ……., που έχει την έδρα της στην ….. Αττικής, επί της οδού …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, 3)Της εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στα ……. Κρήτης, επί της ……… και διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά, επί της ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ήδη, δε, η καθολική διάδοχος αυτής, ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «…………» και ΑΦΜ ………., που έχει την έδρα της στην …….. Αττικής, επί της οδού …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 4)Της εταιρίας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην …………. Αττικής, επί της οδού ……… και εκπροσωπείται νόμιμα (άνευ ΑΦΜ), οι οποίες (2η , 3η και 4η ) μετά την ανάκληση της δήλωσης του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που έλαβε χώρα κατά την συζήτηση της υπόθεσης και καταγράφηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Αικατερίνης Πρωτόπαπα (ΑΜ/ΔΣΠ …….), δικηγόρου της δικηγορικής εταιρείας, με την επωνυμία «ΜΑΡΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δικηγορική Εταιρεία», με ΑΜ ΔΣΑ …, η οποία και κατέβαλε τα με αρ. ….. και …../25.02.2025 γραμμάτια προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Β] Της (επικουρικά) εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και Α.Φ.Μ. ………., που εδρεύει στη …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει του με αριθμό 259/12.2.2025 πρακτικού Δ.Σ. της εταιρείας, από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ιωάννα Μπέλκα (ΑΜ/ΔΣΑ ….), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατέβαλε το με αρ. ……../13.02.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Των (επικουρικά) εφεσίβλητων: 1) Της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «………….» και ΑΦΜ ……….., που έχει την έδρα της στην ………. Αττικής, επί της οδού …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Αικατερίνης Πρωτόπαπα (ΑΜ/ΔΣΠ ……), δικηγόρου της δικηγορικής εταιρείας, με την επωνυμία «ΜΑΡΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δικηγορική Εταιρεία», με ΑΜ ΔΣΑ ….., η οποία και κατέβαλε τα με αρ. …. και ……./25.02.2025 γραμμάτια προείσπραξης του ως άνω ΔΣ και 2) Της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», με ΑΦΜ ……., που εδρεύει στην Αθήνα, επί της …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………..» (πρώην «………….»), που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Αναστασίας Τσακίρη (ΑΜΔΣΑ …..), δυνάμει της από 03.02.2025 εξουσιοδότησης και κατέβαλε το με αρ. ……./18.02.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά {τακτική διαδικασία – τμ. Ναυτικών διαφορών} ασκήθηκαν: α) Από την κυρίως (υπό Α) εκκαλούσα εναντίον απάντων των (υπό Α) εφεσίβλητων η από 05-05-2021 αγωγή και β) Από την υπό Α πρώτη εφεσίβλητη – υπό Β επικουρικά εκκαλούσα, η από 01.06.2021 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή εναντίον των: 1)Υπό Β1 επικουρικά εφεσίβλητης και 2) Της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η υπό Β2 επικουρικά εφεσίβλητη. Επί των εν λόγω δικογράφων, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε αρχικά η με αρ. 856/2022 μη οριστική απόφαση και ακολούθως η με αρ. 3451/2022 οριστική απόφαση που τα απέρριψε και καταδίκασε καθεμία από τις ενάγουσες (κύρια και παρεμπίπτουσα) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των κυρίως και παρεμπιπτόντως, αντίστοιχα, εναγόμενων. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν με έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού αμφότεροι οι ηττηθέντες διάδικοι (με κύρια και επικουρική έφεση, αντίστοιχα) και ορίστηκε δικάσιμος για την κύρια από 30.05.2023 έφεση η 18.4.2024 (αρ. πιν. ..) και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (αρ. πιν. …..), προκειμένου να συνεκδικαστεί με την από 11.04.2024 επικουρική έφεση (αρ. πιν. ……). Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναγράφεται ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εξής, κύρια και επικουρική, αντίστοιχα, εφέσεις: Α) Η από 30-05-2023 κύρια έφεση, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου ………./30.05.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./03.07.2023, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 18.04.2024 και έλαβε αριθμό πινακίου ……, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου … και Β)Η από 11.04.2024 επικουρική έφεση, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου …………../15.04.2024 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./16.04.2024, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου ……. Οι εφέσεις, που αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2, 520, 523 και 524 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη διετής καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 15.11.2022, έως την κατά τα άνω κατάθεσή τους στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, η επικουρική έφεση ασκήθηκε παραδεκτά από πρόσωπο που έχει δικαίωμα προσβολής της εκκαλουμένης (άρθρο 516 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ) και στρέφεται κατά νομιμοποιούμενων προς τούτο προσώπων (άρθρο 517 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ασκείται από την προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ρητά επικουρικά, για την περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής της κυρίως εκκαλούσας (κυρίως ενάγουσας) και επομένως με την νομότυπη άσκησή της η παρεμπίπτουσα αγωγή παραδεκτά μεταβιβάστηκε στο εφετείο, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό, δε, της συζήτησης των εφέσεων καταβλήθηκε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, για κάθε μία έφεση το απαιτούμενο e – παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στις εκθέσεις κατάθεσής τους και ειδικότερα: 1)Για την υπό Α έφεση, το με αρ. …….., σε συνδυασμό με την απόδειξη επιτυχούς πληρωμής της τράπεζας eurobank και 2) Για την υπό Β έφεση το με αρ. ………….., σε συνδυασμό με την απόδειξη επιτυχούς πληρωμής της τράπεζας Πειραιώς]. Πρέπει, δε, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση των ως άνω εκκρεμών ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εφέσεων, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ). Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της επικουρικής έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ουδείς λόγος έφεσης προβάλλεται από την επικουρικά εκκαλούσα κατά της εκκαλουμένης, πόσο μάλλον και κατά το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε ως μη νόμιμη την παρεμπίπτουσα αγωγή της. Ειδικότερα, η εταιρεία με την επωνυμία «…………..» {υπό Α πρώτη εφεσίβλητη – υπό Β (επικουρικά) εκκαλούσα, 1η εναγόμενη στην κύρια αγωγή και παρεμπιπτόντως ενάγουσα – προσεπικαλούσα} άσκησε εναντίον: α)της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «……….» {2η κυρίως εναγόμενη -2η υπό Α εφεσίβλητη και 1η υπό Β (επικουρικά) εφεσίβλητη} και β) της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», με έδρα την Αθήνα, την από 01.06.2021 {ΓΑΚ/ΑΚΔ ……./2.6.2021} προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, κοινοποιούμενη και στην αλλοδαπή εταιρεία, με την επωνυμία ”………….” {υπό Α κυρίως εκκαλούσα – κυρίως ενάγουσα}, στην οποία αφού ενσωματώνει το κείμενο της υπό Α΄ κύριας αγωγής εναντίον της και επικαλούμενη: 1)Tην κατάρτιση με την κοινοπραξία με την επωνυμία «…………….» [1η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – 2η υπό Α εφεσίβλητη και 1η υπό Β (επικουρικά) εφεσίβλητη] της επίδικης σύμβασης διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς, 2)Tην μη εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης των Αθηνών κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. α΄ αυτής, 3) Ίδιον πταίσμα της εν λόγω αντισυμβαλλόμενής της, εξαιτίας του οποίου προκλήθηκε πυρκαγιά και καταστράφηκαν τα προαναφερόμενα μεταφερόμενα εμπορεύματα, αξίας 55.491,36€, ερειδόμενο στην αθέτηση της σύμβασης και στις περί αδικοπραξιών διατάξεις {άρ. 914 και 922 ΑΚ}, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην παρεμπίπτουσα αγωγή της, 4)Την κατάρτιση μεταξύ αυτής και της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία «………….» – 2ης παρεμπιπτόντως εναγόμενης -, καθολική διάδοχος της οποίας [λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………..» (πρώην «…………..»)] είναι η 2η επικουρικά εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….», του από 1.2.2019 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που κάλυπτε χρονικά το επίδικο διάστημα, με το οποίο η τελευταία [ήδη «…………….»] ασφάλισε την αστική ευθύνη της έναντι τρίτων, ως διεθνούς οδικής μεταφορέα, έως το ποσό των 100.000€ ανά γεγονός, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ, μερικού περιορισμού του αιτήματός της, σε έντοκο αναγνωριστικό και αφού προηγουμένως συνομολογεί την πταισματική της ευθύνη (βλ. σελ. 9 προτελευταία παράγραφο της προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής της) να αναγνωριστεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες – η μεν πρώτη Κοινοπραξία λόγω της πταισματικής της ευθύνης για την πυρκαγιά, η δε δεύτερη ασφαλιστική εταιρεία, διότι είχε ασφαλίσει την αστική της ευθύνη ως διεθνούς οδικού μεταφορέα- οφείλουν να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ανωτέρω κύρια αγωγή, ό,τι τυχόν υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή μέχρι την εξόφληση, άλλως από την επομένη της επίδοσης της παρεμπίπτουσας αγωγής της, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν στην δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση (δικονομικών εγγυητών), με την σωρευόμενη σ’ αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή εξ αναγωγής ασκήθηκαν παραδεκτά και ότι τηρήθηκε η νόμιμη, προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2, 6 παρ. 1 στοιχ. β’ και 7 παρ. 4 ν. 4.640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις κ.λπ. διατάξεις» διαδικασία περί ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς και υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας προς το σκοπό αυτό, για το παραδεκτό της συζήτησής της, ότι αρμόδια εισήχθησαν προς συζήτηση ενώπιόν του, πλην, όμως, τις απέρριψε στο σύνολό τους ως μη νόμιμες για τον λόγο ότι η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι αποκλειστικά υπαίτια για τη ζημία της κυρίως ενάγουσας υπήρξε η παρεμπιπτόντως εναγόμενη θαλάσσια μεταφορέας, χωρίς να αποδεχτεί και δική της συνευθύνη, δυνάμενη να θεμελιωθεί, στην προκείμενη περίπτωση, στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. β’ CMR. Επομένως, και παρά το γεγονός ότι η επικουρικά ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, η επικουρικά εκκαλούσα δεν εκκαλεί κανένα κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε το παραπάνω, που την αφορά, δηλαδή το κεφάλαιο που απορρίπτει ως μη νόμιμη, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, την παρεμπίπτουσα αγωγή – προσεπίκλησή της, ούτε και αναφέρει οποιονδήποτε άλλο λόγο έφεσης. Ειδικότερα, λόγοι έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, τα οποία αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (ΕφΠατρ 17/2020 δημ. Νόμος). Ως εκ τούτου, η απόρριψη της κύριας αγωγής δεν αρκεί από μόνη της χωρίς σαφή και συγκεκριμένη έκθεση λόγων έφεσης, να αποτελέσει τέτοιο λόγο, όπως πράττει η επικουρικά εκκαλούσα. Επομένως, και παρά το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, η παρεμπιπτόντως εναγόμενη συνομολογεί στο δικόγραφό της την πταισματική της ευθύνη για το επίδικο συμβάν και, επομένως, ήταν νόμιμη η αγωγή της, παρά τα όσα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, περί μη νομιμότητας, και, επομένως, είχε πράγματι λόγο έφεσης προς εξαφάνιση της εκκαλουμένης, στην επικουρική έφεσή της απλώς επαναλαμβάνει τα όσα έχει αναφέρει στην παρεμπίπτουσα αγωγή – προσεπίκλησή της, επικαλούμενη, στο τέλος (βλ. σελ. 3 της επικουρικής έφεσης) προς δικαιολόγηση και μόνον του άμεσου συμφέροντός της προς άσκηση εκ μέρους της επικουρικής έφεσης, ότι η παρεμπίπτουσα αγωγή της απορρίφθηκε πρωτόδικα επειδή απορρίφθηκε η κύρια αγωγή, γεγονός το οποίο αφενός μεν δεν ισχύει, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με την αιτιολογία του απορριπτικού αυτού σκέλους της εκκαλουμένης και αφετέρου δεν στοιχειοθετεί το γεγονός αυτό από μόνο του, δηλαδή της επίκλησης έννομου συμφέροντος προς άσκηση του ένδικου μέσου, παραδεκτό και νόμιμο λόγο έφεσης. Άρα, εφόσον δεν υφίσταται στο δικόγραφο της επικουρικής έφεσης ουδείς λόγος έφεσης, ο οποίος ούτε και, κατ΄ εκτίμηση, του δικογράφου της, από το παρόν Δικαστήριο, δύναται να εξαχθεί με κάποιον νόμιμο τρόπο, η επικουρική έφεση πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη (ΕφΠειρ 280/2024 ΝΟΜΟΣ). Λόγω, δε, της ήττας της επικουρικά εκκαλούσας, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των επικουρικά εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νομίμου σχετικού αιτήματός τους, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή του με αρ. ……… e – παραβόλου (που αναφέρεται στην με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../15.4.2024 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου του Γραμματέα του ΜονΠρΠειραιά), ποσού εκατό (100€) ευρώ, που αυτή κατέβαλε για την άσκησης της επικουρικής της έφεσης, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 αριθ. 3 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015). Κατόπιν αυτών, πρέπει η κύρια έφεση να ερευνηθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Η κυρίως (υπό Α) εκκαλούσα (στο εξής εκκαλούσα) εναντίον απάντων των κυρίως (υπό Α) εφεσίβλητων (στο εξής εφεσίβλητων) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς {Νέα Τακτική – Τμ. Ναυτικών Διαφορών} την από 05-05-2021 αγωγή {ΓΑΚ/ΑΚΔ αντίστοιχα ………../13.05.2021}, με την οποία ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης ασφάλισης μεταφοράς, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της (μη διαδίκου) εταιρείας, με την επωνυμία «……………..», ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη, μεταξύ άλλων, και του κινδύνου ποιοτικής αλλοίωσης εμπορευμάτων υπό συντήρηση και/ή ψύξη, προκληθησόμενου κατά τη διάρκεια της μεταφοράς αυτών, με οποιοδήποτε μέσο, σε όλο τον κόσμο, με ανώτατο όριο ασφάλισης το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ανά φόρτωση και απαλλαγή 2%, επί της ασφαλισμένης αξίας κάθε μεταφοράς. Ότι, δυνάμει της από 28.09.2019 σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης και δεύτερης των εναγόμενων – ήδη 1ης και 2ης των εφεσιβλήτων, με την ιδιότητά τους η μεν πρώτη ως συμβατικός – οδικός μεταφορέας, η, δε, δεύτερη ως θαλάσσιος μεταφορέας – εκναυλώτρια και εφοπλίστρια τού, πλοιοκτησίας της τρίτης των εναγόμενων και ήδη 3ης εφεσίβλητης (καθολικής διαδόχου), Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου, ”OC”, μέλη της οποίας (2ης των εναγόμενων) είναι η τρίτη και η τέταρτη εξ αυτών (ήδη 3η και 4η των εφεσίβλητων), ανέλαβε η 2η των εναγόμενων να μεταφέρει, με ασφάλεια, δια θαλάσσης, από τον λιμένα Ηγουμενίτσας – Θεσπρωτίας προς τον λιμένα Βενετίας – Ιταλίας και στο γκαράζ του ως άνω πλοίου, το με αριθμό κυκλοφορίας ……………. φορτηγό με trailer (ψυγείο), όχημα της πρώτης των εναγόμενων, έμφορτο με τα αναφερόμενα στην αγωγή ασφαλισμένα εμπορεύματα και εκδόθηκε η σχετική απόδειξη – εισιτήριο μεταφοράς οχήματος. Ότι κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο γκαράζ Νο 4 του πλοίου, εξαιτίας της οποίας καταστράφηκαν ολοσχερώς τα μεταφερόμενα πράγματα τής ως άνω λήπτριας της ασφάλισης εταιρείας, που βρίσκονταν εντός του προαναφερόμενου φορτηγού – αυτοκινήτου, συνολικής αξίας πενήντα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (55.491,36€). Ότι η αξία αυτή αντιστοιχεί στη συνήθη τιμολογιακή ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας στην αγορά – αξία πραγμάτων ίδιου γένους και ποιότητας, στον χρόνο και τόπο εκφόρτωσης, δηλαδή την 29.09.2019, στο λιμένα Βενετίας. Ότι η απώλεια του ένδικου φορτίου οφείλεται καταρχήν σε παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του θαλάσσιου μεταφορέα, δεύτερης των εναγόμενων, την οποία βαρύνει ίδιο πταίσμα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή και ότι την ίδια ευθύνη βαρύνει, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της CMR αλλά αυτών του κοινού δικαίου και τον οδικό μεταφορέα, ήτοι την 1η των εναγόμενων. Ότι όλες οι εναγόμενες ενέχονται απέναντί της και με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, για την αποκατάσταση της αυτής ζημίας. Ότι, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατέβαλε στην ως άνω, μη διάδικο, εταιρεία, ως ασφαλιστική αποζημίωση, το συνολικό ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (54.381,53€), υποκαθιστάμενη έτσι εκ του νόμου στα δικαιώματα αυτής, άλλως, δυνάμει σχετικού, περιλαμβανόμενου στην εξοφλητική απόδειξη, όρου, περί συμβατικής εκχώρησης των δικαιωμάτων αυτών. Κατόπιν αυτών η ενάγουσα ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ, μερικού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστη το συνολικό ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (54.381,53€), νομιμότοκα από την 07.11.2019, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστούν στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή και η συζήτηση αυτής είναι παραδεκτές, ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, ότι αρμόδια καθ΄ ύλην εισάγεται προς συζήτηση ενώπιόν του, με την τακτική διαδικασία, ότι το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό (”lex causae”), ότι ακολούθως η αγωγή είναι ορισμένη και, όσον αφορά την ενδοσυμβατική ευθύνη, νόμιμη, ερειδόμενη στις περί ναύλωσης διατάξεις του ΚΙΝΔ και απέρριψε ως μη νόμιμη την ερειδόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, βάση της αγωγής και το, παρεπόμενο, αίτημα περί έναρξης της τοκογονίας από τον χρόνο της εκ μέρους της ενάγουσας καταβολής του ασφαλίσματος. Κατά τα λοιπά έκρινε νόμιμη την αγωγή και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεσή της η ηττηθείσα ενάγουσα για τα κεφάλαια της απόφασης που καθορίζονται με τους λόγους της έφεσής της και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό την παραδοχή στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμης της αγωγής της και την καταδίκη των εφεσίβλητων στην δικαστική της δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κατά την διάταξη του άρθρου 135 ΚΙΝΔ, ο εκναυλωτής ευθύνεται για κάθε ζημία του φορτίου που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου ως προς την καταλληλότητα προς πλου ή προς διατήρηση του φορτίου, εκτός εάν αγνοούσε το ελάττωμα και δεν μπορούσε να το ανακαλύψει, έστω και καταβάλλοντας την απαιτούμενη επιμέλεια στις συναλλαγές, σε περίπτωση δε που το ελάττωμα δημιουργήθηκε μετά την έναρξη του πλου, εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 138. Το θεσπιζόμενο σύστημα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα στα προαναφερθέντα άρθρα 134 και 135 ΚΙΝΔ, που περιέχουν εν μέρει διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με αυτήν της άνω Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, βασίζεται στο τεκμαιρόμενο πταίσμα του οφειλέτη, δηλαδή στη νόθο αντικειμενική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα. Ειδικότερα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την τήρηση της απαιτούμενης επιμέλειας (συνετού εκναυλωτή), κυρίως ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση των μεταφερόμενων πραγμάτων κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παράδοσής τους στον παραλήπτη (ΕφΠειρ 219/20121, όπου και παραπομές σε νμλγ). Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (άρθρο 330 και 334 Α.Κ.), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Περαιτέρω, στο άρθρο 138 ΚΙΝΔ ορίζεται ότι «Ο εκναυλωτής ευθύνεται δια το πταίσμα των υπ’ αυτού προστηθέντων, ιδία του πλοιάρχου και του πληρώματος, ως δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εάν η ζημία προεκλήθη εκ πράξεως ή παραλείψεως περί την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εις την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου δεν περιλαμβάνονται μέτρα λαμβανόμενα κυρίως προς το συμφέρον του φορτίου. Εάν η ζημία προήλθεν εκ πυρκαγιάς, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα». Με την τελευταία αυτή διάταξη καθιερώνεται το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημιές, μεταξύ άλλων, από πυρκαγιά και μόνον όταν η πυρκαγιά οφείλεται σε δικό του προσωπικό πταίσμα αναβιώνει η ευθύνη του. Πταίσμα του πλοιάρχου, του πληρώματος και γενικά των προσώπων που έχουν προστηθεί από το μεταφορέα δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, αλλά απαιτείται «ίδιον», δηλαδή προσωπικό, πταίσμα του ή, εφόσον πρόκειται για εταιρία, των προσώπων που την εκπροσωπούν ή ασκούν τη διοίκηση της, αφού η ως άνω διάταξη απαλλάσσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το μεταφορέα από την ευθύνη για το πταίσμα των προστηθέντων του. Για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι με τη διάταξη αυτή, εισάγεται μαχητό τεκμήριο υπέρ του μεταφορέα για την έλλειψη ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, το οποίο μπορεί να ανατραπεί με την απόδειξη προσωπικού πταίσματος αυτού και συνεπώς ο μεταφορέας, για να απαλλαγεί από την ευθύνη, αρκεί να αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε πυρκαγιά, ενώ ο αντίδικός του που ζημιώθηκε μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό αποδεικνύοντας ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από προσωπικό πταίσμα του μεταφορέα (ΕφΠειρ. 545/2020 ΝΟΜΟΣ). Η αρχή δε της συσταλτικής ερμηνείας των εξαιρετικών διατάξεων, όπως είναι και η παραπάνω του άρθρου 138 εδάφ. δ’ ΚΙΝΔ, επιβάλει να ισχύει το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημία που προκλήθηκε από πυρκαγιά μόνο στην περίπτωση που η ζημία αποδίδεται αποκλειστικά στην ύπαρξη «ναυτικού πταίσματος» του πλοιάρχου ή του πληρώματος και ο μεταφορέας δεν εμπλέκεται προσωπικά ούτε ως ένα ελάχιστο βαθμό, ενώ ακόμη και εάν αποδειχθεί ότι συντρέχει πράγματι «ναυτικό πταίσμα» των προστηθέντων του μεταφορέα, δεν αποκλείεται να αναβιώσει η ευθύνη του, ιδίως στις περιπτώσεις που ο ίδιος ενέκρινε τις πράξεις ή παραλείψεις που σχετίζονταν με τη «διακυβέρνηση» ή τον «χειρισμό» του πλοίου ή που επωφελήθηκε αυτών.
Από την επανεκτίμηση των νόμιμα επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από την με αριθμό ………./20.09.2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ………, που επικαλούνται και προσκομίζουν η δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εφεσίβλητων, η οποία δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, …………, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εκκαλούσας, δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, πριν από τη σύνταξή της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) {βλ. την επικαλούμενη με αριθμό ……./15.09.2021 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, δικαστικού επιμελητή, …………..), από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ 1 στοιχ. γ’, 448 παρ. 2, 449 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – μεταξύ των οποίων και οι ληφθείσες, στο πλαίσιο διενέργειας προανάκρισης από το Λιμενικό Σώμα, καταθέσεις μαρτύρων, που εκτιμώνται ελεύθερα στην παρούσα δίκη (άρθρα 335, 339 και 340 ΚΠολΔ), από τις ομολογίες των διαδίκων, όπου περιοριστικά κατωτέρω αναφέρονται και αποτελούν πλήρη απόδειξη, κατά τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 1 ΚΠολΔ και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει τής από 27.09.2019 σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς οχήματος, που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης των εφεσίβλητων (1ης των εναγομένων), μεταφορικής εταιρείας στο όνομά της και της δεύτερης εξ αυτών (2ης των εναγομένων), κοινοπραξίας- εκναυλώτριας [μέλη της οποίας είναι η τρίτη και τέταρτη, αντίστοιχα, των εφεσίβλητων (3ης και 4ης των εναγομένων)], η τελευταία ανέλαβε την θαλάσσια μεταφορά τού με αριθμό κυκλοφορίας …………… φορτηγού με trailer ψυγείου, ιδιοκτησίας της πρώτης, από τον λιμένα Ηγουμενίτσας, Θεσπρωτίας προς τον λιμένα Βενετίας, Ιταλίας, με το υπό ελληνική σημαία, νηολογημένο στο λιμένα Χανίων, με αριθμό …., Ε/Γ – 0/Γ πλοίο ”OC”, πλοιοκτησίας της τρίτης των εφεσίβλητων και εκδόθηκε η με αριθμό ………. απόδειξη μεταφοράς οχήματος, με σύνολο ναύλου (με ΦΠΑ) ύψους 222,27€. Το εν λόγω όχημα ήταν έμφορτο με τα αναφερόμενα, κατ΄ είδος, ποσότητα και τιμή, στα με αριθμούς ……………… /2019, εκδοθέντα από την εταιρεία, με έδρα την …….. Λάρισας, με την επωνυμία, ……… (μη διάδικο στην ένδικη υπόθεση), τιμολόγια πώλησης εμπορεύματα – τυροκομικά προϊόντα, συσκευασμένα και σε άριστη κατάσταση, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται. Αιτία της μεταφοράς των προϊόντων ήταν η κατάρτιση τον Σεπτέμβριο του έτους 2019 σχετικών συμβάσεων πώλησης, μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία …………., που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία τυροκομικών ειδών, ως πωλήτριας και έκαστης (κεχωρισμένα) των εταιρειών με τις επωνυμίες, …………, με έδρα στο ………. Γερμανίας, ……….., με έδρα στο ……. Αγγλίας και ……., με έδρα …………….Ιταλίας, ως αγοράστριες, με συνολικό τίμημα (αξία πωληθέντων) ύψους πενήντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (59.491,36€). Ακολούθως, η πωλήτρια εταιρεία προκειμένου να μεταφερθούν τα πιο πάνω εμπορεύματα από την έδρα της (……. Λάρισας) στην έδρα κάθε αγοράστριας εταιρείας κατάρτισε με την 1η εφεσίβλητη σύμβαση μεταφοράς, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε έναντι αμοιβής (κομίστρου) να μεταφέρει τα πωληθέντα εμπορεύματα οδικώς στον τόπο προορισμού τους. Το προαναφερόμενο πλοίο εκτελώντας προγραμματισμένο δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Κέρκυρα – Βενετία, προερχόμενο από τον λιμένα Πάτρας, την 28.09.2019, πρυμνοδέτησε στη ράμπα Νο 10 του λιμένα εξωτερικού Ηγουμενίτσας, προκειμένου να επιβιβάσει την επιβατική του κίνηση, μετά το πέρας της οποίας απέπλευσε, περί ώρα 07.28′ με προορισμό τον λιμένα Κέρκυρας. Αμέσως μετά τον απόπλου, περί ώρα 07.29΄ και ενώ το πλοίο βρισκόταν εντός του όρμου Ηγουμενίτσας, σε πολύ κοντινή απόσταση από την προβλήτα του λιμένα εξωτερικού, με κατεύθυνση προς την έξοδό του ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός πυρός του πλοίου (βλ. την από 29.9.2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Επιπυραγού (….) …………., Αξιωματικού της Π.Υ. (πυροσβεστικής υπηρεσίας) Ηγουμενίτσας, διορισθείς με το από 29.09.2019 έγγραφο του Ανακριτικού υπαλλήλου, Υποπλοιάρχου, Λ.Σ. …………., που ενεργούσε προανάκριση), έγινε δε αντιληπτό ότι εκδηλώθηκε πυρκαγιά εντός αυτού. Ειδικότερα, από τις οπές εξαερισμού του πλοίου, στην αριστερή πλευρά χαμηλά στην πλώρη, καθώς και στο ανώτερο κατάστρωμα αυτού έβγαινε έντονος μαύρος καπνός (βλ. την από 22.10.2019 ένορκη κατάθεση της ……………., κελεύστριας Λ.Σ., υπηρετούσας στο κεντρικό λιμεναρχείο Ηγουμενίτσας, η οποία είχε αναλάβει περί ώρα 06.00 της 28.09.2019 υπηρεσία τροχαίας λιμένα εξωτερικού Ηγουμενίτσας, με πέρας βάρδιας την 14.00, ενώπιον του Α΄ ανακριτικού υπαλλήλου, Ανθυποπλοιάρχου Λ.Σ. ………….). Τα μέλη του πληρώματος του πλοίου έθεσαν σε λειτουργία το σύστημα καταιονισμού νερού (“drencher”) στο χώρο του γκαράζ Νο 4 και αφετέρου προέβησαν σε ψύξη, με χρήση μάνικας νερού, του χώρου του γκαράζ Νο 6. Περί ώρα 07.40΄ ο Πλοίαρχος του πλοίου ενημέρωσε το Κέντρο Διαχείρισης Θαλάσσιας Κυκλοφορίας (Vessel Traffic Services – VTS) του Κ.Λ. Ηγουμενίτσας, το οποίο δέχθηκε παράλληλα από αυτόν και κλήση στον ασύρματο VHF (κανάλι 14), ενημερώνοντάς τους για εκδήλωση πυρκαγιάς στο κύριο γκαράζ πλώρα αυτού και ζήτησε άδεια να επιστρέψουν στο λιμένα και να πλαγιοδετήσουν στη ράμπα Νο 16 για να ελέγξουν τί έχει συμβεί. Επίσης, ο Πλοίαρχος του πλοίου ανέφερε ότι έχει ενεργοποιηθεί το αυτόματο σύστημα πυρόσβεσης του πλοίου (DRENCHER) στον χώρο του γκαράζ και αιτήθηκε και τη συνδρομή ρυμουλκού. Άμεσα κινητοποιήθηκαν προς συνδρομή προσωπικό της εν λόγω Υπηρεσίας, τα ΠΛΣ-….. και ΠΛΣ-…… της ως άνω Υπηρεσίας, η Πυροσβεστική Υπηρεσία (Π.Υ.) Λιμένα Ηγουμενίτσας, το Κέντρο Ελέγχου Ασφάλειας Λιμένα (ΚΕΑΛΕ), το πυροσβεστικό πλοίο (ΠΠ) «Γ» – η Π.Υ. Ηγουμενίτσας για αποστολή οχημάτων ΕΚΑΒ, οι υπεύθυνοι του οργανισμού λιμένα Ηγουμενίτσας (ΟΛΗΓ), το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ) του Αρχηγείου Λ.Σ. – ΕΛ. ΑΚΤ. και το ρυμουλκό (Ρ/Κ) «Θ» (Ν.Π……..), ταυτόχρονα, δε, τέθηκε σε εφαρμογή τοπικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης. Επιπρόσθετα, ενημερώθηκαν μέσω ασύρματου VHF όλα τα παραπλέοντα πλοία για την ύπαρξη προβλήματος στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «OC» και έλαβε χώρα εκτροπή της θαλάσσιας κυκλοφορίας προς διευκόλυνση της διαδικασίας επαναπροσέγγισης του πλοίου. Με τον απόπλου του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «F» από τη θέση Νο 16, πλαγιοδέτησε εκεί ασφαλώς το επίδικο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «OC» περί ώρα 08.18΄ με ίδια μέσα, παρουσία και του Ρ/Κ «Θ», ταυτόχρονα, δε, κατέπλευσε και το ΠΠ «Γ» το οποίο άμεσα ξεκίνησε τη ρίψη ύδατος προς κατάσβεση της πυρκαγιάς, ενώ ήδη είχαν αφιχθεί τα οχήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του ΕΚΑΒ. Περί ώρα 08:20′ ξεκίνησε από το πλήρωμα του πλοίου η διαδικασία αποβίβασης των 538 επιβατών, η οποία ολοκληρώθηκε την 09.00. Σημειώνεται, δε, ότι όλοι οι επιβάτες ήταν καλά στην υγεία τους, πλην πέντε (5) εξ αυτών, εκ των οποίων οι δύο έφεραν εγκαύματα στα κάτω άκρα, οι άλλοι δύο παρουσίασαν αναπνευστικά προβλήματα και ένας πόνο στην μέση. Οι εν λόγω επιβάτες μεταφέρθηκαν στο ΤΕΠ Ηγουμενίτσας για την παροχή πρώτων βοηθειών και στη συνέχεια οι τέσσερις εξ αυτών εξήλθαν, ενώ ο πέμπτος (ήτοι ο ένας εκ των δύο που είχαν αναπνευστικά προβλήματα) μεταφέρθηκε στο Γ.Ν. ΦΙΛΙΑΤΩΝ όπου και νοσηλεύτηκε για περαιτέρω παρακολούθηση. Το ΠΠ «Γ» καθώς και χερσαίες δυνάμεις Π.Υ. Ηγουμενίτσας συμμετείχαν από κοινού για την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Ακόμη, τοποθετήθηκαν δύο (2) πλωτά φράγματα περιμετρικά του πλοίου, με μέριμνα ιδιωτικών εταιριών, κατόπιν ανάθεσης προς τούτο εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εταιρείας καθώς και απορροφητικά υλικά (πετσέτες). Εντός του φράγματος παρατηρήθηκε η ύπαρξη πολύ μικρών στοιχείων πολυπροπυλενίου, προερχόμενα από όχημα που εξήλθε του πλοίου. Περί ώρα 09:15′ ξεκίνησε η διαδικασία εκφόρτωσης των οχημάτων, τα οποία εξήλθαν όλα, πλην τεσσάρων, ήτοι ενός (01) Φ/Γ που μεταφέρει αυτοκίνητα – δύο (02) ασυνόδευτων τρέϊλερ – ενός (01) Φ/Γ οχήματος (ψυγείο) και, τέλος, απαγορεύτηκε ο απόπλους του πλοίου. Αποδεικνύεται, επίσης, (βλ. την από 14.11.2019 ένορκη κατάθεση, στα πλαίσια της προανακριτικής διαδικασίας που έλαβε χώρα, του ……………., Ανθυποπλοίαρχου Λ.Σ., που υπηρετεί στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ηγουμενίτσας) ότι όταν άνοιξαν οι καταπέλτες του πλοίου για την εκφόρτωση των οχημάτων, το σύστημα αυτόματης πυρόσβεσης του πλοίου (drencher) στο κύριο γκαράζ ήταν σε λειτουργία. Περαιτέρω, όσον αφορά την κίνηση του πλοίου, αυτή αποτελείτο από 538 επιβάτες, 75 άτομα ως πλήρωμα, 141 ΙΧΕ, 05 ΜΙΝΙ BUS, 18 CAMPER, 94 ΦΟΡΤΗΓΑ, 35 Δ/Κ και 03 Λεωφορεία. Τέλος, ενημερώθηκε και ο Ιταλικός νηογνώμονας (RlNA) του πλοίου για τις δικές του άμεσες ενέργειες (βλ. για τα παραπάνω και την Αναφορά του Κεντρικού Λιμενάρχη Ηγουμενίτσας, Αρχιπλοίαρχου ………. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσπρωτίας). Σύμφωνα με την από 28.09.2019 έκθεση απλής αυτοψίας που διενεργήθηκε από τον Πυρονόμο ……….., παρουσία δύο πυροσβεστών, ως μαρτύρων και έλαβε χώρα περί ώρα 12.00 της 28.09.2019 έως ώρα 18.00 της 30.09.2019, αποδεικνύεται ότι η φωτιά είχε εκδηλωθεί στον ισόγειο χώρο του γκαράζ μεταξύ του 4ου και 5ου επιπέδου, ότι εξαιτίας της ολοσχερούς καταστροφής του σημείου έναρξης, μετά βεβαιότητας δεν ηδύνατο να αποφανθεί ο εν λόγω ενεργών την αυτοψία για την αρχική εστία της πυρκαγιάς αλλά ούτε και για τα ακριβή αίτιά της και πρότεινε να συγκροτηθεί επιτροπή πραγματογνωμοσύνης, ότι προέκυψε κίνδυνος για ανθρώπους (δύο άτομα με αναπνευστικά προβλήματα μετεφέρθησαν στο ΤΕΠ Ηγουμενίτσας για τις πρώτες βοήθειες) και κίνδυνος σε πράγματα, διότι η φωτιά έκαψε ολοσχερώς ή μερικώς τριάντα δύο (32) φορτηγά (επικαθήμενα και συρόμενα) και προκλήθηκαν σε μερικά από αυτά ζημίες στα φορτία τους, ότι εκτεταμένες ζημιές παρατηρήθηκαν στο εσωτερικό μέρος του γκαράζ και συγκεκριμένα στη μόνωση, σωλήνες και καλώδια, με τις περισσότερες από αυτές να εντοπίζονται στη δεξιά πλευρά, ότι από τους καπνούς ρυπάνθηκε όλο το γκαράζ και τα οχήματα που βρίσκονταν εντός αυτού, ενώ παρατηρήθηκε ρύπανση από τους καπνούς και στους υπόλοιπους χώρους του πλοίου. Τέλος, δε, αναφέρεται ότι η φωτιά κατασβέστηκε από τα μόνιμα συστήματα πυρασφάλειας του καραβιού καθώς και από την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Περαιτέρω, σύμφωνα με την προαναφερόμενη από 29.09.2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Επιπυραγού (…….) ………………, αποδεικνύεται ότι εντός του κύριου και κλειστού χώρου στάθμευσης των οχημάτων (του γκαράζ που είναι συνεπίπεδο με τον καταπέλτη) του ένδικου πλοίου υπήρχε ένα αρθρωτό φορτηγό όχημα, αποτελούμενο από έναν ελκυστήρα επικαθήμενο (τράκτορα), με αριθμό κυκλοφορίας Βουλγαρίας ……….. και ένα επικαθήμενο ρυμουλκούμενο (καρότσα) – τύπου (κλειστό) ψυγείο, με αριθμό κυκλοφορίας Βουλγαρίας ………………., με έκδηλα τα καταστροφικά σημάδια της φωτιάς που είχε προηγηθεί. Το εν λόγω φορτηγό όχημα -για τις ενδεχόμενες ανάγκες ηλεκτρικής τροφοδοσίας του ψυγείου του κατά την διάρκεια του ταξιδιού, όπου αυτό είναι ανέφικτο από τον «σβηστό» τράκτορα- ήταν ηλεκτρολογικά συνδεδεμένο με τις μόνιμες εγκαταστάσεις του πλοίου, μέσω κατάλληλου φις, τύπου souco, τροφοδοτούμενο από ηλεκτρική ασφαλιστική διάταξη εντός ανοξείδωτου πίνακα, που φέρει γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο το πλοίο στον χώρο αυτόν και η καλωδίωση κατέληγε στον ηλεκτρικό πίνακα του ψυγείου. Από την ενδελεχή εξέταση του ανοξείδωτου πίνακα του πλοίου δεν αποδείχθηκε ότι είχε προηγηθεί βραχυκύκλωμα σε αυτόν (τον “τροφοδότη”) αγωγό, με επακόλουθο την υπερθέρμανση – και στην συνέχεια φωτιά εξαιτίας αυτού. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η πυρκαγιά, δεδομένου ότι η αρχική εστία ήταν μία, ξεκίνησε από το εμπρόσθιο και χαμηλό σημείο στην αριστερή πλευρά του τράκτορα μπροστά, λόγω πιθανού ηλεκτρικού βραχυκυκλώματος (με ενδεχόμενη αστοχία υλικού – μη λειτουργία ασφάλειας- ή και προηγηθείσας τροποποίησης της καλωδίωσης, συχνά απαντηθείσα πρακτική, που, όμως, δεν μπορεί να αποδειχθεί) και μεταδόθηκε στο πίσω τμήμα του τράκτορα. Στη συνέχεια, η φωτιά, τροφοδοτούμενη, μέσω συγκεκριμένης διαδρομής [οπή του άξονα τιμονιού — καμπίνα – κατακόρυφος πλαστικός αεραγωγός στοιχείου φίλτρου αέρα, με εσωτερικό (εύφλεκτο κατά κανόνα) φίλτρο] μεταδόθηκε στο οπίσθιο τμήμα του τράκτορα, όπου εδράζονται δύο (2) δεξαμενές καυσίμου (πετρελαίου), με αποτέλεσμα να προκληθούν σ’ αυτές, πιθανότατα λόγω διαστολής του καυσίμου από τη φωτιά, δύο (2) οπές, μέσω των οποίων υψώνονταν φλόγες, οι οποίες υπερκάλυπταν το ύψος της καρότσας του οχήματος και καθιστάμενες, ως εκ τούτου, ικανές να μεταδώσουν τη φωτιά και στα παρακείμενα οχήματα, εκ των οποίων, όπως προαναφέρθηκε, τριάντα δύο (32) υπέστησαν μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης ζημίες, αφού η διάρκεια και η ισχύς των φλογών ήταν πολύ μεγάλη, λόγω της ύπαρξης μεγάλης ποσότητας καυσίμου, ενώ δεν ήταν δυνατή η διαφυγή τους, εξαιτίας του περίκλειστου του χώρου (γκαράζ). Όσον αφορά τις ενέργειες του πληρώματος του πλοίου για την κατάσβεση της φωτιάς αποδεικνύεται ότι όταν περί ώρα 07.29 ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός πυρός στο γκαράζ Νο 4 πλώρα και δεξιά όλα τα συστήματα πυρόσβεσης τέθηκαν άμεσα σε λειτουργία. Εξαιτίας, όμως, του γεγονότος ότι δεν υπήρχε ορατότητα λόγω έντονου καπνού και για λόγους ασφαλείας του πληρώματος δεν απεστάλη στο σημείο άγημα μελών πληρώματος και τέθηκε σε λειτουργία το σύστημα καταιονισμού (drencher), ενώ το πλήρωμα, κατόπιν εντολών του Πλοιάρχου, ……………, προέβη σε ψύξη με μάνικες νερού σε γειτνιάζουσα περιοχή και συγκεκριμένα στο γκαράζ Νο 6, το οποίο είναι ανοιχτό, με σκοπό να ψύχουν το σημείο που βρισκόταν ακριβώς από πάνω όπου είχε εντοπιστεί η πυρκαγιά και για την προστασία των εκεί οχημάτων και δόθηκε εντολή για άμεση εκκένωση καμπινών επιβατών και λοιπών χώρων και μεταφορά των επιβατών στους σταθμούς συγκέντρωσης (βλ. και σχετική εγγραφή την 28.9.2019 περί ώρα 07.29 στο ημερολόγιο του πλοίου). Όσον αφορά την στοιβασία των οχημάτων, δηλαδή την φόρτωση αυτών με τρόπο που εξασφαλίζει τη σταθερότητα του πλοίου και αποφεύγει κινδύνους αποδεικνύεται ότι στο σημείο που έλαβε χώρα η πυρκαγιά, δηλαδή δίπλα από τα αριστερά του προαναφερόμενου ζημιογόνου Φ/Γ οχήματος μετά του επικαθήμενου – ψυγείου το αρμόδιο πλήρωμα για την φόρτωση στάθμευσε τρέϊλλερ από την Ηγουμενίτσα, χωρίς τράκτορα, το οποίο ήταν μουσαμάς και δεν χρειαζόταν παροχή ρεύματος (βλ. σχετ. την από 2.10.2019 έκθεση ένορκης εξέτασης ενώπιον του ως άνω προανακριτικού υπαλλήλου, …………. – Υποπλοιάρχου, του μάρτυρα ………… – ναύκληρου του πλοίου, με καθήκοντα βοηθού του Υπάρχου και υπεύθυνου για την φόρτωση – εκφόρτωση του πλοίου). Το γεγονός, δε, ότι η ύπαρξη του εν λόγω τρέϊλλερ – μουσαμά, που είναι υλικό κατασκευασμένο από πλαστικά τα οποία είναι εύφλεκτα και όχι βραδύκαυστα, δίπλα ακριβώς από το ζημιογόνο όχημα, είναι βέβαιο ότι συνετέλεσε στην ταχεία εξάπλωση της φωτιάς εντός του γκαράζ Νο 4. Ο δε μάρτυρας ………., στην από 4.10.2019 έκθεση ένορκης εξέτασής του στον προαναφερόμενο προανακριτικό υπάλληλο, επαγγελματίας οδηγός, που είχε σταθμεύσει το όχημά του στο γκαράζ Νο 4 και το φορτίο του υπέστη ολική καταστροφή καταθέτει ότι η στοιβασία των οχημάτων στο γκαράζ ήταν τέτοια που δεν υπήρχε το απαραίτητο κενό ανάμεσα στα οχήματα. Εξάλλου, στην πραγματογνωμοσύνη που διεξήγαγε για λογαριασμό ασφαλιστικού πρακτορείου ο μηχανολόγος – μηχανικός, ………. και αφορούσε φορτηγά – οχήματα που είχαν επιβιβαστεί στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας την ημέρα του συμβάντος, αναφέρεται ότι πολλοί οδηγοί οχημάτων που είχαν επιβιβαστεί στο πλοίο επισήμαναν στον πραγματογνώμονα ότι κατόπιν οδηγιών του πληρώματος, όλα τα οχήματα ήταν σταθμευμένα πολύ κοντά το ένα με το άλλο και τόνιζαν ότι παρόλες τις συνεχόμενες πυρκαγιές που είχαν λάβει χώρα σε πλοία της ΑΝΕΚ, αυτή εξακολουθούσε και στάθμευε τα οχήματα πολύ κοντά το ένα με το άλλο, προκειμένου να επιβιβάσει όσο το δυνατόν περισσότερα οχήματα στα πλοία της, πρακτική γνωστή και συνήθης στα πλοία. Περαιτέρω, και από το γεγονός ότι εξαπλώθηκε άμεσα η φωτιά στα παρακείμενα οχήματα του γκαράζ Νο 4 και έκαψε συνολικά 32 εξ αυτών, εκ των οποίων 4 καταστράφηκαν ολοσχερώς, ότι οι καπνοί αμέσως κατέκλυσαν τον χώρο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αποπνικτική ατμόσφαιρα από τον καπνό και την υψηλή θερμοκρασία και να μην είναι δυνατόν να επιχειρηθεί από το πυροσβεστικό άγημα του πλοίου η κατάσβεσή της εντός του χώρου αυτού αλλά από το γκαράζ Νο 6 (βλ. και τις σχετικές φωτογραφίες του καιόμενου πλοίου που καταδεικνύουν την ένταση της πυρκαγιάς), ότι εξαιτίας των εύφλεκτων των φορτηγών που μετέφερε το πλοίο (πλαστικοί μουσαμάδες, ελαστικά και εμπορεύματα) και παρότι το πλοίο διέθετε και λειτούργησε το σύστημα πυρανίχνευσης και καταιονισμού ύδατος ήταν αδύνατη η κατάσβεση της φωτιάς μόνο με το σύστημα πυρασφάλειας του πλοίου που σημαίνει ότι αυτό δεν κατέστη και αποτελεσματικό, η δε φωτιά άρχισε να εξασθενεί και να ομαλοποιείται η κατάσταση περί ώρα 15.15 της ίδιας ημέρας, με έναρξη του συμβάντος την 07.29 (βλ. σχετ. εγγραφές του ημερολογίου του Λ.Σ. Ηγουμενίτσας) καταδεικνύουν αναμφίβολα ότι ναι μεν λειτούργησαν άμεσα τα πυροσβεστικά μέσα του πλοίου, πλην, όμως, αναποτελεσματικά και ότι η στοιβασία των οχημάτων δεν είχε προηγουμένως λάβει χώρα με ασφαλή τρόπο, ούτε λήφθηκαν από το πλήρωμα –τους προστηθέντες των 2ης , 3ης και 4ης των εφεσίβλητων – όλα τα απαραίτητα μέτρα, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος σε περίπτωση πυρκαγιάς. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι ουδόλως τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 13, με τίτλο «Στοιβασία οχημάτων» του Γενικού Κανονισμού Λιμένα με αριθμ. 14 “Περί φόρτωσης οχημάτων στα οχηματαγωγά πλοία”, σύμφωνα με την παρ. 4 του οποίου ορίζεται ότι: «…4. Εκτός από τα παραπάνω, κατά τη στοιβασία πρέπει να ικανοποιούνται επιπρόσθετα οι παρακάτω απαιτήσεις: α. Να επιτρέπεται η προσπέλαση στα μέλη του πληρώματος και στα φορητά πυροσβεστικά μέσα σε μία τουλάχιστον πλευρά για οποιαδήποτε όχημα…,β. Να αφήνονται ελεύθεροι διάδρομοι για να μην εμποδίζεται η πρόσβαση των μελών του πληρώματος σε χώρους ή σημεία ελέγχου του πλοίου που πρέπει να είναι προσιτά σε περίπτωση ανάγκης και με οποιεσδήποτε συνθήκες (σταθμοί πυρκαγιάς, τηλεχειριστήρια επιστομίων δικτύου σεντινών, πρωραίος ή πρυμναίος καταπέλτης κ.λ.π.). Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι υπήρχε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ των φορτηγών, η οποία επέτρεψε την άμεση μετάδοση της πυρκαγιάς από το ένα φορτηγό στο άλλο, ότι εξαιτίας της μικρής αυτής απόστασης μεταξύ των φορτηγών επικαλυπτόταν η πλαϊνή πλευρά του ενός φορτηγού με την πλαϊνή πλευρά του άλλου φορτηγού, με συνέπεια το νερό από το σύστημα καταιονισμού του πλοίου να μην δύναται να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να μην υπάρχει δυνατότητα να κινηθεί το πυροσβεστικό άγημα του πλοίου ανάμεσα στα φορτηγά προς περιορισμό και εν τέλει άμεση κατάσβεση της φωτιάς αλλά να επιχειρηθεί αυτή από άλλο σημείο και δη στο γειτνιάζον γκαράζ Νο 6. Επιπρόσθετα, ο ηλεκτρολόγος του πλοίου, ………., στα καθήκοντα του οποίου περιλαμβάνεται και ο έλεγχος ύπαρξης τυχόν φθοράς στον ρευματολήπτη του ψυγείου των οχημάτων που φορτώνονται στο πλοίο και τα οποία αυτός συνδέει με τις παροχές ρεύματος του πλοίου, ώστε να αποτραπεί η σύνδεσή του με την παροχή, δεν αναφέρει στην από 1.10.2019 ένορκη κατάθεσή του στον ως άνω προανακριτικό υπάλληλο ότι προέβη ο ίδιος στον έλεγχο αυτό, δηλαδή ύπαρξης τυχόν φθοράς στον ρευματολήπτη του ψυγείου του εν λόγω οχήματος. Αντίθετα, καταθέτει ότι βραδινές ώρες της 27.9.2019 ο οδηγός του οχήματος έκανε εκκίνηση της μηχανής κα τον ενημέρωσε ότι λειτουργούσε κανονικά η ψύξη του, αφού, προηγουμένως, ο ηλεκτρολόγος προέβη στη σύνδεση του οχήματος και δεν διαπίστωσε κάτι το μεμπτό [δηλαδή όπως επεξηγεί σε πρωθύστερο σημείο της εξέτασής του το «μεμπτό» ή δυσλειτουργία διαπιστώνεται όταν πέφτει η ασφάλεια της συγκεκριμένης παροχής εξαιτίας βραχυκυκλώματος), δηλαδή δεν έγινε κάποιο βραχυκύκλωμα με την σύνδεση, αποχωρώντας από το σημείο για να μεταβεί σε άλλα οχήματα. Επιβεβαιώνει, δε, με την κατάθεσή του για την καλή λειτουργία στην παροχή του ρεύματος και τον εξοπλισμό του πλοίου και όχι και για την καλή λειτουργία στον ρευματολήπτη του ψυγείου του ζημιογόνου οχήματος, τον οποίο και όφειλε να ελέγξει ο ίδιος και όχι να αρκεστεί σε απλή επιβεβαίωση του οδηγού του οχήματος. Ομοίως την καλή λειτουργία στην παροχή του ρεύματος και τον εξοπλισμό του πλοίου και μόνον βεβαιώνει και ο προϊστάμενος ηλεκτρολόγος του πλοίου, ……………. στην από 1.10.2019 ένορκη κατάθεσή του στον ως άνω προανακριτικό υπάλληλο. Αποδείχθηκε ακόμα ότι η φωτιά εν τέλει κατασβέστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της όχι από τα πυροσβεστικά μέσα του πλοίου, τα οποία λειτούργησαν μεν άμεσα αλλά όχι αποτελεσματικά για τους προεκτειθέμενους λόγους αλλά χάρη στην άμεση και ευρύτατη κινητοποίηση και παρέμβαση της προπεριγραφόμενης ανωτέρω έξωθεν βοήθειας του αρμόδιου κρατικού μηχανισμού, καθώς και ιδιωτικών μέσων, κατά την επιστροφή του πλοίου στον λιμένα της Ηγουμενίτσας, με αποτέλεσμα να έχει αίσιο τέλος και για τους 613 επιβαίνοντες το συμβάν. Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η εκναυλώτρια κοινοπραξία (θαλάσσιος μεταφορέας) – 2η εφεσίβλητη και τα μέλη αυτής – 3η και 4η των εφεσίβλητων ευθύνονται προς αποζημίωση της εκκαλούσας εξαιτίας της πυρκαγιάς που προκλήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, εξαιτίας προσωπικού πταίσματός τους, ήτοι των προσώπων που τις εκπροσωπούν και ασκούν τη διοίκησή της, περί του χειρισμού του πλοίου, μέσω των προστηθέντων τους επ΄ αυτού (αρμόδιο πλήρωμα για την ασφαλή στοιβασία των φορτωθέντων επί του πλοίου οχημάτων), αφού οι ίδιες ενέκριναν τις πράξεις και παραλείψεις τους, που σχετίζονταν με τη «διακυβέρνηση» και τον «χειρισμό» του πλοίου και που επωφελούνται αυτών, δεδομένου ότι η μη τήρηση της αναγκαίας για την προκειμένη περίπτωση απόστασης [βλ. άρθ. 14 αρ. 2 του ΓΚΛ αρ. 14, που ορίζει ότι «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 13, τα φορτηγά οχήματα των οποίων το μικτό βάρος υπερβαίνει τους 3,5 τόννους, τοποθετούνται έτσι ώστε η κατά το εγκάρσιο απόσταση μεταξύ τους και μεταξύ των οχημάτων και των πλευρών του πλοίου να είναι η μικρότερη δυνατή και πάντως να μην υπερβαίνει κατά μέσον όρο το 0,50 μ.»] δεν τηρήθηκε σύμφωνα και με την επιφύλαξη της παραγρ. 4 του άρθρου 13 για την ασφαλή στοιβασία του Κανονισμού, για τον λόγο ότι επέτρεπε σε αυτές να φορτώσουν περισσότερα οχήματα στο πλοίο με το ανάλογο κέρδος από το αντίτιμο που καταβάλλεται για καθένα από αυτά. Επομένως και αφού δεν τήρησαν τις προϋποθέσεις που όριζε ως αναγκαίες η παρ. 4 του άρθρου 13 του Γενικού Κανονισμού Λιμένος με αρ. 14 –ήτοι να επιτρέπεται η προσπέλαση στα μέλη του πληρώματος και στα φορητά πυροσβεστικά μέσα σε μία τουλάχιστον πλευρά για οποιαδήποτε όχημα, να αφήνονται ελεύθεροι διάδρομοι για να μην εμποδίζεται η πρόσβαση των μελών του πληρώματος σε χώρους ή σημεία ελέγχου του πλοίου που πρέπει να είναι προσιτά σε περίπτωση ανάγκης και με οποιεσδήποτε συνθήκες), η δε στοιβασία των οχημάτων και ειδικότερα αυτών που είναι βαριά, όπως καθορίζεται από την παρ. 7 του άρθρου 13 του εν λόγω ΓΚΛ 14, σύμφωνα με την οποία πρέπει να γίνεται έτσι, ώστε η απόσταση μεταξύ οχημάτων και οχημάτων και πλευρών του πλοίου να είναι η μικρότερη δυνατή, προκειμένου να εμποδίζεται ενδεχόμενη μετατόπισή τους κατά το εγκάρσιο του πλοίου, λαμβάνει χώρα πάντα με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της προαναφερόμενης παραγράφου 4 αυτού του άρθρου, πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της 2ης , 3ης και 4ης των εφεσίβλητων και συνακόλουθα της ένστασης απαλλαγής από την ευθύνη τους κατ΄ άρθρο 138 εδ. δ΄ του (παλαιού) ΚΙΝΔ, που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο – έτος 2019 – ήτοι πριν την κατάργησή του με το νέο ΚΙΝΔ από την 1η Μαΐου 2023, με τα άρθρα 292 και 293 νέου Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 5020/2023, ΦΕΚ Α 29). Επομένως, το ίδιον πταίσμα των ως άνω εφεσίβλητων, το οποίο συνίσταται στις προαναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων τους, μελών του πληρώματος, που δρούσαν βάσει των οδηγιών τους με επίκεντρο την μη ασφαλή στοιβασία των οχημάτων και την έλλειψη του επιβαλλόμενου από τον ίδιο τον ηλεκτρολόγο ελέγχου της καλής λειτουργίας τον υπό φόρτιση οχημάτων, κατά τα παραπάνω, με συνέπεια την πρόκληση πυρκαγιάς, την μη συμμόρφωσή τους με τις κείμενες υποχρεώσεις τους προς λήψη μέτρων πυρόσβεσης και περιορισμού στο ελάχιστο του κινδύνου, εξαιτίας εκδήλωσης πυρκαγιάς, δεδομένου ότι το πλοίο διέθετε μεν κατάλληλα μέσα, όπως συναγερμός πυρανίχνευσης και καταιονιστήρες, οι οποίοι τέθηκαν άμεσα με την εκδήλωση της πυρκαγιάς σε λειτουργία από τα μέλη του πληρώματος και εξακολούθησαν να λειτουργούν μέχρι την έξωθεν παρέμβαση, πλην, όμως, αναποτελεσματικά, εξαιτίας των παραλείψεων των μελών του πληρώματος αφού για την κατάσβεση της πυρκαγιάς χρειάστηκε ευρύτατη έξωθεν πολύωρη συνδρομή, κατά τα προαναφερόμενα. Ακολούθως, και αφού αποδείχθηκε ίδιον πταίσμα του θαλάσσιου μεταφορέα, συνδεόμενο αιτιωδώς με την πρόκληση της ζημίας, ομοίως ευθύνεται και η 1η εφεσίβλητη, ως διεθνής οδικός μεταφορέας (σύμφωνα και με την εξαίρεση που καθιερώνεται από το άρθρο 2 παρ. 2 της CMR), ταυτιζομένου, δε, του μέτρου της ευθύνης κάθε μεταφορέα, η ευθύνη καθενός διέπεται από τις ίδιες διατάξεις. Εξάλλου, ενόψει του ότι, κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας η πυρκαγιά και συνακόλουθα η καταστροφή των μεταφερόμενων στο ασφαλισμένο από αυτήν φορτηγό όχημα εμπορευμάτων έλαβε χώρα από υπαιτιότητα του θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων του, δηλαδή της 2ης εφεσίβλητης και των μελών αυτής 3ης και 4ης [οι οποίες αμφότερες αποτελούν μέλη της 2ης εφεσίβλητης κοινοπραξίας (η οποία είναι η αντισυμβαλλόμενη – θαλάσσια μεταφορέας, ευθυνόμενη από την σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς του ζημιωθέντος και ασφαλισμένου οχήματος και από αδικοπραξία) και άρα ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την 2η εφεσίβλητη] χωρίς για το όχημα αυτό να έχει εκδοθεί από την θαλάσσια μεταφορά φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο, στην προκείμενη υπόθεση, εφαρμογή έχουν οι προλεχθείσες διατάξεις των άρθρων 107 επ. ΚΙΝΔ. περί ναύλωσης. Μάλιστα επί της αγωγής έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις περί αδικοπραξιών του αστικού κώδικα, διότι η επικαλούμενη υπαίτια συμπεριφορά της 2ης εφεσίβλητης {και των μελών αυτής, 3ης και 4ης των εφεσίβλητων}, εμφανίζει αυτοτέλεια σε σχέση με τις υποχρεώσεις της ως θαλάσσιου μεταφορέα και η επελθούσα κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας ζημία δεν συνιστά το αποτέλεσμα της παράβασης μόνο των συμβατικών της υποχρεώσεων αλλά και άλλων παράνομων και υπαίτιων πράξεων και παραλείψεών της (ανεξάρτητα πάντως από το ότι και η επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της αποκλείει την πλήρη αποζημίωση για τις ζημίες από την καταστροφή του οχήματος) και κατόπιν των παραπάνω εφαρμογή έχουν οι διατάξεις των άρθρων 293 παρ. 1, 3, 4 και 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 7, 27, 28, 41 του π.δ. 177/2000 «Κανονισμός καταλληλότητας οχηματαγωγών πλοίων και συμπληρωματικές διατάξεις για την εφαρμογή της Οδηγίας 98/18/ΕΚ – Πρόσθετα και ισοδύναμα μέτρα και εξαιρέσεις Ε/Γ που εμπίπτουν στο πεδίο της οδηγίας 98/18/ΕΚ», 297, 481, 919, 922 Α.Κ. Κρίνοντας αντίθετα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήτοι ότι δεν υπάρχει ίδιον πταίσμα αυτών, ούτε ευθύνη από αδικοπραξία και ως εκ τούτου υποχρέωση αποζημίωσης έσφαλε και δεν ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά το νόμο, ούτε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να εξαφανιστεί, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαιά της και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό, δεκτής γενομένης της έφεσης και ακολούθως να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ). Το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία επί της αγωγής (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 εδ. β’ ΚΠολΔ) και αρμόδια εισάγεται αυτή προς συζήτηση, ενώπιόν του (άρθρα 7, 8, 9 εδ. α’ και β’, 10, 19 εδ. α΄ και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, 4 παρ. 1, 62 παρ. 1 και 63 παρ. 1 Καν. (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», σε συνδυασμό με τα άρθρα 51 παρ. 1 περιπτ. α’, 2 και 3Α και Β περιπτ. δ’ και στ’ ν. 2.172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), με την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 237 επ. ΚΠολΔ). Ακολούθως, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή θαλάσσια μεταφορά (διότι οι λιμένες αναχώρησης και προορισμού βρίσκονταν στην Ελλάδα και την Ιταλία, αντίστοιχα) τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, το οποίο, στην προκείμενη περίπτωση, τυγχάνει το ελληνικό (”lex causae”): α) ως προς το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης του ασφαλιστή, με την καταβολή του ασφαλίσματος, στα δικαιώματα του ασφαλισμένου, κατά του προξενήσαντος τη ζημία τρίτου, εκ του οποίου εξαρτάται και η νομιμοποίηση ή μη του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας για το διαφέρον, ως το διέπον δίκαιο την καταρτισθείσα, μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και της αντισυμβαλλόμενής της λήπτριας της ασφάλισης εταιρείας, ασφαλιστική σύμβαση [βλ. σχετικό όρο τού με αριθμό …….. ανοικτού ασφαλιστήριου συμβολαίου μεταφορών στη σελ. 1, παρ. 2 εδ. τελ., όπου αυτολεξεί αναγράφεται ότι «Η παρούσα ασφαλιστική Σύμβαση διέπεται από το Ελληνικό Δίκαιο», άρθρα 25 εδ. α’ και 361 ΑΚ, δεδομένου ότι επί συμβάσεων ασφάλισης δεν εφαρμόζεται η Διεθνής Σύμβαση 80/934/ΕΟΚ της Ρώμης του 1980 «περί Συμβατικών Ενοχών», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το v. 1792/1988 – όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 593/2008 («Ρώμη I») «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», άρθρο 1 παρ. 2 περιπτ. ι΄, β) ως προς την (επικουρικά) επικαλούμενη σύμβαση εκχώρησης, εκ της οποίας καθορίζεται, μεταξύ άλλων, το εκχωρητό της απαίτησης, οι σχέσεις, μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη, καθώς και οι όροι, με τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης έναντι του οφειλέτη, ως το διέπον δίκαιο την εκχωρηθείσα εξ ασφαλιστικής σύμβασης απαίτηση (άρθρα 25 εδ. α’ και 361 ΑΚ), γ) ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης των τρίτης και τέταρτης των εναγόμενων, υπό την ιδιότητά τους ως μελών της πρώτης συνεναγόμενης κοινοπραξίας, ως το δίκαιο της (πραγματικής) έδρας της τελευταίας (άρθρο 10 ΑΚ, δεδομένου ότι επί ζητημάτων, που ανάγονται στο δίκαιο των εταιρειών και άλλων ενώσεων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως η προσωπική ευθύνη των εταίρων για τις υποχρεώσεις της εταιρείας ή της άλλης ένωσης, δεν εφαρμόζεται η Διεθνής Σύμβαση 80/934/ΕΟΚ της Ρώμης του 1980 «περί Συμβατικών Ενοχών», όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό «Ρώμη I», άρθρο 1 παρ. 2 περιπτ. στ’), γ) κατά το μέρος που η υπό κρίση αγωγή ερείδεται στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής, εκ σύμβασης μεταφοράς, ευθύνης, ως το δίκαιο της συνήθους διαμονής της δεύτερης των εναγομένων — θαλάσσιας μεταφορέα, όπου βρίσκεται και ο τόπος παραλαβής του ένδικου Δ.Χ.Φ. έμφορτου οχήματος, και ελλείψει, προγενέστερης της παρούσας δίκης, συμφωνίας των διαδίκων περί επιλογής του εφαρμοστέου, στις μεταξύ τους σχέσεις, δικαίου (άρθρα 3 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Καν «Ρώμη Ι») και δ) κατά το μέρος που αυτή (αγωγή) στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών – τελούσα δε η σχετική αξίωση της ενάγουσας σε επικουρική συρροή νόμιμων βάσεων ως το δίκαιο της χώρας, όπου επήλθε η ένδικη ζημία [άρθρα 2 και 4 παρ. 1 Καν (ΕΚ) αριθ. 864/2007 («Ρώμη ΙΙ») «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές»]. Ενόψει δε της εφαρμογής του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση, η δε νομική θεμελίωση της ερείδεται στις περί ναύλωσης διατάξεις του ΚΙΝΔ, καθόσον πρόκειται για διεθνή θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων, για την οποία δεν εκδόθηκε φορτωτική και οι λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης ανήκουν σε διαφορετικά κράτη (Ελλάδα — Ιταλία), ωστόσο, αυτή κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς το παρεπόμενο αίτημα έναρξης της τοκογονίας από το χρόνο καταβολής του ασφαλίσματος (την 17.11.2019), διότι η ενάγουσα παραλείπει να επικαλεστεί στο αγωγικό δικόγραφο τα απαιτούμενα στοιχεία τής, κατ’ άρθρο 340 ΑΚ, όχλησης, κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, και συγκεκριμένα το είδος και την ακριβή ποσότητα της παροχής, με αποτέλεσμα να μη δύναται να προκύψει η ακριβής, ορισμένη και σαφής, κατά το περιεχόμενό της, όχληση αυτής προς τις συνοφειλέτριες — εναγόμενες, για την εκπλήρωση της οφειλής τους, μη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 111 εδ. α’ ΕισΝΑΚ, επί της ένδικης αξίωσης του υποκατασταθέντος ασφαλιστή, κατά του τρίτου – οφειλέτη του ασφαλισμένου, διότι η αξίωση αυτή του ασφαλιστή δεν πηγάζει από την ασφαλιστική σύμβαση αλλά από την αυτοδίκαια, κατ’ άρθρο 14 ν. 2.4961/1997, μεταβιβασθείσα σ’ αυτόν απαίτηση του ασφαλισμένου δανειστή. Κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και σ΄αυτές των άρθρων 71, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 330 εδ. β’, 334 εδ. α’, 340, 345, 346, 455, 460, 462 481, 914 ΑΚ, 293 παρ. Ι, 3 και 4 249 παρ. Ι v. 4.072/2012, 2 παρ. 1 εδ. β’ CMR, 84, 111, 134 εδ. α’, β’ και γ’, 135, 138 εδ. δ’, 139, 257, 259 και 264 εδ. α’ ΚΙΝΔ, 7, 27, 28, 41 π.δ/τος 177/2000 «Κανονισμός καταλληλότητας οχηματαγωγών πλοίων και συμπληρωματικές διατάξεις για την εφαρμογή της Οδηγίας 98/18/ΕΚ Πρόσθετα και ισοδύναμα μέτρα και εξαιρέσεις Ε/Γ που εμπίπτουν στο πεδίο της οδηγίας 98/18/ΕΚ», 1 παρ. 1 περιπτ. α’, 7 παρ. 7, 14 παρ. 1 ν. 2496/1997, 68, 70, 106, 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι δυνάμει της με αριθμό …………… σύμβασης ασφάλισης μεταφοράς, καταρτισθείσας, μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρείας, με την επωνυμία «……………….», με διάρκεια από την 19.03.2019 έως την 19.03.2020, ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη, μεταξύ άλλων, και του κινδύνου ποιοτικής αλλοίωσης εμπορευμάτων υπό συντήρηση και/ή ψύξη, προκληθησόμενου, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς αυτών, με οποιοδήποτε μέσο, σε όλο τον κόσμο, με ανώτατο όριο ασφάλισης το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ανά φόρτωση, και απαλλαγή 2%, επί της ασφαλισμένης αξίας κάθε μεταφοράς. Η αξία των μεταφερόμενων εμπορευμάτων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως προέκυψε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, με βάση τα ως άνω χαρακτηριστικά τους, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανερχόταν κατά το χρόνο εκφόρτωσης στο λιμάνι προορισμού (Βενετία 29.09.2019), ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τιμής για τέτοιου είδους εμπορεύματα σε πενήντα πέντε χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα ένα ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (18.032,64€ + 12.168,96€ + 2.838,60€ + 22.451,16€ =55.491,36€]. Εξαιτίας της πυρκαγιάς τα μεταφερόμενα, με το υπ΄ αριθμ. ………. ΔΧΦ όχημα, εμπορεύματα της, ασφαλισμένης στην εκκαλούσα, εταιρείας αλλοιώθηκαν ποιοτικά, εξαιτίας του ότι παρέμειναν περισσότερο από 6 ώρες χωρίς ψύξη και καταστράφηκαν. Λόγω, δε, της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, η ενάγουσα κατέβαλε στην ως άνω, μη διάδικο, εταιρεία, ως ασφαλιστική αποζημίωση, το συνολικό ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών, μειωμένο κατά το ποσό της απαλλαγής [ήτοι αξία εμπορευμάτων 55.491,36€ – απαλλαγή 1.108,39€ = 54.381,53€], υποκαθιστάμενη έτσι εκ του νόμου στα δικαιώματα αυτής αλλά και δυνάμει σχετικού, περιλαμβανόμενου στην εξοφλητική απόδειξη, όρου, περί συμβατικής εκχώρησης των δικαιωμάτων αυτών (βλ. την από 07.11.2019 με αρ…….. εξοφλητική απόδειξη και συμφωνία εκχώρησης δικαιωμάτων), που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και ανήγγειλε στις εναγόμενες με την επίδοση της ένδικης αγωγής. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η (υπό Α) έφεση της ενάγουσας και να γίνει δεκτή η αγωγή της ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν οι εναγόμενες έκαστη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (54.381,53€], με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος των εναγόμενων, λόγω της ήττας τους, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ενώ πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή στην ενάγουσα – εκκαλούσα του ποσού των εκατό (100€) ευρώ, που κατέθεσε για την πληρωμή του με αρ. …………. e – παραβόλου για την άσκησης αυτής (άρθρο 495 αριθ. 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό Α και Β κύρια και επικουρική, αντίστοιχα, εφέσεις, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.
Απορρίπτει την υπό Β επικουρική έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της επικουρικά εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή τού με αρ. ……………… e – παραβόλου, κατατεθέντος από την επικουρικά εκκαλούσα, στο δημόσιο ταμείο.
Δέχεται κατ΄ ουσίαν την υπό Α έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή.
Δέχεται ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οφείλουν οι εναγόμενες, έκαστη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (54.381,53€], με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή στην ενάγουσα – εκκαλούσα του ποσού των εκατό (100€) ευρώ, που κατέθεσε για την πληρωμή του με αρ. ………………….. e – παραβόλου για την άσκησης της έφεσης.
Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ σε βάρος της 1ης εναγόμενης και στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, σε βάρος των λοιπών εναγόμενων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 15.10.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ