Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 414/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 414/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη,  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η υπό κρίση (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./2015)  έφεση της εναγομένης, ως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 2588/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 25-5-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ……/2012), στρεφόμενης κατ’αυτής αγωγής του εφεσίβλητου, περί αναγωγής κατά συνδικαιούχου κοινού λογαριασμού, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρα 495 § § 1,2, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ίσχυε προ της αντικατάστασής του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, αφού το εμπρόθεσμο της έφεσης κρίνεται από το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης, και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευσή της,  δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ή άλλος λόγος απαραδέκτου ενώ έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή της (υπ’αριθμ. /……… παράβολα του ΤΑΧΔΙΚ και ………. παράβολα του Δημοσίου). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Ο ενάγων ισχυρίστηκε στην αγωγή του, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι η εναγομένη, εν διαστάσει σύζυγός του,  κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2005 έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2010, ανέλαβε τμηματικά από τους κοινούς λογαριασμούς που διατηρούσαν στην ΕΜΠΟΡΙΚΗ και την ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ και τροφοδοτούνταν αποκλειστικά από τον ίδιο, με τα εισοδήματα από την εργασία και τη σύνταξή του, και των οποίων όπως είχε συμφωνηθεί, η εναγομένη είχε τη διαχείριση για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, την απόκτηση οικογενειακών περιουσιακών στοιχείων και εν γένει προς το κοινό οικογενειακό συμφέρον, το συνολικό ποσό των 342.780,59 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, εξαντλώντας με τον τρόπο αυτό σχεδόν εξ ολοκλήρου τα χρηματικά τους διαθέσιμα, ενώ την ίδια χρονική περίοδο, οι ανάγκες διατροφής της ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 668 ευρώ μηνιαίως και συνολικά των 46.092 ευρώ. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματός της με τις προτάσεις του, κατά το ποσό των 30.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στη δαπάνη ανακαίνισης της πατρικής οικίας της εναγομένης, ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει τελικώς το συνολικό ποσό των 266.688,59 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική δαπάνη του.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 109.835 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, ενώ της επιβλήθηκαν και τα δικαστικά του έξοδα, ύψους 4.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα, με τους ειδικότερους εκτιθέμενους στην έφεσή της λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις αναγόμενες σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί, κατ’εκτίμηση, την εξαφάνιση άλλως τροποποίησή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή. Σημειώνεται ότι : 1) Απαραδέκτως, με το δικόγραφο της έφεσής της η εκκαλούσα προτείνει ισχυρισμό, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου του, περί της γνώσης και έγκρισης εκ μέρους του ενάγοντος των αναλήψεων και της διαθέσεως του ποσού αυτών  από την ίδια, αφού προτείνεται το πρώτον στην παρούσα δίκη χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, και χωρίς παράλληλα να γίνεται επίκληση των προϋποθέσεων της βραδείας προβολής του (ΑΠ 127/2016, ΑΠ 243/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ δεν αποδεικνύεται εγγράφως (άρθρα 527 αρ.3 σε συνδυασμό με 269 § 2 περ. γ΄του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, προς απόδειξή του η εκκαλούσα προσκομίζει το υπ’αριθμ. ……./22-5-2006 ειδικό πληρεξούσιο  της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, με το οποίο ο ενάγων την εξουσιοδοτούσε όπως κατ’εντολήν του, μεταξύ άλλων, εισπράττει το ποσό της μηνιαίας σύνταξής του, μετά των αναλογούντων δώρων και βοηθημάτων, ώστε να διευκολυνθεί όχι μόνον η είσπραξη χρημάτων από τους κοινούς λογαριασμούς εκ μέρους της, αφού γι’αυτό αρκούσε η ιδιότητά της ως συνδικαιούχου, αλλά επιπλέον για να συναλλάσσεται με τράπεζες και δημόσιες αρχές και οργανισμούς, εισπράττοντας οποιοδήποτε ποσό και επιταγές, αναφορικά με τη σύνταξή του. Από τη γραμματική διατύπωση του πληρεξουσίου αυτού προκύπτει με σαφήνεια το περιεχόμενο της εντολής του ενάγοντος και δεν συνάγεται ούτε γνώση εκ μέρους του όλων των αναλήψεων που επρόκειτο να πραγματοποιήσει η εναγομένη στο μέλλον ούτε έγκριση αυτών εκ των προτέρων, όπως αβασίμως η ίδια ισχυρίζεται. 2) Απαραδέκτως με τις προτάσεις της, η εκκαλούσα επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα ισχυρισμό της περί παραγραφής των επιμέρους απαιτήσεων του ενάγοντος, των ετών 2005 και 2006, καθώς, από τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, εφόσον είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως και αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, προτείνονται μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων της (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο) (ΑΠ 846/2017, ΑΠ 575/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Ειδικώς επισημαίνεται, ωστόσο, ότι παραδεκτώς μεν προτείνεται με τις προτάσεις της, ο και πρωτοδίκως υποβληθείς ισχυρισμός της περί αοριστίας της αγωγής, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), όπως εν προκειμένω, ως προς την αγωγή για ζητήματα αυτής, όπως ιδίως για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το παραδεκτό, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο αυτής και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), πλην όμως ελέγχεται ως αβάσιμος, αφού στο δικόγραφο της αγωγής εκτίθενται με πληρότητα τα στοιχεία εκείνα που τη θεμελιώνουν κατά νόμον και δικαιολογούν την άσκησή της, χωρίς να είναι αναγκαίο, παρά τις αιτιάσεις της εκκαλούσας, να μνημονεύονται οι-τυχόν-ατομικοί λογαριασμοί της, στους οποίους κατατέθηκαν τα αναληφθέντα από τους κοινούς λογαριασμούς χρήματα.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, …… και …….., που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά,  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο το έτος 1979, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, ένα αγόρι που απεβίωσε το έτος 1989, και ένα κορίτσι, που γεννήθηκε το έτος 1983. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και τελικώς διασπάστηκε οριστικά τον Οκτώβριο του έτους 2010. Καθ’όλη τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους ο ενάγων εργαζόταν ως ναυτικός με την ιδιότητα του μηχανικού σε πλοία, απουσιάζοντας  9-10 μήνες ετησίως και αποκομίζοντας από την εργασία του σημαντικά ποσά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ανάγκη να εργαστεί η εναγομένη, η οποία προσέφερε τις υπηρεσίες της στη λειτουργία του κοινού οίκου. Από το έτος 1990-1991 διέμεναν σε οικία, που ανεγέρθηκε επί οικοπέδου που παραχώρησε στον ενάγοντα η μητέρα του, και εξακολουθεί να ζει μέχρι σήμερα ο ίδιος. Διατηρούσαν δύο κοινούς λογαριασμούς, τον υπ’αριθμ. ….. στην Εμπορική Τράπεζα και τον ……….. στην Alpha Bank, οι οποίοι τροφοδοτούνταν από χρήματα προερχόμενα αποκλειστικά από τα εισοδήματα από την εργασία του ενάγοντος, την οποία συνέχισε και μετά τη συνταξιοδότησή του το έτος 2005, και από το ποσό της σύνταξης που ελάμβανε. Λόγω της απουσίας του για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ο ενάγων είχε εμπιστευθεί στην εναγομένη τη διαχείριση των καταθέσεων αυτών, προκειμένου η ίδια να προβαίνει στις αναγκαίες αναλήψεις για την κάλυψη των οικογενειακών τους αναγκών, χωρίς το ποσό αυτό να προσδιορίζεται πιο συγκεκριμένα, και εν γένει προς το κοινό οικογενειακό συμφέρον. Ο ίδιος δεν είχε εικόνα της κίνησης των λογαριασμών, καθώς είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη σύζυγο του, αν και μετά το 2006 που διαφάνηκαν κάποια προβλήματα στη σχέση τους, είχε ζητήσει ενημέρωση, με την επίδειξη των βιβλιαρίων, και αυτό φέρεται ότι είχε αποτελέσει αντικείμενο μεταξύ τους διένεξης. Έτσι, όλο αυτό το χρονικό διάστημα  πρόσβαση στους λογαριασμούς αυτούς είχε ουσιαστικά μόνον η ίδια, κατέχοντας τα αντίστοιχα βιβλιάρια καταθέσεων και κάρτα ή κάρτες αναλήψεων στο όνομά της, διαχειριζόμενη αυτούς κατά την απόλυτη κρίση της, για την κάλυψη κατ’αρχήν των οικογενειακών αναγκών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του συζύγου της, κατά τα χρονικά διαστήματα που βρισκόταν στην Ελλάδα. Δυνάμει μάλιστα του υπ’αριθμ. …./22-5-2006 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……, την εξουσιοδότησε όπως κατ’εντολήν του, μεταξύ άλλων, εισπράττει το ποσό της μηνιαίας σύνταξής του, μετά των αναλογούντων δώρων και βοηθημάτων, ώστε να διευκολυνθεί όχι μόνον η είσπραξη χρημάτων από τους κοινούς λογαριασμούς εκ μέρους της εναγομένης, αφού γι’αυτό αρκούσε η ιδιότητά της ως συνδικαιούχου, αλλά επιπλέον για να συναλλάσσεται με τράπεζες και δημόσιες αρχές και οργανισμούς, εισπράττοντας οποιοδήποτε ποσό και επιταγές, αναφορικά με τη σύνταξη του ενάγοντος. Επομένως, η παροχή πληρεξουσιότητας προς αυτήν δεν είχε την έννοια, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, ότι μπορούσε και να διαθέσει τα αναληφθέντα ποσά κατά βούληση. Κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2005 έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2010, η εναγομένη εκταμίευσε από τον κοινό λογαριασμό στην Alpha Bank, το συνολικό ποσό των 164.915,59 ευρώ, μέσω ταμείου, και το ποσό των 54.860 ευρώ μέσω μηχανημάτων αυτόματων ταμειακών αναλήψεων, και από εκείνον στην Εμπορική Τράπεζα, το συνολικό ποσό των 66.955 ευρώ, μέσω ταμείου, και το ποσό των 56.050 ευρώ, μέσω μηχανημάτων αυτόματων ταμειακών αναλήψεων, δηλαδή εν συνόλω 342.780,59 ευρώ. Από τα αναληφθέντα ποσά θα πρέπει να αφαιρεθούν : 1) το ποσό με το οποίο καλύφθηκε η δαπάνη ανακαίνισης της πατρογονικής οικίας της εναγομένης στον Πειραιά, που ολοκληρώθηκε περί το έτος 2006, ύψους 55.000 ευρώ, όπως έγινε δεκτό με την υπ’αριθμ. 1474/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί αγωγής της τελευταίας περί συμμετοχής στα αποκτήματα του συζύγου της κατά τη διάρκεια του γάμου τους και δεν αντικρούεται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, αφού αφορούσε το κοινό οικογενειακό συμφέρον και ο ενάγων κατ’αρχήν αποδέχεται τη συγκεκριμένη δαπάνη, προσδιορίζοντάς την ωστόσο στο ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο αφαίρεσε από το τελικώς αιτηθέν με την αγωγή του, 2) Το ποσό των 14.000 ευρώ που δαπανήθηκε το έτος 2006 για την αγορά, στο όνομα του ενάγοντος, Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου εργοστασίου προέλευσης Hyundai, τύπου Getz, ήτοι περιουσιακού στοιχείου, προκειμένου να χρησιμοποιείται για τις μετακινήσεις της θυγατέρας των διαδίκων, ήδη τότε φοιτήτριας, 3) Το ποσό των 8.018,58 ευρώ συνολικά, που η εναγομένη ανέλαβε τμηματικά, ήτοι 754,30 ευρώ στις 10-7-2007, 5.000 ευρώ στις 20-7-2007, 758,06 ευρώ στις 7-8-2007, 756,22 ευρώ στις 5-9-2007 και 750 ευρώ στις 25-9-2007, προς μερική εξόφληση δύο καταναλωτικών δανείων, ύψους 8.000 ευρώ το καθένα, που έλαβε κάθε διάδικος στις 13-6-2007, για την αγορά την ίδια εποχή ενός Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου εργοστασίου προέλευσης Mercedes, δηλαδή κοινού περιουσιακού στοιχείου, αντί του τιμήματος των 36.000 ευρώ. Το υπόλοιπο μέρος του τιμήματος, καλύφθηκε, εν μέρει με τραπεζική επιταγή εις διαταγήν του ενάγοντος, ποσού 20.000 ευρώ, συρόμενη από άλλο λογαριασμό, πλην των προαναφερθέντων, όπως από άλλο λογαριασμό προήλθε και το ποσό των 8.466,96 ευρώ.

Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι στον κοινό λογαριασμό της Εμπορικής, κατατίθετο η σύνταξη του ενάγοντος, και συνολικά το ποσό των 12.223,93 ευρώ από τον Ιούλιο έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2006, των 26.513,29 ευρώ το έτος 2007, των 28.196,93 ευρώ το έτος 2008, των 28.265 ευρώ το έτος 2009 και το ποσό των 21.286,25 ευρώ από τον Ιανουάριο έως και τον Οκτώβριο του έτους 2010, δηλαδή κατά μέσον όρο μηνιαίως, των 1.019,  των 2.210,  των 2.350, των  2.355 και των 2.128 ευρώ, αντίστοιχα. Στον κοινό λογαριασμό της Alpha Bank, εισήλθε, κατ’αρχήν, το ποσό των 40.015 ευρώ, των 20.000 ευρώ, των 30.611,63 και των 30.000 ευρώ, που προήλθαν από τη ρευστοποίηση τίτλων στις 10-3-2005, στις 22-9-2006 στις 27-3-2009 και στις 2-12-2009 αντίστοιχα. Επίσης, αυτός τροφοδοτήθηκε-πέραν κάποιων μικρών ποσών που αφορούσαν εισπράξεις τόκων- το έτος 2005, με το συνολικό ποσό των 60.836,33 (7.001,12 + 5.007 + 4.122,50 + 6.672,40 + 6.678,40 + 6.672,40  6.667,40 + 10.015,11 + 8.000) ευρώ, το έτος 2006, με το συνολικό ποσό των 23.000 (13.000 + 3.000 + 3.000 + 4.000) ευρώ και το  2007 με το συνολικό ποσό των 8.000 ( 4.000 + 2.000 + 2.000) ευρώ, δηλαδή, κατά μέσο όρο μηνιαίως, των 5.070, των 1.917 και των  667 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ τα έτη 2008, 2009 και 2010 δεν αποδεικνύεται εισροή χρημάτων από την εργασία του ή οποιαδήποτε άλλη πηγή. Επομένως, τα συνολικά ποσά που εισέρευσαν-πέραν εκείνων από ρευστοποίηση τίτλων- σε αμφότερους τους λογαριασμούς, και μπορούσαν να διατεθούν για τις οικογενειακές ανάγκες, ανήλθαν, κατά μέσο όρο μηνιαίως, στο ποσό των 5.070 ευρώ το έτος 2005, των 2.936 (1.019 + 1.917) ευρώ, το έτος 2006, των 2.877 (2.210 + 667) ευρώ το έτος 2007, των 2.350 ευρώ το έτος 2008, των 2.355 ευρώ το έτος 2009 και των 2128 ευρώ το 2010. Λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη ότι λόγω της ήδη συνταξιοδότησης του ενάγοντος, ο οποίος εξακολουθούσε να απουσιάζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα, που δεν προσδιορίστηκαν επακριβώς, θα έπρεπε να υπάρξει στοιχειώδης πρόνοια για τη δημιουργία χρηματικών αποθεμάτων στους κοινούς λογαριασμούς, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μελλοντικές ανάγκες των διαδίκων και προς το κοινό οικογενειακό συμφέρον, η ενάγουσα όφειλε να έχει μεριμνήσει ώστε να αποταμιευθεί από τα παραπάνω μηνιαία εισοδήματά τους, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, εκτιμώμενων και των συνθηκών της ζωής τους, όπως αναπτύσσεται στη συνέχεια, το 50 % αυτών για το έτος  2005, εφόσον αυτά ήταν υψηλά, και το 35 % για τα λοιπά έτη. Έτσι, το απομένον ποσό, που απαιτείτο κατά μήνα για την κάλυψη των εν γένει δαπανών διαβίωσής τους, με βάση τις συνθήκες της ζωής τους, όπως αυτές προέκυπταν από την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, την ηλικία (έτος γεννήσεως, 1955 του ενάγοντος και 1952 της εναγομένης) και τις ανάγκες τους, και ουσιαστικά της ενάγουσας, αφού ο ενάγων παρακρατούσε τα ποσά εκείνα που απαιτούνταν για την κάλυψη των αναγκών του ενόσω απουσίαζε, ανερχόταν στο ήμισυ του οικογενειακού εισοδήματος το έτος 2005 και σε ποσοστό 65 % (100%-35%) αυτού τα επόμενα έτη. Επομένως, το ποσό που η εναγομένη μπορούσε να δαπανά, εξασφαλίζοντας άνετο επίπεδο διαβίωσης, ανερχόταν σε 2.035 (5.070 Χ 50 %) ευρώ μηνιαίως, για το έτος  2005, σε 1.908 (2.936 Χ 65 %) ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2006, σε 1.870 (2.876 Χ 65 %) ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2007, σε  1.528 (2.350 Χ 65 %) ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2008, σε 1.530 (2.355 Χ 65 %) ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2009, και σε  1.385 (2.128 Χ 65 %) ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2010, μέχρι και τον μήνα Σεπτέμβριο, δηλαδή συνολικά στο ποσό των  118.917 [24.420 (2.035 Χ 12) + 22.896 (1.908 Χ 12) + 22.440 (1.870 Χ 12) + 18.336 (1.528 Χ 12) + 18.360 (1.530 Χ 12) + 12.465(1.385 Χ 9)] ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται μέρος των διατροφικών αναγκών της θυγατέρας τους, ύψους 300 ευρώ περίπου μηνιαίως, κατά τα έτη 2006-2009 που αν και ενήλικη ήταν ακόμη φοιτήτρια, και εργαζόταν περιστασιακά, και τα ασφάλιστρα για την ασφάλισή της, ύψους 410 ευρώ ανά τρίμηνο. Άλλες δαπάνες, προσωπικές ή οικογενειακές, για οποιαδήποτε αιτία δεν αποδείχθηκαν, ενώ οι ιατρικές δαπάνες της εναγομένης που φέρεται ότι νόσησε από λευχαιμία περί το έτος 2006 καλύπτονταν όλο το επίδικο διάστημα από την ασφάλεια του συζύγου της, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία (ιατρικά πιστοποιητικά, συνταγές και αποδείξεις παροχής υπηρεσιών) η μηνιαία συμμετοχή της σε αυτές κατ’επιμερισμόν. Επίσης, δεν αποδείχθηκε δαπάνη οποιουδήποτε ποσού για την ανακαίνιση της οικογενειακής στέγης, την οποία άλλωστε η εναγομένη δεν επικαλέστηκε πρωτοδίκως αλλά οψίμως και όλως αορίστως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς καμία αναφορά σε επιμέρους εργασίες και δαπάνες, τις οποίες  η ίδια αναβιβάζει στο συνολικό ποσό των 150.000 ευρώ. Συνεπώς, αν από το συνολικά αναληφθέν ποσό των 342.780,59 ευρώ, αφαιρεθούν όλα τα προαναφερθέντα ποσά, ύψους 195.936 (55.000 + 14.000 + 8.018,58 + 118.917) ευρώ συνολικά, απομένει υπόλοιπο ύψους 146.845 ευρώ, ως αδικαιολογήτως αναληφθέν και μη αποδοθέν. Επομένως, και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τα χρήματα αυτά ανήκαν εξ ολοκλήρου στον ενάγοντα, εφόσον αυτά κατατέθηκαν σε κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχους αμφότερους τους διαδίκους, ο τελευταίος δικαιούται να στραφεί αναγωγικώς κατά της εναγομένης, αξιώνοντας, όπως έγινε δεκτό και πρωτοδίκως, το ήμισυ του αναληφθέντος και μη αποδοθέντος αδικαιολογήτως ποσού, μετ’αφαίρεση δηλαδή των ποσών εκείνων που αποδεδειγμένα εξυπηρέτησαν οικογενειακές ανάγκες ή αναλογούν σε δαπάνες στις οποίες ο ενάγων συμφώνησε, και συγκεκριμένα το ποσό των 73.422 (146.845 : 2) ευρώ, με βάση το μαχητό τεκμήριο που εισάγει η διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, για το δικαίωμα αναγωγής μεταξύ συνδικαιούχων κοινού λογαριασμού (ΑΠ 1764/2017, ΑΠ 1001/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), το οποίο και οφείλει η εναγομένη στον ενάγοντα, εφόσον δεν αποδείχθηκε αποκλειστικό δικαίωμα ενός εκάστου στο ποσό των καταθέσεων, ούτε έγινε άλλωστε επίκλησή του.

Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε την αγωγή εν μέρει και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 109.835 ευρώ, έσφαλε κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως, να εξαφανιστεί αυτή στο σύνολό της, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή, με αποτέλεσμα ο τρίτος λόγος της έφεσης που πλήττει τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων να κρίνεται αλυσιτελής (ΕφΠειρ 90/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 5/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.148). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για τη μνημονευόμενη στο σκεπτικό αιτία, το ποσό των 73.422 ευρώ.  Τέλος, πρέπει να επιστραφεί σε αυτήν το προκαταβληθέν παράβολο λόγω της μερικής νίκης της (άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄του ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της σχέσης τους ως συζύγων, εφόσον δεν αποδεικνύεται ούτε άλλωστε γίνεται επίκληση της λύσης του γάμου τους μέχρι σήμερα (106, 176, 179, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 13-11-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../2015)  έφεση της εναγομένης, κατά της με αριθμ. 2588/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά  και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατέβαλε η εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της με τα υπ’αριθμ. ………. παράβολα του ΤΑΧΔΙΚ και ……….. παράβολα του Δημοσίου.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 25-5-2012 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΕΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι δύο (73.422) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις   1-6-2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 29-6-2018.

        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ