ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 620/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) εταιρίας με την επωνυμία «…………..» που εκπροσωπείται νόμιμα και έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα (οδός …………..) ΑΦΜ …………, 2) ………………, οι οποίοι αμφότεροι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους Εμμανουήλ Ανδρεουλάκη (ΑΜ/ΔΣΑ ………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Μαρίας Ανδρουλάκη (ΑΜ/ΔΣΠ ………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1777/2022 απόφαση του άνω Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι δύο εκ των τεσσάρων αρχικώς εναγομένων προσώπων, οι οποίοι στο δικόγραφο της αγωγής φέρονται ω ς δεύτερη και τρίτος των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων με την από 20.11.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2023- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………../2024) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2023- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………./2024 έφεση κατά της με αριθμό 1777/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των παρόντων διαδίκων και ερήμην των μη διαδίκων στη παρούσα δίκη πρώτης και τέταρτης των εναγόμενων επί της με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………. από 1.11.2021 αγωγής του εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 20.11.2023 (όπως προκύπτει από την ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../20.11.2023 έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και εμπροθέσμως, εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης, η οποία έλαβε χώρα την 31.5.2022, δεδομένου ότι δεν προέκυψε επίδοση αυτής αλλ’ ούτε και οι διάδικοι της παρούσας δίκης ισχυρίζονται τούτο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 μολονότι αλυσιτελώς κατεβλήθη από τους εκκαλούντες το e- παράβολο με αριθμό 629991678954 0520 0012 το οποίο πρέπει να επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 1.11.2021 αγωγή του εκθέτει ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας που συνήψε με τη δεύτερη εναγομένη, εκπρόσωπο και διαχειρίστρια της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου K, κοχ 62508, μη διαδίκου στη παρούσα δίκη, ναυτολογήθηκε στο πλοίο αυτό με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου, αντί μηνιαίων αποδοχών προβλεπομένων από τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων ποντοπόρων πλοίων έτους 2011, κατά ρητή προς τούτο συμφωνία. Ότι στις 3-5-2021 το ως άνω πλοίο πωλήθηκε στην τέταρτη εναγόμενη εταιρία, μη διάδικο στη παρούσα δίκη, υπέστειλε την ελληνική σημαία, ανύψωσε σημαία Λιβερίας, και μετονομάστηκε σε A. Ότι η σύμβαση εργασίας του λύθηκε άνευ υπαιτιότητάς του, συνεπεία αποβολής της ελληνικής σημαίας του πλοίου. Ότι επιπρόσθετα ο τρίτος εναγόμενος, τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της διαχειρίστριας εταιρίας, δεύτερης των εναγομένων. Ότι η τέταρτη των εναγομένων, μη διάδικος στη παρούσα δίκη, αγόρασε το ως άνω πλοίο εν γνώσει του ότι αποτελεί το μόνο περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας, ευθυνομένη για τα χρέη κατ’ αρ. 479ΑΚ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ως ειδικότερα εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο, ο ενάγων, επικαλούμενος τη σύμβαση εργασίας του άλλως τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ζητεί – κατόπιν νομότυπου περιορισμού του μοναδικού αγωγικού κονδυλίου (αρ. 223, 295, 297ΚΠολΔ) – να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 14.235,96€, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, άλλως από τη επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν στη δικαστική του δαπάνη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι: α) παραδεκτά εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του η προκείμενη διαφορά καθώς είχε προς τούτο διεθνή δικαιοδοσία [(άρθρα 19, 24 και 60 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000, L 12/16-1-2001 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία αντικατέστησε τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, κυρωθείσα στην Ελλάδα με το ν. 1844/1988, 3 παρ. 1, 4, 7, 9, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 22, 25 παρ. 2 και 33 του, 218, 219 ΚΠολΔ), 51 παρ. 3Α του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς)] κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (αρ. 614,621,622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ, β) η ένδικη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς τις πρώτη, δεύτερη και τέταρτη των εναγομένων είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (lex causae), σύμφωνα με i) τις διατάξεις των άρθρων 3 και 8 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβασης της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, καθόσον, εκ του συνόλου των επικαλούμενων με την κρινόμενη αγωγή, περιστάσεων, συνάγεται ότι το δίκαιο αυτό (ελληνικό) είχε συμφωνηθεί ως εφαρμοστέο από τα διάδικα μέρη, γεγονός που δεν αρνήθηκαν οι εναγόμενες, συνδέεται δε στενότερα με την επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος ενώ και η εγκατάσταση της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας που προσέλαβε τον ενάγοντα, φέρεται να είναι στον Πειραιά, και ii) τη διάταξη του αρ. 1 του ν. 762/1978 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων, 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346, 361, 481, 477, 479, 648 επ. και 904 επ. του ΑΚ, 53, 54, 57, 60, 74, 75 και 76 του Κ.Ι.Ν.Δ., και τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ποντοπόρων Πλοίων έτους 2010 (ΦΕΚ Β 123/9-2-2011), 176, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. ε’ του ΚΠολΔ, δίκασε ερήμην της πρώτης και τέταρτης των εναγομένων, δέχθηκε την αγωγή ως προς αυτές και όρισε το αναλογούν παράβολό ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας, στη συνέχεια δίκασε αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε τους εναγόμενους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 10.029 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και τέλος καταδίκασε αυτούς στη δικαστική του δαπάνη την οποία όρισε στο ποσό των 400 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται η δεύτερη και τρίτος των εναγομένων με την κρινόμενη έφεσή τους για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που αφορά αυτούς με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλεια των παρισταμένων εναγομένων, και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά (ΑΠ 139/2009 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επίσης της υπ’ αριθμ. …./17-12-2021 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του ενάγοντος μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (προ τουλάχιστον 2 εργάσιμων ημερών – άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ – κλήτευση των αντιδίκων του (σχ, η υπ’ αριθμ. …………/13-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..), της υπ’ αριθμ. …../11-2-2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων του με δήλωση του καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αποδεικνύονται – κατά την κρίση του Δικαστηρίου – τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 25-1-2021 ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης και ήδη πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία «…..», που ενεργούσε ως διαχειρίστρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου K, νηολογίου Πειραιά με αριθμό …., κοχ 126060, κκχ 33581, DWT … και ΙΜΟ …., πλοιοκτησίας της μη διαδίκου στη παρούσα δίκη πρώτης εναγομένης εταιρίας …………. και ως νόμιμη εκπρόσωπος της τελευταίας, ο ενάγων προσελήφθη και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου, με ρητά συμφωνηθείσες στη σύμβαση μηνιαίες αποδοχές, που αντιστοιχούν στις προβλεπόμενες από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας πληρωμάτων ποντοπόρων πλοίων έτους 2010 (ΦΕΚ Β 123/9-2-2011). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι το Μάιο του έτους 2021 το πλήρωμα ενημερώθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο μεταβιβάστηκε από την πρώτη εναγόμενη εταιρία στη μη διάδικο στη παρούσα δίκη τέταρτη των εναγομένων, η οποία (μεταβίβαση) συντελέστηκε με το από 3-5-2021 biil of sale κατά την σημείωση στην μερίδα του ως άνω δεξαμενόπλοιου στο τμήμα νηολογίων και ναυτικών υποθηκολογίων του κεντρικού λιμεναρχείου Πειραιά) και αφού υπέστειλε την ελληνική σημαία, ανύψωσε σημαία Λιβερίας. Συνεπεία της ως άνω μεταβίβασης ο ενάγων απολύθηκε κατά τη σχετική επισημείωση στο ναυτικό του φυλλάδιο (με σχετική αναφορά και στο ημερολόγια γέφυρας του πλοίου) την 17- 5-2021 λόγω αποβολής ελληνικής σημαίας και κλεισίματος ναυτολογίου. Ωστόσο οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες τόσο με τις πρωτόδικες προτάσεις τους όσο και με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της υπό κρίση έφεσης αρνούνται την αγωγική αξίωση καταβολής αποζημίωσης για τον ανωτέρω λόγο ισχυριζόμενοι ότι αφενός η απόλυση του ενάγοντος επήλθε κατόπιν δικής του προτροπής αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου κατ’ εφαρμογή της υφιστάμενης στη σύμβαση ναυτικής εργασίας ρήτρας περί πολιτικής κυκλικής απασχόλησης των ναυτικών οπότε και δεν δικαιούται τη σχετική αποζημίωση, αφετέρου μετά την συμφωνία που επήλθε μεταξύ των εδώ συμβαλλομένων μερών για εξακολούθηση της παροχής των υπηρεσιών του ενάγοντος μετά την αλλαγή της σημαίας του πλοίου, ο ενάγων αρνήθηκε να παράσχει τις υπηρεσίες του στο πλοίο, μολονότι του ζητήθηκε να εξακολουθήσει να παράσχει αυτές στο νεοναυπηγηθέν πλοίο με αυξημένες αποδοχές κατά παράβαση της υφιστάμενης ρήτρας μεταθέσεως που είχε περιληφθεί στην ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, οπότε και δεν οφείλεται η αιτούμενη αποζημίωση. Επί των ισχυρισμών πρέπει να λεχθούν τα εξής: Πράγματι στην παράγραφο 12 της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας εμπεριέχεται ρήτρα μετάθεσης σύμφωνα με την οποία ο πλοιοκτήτης διατηρεί το δικαίωμα ακόμη και όταν ο ναυτικός έχει ναυτολογηθεί στο πλοίο να αξιώσει τη ναυτολόγησή του σε άλλο πλοίο υπό την αυτή διαχείριση όπως αυτή του πλοίου και με τους ίδιους ή καλύτερους όρους εργασίας, χωρίς η αλλαγή αυτή να συνιστά απόλυση και να υποχρεούται η εργοδότρια εταιρεία σε αποζημίωση, η δε συμφωνία νοείται ότι γίνεται αμοιβαία συναινέσει. Πλην όμως ο αρνητικός αυτός της αγωγικής αξίωσης ισχυρισμός αλυσιτελώς εν προκειμένω προβάλλεται καθώς η απόλυση του ενάγοντος δεν έλαβε χώρα λόγω αλλαγής του πλοίου στο οποίο είχε ναυτολογηθεί αλλά σύμφωνα με τη ρητή αναφορά που έχει καταχωρηθεί στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος αλλά και της αναφοράς του λόγου απόλυσης που έχει καταγραφεί στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου αποτελεί η αλλαγή εθνικότητας της σημαίας του πλοίου. Μάλιστα η κρίση αυτή ενισχύεται και από την έγγραφη απόδειξη τελευταίας μισθοδοσίας του ενάγοντος που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1 έως 17-5-2021 (ημέρα απόλυσής του) όπου εκεί φέρεται να έχει επιφυλαχθεί για την είσπραξη της νόμιμης αποζημίωση απόλυσης λόγω αποβολής ελληνικής σημαίας στις 17 Μαΐου 2021, την οποία δεν είχε λάβει. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω προκύπτει ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής η επικαλούμενη ρήτρα μετάθεσης του ναυτικού σε άλλο πλοίο αφού η αλλαγή σημαίας του πλοίου αφενός συνιστά ουσιώδη μεταβολή των όρων της ναυτικής εργασίας καθώς συναρτάται με θέματα που άπτονται της κοινωνικής ασφάλισης του ναυτικού στο ΝΑΤ καθώς στην αντίθετη περίπτωση που συνέχιζε την εργασία σε πλοίο με αλλοδαπή σημαία θα έπαυε να ήταν ασφαλισμένος σε αυτό, αφετέρου σε κάθε περίπτωση έχει αναχθεί από τον ίδιο τον νομοθέτη με τη διάταξη του άρθρου 68 περ.β προισχύσαντος ΚΙΝΔ σε αυτοτελή λόγο αυτοδίκαιης λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος. Κατά συνέπεια, τα όσα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με τον πρώτο λόγο της έφεσης τους πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα και να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης ως αβάσιμος. Ακολούθως αναφορικά με τον προβληθέντα δεύτερο αρνητικό της αγωγικής αξίωσης ισχυρισμό περί αρνήσεως του ενάγοντος να παράσχει την εργασία του στο νέο πλοίο μετά την συμφωνία των μερών να συνεχίσει την εργασία του στο τελευταίο μετά την αλλαγή της σημαίας του πλοίου που παρείχε την εργασία του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθώς ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης περί της ύπαρξης αμοιβαίας συμφωνίας των μερών για την εξακολούθηση της εργασίας του μετά την αλλαγή της σημαίας του ένδικου πλοίου, καθώς, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω και έγινε δεκτό από το παρόν Δικαστήριο η λύση της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας δεν έλαβε χώρα με αμοιβαία τη συναίνεση του ναυτικού και του πλοιάρχου αλλά αποκλειστικά και μόνο λόγω της μεταβολής της σημαίας του πλοίου. Με βάση τις άνω παραδοχές ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης μισθό τριάντα ημερών (ενόψει του ότι η απόλυσή του έλαβε χώρα στο λιμάνι Portland Αγγλίας) κατ’ αρ. 76 ΚΙΝΔ το ποσό των 10.090€, το οποίο δεν αμφισβητείται από κανένα από τους διαδίκους με ειδικό λόγο έφεσης αναφορικά με τον αριθμητικό υπολογισμό του. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης το πιο πάνω ποσό αναλύεται ως εξής: 1.417,32€ βασικός μισθός + 311,81€ επίδομα Κυριακών+ 141,73€ επίδομα δεξαμενόπλοιου + 789,84€ επίδομα αδείας +18,95€ διορθωτικό επίδομα + 7.160,35€ δώρο πλοιοκτήτη + 189€ επίδομα – μπόνους πολυετίας). Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης επαναφέρεται προς κρίση η προβληθείσα πρωτοβαθμίως νόμιμη ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος συνιστάμενη στο ότι η απόλυση του ενάγοντος ως και όλου του πληρώματος έγινε αναγκαστικά λόγω κλεισίματος ναυτολογίου συνεπεία αλλαγής σημαίας του πλοίου, αλλά ότι σε κάθε περίπτωση εξασφαλίστηκε στον ενάγοντα και σε όλο το πλήρωμα η ναυτολόγηση εκ νέου με κατά τι υψηλότερες αποδοχές, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των ίδιων όρων και συνθηκών εργασίας, και ότι για το λόγο αυτό η αξίωση εκ μέρους του ενάγοντος της αποζημίωσης απόλυσής του καθίσταται καταχρηστική ως αντιβαίνουσα στα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη κατ’ αρ. 281ΑΚ, πλην όμως και ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος δεδομένου ότι ο ενάγων άσκησε νόμιμο δικαίωμα απόλυσης του από το πλοίο που υπηρετούσε σύμφωνα με τη διάταξη του προσισχύσαντος άρθρου 76 ΚΙΝΔ καθώς είχε έννομο συμφέρον να επιδιώκει τη ναυτολόγηση του σε πλοία υπό ελληνική σημαία, περίπτωση κατά την οποία είναι υποχρεωτική για την πλοιοκτησία η ασφάλιση στο NAT, αναγνωριζομένης έτσι της προϋπηρεσίας του και της ανέλιξής του επαγγελματικά και ως εκ τούτου δεν δύναται να γίνει λόγος καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ.
Επομένως μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της ήττας τους (αρ.176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 20.11.2023 έφεση που στρέφεται κατά της με αριθμό 1777/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος e- παράβολου άσκησης της έφεσης με αριθμό …………….. στους εκκαλούντες.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ,
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους την 23η Οκτωβρίου 2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ