ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός αποφάσεως 623/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη – Εισηγητή και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας ………….., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημήτριου Πολλάλη (Α.Μ. Δ.Σ. Πειραιώς ……….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου ………, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αναστάσιου Κουλούρη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ……….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, άσκησε σε βάρος της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, καθώς και κατά των ………….. και ………., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 1/3/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2022 αγωγή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο, συζήτησε την αγωγή στις 17/2/2023, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 3073/2023 οριστική απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την εναγομένη – εκκαλούσα. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, η εναγομένη άσκησε την από 25/10/2023 έφεση της, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ……………/2023 και β) δικογράφου …………./2023, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο. Εν συνεχεία, η εναγομένη άσκησε τους από 15/1/2025 πρόσθετους λόγους εφέσεως, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2025, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, οι οποίοι προσδιορίσθηκαν προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 25/10/2023 έφεση της εναγομένης, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………../2023 και β) δικογράφου ………./2023, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3073/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 1/3/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2022 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, καθώς και κατά των Κωνσταντίνας – ……….. και ………….., η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 26/10/2023, ήτοι εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης στην εναγομένη, που έλαβε χώρα στις 29/9/2023 (βλ. την υπ’ αριθ. …………. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ……………) (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Ομοίως και οι από 15/1/2025 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 42/5/2025, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ), εφόσον ασκήθηκαν και κοινοποιήθηκαν στον εφεσίβλητο στις 20/1/2025 (βλ. την υπ’ αριθ. …………./2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……………), ήτοι τουλάχιστον 30 ημέρες πριν την συζήτηση της εφέσεως. Επομένως πρέπει η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να γίνουν τυπικά δεκτοί (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητέρας του, ………………, η οποία απεβίωσε στις 19.11.2019, χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κατέλειπε πλησιέστερους συγγενείς τα δύο τέκνα της, ήτοι τον ενάγοντα, που αποδέχθηκε σιωπηρά την κληρονομία, και την τρίτη εναγόμενη ……………, αδελφή του ενάγοντος και μητέρα της πρώτης εναγόμενης – εκκαλούσας και της δεύτερης εναγόμενης ………….. Ότι στις 19.10.2018 η μητέρα του είχε επενδύσει το ποσό του 1.000.000 ευρώ σε επενδυτικό πρόγραμμα διετούς διάρκειας, με συνδικαιούχο την πρώτη εναγόμενη, στο οποίο (επενδυτικό πρόγραμμα) δεν είχε τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932, περί αυτοδίκαιης περιέλευσης του ποσού της κατάθεσης – επένδυσης στους επιζώντες συνδικαιούχους, ούτε άλλος παρόμοιος όρος, το σύνολο δε του ποσού που είχε επενδυθεί προερχόταν αποκλειστικά από την περιουσία της κληρονομούμενης, χωρίς να δικαιούται η πρώτη εναγόμενη, με βάση ορισμένη εσωτερική σχέση, οποιαδήποτε αναλογία επί αυτού, με αποτέλεσμα να έχει ο ενάγων νόμιμη αξίωση επί του επενδυτικού προϊόντος που υπήρχε κατά τον χρόνο της επαγωγής, κατά τον λόγο της κληρονομικής του μερίδας (1/2). Ότι αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας του (αυθημερόν), η πρώτη εναγόμενη προέβη σε πρόωρη εξόφληση του επενδυτικού προγράμματος και μεταφορά του προϊόντος σε ατομικό της τραπεζικό λογαριασμό, στον οποίο ακολούθως προστέθηκε ως συνδικαιούχος η δεύτερη εναγόμενη, όλα δε τα ανωτέρω εν αγνοία του ενάγοντος. Ότι οι παραπάνω ενέργειες έλαβαν χώρα υπό την καθοδήγηση της τρίτης εναγομένης, με σκοπό να παρεμποδίσουν τον ενάγοντα να ανακαλύψει την ύπαρξη της κληρονομιαίας περιουσίας και να ιδιοποιηθούν οι εναγόμενες παράνομα το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο κληρονομικό του μερίδιο. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζητεί: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενες: 1) το ποσό των 500.000 ευρώ ως αποζημίωση, για τη ζημία που υπέστη από την παράνομη ιδιοποίηση των χρημάτων που αντιστοιχούν στην κληρονομική του μερίδα, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της μητέρας του, άλλως κατά τις διατάξεις περί κοινού λογαριασμού και κληρονομικής διαδοχής, αξιώνοντας, κατά το ποσοστό της κληρονομικής του μερίδας, το τμήμα της κατάθεσης που αναλογεί στη δικαιοπάροχό του με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών, 2) το ποσό των 5.335 ευρώ, που αντιστοιχεί στην απόδοση του επενδυτικού προγράμματος, υπολογιζόμενη με βάση επιτόκιο 1,67% ετησίως, το οποίο εισπράχθηκε από την πρώτη εναγόμενη κατά την πρόωρη εξόφληση και αντιστοιχεί στην κληρονομική του μερίδα, άλλως το ποσό των 4.800 ευρώ για την ίδια αιτία, υπολογιζομένης της απόδοσης με βάση επιτόκιο 0,96% ετησίως, άλλως, αμφότερα τα υπό στοιχεία 1 και 1 ποσά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή οι εναγόμενες κατέστησαν σε βάρος του πλουσιότερες χωρίς νόμιμη αιτία, 3) το ποσό των 60.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, άπαντα δε τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο αφότου κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της από 8.6.2021 εξώδικης διαμαρτυρίας του, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
Στη συνέχεια, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 3073/2023 απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή μόνο ως προς την πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, ως προς την νομική βάση της που στηρίζεται στις περί κοινού λογαριασμού και κληρονομικής διαδοχής διατάξεις και ως προς το πρώτο αίτημα της, υποχρεώνοντας την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 500.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της από 8/6/2021 εξώδικης δήλωσης. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση της και τους πρόσθετους λόγους αυτής, η πρώτη εναγόμενη προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, κατά το μέρος αυτής που δέχθηκε την αγωγή, και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή εν όλω.
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 εδ. α’ και β’ του Ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό», όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ του Ν.Δ. 118/1973, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν.Δ. 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 117 του ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 του ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του, κατά τη σύναψή της, καταβαλλόμενου από αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία έκτοτε με την παράδοση γίνεται κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 ΑΚ), πλην όμως έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στο δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η λειτουργία, ωστόσο, της συμβάσεως αυτής καθιδρύει συνήθως μία σχέση διαρκούς και πολλές φορές καθημερινής συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων. Η εκτέλεσή της δηλαδή, γίνεται συνήθως όχι με μία καταβολή και ανάληψη του ποσού αυτής, αλλά με πολυάριθμες τμηματικές τέτοιες, που προσδιορίζονται εκάστοτε από την βούληση του καταθέτη. Χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι. Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξή τους ενώπιον της τράπεζας. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου «δικαιούχοι» και όχι «καταθέτες» στην διατύπωση των παραπάνω διατάξεων. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 του ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από τον δότη της υπόσχεσης (τράπεζα) για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από την διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν τα ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 671/2022, ΑΠ 431/2019, ΑΠ 1/2018, ΑΠ 1095/2018, ΑΠ 1764/2017, ΑΠ 1001/2012, ΕφΠειρ 413/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκείνος, όμως, από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ’ επέκταση αδικοπραξία, διότι τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε. Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 671/2022, ΑΠ 902/2019, ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 529/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 50/2023, efeteio-peir.gr).
B. Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί τον λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή με σύμβαση εντολής, δυνάμει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση εφαρμόζονται οι περί εντολής διατάξεις (άρθρο 713 επ. ΑΚ) και ο εντολέας, εφόσον προβλέφθηκε ότι ο εντολοδόχος δεν θα προβαίνει σε αναλήψεις χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αναλαβόντα την κατάθεση, συνδικαιούχο του λογαριασμού, ολόκληρο τα ποσό του (ΑΠ 2032/2017, ΑΠ 1128/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με την ανάληψη του ποσού από τον κοινό λογαριασμό των συνδικαιούχων ο εντολοδόχος με βάση του μηχανισμό της προαντιφώνησης της νομής (άρθρα 713, 719, 977 εδ. α’, 211, 1034 ΑΚ) γίνεται κύριος του ποσού αυτού για μία μόνο ιδεατή χρονική στιγμή και στη συνέχεια η νομή και η κυριότητα του ποσού αυτού πρέπει να μεταβιβασθεί στον εντολέα, η εντολή του οποίου προς εκείνον διατηρείται σε ισχύ και ο εντολοδόχος παραμένει απλός κάτοχος του ποσού (ΑΠ 1800/2012, ΕφΠατρ 614/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 540/1998 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση, ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση, που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (ΑΠ 671/2022, ΑΠ 902/2019, ΑΠ 1001/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 50/2023 efeteio-peir.gr).
Γ. Με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. Α’ του Ν.Δ. 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως, ότι «επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος, ότι, άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας, μέχρι του τελευταίου τούτων» και ότι «διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως, είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων … ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως». Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσότερων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση, και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις προαναφερόμενες, προκύπτει ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή τον προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ’ αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως («ιδίω ονόματι» και «εξ ιδίου δικαίου») η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ 902/2019, ΑΠ 1782/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 50/2023, ΕφΠειρ 413/2020, efeteio-peir.gr). Οι ως άνω διατάξεις είναι προφανές ότι καθιερώνουν κανόνες εξαιρετικού δικαίου και για το λόγο αυτό το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως των προϋποθέσεών τους φέρει ο επικαλούμενος την εξαίρεση και ωφελούμενος από αυτήν (ΑΠ 671/2022, ΑΠ 1128/2017, ΕφΠειρ 50/2023, efeteio-peir.gr). Και αν όμως δεν έχει τεθεί ο ως άνω όρος, οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται ως προς την κατάθεση στην έναντι της τράπεζας θέση του κληρονομηθέντος, και επομένως η ανάληψη του ποσού αυτού από τον επιζώντα καταθέτη, και στην περίπτωση που αυτός είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος, γίνεται έναντι της τράπεζας ιδίω ονόματι και όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου (ΑΠ 351/2018, ΑΠ 1691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 50/2023 ο.π, ΕφΠειρ 413/2020 ο.π.). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου (ΑΠ 412/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, με βάση την προαναφερόμενη έννομη σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, ο καθένας από αυτούς, εφόσον έχει ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα στο χρηματικό ποσό της καταθέσεως, που μόνο με τη θέλησή του μπορεί να χάσει, ανεξαρτήτως αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους του λογαριασμού ή σε μερικούς ή έναν από αυτούς, δεν διαπράττει με την ανάληψη ποσών υπεξαίρεση, ούτε γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία άλλων (ΑΠ 902/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 50/2023 ο.π.). Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από τον νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο που του αναλογεί με βάση τον αριθμό όλων των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού. Συνεπώς, και σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως, οπότε οι κληρονόμοι του θανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της καταθέσεως που αναλογεί στο δικαιοπάροχό τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών (ΑΠ 1204/2007 ΕλλΔνη 2008/1689, ΑΠ 1462/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 50/2023 ο.π., ΕφΛαρ 463/2015, ΕφΘεσ 76/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των υπ’ αριθ. ……../28-6-2022 και ………./1-7-2022 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………. και ………….., αντίστοιχα, αμφότερες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της εκκαλούσας, κατόπιν προηγούμενης εμπρόθεσμης και νομοτύπου κλητεύσεως του εφεσίβλητου (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. ……../23-6-2022 …………./28-6-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………), της υπ’ αριθ. …………../2021 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος …………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία προσκομίζει η εκκαλούσα και της υπ’ αριθ. ………./2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία προσκομίζει ο εφεσίβλητος και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 554/2012, ΤΝΠ Νόμος), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων τα εν γένει έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, που σχηματίσθηκε κατόπιν άσκησης εγκλήσεων από τους διαδίκους εναντίον αλλήλων, τα οποία εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1286/2003, ΕφΛαμ 22/2010, ΤΝΠ Νόμος) και οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ.1 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ.4 ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 591 παρ. 1 εδ. α΄ και 336 παρ. 3 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 19.11.2019 απεβίωσε στου Πειραιά, όπου κατοικούσε, η ………………, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ήταν τα δύο τέκνα της, ήτοι ο ενάγων και η τρίτη εναγόμενη …………….., κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Η κληρονομούμενη διέθετε εν ζωή σημαντική χρηματική αποταμίευση, την οποία τηρούσε αρχικά στον με αριθμό ……… κοινό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με συνδικαιούχους τα δύο παραπάνω τέκνα της. Ωστόσο, στις 18.11.2014 μετέφερε το σύνολο της υφιστάμενης κατάθεσης, ήτοι το ποσό των 990.404,86 ευρώ, από τον παραπάνω κοινό λογαριασμό στον με αριθμό ………….. ατομικό λογαριασμό της στην ίδια τράπεζα. Ακολούθως, στις 18.02.2015 μετέφερε το ποσό των 994.600,05 ευρώ από τον παραπάνω ατομικό της λογαριασμό προς τον λογαριασμό με αριθμό ………… στην ίδια τράπεζα, ο οποίος ανοίχτηκε την ίδια ημέρα ως κοινός διαζευκτικός λογαριασμός κατάθεσης με συνδικαιούχους την ίδια και την πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, που είναι εγγονή της και κόρη της τρίτης εναγομένης. Ο εν λόγω κοινός καταθετικός λογαριασμός διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 5638/1932, σύμφωνα δε με την από 18.2.2015 σύμβαση κατάθεσης, ισχύει ρητά σε αυτόν και ο πρόσθετος όρος του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 5638/1932, περί αυτοδίκαιης περιέλευσης της κατάθεσης και του λογαριασμού στους επιζώντες δικαιούχους, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες. Από τον λογαριασμό αυτό αντλήθηκε το κεφάλαιο ύψους 1.000.000 ευρώ για τη σύμβαση επενδυτικού προϊόντος της ….. Τράπεζας της Ελλάδος με στοιχεία: «. – …………..», με εξάμηνη καταβολή τόκων βάσει του Libor λίρας Αγγλίας 6 μηνών. Στην ως άνω επένδυση προέβη η μητέρα του ενάγοντος, υπογράφοντας μόνη αυτή, ως επενδύτρια, το από 17.10.2018 αποδεικτικό συναλλαγής και τα συνημμένα σε αυτό έγγραφα βασικών πληροφοριών και αποδοχής των γενικών όρων συμμετοχής. Η παραπάνω επένδυση, με έναρξη στις 19.10.2018 και λήξη στις 19.10.2020, πρόσφερε πληρωμή των τόκων κατά τη λήξη κάθε εξαμηνιαίας περιόδου και συγκεκριμένα στις 23.4.2019, στις 21.10.2019, στις 21.4.2020 και στις 19.10.2020 με πίστωση στον προαναφερθέντα κοινό καταθετικό λογαριασμό της …………….. και της πρώτης εναγομένης (αριθ. ………….). Η ως άνω επένδυση συνιστούσε προθεσμιακή κατάθεση ειδικού τύπου σε ευρώ, με εγγυημένο το αρχικό κεφάλαιο, στην οποία ρητά ορίστηκε από την …………… ως συνδικαιούχος και η πρώτη εναγόμενη. Σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 10 όρο της αποδοχής των γενικών όρων συμμετοχής στο εν λόγω επενδυτικό πρόγραμμα «Η συμμετοχή συνδικαιούχων σε κοινό (διαζευκτικό) λογαριασμό στα προγράμματα εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου διέπεται από τις διατάξεις του Νόμου 5638/1932 “Περί καταθέσεως εις κοινό λογαριασμό” όπως συμπληρώθηκε από το Ν.Δ. 951/1971 καθώς και τις διατάξεις περί της “εις ολόκληρον ενοχής” του Α.Κ. Συγκεκριμένα, ο κάθε ένας από τους δικαιούχους θα έχει το δικαίωμα να κάνει ολική ή μερική χρήση του λογαριασμού χωρίς τη σύμπραξη, συγκατάθεση, συναίνεση ή έγκριση των άλλων συνδικαιούχων, ακόμη και στην περίπτωση ολικής ή μερικής πρόωρης ανάληψης, εφόσον βέβαια η πρόωρη αυτή ανάληψη γίνει δεκτή από την τράπεζα. Η τράπεζα υποχρεούται να εκτελέσει εντολή από οποιονδήποτε εκ των συνδικαιούχων η δε πράξη αυτή καθώς και κάθε πράξη εκάστου των συνδικαιούχων, δυνάμει της παρούσας σύμβασης δεσμεύει και τους λοιπούς». Ωστόσο, στην εν λόγω προθεσμιακή κατάθεση – επενδυτικό πρόγραμμα, παρότι διέπεται ρητά από τις διατάξεις του Ν. 5638/1932, δεν τέθηκε προσθέτως ο όρος του άρθρου 2 του νόμου αυτού, ήτοι δεν ορίστηκε ρητά ότι σε περίπτωση θανάτου μίας από τις συνδικαιούχους, περιέρχεται αυτοδικαίως η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στην επιζώσα, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι της αποβιώσασας δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνη. Περαιτέρω, προέκυψε ότι κατά τον χρόνο θανάτου της …………….ήταν σε ισχύ τα παραπάνω επενδυτικό πρόγραμμα με κατατεθειμένο κεφάλαιο ποσού 1.000.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο του προαναφερθέντος υπ’ αριθ. …………….. κοινού διαζευκτικού λογαριασμού, στον οποίο είχαν πιστωθεί ήδη οι τόκοι της πρώτης και της δεύτερης εξαμηνιαίας περιόδου του προγράμματος, ήτοι το ποσό των 4.165,49 ευρώ στις 23.04.2019 ευρώ και το ποσό των 3.782,14 ευρώ στις 21.10.2019, ανερχόταν στο ποσό των 59.338,05 ευρώ. Λίγες ώρες μετά τον θάνατο της ………….. όμως, ήτοι στις 19.11.2019 και ώρα 11:22, η πρώτη εναγόμενη μετέβη σε κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και διέκοψε πρόωρα τα ανωτέρω επενδυτικό πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να πιστωθεί το ποσό του 1.000.000 ευρώ στον ανωτέρω κοινό διαζευκτικό λογαριασμό, ενώ αμέσως μετά μετέφερε το συνολικό υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού, ήτοι ποσό. 1.059.338,05 ευρώ, στον με αριθμό …………….. ατομικό λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στην ίδια τράπεζα. Ήδη δε την επόμενη ημέρα υπέβαλε αίτηση να μετατραπεί ο λογαριασμός αυτός σε κοινός διαζευκτικός με συνδικαιούχο την αδερφή της, δεύτερη εναγόμενη. Επομένως, αφού στο ένδικο επενδυτικό πρόγραμμα (προθεσμιακή κατάθεση ειδικού τύπου διεπόμενη ρητά από τις διατάξεις του Ν. 5638/1932) με συνδικαιούχους την αποβιώσασα και την πρώτη εναγόμενη, δεν είχε τεθεί ο πρόσθετος όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932, νομίμως μεν η πρώτη εναγόμενη, ως μόνη επιζώσα καταθέτης μετά τον χρόνο θανάτου της ………………., διέκοψε το επενδυτικό πρόγραμμα και εισέπραξε ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, μεταφέροντας το, κατά τα ανωτέρω, σε άλλους λογαριασμούς, πλην όμως, οι κληρονόμοι της αποβιώσασας συνδικαιούχου μπορούν να αξιώσουν από αυτήν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στη δικαιοπάροχό τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Συγκεκριμένα, ο ενάγων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της …………. κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, έχει αξίωση από την πρώτη εναγόμενη, κατά τον λόγο της κληρονομικής του μερίδας, επί του τμήματος εκείνου της προθεσμιακής κατάθεσης, που αναλογεί στην κληρονομούμενη, με βάση την εσωτερική σχέση των καταθετών, η οποία, όπως ομολογεί η πρώτη εναγόμενη με τις προτάσεις της, είναι σύμβαση εντολής. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη ομολογεί με τις προτάσεις της ότι το ποσό που τοποθετήθηκε στο ένδικο επενδυτικό πρόγραμμα προερχόταν αποκλειστικά από την περιουσία της δικαιούχου γιαγιάς της, ……………, η οποία την όρισε συνδικαιούχο όχι ως δωρεά του ποσού της κατάθεσης προς αυτήν, αλλά στο πλαίσιο σύμβασης εντολής και συγκεκριμένα, προκειμένου η πρώτη εναγόμενη ως εντολοδόχος να εξυπηρετεί τη γιαγιά της κινώντας τον λογαριασμό κατά τις εντολές της. Ο δε πατέρας της πρώτης εναγομένης, ……………, με τη με αριθμό …………/2022 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, καταθέτει, μεταξύ άλλων: «Το χρηματικό αυτό ποσό δεν αποτελεί δωρεά της πεθεράς μου προς την κόρη μου ……., αφού δεν υπήρχε απόσταση μεταξύ τους, δεν ζούσαν σε άλλες πόλεις ή χώρες και έτσι δήθεν θέλησε να της κάνει ένα δώρο. Τα χρήματα αυτά δόθηκαν συνειδητά όσο βρισκόταν εν ζωή η πεθερά μου και με πλήρη συνείδηση των πραττομένων της, γιατί τα θεωρούσε “οικογενειακά – κοινά”, με την εντολή να τα διαχειρίζεται η ……. είτε όπως της υπεδείκνυε η γιαγιά της είτε και με δική της πρωτοβουλία». Επίσης, δεν προέκυψε ότι κατά τη σύναψη του επενδυτικού προγράμματος στις 17.10.2018 υπήρξε άλλη εσωτερική σχέση μεταξύ της κληρονομουμένης και της πρώτης εναγομένης, η οποία είχε ήδη καταχωριστεί από το έτος 2015 ως συνδικαιούχος στον κοινό διαζευκτικό λογαριασμό, με τον οποίο μεταγενέστερα συνδέθηκε το επενδυτικό πρόγραμμα, προκειμένου να τον κινεί κατά τις εντολές της γιαγιάς της, προς το συμφέρον της τελευταίας και εξυπηρετώντας τις ανάγκες της, δοθέντος ότι, σύμφωνα με όλες τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται, ήδη κατά τον χρόνο εκείνο η ………………. (τότε 80 ετών, γεννηθείσα το έτος 1935) συγκατοικούσε με την πρώτη εναγόμενη, η οποία την φρόντιζε και απολάμβανε την εμπιστοσύνη της γιαγιάς της. Η δε εναγόμενη προσκομίζει και επικαλείται αντίγραφα δεκάδων αποδείξεων λιανικής πώλησης από εμπορικά καταστήματα της Αττικής για τα έτη 2016 έως 2019, ισχυριζόμενη ότι πρόκειται για αποδείξεις αγορών που έκανε για λογαριασμό και κατ’ εντολή της γιαγιάς της, με τη χρήση των τραπεζικών της καταθέσεων. Κατά συνέπεια, αφού αποδεικνύεται η ύπαρξη της παραπάνω εσωτερικής σχέσης εντολής μεταξύ των συνδικαιούχων, στην πρώτη εναγόμενη δεν αναλογεί οποιοδήποτε τμήμα του ποσού της ένδικης προθεσμιακής κατάθεσης (επενδυτικού προγράμματος), το οποίο αποτελεί κληρονομιαία περιουσία στο σύνολό του. Επομένως, ο ενάγων, με την παραπάνω ιδιότητά τον, έχει απαίτηση επί του ποσού αυτού κατά την κληρονομική του μερίδα, ήτοι ποσού (1.000.000 x ½ =) 500.000 ευρώ, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει η πρώτη εναγόμενη με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της από 8.6.2021 εξώδικης δήλωσής του ήτοι από τις 12/6/2021. Αντίθετα δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η ύπαρξη του όρου του άρθρου 2 Ν. 5638/1932, στην επίδικη σύμβαση επενδυτικού προϊόντος, συνάγεται από την σύνδεση της τελευταίας με τον κοινό λογαριασμό (λογαριασμός εξυπηρέτησης) από τον οποίο προέρχονται τα χρήματα, με τα οποία «αγοράστηκε» το ως άνω προϊόν, και στον οποίο θα εισαχθούν μετά την λήξη της σύμβασης και αυτό γιατί παραβλέπει την αυτοτέλεια και την τυπικότητα των τραπεζικών συμβάσεων, αφού αν οι συμβαλλόμενοι και ειδικότερα η ……………, επιθυμούσε την ύπαρξη του όρου του άρθρου 2 Ν. 5638/1932 στην επίδικη σύμβαση, θα τον είχε προβλέψει ρητώς, λαμβανομένης υπόψη και της εξαιρετικής φύσης της ανωτέρω διάταξης. Ούτε άλλωστε η τυχόν επιθυμία της κληρονομουμένης να κληρονομηθεί όλη η κινητή της περιουσία από την πρώτη εναγομένη, μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνεία περί ύπαρξης του όρου του άρθρου 2 Ν. 5638/1932, στο επίμαχο επενδυτικό πρόγραμμα, ανάγοντας την αξιολογική της κρίση σε όρο συμβατικής δέσμευσης. Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, ορθά έκρινε η πρωτοβάθμια απόφαση, απορριπτομένων σχετικά όλων των λόγων που περιέχονται στην έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στην έφεση της εκκαλούσας και τους πρόσθετους λόγους αυτής, αυτοί πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμοι στην ουσία και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, σε εν μέρει καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία, το παρόν Δικαστήριο, εν μέρει συμψηφίζει εφόσον υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 εδ.β, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλε η εκκαλούσα, στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας της (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ. ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως, στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 2/9/2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 24 Οκτωβρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ