ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 624/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου Εφέτη και Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση:
Της εκκαλούσας: Εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>> που εδρεύει στον Πειραιά, ……………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία της δικηγόρο Ρουμπίνη Φαρμάκη [ΔΕ ΛΕΝΑ ΣΠΑΝΑΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].
Των κλητευθέντων με επιμέλεια της εκκαλούσας – μετεχόντων στη παρούσα δίκη:
Α) 1. Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………….., με Α.Φ.Μ. ………. και ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης (Ε.Μ.ΕΙΣ), που εδρεύει στην Αθήνα, στην οδό …………, που παραστάθηκε διά της δικαστικής πληρεξούσιας του ΝΣΚ, Κωνσταντίνας Πάτσου (AM ………..) και κατέθεσε προτάσεις. 2. Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» («e-Ε.Φ.Κ.Α.»), το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ……………, με ΑΦΜ …….. Δ.Ο.Υ. Δ΄ Αθηνών, ως οιονεί καθολικού διαδόχου των Ν.Π.Δ.Δ. με τις επωνυμίες «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 51 επ. και 62 §3 του Ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α΄ 85/11-5-2016) νομίμως εκπροσωπούμενου, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου, Ανδρέα Μητρόπουλου (AM ΔΣΑ ………….),ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Και 3. …………, κατοίκου περιοχής ……………., άνευ οδού και αριθμού, με Α.Φ.Μ. …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Φραγκίσκου Ξυδού (Α.Μ.Δ.Σ.Π: ….), κατοίκου Πειραιώς και κατέθεσε προτάσεις.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Τμήμα Ναυτικών Διαφορών, την από 29.10.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………………/2024 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εμφανίστηκαν Α. το κλητευθέν υποχρεωτικά εκ του νόμου – κυρίως παρεμβαίνoν Ελληνικό Δημόσιο, Β. το κλητευθέν υποχρεωτικά εκ του νόμου – κυρίως παρεμβαίνoν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» («e-Ε.Φ.Κ.Α.»), ως οιονεί καθολικού διαδόχου των Ν.Π.Δ.Δ. με τις επωνυμίες «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 51 επ. και 62 §3 του Ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α΄ 85/11-5-2016), Γ. η κυρίως παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο «………………..», η οποία ενεργούσε ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και Δ. ο κυρίως παρεμβαίνων ……………..
Οι κυρίως παρεμβαίνοντες άσκησαν τις από 9.12.2024, 10.12.2024, 10.12.2024 και 10.12.2024 δια εγγράφων προτάσεων και με δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, χωρίς προδικασία, κύριες παρεμβάσεις τους, αντίστοιχα, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τις οποίες ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης.
Β. Της αιτούσας: Ανώνυμης Ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> που εδρεύει στον Πειραιά, ………., ΑΦΜ …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία της δικηγόρο Ρουμπίνη Φαρμάκη [ΔΕ ΛΕΝΑ ΣΠΑΝΑΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].
Κοινοποιούμενη προς: 1) Ελληνικό Δημόσιο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………., με Α.Φ.Μ. …………. και ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης (Ε.Μ.ΕΙΣ), που εδρεύει στην Αθήνα, στην οδό …………., που παραστάθηκε διά της δικαστικής πληρεξούσιας του ΝΣΚ, Κωνσταντίνας Πάτσου (AM ……) και κατέθεσε προτάσεις. Και 2) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» («e-Ε.Φ.Κ.Α.»), το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ……………., με ΑΦΜ ……….. Δ.Ο.Υ. Δ΄ Αθηνών, ως οιονεί καθολικού διαδόχου των Ν.Π.Δ.Δ. με τις επωνυμίες «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 51 επ. και 62 §3 του Ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α΄ 85/11-5-2016) νομίμως εκπροσωπούμενου, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου, Ανδρέα Μητρόπουλου (AM ΔΣΑ ………),ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ναυτικής εταιρείας του Ν.959/1979 με την επωνυμία <<……….>>, η οποία εδρεύει τον Πειραιά, αφμ ……., και εκπροσωπείται νόμιμα με την ιδιότητα της ως ναυλώτριας του πλοίου <<ΑΝΑ>>, πλοιοκτησίας της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία <<……………..>>, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Βασιλικής Καλυβίτη (ΑΜΔΣΑ ……..).
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο ανωτέρω συνεκδίκασε την αίτηση και τις κύριες παρεμβάσεις ερήμην της αιτούσας κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και με την εκκαλουμένη 2414/2025 απόφασή του απέρριψε την αίτηση και έκανε δεκτές τις κύριες παρεμβάσεις που ασκήθηκαν προφορικά στο ακροατήριο.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει η αιτούσα με την από 2.6.2025 έφεση της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου έφεσης ΓΑΚ: …./2025 και ΕΑΚ …./2025 Πρωτ. Και ΓΑΚ: …/2025 – ΕΑΚ …./2025 Εφετείου, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο στη σειρά που ορίσθηκε και συζητήθηκε.
Η εδώ εκκαλούσα με αυτοτελές δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ζητεί να γίνει δεκτή η από 25.6.2025 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2025 αίτησή της, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Ομοίως η ανωτέρω προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία ζητεί να γίνει δεκτή η προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ της αιτούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο οι διάδικοι της έφεσης και της αίτησης παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και με τις έγγραφες προτάσεις και τα σημειώματα που κατέθεσαν ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα δικόγραφα αυτά και στα πρακτικά της δίκης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι) Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 94/2011 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του, όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεσή του, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 45.1100, ΜονΕφΠειρ 433/2016 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 121/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 307/2018 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνο ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΜονΕφΠειρ 23/2017 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.).
ΙΙ) Κατά το άρθρο 761 ΚΠολΔ, που ορίζει τους δικαιούμενους να ασκήσουν έφεση στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, «έφεση έχουν δικαίωμα να ασκήσουν, και αν νίκησαν, ο αιτών, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνοι που άσκησαν κύρια και πρόσθετη παρέμβαση και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί τους, καθώς και ο εισαγγελέας πρωτοδικών. Οι διατάξεις του άρθρου 762 εφαρμόζονται και εδώ». Ως προς την παθητική νομιμοποίηση, εφαρμόζεται επομένως το άρθρο 762 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους». Από τη διάταξη αυτή, η οποία διαφέρει κατά τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης του άρθρου 517 ΚΠολΔ και θεσπίσθηκε ενόψει και του χαρακτήρα των θεμάτων που υπάγονται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, τα οποία αφορούν ως επί το πλείστον στη δημόσια τάξη και είναι απαραίτητο να επιλύονται οριστικώς έναντι πάντων των ενδιαφερομένων διαδίκων, σαφώς συνάγεται ότι η έφεση πρέπει να στραφεί κατά του ενδιαφερομένου προσώπου που στην πρωτοβάθμια δίκη είχε μετάσχει ως αντίδικος του εκκαλούντος (ΑΠ 457/2020). Σε όλους τους άλλους που μετείχαν στην πρωτοβάθμια δίκη, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως ομοδίκων ή αντιδίκων του εκκαλούντος, ακόμη και αυτών που δεν εμφανίσθηκαν και δικάσθηκαν σαν να ήταν παρόντες, κατ` άρθρο 754 ΚΠολΔ, και έχουν δικαίωμα να κληθούν στη συζήτηση, η έφεση πρέπει απλώς να κοινοποιείται με κλήση προς συζήτηση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 εδ. α ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα (άρθρο 760 εδ. α ΚΠολΔ), το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει το ένδικο μέσο κατά απόφασης που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη, επομένως και του διαδίκου που είχε λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, κατά του οποίου δεν απευθύνεται το ένδικο μέσο. Επομένως, επί έφεσης κατ` απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν αυτή δεν απευθύνεται εναντίον όλων εκείνων, που έλαβαν μέρος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, όπως επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 760 ΚΠολΔ, δεν δημιουργείται απαράδεκτο του ενδίκου μέσου ή της συζήτησής του, αλλά το δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να δικάσει την έφεση μπορεί, κατ` εφαρμογήν της παρεχόμενης σ` αυτό δυνατότητας από τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, να επιβάλει την κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη, να διατάξει την κλήτευση του διαδίκου που είχε λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, κατά του οποίου δεν απευθύνεται η έφεση. Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι το άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 760 ΚΠολΔ, δεν καταλαμβάνει μόνο τους τρίτους που δεν κατέστησαν διάδικοι στη δίκη αλλά και τους διαδίκους που έλαβαν μέρος σε αυτήν και κατά των οποίων δεν στρέφεται το ένδικο μέσο (ΟλΑΠ 6/1999, ΑΠ 1561/2022, ΑΠ 1487/2022, ΑΠ 81/2021, ΑΠ 757/2019, ΑΠ 1477/2018, ΑΠ 1881/2017, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα(-Αρβανιτάκης) ΕρμΚΠολΔ2, εκδ. Σάκκουλα 2020, αρθρ. 762, αρ. 2 σελ. 438]. Πέραν τούτων, αν κάποιος που έχει έννομο συμφέρον δεν μετείχε ούτε κλητεύθηκε (άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ) στη δίκη, που διεξάγεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, δεν δικαιούται σε άσκηση έφεσης, αλλά έχει δικαίωμα τριτανακοπής κατά της απόφασης που εκδόθηκε (Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, σ. 623, αρ. 2487).
ΙΙΙ) Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ούτε από τη δικογραφία προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας που προβλέπει η τελευταία των ως άνω διατάξεων, καθώς η εκκαλουμένη δημοσιεύτηκε την 30.5.2025 και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 4.6.2025. Περαιτέρω, η έφεση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Εφετείου Πειραιώς, το οποίο είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 εδαφ.β΄ και παρ.6 εδαφ.α΄του ν.2172/1993).Για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο (150 ευρώ), κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ (βλ. . …. … e-παράβολο που αναφέρεται στην έκθεση κατάθεσης έφεσης) με την επισήμανση ότι θέμα απαραδέκτου της έφεσης αυτής δεν δημιουργείται από το γεγονός ότι δεν στρέφεται κατά των κλητευθέντων και κυρίως παρεμβαινόντων ανωτέρω νομικών και φυσικών προσώπων, τα οποία κατέστησαν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, δεδομένου ότι έχουν κλητευθεί με επιμέλεια της αιτούσας – εκκαλούσας οπότε και δεν συντρέχει περίπτωση κλήτευσής τους στην προκείμενη δίκη με διαταγή του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον οι ίδιοι εμφανίστηκαν και κατέθεσαν προτάσεις στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, πλην της κυρίως παρεμβαίνουσας στο πρώτο βαθμό πιστώτριας εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>> και τον διακριτικό τίτλο <<…………….>>, η οποία κλητεύθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας για να παραστεί κατά την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη ως τούτο προκύπτει από την με αριθμό …………. Ε/5.8.2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………, αλλά δεν παραστάθηκε με συνέπεια η συζήτηση της έφεσης να προχωρήσει σαν να είχε εμφανιστεί η ανωτέρω πιστώτρια εταιρεία και το Δικαστήριο να εξετάσει αυτή κατ΄ ουσίαν σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 754 ΚΠολΔ. Ακολούθως, η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, κατά τη δικάσιμο που είχε ορισθεί να συζητηθεί η αίτησή της σε πρώτο βαθμό μολονότι παραστάθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διά της πληρεξούσιας της δικηγόρου της, εντούτοις δεν κατέθεσε προτάσεις εμπροθέσμως με συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση να κηρύξει την ακυρότητα της παράστασης της αιτούσας, να προχωρήσει στη συζήτηση της αίτησης, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σαν ήταν και αυτή παρούσα, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 754 εδ β΄ ΚΠολΔ, δεδομένου ότι κατά την έναρξη της συζήτησης εμφανίστηκαν οι κυρίως παρεμβαίνοντες, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις και μετείχαν κανονικά στη συζήτηση. Κατά συνέπεια, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, σύμφωνα με το αναφερόμενο στη νομική σκέψη με στοιχείο <<ΙΙ>>άρθρο 528 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι με αυτήν προβάλλει ως μοναδικό λόγο έφεσης την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου και, αφού εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να κρατηθεί, να δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη (άρθρο 533 του ΚΠολΔ) και να επιστραφεί στην εκκαλούσα το παράβολο άσκησης της έφεσης (αρ.495 ΚΠολΔ).
IV) Στην περίπτωση συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, η αίτηση επικύρωσης πρέπει να συνοδεύεται, με ποινή απαραδέκτου, από τα ακόλουθα έγγραφα: i) Την υπογεγραμμένη συμφωνία εξυγίανσης. ii) Τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση, για την οποία είναι διαθέσιμες. Στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών, οι ως άνω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι δημοσιευμένες και εγκεκριμένες από γενική συνέλευση. iii) Την κατάσταση των πιστωτών της παρ.3 του άρθρου 34 (ν. 4738/2020), iv) Βεβαίωση χρεών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία πρέπει να έχει εκδοθεί εντός μηνός πριν την υποβολή της αίτησης επικύρωσης (άρθρο 46 παρ. 1 ΠτχΚ). v) Έκθεση εμπειρογνώμονα (άρθρο 48 παρ. 1 ΠτχΚ). Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από τον νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης του οφειλέτη, τα οποία μπορούν να προσκομισθούν και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης (άρθρο 46 παρ. 2 ΠτχΚ).
V) Στη προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αίτησή της η αιτούσα εκθέτει ότι είναι ανώνυμη εταιρεία, συσταθείσα το έτος 1979, που έχει κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων την απόκτηση δια ναυπηγήσεως ή δια αγοράς και εκμετάλλευση πλοίων για την μεταφορά προσώπων, οχημάτων παντός τύπου και εμπορευμάτων προς εξυπηρέτηση της ακτοπλοϊκής γραμμής Σύμης-Ρόδου καθώς και έτερων γραμμών εσωτερικού και εξωτερικού, την εκμετάλλευση πλοίων και γενικά πλωτών μέσων πάσης εθνικότητας και σημαίας δια ναυλώσεως ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την εκτέλεση παντός είδους εργασιών γενικού ναυτικού πρακτορείου ως η δια θαλάσσης μεταφορά εμπορευμάτων, επιβατών ή οχημάτων διά ιδιόκτητων ή μη πλοίων, την άσκηση κάθε φύσης και μορφής τουριστικής επιχείρησης που έχει σχέση με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών, τη συμμετοχή σε άλλες επιχειρήσεις με τον ίδιο ή παραπλήσιο σκοπό, ακόμα και τη σύμπραξη ή κοινοπραξία με αυτές κ.α. Ότι, εξαιτίας της κρίσης που έπληξε τον κλάδο της μετά την επιβολή των capital controls το έτος 2016 και της εξ αυτής μείωσης της εισροής ναυτιλιακού συναλλάγματος, καθώς και του αυξημένου ανταγωνισμού στην ναυτιλία, της καθίζησης της ελληνικής οικονομίας και της συμμετοχής της στην κοινοπραξία με την επωνυμία «……………», από την οποία αποχώρησε την 30η.11.2023, η αιτούσα αντιμετωπίζει ταμειακή δυσχέρεια και έλλειψη ρευστότητας, ευρισκόμενη σε επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της. Ότι με βάση τα εκτιθέμενα στην αίτησή της στοιχεία και ιδίως την επιχείρησή της, το μέγεθος και την οικονομική της σημασία, την οικονομική της κατάσταση με παράθεση των πιο πρόσφατων οικονομικών της στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και των οφειλών της προς το Δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, τα αίτια της οικονομικής της αδυναμίας, τα προτεινόμενα μέτρα χρηματοδότησης και αντιμετώπισης της κατάστασης αυτής, καθώς και τα οικονομοτεχνικά δεδομένα και τις προοπτικές της σχετικής αγοράς, στην οποία αυτή δραστηριοποιείται, ισχυρίζεται ότι, κατόπιν διαπραγματεύσεων με την κύρια πιστώτρια της ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «……………..», η απαίτηση της οποίας εκπροσωπεί ποσοστό 14,74% επί του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος της και ποσοστό 53,68% επί των απαιτήσεων με ειδικό προνόμιο, επιτεύχθηκε η σύναψη και υπογραφή με αυτή της από 21.10.2024 συμφωνίας περί της εξυγίανσής της, το περιεχόμενο της οποίας αποτυπώνεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης. Ότι, με τη συμφωνία αυτή, ρυθμίζονται οι υποχρεώσεις της αιτούσας, ικανοποιούνται οι πιστωτές της και εξασφαλίζεται η συνέχιση της λειτουργίας της, η δε επικύρωση της συμφωνίας καθιστά απολύτως ασφαλή και βέβαιη την ικανοποίηση των δανειστών, μέσω της ρυθμιζόμενης καταβολής των απαιτήσεων αυτών. Ότι, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην κρινόμενη αίτηση, υφίστανται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την επικύρωσή της, δεδομένου ότι θεωρείται ότι έχει συναινέσει στην ως άνω συμφωνία το Δημόσιο το οποίο εκπροσωπεί ποσοστό 38,55% και οι κοινωνικοασφαλιστικοί φορείς που εκπροσωπούν ποσοστό 4,1 %, με αποτέλεσμα η συμφωνία εξυγίανσης να συγκεντρώνει ποσοστό συναίνεσης 87,30% των θιγόμενων πιστωτών, ήτοι ποσοστό μεγαλύτερο του απαιτούμενου 60% και ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των πιστωτών με ειδικό προνόμιο. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, ζητεί να επικυρωθεί η από 21.10.2024 συμφωνία εξυγίανσης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αίτηση.
Με βάση το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση, η οποία κρίνεται εκ νέου από το παρόν Δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως εκ της πλασματικής της ερημοδικίας, πρέπει να ελεγχθεί ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης αυτής με βάση τη διάταξη του άρθρου 46 ν. 4738/2020 σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη της παρούσας, στην οποία ορίζονται τα έγγραφα με τα οποία πρέπει να συνοδεύεται η κρινόμενη αίτηση εξυγίανσης. Πλέον συγκεκριμένα από την επισκόπηση του περιεχόμενου των εγγράφων που αναγράφονται στην εν λόγω διάταξη νόμου σε σχέση με τη βεβαίωση χρεών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρεται στην περίπτωση ε΄ της παρ.1 του άρθρου 46 του ίδιου ως άνω νόμου πρέπει να λεχθούν τα εξής: Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη η αιτούσα η οποία ζητεί την επικύρωση από το Δικαστήριο της συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται από τον ίδια και τους πιστωτές της, οφείλει επί ποινή απαράδεκτου, μεταξύ άλλων εγγράφων, να συνοδεύει την αίτηση με βεβαίωση χρεών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία πρέπει να έχει εκδοθεί εντός μηνός πριν την υποβολή της αίτησης επικύρωσης. Στη προκειμένη περίπτωση η αιτούσα, το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προσκομίζει την με αριθμό πρωτοκόλλου ……………. βεβαίωση χρεών βάσει του ν. 4738/2020 αρ. 46 παρ.1 περ. ε΄, της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, όπου από το σώμα αυτής προκύπτει ότι η σχετική βεβαίωση εκδόθηκε από την ίδια Αρχή της 12.12.2024 και βεβαιώνει ότι κατά την 6.12.2024 τα βεβαιωμένα χρέη της αιτούσας οφειλέτριας εταιρείας προς το Ελληνικό Δημόσιο ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.441.896,89 ευρώ, όπως αυτό αναλύεται με συνημμένους στην εν λόγω βεβαίωση πίνακες. Ωστόσο, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη και με δεδομένο ότι η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 29.10.2024 (βλ. …/……/29.10.2024 έκθεση κατάθεσης δικογράφου), η προβλεπόμενη στο νόμο βεβαίωση χρεών έπρεπε να εκδοθεί εντός μηνός πριν την υποβολή της αίτησης επικύρωσης ήτοι την 29.9.2024 και όχι μεταγενέστερα, όπως στην υπό κρίση περίπτωση καθώς εκδόθηκε την 12.12.2024, ήτοι μάλιστα μετά τη συζήτηση της αιτήσεως σε πρώτο βαθμό, η οποία είχε οριστεί για την 10.12.2024. Συνεπώς κατά το κρίσιμο χρόνο της υποβολής της υπό κρίση αίτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η αιτούσα δεν είχε προβεί στην έκδοση της σχετικής βεβαίωσης, η οποία επί ποινή απαραδέκτου έπρεπε να συνοδεύει την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Τυχόν ισχυρισμός περί θεραπείας του απαραδέκτου λόγω προσκομίσεως της σχετικής βεβαίωσης στο παρόν δευτεροβάθμιο δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμος καθώς ο ίδιος ο νομοθέτης έχει θέσει ως χρονικό όριο έκδοσης αυτής το χρονικό διάστημα του ενός μηνός πριν την άσκηση της αίτησης προκειμένου το Δικαστήριο που θα επιληφθεί της εκδίκασης της αίτησης αυτής να μπορεί να διαπιστώσει αν πληρούνται οι όροι της εξυγίανσης κατά τη χρονική στιγμή της κατάθεσης της αίτησης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθώς η αίτηση επικύρωσης δε συνοδεύτηκε από εμπρόθεσμη βεβαίωση οφειλών του Δημοσίου, κατά παραδοχή του σχετικώς προβληθέντος ισχυρισμού των μετεχόντων στη παρούσα δίκη πιστωτών, έλλειψη που, σε κάθε περίπτωση, ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Περαιτέρω μετά την απόρριψη της αίτησης για την επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης της αιτούσας με τους πιστωτές της από το παρόν Δικαστήριο παρέλκει η εξέταση της συνεκδικαζόμενης αίτησης αναστολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της αιτούσας και της ως άνω παραδεκτώς ασκηθείσας προφορικά πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της εκκαλούσας – αιτούσας και πρέπει να απορριφθούν, διότι μετά την απόρριψη της αίτησης, δεν υφίσταται πλέον το έννομο συμφέρον τους και ως εκ τούτου καθίστανται άνευ αντικειμένου. Τέλος τα δικαστικά έξοδα αφενός της έφεσης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας αφετέρου για την αίτηση αναστολής πρέπει αμφότερα να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας- αιτούσας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ με την επισήμανση ότι το υποβλήθεν με τις προτάσεις αίτημα του μετέχοντος στη δίκη πιστωτή Παναγιώτη Σπύρου περί καταβολή εγγυοδοσίας σε βάρος της αιτούσας για τη δικαστική του δαπάνη κατ’ άρθρο 169 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο δεδομένου ότι δεν προέκυψε ο προβλεπόμενος στην εν λόγω διάταξη προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη της στη δικαστική δαπάνη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεδικάζει: Α) ερήμην της πιστώτριας εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>> και τον διακριτικό τίτλο <<…………..>> και αντιμωλία των λοιπών την από 2.6.2025 έφεση [με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου έφεσης ΓΑΚ: ……./2025 και ΕΑΚ ……/2025 Πρωτ. Και ΓΑΚ: …./2025 – ΕΑΚ …../2025 Εφετείου] κατά της με αριθμό 2414/2025 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Τμήματος Ναυτικών Διαφορών. Β) την από 25.6.2025 [με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2025 Εφετείου] αίτηση του άρθρου 50 παρ.3 Ν.4738/2020 για την αναστολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της αιτούσας και Γ) την προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του ηλεκτρονικού παραβόλου άσκησης της έφεσης που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει την με αριθμό 2414/2025 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Τμήματος Ναυτικών Διαφορών.
Κρατεί και Δικάζει εκ νέου την αίτηση.
Απορρίπτει την από 29.10.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024 αίτηση περί επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης.
Απορρίπτει την από 25.6.2025 αίτηση του άρθρου 50 παρ.3 Ν.4738/2020 για την αναστολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της αιτούσας
Απορρίπτει την προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση.
Καταδικάζει την εκκαλούσα – αιτούσα στη δικαστική δαπάνη των μετεχόντων στη παρούσα δίκη πιστωτών για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, αλλά και των καθ΄ων η αίτηση πιστωτών την οποία ορίζει συνολικά στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 16-10-2025 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με την παρουσία της Γραμματέως του, στον Πειραιά, στις 27-10-2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ