Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 628/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   628/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών (ΑΦΜ ………….), που κατοικεί στην Αθήνα και το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ευάγγελο Σαλαμάρα (με δήλωση ΚΠολΔ 242 παρ. 2).

Του εφεσιβλήτου: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Σόνια Μιχάλαρου.

Ο εφεσίβλητος άσκησε την με αρ. κατ. ………../2021 αγωγή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 1193/2023 οριστική του απόφαση την έκανε εν μέρει δεκτή.

Την ως άνω απόφαση προσέβαλε το εναγόμενο με την με αρ. κατ. ………/2023 (εκθ. κατ. Εφετ.Πειρ. ………../2024) έφεση προς το δικαστήριο τούτο, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσιοι νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1). Είναι, επομένως, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του, ο ενάγων εφεσίβλητος ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο του στην αγωγή περιγραφέντος κειμένου στη Σαλαμίνα ακινήτου και στη συνέχεια να διορθωθεί στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας η ανακριβής εγγραφή τούτου, ως δημόσιου κτήματος κυριότητος του εναγομένου εκκαλούντος, και να εγγραφεί αυτό ως ιδιωτικό ακίνητο πλήρους κυριότητάς του. Το εκκαλούν εναγόμενο αρνήθηκε την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίστηκε α) ότι το επίδικο ακίνητο του ανήκει κατά κυριότητα δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τις οποίες περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου τα κτήματα που i) κατέλαβε και δήμευσε, ii) εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς πρώην κυρίους τους, και δεν καταλήφθηκαν από τρίτους και iii) όλα τα δημόσια κτήματα που λόγω της μορφής τους ανήκαν στο οθωμανικό κράτος, άλλως β) βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από  17/29.11.1836 β.δ/τος «περί ιδιωτικών δασών» ως δάσος, για το οποίο οι τυχόν πρώην ιδιοκτήτες του δεν προσκόμισαν εντός της εκ του νόμου ορισθείσας προθεσμίας νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας, άλλως γ) βάσει των διατάξεων του β.δ. της 3/15.12.1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου κανείς δεν έχει παρουσιάσει έγγραφο (ταπί), άλλως δ) με την κατάληψή του ως αδέσποτου κατά την απελευθέρωση, δυνάμει του άρθρου 16 του από 21.6/10.7.1837 Νόμου περί διακρίσεως κτημάτων. Επίσης ισχυρίστηκε ότι απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία διότι το νεμόταν ασκώντας πράξεις νομής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αρ. 1193/2023 οριστική του απόφαση απέρριψε τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος εναγόμενου και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής, δεκτών γενομένων των ισχυρισμών του, που επαναφέρει με σχετικούς λόγους έφεσης.

Σχετικά με το λόγο έφεσης που αφορά τη μη κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης επειδή δεν προσκομίστηκε πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ (αρ. 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013) αυτός τυγχάνει μη νόμιμος, γιατί η εν λόγω διάταξη έχει καθαρά φορολογικό χαρακτήρα και δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ούτε επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, γι’ αυτό και θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας, ΑΠ 275/2024, ΑΠ 290/2023, ΑΠ 383/2021 δημ ΝΟΜΟΣ).

Σε σχέση με το λόγο έφεσης που αφορά το παραδεκτό και το ορισμένο της αγωγής, λόγω μη επαρκούς και ορισμένης περιγραφής του επιδίκου ακινήτου σε σχέση με το μείζον ακίνητο από το οποίο αυτό περιήλθε, αυτός πρέπει να απορριφθεί, επειδή, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, το επίδικο ακίνητο, είναι ένα αυτοτελές ενιαίο ακίνητο, που προέρχεται από παλαιότερη κατάτμηση μείζονος έκτασης 18 στρεμμάτων, επί του οποίου (τμήματος) η κυριότητα του ενάγοντος αμφισβητείται και επομένως επαρκώς προσδιορίζεται τούτο ως αυτοτελές ακίνητο ως προς τη θέση, την έκταση και τα όριά του, ανεξάρτητα από τη μείζονα έκταση από την οποία παλαιότερα προήλθε. Επίσης αναφέρεται ο αριθμός ΚΑΕΚ του επίδικου ακινήτου, καθώς και οι ακριβείς συντεταγμένες του στο ΕΓΣΑ ’87, όπως αποτυπώνονται στο κτηματολογικό διάγραμμα που ενσωματώνεται στην επιδοθείσα αγωγή, ώστε να μη καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητα και τη θέση του.

Σε σχέση με το λόγο έφεσης που αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των ως άνω ισχυρισμών του εκκαλούντος εναγόμενου περί ιδίας κυριότητας ως ενστάσεις και την παρά τον νόμο επιβολή σ’ αυτό του βάρους της απόδειξης, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, γιατί οι ως άνω ισχυρισμοί κατατείνουν στη βασική θέση του εκκαλούντος ότι το επίδικο ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας, γιατί περιήλθε στην κυριότητά του με τους ως άνω τρόπους που επικαλέστηκε και, επομένως, ως τέτοιος ισχυρισμός διακωλυτικός της γέννησης του δικαιώματος απόκτησης κυριότητας του εφεσίβλητου και των δικαιοπαρόχων του είτε με πρωτότυπο είτε με παράγωγο τρόπο κτήσης, αποτελούσε ένσταση την οποία όφειλε να αποδείξει το εκκαλούν εναγόμενο (ΑΠ 1621/2023 δημ ιστοσελίδα ΑΠ, ΑΠ 894/2020 δημ ΝΟΜΟΣ).

Σε σχέση με τους λοιπούς λόγους έφεσης, από όλα τα έγγραφα, τις μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες, τα σχεδιαγράμματα και τις με αρ. ………../17.6.2021 ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (………../12.5.2021 έκθ. επιδ. της δικ. επιμ. ………..), που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, έκτασης 227 τμ, που βρίσκεται στη θέση «…………..» της κτηματικής περιφέρειας της δημοτικής κοινότητας Σεληνίων της νήσου Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου, μη άρτιο, μη οικοδομήσιμο και ταυτίζεται σε θέση, έκταση και όρια με το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……….., το οποίο εμφαίνεται στο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας και ορίζεται βόρεια με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …….., νότια με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……., ανατολικά με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ….….. και δυτικά με τον επαρχιακό δρόμο Αμπελακίων – Σεληνίων με ΚΑΕΚ ……….. Με το υπ’ αριθ. …./28.2.1990 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …, α.α. ….), ο εφεσίβλητος απέκτησε από τον αληθινό κύριο ………., την πλήρη κυριότητα του ως άνω αγροτεμαχίου. Σ’ αυτόν (τον πωλητή) το ανωτέρω ακίνητο είχε περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα λόγω αγοράς από την προηγούμενη αληθινή κυρία αυτού, …………….., με το υπ’ αριθ. …../24.2.1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά, … ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …. α.α. ….). Στην ως άνω πωλήτρια το εν λόγω ακίνητο, ως τμήμα μείζονος έκτασης 768 τ.μ., είχε περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα λόγω αγοράς από τον προηγούμενο αληθινό κύριο αυτού, …………., με το υπ’ αρ. ……………/3.1.1962 συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιά, ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. … α.α. …..). Στον ως άνω πωλητή το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει ως τμήμα μείζονος έκτασης 18 στρεμμάτων, κατά πλήρη κυριότητα, λόγω αγοράς από τον προηγούμενο αληθή κύριο αυτού, ………., με το υπ’ αριθ. …../2.12.1961 πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …., α.α …..). Ο ως άνω πωλητής είχε καταστεί κύριος όλου του ακινήτου που περιλάμβανε και το επίδικο με έκτακτη χρησικτησία, με την άσκηση επ’ αυτού πράξεων νομής, ήτοι καλλιέργεια σιταριού, φύλαξη και επίβλεψη, με καλή πίστη, για χρονικό διάστημα πέραν της τεσσαρακονταετίας. Ταυτόχρονα με την μεταβίβαση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τον …….. προς τον ……….. ο πρώτος μεταβίβασε προς τον δεύτερο και τη νομή τούτου και έκτοτε έπαυσε να ασκεί ο ίδιος τις ως άνω πράξεις νομής επί του μεταβιβασθέντος και στη θέση του υπεισήλθε ο …………., ο οποίος αμέσως με την απόκτηση του ακινήτου (το 1961) άσκησε ο ίδιος τις ίδιες πράξεις νομής επί του όλου του επιδίκου. Έκτοτε και οι λοιποί αποκτήσαντες το επίδικο ακίνητο μετά απ’ αυτόν διαδοχικώς με τα ως άνω συμβόλαια κτήτορες απέκτησαν, ταυτόχρονα με το χρόνο κατάρτισης των συμβολαίων, διαδοχικώς και τη νομή τούτου και έκαστος ασκούσε επί αυτού τις προσιδιάζουσες σ’ αυτό πράξεις νομής, ήτοι γεωργικές καλλιέργειες σιτηρών και επίβλεψη, ο δε εφεσίβλητος, το έτος 1993, οικοδόμησε εξοχική κατοικία 38,54 τ.μ. με σοφίτα 19,53 τ.μ., στην οποία διέμενε τους θερινούς μήνες και τα σαββατοκύριακα κάθε έτους, συνεχώς χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανέναν, καθιστάμενος έτσι ο τελευταίος αποκλειστικός κύριος της επίδικης εδαφικής έκτασης με παράγωγο τρόπο αλλά και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση δεν υπήρξε ποτέ δημόσιο κτήμα, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εκκαλούντος. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η έκταση αυτή είχε πάντα ιδιωτικό και συγκεκριμένα αγροτικό χαρακτήρα και καλλιεργούταν από τον ……….. από το 1920 και πριν απ’ αυτόν από τον ………… από το 1850. Αυθαιρέτως δε το Δημόσιο καταχώρισε αυτό ως δημόσιο κτήμα με αρ. 59, χωρίς όμως έτσι να αποκτήσει κυριότητα επ’ αυτού, αφού ο χαρακτηρισμός μίας έκτασης από το Δημόσιο ως δημόσιας και η καταγραφή της ως δημοσίου κτήματος, δεν αρκούν, μόνο αυτά, για να αποκτήσει κυριότητα το Δημόσιο. Ειδικότερα, α) ο ισχυρισμός ότι απέκτησε «δικαιώματι πολέμου», ως διάδοχος του Οθωμανικού Δημοσίου, στο οποίο ανήκε η ευρύτερη έκταση πριν την Επανάσταση του 1821, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, δεδομένου ότι η Αττική και συνακόλουθα η νήσος Σαλαμίνα, δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31.3.1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, οι δε ισχυρισμοί β) ότι άλλως ανήκε στο Οθωμανικό δημόσιο, άλλως στους Οθωμανούς υπηκόους και εγκαταλείφτηκε από αυτούς κατά τον χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων του Λονδίνου, γ) άλλως ότι ήταν δάσος βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από  17/29.11.1836 β.δ/τος «περί ιδιωτικών δασών», δ) άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενο αυτό με καλή πίστη από την Ελληνική Επανάσταση του έτους 1821 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής, ε) άλλως, διότι αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο κατά την 3/15.12.1833 και στ) άλλως, γιατί ήταν αδέσποτο κατά την 21-6/10.7.1837, χωρίς να απαιτείτο η κατάληψή του ήταν αβάσιμοι, γιατί από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν οθωμανικό δημόσιο κτήμα, ούτε ότι άνηκε σε Οθωμανούς και εγκαταλείφθηκε, ούτε ότι υπήρξε δάσος το 1836 όταν δημοσιεύτηκε το από 17/29.11.1836 β.δ/γμα ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ημερομηνία της 3/15-12-1833 ή ότι ήταν αδέσποτο, ενώ ουδέποτε το εκκαλούν άσκησε πράξεις νομής επ’ αυτού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τους υπό στοιχεία β, γ, ε και στ ισχυρισμούς περί απόκτησης κυριότητας ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας αντί ως ουσιαστικά αβάσιμους, ορθά έκρινε κατ’ αποτέλεσμα, παρά την εσφαλμένη αιτιολογία, γι’ αυτό και πρέπει αυτή να αντικατασταθεί με την ορθή αυτής της απόφασης, ενόψει του ότι έτσι δεν μεταβάλλεται το αντικείμενο του δεδικασμένου (ΚΠολΔ 534, ΑΠ 343/2024 δημ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετο με τα παραπάνω συμπέρασμα δεν δύναται να εξαχθεί από α) το απόσπασμα του βιβλίου καταγραφής κτημάτων της Εφορίας Σαλαμίνας, στο οποίο είναι καταχωρημένο τα με αριθμ. ΒΚ ……  δημόσιο κτήμα έκτασης 18.280 τ.μ., β) τα από 20.3.1940 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας, τα οποία αφορούν τα γεωργικά έτη από το 1926 έως και το έτος 1939 και με τα οποία η αρμόδια επιτροπή της εν λόγω Εφορίας προσδιορίζει το ετήσιο μίσθωμα που πρέπει να καταβάλει για το καθένα από τα παραπάνω γεωργικά έτη η ………………….. για αυθαίρετη χρήση τμήματος του ΒΚ …………. δημόσιου κτήματος, που βρίσκεται στη θέση «…….», γ) το με αρ. πρωτ. ……../15.9.2020 έγγραφο του Δασαρχείου Πειραιά με την από την από 15.9.2020 φωτοερμηνεία της δασολόγου ….. . με συνημμένη αεροφωτογραφία της google earth και το με αρ. πρωτ. …../12.7.2021 έγγραφο απόψεων της Δνσης Δασών Πειραιά με τον προσωρινό δασικό χάρτη, δ) το με αρ. πρωτ. ….. ΑΠΑ ……./14.7.2021 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά και το με αρ. πρωτ. …. ../16.9.2020 έγγραφο της Περιφερειακής Δνσης Δημόσιας Περιουσίας Αττικής με τον εντοπισμό του επιδίκου εντός του ΑΒΚ ………… και το με αρ. πρωτ. …. ΕΞΕ …../9.10.2020 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας με το από 18.11.2008 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών της Κτηματικής Υπηρεσίας ……….. και …………. Και τούτο γιατί μόνη η καταχώριση στο βιβλίο καταγραφής κτημάτων της Εφορίας Σαλαμίνας δεν αρκεί για να καταστήσει ένα ακίνητο δημόσιο, αν πράγματι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει αποκτήσει νομίμως κυριότητα επ’ αυτού, όπως εν προκειμένω για το επίδικο που δεν έχει, ενώ τα ως άνω πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως, αφορούσαν άλλη εδαφική έκταση, αυτή που φερόταν ότι κατείχε η ………………. και όχι την επίδικη. Επίσης στο ως άνω βιβλίο καταγραφής δημοσίων κτημάτων, που έγινε βάσει του από 27.2.1939 διαγράμματος των μηχανικών ………….., με βάση το οποίο καταρτίστηκε και το από 18.11.2008 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών της Κτηματικής Υπηρεσίας …………. και ………., η μείζονα έκταση (των 18.280 τ.μ.) εντός της οποίας κείται το επίδικο χαρακτηρίζεται ως αγρός και όχι ως δάσος ή δασική έκταση. Οι κρίσεις και οι χαρακτηρισμοί από τους υπαλλήλους της Δνσης Δασών  Πειραιά και του Δασαρχείου Πειραιά με βάση αεροφωτογραφίες του 1945, 1969, 1984 και 1998 δεν δύναται να ελεγχθούν προς επαλήθευση, ενόψει του ότι δεν προσκομίστηκαν οι εν λόγω αεροφωτογραφίες. Αντίθετα από τη αεροφωτογραφία της google earth και του αποσπάσματος του αναρτημένου προσωρινού δασικού χάρτη, που προσκομίζεται από το εκκαλούν, συνάγεται ότι στο επίδικο αλλά και στα όμορά του γεωτεμάχια υφίσταται εκτεταμένη δόμηση. Κατόπιν όλων αυτών, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ανέκαθεν ιδιωτική έκταση και ότι ο ενάγων εφεσίβλητος απέκτησε κυριότητα επ’ αυτού µε παράγωγο τρόπο (ήτοι με τους προαναφερόμενους τίτλους κτήσης), αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς να απαιτείται να έχουν συμπληρωθεί 30 έτη νομής έως την 11.9.1915, λόγω του χαρακτήρα της έκτασης ως ιδιωτικής και όχι δημόσιας, δεδομένου ότι, εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11.9.1915, εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση. Τέλος, ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου, ότι η επίδικη έκταση ήταν ιδιωτική, αποτελεί και το γεγονός, ότι, με την υπ’ αριθ. Ε4159/2170/Ν.11549/29.4.1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ΄ 114/24.5.1975), ανακλήθηκε προγενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής του νότιου ημίσεως του ακρωτηρίου Κυνοσούρας Σαλαμίνας, λόγω δημόσιας ωφέλειας, συνισταμένης στην επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένος Πειραιώς (υπ’ αριθ. 349/175/16.2.1972 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών), που αφορούσε, μεταξύ άλλων, και το επίδικο ακίνητο. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του εκκαλούντος δημοσίου, συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατον, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλούν, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίστηκε. Τέλος, η κτηματική περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στο πλαίσιο των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα µε το Ν. 2308/1995, η δε διαδικασία ήδη περαιώθηκε. Όμως, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, εμφιλοχώρησε σφάλμα και καταχωρήθηκε ως δικαιούχος του επιδίκου το εκκαλούν εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, αντί του αληθινού κυρίου εφεσίβλητου ενάγοντος. Συνεπώς, η αρχική αυτή εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου, η οποία αφορά το επίδικο ακίνητο, ήταν ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητας, αφού, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, αυτό ανήκει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του εφεσίβλητου ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια και, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγομένου εκκαλούντος, δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ως άνω αγωγή, αναγνώρισε τον εφεσίβλητο ενάγοντα ως αποκλειστικό και πλήρη κύριο του επίδικου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς αρχικής εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με το ως άνω ΚΑΕΚ, να εμφαίνεται ο ενάγων, ως κύριος αυτού, κατά ποσοστό 100%, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εκκαλούν, με τους σχετικούς λόγους της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και η υπό κρίση έφεση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση.

Καταδικάζει το ως άνω εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για αυτόν τον βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 300 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους νομικούς παραστάτες, στον Πειραιά στις 29.11.2025

           Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ