Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 415/2018

Αριθμός 415/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2335/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την  εκουσία δικαιοδοσία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 30-12-2016, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης  απόφασης στις 11-11-2016, καθόσον  οι διάδικοι δεν επικαλούνται  ούτε άλλωστε προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 200 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. τα υπ’αριθμ.   ………… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………… παράβολα σειράς Α  Ελληνικού Δημοσίου). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 16-5-2016 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2016 ανακοπή του  ενώπιον του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  ο ανακόπτων  εκθέτει ότι είχε προσληφθεί με σύμβαση αορίστου χρόνου και εργαζόταν ως εκπαιδευτικός στην εταιρία με την επωνυμία «………..», που κηρύχθηκε  σε πτώχευση δυνάμει της με αριθμό 2693/29-6-2015 απόφασης του Πολυμελούς Δικαστηρίου Πειραιώς, ότι έναντι της πτωχής αυτός διατηρεί αξιώσεις απορρέουσες από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και συγκεκριμένα  απαίτηση 14.790 ευρώ για  δεδουλευμένες αποδοχές του μέχρι τη  δημοσίευση της απόφασης, που κήρυξε την πτώχευση της εργοδότριας του, 4.437 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μέχρι την καταγγελία της σύμβασης του τον Ιανουάριο έτους του έτους 2016  και 17.255 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης, ,και ότι δεν αναγγέλθηκε εμπρόθεσμα στη πτωχευτική διαδικασία με αποτέλεσμα να μην έχει επαληθευθεί η απαίτηση του  ενώ δεν έχει ορισθεί επιτροπή των πιστωτών και δεν έχει λάβει χώρα εισέτι η τελευταία διανομή.  Ζητούσε δε να αναγνωριστεί πτωχευτικός πιστωτής για τις ως άνω απαιτήσεις του, συνολικού ποσού 36.482 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του   έκανε   μερικώς δεκτή την ανακοπή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε τον ανακόπτοντα πτωχευτικό πιστωτή της πτωχής εταιρίας ως προς τις απαιτήσεις του συνολικού ποσού 35.003 ευρώ, δεχόμενο ότι κατά τα λοιπά (απαίτηση  για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2014) αυτός έχει εξοφληθεί.  Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται ο καθού, σύνδικος της πτώχευσης, και ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει στην ένδικη έφεση, και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνιση της, ώστε  να απορριφθεί η σε βάρος του πτωχευτική ανακοπή στο σύνολο της.                  ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 15, 16, 17, 23, 24, 25, 26 και 89 επ. του ΠτΚ (ν. 3588/2007 – πρβλ. και άρθρα 534, 535, 536, 582 επ. ΕΝ), προκύπτει ότι από την ημέρα της κήρυξης της πτώχευσης οι πτωχευτικοί πιστωτές, ήτοι άπαντες οι πιστωτές του πτωχού, οι οποίοι κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, που κήρυξε την πτώχευση, διατηρούν ενοχικές αξιώσεις για χρηματική ή αποτιμητή σε χρήμα παροχή σε βάρος του πτωχού, υπάγονται στην πτωχευτική διαδικασία, υπό την έννοια ότι αυτοί δύνανται να ικανοποιηθούν μόνο με την πτώχευση και μόνο από την πτωχευτική περιουσία. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 92 του Πτωχευτικού Κώδικα, οι πιστωτές του πτωχού που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό Δικαστήριο, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία του άρθρου 54 του ΠτΚ, ήτοι κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η ως άνω ανακοπή, η οποία μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, στρέφεται κατά του συνδίκου της πτωχεύσεως, ενώ καλείται στη σχετική δίκη και η επιτροπή των πιστωτών, εφόσον αυτή έχει συγκροτηθεί. Με την ανακοπή αυτή ο Πτωχευτικός Κώδικας επαναφέρει την κατά τις διατάξεις του άρθρου 596 του ΕμπΝ δυνατότητα ανακοπής των πιστωτών που απώλεσαν την τρίμηνη προθεσμία αναγγελίας (βλ Λ. Κοτσίρη, ο.π., στον αρ. παρ. 382, στους αρ. περ. 34 επ., σελ. 537). Αντικείμενο της ανακοπής είναι η εξέλέγξη και όχι η επιδίκαση της απαιτήσεώς (ΑΠ 1177/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 116/2009 ΕλλΔνη 2009. 605, ΕφΔωδ 73/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 3029/1995 ΔΕΗ 1995.1079, ΠΠρΘεσ 1582/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Κοτσίρης, ο.π., σελ 537). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 του ΠτΚ, εξάλλου, «1. Με την κήρυξη της πτώχευσης δεν λύεται η σύμβαση εργασίας. 2. Ο σύνδικος, εφόσον ο οφειλέτης είναι εργοδότης, μπορεί να λύσει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με καταγγελία. Η πτώχευση αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου. Για το κόρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν απαιτείται η καταβολή αποζημίωσης… 4. Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτησή τους, όπως ιδίως αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές κατά τις ειδικότερες περί κατατάξεως των πιστωτών διατάξεις του παρόντος κώδικα. 5. Μισθωτός που πραγματικά συνεχίζει να παρέχει ή παρέχει την εργασία του μετά την κήρυξη της πτώχευσης, λόγω συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον οφειλέτη ή τον σύνδικο, για τους μισθούς και τις συναφείς παροχές, ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι, όπως και υπό το προ του ν. 3588/2007 νομοθετικό καθεστώς (ΑΠ 1041/1997 ΕΕμπΔ 1998.141, ΕφΘεσ 2430/2000 Αρμ. 2001.1076), η πτώχευση δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης εργασίας, ότι ο μισθωτός, ακόμα και μετά την κήρυξη της πτώχευσης, διατηρεί όλα τα εργασιακά του δικαιώματα, ήτοι ενδεικτικά τις αξιώσεις του επί επιδομάτων εορτών, επιδόματος αδείας κοκ (πρβλ και ΕφΑΘ 9225/1999 ΕλλΔνη 2001. 205, Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, β` έκδ., σελ. 303, Κοτσίρη, ο.π., σελ. 360) και ότι η πτώχευση αποτελεί απλώς λόγο καταγγελίας της σύμβασης, και δη σπουδαίο λόγο επί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ και άρθρο 34 παρ. 2 εδ. γ` ΠτΚ ως προς το ότι η καταβολή της αποζημίωσης στην περίπτωση αυτή δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της – ΟλΑΠ 4/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.495), είτε από την πλευρά του συνδίκου, είτε από την πλευρά του εργαζομένου (βλ. και άρθρα 70 και 34 παρ. 3 ΠτΚ ως προς την ειδικότερη περίπτωση της δυνατότητας προσωρινής διατήρησης των εργαζομένων στην επιχείρηση, όταν αυτή κρίνεται βιώσιμη και καταβάλλεται προσπάθεια για την εκπόνηση σχεδίου αναδιοργάνωσης). Οι απαιτήσεις των εργαζομένων στην περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του εργοδότη τους διαμορφώνονται ως ακολούθως: Οι απαιτήσεις, που γεννήθηκαν πριν την πτώχευση, αποτελούν αναμφίβολα πτωχευτικά πιστώματα και δη προνομιακά ικανοποιούμενα, στο μέτρο, που ορίζει η διάταξη του άρθρου 154 στ. γ` ΠτΚ (βλ. άρθρο 34 παρ. 4 ΠτΚ). Αναφορικά με τις μετά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης γεννώμενες απαιτήσεις των εργαζομένων, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση : Από την κήρυξη της πτώχευσης και μέχρι την καταγγελία της σύμβασης από τον σύνδικο ή μέχρι την επέλευση του σταδίου της ενώσεως των πιστωτών ή την απόκτηση βεβαιότητας περί την αδυναμία συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πτωχεύσασας επιχείρησης, αν ο σύνδικος έχει παραλείψει την καταγγελία, οι συμβάσεις εργασίας, διατηρούσες την ισχύ τους, δικαιολογούν την απαίτηση των εργαζομένων στο μισθό και τις συναφείς παροχές, ακόμα και αν πράγματι δεν εργάστηκαν από λόγους, που αφορούν στην πτώχευση του εργοδότη τους και τη διαδικασία της. Οι απαιτήσεις τους, όμως, αυτές, παρότι παράγονται μετά την πτώχευση, θεωρούνται πτωχευτικές, διαθέτουσες το γενικό προνόμιο κατάταξης του άρθρου 154 του ΠτΚ, διασταλτικά ερμηνευόμενου (βλ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο & Δίκαιο ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ζ εκδ., σελ. 310-311, στους αρ. περ. 1086-1087, Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 8η έκδ., σελ. 359-360, στον αρ. περ. 8, Βλαστός, Ατομικό εργατικό δίκαιο, 2012, σελ. 401, πρβλ. όμοια λύση και υπό το προΐσχύσαν νομοθετικό καθεστώς σε ΕφΑΘ 9225/1999 ΕλλΔνη 2001. 205, ΕφΠειρ 1161/1995 ΕΕμπΔ 1996. 382 = ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 18/1994 ΕλλΔνη 1995. 419, ΕφΑΘ 2063/1990 ΕλλΔνη 1991. 582, ΕφΑΘ 1412/1986 ΕλλΔνη 1987. 846]. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, δηλαδή, επιφυλάσσεται όμοια μεταχείριση με αυτή της αποζημίωσης απόλυσης για τις συμβάσεις εργασίας, που μετά την κήρυξη της πτώχευσης και λόγω αυτής καταγγέλλονται από τον σύνδικο, οπότε και η αξίωση στην αποζημίωση απόλυσης θεωρείται πτωχευτικό και όχι ομαδικό πίστωμα, με αποτέλεσμα να υποβάλλεται σε επαλήθευση, να ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία και να μην είναι δυνατό να ζητηθεί με απευθείας άσκηση αγωγής κατά του συνδίκου (βλ. Κοτσίρη, ο.π., σελ. 360, Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, β` έκδ., σελ. 305-306]. Ως εκ τούτου, η διάταξη του άρθρου 34 παρ. 5 του ΠτΚ περί ομαδικών πιστωμάτων περιορίζεται στην περίπτωση, που οι εργαζόμενοι εργάστηκαν πραγματικά μετά την κήρυξη της πτώχευσης και δη είτε είχαν συμβληθεί ήδη πριν την κήρυξη της πτώχευσης με τον πτωχό, είτε μετά τη κήρυξη της πτώχευσης, απευθείας με τον σύνδικο. Όσες, δηλαδή, αξιώσεις γεννώνται μετά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης ενόψει πραγματικώς παρασχεθείσας εργασίας, και δη είτε επειδή λαμβάνει χώρα συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον σύνδικο ή τον οφειλέτη (βλ. άρθρα 78 και 84 ΠτΚ), είτε επειδή απλώς η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται μέχρι τουλάχιστον την ένωση των πιστωτών (ή την πραγματοποίηση της συνέλευσης του άρθρου 84 ΠτΚ χωρίς τη λήψη οιασδήποτε απόφασης σχετικής με την προσωρινή συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης ή την εκποίησή της ως συνόλου) και ο εργαζόμενος εξακολουθεί πράγματι να παρέχει την εργασία του, αποτελούν ομαδικά πιστώματα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 5 ΠτΚ (βλ. σχετικώς Περάκη, ο.π., σελ. 305). Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι η πραγματική παροχή ή μη εργασίας μετά την κήρυξη της πτώχευσης, οπότε και στην πρώτη περίπτωση οι γεννώμενες στην εξέλιξη της εργασιακής σχέσης απαιτήσεις τυγχάνουν ομαδικά πιστώματα, σε αντίθεση με τη δεύτερη περίπτωση, όπου η διατήρηση σε ισχύ των συμβάσεων εργασίας λόγω μη καταγγελίας τους από τον σύνδικο, χωρίς πραγματική παροχή εργασίας (πχ λόγω παύσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας) καταλήγει στον χαρακτηρισμό των γεννώμενων απαιτήσεων ως πτωχευτικών πιστωμάτων, παρά τον μεταγενέστερο της κήρυξης της πτώχευσης χρόνο γέννησής τους. Τέτοια περίπτωση πτωχευτικών πιστωμάτων και δη εξ ορισμού συνιστά και η αξίωση για αποδοχές υπερημερίας επί επίσχεσης εργασίας, η οποία ήρξατο πριν την πτώχευση και συνεχίζεται και μετά την κήρυξη αυτής, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν υφισταται πραγματικώς παρεχόμενη εργασία. Η υποχρέωση σε καταβολή τέτοιων παροχών δύναται βέβαια, ευχερώς να παύσει με την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας από τον σύνδικο λόγω της πτώχευσης. IV. Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Με την με αριθμό 2693/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δημοσιεύθηκε στις 29.6.2015, η εται­ρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», με κύριο αντικείμενο της επιχειρηματι­κής δραστηριότητάς της την εκμετάλλευση εκπαιδευτη­ρίων, κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, ορίστηκε ημέρα παύσης των πληρωμών η 31η.7.2014 και διορί­στηκε σύνδικος της πτώχευσης η δικηγόρος Πειραιά, ………… Η τελευταία  με την από 16.7.2015 έγγραφη δήλωσή της προς τον Εισηγητή της πτώχευσης, απο­ποιήθηκε το διορισμό της ως συνδίκου και ακολούθως  με την με αριθμό 4339/2015 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε την 30η.11.2015 και απόσπασμα της επιδόθηκε την 1η.12.2015, διορίστηκε σύνδικος της πτώχευσης ο δικηγόρος Πειραιά, ………, καθού η ανακοπή και ήδη εκκαλών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων είχε προσληφθεί από την πτωχεύσασα εταιρεία την 4η.12.2000, δυνά­μει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και παρείχε τις υπηρεσίες του στο εκπαιδευτήριο της  με την ειδικότητα του καθηγητή φυσικού. Με την από 2.12.2015 καταγγελία, που του κοινοποιήθηκε  την 5.1.2016, ο σύνδικος της πτώχευ­σης και καθ’ ου η ανακοπή κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του πρώτου, ο οποίος κατά τον χρόνο εκείνο λάμβανε μηνιαίες (μικτές) αποδοχές, ανερχόμενες στο ποσό των 1.479 ευρώ, γεγονός που δεν αμφισβητεί ο καθού η ανακοπή. Λόγω της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, οφείλεται στον ανακόπτοντα η απο­ζημίωση απόλυσης, ανερχόμενη στο ποσό των 17.255 ευρώ, όπως συνομολογούν αμφότεροι οι διάδικοι. Παράλληλα, ο καθ’ ου η ανακοπή σύνδικος ομολογεί δικαστικώς δια των πρωτόδικων προτάσεων ότι οφείλονται στον ανακόπτοντα οι δεδουλευμένοι μισθοί των μηνών Ιανουάριου, Φεβρουάριου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου του έτους 2015, ήτοι ποσό 8.874 ευρώ [1.479 ευρώ μηνιαίως X 6], ενώ όπως αποδείχθηκε οι  αποδοχές του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2014 καταβλήθηκαν στον ανακόπτοντα στις 6.5.2015 και στις 4.6.2015 και συνεπώς δεν του οφείλονται. Οι ανωτέρω απαιτήσεις του ανακόπτοντος, συνολικού ποσού 26.129 ευρώ (17255 + 8874), έχουν αναγνωρισθεί ως πτωχευτικές απαιτήσεις με την εκκαλουμένη,  η οποία δεν βάλλεται κατά το μέρος αυτό με λόγο έφεσης. Περαιτέρω,  στον ανακόπτο­ντα δεν έχουν καταβληθεί και οφείλονται οι αποδοχές για το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούλιο μέχρι και τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2015, δηλαδή συνολικό ποσό 8874 ευρώ [1.479 ευρώ  X  6 μήνες].  Οι ως άνω απαιτήσεις του, που αφορούν σε μεταγενέστερο της κήρυξης της πτώχευσης χρονικό διάστημα  μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτού, αποτελούν πτωχευτικά πιστώματα, που υπόκεινται στη διαδικασία της επαλήθευσης. Και τούτο, καθόσον το γεγονός ,ότι ο ανακόπτων κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν παρείχε πραγματική εργασία στην πτωχή, λόγω της πτώχευσης της και της κατάργησης της σχολικής της μονάδας στις 4-9-2015, δεν παύει να δικαιολογεί την απαίτηση του στο μισθό και τις συναφείς παροχές, δεδομένου ότι  η σύμβαση εργασίας του με την πτωχή εξακολουθούσε να υφίσταται και να παράγει έννομες συνέπειες μέχρι την καταγγελία της. Έτερο ζήτημα δε τυγχάνει, ότι στην περίπτωση παροχής  πραγματικής εργασίας, λόγω συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον οφειλέτη ή τον σύνδικο, οι αντίστοιχες απαιτήσεις χαρακτηρίζονται ως ομαδικές, κατά το άρθρο 34 παρ.5 του Πτωχευτικού Κώδικα, σύμφωνα και με προεκτιθέμενα, για τις οποίες πρέπει να ασκηθεί ιδιαίτερη αγωγή κατά του συνδίκου, ενώ η ικανοποίηση τους γίνεται ομοίως από την πτωχευτική περιουσία (περίπτωση, που δεν συντρέχει εν προκειμένω). Τις ανωτέρω εξάλλου παραδοχές, ουδόλως επηρεάζει το  γεγονός ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε καθυστερημένα όχι από υπαιτιότητα της πτωχής ή του  καθού, αλλά επειδή εμφιλοχώρησε αποποίηση του διορισμού εκ μέρους της αρχικώς ορισθείσας συνδίκου, καθόσον ο νόμος δεν διακρίνει  σχετικά. Επομένως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη δέχθηκε τα ίδια  δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δεν εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, οι δε σχετικοί , δεύτερος και τρίτος, λόγος της έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ούτε εξάλλου το γεγονός ότι ο ανακόπτων παρέλαβε ανεπιφύλακτα την από 2-12-2015 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, που του κοινοποιήθηκε στις 5-1-2016, στην οποία αναγραφόταν ως τελευταία ημέρα εργασίας η 28-6-2015, καθιστά άνευ ετέρου την εκ μέρους του άσκηση της ένδικης ανακοπής   καταχρηστική, καθόσον, όπως προελέχθη, αυτός διατηρεί σε κάθε περίπτωση απαίτηση για δεδουλευμένες αποδοχές για όλο το χρονικό διάστημα μέχρι την καταγγελία της σύμβασης του, η δε εκ μέρους του προσφορά πραγματικής εργασίας συναρτάται αποκλειστικά με το είδος των απαιτήσεων του  (πτωχευτικά ή ομαδικά πιστώματα).  Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση του καθού περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), που νομίμως επαναφέρει ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος,   η συγκεκριμένη σύμβαση εργασίας μεταξύ του ανακόπτοντος και της πτωχής δεν αφορά σχέση με ιδιαίτερο προσωπικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα, ώστε να λύεται αυτοδίκαια λόγω της πτώχευσης ενός των συμβαλλομένων, όπως αβάσιμα διατείνεται ο εκκαλών με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσης του. Και τούτο διότι  η πρόβλεψη του νόμου ότι η σύμβαση εργασίας δεν λύεται με την πτώχευση  του εργοδότη, αλλά πρέπει να καταγγελθεί είναι ρητή και αφορά σε κάθε σύμβαση εργασίας χωρίς διακρίσεις. Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα , αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, για δε το παράβολο, ποσού 200,00 ευρώ, που ο εκκαλών  προκατέβαλε κατά την κατάθεση της,  πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).Τέλος, δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα  υπέρ του εφεσιβλήτου ανακόπτοντος , διότι κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92 παρ.1 ΠτΚ  η  επαλήθευση από το πτωχευτικό δικαστήριο των απαιτήσεων των πιστωτών, που δεν  αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα,  γίνεται με   δικά τους έξοδα (πρβλ και προϊσχύουσα διάταξη άρθρου 596 Ε.Ν).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους   την έφεση κατά της με αριθμό 2335/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία της.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων με αριθμούς    ….. παράβολα  και ……….   σειράς Α  Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21η Ιουνίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, του εκκαλούντος παρισταμένου αυτοπροσώπως, ως Δικηγόρος, και της πληρεξουσίας Δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ