Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 650/2025

Αριθμός    650 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα   Ναυτικό

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………….και 2) ………………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσιά τους δικηγόρο Ειρήνη Κοντοσέα [Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕ] (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στη …… της Κύπρου και διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά (οδός ………..), με την επωνυμία «………….» και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο  Στέφανο Λύρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  3112/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίοι οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από   26.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  …………../2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2024) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη με αριθμό κατάθεσης ………./26.1.2024 και αριθμό προσδιορισμού …………/10.10.2024 έφεση κατά της με αριθμό 3112/10.10.2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …………/2020 αγωγής των ηττηθέντων δύο πρώτων εναγόντων ναυτικών απλών ομοδίκων των λοιπών έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης την 10.10.2022 αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση αυτής ούτε προκύπτει τέτοια επίδοση και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 26.1.2024 (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως πρέπει η κρινόμενη έφεση και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………/2022 αγωγή οι δύο πρώτοι ενάγοντες εξέθεταν ότι η εναγομένη ναυτιλιακή αλλοδαπή εταιρία με έδρα την Κύπρο και υποκατάστημα στον Πειραιά, είναι πλοιοκτήτρια του ταχύπλοου επιβατηγού οχηματαγωγού CJ2 και εκτελεί μεταφορές επιβατών και οχημάτων. Ότι συμμετέχει σε όμιλο εταιριών  που έχουν ταχύπλοα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν πλόες εσωτερικού και τα οποία έχουν ως κοινό ότι δεν έχουν χώρους κατάλληλους για την ενδιαίτηση του πληρώματος.  Ότι αυτά εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 1 του πδ 381/2001 από το οποίο ορίζεται, μεταξύ άλλων, χρόνος απασχόλησης του πληρώματος 8 ώρες ημερησίως οι οποίες δεν δύναται να παραταθούν πέραν των 10 ωρών ημερησίως και όλως εξαιρετικώς στις 11 ώρες ημερησίως υπό την προϋπόθεση ότι η απασχόληση αυτή δεν θα υπερβαίνει τις 70 ώρες τη βδομάδα. Ότι επειδή λόγω της έκτασης των δρομολογίων απαιτείται η απασχόληση πληρωμάτων επί περισσότερες ώρες θα έπρεπε η κάθε πλοιοκτήτρια να ναυτολογεί δύο πληρώματα, δηλαδή να απασχολεί διπλάσιο αριθμό ναυτικών. Ότι για να μην προσλαμβάνουν διπλάσιο αριθμό ναυτικών κάθε μία από αυτές τις πλοιοκτήτριες προσλάμβαναν και απασχολούσαν ένα βασικό (πρώτο) πλήρωμα και στη συνέχεια για να απασχολούν πέραν του νομίμου ωραρίου προσλάμβαναν τους ίδιους ναυτικούς ως δεύτερο πλήρωμα με αυτοτελείς συμβάσεις ναυτικής εργασίας προκειμένου αυτοί να απασχολούνται στα τμήματα των δρομολογίων που υπερέβαιναν τις επιτρεπόμενες ώρες απασχόλησης του “πρώτου” πληρώματος του πλοίο, με αποτέλεσμα όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στην αγωγή “ακόμα και τις ώρες που στα πλοία εργάζεται το πιο πάνω “δεύτερο” πλήρωμα, το κύριο πλήρωμα δεν αποβιβάζεται ούτε απαλλάσσεται από τα καθήκοντα του”.  Ότι ακολούθως στα πλαίσια της παραπάνω πρακτικής ειδικότερα σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, ο πρώτος ναυτολογήθηκε και υπηρέτησε στο παραπάνω πλοίο με την ειδικότητα του πλοίαρχου από 7.8.2019 έως 6.5.2019, από 11.5.2019 έως 14.56.2019, από 17.5.2019 έως 18.5.2019, 20.5.2019 έως 21.5.2019, από 24.5.2019 έως 25.5.2019, από 27.5.2019 έως 28.5.2019, από 31.5.2019 έως 1.6.2019, την 4.6.2019, από 7.6.2019 έως 9.62019, την 11.6.2019, την 15.6.2019, την 18.6.2019, την 22.6.2019, από 24.6.2019 έως 25.6.2019, την 29.6.2019, από 1.7.2019 έως 2.7.2019, την 4.7.2019, από 5.7.2019 έως 6.7.2019, την 9.7.2019, την 10.7.2019, την 13.7.2019, από 16.7.2019 έως 18.7.2019, από 19.7.2019 έως 20.7.2019, την 23.7.2019, την 24.7.2019, την 27.7.2019, από 29.7.2019 έως 30.7.2019, από 2.8.2018 έως 3.8.2019, από 5.8.2019 έως 6.8.2019, την 7.8.2019, την 13.8.2019, από 16.8.2019 έως 17.8.2018,την 20,8,2019, από 23.8.2019 έως 24.8.2019 και από 26.8.2019 έως 27.8.2019. Ότι ο δεύτερος εκκαλών απασχολήθηκε με την ειδικότητα τoυ ηλεκτρολόγου από 7.5.2019 έως 8.5.2019, από 11.5.2019 έως 14.5.2019, από 17.5.2019 έως 18.5.2019 και από 20.5.2019 έως 21.5.2010. Επιπλέον, ότι απασχολήθηκε με την ειδικότητα του προϊστάμενου ηλεκτρολόγου, από 24.5.2019 έως 25.82019, από 27.5.2019 έως 28.5.2019, από 31.5.2019 έως 1.6.2019, την 4.6.2019, από 7.6.2019 έως 9.6.2019, την 11.6.2019, την 15.6.2019, την 18.6.2019, την 29.6.2019, από 1.7.2019 έως 2.7.2019, την 4.7.2019, από 5.7.2019 έως 8.7.2019, την 9.7.2019, την 10.7.2019, την 13.7.2019, από 15.7.2019 έως 16.7.2019, από 19.7.2019 έως 20.7.2019, την 25.7.2019, την 24.7.2019, την 27.7.2019, από 29.7.2019 έως 30.7.2019, από 2.8.2019 έως 4.8.2019, από 5.8.2019 έως 6.8.2019, την 7.8.2019, από 30.8.2019 έως 31.8.2019, την 3.9.2019, την 7.9.2019, την 10.9.2019, από 13.9.2019 έως 14.9.2019, την 17.9.2019, την 21.9.2019, από 23.9.2019 έως 24.9.2019, από 4.10.2019 έως 6.10.2019, την 8.10.2019 και την 12.10.2019. Ότι κάθε φορά κατά την πρόσληψή τους, συµφωνείτο ότι ως αµοιβή της εργασίας τους θα ελάµβαναν τις µηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν και καθορίζονταν για την ειδικότητα καθενός, από τη Συλλογική Σύµβαση Ναυτικής Εργασίας ακτοπλοϊκών-επιβατηγών πλοίων, όπως θα ίσχυε αυτή για το κάθε έτος, και µέχρι την αντικατάστασή της από νεότερη ΣΣΝΕ, πλέον αµοιβής κατ’ αποκοπή για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ότι απασχολήθηκαν πραγματικά έκαστος κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο ημέρες και (σύντομα) χρονικά διαστήματα εντός του έτους 2019 στο ανωτέρω πλοίο, που εκτελούσε τα επίσης αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια, με αφετηρία το λιμάνι του Ηρακλείου ή του Ρεθύμνου της Κρήτης και προορισμό τις Κυκλάδες και Πειραιά το Σάββατο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια. ‘Οτι, παρότι ο μισθός τους είχε συνομολογηθεί κατά μήνα και οι ανωτέρω ναυτολογήσεις τους διήρκησαν χρονικό διάστημα μικρότερο του μηνός,  δεν τους καταβάλλονταν πλήρεις οι μηνιαίες  αποδοχές τους, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, ει μη μόνον οι αποδοχές, που αναλογούσαν στις ημέρες και χρονικές περιόδους της πραγματικής απασχόλησής τους κάθε μήνα, ούτε συνυπολογίζονταν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας του επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2019, τα οποία δικαιούνται. Με βάση αυτό το ιστορικό αιτήθηκαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 31.275,99 εντόκως από 27.8.2019 και στο δεύτερο από αυτούς το ποσό των 26.003,36 ευρώ εντόκως από 12.10.2019.  Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3 και 621 του ΚΠολΔ και 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), η εκκαλουμένη με αριθμό 3112/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη διεθνή δικαιοδοσία του λόγω των στοιχείων αλλοδαπότητας που ανέκυπταν εκ της έδρας της εναγομένης στην Κύπρο με βάση το άρθρο 19 παρ. 2 του Κανονισμού Βρυξελλών (44/2001) και ακολούθως 25 παρ. 2 και 14 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και το ελληνικό δίκαιο ως εφαρμοστέο με βάση το άρθρο 6 παρ. 2α της από 19.6.1980 Σύμβασης της Ρώμης. Αφού έκρινε ότι η αγωγή έχει έρεισμα στα άρθρα 648επ. και 341 ΑΚ, στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν (εκκαλουμένη) διατάξεις του τότε ισχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ. και του ΚΠολΔ, καθώς και σε αυτές της από 24.7.2019 Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας για τα πληρώματα των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την με αριθμό 2242.5-1.5/56040/2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.8.2019 (Φ.Ε.Κ. Β΄3170/12.8.2019) και υα 70109/8008 (εμπορικής ναυτιλίας) της 14.12.1981/7.1.1982 περί “προϋποθέσεων χορηγήσεων επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς (φεκ β 1/1982). Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού βεβαίωσε ότι καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου κατά το μέρος που το αγωγικό αίτημα υπερέβαινε την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, διερεύνησε την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους εκκαλούντες ενάγοντες κρίνοντας ότι επειδή είχε ρητά συμφωνηθεί στις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων η δυνατότητα μετάθεσης σε άλλα πλοία του ομίλου δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της επικαλούμενης διάταξης του άρθρου 60 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ, καθώς οι συμβάσεις λύνονταν μόνο τυπικά και οι ενάγοντες συνέχιζαν μετά τη δήλωση περί μεταθέσεως τους να απασχολούνται σε ταχύπλοα του ομίλου με την αυτή ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας λαμβάνοντας για την εργασία τους στα πλοία τις αναλογούσες στο διάστημα εργασίας τους νόμιμες αποδοχές. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ηττηθέντες ενάγοντες ήδη εκκαλούντες και την κρινόμενη έφεση τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους παραπονούμενοι για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου δηλαδή διότι καθώς κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 60 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ είχε ως σκοπό να αποθαρρύνει την πρόωρη απόλυση του ναυτικού, διότι αυτός ο στόχος επιτελείται από άλλες διατάξεις του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ δηλαδή αυτές των άρθρων 75επ. (α’ λόγος), διότι κρίθηκε ότι η εκάστοτε λόγω μεταθέσεως απόλυση επέφερε μόνο τυπικά τη λύση των συμβάσεων ναυτολόγησης διότι αφενός δεν νοείται διάκριση τυπικής και ουσιαστικής λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης και ότι η μετάθεση κοινή συναινέσει παρόλο που δεν προβλέπεται ως λόγος λύσης της σύμβασης από το νόμο, είναι τέτοια με βάση τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ με αποτέλεσμα να καταρτίζεται νέα διακριτή σύμβαση ναυτικής εργασίας (β’ λόγος) και διότι δεν κρίθηκε ότι ο αόριστος όρος περί μεταθέσεως τους συνιστούσε παράβαση των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ και επιτράπηκε στην εναγομένη να παραβαίνει με τον τρόπο αυτό τις διατάξεις του πδ 381/2001 (σκέλος γ’ λόγου). Επιπλέον παραπονούνται για κακή εκτίμηση αποδείξεων διότι κρίθηκε ότι η εναγομένη είναι κοινοπραξία (β’ λόγος) ότι από τις ατομικές συμβάσεις τους αποδεικνυόταν ρητή συμφωνία για αλλεπάλληλες μεταθέσεις (σκέλος γ’ λόγου) και ότι οι αξιώσεις τους είχαν εξοφληθεί χωρίς να ερευνηθεί τι δικαιούνται για κάθε σύμβαση εργασίας τους (δ’ λόγος).

Σύμφωνα με το άρθρου 60 του ισχύοντος κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης ΚΙΝΔ “Εάν  ο  μισθός  συνωμολογήθη κατά μήνα ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και ημερών, καθ` ας  διήρκεσεν  η  ναυτολόγησις.  Εάν όμως  αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται και η απλώς αρξαμένη.”. Προϋποθέτει σύμβαση ναυτικής εργασιας απορίστου χρόνου και καταγγελία από τον Πλοίαρχο (ΕφΠειρ 161/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997 σελ. 573, Κοροτζή Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο 1990, 120). Επίσης προϋπόθεση αξίωσης και λήψη ολόκληρου του μηνός είναι η σύμβαση να μη λύθηκε με υπαιτότητα ή αποκλειστική βούληση του ναυτικού, ο ισχυρισμός δε αυτός αποτελεί ένσταση του εργοδότη (Εφ 1270/1997 σε Νομολογία Ναυτικού Τμήματος 1996-1997 41επ). Η απόλυση του ναυτικού αμοιβαία συναινέσει δεν συνιστά παράπτωμα ή υπαιτιότητα του (Καμβύση Ναυτεργατικό Δίκαιο β’ έκδοση 1994, 192 σημ. 9). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 53 και 54 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι, η σύμβαση ναυτολόγησης, που συνομολογείται μεταξύ του πλοιάρχου και του ναυτολογουμένου και συντελείται με την εγγραφή της στο ναυτολόγιο του πλοίου, καταρτίζεται για την ανάληψη υπηρεσιών σε ορισμένο πλοίο. Ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν έχουν το δικαίωμα να μεταθέσουν τον ναυτικό σε άλλο πλοίο έστω και του ίδιου πλοιοκτήτη. Όμως κατ’ εφαρμογήν της από το άρθρο 361 ΑΚ αναγνωριζόμενης αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, μπορεί να περιληφθεί εγκύρως στην συναπτόμενη μεταξύ του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και του ναυτικού προκαταρκτική σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία περιέχει τους όρους της ναυτολόγησης, που επακολουθεί, ή και στην ίδια τη σύμβαση ναυτολόγησης σε ορισμένο πλοίο, πρόσθετη συμφωνία, με την οποία παρέχεται στον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή και στον πλοίαρχο το δικαίωμα να μεταθέτει το ναυτικό, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, σε άλλο, κατονομαζόμενο ή μη, πλοίο του ίδιου πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Η τυχόν επακολουθούσα δήλωση του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου για τη μετάθεση του ναυτικού στο άλλο πλοίο, πρέπει να είναι ορισμένη, να αφορά δηλαδή συγκεκριμένο πλοίο, να μνημονεύει τον τόπο και το χρόνο της νέας ναυτολόγησης και να γίνεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, δεν είναι δε νόμιμη αν επιφέρει ουσιώδη μεταβολή των όρων της αρχικής ναυτεργασιακής σχέσης. Με την περιέλευση στο ναυτικό της περί μεταθέσεως του, ορισμένης και έγκυρης δήλωσης, με την οποία ενασκείται το ως άνω διαπλαστικό δικαίωμα του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου, επέρχεται λύση της αρχικής σύμβασης ναυτολόγησης με αμοιβαία συναίνεση, διότι η συναίνεση του ναυτικού εμπεριέχεται στην πρόσθετη ως άνω συμφωνία. Συγχρόνως, με την ίδια δήλωση του πλοιάρχου ή του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και με την περιέλευση της στο ναυτικό επέρχεται κατάρτιση νέας σύμβασης ναυτολόγησης, εφόσον βεβαίως τηρηθεί και ο από το άρθρο 53 ΚΙΝΔ προβλεπόμενος πρόσθετος όρος (ΕφΠειρ 724/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1115/2009  ΑΡΜ 2009, 1217, ΕφΠειρ 482/2007 ΕΝΔ 2007, 398). Εξάλλου από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 14 της σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τέλος για την εφαρμογή, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών, αφού έχει κριθεί επανειλημμένα στη χερσαία εργασία ότι κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο  και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ) (Ολ.ΑΠ 26/2007 ΕλλΔνη 2007.1010, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399). Περαιτέρω κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 44/2004). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 416, 422, 423 ΑΚ και 262 παρ. 1, 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εάν έχει περισσότερα ομοειδή χρέη προς τον ίδιο δανειστή και το ποσό που προσφέρει σ` αυτόν δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων των χρεών, δικαιούται, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους μέχρι τον χρόνο της καταβολής η σειρά εξόφλησης των περισσοτέρων χρεών, να ορίσει ο ίδιος το χρέος που επιθυμεί να εξοφληθεί κατά την καταβολή ή αμέσως μετά την καταβολή με ρητή ή σιωπηρή δήλωση προς τον δανειστή, ο οποίος περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας δανειστή ως προς την προσφερόμενη παροχή, αν αποκρούσει τη δήλωση του οφειλέτη για καθορισμό του εξοφλητέου χρέους (ΑΠ 234/2014). Ειδικότερα ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή κατ’ άρθρο 361 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 1653/2011). Αυτός δε που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού αποδεικνύει αυτή. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β’ του άρθ. 422 ΑΚ (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 250/2002). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 § 1, 525 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο, ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς όμως που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα. Επομένως, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, γιατί κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ούτε όμως να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για το λόγο αυτό μπορεί, γιατί στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το οποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς (ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 44.990). Ειδικότερα κατά την διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, κατά την παραγ.2 δε του ιδίου άρθρου, οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ`ουσίαν. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει σαφώς ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπεται αποφασιστικά όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ` ουσίαν, κατά το άρθρο 535 ΚΠολΔ. Πάντως, και μετά την εξαφάνιση της απόφασης το Εφετείο εξακολουθεί να λειτουργεί στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, δηλαδή μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 878/2000). Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, κατά μεταρρύθμιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόνο δε αν εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά τα κεφάλαια κατά τα οποία την εξαφάνισε κατά παραδοχή της έφεσης ή της αντέφεσης, και δίκασε περαιτέρω την υπόθεση κατ` ουσίαν μπορεί να πράξει τούτο (ΑΠ 134/2008). Σφάλματα ή παραλείψεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα, δεν μπορούν να ερευνηθούν αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η εξουσία οριοθετείται κατά τα ανωτέρω από τους λόγους έφεσης και το αίτημα που στηρίζεται σε αυτούς (ΑΠ 248/2019, ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1529/2001).

Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που τα διάδικα μέρη προσκομίζουν, της ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς με αριθμό ……./2020 ένορκης βεβαίωσης του ναυτικού και κατοίκου Ιλίου Αττικής ………., των με αριθμούς … και …/2022 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς του ναυτικού και κατοίκου Σκύρου ……… και του ναυτικού και κατοίκου Ηρακλείου ……….. που δόθηκαν όλες με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό ………./13.9.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……. και τη με αριθμό ………./5.4.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ………….., και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) απoδεικvύoνται – κατά την κρίση του Δικαστηρίου – τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάµει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίζονταν στον Πειραια, μεταξύ ενός εκάστου των εναγόντων και της εναγοµένης εταιρίας, πλοικτήτριας το υπό κυπριακή σηµαία Ε/Γ-Ο/Γ τοχύπλοου πλοίου CJ2 µε αριθµό νηολογίου Λεµεσού ……/2015, κ.ο.χ, 5005, οι ενάγοντες, Έλληνες απογεγραµµένοι ναυτικοί, προσλαµβάνονταν και ναυτολογούνταν στο ως άνω πλοίο, αντί των προβλεπόµενων από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγων Πλοίων µηνιαιων αποδοχων, ο πρώτος µε την ειδικότητα του πλοιάρχου ο δεύτερος με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου και ακολούθως του προισταµένου ηλεκτρολόγου. Η εναγομένη εντάσσεται στον όμιλο ………… στο οποίο δραστηριοποιούνται οι κοινοπραξίες που έχουν τα υπό Κυπριακή σημαία ταχύπλοα ………………. Η ενασχόληση των ναυτικών σε αυτά τα ταχύπλοα διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του π.δ. 381/2001, «Κύρωση Κανονισμού περί μεγίστου χρόνου απασχόλησης πληρωμάτων Ε/Γ και Ε/Γ-Ο/Γ ταχυπλόων πλοίων», (Α` 252), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 9 και 13 του ν. 1045/1980, (Α` 95) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 166/2005, (Α` 220), στο οποίο ορίζονται τα εξής:” Ο χρόνος απασχόλησης των πληρωμάτων των Ε/Γ και Ε/Γ-Ο/Γ πλοίων που εκτελούν πλόες εσωτερικού και εμπίπτουν στην εφαρμογή του Κώδικα Ταχυπλόων Πλοίων του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) ή του Κώδικα Δυναμικώς Υποστηριζομένων Σκαφών του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), έχει ως ακολούθως: οκτώ (8) ώρες απασχόλησης ημερησίως μη δυνάμενη να παραταθεί πέραν των δύο (2) ωρών ανά 24ωρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή η ημερήσια απασχόληση μέχρι μια (1) επιπλέον ώρα δηλαδή ένδεκα (11) ώρες συνολικά, υπό την προϋπόθεση ότι σε περίοδο επτά ημερών το σύνολο των ωρών απασχόλησης δεν θα υπερβαίνει τις εβδομήντα (70) ώρες. Ο προαναφερόμενος χρόνος απασχόλησης θα αναφέρεται στην άδεια λειτουργίας του κάθε ταχυπλόου πλοίου. Ο χρόνος απασχόλησης είναι συνεχής από την έναρξη άσκησης των καθηκόντων της ειδικότητας του ναυτικού…Η εφαρμογή της απαίτησης περί χρόνου απασχόλησης ελέγχεται με βάση αρχείο στο οποίο καταγράφεται ο ημερήσιος χρόνος απασχόλησης κάθε μέλους του πληρώματος του ταχύπλοου πλοίου. Η ύπαρξη και τήρηση του αρχείου αποτελεί στοιχείο για τη χορήγηση και διατήρηση της άδειας λειτουργίας του ταχυπλόου πλοίου… Παρεκκλίσεις από την εφαρμογή της απαίτησης περί χρόνου απασχόλησης επιτρέπονται: α. σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης που αφορά… Υπεύθυνοι για την τήρηση του παρόντος Κανονισμού και την μη εκτέλεση πλόων σε περίπτωση υπέρβασης του χρόνου απασχόλησης είναι οι πλοίαρχοι των ταχυπλόων πλοίων: Οι πλοιοκτήτες ή διαχειριστές των ταχυπλόων πλοίων υποχρεούνται να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την τήρηση του παρόντος Κανονισμού….”. Όπως τα διάδικα μέρη συνομολογούν στο πλοίο της εναγομένη απασχολήθηκαν στα παραπάνω πλοία ο πρώτος µε την ειδικότητα του πλοίαρχου από 7.8.2019 έως 6.5.2019, από 11.5.2019 έως 14.56.2019, από 17.5.2019 έως 18.5.2019, 20.5.2019 έως 21.5.2019, από 24.5.2019 έως 25.5.2019, από 27.5.2019 έως 28.5.2019, από 31.5.2019 έως 1.6.2019, την 4.6.2019, από 7.6.2019 έως 9.62019, την 11.6.2019, την 15.6.2019, την 18.6.2019, την 22.6.2019, από 24.6.2019 έως 25.6.2019, την 29.6.2019, από 1.7.2019 έως 2.7.2019, την 4.7.2019, από 5.7.2019 έως 6.7.2019, την 9.7.2019, την 10.7.2019, την 13.7.2019, από 16.7.2019 έως 18.7.2019, από 19.7.2019 έως 20.7.2019, την 23.7.2019, την 24.7.2019, την 27.7.2019, από 29.7.2019 έως 30.7.2019, από 2.8.2018 έως 3.8.2019, από 5.8.2019 έως 6.8.2019, την 7.8.2019, την 13.8.2019, από 16.8.2019 έως 17.8.2018,την 20,8,2019, από 23.8.2019 έως 24.8.2019 και από 26.8.2019 έως 27.8.2019. Επίσης συνομολογούν ότι ο δεύτερος εκκαλών απασχολήθηκε με την ειδικότητα τoυ ηλεκτρολόγου από 7.5.2019 έως 8.5.2019, από 11.5.2019 έως 14.5.2019, από 17.5.2019 έως 18.5.2019 και από 20.5.2019 έως 21.5.2010. Επιπλέον, ότι απασχολήθηκε με την ειδικότητα του προϊστάμενου ηλεκτρολόγου, από 24.5.2019 έως 25.82019, από 27.5.2019 έως 28.5.2019, από 31.5.2019 έως 1.6.2019, την 4.6.2019, από 7.6.2019 έως 9.6.2019, την 11.6.2019, την 15.6.2019, την 18.6.2019, την 29.6.2019, από 1.7.2019 έως 2.7.2019, την 4.7.2019, από 5.7.2019 έως 8.7.2019, την 9.7.2019, την 10.7.2019, την 13.7.2019, από 15.7.2019 έως 16.7.2019, από 19.7.2019 έως 20.7.2019, την 25.7.2019, την 24.7.2019, την 27.7.2019, από 29.7.2019 έως 30.7.2019, από 2.8.2019 έως 4.8.2019, από 5.8.2019 έως 6.8.2019, την 7.8.2019, από 30.8.2019 έως 31.8.2019, την 3.9.2019, την 7.9.2019, την 10.9.2019, από 13.9.2019 έως 14.9.2019, την 17.9.2019, την 21.9.2019, από 23.9.2019 έως 24.9.2019, από 4.10.2019 έως 6.10.2019, την 8.10.2019 και την 12.10.2019. Οι ενάγοντες ήδη εκκαλούντες, οι οποίοι σημειωτέον δεν αιτούνται αμοιβή υπερωριών, ισχυρίζονται ότι για τις ημέρες ναυτολόγησής τους κάθε μήνα, στο οποίο ναυτολογήθηκαν, υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωση της πλοιοκτήτριας αυτού να τους καταβάλει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, έναν πλήρη μηνιαίο μισθό. Συγκεκριμένα ότι, εφόσον στην κρινόμενη περίπτωση η τελευταία από τις προαναφερθείσες ναυτολογήσεις τους στο ανωτέρω πλοίο διήρκεσε για χρονικό διάστημα μικρότερο του μηνός, υποχρεούται η εναγομένη να τους καταβάλει κατ’εφαρμογήν της εν λόγω διάταξης, όχι μόνον τις αποδοχές για την πραγματικά παρασχεθείσα εργασία τους αλλά έναν πλήρη μηνιαίο μισθό, ήτοι τις νόμιμες αποδοχές τους και των υπολοίπων ημερών και στην περίπτωση του πρώτου που απασχολήθηκε κατά τα προαναφερόμενα από 7.5.2019 έως 27.8.2019 και η τελευταία ναυτολόγηση του διήρκησε μόνο 2 ημέρες δικαιούται αποδοχές επιπλέον 28 ημερών, δηλαδή έως τις 24.9.2019 και συνολικά αποδοχές 4 μηνών και 18 ημερών και ο δεύτερος πλέον των ημερών του μήνα που απασχολήθηκε σε άλλα πλοία το υπόλοιπο των ημερών μέχρι την επαναναυτολόγηση και επειδή η τελευταία ναυτολόγηση διήρκεσε μόνο μία ημέρα αποδοχές ενός πλήρους μήνα (μέχρι τις 10.11.2019) και συνολικά αποδοχές 5 μηνων και 18 ημερών. Όμως αυτοί δεν δικαιούνται να λάβουν ποσά για πλασματική απασχόληση 30 ημερών για τις τελευταίες συμβάσεις που διήρκεσαν λιγότερο από μήνα ούτε με βάση την επικαλούμενη διάταξη του άρθρου 60 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ αποδοχές των ημερών μέχρι την επαναπρόσληψη στο ίδιο πλοίο τα διαστήματα του μήνα που απασχολούνταν αλλού λόγω μεταθέσεως. Και τούτο διότι επειδή η ναυτολόγηση εκάστου εξ αυτών λυόταν λόγω μετάθεσης σε άλλο πλοίο του ιδίου ομίλου, σε εκτέλεση ρητού όρου των εργασιακών τους συμβάσεων κατά τα προεκτεθέντα, πλην όμως τυπικά, διότι ουσιαστικά συνεχιζόταν χωρίς διακοπή και κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα του μήνα, με τους ίδιους ακριβώς εργασιακούς όρους και συνθήκες, σε άλλα πλοία του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου οικονομικών συμφερόντων, ήτοι στην πραγματικότητα στον ίδιο εργοδότη, χωρίς ουσιαστική αλλαγή ή δυσμενή μεταβολή στην εργασιακή τους κατάσταση, σύμφωνα με τη βούληση των συμβαλλομένων μερών, όπως αποτυπώθηκε στις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εναγόντων, οι οποίοι κατά την πρόσληψή τους τελούσαν σε γνώση ότι θα κληθούν να απασχοληθούν όχι μόνον σε ένα συγκεκριμένο πλοίο, αλλά σε περισσότερα του ενός πλοία της ίδιας επιχείρησης ως δεύτερο πλήρωμα και δη πλειστάκις εντός του ιδίου μηνός και συμφώνησαν να παρέχουν τοιουτοτρόπως τις υπηρεσίες τους, λάμβαναν μάλιστα για την εργασία τους σε κάθε πλοίο στο σύνολό τους τις αναλογούσες στο διάστημα της εργασίας τους σ’αυτό νόμιμες αποδοχές, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από τις εναγόμενες αποδείξεις πληρωμής και τα αντίστοιχα αποδεικτικά εμβασμάτων. Ενόψει τούτου εξάλλου δε συντρέχει και ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισης της διάταξης του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, ο οποίος κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν είναι μόνον η αποθάρρυνση της πρόωρης απόλυσης του ναυτικού, αλλά και η κατά το δυνατόν εξασφάλιση των μέσων διαβίωσής του σε περίπτωση αιφνίδιας απώλειας της εργασίας του παρά τη θέλησή του και χωρίς υπαιτιότητά του, ενόσω βρίσκεται σε αναζήτηση εργασίας, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες, οι οποίοι κατά την  πρόσληψή τους είχαν συμφωνήσει σε επικείμενη ναυτολόγησή τους σε άλλο πλοίο, συνέχιζαν να ναυτολογούνται χωρίς διακοπή στα πλοία του ομίλου (ΕφΠειρ 578/2023 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επομένως αβασίμως παραπονούνται οι εκκαλούντες ότι απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οι αξιώσεις τους διότι κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 60 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ είχε ως σκοπό να αποθαρρύνει την πρόωρη απόλυση του ναυτικού, επειδή αυτός ο στόχος επιτελείται από άλλες διατάξεις του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ δηλαδή αυτές των άρθρων 75επ. (α’ λόγος). Επίσης αβασίμως παραπονούνται επειδή κρίθηκε ότι η εκάστοτε λόγω μεταθέσεως απόλυση επέφερε μόνο τυπικά τη λύση των συμβάσεων ναυτολόγησης, διότι δεν νοείται διάκριση τυπικής και ουσιαστικής λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης και διότι η μετάθεση κοινή συναινέσει παρόλο που δεν προβλέπεται ως λόγος λύσης της σύμβασης από το νόμο, είναι τέτοια με βάση τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ με αποτέλεσμα να καταρτίζεται νέα διακριτή σύμβαση ναυτικής εργασίας και διότι δεν κρίθηκε ότι ο αόριστος όρος περί μεταθέσεως τους συνιστούσε παράβαση των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ και επιτράπηκε στην εναγομένη να παραβαίνει με τον τρόπο αυτό τις διατάξεις του πδ 381/2001. Οι ίδιοι συμμετείχαν στην προπεριγραφόμενη τακτική της εργοδότριας τους που ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό δεν προσλάμβανε ισάριθμα πληρώματα στα πλοία και δεν πλήρωνε όλες τις οργανικές θέσεις. Επιπλέον οι προαναφερόμενες αιτιάσεις προβάλλονται αλυσιτελώς αφού και αληθείς υποτιθέμενες δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι συγκεκριμένοι ενάγοντες που συνομολογούν ότι έλαβαν τις αποδοχές τους για την οκτάωρη εργασία τους, και δεν ζητούν την πρόσθετη επικαλούμενη απασχόληση με τις διατάξεις περί υπερωριακής απασχόλησης, ούτε μπορεί να εκτιμηθεί αυτό από το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, δεν δικαιούνται τις μηνιαίες αποδοχές για τις ημέρες των μηνών που απασχολήθηκαν και ούτε τα επιδόματα εορτών με τον υπολογισμό αυτής της αναφερόμενης στην αγωγή τεκμαιρόμενης απασχόλησης. Κρίνοντας όμοια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται τους τρεις πρώτους συναφείς λόγους εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πραγματική απασχόληση του πρώτου ενάγοντος ήδη εκκαλούντος ανερχόταν σε 59 ημέρες και με βάση τη συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας του έτους 2019 έπρεπε να λαμβάνει ως µισθό ενεργείας ευρώ 2.972,46, ως επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας ευρώ 653,94, ως επίδοµα αδείας, µετά της τροφοδοσίας ευρώ 924,08 {= [(µισθός ενεργείας ευρώ 2.972,46 + επίδοµα Κυριακών ευρώ 653,94) /22 + τροφοδοσία ευρώ 19,98] Χ 5 ηµέρες}, ως ειδικό επίδοµα πλοιάρχου α’ ευρώ 54,06, ως επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64, ως επίδοµα διακυβέρνησης ευρώ 431,53, ως επίδοµα παραλαβής, ελέγχου στοιβασίας και επίβλεψης φορτοεκφόρτωσης οχηµάτων ευρώ 178,39, ως αµοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρο 8 παρ. 1 της ΣΣΝΕ), ποσό ίσο µε το 1/22 του µισθού ενεργείας, προσαυξηµένο κατά 50%, από ευρώ 202,67 ηµερησίως και (Χ 5,66 ηµέρες) ευρώ 1.147,10 το µήνα, ως αντίτιµο τροφής ευρώ 19,98 ηµερησίως και (Χ 30 ηµέρες) ευρώ 599,40 µηνιαίως, και συνολικά ευρώ 6.997,60 µηνιαίως και για  το διάστημα απασχόλησης των 59 ημερών 6.997,60:30 χ59 = 13.761,94 ευρώ. Επιπλέον ο πρώτος ενάγων δικαιούται για αναλογία επιδόµατος Χριστουγέννων έτους 2019, δεδοµένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιµου χρονικού διαστήµατος 59 ηµέρες ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του ανά 19 ηµέρες απασχόλησης, ήτοι το ποσό των (συνολικός µηνιαίος µισθός 6.997,60 ευρώ Χ 2/25 Χ 3,10 δεκαεννιαήµερα) 1.735,40 ευρώ. Συνολικά για την πραγματική απασχόληση του στα πλοία της κοινοπραξίας του οφείλεται το ποσό των 15.497,34 ευρώ. Όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά με στοιχεία 27.1 έως 27.12 που επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη εταιρία αυτός έλαβε ως αποδοχές Μαϊου 2019 ποσό 154,68 ευρώ και στις 31.5.2019 ποσό 2.347,35 ευρώ, στις 30.6.2019 ποσό 4.581,69 ευρώ, 366,80 ευρώ και 243 ευρώ, τον Ιούλιο 366,80 ευρώ, 2872,04 ευρώ και 2.180,71 ευρώ, στις 31.8.2019 930,01 ευρώ, 1.476,54 ευρώ, 1.293,67 ευρώ και 1.827,35 ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 18.640,64 ευρώ. Συνεπώς η απαίτηση του εκ της απασχόλησης του στην εναγομένη έχει εξοφληθεί της σχετικής ένστασης εξόφλησης που επανέφερε ενώπιον αυτού του δικαστηρίου η εφεσίβλητη. Όμως επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την απαίτηση του χωρίς να ερευνήσει τον ισχυρισμό περί εξόφλησης που πρότεινε η εφεσίβλητη η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει ασκήσει έφεση, η εκκαλούμένη θα εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιο της αυτό κατά παραδοχή του σχετικού τετάρτου λόγου εφέσεως (άρθρο 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ), διότι σε αντίθετη περίπτωση θα γινόταν χειρότερη η θέση του πρώτου εκκαλούντος και δεν αρκεί αντικατάσταση αιτιολογίας κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ παρόλο που η αγωγική αξίωση του πρώτου εκκαλούντος θα απορριφθεί, για άλλο όμως λόγο και ειδικότερα διότι κατά την ουσιαστική κρίση αυτού του δικαστηρίου αυτός έχει εξοφληθεί κι συνεπώς το δεδικασμένο εκ της παρούσας απόφασης θα είναι διαφορετικό.

Ο 2ος για την υπηρεσία του µε την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου προσδιόριζε ως εξής τις αποδοχές του: ως µισθό ενεργείας ευρώ 1.756,66, ως επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας ευρώ 386,69, ως επίδοµα αδείας, µετά της τροφοδοσίας, από 5 ηµεροµίσθια το µήνα ευρώ 587,02, {= [(µισθός ενεργείας € 1.756,66 + επίδοµα Κυριακών ευρώ 386,69) / 22 + τροφοδοσία ευρώ 19,98 Χ 5 ηµέρες}, ως επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64, για επίδοµα εργασιών µηχανοστασίου και επίβλεψης κλιµατιστικών µηχανηµάτων ευρώ 133,23, ως κατ’ αποκοπή αµοιβή για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες ευρώ 690,07 (= 5,66 ηµέρες Χ 8 ώρες Χ € 15,24 την ώρα), ως αντίτιµο τροφής € 19,98 ηµερησίως και (Χ 30 ηµέρες) ευρώ 599,40 µηνιαίως, και συνολικά ευρώ 4.189,71 µηνιαίως. Για την υπηρεσία µε την ειδικότητα του προϊστάµενου ηλεκτρολόγου: ως µισθό ενεργείας ευρώ 1.883,23, ως επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας ευρώ 414,31, ως επίδοµα αδείας, µετά της τροφοδοσίας, από 5 ηµεροµίσθια το µήνα ευρώ 622,07 {= [(µισθός ενεργείας ευρώ 1.883,23 + επίδοµα Κυριακών ευρώ 414,31)/22 + τροφοδοσία ευρώ 19,98 Χ 5 ηµέρες}, ως επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64, ως επίδοµα εργασιών µηχανοστασίου και επίβλεψης κλιµατιστικών µηχανηµάτων ευρώ 133,23, ως κατ’ αποκοπή αµοιβή για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες  ευρώ 739,87(= 5,66 ηµέρες Χ 8 ώρες Χ ευρώ 16,34 την ώρα), ως αντίτιµο τροφής ευρώ 19,98 ηµερησίως και (Χ 30 ηµέρες) ευρώ 599,40 µηνιαίως, και συνολικά ευρώ 4.428,75 µηνιαίως. Όμως ενώ για τον πλοίαρχο η πάγια αμοιβή Σαββάτου και αργιών προβλεπόταν στο άρθρο 8 της ΣΣΝΕ για το δεύτερο των εναγόντων ηλεκτρολόγο δεν προβλεπόταν κατ’αποκοπή αμοιβή για εργασία 8 ωρών τα Σάββατα και τις αργίες. Ειδικότερα στην οικεία συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας ορίζεται στο άρθρο 11 περί ωρών εργασίας στο τελευταίο εδάφιο ότι η εργασία του Σαββάτου αμείβεται υπερωριακώς και στο άρθρο 13 παρ. 5 ότι : για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παράγραφο 1, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών, και συνεπώς η σχετική επίκληση κατ’αποκοπή αμοιβής για ην απασχόληση το Σάββατο και τις αργίες αποτελούσε κατά τα επικαλούμενα στην αγωγή περιεχόμενο ατομικής σύμβασης. Έτσι όμως ο 2ος των εναγόντων περιλάμβανε στις αποδοχές του μη νόμιμο αίτημα με την επιλεκτική εφαρμογή συλλογική και ατομικής σύμβασης εργασίας ενώ όπως προαναφέρθηκε στη νομική δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ του εργαζόμενου. Συνεπώς οι νόμιμες αποδοχές του δεύτερου ενάγοντος ανέρχονται σε 3.499,64 ευρώ για το διάστημα που αυτός απασχολήθηκε ως ηλεκτρολόγος και σε 3.688,88 ευρώ για το διάστημα που απασχολήθηκε ως προϊστάμενος ηλεκτρολόγος και συνεπώς αυτός για τις 10 μέρες που απασχολήθηκε ως ηλεκτρολόγος έπρεπε να λάβει 3.499,64 : 30 χ 10 =  1.166,55 ευρώ και για αναλογία επιδόµατος Χριστουγέννων έτους 2019, ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του ανά 19 ηµέρες απασχόλησης, ήτοι το ποσό των (συνολικός µηνιαίος µισθός 3499,64 ευρώ Χ 2/25 Χ 0,53 δεκαεννιαήµερα) 148,38 ευρώ. Για το διάστημα των 54 ημερών που απασχολήθηκε ως προϊστάμενος ηλεκτρολογος δικαιούται 3.688,88:30 χ54 =6.639,98 ευρώ και ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων 3.688,88 ευρώ Χ 2/25 Χ 2,84 δεκαεννιαήµερα) 838,11 ευρώ και συνολικά το ποσό των 8.793,02 ευρώ. Σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες μετ’επίκληση αποδείξεις της εφεσίβλητης αυτός έλαβε 111,85 ευρώ, 696,77 ευρώ, 783,53 ευρώ και 1.264,57 ευρώ στις 31.5.2019, ποσά 451,10 ευρώ, 914,95 ευρώ και 1.997,12 ευρώ στις 30/6/19, ποσά 579,80 ευρώ, 1.054,03 και 1.845,26 ευρώ για τον Ιούλιο 2019, ποσά 467,83 ευρώ, 704,49 και 219,37 στις 31/8/19, ποσά 443,87 ευρώ, 467,83 ευρώ και 2.505,02 ευρώ στις 30/9/19, και τέλος στις 31/10/19 ποσά 1.622,55 και 231,16 ευρώ. Συνολικά επομένως έλαβε συνολικά το ποσό των 16.361,10 ευρώ και ουδέν ποσό του οφείλεται διότι η αξίωση του έχει εξοφληθεί. Ομοίως όπως προαναφέρθηκε επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την απαίτηση του χωρίς να ερευνήσει τον ισχυρισμό περί εξόφλησης που πρότεινε η εφεσίβλητη η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει ασκήσει έφεση, η εκκαλούμένη θα εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιο της αυτό κατά παραδοχή του σχετικού τετάρτου λόγου εφέσεως (άρθρο 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ), διότι σε αντίθετη περίπτωση θα γινόταν χειρότερη η θέση του δεύτερου εκκαλούντος και δεν αρκεί αντικατάσταση αιτιολογίας κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ παρόλο που η αγωγική αξίωση του δευτέρου εκκαλούντος θα απορριφθεί, για άλλο όμως λόγο και ειδικότερα διότι κατά την ουσιαστική κρίση αυτού του δικαστηρίου αυτός έχει εξοφληθεί κι συνεπώς το δεδικασμένο εκ της παρούσας απόφασης θα είναι διαφορετικό.

Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως κατά παραδοχή του σχετικού τέταρτου λόγου εφέσεως θα γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση, θα εξαφανιστεί ως προς τους εκκαλούντες και την εφεσίβλητη η εκκαλούμενη με αριθμό 3112/2022 απόφαση και θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο να αναδικάσει την υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) επί ……………/2020 αγωγής ως προς τους δύο πρώτους ενάγοντες και την εναγομένη και θα απορρίψει την αγωγή διότι οι αξιώσεις των δύο πρώτων εναγόντων έχουν εξοφληθεί κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης εξόφλησης που επανέφερε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου η εφεσίβλητη. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μερών αμφοτέρων των βαθμών θα συμψηφιστούν λόγω εύλογης αμφιβολίας των μερών ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της με αριθμό κατάθεσης ………./2024 και αριθμό προσδιορισμού …………./2024 έφεση κατά της με αριθμό 3112/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …………./2020 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση

Εξαφανίζει κατά μέρος τη με αριθμό 3112/2022 απόφαση

Κρατεί και αναδικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό …………../2020 αγωγής μεταξύ των δύο πρώτων εναγόντων και της εναγομένης

Απορρίπτει την αγωγή

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  4 Νοεμβρίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ