Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 652/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 Αριθμός Απόφασης   652/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά την ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας : Της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», η οποία εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……….., ΑΦΜ : ………….. Δ.Ο.Υ. ΚΕΦΟΔΕ Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Σαρρή (ΑΜΔΣΠ : ..).

Του εφεσίβλητου : Του ……………….κατοίκου …………, οδός ……….., ΑΦΜ : …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα (ΑΜΔΣΠ : ….).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 4-3-2024 με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. …………../2024 αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 3531/2024 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία έγινε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Η ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη με την από 25-11-2024 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………../25-11-2024 στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………../29-11-2024 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις έγγραφες προτάσεις τους, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σε αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου ανήκει στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, αφορά τη δημόσια τάξη και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 51/2004 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 5134/2024 (ΦΕΚ Α΄ 146/11-9-2024), στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από 20.000 ευρώ, δεν υπερβαίνει όμως το ποσό των 250.000 ευρώ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 16 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 5134/2024, που καθιέρωνε την εξαιρετική αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων, στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις 250.000 ευρώ, μεταξύ άλλων, και «2) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα στους εργαζομένους ή τους διαδόχους τους ή εκείνους στους οποίους ο νόμος δίνει δικαιώματα από την παροχή της εργασίας των πρώτων και στους εργοδότες ή τους διαδόχους τους». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 5134/2024, στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία ή τα μονομελή πρωτοδικεία, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ομοίως ίσχυε πριν το Ν. 5134/2024, στην αρμοδιότητα των μονομελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων και στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους. Ωστόσο, μετά την κατάργηση των ειρηνοδικείων με το Ν. 5108/2024 (ΦΕΚ Α΄ 65/2-5-2024) και ως συνέπεια αυτής, οι ως άνω διατάξεις του ΚΠολΔ αντικαταστάθηκαν με επιμέρους άρθρα του ως άνω Ν. 5134/2024 (βλ. την αιτιολογική έκθεση). Συγκεκριμένα, το άρθρο 14 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 5134/2024, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 1 του αυτού νόμου, από την 16-9-2024, που ρυθμίζει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων, προβλέπει ότι στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 250.000 ευρώ. Επίσης, το άρθρο 16 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 5134/2024, καθιερώνοντας πλέον αποκλειστική αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων, προβλέπει ότι στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε, μεταξύ άλλων, και «2) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα στους εργαζομένους ή τους διαδόχους τους ή εκείνους στους οποίους ο νόμος δίνει δικαιώματα από την παροχή της εργασίας των πρώτων και στους εργοδότες ή τους διαδόχους τους». Ακόμα, το άρθρο 18 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 5134/2024, που ρυθμίζει την αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων στον πρώτο και δεύτερο βαθμό, προβλέπει στην πρώτη παράγραφο αυτού ότι στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται σε πρώτο βαθμό όλες οι διαφορές για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα μονομελή πρωτοδικεία και στη δεύτερη παράγραφο αυτού ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους : α) όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, β) της περ. 1) του άρθρου 16, εφόσον το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ, γ) των περ. 2) έως 13) του άρθρου 16, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, δ) των περ. 14) έως 24) του άρθρου 16, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς. Εξάλλου, το άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 5134/2024, αναφορικά με την αρμοδιότητα των εφετείων, ορίζει τα εξής : «Στην αρμοδιότητα των μονομελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις : α) κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα πολυμελή πρωτοδικεία κατά την παρ. 2 του άρθρου 18 και β) κατά των αποφάσεων του άρθρου 17. Στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους». Έτι περαιτέρω, κατ’ άρθρο 45 ΚΠολΔ, το οποίο δεν μεταβλήθηκε με την προαναφερόμενη νομοθετική παρέμβαση, το δικαστήριο που ήταν καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο όταν ασκήθηκε η αγωγή, είναι αρμόδιο έως την περάτωση της δίκης, ακόμη και αν, στη διάρκειά της, μεταβληθούν τα πραγματικά περιστατικά που καθορίζουν την αρμοδιότητα. Έτσι, καθιερώνεται με δημοσίας τάξεως διάταξη η διατήρηση της καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας, που υπήρχε ήδη κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής. Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της αρμοδιότητας είναι ο χρόνος της καταθέσεως της αγωγής (άρθρο 221 παρ. 1 στοιχ. β ΚΠολΔ). Οποιαδήποτε μεταβολή μετά το χρονικό αυτό σημείο, προκαλούμενη είτε από τη βούληση των μερών, λ.χ. παρέκταση, είτε από το νομοθέτη, λ.χ. μεταβολή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας (βλ. άρθρο 5 παρ. 2 α ΕισΝΚΠολΔ), που μπορεί πάντως να ορίζει διαφορετικά, είτε από τη συμπεριφορά του εναγόμενου (λ.χ. μεταβολή κατοικίας) ή του ενάγοντος (περιορισμός αιτήματος), δεν ασκεί επιρροή. Το θέμα δε της διατηρήσεως της αρμοδιότητας στα ένδικα μέσα κρίνεται, αναλόγως, από το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου (Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό άρθρο 45, παρ. 1 και 3, σελ. 104). Επιπλέον, κατά το άρθρο 5 ΕισΝΚΠολΔ προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο ότι όλα τα χρηματικά ποσά που ορίζουν οι διατάξεις του ΚΠολΔ σε δραχμές, επιτρέπεται να αυξομειώνονται με διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του υπουργού δικαιοσύνης, ενώ στη δεύτερη παράγραφο του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω μέρος, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος, α) που ασκήθηκε η αγωγή ή η αίτηση, όταν πρόκειται για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου ή την εφαρμογή ειδικών διατάξεων ή ειδικών διαδικασιών, β) που εκδόθηκε η απόφαση, όταν πρόκειται για το επιτρεπτό ένδικου μέσου και την αρμοδιότητα του δικαστηρίου που το δικάζει. Τον ίδιο κρίσιμο χρόνο προκρίνει και η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδ. α ΕισΝΚΠολΔ, ως προς το μεταβατικό δίκαιο για το παραδεκτό των ένδικων μέσων, η οποία ορίζει ότι το παραδεκτό των ένδικων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Συνεπώς, κρίσιμος χρόνος για την αρμοδιότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι, κατά τις παραπάνω διατάξεις, ο χρόνος έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, με την έννοια ότι το αρμόδιο κατά το χρόνο αυτό δικαστήριο εξακολουθεί να είναι αρμόδιο μέχρι την περάτωση της δίκης, ακόμη και αν υπάρξει στη συνέχεια νομοθετική μεταβολή, εκτός αντίθετης ρητής πρόβλεψης (σχετ. ΑΠ 1096/2013 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 47 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 5134/2024, απόφαση πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου και το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο. Ειδικότερα, η πιο πάνω διάταξη, σύμφωνα με την οποία απόφαση ανώτερου δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου, λειτουργεί μόνον ex post. Επομένως, το δικαστήριο, που κρίνει τη διαφορά, δεν επιτρέπεται να παραβεί τους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο δικαστήριο (Ι. Κατρά, ΚΠολΔ, Κατ’ άρθρο Νομολογία, εκδ. 2017, υπό άρθρο 47, σελ. 50, με αναφορά σε νομολογία). Ήδη στο άρθρο 47 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 5134/2024, προβλέπεται ότι απόφαση πολυμελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο. Τέλος, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η έναρξη ισχύος των πιο πάνω νέων διατάξεων του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 1 του αυτού νόμου (Ν. 5134/2024), έχει οριστεί από την 16-9-2024.

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 25-11-2024 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../25-11-2024 στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……………./29-11-2024 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και κατά της με αριθμό 3531/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος της εκκαλούσας, από 4-3-2024 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./2024) αγωγής του εφεσίβλητου, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκοντος με αυτήν την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 21.435,04 ευρώ, πλέον τόκων, απορρεουσών από πλείονες συμβάσεις ναυτολόγησής του, καταρτισθείσες με την εναγόμενη, σε ρυμουλκό – ναυαγοσωστικό πλοίο, πλοιοκτησίας της τελευταίας, με την ειδικότητα του ναύτη, σε εκτέλεση των οποίων παρείχε εξαρτημένη ναυτική εργασία στο εν λόγω πλοίο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, ασκώντας και καθήκοντα νυκτοφύλακα, και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε η αγωγή δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.435,04 ευρώ, νομιμοτόκως, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και στη δικαστική του δαπάνη, ποσού 945,00 ευρώ, κηρύχθηκε δε η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 7.150,00 ευρώ, έχει ασκηθεί με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 25-11-2024, όπως προκύπτει από τη με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ. …………../25-11-2024 στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ωστόσο, ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, η κρινόμενη υπόθεση αφορά σε διαφορές από παροχή εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ανάμεσα στον εργαζόμενο (ενάγοντα) και στον εργοδότη του (εναγόμενη) [άρθρο 51 παρ. 3 Α του Ν. 2172/1993], η αξία του αντικειμένου της διαφοράς (με βάση το αγωγικό αίτημα εκ ποσού 21.435,04 ευρώ) δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και η εκκαλουμένη απόφαση (3531/2024) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) εκδόθηκε την 1-11-2024, ήτοι μετά την 16-9-2024, η ένδικη έφεση αναρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης έχει καταστεί καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκασή της, όπως προκύπτει από τη συνδυαστική εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του ΚΠολΔ, που αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την αντικατάστασή τους με το Ν. 5134/2024 και ισχύουν από την 16-9-2024, και συνακόλουθα, έπρεπε να εισαχθεί η κρινόμενη έφεση προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών). Επομένως, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να κηρυχθεί το Δικαστήριο τούτο καθ’ ύλην αναρμόδιο να δικάσει την κρινόμενη έφεση και να παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση της έφεσης στο παραπάνω καθ’ ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), σύμφωνα με το άρθρο 46 ΚΠολΔ, γενομένου δεκτού και του σχετικού ισχυρισμού (ένστασης), που παραδεκτώς προβάλλει ο εφεσίβλητος. Τέλος, επειδή η παρούσα παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική (ΕφΑθ 2340/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, καθότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 εδ. α, 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της έφεσης.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) προς εκδίκαση της έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 4η Νοεμβρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ