ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης 656/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «……………», με ΑΦΜ …………… Δ.Ο.Υ. Πλοίων, που εδρεύει στην …………… Αττικής (οδός …………) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Αθανασίας Μπαμπανίκου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……………….ο οποίος παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ηλία Παυλάκη, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), 2) Υπό εκκαθάριση μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….» και τον διακριτικό τίτλο «…………..», με ΑΦΜ ………….., που εδρεύει στο …………. Αττικής (……………) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 3) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………….» (με την πρώην επωνυμία «……………..») και τον διακριτικό τίτλο «…………..», με ΑΦΜ …………….., η οποία εδρεύει στον Δήμο Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης Αττικής (οδός …………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, στο ακροατήριο, 4) ………………, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Κακουλάκη, 5) …………….., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ………….. άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εκκαλούσας, ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «………………», καθώς και κατά: 1) της υπό εκκαθάριση μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………………», 2) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….» (με την πρώην επωνυμία «……………….») και τον διακριτικό τίτλο «…………….», 3) του ………. και 4) του ……………, την από 17-7-2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………./2015 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 421/2017 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ως προς την εταιρία με την επωνυμία «……………….» και τον ………… και έγινε εν μέρει δεκτή, ως προς τους λοιπούς ως άνω εναγομένους. Την ως άνω απόφαση προσέβαλαν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: α) η εναγομένη ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «……………..», με την από 16-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση β) ο ενάγων ………….., με την από 31-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση και γ) η εναγομένη εταιρία με την επωνυμία «………………», με την από 7-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση. Οι ως άνω εφέσεις συνεκδικάσθηκαν και εξεδόθη, επ’ αυτών, η υπ’ αριθμ. 167/2019 εν μέρει οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, και, στη συνέχεια, η υπ’ αριθμ. 519/2020 οριστική απόφαση του αυτού δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 31-3-2017 έφεσης του ενάγοντος, ως προς τον εφεσίβλητο – εναγόμενο ……………, και αφού συνεκδικάσθηκαν, κατά τα λοιπά, οι ως άνω εφέσεις: α) απορρίφθηκε, ως ουσία αβάσιμη, η ως άνω από 31-3-2017 έφεση και β) έγιναν δεκτές, ως ουσία βάσιμες, οι από 16-3-2017 και από 7-3-2017 εφέσεις, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 421/2107 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και, εν συνεχεία, απορρίφθηκε η αγωγή, ως προς την ως άνω υπ’ αριθμ. 2) εναγομένη εταιρία, υπό την τότε επωνυμία «…………………» …………. (συντήρηση, ανακατασκευή και επισκευές πλοίων αναψυχής), και έγινε αυτή εν μέρει δεκτή, ως προς την εκκαλούσα – εναγομένη εταιρία με την επωνυμία «………………». Ακολούθως, η πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα της από 16-3-2017 έφεσης άσκησε, ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, την από 15-10-2020 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1908/2023 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 519/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και παραπέμφθηκε η υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή από αυτόν που εξέδωσε την ως άνω αναιρουμένη απόφαση. Ήδη, η ανωτέρω έφεση επανέρχεται στον παρόν Δικαστήριο, με την από 4-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……/995 κλήση της εκκαλούσας – πρώτης εναγομένης κατά του εφεσιβλήτου – ενάγοντος και των λοιπών ως άνω διαδίκων. Οι παριστάμενοι διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως αναφέρεται ανωτέρω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθμ. …… Γ/9-9-2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………., την υπ’ αριθμ. ……../9-9-2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….. και την υπ’ αριθμ. ……… Γ/9-9-2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………………., που επικαλείται και νομίμως προσκομίζει η καλούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 4-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………../2024 κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους δεύτερη, τρίτη και πέμπτο των καθ’ ων η κλήση, ήτοι της υπό εκκαθάριση μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………», της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………………….» και τον διακριτικό τίτλο «…………….» και του ……………, αντίστοιχα, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. 2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση…». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοση αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 251/16 και ΑΠ 738/12 Ιστοσελίδα Α.Π., ΑΠ 975/00 ΕλλΔικ 42. 81). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, ή προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/07 ΕλλΔικ 48. 1012, ΑΠ 423/14 Ιστοσελίδα Α.Π., ΑΠ 845/10 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, μετά την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια να αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση, αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση (ΑΠ 45/22 Ιστοσελίδα Α.Π., ΑΠ 845/2010 ό.π., ΑΠ 1179/10 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η εκκρεμοδικία της κατ’ αυτής έφεσης, η οποία θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3 και 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση και στην περίπτωση της αντιμωλία συζήτησης της έφεσης, είτε θα δεχθεί αυτή και θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1216/20 και ΑΠ 758/18 Ιστοσελίδα Α.Π., ΑΠ 1421/02 ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο της μετά από την αναίρεση της ένδικης υπόθεσης, ερευνά μόνο τους λόγους έφεσης, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται η υπόθεση (ΑΠ 1145/05 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο, το οποίο δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, που δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας της υπόθεσης, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα, που επέλυσε η αναιρετική απόφαση, με τον λόγο αναίρεσης, που έκανε δεκτό (AΠ 738/12, ΑΠ 1343/02, ΕΑιγ 32/21, ΕΑ 220/20 ΝΟΜΟΣ). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και, μάλιστα του, τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ως ολικής (ΑΠ 251/16 ό.π. ΑΠ 304/16 και ΑΠ 386/14 Ιστοσελίδα Α.Π.). Δεν ερευνάται η αντίθετη έφεση που είχε απορριφθεί (ΑΠ 61/93 ΕΕΝ 1994. 63, ΑΠ 940/89 ΔΔΕΤΕ 17-18, 25, ΑΠ 1684/81 ΕλλΔικ 1983. 204, Μιχ. Μαργαρίτης – Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Θεωρία – Νομολογία, τόμος Ι, άρθρ. 581, αρ. 20, σελ. 1252). Εάν, δε, αναιρεθεί απόφαση Εφετείου, με την οποία έχουν απορριφθεί αντίθετες εφέσεις διαδίκων ή έχουν γίνει δεκτές αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, εξετάζεται μόνον η έφεση εκείνου που άσκησε αναίρεση, όχι και η έφεση του αντιδίκου του, που δεν άσκησε αναίρεση, στην πρώτη περίπτωση (απόρριψης των εφέσεων), ή εξετάζεται μόνον η έφεση του αντιδίκου εκείνου που άσκησε αναίρεση στη δεύτερη περίπτωση (αποδοχής και των δύο εφέσεων), όχι και η έφεση εκείνου που άσκησε αναίρεση κατά το μέρος που αυτή (έφεση του) έγινε δεκτή με την προσβληθείσα με αναίρεση απόφαση, διότι, αφού δεν προσβλήθηκε με αναίρεση από τον εκκαλούντα, ούτε αναιρέθηκε η απόφαση, κατά το μέρος που έχει απορρίψει την έφεση του μη ασκήσαντος αναίρεση εκκαλούντος, ή έκανε δεκτή την έφεση του ασκήσαντος αναίρεση εκκαλούντος, τα αναφερόμενα σ` αυτήν (έφεση που απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή, ανάλογα) καλύπτονται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 553/08 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 129/04 Δ. 35. 804, ΑΠ 975/00 ΕλλΔικ 42. 81, ΑΠ 963/99 ΕλλΔικ 41. 51, ΑΠ 192/98 ΕλλΔικ 39. 842, ΕΠειρ 646/15 ΝΟΜΟΣ, ΕΘεσ 2402/06 Αρμ 2007. 566, ΕΑ 4172/01 ΝοΒ 49.1627, ΕΑ 5376/96 ΝοΒ 45. 240, ΜονΕΑιγ 32/21 ΝΟΜΟΣ, Κ. Μπέη, Τα αντικειμενικά όρια της δίκης ενώπιον του Εφετείου μετά την αναίρεση προγενέστερης απόφασης του, Δίκη 29. 838, 841). Περαιτέρω, σε περίπτωση πλειόνων διαδίκων, η αναίρεση μπορεί να γίνει δεκτή μόνο ως προς ορισμένους διαδίκους και να απορριφθεί, ως προς τους λοιπούς. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, οι συνέπειες της αναίρεσης αφορούν μόνο τους διαδίκους που μετείχαν στην αναιρετική δίκη. Δεν περιλαμβάνονται και εκείνοι που δεν μετείχαν στην αναιρετική δίκη, έστω και αν μετείχαν στην εφετειακή, στο πλαίσιο άλλης συνεκδικασθείσας έφεσης. Ως προς τους διαδίκους, αυτούς υπάρχει δεδικασμένο από την τελεσίδικη απόφαση, που μπορεί να έχει καταστεί και αμετάκλητη, λόγω παρέλευσης της προθεσμίας προς άσκηση αναίρεσης (ΑΠ 1717/02 ΝοΒ 2003. 1224). Δηλαδή, εδώ δεν υπάρχει «επεκτατικό» αποτέλεσμα της αναίρεσης, ανάλογο με αυτό της έφεσης (άρθρ. 537). Αν το εφετείο της παραπομπής μετ’ αναίρεση επεκταθεί σε δυσμενή διάταξη και για εφεσίβλητο που δεν είχε μετάσχει στη δίκη στον Άρειο Πάγο, υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 18, εκτός εάν ο εν λόγω εφεσίβλητος είχε ασκήσει επικουρική αναίρεση (ΑΠ 1712/02 ό.π., Μιχ. Μαργαρίτης – Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Θεωρία – Νομολογία, τόμος Ι, άρθρ. 579, αρ. 9, σελ. 1239). Διάδικοι δε στο δικαστήριο της παραπομπής νοούνται μόνο εκείνοι που μετείχαν στην αναιρετική δίκη, μεταξύ των οποίων διεξάγεται, κατά παραπομπή, η νέα δίκη, ενώπιον του εφετείου. Αν, λοιπόν, μία απόφαση αναιρεθεί μερικά, ως προς κάποιους μόνο διαδίκους, το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να επιληφθεί της υπόθεσης, ως προς τους λοιπούς, αφού, εάν εξέταζε πάλι τις διατάξεις της αναιρεθείσας απόφασης, που διατηρήθηκαν από τον Άρειο Πάγο, θα προσέβαλε το δεδικασμένο (ΑΠ 4172/01 ό.π., Μιχ. Μαργαρίτης – Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Θεωρία – Νομολογία, τόμος Ι, άρθρ. 581, αρ. 3, σελ. 1249). Τέλος, το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕΠατρ 16/20, ΕΑ 745/18, ΕΑ 4924/12, ΜονΕΑ 507/20, ΜονΕΑ 220/20, ΜονΕΠειρ 33/17 όλες σε ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος εφεσίβλητος Νικόλαος Αρχολέκας, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά των: α) ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «………………», β) μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….» και τον διακριτικό τίτλο «……………….», γ) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………», δ) …………… και ε) ………….., την από 17-7-2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2015 αγωγή, με την οποία εκτίθετο ότι η πρώτη εναγομένη τυγχάνει κυρία του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού τουριστικού πλοίου αναψυχής «A», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……., η δεύτερη εναγόμενη εφοπλίστρια αυτού και ο πέμπτος εναγόμενος πλοίαρχός του. Ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες ανέθεσαν εργολαβικά στον τέταρτο εναγόμενο την εκτέλεση εργασιών βαφής στην εξωτερική επιφάνεια του πλοίου, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό τους τη διεύθυνση και επίβλεψη του ως άνω έργου, το οποίο εκτελέστηκε στο ναυπηγείο της τρίτης εναγομένης, στην Αίγινα. Ότι, στις 19-4-2015, ο τέταρτος εναγόμενος, ενεργώντας, υπό τις εντολές, τη διεύθυνση και την επίβλεψη των δύο πρώτων εναγομένων, ως προστηθείς αυτών, προσέλαβε, με προφορική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, τον ενάγοντα, προκειμένου να εκτελέσει εργασία βαφής στο εξωτερικό μέρος του πλοίου. Ότι, στις 26-4-2015, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και ενώ είχε σχεδόν τελειώσει και το τελευταίο χέρι βαφής του πλοίου, ο ενάγων υπέστη, υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες στην αγωγή συνθήκες, εργατικό ατύχημα, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά στο δεξί του χέρι και στο πρόσωπο και να υποστεί κατάγματα σε τέσσερα δόντια. Ότι, συνεπεία του εν λόγω ατυχήματος, κατέστη ολικά ανίκανος για εργασία, για χρονικό διάστημα δέκα μηνών, υπέστη ηθική βλάβη, ενώ, στο μέλλον, θα αναγκασθεί να υποβληθεί και στις αναφερόμενες στην αγωγή χειρουργικές επεμβάσεις. Ότι αποκλειστικά υπαίτιοι για το ένδικο ατύχημα τυγχάνουν οι εναγόμενοι, οι μεν δύο πρώτες, ως κυρίες του έργου και προστήσασες τον τέταρτο εναγόμενο, ο τέταρτος εναγόμενος, ως εργολάβος, η τρίτη εναγομένη, ως ιδιοκτήτρια του ναυπηγείου και έχουσα την ευθύνη για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας στους χώρους αυτού, και ο πέμπτος εναγόμενος, ως κατά το νόμο υπεύθυνος για την ασφαλή και σύννομη εκτέλεση όλων των εργασιών επί του πλοίου και ιδίως αναφορικά με την τήρηση των κανονισμών σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων, οι οποίοι άπαντες παραβίασαν κανονισμούς ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων και απασχολουμένων σε ναυπηγικές και επισκευαστικές εργασίες πλοίων και σκαφών και ιδίως όσους προβλέπουν συγκεκριμένα μέτρα προστασίας των εργαζομένων σε ικριώματα από τον κίνδυνο πτώσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητείτο να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος: 1) το ποσό των 40.000 ευρώ, ως απολεσθέντα εισοδήματα, για το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 29-2-2016, εκ του οποίου 16.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε απολεσθέντα εισοδήματα για το διάστημα πριν την άσκηση της αγωγής, με εφάπαξ καταβολή, το δε λοιπό ποσό, που αντιστοιχούσε σε απολεσθέντα εισοδήματα για το διάστημα μετά την άσκηση της αγωγής, σε δόσεις, και δη, το ποσό των 4.000 ευρώ, μηνιαίως, καταβλητέο την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός, άλλως και κατά την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι δεν συντρέχει παράβαση των σχετικών κανονισμών ασφαλείας, εκ μέρους των εναγομένων, το ποσό των 20.000 ευρώ, ένεκα της αντικειμενικής ευθύνης τους, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 551/1915, ως αποζημίωση, λόγω πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας για εργασία, 2) το ποσό των 900 ευρώ, ως έξοδα νοσηλείας, 3) το ποσό των 15.290 ευρώ, ως μελλοντικά έξοδα νοσηλείας, και 4) το ποσό των 150.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη, άπαντα δε τα ανωτέρω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής, εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 421/2017 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αγωγή, ως προς αμφότερες τις βάσεις της, ως προς τον πέμπτο εναγόμενο, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, και ως προς τη δεύτερη εναγομένη, ως αβάσιμη στην ουσία της (με την αιτιολογία ότι η εν λόγω εναγομένη δεν ήταν εφοπλίστρια του πλοίου, αλλά ναυλομεσίτρια, οπότε εξέλιπε από την τελευταία η ιδιότητα της κυρίας του έργου), έγινε δεκτή η αγωγή, ως ουσία βάσιμη, κατά των λοιπών εναγομένων, και υποχρεώθηκαν αυτοί να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 31.000 ευρώ, επιμεριζόμενο σε 16.000 ευρώ, ως απολεσθέντα εισοδήματα χρονικού διαστήματος τεσσάρων μηνών, αρχομένου από Μάιο του 2015 έως τον Αύγουστο του ιδίου έτους, και σε 15.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του ενάγοντος βλάβης, ενώ απορρίφθηκαν, ως αναπόδεικτα, τα αγωγικά κονδύλια των 900 ευρώ, για καταβληθέντα έξοδα νοσηλείας, και των 15.920 ευρώ, για μελλοντικά έξοδα νοσηλείας του. Την ως άνω απόφαση προσέβαλαν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: α) η πρώτη εναγομένη, ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…………….», με την από 16-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση τόσο, κατά του ενάγοντος, όσο και κατά της δεύτερης, τρίτης, τέταρτου και πέμπτου των εναγομένων, β) ο ενάγων, ………….., με την από 31-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, κατά της πρώτης, τρίτης και τέταρτου των εναγομένων, και γ) η τρίτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………….», με την από 7-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………./2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση κατά του ενάγοντος. Οι ως άνω εφέσεις συνεκδικάσθηκαν και εξεδόθη, επ’ αυτών, η υπ’ αριθμ. 167/2019 εν μέρει οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού έγιναν αυτές τυπικά δεκτές: α) απορρίφθηκε, ως παθητικά ανομιμοποίητη, η από 16-3-2017 έφεση, καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά των ως άνω συνεναγομένων της εκκαλούσας, και δη, των δεύτερης, τρίτης, τέταρτου και πέμπτου των εφεσιβλήτων, β) κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 31-3-2017 έφεσης, ως προς τον τρίτο εφεσίβλητο (τέταρτο εναγόμενο) και γ) ανεβλήθη, κατά τα λοιπά, η έκδοση οριστικής απόφασης, επί των ως άνω τριών συνεκδικαζόμενων εφέσεων και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης αυτών, προκειμένου ο εκκαλών-εφεσίβλητος, …………. προσκομίσει τα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση αποδεικτικά μέσα. Στη συνέχεια, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 519/2020 οριστική απόφαση του αυτού δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 31-3-2017 έφεσης του ενάγοντος, ως προς τον τρίτο εφεσίβλητο – τέταρτο εναγόμενο …………., και, αφού συνεκδικάσθηκαν, κατά τα λοιπά οι ως άνω εφέσεις: α) απορρίφθηκε η από 31-3-2017 έφεση, ως ουσία αβάσιμη, β) έγιναν δεκτές οι από 16-3-2017 και από 7-3-2017 εφέσεις, ως ουσιαστικά βάσιμες, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 421/2107 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και, εν συνεχεία, απορρίφθηκε, στην ουσία της, η αγωγή, ως προς την τρίτη εναγομένη, έγινε αυτή, κατ’ ουσίαν, εν μέρει δεκτή, ως προς την πρώτη εναγομένη, και υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 27.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για μεν το ποσό των 24.000 ευρώ, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, και για το ποσό των 3.000 ευρώ, από 6-8-2015 και μέχρι την εξόφληση. Ακολούθως, η πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα της από έφεσης 16-3-2017 έφεσης άσκησε, ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, την από 15-10-2020 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1908/2023 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που, κάνοντας δεκτό τον πρώτο λόγο αναίρεσης, έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο ως άνω δικαστήριο, δικάζοντας επί της εφέσεως της αναιρεσείουσας, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, -καθώς, συγκεκριμένα, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 681, 688-651 ΑΚ και τη διάταξη του 5Α παρ. 2 του ΠΔ 70/1990, ενώ περιέλαβε στην απόφασή του και ανεπαρκείς σχετικές αιτιολογίες-, και, ακολούθως, αναίρεσε (ως προς την αναιρεσείουσα – εκκαλούσα – πρώτη εναγομένη της ένδικης αγωγής, πλοιοκτήτρια εταιρία) την υπ’ αριθμ. 519/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και παρέπεμψε την υπόθεση, για εκ νέου εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή από αυτόν που εξέδωσε την ως άνω αναιρουμένη απόφαση. Ήδη δε, η υπόθεση επανεισάγεται, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 4-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024 κλήση της αναιρεσείουσας – εκκαλούσας – εναγομένης κατά του αναιρεσίβλητου – πρώτου εφεσιβλήτου – ενάγοντος και των λοιπών εφεσιβλήτων – συνεναγομένων της αναιρεσείουσας, ήτοι, της μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….» και τον διακριτικό τίτλο «……………….», της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», του …………. και του …………. Ωστόσο, η ως άνω κλήση, με την οποία επαναφέρεται προς εκδίκαση η από 16-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση της εκκαλούσας – πρώτης εναγομένης (και όχι και οι λοιπές ως άνω αναφερόμενες εφέσεις της εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και του ………….., νυν πρώτου εφεσίβλητου, ως αβασίμως, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, ο τελευταίος διατείνεται, δοθέντος και του ότι μόνον ως προς την ανωτέρω έφεση της εκκαλούσας – αναιρεσείουσας επελήφθη και έκρινε το δικαστήριο της αναίρεσης) ελέγχεται, κατά τα προεκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη, ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των ως άνω, πλην του πρώτου, εφεσιβλήτων, καθώς, ενώ διάδικοι στο δικαστήριο της παραπομπής νοούνται μόνο εκείνοι που μετείχαν στην αναιρετική δίκη, οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτος των εφεσιβλήτων δεν συμμετείχαν στη δίκη αυτή, με αποτέλεσμα το αναιρεθέν τμήμα της ως άνω, προσβαλλομένης με αναίρεση υπ’ αριθμ. 519/2020 αποφάσεως του ως άνω δικαστηρίου, να μην αφορά τους τελευταίους, για τους οποίους υπάρχει δεδικασμένο από την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση. Η δε από 16-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 421/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε, στην εκκαλούσα, στις 7-3-2017 (βλ. την υπ’ αριθμ. …………./7-3-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….), ενώ η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 24-3-2017, ήτοι, εντός της, προβλεπομένης από το άρθρο 518 ΚΠολΔ, προθεσμίας των τριάντα ημερών, από την επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 518 παρ.1, 520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ), ομοίως δε εμπρόθεσμα έχει ασκηθεί και ως προς τους λοιπούς εφεσιβλήτους, καθώς δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης από την εκκαλούσα σε αυτούς. Αναφορικά δε με τους δεύτερη, τρίτη, τέταρτο και πέμπτο των εφεσιβλήτων, λεκτέα είναι τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδ. α ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, όχι δε και κατ’ εκείνων που διετέλεσαν ομόδικοι αυτού, οι οποίοι υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη από την εκκαλουμένη απόφαση. Κατ’ εξαίρεση, η έφεση μπορεί παραδεκτώς να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιου από αυτούς, αν η εκκαλουμένη απόφαση περιλαμβάνει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ’ άλλου ομοδίκου. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων, για την προάσπιση αντιθέτων συμφερόντων τους (π.χ. στη δίκη διανομής). Ειδικότερα, στην περίπτωση που ενάγονται περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι σε δίκη αποζημίωσης από αδικοπραξία, αντικείμενο της δίκης είναι μόνο η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση, όχι δε και η εξ αναγωγής τους ενός εις ολόκληρον ευθυνομένου προς τον άλλον. Στη δίκη αυτή, οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, δεν μπορούν να αντιδικούν μεταξύ τους, ούτε ως προς την ύπαρξη, ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους. Ειδικότερα, στη δίκη αποζημίωσης από αδικοπραξία, αν εναχθούν περισσότεροι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, δεν μπορούν αυτοί να ζητήσουν από το Δικαστήριο να τους προσδιορίσει, με την απόφασή του, το βαθμό συμμετοχής τους. Αυτό θα κριθεί στο πλαίσιο της δίκης αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνομένων. Η απόφαση, εξάλλου, που εκδίδεται στη δίκη που έκρινε την αξίωση αποζημίωσης δεν αποτελεί δεδικασμένο στη δίκη που συνήθως ακολουθεί για την εξ αναγωγής αξίωση και όταν ακόμη στη δίκη αποζημίωσης ο εξ αναγωγής εναγόμενος ήταν συνεναγόμενος, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα νομικής αιτίας, αφού η αξίωση αποζημίωσης στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ ή σε άλλη διάταξη, που τυχόν την καθιερώνει, ενώ η αξίωση αναγωγής στο νόμο (άρθρο 927 ΑΚ), ούτε ταυτότητα διαδίκων, αφού, στη δίκη αποζημίωσης, οι συνοφειλέτες είναι απλοί ομόδικοι, ενώ, στη δίκη αναγωγής, οι συνοφειλέτες παρίστανται με διαφορετική ιδιότητα και είναι αντίδικοι. Επομένως, η έφεση του ενός από τους εις ολόκληρον ευθυνομένους δεν μπορεί να απευθύνεται και κατά του άλλου, διότι το συμφέρον του εκκαλούντος εξαντλείται στην απόρριψη της αγωγής, ως προς αυτόν, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να περιλάβει στην απόφασή του διάταξη που να μεταβάλει, ως προς τον εφεσίβλητο ομόδικο του εκκαλούντος, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την εκκαλουμένη απόφαση (ΟλΑΠ 16/96, ΑΠ 1467/09, ΑΠ 1287/09, ΑΠ 1349/08, ΑΠ 642/07, ΕΠειρ 23/16 ΝΟΜΟΣ, ΕΛαρ 152/14 Δικογραφία 2014. 713). Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης, τρίτης, τέταρτου και πέμπτου των εφεσιβλήτων, απλών ομοδίκων και συνεναγομένων της εκκαλούσας στην από 17-7-2015 και με αριθμ εκθ. καταθ. δικ. …………/2015 αγωγή του πρώτου εφεσιβλήτου – ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος η ανωτέρω έφεση στρέφεται κατά του ενάγοντος – πρώτου εφεσιβλήτου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, ακολούθως, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, με την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση.
Κατά το άρθρο 1 του ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α` του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας (περιλαμβανομένου και του θανάτου), η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε, αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, παροχή της εργασίας (ΟλΑΠ 1287/86). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του ως άνω νόμου, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης (ή, σε περίπτωση θανάτου, της ψυχικής οδύνης) οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα δικαιούμενα αντ` αυτού πρόσωπα δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση, μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρεται μόνο στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο, οπότε εφαρμόζονται για αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/86). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης (ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης), αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφάλειας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (ΑΠ 1389/18, ΑΠ 80/16, ΑΠ 910/15). Περαιτέρω, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 922 του ΑΚ και των άρθρων 681, 688-691 του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται κατ’ αρχήν προστηθείς του εργοδότη, όταν, όμως, ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του ρητώς ή σιωπηρώς τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου, και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών, προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση πρόστησης προς τον εργοδότη (ΑΠ 47/20, ΑΠ 1237/18, ΑΠ 374/18). Επομένως, για τη θεμελίωση αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης κατά του υπαιτίου ατυχήματος, ως και κατά εκείνου, ο οποίος με σύμβαση έργου ανέθεσε στον υπαίτιο την εκτέλεση του έργου όπου συνέβη το ατύχημα, αναγκαία προϋπόθεση είναι ο εργοδότης να έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου, στοιχεία τα οποία συνιστούν την ιδιότητα του τελευταίου ως προστήσαντος τον υπαίτιο εργολάβο (ΑΠ 218/18, ΑΠ 1154/18, ΑΠ 181/16, ΑΠ 1840/11). Πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν τους όρους ασφάλειας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 662 ΑΚ (ΑΠ 246/22, ΑΠ 600/20, ΑΠ 954/18, ΑΠ 2014/07). Τέτοιες ειδικές διατάξεις για την ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες περιέχει το π.δ. 70/1990, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 14 παρ. 2 και 36 του ν. 1568/1985 “υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων” και καθορίζει τις υποχρεώσεις των προσώπων που εμπλέκονται στην εκτέλεση κάθε ναυπηγοεπισκευαστικού έργου για την τήρηση των προβλεπόμενων σ` αυτό μέτρων ασφαλείας. Ειδικότερα, το ανωτέρω π.δ. ορίζει, κατ’ αρχήν, ότι στην έννοια του ναυπηγοεπισκευαστικού έργου περιλαμβάνεται και κάθε εργασία επισκευής (πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος), ότι κύριος του έργου θεωρείται ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο νομέας ή ο κάτοχος του πλοίου ή άλλης πλωτής κατασκευής, όπου εκτελούνται, ύστερα από εντολή του και λογαριασμό του, ναυπηγοεπισκευαστικά έργα, ο δε κύριος του έργου μπορεί να εκπροσωπείται από το νόμιμο εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή τον πλοίαρχο του πλοίου (άρθρο 2 παρ. 1 και 3) και προβλέπει, περαιτέρω, στο μεν άρθρο 5 παρ. 2, ότι ο κύριος του έργου συνεργάζεται και με τους εργολάβους, υπεργολάβους για την σωστή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας και την αποφυγή ατυχημάτων στις εργασίες που πραγματοποιούνται, τόσον από τα συνεργεία των εργολάβων, όσο και από τα μέλη του πληρώματος του πλοίου, ενώ στα άρθρα 37 επ., στο κεφάλαιο Ζ` και υπό τον τίτλο “ΙΚΡΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΞΕΔΡΕΣ (ΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ)”, προβλέπονται οι όροι ασφαλείας ως προς την τοποθέτηση, και χρήση μεταξύ άλλων και κινητών ικριωμάτων κατά την εκτέλεση των ως άνω εργασιών. Κατά το νοηματικό περιεχόμενο της ως άνω διατάξεως του άρθρου 5 παρ.2, η υποχρέωση συνεργασίας εκ μέρους του κυρίου του έργου, εάν αυτός δεν έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του την διεύθυνση του έργου, τελεί υπό την προϋπόθεση της υποβολής σχετικού αιτήματος από τον εργολάβο, μελετητή κ.λπ. (ΑΠ 1908/23).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, της ανωμοτί καταθέσεως του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας και της ανωμοτί καταθέσεως του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των υπ’ αριθμ. ……./20-1-2016 και ……………/12-2-2016 ενόρκων βεβαιώσεων των ………….. και ………….., αντίστοιχα, που ελήφθησαν, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς, με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν προηγούμενης νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της άνω εναγομένης, -καθώς, για τη μεν πρώτη των βεβαιώσεων αυτών, προσκομίζεται η υπ’ αριθμ. …………΄/13-1-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, ενώ, για τη δεύτερη, δεν προσκομίζεται σχετική έκθεση επιδόσεως, πλην όμως μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση και η εναγομένη – εκκαλούσα δεν επικαλέσθηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έλλειψη κλητεύσεώς της, ούτε αμφισβήτησε, καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο, την εγκυρότητα της δόσεως της ένορκης αυτής βεβαίωσης (ΑΠ 1214/10 ΝΟΜΟΣ)-, και όλων των, μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων (η μνεία κατωτέρω ορισμένων εξ αυτών είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί), μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα τρείς φωτογραφίες και ο υλικός φορέας εγγραφής, που λαμβάνεται υπόψιν ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, καθώς δεν συνοδεύεται από έγγραφο κείμενο, περιέχον τις αποτυπωθείσες σε αυτό λήψεις, με βεβαιωμένη την ακρίβεια μεταφοράς από πληρεξούσιο δικηγόρο (ΑΠ 228/12 ΝοΒ 2012. 2364, ΜονΕΘρ 72/14 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη – εκκαλούσα ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «…………..» τυγχάνει πλοιοκτήτρια ενός, υπό ελληνική σημαία πλοίου αναψυχής, τύπου καταμαράν, με την ονομασία «Α», αριθμ. νηολογίου ………, μήκους 18,80 μέτρων. Δυνάμει συμβάσεως έργου, που συνήφθη μεταξύ αυτής και του ………., -τον οποίο της συνέστησε ο αδελφός του και πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου, …………..-, ο …………., ανέλαβε, υπό την ιδιότητα του εργολάβου, την εκτέλεση εργασιών επισκευής του εν λόγω πλοίου, κυρίως δε της βαφής της πρύμνης, καθώς και του κύτους του πλοίου αυτού, και ειδικότερα, το τρίψιμο και τον καθαρισμό των σημείων που έχρηζαν τοπικής επισκευής, το βάψιμο και στοκάρισμα τους, την ευθυγράμμιση αυτών, το τρίψιμο της επιφάνειας με μηχανικά μέσα, για δημιουργία κατάλληλης επιφάνειας πρόσφυσης, την τοπική βαφή με primer και τη βαφή με πιστόλι, με το χρώμα επιλογής της ως άνω πλοιοκτήτριας. Οι σχετικές εργασίες συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθούν στο ναυπηγείο της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που βρίσκεται στη θέση «…………….» Αίγινας. Έτσι, δυνάμει των από 20-11-2014 σχετικών συμβάσεων έργου και μίσθωσης χώρου, η εναγομένη πλοιοκτήτρια ανέθεσε στην ανωτέρω εταιρία την ανέλκυση και καθέλκυση του πλοίου και την υδροβολή των υφάλων, αντί αμοιβής 1.000 ευρώ και 140 ευρώ, αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια της παραμονής αυτού στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου, αντί μισθώματος 15 ευρώ ανά ημέρα παραμονής, με την πρόσθετη υποχρέωση κατασκευής σκαλωσιάς, για τις ως άνω εργασίες, αντί της επιπλέον αμοιβής 900 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ενώ, ακολούθως, δυνάμει της από 7-4-2015 συμβάσεως, η ως άνω εναγομένη ανέθεσε στην προαναφερομένη εταιρία την κατασκευή συμπληρωματικής σκαλωσιάς, έναντι αμοιβής 900 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. Περί δε τα μέσα Απριλίου του ως άνω έτους, ο …………. προσέλαβε τον ενάγοντα, που διατηρούσε βαφείο αυτοκινήτων, στον Πειραιά, και απασχολείτο, περιστασιακά, σε εργασίες βαφής σκαφών, προκειμένου να προβεί σε βαφή του εξωτερικού μέρους του ανωτέρω πλοίου, αντί αμοιβής 1.500 ευρώ, με βοηθό βαφέα τον …………….., κατόπιν συστάσεως του ενάγοντος. Οι τελευταίοι, μετά την τοποθέτηση των σχετικών ικριωμάτων από την ιδιοκτήτρια εταιρία του ναυπηγείου, περιμετρικά του πλοίου, άρχισαν να εκτελούν την ως άνω ανατεθείσα σε αυτούς εργασία, στις 16-4-2015, την οποία και συνέχισαν έως τις 26-4-2015. Κατά την ημερομηνία αυτή, ο ενάγων μετέβη στο χώρο του ναυπηγείου, -ο οποίος τυγχάνει περιφραγμένος, πλην του συνορεύοντος με τον αιγιαλό τμήματός του, και φυλάσσεται συνεχώς, επί εικοσατετραώρου βάσεως από φύλακα, που ελέγχει και καταγράφει τα πρόσωπα που εισέρχονται, καθώς και την ακριβή ώρα εισόδου και εξόδου τους, σε έντυπο της εταιρίας που εκμεταλλεύεται το ως άνω ναυπηγείο-, προκειμένου να ολοκληρώσει τις εργασίες βαφής. Συγκεκριμένα, ανέβηκε στο κινητό ικρίωμα, όπου, λόγω έντονης ζάλης, απώλεσε την ισορροπία του, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος, από ύψος 2,5 μέτρων, και να τραυματισθεί στο δεξί του χέρι και το πρόσωπο. Αμέσως, διεκομίσθη στο Κέντρο Υγείας Αίγινας, όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε κάταγμα δεξιού βραχιονίου. Ακολούθως, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ», όπου, αφού επιβεβαιώθηκε η αρχική ως άνω διάγνωση, υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση ανοικτής ανάταξης εσωτερικής οστεοσύνθεσης και τοποθετήθηκε σε αυτόν βραχιοπηχεοκαρπικός γυψονάρθηκας. Επίσης, λόγω της ανωτέρω πτώσης του, ο ενάγων υπέστη κάταγμα σε τέσσερα δόντια, για την αντιμετώπιση του οποίου υπεβλήθη σε προσθετική αποκατάστασή τους. Το ως άνω ατύχημα συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του Ν. 551/1915, καθώς η προκληθείσα ως άνω βλάβη της υγείας του ενάγοντος υπήρξε αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, -που δεν αναγόταν σε οργανική η παθολογική του προδιάθεση-, κατά την εκτέλεση της εξαρτημένης εργασίας του ως βαφέα, το οποίο δεν θα ελάμβανε χώρα, δίχως αυτήν. Ο δε ισχυρισμός της εναγομένης – εκκαλούσας, σύμφωνα με τον οποίο, το ένδικο ατύχημα δεν έφερε το χαρακτήρα εργατικού, δοθέντος ότι ο ενάγων πραγματοποιούσε τις προαναφερόμενες εργασίες στο πλοίο, δυνάμει, συναφθείσας μεταξύ αυτού και του εργολάβου, …………….., συμβάσεως έργου και όχι συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, δεν αποδείχθηκε. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω εργολάβος προσέλαβε τον ενάγοντα, καθορίζοντας τον τόπο, χρόνο και τον τρόπο εργασίας του, την οποία ο τελευταίος εκτελούσε υπό τον έλεγχο, τις οδηγίες και εντολές του, ως, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός της παρουσίας του ως άνω εργολάβου, κατά την έναρξη των σχετικών εργασιών, καθώς και την ημέρα του ατυχήματος. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα ανέφερε ο ενάγων στην ανωμοτί κατάθεσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο ίδιος απευθύνθηκε στον εργολάβο, επισημαίνοντάς του ότι τα μέτρα ασφαλείας, κατά την εργασία του, δεν ήταν επαρκή. Η ως άνω παραδοχή, άλλωστε, περί εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, δεν αντικρούεται από το γεγονός, τόσο της μη απασχόλησης αυτού, από τον εν λόγω εργολάβο, σε μόνιμη βάση, όσο και της μη ασφάλισής του στο ΙΚΑ, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι ο ενάγων ήταν ασφαλισμένος στο ΤΕΒΕ. Δεχόμενο τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, με αποτέλεσμα ο υποστηρίζων τα αντίθετα, κατά το οικείο σκέλος του, πρώτος λόγος εφέσεως να τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά την ως άνω ημέρα του ατυχήματος, τα ικριώματα που είχε τοποθετήσει, για την εκτέλεση των σχετικών εργασιών, η ιδιοκτήτρια του ναυπηγείου, είχαν ήδη αφαιρεθεί, από αυτήν, μετά από ενημέρωσή της περί ολοκληρώσεως του έργου. Στη θέση τους δε, είχαν τοποθετηθεί, εκ των υστέρων, πρόχειρα ικριώματα, αποτελούμενα από τμήματα των αρχικών, για την εκτέλεση, τελικώς, και κάποιων πρόσθετων εργασιών, προφανώς, λόγω αστοχίας ή ελλείψεως των ήδη εκτελεσθέντων. Το γεγονός αυτό της αφαιρέσεως των ως άνω ικριωμάτων επιβεβαιώνεται και από τον υπάλληλο της ιδιοκτήτριας του ναυπηγείου, ……………, κατά την κατάθεση του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, ο εργολάβος ………… τον είχε ενημερώσει για την περάτωση των εργασιών στο πλοίο, ήδη από την Παρασκευή, 24-5-2015, οπότε και αυτός, με τη σειρά του, ειδοποίησε για την απομάκρυνση των ικριωμάτων. Άλλωστε, και από τις φωτογραφίες που προσκομίζει ο ενάγων, με αριθμ. σχετ. 21, 22, 23, και απεικονίζουν τα σχετικά ικριώματα, προκύπτει ότι οι δύο πρώτες αυτών, οι οποίες φέρονται ότι ελήφθησαν στις 16-5-2015, διαφέρουν από την τελευταία, που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αφορούν στο χρόνο του ατυχήματος. Ειδικότερα, από τις πρώτες με αριθμ. σχετ. 21, 22, αν και αυτές έχουν ληφθεί από κοντινή απόσταση, συνάγεται ότι, κατά το χρόνο λήψης τους, που είναι, μετά βεβαιότητας, προγενέστερος της 26-4-2015, καθώς τα ύφαλα του πλοίου είναι άβαφα, υπήρχε και δεύτερος όροφος στο ικρίωμα, αφού διακρίνονται οι πλαγιοστάτες του ικριώματος να εκτείνονται και πέραν του δαπέδου εργασίας (μαδεριού) πλησίον του επιπέδου κεντρικού τμήματος του πλοίου, δηλαδή του πρώτου ορόφου του, όπως και οι χιαστί πλάτες. Επίσης, στη με αριθμ. σχετ. 22 φωτογραφία, διακρίνονται διαφορετικά επίπεδα δαπέδων εργασίας, αφενός στο ικρίωμα που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το επίπεδο κεντρικό τμήμα του πλοίου, και, αφετέρου, σε εκείνο που βρίσκεται στο πλάι αυτού προς τα δεξιά, το οποίο, μάλιστα, στηρίζεται σε τμήμα του ικριώματος που δεν αποτυπώνεται στη φωτογραφία της 26ης-4-2015. Σύμφωνα, μάλιστα, με όσα αναφέρει στις προτάσεις του, καθώς και στην ανωμοτί εξέτασή του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο ενάγων, το σημείο που αυτός εργαζόταν, όταν συνέβη το ατύχημα, ήταν ο καθρέπτης της πλώρης, εκεί δηλαδή όπου κρέμεται η αλυσίδα της άγκυρας και τα ελαστικά μπαλόνια πλαγιοδέτησης, ήτοι σε σημείο που, και από τη σχετική με αριθμ. σχετ. 23 προσκομιζόμενη φωτογραφία προκύπτει ότι υπήρχε δεύτερος όροφος ή δεύτερο επίπεδο στο ικρίωμα, καθώς η ανάγκη τοποθέτησής του ήταν προφανής. Ο δεύτερος όροφος αυτός στα ικριώματα, ο οποίος ήταν απαραίτητος, λόγω του ύψους του πλοίου, λογικά αποσυναρμολογήθηκε και αφαιρέθηκε, ενώ ο πρώτος όροφος, που σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, αποτελείτο από περισσότερα τμήματα και δεν ήταν ενιαίος, απλώς απομακρύνθηκε από το πλοίο, χωρίς να αποσυναρμολογηθεί πλήρως, διότι, ενδεχομένως, η ιδιοκτήτρια του ναυπηγείου θα μπορούσε να προβεί σε άμεση αξιοποίησή του, σε εργασίες επισκευής ή συντήρησης άλλου πλοίου. Τα ικριώματα δε που ήταν τοποθετημένα, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήταν πρόχειρα, καθώς, ειδικότερα: α) το δάπεδό τους δεν αποτελείτο από τρία τουλάχιστον μαδέρια ελαχίστου πάχους πέντε (5) εκατοστών και συνολικού πλάτους τουλάχιστον εξήντα (60) εκατοστών, β) τα μαδέρια του δαπέδου δεν συνδέονταν από το κάτω μέρος κάθετα προς την κατασκευή με ζεύγματα (κλάπες), σε τρόπο που να είναι αδύνατη η ανομοιόμορφη κάμψη τους, γ) δεν εξασφαλιζόταν η σταθερότητα των πλαγιοστατών της οριζόντιας δοκού ανά δύο, με αντερείσματα που συγκολλώνται ή προσηλώνονται ανάλογα στο μέσον της οριζόντιας δοκού και στα κάτω άκρα των πλαγιοστατών, κατά παράβαση των άρθρων 41 παρ. 1 α, δ και 45 παρ. 2 του π.δ. 70/1990. Οι ελλείψεις δε αυτές συνδέονται αιτιωδώς με την πτώση του ενάγοντος, καθώς το ασφαλές δάπεδο εργασίας, όπως και τα αντερείσματα που θα συνδέονταν με τους πλαγιοστάτες, θα εξασφάλιζαν, αφενός, μεγαλύτερη επιφάνεια δαπέδου εργασίας του και, αφετέρου, θα μπορούσαν να τον συγκρατήσουν από την πτώση, ώστε να αποτραπεί η επέλευση του ενδίκου ατυχήματος. Δεδομένων των ως άνω συνθηκών, υπεύθυνος για την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος του ενάγοντος, τυγχάνει ο εργολάβος, ο οποίος, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1, 7, 9 και 19 και 63 και 64 παρ. 5 του π.δ. 70/1990, που περιέχει ειδικές διατάξεις για την ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, δεν οργάνωσε, επέβλεψε και επιθεώρησε την εκτέλεση της βαφής, ώστε να εξασφαλίσει την ύπαρξη ασφαλών συνθηκών, και δη, την ύπαρξη ασφαλούς ικριώματος, προβαίνοντας σε διακοπή εργασιών, εφόσον δεν τηρούνταν οι όροι ασφαλείας των εργαζομένων, ούτε χορήγησε ατομικά μέσα προστασίας στον ενάγοντα, κατάλληλα για την αποτροπή της πτώσης του, και συγκεκριμένα, ζώνη ασφαλείας, με όλα τα παρελκόμενα αυτής. Όσον αφορά την εναγομένη – πλοιοκτήτρια εταιρία, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι, για τις πρόσθετες ως άνω εργασίες βαφής που απαιτήθηκαν στο πλοίο, αυτή, δια των οργάνων ή προστηθέντων της, προέβη στην τοποθέτηση των προχείρων ως άνω ικριωμάτων. Η ίδια, μάλιστα, ως αποδείχθηκε, ουδόλως είχε επιφυλάξει, για τον εαυτό της, τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του ως άνω έργου, και δη, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο του, -ελλείψει, και ειδικών, προς τούτο, γνώσεών της-, κρίση που επιρρωνύεται, άλλωστε, και από τα σχετικά διαλαμβανόμενα στο προσκομιζόμενο σχέδιο σύμβασης έργου, μεταξύ αυτής και του ως άνω εργολάβου, σύμφωνα με τα οποία, ο τελευταίος ορίζετο ως αποκλειστικά υπεύθυνος για την ορθή εκτέλεση του έργου αυτού. Ο δε περί του αντιθέτου ισχυρισμός του ενάγοντος, που εισεφέρθη, το πρώτον, με τις προτάσεις του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της παραπομπής, ότι, ανεξαρτήτως των αρχικών προθέσεων και της συμφωνίας, μεταξύ εναγομένης – κυρίας του έργου και εργολάβου, η επίβλεψη του εν λόγω έργου ασκείτο, στην πραγματικότητα, από την ως άνω εναγομένη, μέσω του, προστηθέντος από αυτήν και εκπροσωπούντος την ίδια, Πλοιάρχου του πλοίου, ………….., αδελφού του εργολάβου, …………., με τον οποίο είχε αυτός, από κοινού, αναλάβει την ως άνω εργολαβία, δεν αποδείχθηκε και, για το λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσία αβάσιμος. Εφόσον, λοιπόν, η ως άνω εναγομένη είχε αναθέσει σε εξειδικευμένο εργολάβο, την εκτέλεση του ανωτέρω έργου βαφής του προαναφερομένου πλοίου της, χωρίς να επιφυλάξει, για τον εαυτό της, τη διεύθυνση και επίβλεψη του εν λόγω έργου, ο ως άνω εργολάβος δεν έφερε την ιδιότητα του υπ’ αυτής προστηθέντος στην εκτέλεση του έργου αυτού, με αποτέλεσμα η ίδια να μην ευθύνεται, για την παρανόμως προκληθείσα ως άνω, από υπαιτιότητα του εργολάβου, ζημία του ενάγοντος, δοθέντος, μάλιστα και του ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε μη συνεργασία της εναγομένης, κατόπιν αιτήματος του εργολάβου, σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας προς αποκατάσταση της ακαταλληλότητας του ανωτέρω ικριώματος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κρίνοντας, ομοίως, ως αναπόδεικτο τον αγωγικό ισχυρισμό περί του ότι η ανωτέρω εναγομένη είχε επιφυλάξει, για τον εαυτό της, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου, και δη, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εναγόμενο, εργολάβο, δέχθηκε, ακολούθως, ότι το γεγονός αυτό ουδεμία ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή, λόγω εφαρμογής των διατάξεων του π.δ. 70/1990, σύμφωνα με τις οποίες, ο κύριος του έργου ευθύνεται αντικειμενικά, ήτοι, ανεξάρτητα από το εάν είχε ή όχι την εποπτεία του έργου και εάν έδινε ή όχι εντολές στον εργολάβο και στα συνεργεία που αυτός χρησιμοποιούσε. Έτσι, έκρινε ότι η εναγομένη τυγχάνει υπαίτια της πρόκλησης του ενδίκου ατυχήματος, καθώς, ως πλοιοκτήτρια και κυρία του έργου, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 του π.δ. 70/1990, δεν συνεργάσθηκε με τον εργολάβο για τη σωστή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας, προς αποφυγή ατυχημάτων στις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν από το συνεργείο του, ιδίως δε, δεν μερίμνησε για την αντικατάσταση του ακατάλληλου και ανασφαλούς ικριώματος (το οποίο ήταν αυτό που, εξ αρχής, είχε τοποθετηθεί, από την ιδιοκτήτρια του ναυπηγείου), με νέο, που θα πληρούσε τους όρους ασφάλειας που τίθενται από το π.δ. 70/1990 στα άρθρα 37 επ. αυτού. Δεχόμενο, υπό τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αυτοτελή ευθύνη της εναγομένης, ως προς την επέλευση του προπεριγραφέντος εργατικού ατυχήματος, ήτοι ευθύνη αυτής, ανεξαρτήτως της ευθύνης του εργολάβου, με βάση τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του π.δ. 70/1990, έσφαλε σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς, -ως δέχθηκε και η υπ’ αριθμ. 1908/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε, ως προς την ανωτέρω εναγομένη, την υπ’ αριθμ. 519/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς-, η ανωτέρω διάταξη, στην περίπτωση που ο κύριος του έργου δεν έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του τη διεύθυνση του έργου, δεν θεσπίζει αντικειμενική ευθύνη αυτού, ως προς την ορθή τήρηση και εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας και την αποφυγή ατυχημάτων, που θα υφίστατο, ως προεκτέθηκε, μόνο στην περίπτωση υποβολής σχετικού αιτήματος από τον εργολάβο του έργου και μη συνεργασίας της εναγομένης, κυρίας αυτού, περιστατικά για τα οποία, όμως, ουδεμία σχετική παραδοχή διαλαμβάνει, στο σκεπτικό της, η εκκαλουμένη απόφαση. Συνεπώς, ο συναφής λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, ως κατ’ ουσίαν βάσιμος, με αποτέλεσμα να παρέλκει η έρευνα των υπολοίπων αυτής λόγων (ΕΑ 223/16 ΔΕΕ 2016. 355, ΕΔωδ 70/15, ΕΠειρ 225/14 ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν δε των ανωτέρω, ουδεμία ευθύνη βαρύνει την εναγομένη, αφενός, προς αποζημίωση του ενάγοντος, τόσο, κατά την κύρια αγωγική βάση του άρθρου 16 του Ν. 551/1915, όσο και κατά την αντίστοιχη επικουρική του άρθρου 3 του ως άνω Νόμου (δοθέντος και του ότι, αναφορικά με την εφαρμογή της τελευταίας, ελλείπει, με βάση τα όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, η αναγκαία, στο πρόσωπο της εναγομένης, ιδιότητα του εργοδότη του ενάγοντος, καθώς ο τελευταίος προσελήφθη και απασχολήθηκε στο έργο αυτό, όχι από την ίδια, αλλά από τον εργολάβο του), και, αφετέρου, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, καθώς δεν αποδείχθηκε παράνομη αυτής συμπεριφορά. Σημειωτέον δε ότι η μη εξετασθείσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, νομική βάση της αγωγής περί αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης, εδραζομένης στην, εκ μέρους της, τέλεση του εγκλήματος της έκθεσης (άρθρο 306 ΠΚ), λόγω αδιαφορίας αυτής, ως προς τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας εργασίας του ενάγοντος πάνω στο ικρίωμα και την επέλευση του ανωτέρω εργατικού ατυχήματος, τυγχάνει απορριπτέα, ως ουσία αβάσιμη, καθώς ελλείπει ο αναγκαίος για τη στοιχειοθέτηση του σχετικού αδικήματος δόλος, δοθέντος ότι, ως προεκτέθηκε η ως άνω εναγομένη, αναθέτοντας το σχετικό έργο σε εργολάβο, δίχως να έχει διατηρήσει η ίδια τη διεύθυνση και επίβλεψη αυτού ή να αρνηθεί οιοδήποτε αίτημα συνεργασίας με τον ίδιο, αναφορικά με τα προαναφερόμενα μέτρα ασφαλείας, ουδόλως ετύγχανε υπεύθυνη για την τήρηση αυτών. Μετά ταύτα, γενομένης δεκτής της εφέσεως, και ως ουσία βάσιμης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, καθ’ ο μέρος αφορά στην εκκαλούσα – πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια, να κρατηθεί και δικασθεί η από 17-7-2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………../2015 αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατ’ αυτής, και να απορριφθεί, ως προς την ως άνω εναγομένη, η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 579 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στο δικαστήριο της παραπομπής κατ` άρθρο 581 παρ. 3 ΚΠολΔ «αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση». Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την ικανοποίηση του αναιρεσείοντος, με βάση την αρχή της οικονομίας της δικαστικής ενέργειας, από τη δυσμενή γι’ αυτόν οικονομική μεταβολή, με την εκτέλεση της αναιρεθείσας απόφασης, και δεν εκτείνεται μέχρι τη ματαίωση της ισχύος άλλων εκτελεστών τίτλων, πριν από την, κατά νόμο, απώλεια του κύρους τους (ΕΠατρ 755/05 ΑχαΝομ 2006. 410), προκύπτει ότι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου που έκανε δεκτή την έφεση κατ` αποφάσεως του Πρωτοδικείου και παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ή άλλο δικαστήριο και έχει γίνει εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση, με βάση την αναιρεθείσα εφετειακή απόφαση, η επαναφορά των πραγμάτων διατάσσεται από το δικαστήριο της παραπομπής, όπου περατώνεται οριστικώς η αναβιώσασα μετά την αναίρεση εκκρεμοδικία επί της εφέσεως (ΕΑ 1088/09 ΝΟΜΟΣ), υπό την προϋπόθεση ότι το αναιρετικό τμήμα δεν είχε δικάσει τέτοια αίτηση ή, αν την είχε δικάσει, την είχε απορρίψει ως απαράδεκτη (βλ. και ΑΠ 45/22, ΑΠ 134/20, ΑΠ 1298/10, ΑΠ 138/85, ΜονΕΑ 3732/21 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα του διαδίκου να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση που αναιρέθηκε, στην περίπτωση του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολΔ έχει, ως μόνο γενεσιουργό λόγο, την αναίρεση της αποφάσεως που εκτελέστηκε και δεν στηρίζεται σε άλλη αιτία, όπως ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του αντιδίκου του (ΑΠ 1175/17), ενώ, εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 579 και 581 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, με την αίτηση επαναφοράς ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων, σε εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο, χρηματικών ποσών του κεφαλαίου των τόκων και των δικαστικών εξόδων και η, επί του αθροίσματος αυτών, καταβολή νόμιμων τόκων, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του δικαιούχου εκκαλούντος. Τόκοι οφείλονται από την υπερημερία, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, ήτοι από την επίδοση του δικογράφου της αιτήσεως επαναφοράς, είτε ενώπιον του Α.Π., είτε ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, ή σχετικής εξώδικης όχλησης, είτε αγωγής, άλλως, εάν η αίτηση επαναφοράς υποβληθεί με τις προτάσεις, από την επίδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων αποφάσεως (ΑΠ 1451/91 ΕλλΔικ 34. 62, ΑΠ 2070/90 ΕΕΝ 1991. 806, AΠ 134/20 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΑ 3732/21, ΜονΕΑ 1207/24 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠειρ 103/08 ΤΝΠ ΔΣΑ, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθ. 578 αρ. 33, 27, 43, αρθ. 581 αρ.25, 29 και εκεί παραπομπές). Ο αιτών δε την επαναφορά δεν έχει το δικαίωμα να αξιώσει, με την ως άνω αίτησή του, τα καταβληθέντα έξοδα της έκδοσης απογράφου και αντιγράφου της προς εκτέλεση αποφάσεως, της σύνταξης επιταγής για εκτέλεση, της εντολής για τη διενέργεια αυτής και της ενεργηθείσας κατάσχεσης, καθώς η διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την αληθή της έννοια, επιτρέπει την απόδοση μόνο των ποσών, που η παροχή τους διατάχθηκε μόνο από την ίδια την αναιρεθείσα απόφαση και όχι, συνεπώς, και των εξόδων της μετέπειτα επιχειρηθείσας αναγκαστικής ή εκούσιας εκτέλεσής της, τα οποία βαρύνουν τον καθ’ ου η εκτέλεση, όχι βάσει της απόφασης αυτής, αλλά του νόμου, ήτοι του άρθρου 932 ΚΠολΔ (ΑΠ 17/21, ΑΠ 1453/19 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποβαλλόμενη στο δικαστήριο της παραπομπής αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση πρέπει να αποδεικνύεται προαποδεικτικώς (ΑΠ 1175/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, επί της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, ΑΠ 138/85 ΕλλΔικ 26. 1491), από τον αιτούντα (ΑΠ 988/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ δεν απαιτείται, για τη συζήτηση της ανωτέρω αιτήσεως, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου επί της αξίας του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται, γιατί η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση διατάσσεται για την άρση της αδικίας που έγινε στον εκκαλούντα (ή αναιρεσείοντα) από την εκτέλεση της αποφάσεως που εξαφανίσθηκε εν όλω ή εν μέρει (ΑΠ 676/07 ΝοΒ 2007. 1875, Αρμ 2007. 1934, ΕΑ 387/22, ΜονΕΑ 1207/24 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να διαταχθεί η επαναφορά στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, πρέπει η εκτέλεση, εκούσια ή αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρεθείσα απόφαση και όχι άλλη (ΑΠ 1530/06 Δ 38. 242, ΕΠειρ 612/10 ΤΝΠ ΔΣΑ, όπου και οι αμέσως προηγούμενες παραπομπές, εκτός δε αυτής βλ. ΕΠειρ 21/20 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΛαρ 472/13 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕΠειρ 634/12, ΕΑ 1839/11 ΕλλΔικ 2012. 204, ΕΑ 1888/09 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στην περίπτωση εκούσιας ή αναγκαστικής εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία, με την επικύρωσή της από το Εφετείο, θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρουμένη απόφαση (ΟλΑΠ 11/07, ΑΠ 134/20, ΑΠ 591/15, ΑΠ 22/06, ΕΑ 6315/ 22, ΕΑ 3642/22 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα – εναγομένη εταιρεία υπέβαλε, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, στο Δικαστήριο τούτο, στο οποίο παραπέμφθηκε, μετ’ αναίρεση, η υπόθεση, αίτημα για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη της αναιρεθείσας εφετειακής αποφάσεως κατάσταση, ζητώντας, ειδικότερα, να υποχρεωθεί ο ενάγων να της αποδώσει το συνολικό ποσό των 44.905 ευρώ, το οποίο η ίδια κατέβαλε στον τελευταίο, σε εκτέλεση της ανωτέρω αποφάσεως, με το νόμιμο τόκο από τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 1908/2023 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, άλλως από την επίδοση της κλήσης, με την οποία εισήχθη προς συζήτηση η υπόθεση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 579 παρ.1 και 2 και 581 παρ. 3 ΚΠολΔ, με εξαίρεση το παρεπόμενο αίτημά της, αναφορικά με την έναρξη της τοκοδοσίας του αιτουμένου ως άνω ποσού, το οποίο είναι νόμιμο, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, από την επίδοση της παρούσας και εφεξής και όχι για προγενέστερο διάστημα τούτου, καθότι μόνο από την επίδοση αυτής, καθίσταται ο ενάγων υπερήμερος, κατ’ άρθρο 340 ΑΚ, για την επιστροφή των καταβληθέντων. Περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, δυνάμει της από 8-9-2023 επιταγής προς εκτέλεση, που επιδόθηκε στην εναγομένη, στις 11-9-2023, μαζί με ακριβές αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ……./2023 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 519/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, επέταξε την τελευταία να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 47.716,05 ευρώ το οποίο επιμερίζετο σε: α) 27.000 ευρώ, για επιδικασθέν κεφάλαιο, β) 15.705 ευρώ, για τόκους, γ) 2.200 ευρώ, για επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα, δ) 2.200 ευρώ, για τη σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή, ε) 471,15 ευρώ, για τέλος απογράφου, στ) 94,23 ευρώ, για καταβληθέν ποσοστό 20% ΟΓΑ επί του τέλους απογράφου και ζ) 45,67 ευρώ, για έξοδα επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή. Η ανωτέρω απαίτηση του ενάγοντος ικανοποιήθηκε, στις 27-11-2023, κατά το ποσό των 47.637,59 ευρώ, όπως αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο από την εναγομένη τραπεζικό έμβασμα της Τράπεζας ALPHA BANK, κατόπιν αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας του ως άνω τραπεζικού ιδρύματος, στο οποίο η εναγομένη διατηρεί λογαριασμό. Ήδη, κρίθηκε ότι ουδεμία απαίτηση του ενάγοντος – εφεσίβλητου υφίσταται, σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας. Επομένως, πρέπει η αίτηση επαναφοράς της προτέρας κατάστασης να γίνει δεκτή και να υποχρεωθεί ο ενάγων – εφεσίβλητος να καταβάλει στην εναγομένη – εκκαλούσα, εκ του ως άνω καταβληθέντος συνολικού ποσού των 47.637,59 ευρώ, το ποσό των 44.905 ευρώ, -ως άθροισμα των επιμέρους ως άνω ποσών των 27.000 ευρώ (κεφάλαιο), 15.705 ευρώ (τόκοι) και 2.200 ευρώ (επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα), δοθέντος ότι για το λοιπό ποσό, που αντιστοιχεί σε καταβληθέντα έξοδα της έκδοσης απογράφου και αντιγράφου της προς εκτέλεση αποφάσεως, καθώς και της σύνταξης επιταγής πληρωμή, δεν επιτρέπεται, σύμφωνα και με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, απόδοση-, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επιδόσεως της παρούσας αποφάσεως σε αυτόν και μέχρι εξοφλήσεως. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, συνεξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, προκειμένου να επαναπροσδιορισθεί αυτή, στο σύνολό της, από το Εφετείο (ΑΠ 1631/10 ΝοΒ 2011. 993, ΑΠ 1567/10 ΝοΒ 2011. 592, ΑΠ 521/02 ΕλλΔικ 2002. 1696, ΜονΕΑ 3421/20). Μετά ταύτα, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα δικαστικά έξοδα, πρέπει να συμψηφισθούν, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, καθώς η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδ. α, 182 εδ. β ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ την από 4-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2024 κλήση, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η από 16-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, ερήμην της δεύτερης, τρίτης και πέμπτου των καθ’ ων η κλήση – εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.-
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 4-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024 κλήση, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της δεύτερης, τρίτης, τέταρτου και πέμπτου των καθ’ ων η κλήση.-
-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ την από 16-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση.-
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση, ως απαράδεκτη, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της δεύτερης, τρίτης, τέταρτου και πέμπτου των εφεσιβλήτων.-
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 16-3-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/2017, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2017, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου εφεσίβλητου, ………-.
-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 421/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθ’ ο μέρος αφορά την εκκαλούσα – πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «………..».-
-ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 17-7-2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2015 αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης.-
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή, ως προς την ως άνω εναγομένη.-
-ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση της εκκαλούσας – εναγομένης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.-
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εφεσίβλητο – ενάγοντα να καταβάλει στην εκκαλούσα – εναγομένη το ποσό των σαράντα χιλιάδων εννιακοσίων πέντε (40.905) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως σε αυτόν και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως-.ΚΑΙ
-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 5.11.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ