ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 659/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ……………, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Της εφεσίβλητης: ………………, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Νικολάου Καλαϊτζίδη.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 11-4-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2022 αγωγή της, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 4063/2023 απόφαση, με την οποία δέχτηκε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την από 15-2-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2024 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά …………../2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 6-2-2025, οπότε και αναβλήθηκε για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 11-4-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2022 αγωγή κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζητούσε να διαταχθεί η διανομή του επίκοινου ακίνητου με πώλησή του δια πλειστηριασμού και διανομή του πλειστηριάσματος στους διαδίκους, ανάλογα με τα ποσοστά συγκυριότητας του καθένα. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4063/2023 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή, η υπόθεση δε συζητήθηκε ερήμην του εναγόμενου. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο τελευταίος, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 15-2-2024 έφεσή του. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο εκκαλών δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στην πιο πάνω δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο. Περαιτέρω η υπό κρίση έφεση του εναγόμενου–εκκαλούντος, κατά της ως άνω εκκαλουμένης που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ( άρθρο 19, 29 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό ………… e -παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Επομένως είναι τυπικά δεκτή.
Από το συνδυασμό των άρθρων 524 παρ. 1,3, 271 και 272 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, επί ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η συζήτηση γίνεται ερήμην του τελευταίου και η έφεση απορρίπτεται χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης, γιατί τεκμαίρεται ότι ο εκκαλών παραιτήθηκε από την υποστήριξή της (ΑΠ 642/1999 ΕλλΔνη 2000.106, ΑΠ 324/1998 ΕλλΔνη 41, 106 και 39, 1315 αντιστοίχως). Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύποις, διότι, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΝοΒ 1990.1337, ΕλλΔνη 1990.804, ΑΠ 1099/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 157/2002 ΕλλΔνη 2002.1357, ΑΠ 126/2000 ΕλλΔνη 2000.970, ΕφΑθ 3116/2006 ΕλλΔνη 2007.1477, ΕφΛαρ 718/2001 ΕλλΔνη 2002.816). Για να επέλθει όμως το αποτέλεσμα αυτό, ελέγχεται προηγουμένως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και, τελικά, αν μεσολάβησε νόμιμη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 ΚΠολΔ, από την οποία απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων και η παροχή δυνατότητας σε καθέναν από αυτούς να ακουσθεί από το δικαστήριο και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Αν το γεγονός αυτό δεν διευκρινίζεται, τότε η συζήτηση της έφεσης κηρύσσεται απαράδεκτη γιατί λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΕφΑθ 1535/2001 ΑρχΝ 52.563). Αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Και εάν μεν ο εκκαλών δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το Δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει αυτός (εκκαλών) τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον εφεσίβλητο να παραστεί σε αυτήν, η έφεση, εφόσον είναι παραδεκτή, απορρίπτεται (βλ. ΜονΕφΠειρ 195/2023 στην efeteio-peir.gr).
Στην προκειμένη περίπτωση, δοθέντος ότι η συζήτηση της έφεσης επισπεύστηκε από την εφεσίβλητη, αντίγραφο της έφεσης με κλήση να παραστεί κατά την δικάσιμο της 6-2-2025 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εκκαλούντα, με επιμέλεια της εφεσίβλητης όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ. …../2-4-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά . …….. Ο εκκαλών κλήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, να παραστεί κατά τη συζήτησης της υπόθεσης στη δικάσιμο της 6-2-2025, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η άνω αναβολή εκ του πινακίου επέχει θέση κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου και, δεν απαιτείτο νέα, ιδιαίτερη, κλήτευσή του για την παρούσα δικάσιμο (226 παρ. 4 εδ. 3 και 4 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη και να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της απόρριψης του ένδικου μέσου, κατ’ αποδοχή του αιτήματος που προβάλλει με τις προτάσεις της, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρο 183 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε περίπτωση που ο εκκαλών ήθελε ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 505 παρ.2γ ΚΠολΔ), καθώς και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-2-2024 έφεση ερήμην του εκκαλούντος.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως ανυποστήρικτη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 6.11.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ