Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 660/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως 660/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – αιτούντων: 1) ……………και 2) ………….. κατοίκων Νίκαιας Αττικής, οδός …………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξουσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Πηλαβάκη.

Της εφεσίβλητης – καθής η αίτηση: Της εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και το διακριτικό τίτλο «…………….», που εδρεύει στη …………. Αττικής, επί της ………….., με ΑΦΜ ……………, νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19-5-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμόν 153/8-1-2019 Πράξη, η οποία ενεργεί, εν προκειμένω, ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια (κατ εξαίρεση) νομιμοποιούμενη, κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015, ως προς τις απαιτήσεις, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………….» (………………………….), με έδρα στην Ιρλανδία, ………………, κατά τα οριζόμενα στο από 8-10-2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων και 3, σύμφωνα με την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, όπως ισχύει, στον οποίο Δικαιούχο της Απαίτησης η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «…………….», με έδρα την Αθήνα, οδός ……………, με ΑΦΜ ………., νομίμως εκπροσωπούμενη, έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 8-10-2021 Σύμβασης Μεταβίβασης Τιτλοποιούμενων Απαιτήσεων (όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών) και σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.3156/2003 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο  της Ευδοκία Καλογεράκου (ΔΕ Κανελλοπούλου και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 11-7-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2024 ανακοπή τους ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 469/2025 απόφαση, με την οποία απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ανακόπτοντες, με την από 9-4-2025 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά …………../2025 έφεσή τους (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, …………./2025), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Στο ίδιο δικόγραφο οι εκκαλούντες σώρευσαν και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 9-4-2025 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …../2024) έφεση των εκκαλούντων προς εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 469/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 11-7-2024 ανακοπή των εκκαλούντων προς ακύρωση της υπ’ αριθμ. …../28-6-2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ………….., δυνάμει της οποίας η καθής επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί ενός ακινήτου, κυριότητας των ανακόπτοντων, απέρριψε αυτή, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός διετίας από την έκδοση της εκκαλουμένης, δοθέντος ότι δεν προκύπτει επίδοση αυτής (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ. 1 ΚΠολΔ, εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ. 7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε από τους εκκαλούντες κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ, το με κωδικό ……………. e-παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e- παράβολου και την από 11-4-2025 απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς). Επίσης, στο ίδιο δικόγραφο της έφεσης νόμιμα και παραδεκτά σωρεύεται κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση έφεσης, ενώ σημειώνεται ότι στις 16-4-2025, έγινε δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας του Δικαστηρίου αυτού το ομοίως σωρευθέν από τους εκκαλούντες στο εφετήριο, αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής και ανεστάλη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.

Με την ως άνω ένδικη ανακοπή τους οι ανακόπτοντες (ήδη εκκαλούντες) ζητούν, για τους προβαλλόμενους με το δικόγραφο λόγους να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. …………/28-6-2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ………….., δυνάμει της οποίας η καθής επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί ενός ακινήτου, κυριότητας των ανακοπτόντων, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την ανακοπή. Ήδη, με την υπό κρίση έφεση τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε τους λόγους ανακοπής τους, και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να ακυρωθεί η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους. Τέλος ζητούν να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στο σύνολο της δικαστικής τους δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της έφεσης, με τον πρώτο λόγο της οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθής και νυν εφεσίβλητης στην επίσπευσή του πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας τους. Προς θεμελίωση του σχετικού λόγου ανακοπής οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι επισπεύδεται πλειστηριασμός για ικανοποίηση απαίτησης της καθής, ποσού 50.000 ευρώ, επί της κύριας κατοικίας τους, η αξία της οποίας, κατά τους ισχυρισμούς τους, ανέρχεται στο ποσό των 128.000 ευρώ, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Ότι η επίσπευση του πλειστηριασμού γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς θα ήταν εφικτή η ικανοποίηση της απαίτησης της καθής, εάν επέλεγε το μέτρο της εξωδικαστικής ρύθμισης της οφειλής, δοθέντος μάλιστα ότι πριν καταθέσουν αίτηση για υπαγωγή στον ν. 3869/2010 κατέβαλαν στην ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ περί τα 850 ευρώ μηνιαίως. Ο ως άνω λόγος ανακοπής ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμος από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν περιστατικά από τα οποία να προκύπτει, ότι η καθής τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα προέβαινε στην επιδίωξη της σχετικής αξίωσής της με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους με επίσπευση αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασμού του ακινήτου τους (βλ. σχετ. ΑΠ 407/2019, ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, οι ίδιοι αναφέρονται σε προσπάθεια ρύθμισης, χωρίς να εκθέτουν ότι η καθής έχει δεσμευθεί σε συγκεκριμένη συμφωνία ή παράλειψη ενεργειών, ώστε να αποφευχθεί η αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου τους. Άλλωστε, η παραδοχή του λόγου αυτού ως νομικά βάσιμου θα συνεπαγόταν τη δυνατότητα συνολικής αποφυγής των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης από τους οφειλέτες, απλά και μόνο με την έκφραση επιθυμίας τους για διακανονισμό, χωρίς όμως ο τελευταίος να έχει επιτευχθεί και χωρίς ο καθού να έχει δεσμευθεί ενόψει αυτού, ότι δεν θα προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση, πράγμα το οποίο όμως θα ήταν από μόνο του αντίθετο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Επιπλέον, η απαίτηση της καθής, προερχόμενη από την υπ’ αριθμ. ………/2014 Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά είναι 149.925,78 ευρώ, ενώ η επιβληθείσα κατάσχεση είναι για το ποσό των 50.000 ευρώ. Ωστόσο, τούτο έγινε για μείωση των εξόδων και δεν καθιστά καταχρηστική την κατάσχεση, παρά το γεγονός ότι υπολείπεται της αξίας του κατασχεθέντος, καθόσον οι ανακόπτοντες δεν ισχυρίζονται περαιτέρω ότι είναι δυνατή η ικανοποίηση της απαίτησης από άλλο περιουσιακό τους στοιχείο, μικρότερης αξίας. Εξάλλου, η κατάσχεση ουδόλως πάσχει, επειδή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, ενώ ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν (ΕφΠειρ 697/2023, ΕφΠειρ 86/2022, ΕφΑΘ 4901/2000 ΕλλΔικ 2001.776 Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση» τόμος Ε σελ.708 αρ.11).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει η απαίτηση να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη». Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018, 1543/2014). Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 653/2013). Στην αντίθετη περίπτωση, η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτέλεσης. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της έκτασης, του είδους και του περιεχομένου της αξίωσης που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (ΕφΑθ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001.776, Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο)», τόμος Ε, σελ. 708, αρ. 11). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποια κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (Β. Βαθρακοκοίλης ό.π)

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο εκθέτουν ότι στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης γίνεται περιορισμός της απαίτησης για την επιβολή της αναγκαστικής εκτέλεσης στο ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο συνιστά μέρος μόνο της απαίτησης της καθής, πλέον τόκων και εξόδων, χωρίς να προσδιορίζονται, ειδικότερα, τα συγκεκριμένα κονδύλια, για τα οποία αυτή επισπεύδεται και χωρίς ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης. Ότι η έλλειψη αυτή καθιστά άκυρη την κατασχετήρια έκθεση, λόγω έλλειψης, στην ουσία, της προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση αναφέρεται: «…την απαίτησή της των ευρώ (50.000,00) πενήντα χιλιάδων, που αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου δυνάμει του ανωτέρω πρώτου απογράφου εκτελεστού για τον περιορισμό των εξόδων εκτέλεσης, επιφυλασσόμενη η επισπεύδουσα για το υπόλοιπο της απαίτησής της όπως αυτή αναλυτικά στην επιταγή αναφέρεται και ανέρχεται και να αναγγείλει, πλέον τόκων και εξόδων ως και εξόδων εκτέλεσης και της διαδικασίας του πλειστηριασμού μέχρι το τέλος αυτής». Συνεπώς,  προκύπτει από την εν λόγω έκθεση κατάσχεσης, ότι αυτή επιβλήθηκε για το ποσό των 50.000 ευρώ, που αποτελεί μέρος του κεφαλαίου, πλέον περαιτέρω τόκων και εξόδων εκτέλεσης, με τη ρητή επιφύλαξη για είσπραξη του υπολοίπου κεφαλαίου, ο δε περιορισμός σε αυτό έγινε αποκλειστικά και μόνον για μείωση των εξόδων.  Επομένως, ο παραπάνω περιορισμός του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη κατάσχεση δεν καθιστά την απαίτηση αβέβαιη και ανεκκαθάριστη, καθόσον αφορά ρητά στο κεφάλαιο αυτής (απαίτησης) και ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Περαιτέρω, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο εκθέτουν ότι καταχρηστικά η καθής επέσπευσε αναγκαστική κατάσχεση επί της ακίνητης περιουσίας τους, καθόσον οι ίδιοι έχουν ασκήσει ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. ………/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επί της οποίας ερείδεται η αναγκαστική εκτέλεση, καθώς επίσης και έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 386/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση τους για υπαγωγή στον ν. 3869/2010. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τον νόμο. Ειδικότερα, μετά την απόρριψη της αίτησης του οφειλέτη περί υπαγωγής του στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 δεν υπάρχει πλέον εμπόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του από πιστωτή, αφού η τυχόν χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης με προσωρινή διαταγή θα είχε ως όριο την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει τη δυνατότητα του οφειλέτη, του οποίου η αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 3869/2010 απορρίφθηκε πρωτοδίκως να επιτύχει την αναστολή των σε βάρος του μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 4161/2013 προστέθηκε πέμπτη παράγραφος στο άρθρο 6 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία «Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.» Για τη χορήγηση της αναστολής, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, προϋποτίθεται άσκηση εμπρόθεσμα από τον οφειλέτη έφεσης κατά της απορριπτικής αποφάσεως υπαγωγής του στο ν. 3869/2010. Προσθέτως, απαιτείται πιθανολόγηση ότι από την εκτέλεση δύναται να προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του οφειλέτη και ότι θα ευδοκιμήσει η έφεση που θα οδηγήσει στην παραδοχή της αίτησης αυτού. Ο νόμος δεν προβλέπει ειδική ρύθμιση ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που διατάσσει την αναστολή, για τον λόγο δε αυτό, πρέπει να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρ. 763 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, που ορίζει ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όπως και το δικαστήριο, που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρός του είναι αρμόδια να αποφασίσουν για την τύχη της άνω αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει σε βάρος του οφειλέτη (βλ. ΜΠρΑθ 2001/2025 που παραπέμπει στις ΜΠρΑθ 43/2023 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠρΠατρ 98/2022 στη ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΗρ 1261/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες αναφέρουν στον σχετικό λόγο ανακοπής τους ότι η άσκηση της έφεσής τους κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση υπαγωγής τους στο ν. 3869/2010 και μόνο το γεγονός ότι ασκήθηκε έφεση και ότι εκκρεμεί η εκδίκασή της, καθιστά καταχρηστική τη συμπεριφορά της καθής να επισπεύσει σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση, ήτοι ότι η συμπεριφορά αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αφού με την προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης η καθής σπεύδει να αναδιαμορφώσει την περιουσιακή τους κατάσταση, καθιστώντας έτσι την ενδεχομένως θετική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου άνευ αντικειμένου. Ωστόσο, δεν εκθέτουν οι ανακόπτοντες στον σχετικό λόγο της ανακοπής τους προηγηθείσα συμπεριφορά της καθής η ανακοπή, από την οποία μετά την απόρριψη της αίτησής τους πρωτοδίκως, τους δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι δεν θα προχωρήσει σε επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους για να ικανοποιήσει τις κατά εκείνων απαιτήσεις της. Η εκ μέρους τους άσκηση έφεσης κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση υπαγωγής τους στον ν. 3869/2010 συνιστά δική τους ενέργεια και όχι ενέργεια της καθής η ανακοπή, ώστε η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της, δεν μπορεί να θεωρηθεί κακόπιστη και καταχρηστική. Επισημαίνεται, ότι δεν δύναται, μέσω της επίκλησης της καταχρηστικότητας, δικαστικά να παρακαμφθεί η σαφής νομοθετική βούληση περί προστασίας της πρώτης κατοικίας αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο του κάθε φορά ισχύοντος ειδικού νομοθετικού καθεστώτος προστασίας αυτής (εν προκειμένω κατά το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 3869/29010) και να οδηγηθεί κανείς σε γενική απαγόρευση της κατάσχεσης και πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας, αφού αυτό θα καθιστούσε περιττή την όλη τυπική και αυστηρή διαδικασία που πρέπει να τηρήσει ένας οφειλέτης για να πετύχει την προστασία των ανωτέρω νόμων και θα καταστρατηγούσε τον σκοπό του νομοθέτη και τις σαφείς προβλέψεις των σχετικών διατάξεων, οδηγώντας ταυτόχρονα σε ευμενέστερη θέση τους οφειλέτες οι οποίοι δεν πληρούν τα κριτήρια ένταξης στους ανωτέρω νόμους. Αναφέρεται δε, ότι ήδη έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 2687/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που απέρριψε την έφεση των εκκαλούντων κατά της υπ΄αριθμ. 386/2019 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας. Περαιτέρω, κατά την κρατούσα άποψη, την οποία και προκρίνει ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο στην περίπτωση άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ και εκείνης του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται εκκρεμοδικία από την πρώτη χρονικά ασκηθείσα ανακοπή, καθώς ναι μεν, οι δύο ανακοπές αντιμετωπίζουν τα ίδια προδικαστικά ζητήματα, πλην όμως, τα κύρια αντικείμενά τους είναι διαφορετικά δεδομένου ότι, το αίτημά τους ως προς την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, δεν συμπίπτει, καθώς η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής κατατείνει στην ακύρωσή της, ενώ η ανακοπή κατά της εκτέλεσης κατατείνει στην ακύρωση πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 5/2003, ΕφΑΘ 1340/2019, ΕφΘεσ 2229/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Απαλλαγάκη Χ./Ρεντούλης Π., ό.π., τ. II, άρθρο 933, σελ. 2112, αρ. 39, Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., §34, σελ. 586 και 588, αρ. 53, Ποδηματά Ε., ό.π., άρθρο 632, σελ. 1190, αριθ. 37). Επομένως η άσκηση ανακοπής εκ μέρους των ανακοπτόντων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της υπ’ αριθμ. ……../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί στις 27-2-2026 δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία με την υπό κρίση υπόθεση. Επιπλέον, η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της καθής δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, ελλείψει, μάλιστα, αναφοράς εκ μέρους των ανακοπτόντων, ότι υφίστανται έτερες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, από τις οποίες να έχει δημιουργηθεί σε αυτούς η εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν πρόκειται να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτηση της. Κατόπιν τούτου, ο σχετικός λόγος της ανακοπής ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί κατά τα ανωτέρω. Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ομοίως πρέπει να απορριφθεί και η σωρευόμενη αίτηση αναστολής ως άνευ αντικειμένου, καθόσον επ’ αυτής έχει εκδοθεί η προαναφερόμενη προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου τούτου, που ανέστειλε την πρόοδο της εκτέλεσης. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 176 παρ.1, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση και την σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσής τους.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια ευρώ (400 €).

Kρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, στις    6 -11-2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             H ΓPAMMATEAΣ