Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 416/2018

Αριθμός   416/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήρια   και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 1338/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16-9-2011, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης  απόφασης στις 26-2-2010, καθόσον  οι διάδικοι δεν επικαλούνται  ούτε άλλωστε προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Ο ενάγων με την από 12-6-2007 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2007 αγωγή του  ενώπιον του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι στις  26 Ιανουαρίου  2003 έλαβε νόμιμα μέρος στη δημοπρατική διαδικασία, που διενεργήθηκε δυνάμει της με αριθμό ……../2002 διακήρυξης της εναγόμενης Ιεράς Μονής περί  πώλησης ενός ειδικότερα περιγραφόμενου ακινήτου της , αγρού, έκτασης 31.761,25 τμ , εμφαινόμενο στο από Φεβρουαρίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………, στην οποία και αναδείχθηκε πλειοδότης με την κατάρτιση του από 26-1-2003 πρακτικού δημοπρασίας πώλησης,  το οποίο ακολούθως εγκρίθηκε αρμοδίως με απόφαση της   Ιεράς Συνόδου, ότι ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στη διαδικασία της πλειοδοσίας  σύμφωνα με το άρθρο 5 της ανωτέρω διακήρυξης  είχε καταβάλει εγγυητική επιστολή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 45.000 ευρώ, ίσο προς το 1/10 του ποσού της πρώτης προσφοράς, ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του προς την εναγόμενη για υπόδειξη των ορίων του ακινήτου, ενόψει του ότι το τοπογραφικό που του είχε παραδοθεί ήταν παλαιό και αφορούσε ευρύτερη έκταση, τμήμα της οποίας ήταν το δημοπρατηθέν ακίνητο, σε συνδυασμό και με τις αμφισβητήσεις των ορίων του από τρίτους διεκδικητές, αυτή ουδέν έπραξε, ότι με την από 12 Δεκεμβρίου 2003 εξώδικη πρόσκληση της η εναγόμενη τον κάλεσε να συμπράξει στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης, ότι ακολούθως στις 30-1-2004 τα διάδικα μέρη συναίνεσαν στην αναβολή της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου στις 28-5-2004 προκείμενου ο ενάγων να προβεί σε ουσιαστικό έλεγχο των τίτλων του ακινήτου, ότι μέχρι την νεότερη αυτή ημερομηνία για μεταβίβαση του ακινήτου η εναγόμενη δεν του είχε υποδείξει επαρκώς τα όρια αυτού, με συνέπεια αυτός να μην μπορέσει να συμπράξει στην αγορά του ακινήτου με την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, ότι ακολούθως η εναγόμενη, αν και γνώριζε ότι υπαίτια για την ματαίωση της πώλησης ήταν η ίδια τον κήρυξε έκπτωτο, με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 5 της διακήρυξης, με συνέπεια να καταπέσει σε βάρος του η κατατεθείσα εγγύηση των 45.000 ευρώ,   και στη συνέχεια ζήτησε και πέτυχε να εκδοθεί σε βάρος του η με αριθμό ……./204 διαταγή πληρωμή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για το εν λόγω ποσό. Ότι από την συμπεριφορά αυτή της εναγόμενης που αντίκειται στα χρηστά ήθη, αυτός υπέστη θετική ζημία, συνολικού ποσού 6.703.290 ευρώ, για διαφυγόντα κέρδη από την εκμετάλλευση της επιχείρησης που σκόπευε να κατασκευάσει και λειτουργήσει στο ακίνητο, ενώ επιπλέον υπέστη και ηθική βλάβη, με την καταχώρηση της Διαταγής Πληρωμής  στο σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, επειδή επλήγη η φήμη και υπόληψη του ως επαγγελματία επιχειρηματία. Ζητούσε δε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό για αποζημίωση του καθώς και το ποσό των 500.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση του για την ηθική του βλάβη, εντόκως  από την επίδοση της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε το κονδύλιο για επιδίκαση αποζημίωσης  διαφυγόντων κερδών ως μη νόμιμο και   κατά τα λοιπά έκανε μερικώς δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και επιδίκασε στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω   ηθικής  βλάβης, ποσού 20.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται η εναγόμενη με την ένδικη έφεση και ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει σ` αυτήν, και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνιση της, ώστε  να απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή στο σύνολο της.            ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος από πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη υποχρεώνεται να τον αποζημιώσει. Η ανωτέρω διάταξη, κατά την οποία αποτελεί αυτοτελή αδικοπραξία και γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, όταν η εναντίον των χρηστών ηθών συμπεριφορά γίνεται από πρόθεση και προκαλεί ζημία, είναι συμπληρωματική της ΑΚ 914 και επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευομένου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας. Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της εν λόγω διάταξης είναι: α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος) που αντίκειται στα χρηστά ήθη, β) πρόθεση του δράστη για την επαγωγή ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, γ) πρόκληση της ζημίας αυτής σε άλλον και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας του άλλου (ΑΠ 900/2011). Τα προβλεπόμενα από το άρθρο 919 ΑΚ χρηστά ήθη είναι έννοια νομική και εξετάζεται αντικειμενικώς, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά την γενική αντίληψη του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτομένου ανθρώπου, σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού, έστω και θεμιτού και χρησιμοποιηθέντων μέσων. Ειδικότερα, αντίθεση στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του “χρηστώς και εμφρόνως” σκεπτόμενου ατόμου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις δικανικές αρχές, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του αντισυμβαλλομένου, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 1219/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσης της ισχυρίζεται ότι η αγωγή είναι αόριστη και  πρέπει να απορριφθεί. Όπως προκύπτει, όμως, από την επισκόπηση του δικογράφου της  αυτή περιέχει όλα τα κατά το νόμο αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο της και συγκεκριμένα  σε αυτήν  αναφέρεται α) η συμπεριφορά της εναγομένης που αντίκειται στα χρηστά ήθη, δηλαδή η  κήρυξη του ενάγοντος εκπτώτου ως υπαιτίου  για την μη υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, η κατάπτωση σε βάρος του της δοθείσας εγγύησης και η συνακόλουθη έκδοση σε βάρος του της διαταγής πληρωμής,  παρά το γεγονός ότι η εναγόμενη γνώριζε ότι αυτός δεν ήταν υπαίτιος για την μη κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, αλλά ότι αυτό οφειλόταν σε υπαιτιότητα της ιδίας να μην του υποδείξει τα όρια του ακινήτου, ούτως ώστε να μπορέσει αυτός να προβεί στη σύνταξη  σχετικού τοπογραφικού και να ελέγξει τους τίτλους του ακινήτου, β) πρόθεση της  για την επαγωγή ζημίας στον ενάγοντα, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, γ) η πρόκληση της ζημίας αυτής στον ενάγοντα με την έκδοση σε βάρος του της διαταγής πληρωμής και την εγγραφή αυτού ως οφειλέτη στο σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς  και της ζημίας του ενάγοντος. Επομένως, με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή τυγχάνει καθόλα ορισμένη και ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
  2. V. Από την  επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου  με επιμέλεια των διαδίκων, και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση  πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Με τη με αριθμό …/17-12-2010 διακήρυξη πώλησης ακινήτων η εναγόμενη, Ιερά Μονή,   στις 26-1-2003 εξέθεσε σε εκποίηση με πλειοδοτική δημοπρασία έναν αγρό, κυριότητας της,  έκτασης 31.761,25 τμ , που βρίσκεται στη θέση «….» στη τοποθεσία …. της νήσου Αίγινας. Ο ενάγων, επιχειρηματίας, που ασχολείται με την κατασκευή κατοικιών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έλαβε μέρος στη δημοπρασία, καταθέτοντας προς τούτο τη με αριθμό …../2003 εγγυητική επιστολή της Τράπεζας Πειραιώς , ποσού 45.000 ευρώ, ίσου προς το 1/10 της τιμής πρώτης προσφοράς, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 της διακήρυξης,  και αναδείχθηκε τελικός πλειοδότης προσφέροντας τη τιμή των 14,71 ευρώ ανά τμ, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στο σχετικό πρακτικό δημοπρασίας, το οποίο  στη συνέχεια εγκρίθηκε με το με αριθμό …/30-1-2003 πρακτικό της εναγόμενης και τη με αριθμό …/2003 απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Ακολούθως,  η εναγόμενη με την από 12 Δεκεμβρίου 2003 εξώδικη πρόσκληση της  κάλεσε τον ενάγοντα να συμπράξει στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης  στις 30-1-2004 ενώπιον  της συμβολαιογράφου Αίγινας ….. . Κατά  τη συνάντηση των μερών στις 30-1-2004 στο ως άνω συμβολαιογραφείο ο ενάγων ζήτησε, μέσω του ορισθέντος πληρεξουσίου του και παριστάμενου για λογαριασμό του, πατέρα του, …., παράταση για την υπογραφή του συμβολαίου μεταβίβασης προκείμενου να προβεί σε ουσιαστικό έλεγχο των τίτλων του ακινήτου. Η εναγομένη  εκπροσωπούμενη από την τότε ηγουμένη της …., συνήνεσε στην αναβολή και  νέα ημερομηνία προς υπογραφή του οριστικού συμβολαίου ορίστηκε η  28η-5-2004. Ακολούθως δε, την ίδια  ημέρα η Ηγουμένη και ο επιστάτης της μονής .. …  μετέβησαν με τον …. στο επίδικο, προκειμένου, κατ’απαίτηση του τελευταίου, να του υποδείξουν τα πραγματικά όρια του, δίχως ωστόσο αυτό να καταστεί τελικώς εφικτό λόγω των κακών καιρικών συνθηκών.  Λίγες ημέρες αργότερα, περί τα μέσα Φεβρουαρίου, η εναγόμενη παρέδωσε στον ενάγοντα το αναφερόμενο στη διακήρυξη τοπογραφικό διάγραμμα από Φεβρουάριο 1995, το οποίο, όμως, αφορούσε σε ευρύτερη έκταση, επιφάνειας 33.074 τμ . Για το λόγο αυτό ο ενάγων, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε ενημερωθεί ότι το έτος 1963 η εναγόμενη είχε παραχωρήσει άτυπα τμήμα της  αποτυπούμενης στο ως άνω τοπογραφικό έκτασης,  επιφάνειας  2 ½ περίπου στρεμμάτων στο πρώην επιστάτη της Μονής …..,  ζήτησε  εκ νέου να του υποδειχθούν επακριβώς τα όρια του δημοπρατηθέντος ακινήτου άλλως  να του παραδοθεί νεότερο τοπογραφικό διάγραμμα  που να αφορά στην συγκεκριμένη έκταση .  Μετά ταύτα, ακολούθησε και δεύτερη επίσκεψη στο ακίνητο στις 18-5-2004 κατά την οποία ο ……… υπέδειξε στον …….. κάποιες εκσκαφές και περιφράξεις και του δήλωσε ότι δεν μπορούσε με σαφήνεια να του υποδείξει τα όρια του ακινήτου, επειδή υπήρχαν πολλές καταπατήσεις από τρίτους.  Ομοίως και η Τράπεζα Πειραιώς, στην οποία είχε απευθυνθεί ο ενάγων για χρηματοδότηση των επενδυτικών του σχεδίων στο ακίνητο, και συγκεκριμένα την ανέγερση 16 αυτόνομων μεζονετών, στην από 28-5-2004 επιστολή της τον ενημέρωνε ότι ο έλεγχος του ακινήτου ήταν ανέφικτος, λόγω των πολλαπλών μερίδων και διεκδικητικών αγωγών που η εναγόμενη είχε στη μερίδα της, ενώ ελλείψει τίτλου το υπό προσημείωση ακίνητο (δημοπρατηθέν) δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί εάν είχε μεταβιβασθεί εκ νέου, επιπλέον δε δεν μπορούσε να διαπιστωθεί αν αυτό ήταν δασική έκταση. Ενόψει όλων αυτών, δημιουργήθηκαν στον ενάγοντα εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα του ακινήτου που επρόκειτο να αγοράσει από την εναγόμενη, και τις ενδεχόμενες εδαφικές διεκδικήσεις τρίτων, που έθεταν σε κίνδυνο την επιχειρηματική επένδυση που προτίθετο να πραγματοποιήσει στην περιοχή, τις οποίες και εξέφρασε  κατά τη νέα συνάντηση με την Ηγουμένη της εναγόμενης στο ως άνω συμβολαιογραφείο στις 28-5-2004, οπότε και ζήτησε νέα προθεσμία για να προσδιορισθούν επαρκώς τα όρια του μεταβιβαζόμενου  ακινήτου και δη η δυτική πλευρά του, όπου υπήρχε και η εδαφική διεκδίκηση από την οικογένεια …… Για όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως ο πατέρας του ενάγοντος, που ήταν παρών σε όλες τις επιμέρους συναντήσεις με την Ηγουμένη της Μονής, ενώ επιπλέον, οι αντιρρήσεις που ο ενάγων προέβαλε  καταχωρήθηκαν και στην  με αριθμό …../2004 πράξη της ως άνω  συμβολαιογράφου. Η τελευταία, εν τούτοις, αρνήθηκε να αναβληθεί εκ νέου η ημερομηνία κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου χαρακτηρίζοντας τη συμπεριφορά  του ενάγοντος ως  προσχηματική  για να υπαναχωρήσει από την αγορά του ακινήτου, και με δήλωσή της  που καταχωρήθηκε στην ως άνω  συμβολαιογραφική πράξη  κήρυξε αυτόν έκπτωτο ως υπαίτιο της μη κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου,  σύμφωνα, με το άρθρο 5 της διακήρυξης, και ζήτησε  να καταπέσει σε βάρος του η κατατεθείσα εγγύηση των 45.000 ευρώ, ακολούθως δε  ζήτησε και πέτυχε να εκδοθεί σε βάρος του η με αριθμό …./204 διαταγή πληρωμή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για το εν λόγω ποσό. Ο ενάγων με την από 29-9-2004 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2004 ανακοπή του ζήτησε την ακύρωση της ως άνω διαταγής πληρωμής, η ανακοπή του δε αυτή έγινε δεκτή με την με αριθμό 3731/2005 απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, καθόσον ουδέποτε προσεβλήθη με ένδικα μέσα. Ειδικότερα, με την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτό ότι η μη υπογραφή του οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ανακόπτοντος, ο οποίος είχε κάθε δικαίωμα να ερευνήσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τα ακριβή όρια του ακινήτου, για τα οποία του είχαν δημιουργηθεί  σοβαρές αμφιβολίες, και ότι  η εναγόμενη ως ιδιοκτήτρια  όφειλε να του χορηγήσει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για το ακίνητο και  να του υποδείξει τα ακριβή όρια του, ώστε να διενεργηθεί ο απαραίτητος έλεγχος και να συνταχθεί το τοπογραφικό διάγραμμα, ενώ τέλος του παρέδωσε  και αυτό  το τοπογραφικό του 1995  μόλις τον Φεβρουάριο του 2004. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο ενάγων δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα για τη μη κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου πώλησης του ακινήτου, η δε εναγόμενη, αν και γνώριζε τούτο, καθόσον δεν είχε ανταποκριθεί με επιμέλεια στο εύλογο και επιμόνως υποβληθέν εκ μέρους του αίτημα για επακριβή υπόδειξη των ορίων του ακινήτου, εν τούτοις όχι μόνο τον κήρυξε έκπτωτο της δημοπρασίας, αλλά όρισε καταπεσούσα και την εγγύηση που αυτός είχε καταβάλλει, και ακολούθως επιδίωξε την είσπραξη της με την έκδοση σε βάρος του Διαταγής Πληρωμής. Τούτο, όμως, πράττοντας ενήργησε κατά παράβαση των χρηστών ηθών και προκάλεσε ζημία στον ενάγοντα, ο οποίος λόγω της καταγραφής της Διαταγής Πληρωμής στο σύστημα Τειρεσίας, υπέστη πλήγμα στην επαγγελματική φήμη και υπόληψη του ως επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος επι πολλά έτη στον τομέα των κατασκευών κατοικιών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Εξάλλου, δεν ευσταθούν τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη  περί έλλειψης γνώσης και υπαιτιότητας της ηγουμένης, ως νόμιμης εκπροσώπου της για τα ανωτέρω, η οποία καθοδηγήθηκε από τον τότε νομικό σύμβουλο της Ιεράς Μονής, δεδομένου ότι η τελευταία εξεδήλωσε την ανωτέρω συμπεριφορά έχοντας ιδία αντίληψη των πραγμάτων και δη της μη επακριβούς υπόδειξης των ορίων του δημοπρατηθέντος ακινήτου. Σύμφωνα με τα ανωτέρω,  ο ενάγων από τη σε βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης προσεβλήθη στη προσωπικότητα του , καθόσον  εθίγη η τιμή και υπόληψη του ως επιχειρηματία, και έτσι υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το νομικό κανόνα του άρθρου 25 Συντ. της «αρχής της αναλογικότητας», που επιβάλλει και στα δικαιοδοτικά όργανα, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του εκάστοτε επιδιωκόμενου σκοπού και σταθμίζοντας όλα τα ως άνω περιστατικά και τις προαναφερόμενες συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εκκαλούσας- εναγομένης, του βαθμού υπαιτιότητά της και της έντασης του δόλου της, του είδους του θιγόμενου  αγαθού του εφεσίβλητου- ενάγοντος, και δη τις εκφάνσεις της προσωπικότητάς του, κατά της οποίας στράφηκε η προσβολή (επιχειρηματική υπόληψη), του μεγέθους της προσβολής  και της έκτασης αυτής, της έλλειψης  πταίσματος του τελευταίου , σε συνδυασμό και με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων,    πρέπει  να ορισθεί, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τούτου, στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000 Ευρώ), το οποίο, μετά στάθμιση των ως άνω κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα και με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ) και ανάλογο με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και είναι σύμφωνη με το σκοπό και το μέτρο στο οποίο απέβλεψαν οι αναφερόμενες διατάξεις, χωρίς να καταλήγει σε οικονομική εξουθένωση της εκκαλούσας – εναγομένης και να επιφέρει αδικαιολόγητο πλουτισμό στον εφεσίβλητο- ενάγοντα (ΑΠ 1854/2011, δημ. Νόμος, Εφ Θεσ1960/2014). Σημειώνεται, ότι, επί αξίωσης από αδικοπραξία, εάν με την έφεση διατυπώνεται παράπονο κατά της πρωτόδικης απόφασης από τον εναγόμενο ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται αναγκαίως και το κεφάλαιο της αποζημίωσης ή της χρηματικής ικανοποίησης, έστω και χωρίς ειδικό παράπονο (λόγο έφεσης), αφού, με την άσκηση της έφεσης από τον εναγόμενο, είναι αυτονόητο ότι επιδιώκεται η ολοσχερής απόρριψη του κεφαλαίου αυτού (ΑΠ 1517/2013,ΑΠ 1001/2013 ΧρΙΔ 2014.34,  ΕφΘεσ662/2018, ΕφΠειρ 50/2015, ΕφΠειρ 45/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  που δέχθηκε καταρχήν τη σε βάρος του ενάγοντος τέλεση της επίδικης αδικοπραξίας υπό τις προπεριγραφόμενες συνθήκες και την εξαιτίας αυτής πρόκληση σε βάρος του ηθικής βλάβης, έστω και με εν μέρει διάφορη και ελλιπή αιτιολογία ,που συμπληρώνεται αντιστοίχως με την αιτιολογία της παρούσας ,δεν έσφαλε και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ωστόσο αυτό επιδικάζοντας στον ενάγοντα  χρηματική ικανοποίηση, ποσού 20.000 ευρώ (όπως αναφέρεται στο σκεπτικό και το αιτιολογικό της εκκαλουμένης, ενώ εκ παραδρομής αναφέρεται στο σκεπτικό αυτής  και το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ),  αντί του ποσού των 5.000 ευρώ  έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις και επομένως,  αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση  ως βάσιμη και κατ` ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για ουσιαστική εκδίκαση (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει  στον ενάγοντα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης  το ποσό των 5.000 ευρώ  με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της μερικής νίκης  και ήττας των διαδίκων, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας αυτών και να καταδικασθεί η  εκκαλούσα να καταβάλει μέρος της δικαστικής  δαπάνης του εφεσίβλητου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1,183, 191 παρ. 2  ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση  κατά το τυπικό  και  ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει  την εκκαλούμενη  υπ΄αριθ. 1338/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί  την υπόθεση και δικάζει την  από 12-6-2007  και με αριθ. εκθ. κατ. …../2007 αγωγή.

Δέχεται  εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5000) ευρώ  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής .

Καταδικάζει  την εναγόμενη-εκκαλούσα  σε μέρος της δικαστικής δαπάνης  του ενάγοντος – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία  ορίζει  στο  ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21η Ιουνίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ