ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Αποφάσεως 640/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικό
(Τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από την Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……………», η οποία εδρεύει στην πόλη …….. της Ιταλίας, στερούμενης ελληνικού Α.Φ.Μ., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Επαμεινώνδα Καλαγιάκο.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», η οποία εδρεύει στην ………. της Δημοκρατίας της Κύπρου, νομίμως εκπροσωπούμενης, στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Βερνίκο, με δήλωση του άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ..
Η ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «…………», ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της ήδη εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «………….», την από 2-7-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………../3-7-2020 αγωγή της.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επί της ανωτέρω αγωγής, εξέδωσε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την υπ’ αριθμ. 2466/2021 μη οριστική απόφαση με την οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομίσουν οι διάδικοι τα απαιτούμενα έγγραφα για τη νόμιμη εκπροσώπηση τους. Με την από 26-11-2021 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση κατά την δικάσιμο της 11ης-1-2022 ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 468/2022 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε ότι η ενάγουσα έπρεπε να δικασθεί ερήμην λόγω μη καταβολής του απαιτούμενου δικαστικού ενσήμου και για τον λόγο αυτό απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσία αβάσιμη, επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης ύψους 3.500 ευρώ εις βάρος της ενάγουσας. Κατ’ αυτής της απόφασης, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1-3-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../142/8-3-2022 ανακοπή ερημοδικίας, η οποία συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 17ης-5-2022. Επ’ αυτής εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 3076/2022 εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε την ανακοπή ερημοδικίας ως κατ’ ουσία βάσιμη, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση, συζήτησε την αγωγή κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και την δέχθηκε αυτή ως κατ’ ουσία βάσιμη εν μέρει, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα: α) το ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής του χρηματικού ποσού των 159.275,99 δολ.Η.Π.Α. με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και β) το χρηματικό ποσό των 63.185 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για το χρηματικό ποσό των 80.000 ευρώ, ενώ η εναγόμενη καταδικάσθηκε στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία ορίσθηκαν στο χρηματικό ποσό των 8.600 ευρώ.
Κατ’ αυτής της αποφάσεως, η εκκαλούσα άσκησε την από 14-12-2022 έφεση, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου …………../19-12-2022 και επιμελεία της ιδίας προσδιορίσθηκε για συζήτηση κατά την δικάσιμο της 16ης-11-2023 κατά την οποία αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και αναφέρθηκε στις κατατεθείσες προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης κατέθεσε εμπροθέσμως τις προτάσεις της και παρέστη στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[Ι] Η υπό κρίση από 14-12-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου …………./19-12-2022 έφεση κατά της με αριθμό 3076/7-10-2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 498, 511, 513 παρ. 1 περ.β΄, 516, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), καθώς από την σφραγίδα της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …………., που έχει τεθεί στην πρώτη σελίδα της εκκαλουμένης απόφασης, αντίγραφο της οποίας επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, προκύπτει ότι, την 20η-10-2022 ακριβές κεκυρωμένο αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε επιμελεία της εφεσίβλητης νομοτύπως στην εκκαλούσα (συγκεκριμένα στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………….. ο οποίος είναι αυτοδικαίως αντίκλητός της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 143 του Κ.Πολ.Δ.) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 19η-12-2022, ήτοι εντός της, προβλεπομένης με τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ, προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό, το νόμιμο και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία στην οποία υπάγεται η ένδικη διαφορά (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της προκαταβλήθηκε από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεσή της, το οριζόμενο με τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 3 παράβολο των εκατό (100) ευρώ (σχετ. το υπ’ αριθμ. ………….. παράβολο που αναγράφεται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης).
[ΙΙ] Με την από 2-7-2020 αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εδρεύουσα στην Κύπρο εταιρεία με την επωνυμία «…………….» εξέθετε ότι, η ίδια, όπως και η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εδρεύουσα στην Ιταλία εταιρεία με την επωνυμία «…………………», δραστηριοποιούνται στις παραγγελίες μεταφορών και ότι ειδικότερα αναλαμβάνουν ως παραγγελιοδόχοι μεταφοράς τη μέριμνα για τη διενέργεια διεθνών θαλάσσιων ή συνδυασμένων μεταφορών που τους έχουν αναθέσει οι εντολείς τους – παραγγελείς. Ότι στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητας τους, τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2019 η εναγόμενη απευθύνθηκε σε αυτήν και της πρότεινε να αναλάβει την επιμέλεια της μεταφοράς: α) ενός φορτίου αποτελούμενου από 30 τεμάχια βυτίων – δεξαμενών, βάρους περίπου 1.400.792 κιλών και β) ενός αριθμού από 3 έως 30 εμπορευματοκιβωτίων, από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας …………. στην Θεσσαλονίκη (…………..) στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και από εκεί στον λιμένα Umm Qasr του Ιράν με πλοίο μεταφοράς γενικού φορτίου και εμπορευματοκιβωτίων, το οποίο θα ναύλωνε δυνάμει σύμβασης ναύλωσης ή διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς που θα κατήρτιζε η ίδια με τον θαλάσσιο μεταφορέα, επιβλέποντας τις εργασίες φόρτωσης και τις απαιτούμενες λιμενικές και τελωνειακές διατυπώσεις. Ότι κατόπιν των σχετικών διαπραγματεύσεων, οι διάδικοι κατέληξαν σε οριστική συμφωνία σε συνάντηση των εκπροσώπων τους στην Θεσσαλονίκη την 4η-11-2019 και έτσι καταρτίσθηκε σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς των ως άνω πραγμάτων από την Θεσσαλονίκη στον λιμένα Umm Qasr του Ιράν, όπως η οριστική συμφωνία της 4ης-11-2019 επιβεβαιώθηκε την 18η-12-2019, με την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των διαδίκων, με την πρόσθετη συμφωνία ότι, για τυπικούς λόγους, η ενάγουσα θα εξέδιδε τα τιμολόγια και όλα τα έγγραφα που αφορούσαν την εν λόγω σύμβαση στο όνομα της μητρικής εταιρείας της εναγόμενης και δη της εταιρείας με την επωνυμία «……………….», με έδρα την Δημοκρατία της Νότιας Κορέας, παρότι αντισυμβαλλόμενη της ήταν η εναγόμενη. Ότι ως προς τους ειδικότερους όρους της σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς, συμφωνήθηκε αποζημίωση/ αντάλλαγμα αναμονής, υπολογιζομένη σε 14.000 δολ.ΗΠΑ ημερησίως ή κατ’ αναλογία τμήματος της ημέρας, στην περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη δεν είχε διαθέσιμο το φορτίο προς φόρτωση επί του πλοίου εντός του ευλόγου και αναγκαίου χρόνου που θα απαιτείτο για την συγκεκριμένη φόρτωση κατά το χρονικό διάστημα από την 13η έως την 15η Δεκεμβρίου 2019, όπως και για οποιαδήποτε καθυστέρηση κατά την φόρτωση ή εκφόρτωση σε οποιοδήποτε λιμένα φόρτωσης ή εκφόρτωσης, με την μόνη διαφορά ότι στον λιμένα εκφόρτωσης οι ημέρες Παρασκευής, Σαββάτου και αργιών δεν θα προσμετρώνταν στον εύλογο και αναγκαίο χρόνο που απαιτείτο για την εκφόρτωση του πλοίου, ενώ ειδικά για το φορτίο των βυτίων – δεξαμενών ο ναύλος θαλάσσιας μεταφοράς συμφωνήθηκε στο χρηματικό ποσό των 685.000 δολ.Η.Π.Α., το οποίο της έχει ήδη καταβληθεί. Ότι σε εκτέλεση αυτής της σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς, η ενάγουσα επέλεξε για την θαλάσσια μεταφορά του φορτίου το φορτηγό πλοίο με το όνομα «SM» και κατήρτισε την 4η-12-2019 σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς με την υπεκναυλώτρια – θαλάσσια μεταφορέα εταιρεία με την επωνυμία «……………». Ότι την 10η-12-2019, το ως άνω πλοίο κατέπλευσε στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και από την 07η.45 πμ της 13ης-12-2019 ήταν έτοιμο προς φόρτωση, η οποία όμως ως προς το επίδικο φορτίο ξεκίνησε την 17.00 μμ της 13ης-12-2019 με την φόρτωση μόνον των βυτίων, λόγω της μη άφιξης των εμπορευματοκιβωτίων στον τόπο φόρτωσης και ολοκληρώθηκε (μόνον για τα βυτία) την 15η-12-2019 και περί ώρα 21.00, με καθυστερήσεις τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά την εκτέλεση της φόρτωσης (κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούσαν των διαστημάτων που πραγματοποιούνταν οι εργασίες), που διήρκησαν συνολικά 2 ημέρες, 12 ώρες και 5 λεπτά, δηλαδή 2,5451 ημέρες, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να της οφείλει αποζημίωση λόγω υπεραναμονής στον λιμένα της Θεσσαλονίκης το χρηματικό ποσό των 35.631,40 δολ.ΗΠΑ, των οποίων το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα κατά την οποία η αξίωση αυτή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή (17-12-2019) να ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 32.049,83 ευρώ. Ότι όσον αφορά στα είκοσι ένα (21) εμπορευματοκιβώτια, η εναγόμενη δεν παρέδωσε αυτά εγκαίρως στην ενάγουσα, με αποτέλεσμα το πλοίο να αποπλεύσει από τον λιμένα της Θεσσαλονίκης χωρίς αυτά και ακολούθως, την 18η-12-2019, η εναγόμενη ζήτησε από την ενάγουσα να επιμεληθεί της παραλαβής – εκφόρτωσης και διαχείρισης αυτών στον λιμένα της Θεσσαλονίκης όπου θα της τα απέστελλε, της προώθησής τους στις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία ……….. και μετά την φόρτωση τους εκεί, την αποστολή τους στον λιμένα του Λαυρίου, της φόρτωσης τους εκεί επί του πλοίου «SM» έναντι πρόσθετης αμοιβής, η οποία βάσει της από 26-12-2019 πρόσθετης συμφωνίας των διαδίκων, ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 103.391 ευρώ, εκ των οποίων: α) 50.000 ευρώ για το ναύλο θαλάσσιας μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον λιμένα του Λαυρίου στον λιμένα Umm Qasr του Ιράν, β) 10.780 ευρώ για την εκφόρτωση από πλοίο της ……. που θα τα μετέφερε κενά στον λιμένα της Θεσσαλονίκης, την παραλαβή, τη διαχείριση και προώθησή τους στις εγκαταστάσεις της …………., γ) 32.550 ευρώ για την μεταφορά των εμπορευματοκιβωτίων από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία ………….. στον λιμένα του Λαυρίου, δ) 5.800 ευρώ για πρόσθετη δαπάνη φόρτωσης των εμπορευματοκιβωτίων στον λιμένα του Λαυρίου, ε) 1.200 ευρώ για συμφωνηθείσα επιπλέον αμοιβή της ενάγουσας σε περίπτωση που θα φόρτωνε όλα τα εμπορευματοκιβώτια εντός της 28ης-12-2019 και στ) 3.061 ευρώ για την επιθεώρηση της διαδικασίας φόρτωσης των βυτίων δεξαμενών στον λιμένα της Θεσσαλονίκης. Ότι από τα χρηματικά αυτά ποσά, η εναγόμενη της έχει εξοφλήσει το ανωτέρω υπό στοιχείο α΄, ενώ δεν της όφειλε το ανωτέρω υπό στοιχείο ε΄, με αποτέλεσμα η συνολική αξίωσή της για τις ανωτέρω αιτίες, να ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 52.191 ευρώ. Ότι το πλοίο «SM» κατέπλευσε στον λιμένα του Λαυρίου την 28η-12-2019 και περί ώρα 12.40 ήταν σε ετοιμότητα για φόρτωση, πλην όμως αυτή, λόγω καθυστέρησης άφιξης των εμπορευματοκιβωτίων, ξεκίνησε με καθυστέρηση 7 ημερών, 18 ωρών και 50 λεπτών την 5η-1-2020 και περί ώρα 07.30 και ολοκληρώθηκε περί ώρα 13.50 της ίδιας ημέρας, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να οφείλει στην ενάγουσα για αποζημίωση υπεραναμονής του πλοίου στον λιμένα του Λαυρίου το χρηματικό ποσό των 108.985,80 δολ.ΗΠΑ, των οποίων το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημέρα γένεσης της απαίτησης, ήτοι την 5η-1-2020, ανερχόταν σε 97.846,02 ευρώ. Ότι ενώ στην αρχική συμφωνία των διαδίκων προβλεπόταν η φόρτωση των βυτίων – δεξαμενών κάτω από το κατάστρωμα, ακολούθως την 13η-12-2019, η εναγόμενη συμφώνησε με την ενάγουσα τρία [3] εξ αυτών να φορτωθούν επί του καταστρώματος με την ενάγουσα να προβαίνει στις απαραίτητες δαπάνες για την κάλυψη τους (αγορά ρολών καλύμματος στη Βουλγαρία αλλά και στο Λαύριο και ρολών σχοινιών δέσης και κάλυψη, των εξόδων για τις εργασίες κάλυψης που έγιναν από το πλήρωμα του πλοίου), ανερχόμενες στο χρηματικό ποσό των 8.804 ευρώ (προμήθεια των απαραίτητων καλυμμάτων) και στο χρηματικό ποσό των 1.600 δολ.ΗΠΑ, άλλως στο ισόποσο τους σε ευρώ κατά την ημέρα άσκησης της αγωγής που ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των 1.426,34 ευρώ για τις αμοιβές που κατέβαλε στο πλήρωμα του πλοίου που εκτέλεσε αυτές τις εργασίες. Ότι με νόμιμο λόγο ευθύνης την από 10-1-2020 συμφωνία των διαδίκων, άλλως τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η ενάγουσα είχε αξίωση αποζημίωσης ύψους 1.975 δολ.ΗΠΑ, άλλως 1.760,64 ευρώ με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, για την αμοιβή που κατέβαλε η ίδια στον πραγματογνώμονα που προσέλαβε, βάσει εντολής της εναγόμενης, στον λιμένα του Abu Dhabi των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, για επιθεώρηση του φορτίου, το οποίο της όφειλε βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας, αλλά και επικουρικώς επειδή κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη, αφού δεν το κατέβαλε η ίδια στον επιθεωρητή. Ότι το πλοίο κατέπλευσε στον λιμένα Umm Qasr την 24η-1-2020 και περί ώρα 18.35, η εκφόρτωσή του δε εκκίνησε περί ώρα 19.35 της ίδιας ημέρας και ολοκληρώθηκε περί ώρα 05.10 της 26ης-1-2020, πλην όμως, κατά την διάρκειά της, διακόπηκε συνολικά για 11 ώρες και 30 λεπτά για λόγους που δεν αφορούσαν τη ναυλώτρια ή την παραγγελιοδόχο, με αποτέλεσμα η εναγομένη να της οφείλει ως αποζημίωση για υπεραναμονή στον εν λόγω λιμένα το χρηματικό ποσό των 6.708,80 δολ.ΗΠΑ, άλλως το χρηματικό ποσό των 6.051,32 ευρώ, με βάση την ισοτιμία ευρώ/ δολ.ΗΠΑ κατά την 25η-1-2020, οπότε η αξίωσή της κατέστη απαιτητή. Ότι επιπλέον, η εναγόμενη της όφειλε το χρηματικό ποσό των 1.950 ευρώ για έξοδα αποθήκευσης έξι [6] κενών εμπορευματοκιβωτίων στον λιμένα του Λαυρίου από την 22α-12-2019 έως της εγέρσεως της αγωγής, πλέον του χρηματικού ποσού των 240 ευρώ για την στοιβασία των ως άνω εμπορευματοκιβωτίων. Ότι τέλος, η ενάγουσα υπέστη και θετική ζημία από την καταβολή πρόσθετου ναύλου ύψους 8.749,98 δολ.ΗΠΑ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ, κατά την 5η-1-2020, που ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των 7.855,61 ευρώ, καθώς από υπαιτιότητα της εναγόμενης και βάσει των οδηγιών της, αυτή (ενάγουσα) συμφώνησε την 4η-12-2009 με την θαλάσσια μεταφορέα για τη μεταφορά [24] εμπορευματοκιβωτίων, όπως δηλαδή της είχε ζητήσει η εναγόμενη στα τέλη του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2019 με ενδεχόμενο για [27] εμπορευματοκιβώτια, έναντι ναύλου 35.000 δολ.ΗΠΑ, ήτοι αντί του ποσού των 1.458,33 δολ.ΗΠΑ ανά εμπορευματοκιβώτιο, ενώ τα εμπορευματοκιβώτια που τελικώς η εναγόμενη της παρέδωσε στο Λαύριο ήταν [21], ήτοι [6] λιγότερα από αυτά που είχαν συμφωνήσει. Με βάση τα ανωτέρω και επικαλούμενη: α) ότι η απαίτηση της ανέρχεται συνολικά στο χρηματικό ποσό των 163.650,68 δολ.ΗΠΑ και των 63.185 ευρώ, το οποίο η αντίδικός της αρνείται να της καταβάλει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της και β) τις διατάξεις του κυπριακού ουσιαστικού δικαίου, άλλως και επικουρικώς του ελληνικού δικαίου, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει: α) το χρηματικό ποσό των 163.650,68 δολ.ΗΠΑ και το χρηματικό ποσό των 63.185 ευρώ, β) το χρηματικό ποσό των 63.185 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής του χρηματικού ποσού των 163.650,68 δολ.ΗΠΑ, άλλως και επικουρικώς το χρηματικό ποσό των 210.174,76 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής. Επίσης, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικος της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της η εναγόμενη συνομολόγησε την κατάρτιση της σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς με την ενάγουσα, αρνήθηκε, εν τούτοις, αιτιολογημένως το περιεχόμενο και τους όρους της, που επικαλείται η αντίδικός της στην ένδικη αγωγή, όπως και τα επιμέρους κονδύλια και ζήτησε την απόρριψη της αγωγής και την καταδίκη της ενάγουσας στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Ειδικότερα, η εναγόμενη προέβαλε κατ’ αρχάς την ένσταση της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων για τη διάγνωση της επίδικης διαφοράς, καθώς καμία από τις διάδικες εταιρείες δεν είχε την έδρα της στην Ελλάδα και ακολούθως, πρότεινε ότι εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το δίκαιο της Δημοκρατίας της Κύπρου, το οποίο δεν προσκομίσθηκε από την ενάγουσα και για τον λόγο αυτό το Δικαστήριο έπρεπε να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθεί, επιμελεία των διαδίκων, τις διατάξεις του κυπριακού δικαίου που διέπουν την διαφορά, καθώς και γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου για την ερμηνεία του. Ακολούθως, ζήτησε την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, καθώς η ενάγουσα δεν ανέφερε την ιδιότητα υπό την οποία ευθύνεται απέναντί της η εναγόμενη, ενώ ως προς τα επιμέρους κονδύλια υποστήριξε ότι έπασχαν αοριστίας για τους λόγους που ανέφερε στο δικόγραφο της {για τα κονδύλια των αξιώσεων από την υπεραναμονή του πλοίου «SM» στους λιμένες Θεσσαλονίκης, Λαυρίου και Umm Qasr του Ιράκ διότι δεν επικαλείτο η ενάγουσα ότι τα χρηματικά ποσά που αξίωνε για αυτές τις αιτίες είχαν καταβληθεί από την ίδια στην εκναυλώτρια – θαλάσσια μεταφορέα, και για τα υπόλοιπα κονδύλια ότι αναφέρονται συνολικά ποσά χωρίς ανάλυση – περιγραφή τους}. Περαιτέρω η εναγόμενη, αρνήθηκε αιτιολογημένως κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο επικαλούμενη ότι: α) αποζημιώσεις υπεραναμονής είχαν συμφωνηθεί μόνον για τον λιμένα εκφόρτωσης και όχι για τους λιμένες της Θεσσαλονίκης και του Λαυρίου, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται η ενάγουσα να αξιώνει αποζημίωση για καθυστερήσεις στους ως άνω λιμένες, με τα έξοδα κράτησης του πλοίου στον λιμένα της Θεσσαλονίκης, που ανέρχονταν σε 22.000 δολ.ΗΠΑ να έχουν καταβληθεί από την εναγόμενη απευθείας στην θαλάσσια μεταφορέα, παρότι βάρυναν την ενάγουσα, αφού είχε συμπεριληφθεί στο ναύλο ύψους 686.000 δολ.ΗΠΑ, ενώ σε κάθε περίπτωση οι όποιες καθυστερήσεις στη Θεσσαλονίκη οφείλονταν σε υπαιτιότητα της ενάγουσας, αλλά και στην άρνηση της θαλάσσιας μεταφορέα να εξοφλήσει τα έξοδα λιμένα, τα οποία καταβλήθηκαν, β) όπως προέκυπτε από το από 19-11-2019 ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας, υπήρχε ρητή συμφωνία για μεταφορά των [31] βυτίων – δεξαμενών κάτω από το κατάστρωμα και επομένως, δεν βαρύνεται η ίδια με τα έξοδα κάλυψης όποιων βυτίων φορτώθηκαν από υπαιτιότητα της ενάγουσας στο κατάστρωμα, γ) βάσει της από 27-12-2019 πρόσθετης συμφωνίας μεταξύ της θαλάσσιας μεταφορέα και της ενάγουσας, ο συνολικός ναύλος για την μεταφορά των [21] εμπορευματοκιβωτίων από τον λιμένα του Λαυρίου στο Ιράκ ορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ το οποίο έχει εξοφληθεί με αποτέλεσμα να μην οφείλεται το επιπλέον χρηματικό ποσό των 52.191 ευρώ που αξιώνει για αυτήν την αιτία η ενάγουσα, δ) από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει καθυστέρηση στην εκφόρτωση στο Ιράκ, με αποτέλεσμα να μην οφείλεται η αποζημίωση ύψους 6.708,80 δολ.ΗΠΑ που αξιώνει η ενάγουσα, ε) η ίδια (εναγομένη) εξόφλησε τον πραγματογνώμονα ο οποίος επιθεώρησε το φορτίο στο Άμπου Ντάμπι και στ) δεν οφείλει να επιστρέψει στην ενάγουσα πρόσθετους ναύλους για έξι εμπορευματοκιβώτια, αφού η συμφωνία τους προέβλεπε [21] και όχι [27] εμπορευματοκιβώτια. Ακολούθως, η εναγόμενη, υποστήριξε ότι, κατόπιν έγκρισης της ενάγουσας, την 23η-1-2020, κατέβαλε η ίδια το χρηματικό ποσό των 89.860 δολ.ΗΠΑ απευθείας στην θαλάσσια μεταφορέα «………………» σε εξόφληση των απαιτήσεων λόγω καθυστερήσεων κράτησης του πλοίου στους λιμένες της Θεσσαλονίκης και του Λαυρίου (22.000 δολ.ΗΠΑ για τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και 67.860 δολ.ΗΠΑ για τον λιμένα του Λαυρίου), ενώ ακολούθως πρότεινε σε συμψηφισμό τις κάτωθι απαιτήσεις της συνολικού ύψους 54.946,23 ευρώ, που διατηρούσε κατά της εναγόμενης και για τις οποίες έχει εκδώσει τα σχετικά τιμολόγια, ήτοι: α) απαίτηση ύψους 8.900,43 ευρώ για πρόστιμο που επέβαλαν οι αρχές του Ιράκ στην εναγόμενη λόγω παραβάσεων της ενάγουσας στην έκδοση των φορτωτικών που συνόδευαν το φορτίο, β) το χρηματικό ποσό των 22.000 δολ.ΗΠΑ για έξοδα κράτησης του πλοίου στην Θεσσαλονίκη τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε καταβάλει την 27η-1-2020 η ίδια στην θαλάσσια μεταφορέα, γ) το χρηματικό ποσό των 3.061 ευρώ που αφορούσε την αμοιβή του πραγματογνώμονα που διόρισε η ενάγουσα στην Θεσσαλονίκη για επιθεώρηση του φορτίου και το οποίο πρέπει να της επιστραφεί, καθώς η έκθεση επιθεώρησης ήταν ελλιπής και δ) το χρηματικό ποσό των 23.000 ευρώ για επιπρόσθετα έξοδα στον λιμένα της Θεσσαλονίκης, το οποίο πρέπει να της επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είχε πραγματοποιήσει αυτές τις δαπάνες που της χρέωσε. Για τους λόγους αυτούς, ζητούσε την απόρριψη της αγωγής και την καταδίκη της αντιδίκου της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Η ως άνω υπόθεση συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ναυτικό τμήμα), κατά την δικάσιμο της 21ης Σεπτεμβρίου 2021 και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2466/2021 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου με την οποία αναβλήθηκε η πρόοδος της δίκης και τάχθηκε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών στους διαδίκους προκειμένου να προσκομίσουν τα απαραίτητα έγγραφα από τα οποία θα προέκυπτε η νόμιμη εκπροσώπηση τους. Με την από 18-12-2020 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση, ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 11ης-1-2022 και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 468/2022 οριστική απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσία αβάσιμη λόγω πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας, συνεπεία της μη καταβολής δικαστικού ενσήμου. Κατ’ αυτής της απόφασης, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που εξέδωσε αυτήν, την από 1-3-2022 (αριθμ.κατ. ………/8-3-2022) ανακοπή ερημοδικίας, η οποία συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 17ης Μαΐου 2022, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3076/2022 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε αυτή ως κατ’ ουσία (το δικαστικό ένσημο είχε καταβληθεί από την ανακόπτουσα – ενάγουσα πριν από την πρώτη συζήτηση της αγωγής) και εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, προχώρησε στην έρευνα της από 2-7-2020 αγωγής της ενάγουσας, ως προς την οποία έκρινε κατ’ αρχάς ότι παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο δικαστήριο, το οποίο είχε και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 7, 8, 9 εδ.α΄, β΄ και γ΄, 10 και 14 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., 5 παρ. 1, 7 παρ. 1 στοιχ.α΄ και β΄, 62 παρ. 2 και 63 παρ. 1 και 2 του Καν (ΕΕ) 1215/2012 σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ.α΄ , 2 και 3 Α΄ και Β΄ του Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και ακολούθως, σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, το οποίο έκρινε ότι ήταν εφαρμοστέο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη Ι), ως δίκαιο με το οποίο συνδεόταν στενότερα η διαφορά, λόγω του τόπου κατάρτισης της σύμβασης παραγγελίας αλλά και του τόπου εκπλήρωσης της κύριας παροχής της ενάγουσας, έκρινε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγόμενης και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 346 ΑΚ, 176, 907 και 908 του Κ.Πολ.Δ., 117 επ. ΚΙΝΔ και 95 επ. ΕμπΝ. πλην των κάτωθι αιτημάτων: α) του αγωγικού αιτήματος για επιδίκαση αυτούσιου αλλοδαπού νομίσματος, καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 291 και 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, σε περίπτωση συνομολόγησης οφειλής σε ξένο νόμισμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής οφείλει να το αξιώσει μόνον σε ευρώ, με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα πληρωμής και β) του αιτήματος για την επιδίκαση του χρηματικού ποσού των 1.975 δολ.ΗΠΑ για την αμοιβή του πραγματογνώμονα στο Άμπου Ντάμπι, το οποίο ήταν μη νόμιμο, κατά την επικουρική του βάση, με την οποία προβαλλόταν ως νόμιμος λόγος ευθύνης της εναγόμενης ο αδικαιολόγητος πλουτισμός. Ως προς την ένσταση συμψηφισμού, ύψους 54.946,23 ευρώ, που είχε προβάλει η εναγόμενη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ως προς την ανταπαίτηση ύψους 23.000 ευρώ (χρηματικό ποσό ως αχρεωστήτως καταβληθέν στην ενάγουσα για επιπρόσθετα έξοδα στον λιμένα της Θεσσαλονίκης) ήταν απορριπτέα ως αόριστη, ενώ ως προς τις υπόλοιπες ανταπαιτήσεις κρίθηκε νόμιμη, ως στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προχώρησε στην κατ’ ουσία έρευνα της διαφοράς και έκρινε ότι, δυνάμει σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς που καταρτίστηκε την 4η-11-2019 στην Θεσσαλονίκη και επιβεβαιώθηκε με την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων την 18η-12-2019, η εναγόμενη ανέθεσε στην ενάγουσα τη μέριμνα, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, της μεταφοράς από τις εγκαταστάσεις της βιομηχανικής μονάδας της εταιρείας με την επωνυμία ……… στη Θεσσαλονίκη, στον λιμένα Θεσσαλονίκης και από εκεί στον λιμένα Umm Qasr του Ιράκ, με πλοίο που θα ναύλωνε η ενάγουσα, ενός φορτίου, αποτελούμενου από: α) τριάντα (30) βυτία – δεξαμενές, συνολικού βάρους 1.195.160 κιλών, εκ των οποίων ένα μέρος θα μεταφερόταν επί του καταστρώματος και το υπόλοιπο υπ’ αυτού (καταστρώματος) και β) ορισμένων κενών εμπορευματοκιβωτίων, ο αριθμός των οποίων δεν είχε αρχικά προσδιορισθεί, αλλά την 28η-11-2018, με ηλεκτρονικό μήνυμα της εναγόμενης προς την ενάγουσα, ορίσθηκε σε είκοσι τέσσερα (24) με το ενδεχόμενο προσθήκης άλλων τριών (3). Ότι ο ναύλος ορίσθηκε κατ’ αποκοπή στο χρηματικό ποσό των 685.000 δολ.ΗΠΑ για τα βυτία – δεξαμενές και στο χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ για έκαστο εμπορευματοκιβώτιο. Ότι σε περίπτωση κατά την οποία θα καθυστερούσε η φόρτωση ή η εκφόρτωση του φορτίου από το πλοίο ή ο απόπλους του από τους λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης για λόγους που αφορούσαν το φορτίο (δηλαδή για λόγους που αφορούσαν την ανωτέρω μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία ………, την εναγόμενη, την εταιρεία με την επωνυμία ……., για λογαριασμό της οποίας ενεργούσε η εναγόμενη ή την παραλήπτρια), η εναγόμενη θα όφειλε στην ενάγουσα αποζημίωση λόγω υπεραναμονής του πλοίου, η οποία συμφωνήθηκε στο χρηματικό ποσό των 14.000 δολ.ΗΠΑ ημερησίως και αναλογικά με τις ώρες καθυστέρησης κάθε ημέρας, με εξαίρεση τις επίσημες αργίες, ήτοι για τον χρόνο φόρτωσης και εκφόρτωσης δεν θα υπολογίζονταν η Κυριακή και οι επίσημες αργίες στην Ελλάδα και η Παρασκευή, το Σάββατο και οι επίσημες αργίες στο Ιράκ, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών της εναγόμενης ότι αποζημίωση υπεραναμονής είχε συμφωνηθεί μόνον για τον λιμένα εκφόρτωσης του Umm Qasr του Ιράκ. Ότι σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης παραγγελίας, η ενάγουσα κατήρτισε με την εταιρεία «……. …….», εφοπλίστρια του φορτηγού πλοίου με το όνομα «S M» την από 4-12-2019 σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, με την οποία η ως άνω εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να μεταφέρει με το πλοίο της από την Θεσσαλονίκη στον λιμένα του Ιράκ το φορτίο της εναγόμενης, έναντι ναύλου που ειδικά για τα εμπορευματοκιβώτια, που είχαν ορισθεί στον αριθμό των είκοσι τεσσάρων με ενδεχόμενο φόρτωσης επιπλέον τριών, ορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 1.458,33 δολ.ΗΠΑ ανά εμπορευματοκιβώτιο, ήτοι συνολικά 35.000 δολ.ΗΠΑ. Ότι το ως άνω πλοίο κατέπλευσε στον λιμένα της Θεσσαλονίκης την 10η-12-2019 και την 13η-12-2019 και περί ώρα 07.45 πμ, οπότε προσέδεσε στην αποβάθρα φόρτωσης, ήταν έτοιμο για φόρτωση, πλην όμως αυτή (φόρτωσή του) εκκίνησε με καθυστέρηση, η οποία οφειλόταν σε υπαιτιότητα της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία . …… την 17.00 της ίδιας ημέρας με φόρτωση των βυτίων – δεξαμενών (τα εμπορευματοκιβώτια δεν είχαν εισέτι παραδοθεί στην ενάγουσα από την εναγόμενη), εκ των οποίων, τρία φορτώθηκαν επί του καταστρώματος και τα υπόλοιπα υπ’ αυτού. Ότι η φόρτωση των βυτίων ολοκληρώθηκε περί ώρα 21.00 την 15η-12-2019 και το πλοίο απέπλευσε από τον λιμένα της Θεσσαλονίκης τις πρωινές ώρες της 17ης-12-2019 με την εναγόμενη να οφείλει στην ενάγουσα αποζημίωση για την υπεραναμονή αυτού (πλοίου) στον λιμένα της Θεσσαλονίκης για τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία καθυστέρησε η φόρτωση και δη από ώρα 07.45 πμ της 13ης-12-2019 έως ώρα 16.00 της 16ης-12-2019 οπότε αποφασίσθηκε το πλοίο να αποπλεύσει χωρίς να αναμένει περαιτέρω τα εμπορευματοκιβώτια, ήτοι για συνολικό χρονικό διάστημα δύο (2) ημερών, δώδεκα (12) ωρών και πέντε (5) λεπτών, ήτοι 2.5451 ημέρες, το χρηματικό ποσό των 35.631,40 δολ.ΗΠΑ. Ότι την 18η-12-2019, η εναγόμενη ενημέρωσε την ενάγουσα ότι τελικώς θα μετέφερε [21] κενά εμπορευματοκιβώτια, τα οποία θα παραλάμβανε από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία ……….στη Θεσσαλονίκη και θα έπρεπε να τα μεταφέρει οδικώς, μέχρι τον λιμένα του Λαυρίου, όπου θα φορτώνονταν στο πλοίο «SM» προκειμένου να μεταφερθούν μαζί με τα βυτία – δεξαμενές στον λιμένα Umm Qasr του Ιράκ. Ότι για το σκέλος της θαλάσσιας μεταφοράς συμφωνήθηκε πρόσθετος ναύλος ύψους 50.000 ευρώ τον οποίο η ενάγουσα θα κατέβαλε στη θαλάσσια μεταφορέα «…………», ενώ επιπλέον η εναγόμενη όφειλε να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 52.191 ευρώ για διάφορες εργασίες για αυτήν τη μεταφορά, συμπεριλαμβανομένης και της δαπάνης ύψους 3.061 ευρώ για την επιθεώρηση της φόρτωσης των βυτίων – δεξαμενών στην Θεσσαλονίκη, ποσό το οποίο είχε καταβάλει η ενάγουσα και βάρυνε την εναγόμενη. Ότι από το συνολικό χρηματικό ποσό των 102.191 ευρώ, η εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα μόνο τον ναύλο των 50.000 ευρώ και εξακολουθούσε να της οφείλει το υπόλοιπο ποσό ύψους 52.191 ευρώ. Ότι το πλοίο κατέπλευσε στον λιμένα του Λαυρίου την 28η-12-2019 και από ώρα 12.40 εκείνης της ημέρας ήταν έτοιμο για την φόρτωση των εμπορευματοκιβωτίων, η οποία όμως εκκίνησε την 5η-1-2020 και περί ώρα 07.30, καθώς τα εμπορευματοκιβώτια έφθασαν στο Λαύριο την 2-1-2020 και περί ώρα 14.45 μμ.. Ότι η φόρτωση ολοκληρώθηκε την 5η-1-2020 και περί ώρα 13.50 μμ, ήτοι με καθυστέρηση 7 ημερών 18 ωρών και 50 λεπτών, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να οφείλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση για την υπεραναμονή του πλοίου στον λιμένα του Λαυρίου το χρηματικό ποσό των 108.985,80 δολ.ΗΠΑ., απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς της εναγόμενης ότι δεν είχε συμφωνηθεί καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση καθυστέρησης του πλοίου στον λιμένα του Λαυρίου. Επίσης, ως αβάσιμοι απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και οι ισχυρισμοί αυτής (εναγόμενης) ότι, με καταβολές της ιδίας προς τη θαλάσσια μεταφορά με την επωνυμία «……. …….» αποσβέσθηκαν εν μέρει οι αποζημιώσεις που οφείλονταν στην τελευταία για τις καθυστερήσεις φόρτωσης στους λιμένες της Θεσσαλονίκης και του Λαυρίου (22.000 δολ.ΗΠΑ για τις καθυστερήσεις στην Θεσσαλονίκη και 67.860 δολ.ΗΠΑ για τις καθυστερήσεις στον λιμένα του Λαυρίου), καθώς όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι ως άνω καταβολές απευθείας στη θαλάσσια μεταφορέα και όχι στην αντισυμβαλλόμενη – ενάγουσα δεν ήταν οι προσήκουσες, κατά τις διατάξεις του άρθρου 417 ΑΚ, διότι δεν ενέκρινε αυτές η ενάγουσα. Ότι ακολούθως, το πλοίο κατέπλευσε στον λιμένα Umm Qasr την 24η-11-2020 και περί ώρα 18.35 της ίδιας ημέρας ήταν έτοιμο για εκφόρτωση, η οποία εκκίνησε περί ώρα 19.35 και ολοκληρώθηκε περί ώρα 05.10 της 26ης-1-2020, με καθυστέρηση 11 ωρών και 30 λεπτών, καθώς διακόπηκε αρκετές φορές, χωρίς υπαιτιότητα της ενάγουσας, με αποτέλεσμα αυτή (ενάγουσα) να έχει αξίωση αποζημίωσης κατά της εναγόμενης ύψους 6.708,80 δολ.ΗΠΑ. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ως βάσιμα και τα κονδύλια αποζημίωσης ύψους: α) 4.374,99 δολ.ΗΠΑ με τα οποία επιβαρύνθηκε η ενάγουσα λόγω της πληρωμής ναύλου για τρία επιπλέον εμπορευματοκιβώτια (βάσει των εντολών της εναγόμενης είχε συμφωνήσει για μεταφορά 24 εμπορευματοκιβωτίων, ενώ τελικώς της παραδόθηκαν 21), β) 8.804 ευρώ και 1.600 δολ.ΗΠΑ που αποτελούν τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε η ενάγουσα για την κάλυψη των τριών βυτίων που μεταφέρθηκαν επί του καταστρώματος, γ) 1.975 δολ.ΗΠΑ που κατέβαλε η ενάγουσα στον πραγματογνώμονα που διόρισε στον λιμένα του Abu Dhabi, κατόπιν εντολής της εναγόμενης, για να επιθεωρήσει το φορτίο προ της αφίξεώς του στον τελικό του προορισμό και δ) 2.190 ευρώ για την στοιβασία και αποθήκευση έξι (6) εμπορευματοκιβωτίων της εναγόμενης, που δεν φορτώθηκαν στο πλοίο, σε αποθήκη στο Λαύριο, απορρίπτοντας ως αβάσιμη την ένταση εξόφλησης που προέβαλε η εναγόμενη για το κονδύλιο αυτό. Μετά την έρευνα όλων των αιτημάτων της αγωγής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέτασε κατ’ ουσία την ένσταση συμψηφισμού που είχε προβάλει η εναγόμενη την οποία κατά το σκέλος που είχε κριθεί ορισμένη, την απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της. Ειδικότερα, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, από τις ανταπαιτήσεις που πρότεινε η εναγόμενη σε συμψηφισμό: α) η απαίτηση ύψους 8.900,43 ευρώ που αποτελούσε το χρηματικό ποσό το οποίο της επιβλήθηκε ως πρόστιμο λόγω παραλείψεων της ενάγουσας, ήταν απορριπτέα ως αβάσιμη, καθώς δεν προέκυπτε η αιτία επιβολής του προστίμου, το πρόσωπο εις βάρος του οποίου καταλογίσθηκε και η εξόφλησή του, β) η απαίτηση ύψους 22.000 δολ ΗΠΑ που υποχρεώθηκε να καταβάλει απευθείας στην θαλάσσια μεταφορέα για να αποπλεύσει το πλοίο από τον λιμένα της Θεσσαλονίκης κρίθηκε ομοίως απορριπτέα ως αβάσιμη, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι επωφελήθηκε με αυτήν την καταβολή η ενάγουσα και γ) η απαίτηση ύψους 3.061 ευρώ για την αμοιβή του πραγματογνώμονα στην Θεσσαλονίκη για την επιθεώρηση του φορτίου, κρίθηκε απορριπτέα ως αβάσιμη, καθώς η εναγόμενη όφειλε αυτό το χρηματικό ποσό στην ενάγουσα. Κατόπιν αυτών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής του χρηματικού ποσού των 159.275,99 δολ.ΗΠΑ, καθώς επίσης και το χρηματικό ποσό των 63.185 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το χρηματικό ποσό των 80.000 ευρώ, ενώ επέβαλε εις βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία όρισε στο χρηματικό ποσό των 8.600 ευρώ. Kατ’ αυτής της οριστικής απόφασης, η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την υπό κρίση έφεση και με τους λόγους της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί η αγωγή, με καταδίκη της εφεσίβλητης – ενάγουσας στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία για την εξέταση της ένδικης διαφοράς, παρότι αμφότεροι οι διάδικοι εδρεύουν στην αλλοδαπή και ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής της ιδίας ήταν η Κύπρος (καταβολή της αμοιβής στην παραγγελιοδόχο για την παροχή των υπηρεσιών της), όπου και η έδρα του δανειστή, ήτοι της ενάγουσας, με αποτέλεσμα τα ελληνικά δικαστήρια να στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 4 παρ. 1 και 7 παρ. 1περ. 1 στοιχ.α΄ και β΄ εδ.β΄ του Κανονισμού 1215/2012 «για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Με αυτό το περιεχόμενο, ωστόσο, ο πρώτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του, καθώς από την επισκόπηση των εγγράφων που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά και των ισχυρισμών τους προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 7 σημείο 1 εδ.β’ του Κανονισμού 1215/2012 «για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», καθώς βάσει της σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς, που είχαν καταρτίσει οι διάδικοι και από την οποία απορρέει η ένδικη διαφορά, η εφεσίβλητη – παραγγελιοδόχος μεταφοράς ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει και παρείχε τις κύριες υπηρεσίες της (ανεύρεση χερσαίου αλλά και θαλάσσιου μεταφορέα, συμφωνία με αυτούς για την μεταφορά των φορτίων που της ανέθεσε η εκκαλούσα – παραγγελέας και επιμέλεια για την παρακολούθηση και την διεκπεραίωση της μεταφοράς) στην Θεσσαλονίκη (για το φορτίο των βυτίων – δεξαμενών και των εμπορευματοκιβωτίων) και στο Λαύριο (μόνον για τα εμπορευματοκιβώτια), με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται συντρέχουσα ειδική δωσιδικία των ελληνικών δικαστηρίων για την έρευνα της ένδικης διαφοράς, βάσει του άρθρου 7 σημείο 1 του ως άνω Κανονισμού, ως των δικαστηρίων του τόπου όπου η εφεσίβλητη παρείχε τις υπηρεσίες της. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται διότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1 και 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 (Ρώμη Ι), εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο στην ένδικη διαφορά τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο με το οποίο συνδεόταν στενότερα η σύμβαση και ελλείψει διαφορετικής επιλογής από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού (Ρώμη Ι) εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ουσιαστικό δίκαιο της Κύπρου, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία ευρίσκετο η έδρα της εφεσιβλήτου – παρόχου υπηρεσιών (παραγγελιοδόχος μεταφοράς), η οποία μάλιστα αυτό το δίκαιο επικαλείτο ως εφαρμοστέο με την αγωγή της. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, που ανάγεται στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο: α) εσφαλμένα δέχθηκε ότι στην σύμβαση παραγγελίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων είχε τεθεί όρος για αποζημίωση της ενάγουσας σε περίπτωση καθυστέρησης της φόρτωσης του φορτίου στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και επεδίκασε στην εφεσίβλητη για αυτήν την αιτία το χρηματικό ποσό των 35.631,40 ευρώ, καθώς από τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει η ίδια και δη τα ηλεκτρονικά μηνύματα που είχαν ανταλλάξει οι διάδικοι πριν τη φόρτωση των [31] βυτίων – δεξαμενών στην Θεσσαλονίκη, προέκυπτε ότι, αποζημίωση υπεραναμονής του πλοίου είχε προβλεφθεί μόνον για τον λιμένα προορισμού του πλοίου, ήτοι το Umm Qasr του Ιράκ και σε κάθε περίπτωση, η όποια καθυστέρηση αναχώρησης του πλοίου από τον λιμένα της Θεσσαλονίκης από ώρα 21.00 της 15ης Δεκεμβρίου 2019, οπότε ολοκληρώθηκε η φόρτωση έως και την 16η-12-2019, οπότε αναχώρησε από εκεί το πλοίο, οφειλόταν σε υπαιτιότητα της θαλάσσιας μεταφορέα, η οποία αρνείτο να καταβάλει τα έξοδα του λιμένος (πρώτο σκέλος), β) εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση μερικής εξόφλησης των κονδυλίων αποζημιώσεως για υπεραναμονή του πλοίου λόγω καθυστέρησης των φορτώσεων στους λιμένες της Θεσσαλονίκης και του Λαυρίου, που προέβαλε η εκκαλούσα δεχόμενο ότι οι από 23-1-2020 καταβολές της τελευταίας προς την θαλάσσια μεταφορέα εταιρεία με την επωνυμία «……. …….», ύψους 22.000 δολ.ΗΠΑ, για την υπεραναμονή στην Θεσσαλονίκη και 67.860 δολ.ΗΠΑ, για την υπεραναμονή του πλοίου στο Λαύριο δεν ήταν οι προσήκουσες, καθώς έγιναν χωρίς την έγκριση της εφεσίβλητης, ενώ από την αλληλογραφία των διαδίκων και δη το από 3-1-2020 μήνυμα της εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη, προέκυπτε ότι, η τελευταία συναινούσε στην πληρωμή των υπεραναμονών απευθείας από την εκκαλούσα στη θαλάσσια μεταφορέα (δεύτερο σκέλος), γ) εσφαλμένα επεδίκασε στην εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 2.190 ευρώ ως αποζημίωση για την στοιβασία και φύλαξη έξι (6) κενών εμπορευματοκιβωτίων στο Λαύριο, κατά το χρονικό διάστημα από 22-12-2019 έως 30-6-2020, αν και η απαίτηση αυτή είχε εξοφληθεί από την 8η Δεκεμβρίου 2021 (τρίτο σκέλος), δ) εσφαλμένα επιδίκασε στην εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 8.804 ευρώ, που κατά τους ισχυρισμούς της είχε δαπανήσει για την κάλυψη των τριών βυτίων – δεξαμενών που φορτώθηκαν επί του καταστρώματος, ενώ το σχετικό κονδύλιο έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμο, καθώς η συμφωνία των διαδίκων προέβλεπε φόρτωση όλων των βυτίων υπ’ αυτού (καταστρώματος), με αποτέλεσμα να μη βαρύνεται αυτή με τις δαπάνες κάλυψής τους σε περίπτωση μεταφοράς τους επί του καταστρώματος (τέταρτο σκέλος), ε) εσφαλμένα επεδίκασε στην εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 6.051,32 ευρώ ως αποζημίωση υπεραναμονής του πλοίου στον λιμένα προορισμού του Umm Qasr του Ιράκ, παρότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυπτε αυτή η ζημία (πέμπτο σκέλος) και στ) εσφαλμένα επεδίκασε το χρηματικό ποσό των 1.975 δολ.ΗΠΑ, για αμοιβή του πραγματογνώμονα που επιθεώρησε το φορτίο στον λιμένα του Άμπου Ντάμπι, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της (εκκαλούσας) ότι, η ως άνω απαίτηση είχε εξοφληθεί.
[ΙΙΙ] Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και από τα παραδεκτώς προσκομιζόμενα από την εφεσίβλητη το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ όμοια (ήτοι τα έγγραφα τα οποία επικαλείται με αριθμούς 36 έως 44 με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) και ειδικότερα από τις νομότυπα κατ’ άρθρ. 421 του Κ.Πολ.Δ. ληφθείσες υπ’ αριθμ. …../8-12-2020 και ……/23-12-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εφεσίβλητης – ενάγουσας …… και της ……………, οι οποίες δόθηκαν νομίμως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. και ύστερα από νομότυπη κλήτευση της εφεσίβλητης – εναγόμενης (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθμ. …./16-11-2020 και …../18-12-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….), με τη δεύτερη ένορκη βεβαίωση να κατατείνει στην αντίκρουση των ισχυρισμών της εκκαλούσας – εναγόμενης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 237 παρ. 2 εδ.β΄ του Κ.Πολ.Δ.) και από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων που η εφεσίβλητη επικαλείται και προσκομίζει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αφού ληφθούν υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι της παρούσας δίκης αποτελούν αλλοδαπές εταιρείες (με έδρα η μεν εκκαλούσα στην Ιταλία, η δε εφεσίβλητη στην Κύπρο) διεθνών διαμεταφορών, οι οποίες αναλαμβάνουν έναντι αμοιβής και υπό την ιδιότητα των παραγγελιοδόχων μεταφοράς, τη μέριμνα για τις διεθνείς θαλάσσιες ή συνδυασμένες μεταφορές φορτίων, που τους αναθέτουν οι εντολείς τους – παραγγελείς, επιμελούμενες, μεταξύ άλλων, για την ανεύρεση μεταφορέα, ναύλωση του πλοίου μεταφοράς, την αποθήκευση των φορτίων, την φόρτωση τους επί των πλοίου και τη διενέργεια όλων των λιμενικών και τελωνειακών διατυπώσεων ή ακόμη και την ανάθεση του συνόλου αυτών των εργασιών ή τμήματός τους σε άλλους παραγγελιοδόχους μεταφοράς (υποπαραγγελιοδόχοι μεταφοράς). Στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητας τους, τον μήνα Απρίλιο του έτους 2019, η εκκαλούσα εταιρεία απευθύνθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία και της πρότεινε να αναλάβει ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς (η εφεσίβλητη) την επιμέλεια της διεθνούς μεταφοράς από την Θεσσαλονίκη στο Ιράκ ενός φορτίου, συμφερόντων της ιταλικής εταιρείας με την επωνυμία «……» η οποία ήταν η εντολέας της. Η συνεργασία των δύο πλευρών δεν προχώρησε και τον μήνα Οκτώβριο του ίδιου έτους, η εφεσίβλητη επανέφερε την πρότασή της, όπως δε αποδεικνύεται από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντήλλαξαν οι διάδικοι κατά το χρονικό διάστημα από 24-10-2019 έως και 30-10-2019, η εκκαλούσα πρότεινε στην εφεσίβλητη να αναλάβει, κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη του μηνός Νοεμβρίου έως και τις αρχές του μηνός Δεκεμβρίου, τη μέριμνα της μεταφοράς ενός φορτίου, αποτελούμενου από βυτία – δεξαμενές που χρησιμοποιούν οι πετρελαϊκές εταιρείες (skids) και εμπορευματοκιβώτια από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία ……, οι οποίες βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη στον λιμένα Umm Qasr του Ιράκ (βλ.σχετ. το από 24-10-2029 και ώρα 8.59 πμ μήνυμα της εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη). Η εφεσίβλητη ανταποκρίθηκε κατ’ αρχάς θετικά (βλ.σχετ. το από 24-10-2019 και ώρα 8.05 πμ ηλεκτρονικό της μήνυμα) και η εκκαλούσα με τα από 30-10-2019 και ώρα 12.27 μμ και 1.27 μμ μηνύματά της προς την εφεσίβλητη, περιέγραψε λεπτομερώς το φορτίο που θα μεταφερόταν και τους βασικούς όρους που επιθυμούσε να ισχύσουν, αναφέροντας ότι ήταν τριάντα [30] βυτία – δεξαμενές όγκου 9.201 κυβικών μέτρων και βάρους 1.215.160, τα οποία θα φορτώνονταν υπό του καταστρώματος του πλοίου, πλέον δώδεκα (12) κενών εμπορευματοκιβωτίων 40’, με προτεινόμενο ναύλο 690.000 δολΗΠΑ για το φορτίο των βυτίων και 3.500 δολ.ΗΠΑ για κάθε εμπορευματοκιβώτιο, συμπεριλαμβανομένων στα ως άνω χρηματικά ποσά και όλων των εξόδων (οδική μεταφορά μέχρι τον λιμένα της Θεσσαλονίκης, τελωνειακές διατυπώσεις, έξοδα λιμένος και εργασιών φόρτωσης – εκφόρτωσης κλπ). Επίσης, υπήρχε πρόβλεψη ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εκφόρτωσης στον λιμένα κατάπλου του πλοίου στο Ιράκ, για λόγους που θα αφορούσαν το φορτίο (δεν θα είχαν προκληθεί δηλαδή από την εφεσίβλητη ή τη θαλάσσια μεταφορέα), η εκκαλούσα θα όφειλε αποζημίωση στην εφεσίβλητη, ύψους 14.000 δολ.ΗΠΑ ημερησίως ή κατ’ αναλογία τμήματος της ημέρας, με τις ημέρες της Παρασκευής, του Σαββάτου και των αργιών να μην προσμετρώνται. Με βάση αυτήν την προσφορά, για την οποία όμως δεν είχε δεσμευθεί η εφεσίβλητη, ακολούθησε την 4η-11-2019 μία συνάντηση των εκπρόσωπων των δύο πλευρών στην Θεσσαλονίκη, στην οποία κατέληξαν σε οριστική συμφωνία με την εφεσίβλητη να αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεριμνήσει για την διεθνή μεταφορά από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία «………» οι οποίες ευρίσκονται στην περιοχή Ιωνία της Θεσσαλονίκης (οδός …………) στον λιμένα της Θεσσαλονίκης ενός φορτίου αποτελούμενου από τριάντα [30] βυτία – δεξαμενές που χρησιμοποιούνται από τις πετρελαϊκές εταιρείες (skids), όγκου 9.262 κμ και βάρους 1.195.160 χλγρ, τα οποία θα φορτώνονταν, κατά το χρονικό διάστημα από 13 έως 15 Δεκεμβρίου 2019, σε πλοίο που θα ναύλωνε η εφεσίβλητη και θα μεταφέρονταν από εκεί στον λιμένα Umm Qasr του Ιράκ, όπου θα εκφορτώνονταν και θα παραδίδονταν στην παραλήπτρια του φορτίου. Για τη μεταφορά αυτού του φορτίου, ο συνολικός ναύλος συμφωνήθηκε στο χρηματικό ποσό των 685.000 δολ.ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων φόρτωσης – εκφόρτωσης, των τελωνειακών διατυπώσεων, αλλά και των εξόδων σε κάθε λιμένα, ενώ τελικά δεν υπήρξε συμφωνία για την στοιβασία των βυτίων – δεξαμενών υπό του καταστρώματος και επομένως, αυτό θα εξαρτιόταν από την σύμβαση ναύλωσης που θα κατήρτιζε η εφεσίβλητη. Επίσης, συμφωνήθηκε ρητώς ότι, για οποιαδήποτε καθυστέρηση ως προς την φόρτωση ή την εκφόρτωση του φορτίου και τον απόπλου του πλοίου σε κάθε λιμένα (άρα και για τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και τον λιμένα του Umm Qasr), η εκκαλούσα όφειλε να καταβάλει στην εφεσίβλητη ως αποζημίωση (αντάλλαγμα υπεραναμονής) το χρηματικό ποσό των 14.000 δολ.ΗΠΑ για κάθε ημέρα καθυστέρησης ή κατ’ αναλογία τμήματος της ημέρας, με τις ημέρες της Παρασκευής, του Σαββάτου και των εορτών να μην συνυπολογίζονται ως καθυστέρηση. Για τα εμπορευματοκιβώτια, υπήρξε μεν πρόβλεψη για την μεταφορά τους στο Ιράκ βάσει της ίδιας συμβάσεως, αλλά επειδή η εκκαλούσα δεν είχε καταλήξει ακόμη στον ακριβή αριθμό τους, δεν ρυθμίσθηκαν περισσότερες λεπτομέρειες πέραν του ναύλου που ορίσθηκε κατ’ αρχάς στο χρηματικό ποσό των 3.000 δολ.ΗΠΑ για κάθε εμπορευματοκιβώτιο. Οι ως άνω όροι που συμφωνήθηκαν προφορικά κατά τη συνάντηση των εκπροσώπων των δύο πλευρών στην Θεσσαλονίκη την 4η-11-2019, αποτυπώθηκαν και εγγράφως στην από 18-12-2019 επιστολή της εφεσίβλητης προς την εδρεύουσα στην Δημοκρατία της Νότιας Κορέας εταιρεία με την επωνυμία «………….», η οποία είναι η μητρική εταιρεία του ομίλου στον οποίο ανήκει η εκκαλούσα και στην οποία αυτή (εφεσίβλητη) απευθύνθηκε, κατόπιν συνεννόησης με την αντισυμβαλλόμενη της – εκκαλούσα, ώστε να εκδοθεί το σχετικό τιμολόγιο και να της καταβληθεί ο οφειλόμενος ναύλος. Με αυτό το περιεχόμενο, λοιπόν και δεδομένου ότι η ως άνω σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας (η παραγγελέας εδρεύει στην Ιταλία και η παραγγελιοδόχος στην Κύπρο) τίθεται ζήτημα του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου σε αυτήν τη σύμβαση και συνακόλουθα, στην ένδικη διαφορά που απορρέει από αυτήν. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψιν ότι δεν υπήρξε επιλογή δικαίου από τους αντισυμβαλλόμενους, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι, όπως ορθώς δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι») ως το δίκαιο με το οποίο, βάσει του συνόλου των περιστάσεων, συνδέεται στενότερα η ένδικη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, καθώς αυτή καταρτίσθηκε στην Θεσσαλονίκη, η οποία μαζί με την περιοχή του Λαυρίου Αττικής, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω, ήταν και οι τόποι της εκπλήρωσης της χαρακτηριστικής παροχής της εφεσίβλητης, αφού εκεί θα προέβαινε αυτή (εφεσίβλητη) ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και διατυπώσεις, προκειμένου για την παραλαβή των φορτίων και την προώθησή τους στο Ιράκ, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτομένου ως αβάσιμου στην ουσία του του δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσης. Η εκκαλούσα περαιτέρω υποστηρίζει ότι αποζημίωση για την καθυστέρηση φόρτωσης/ εκφόρτωσης του φορτίου είχε συμφωνηθεί μόνον για τον λιμένα του Umm Qasr και όχι και για τον λιμένα της Θεσσαλονίκης, ενώ επιπλέον υπήρχε και ρητή συμφωνία για τη φόρτωση όλων των βυτίων – δεξαμενών υπό του καταστρώματος. Για την απόδειξη δε αυτών των ισχυρισμών της, στους οποίους στηρίζει το πρώτο (για την αποζημίωση στην Θεσσαλονίκη) και το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, επικαλείται και προσκομίζει τα από 14-11-2019 και 19-11-2019 ηλεκτρονικά μηνύματα που αυτή (εκκαλούσα) είχε αποστείλει στην εφεσίβλητη μετά την συνάντηση της 4ης-11-2019, οπότε συμφωνήθηκαν προφορικά οι όροι της συμφωνίας τους και στα οποία αναφέρεται ρητώς σε φόρτωση όλων των βυτίων – δεξαμενών υπό του καταστρώματος και στη συμφωνία για καταβολή αποζημίωσης καθυστέρησης μόνον για τον λιμένα του Ιράκ. Οι ισχυρισμοί της όμως αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους, καθώς όπως ορθώς δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το περιεχόμενο της συμφωνίας των διαδίκων με τον ειδικότερο όρο για αποζημίωση καθυστέρησης της φόρτωσης σε κάθε λιμένα και χωρίς δέσμευση για φόρτωση των βυτίων υπό του καταστρώματος, απετέλεσε αντικείμενο της από 4-11-2019 συνάντησης των εκπροσώπων των αντισυμβαλλόμενων (διαδίκων) στην Θεσσαλονίκη και βάσει αυτής, η εφεσίβλητη κατήρτισε με την μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «……….», ναυλώτρια του, υπό σημαία Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, πλοίου με το όνομα «SM», την από 4-12-2019 σύμβαση ναύλωσης αυτού (εν λόγω πλοίου) για τη μεταφορά του φορτίου, με ρητή αναφορά αυτών των όρων στο έγγραφο σημείωμα κράτησης του πλοίου που υπέγραψαν για απόδειξη της ναύλωσης οι αντισυμβαλλόμενοι σε αυτήν (βλ.σχετ. το από 4-12-2019 σημείωμα κράτησης, στο οποίο ορίζεται ως επισταλία/ αποζημίωση καθυστέρησης το χρηματικό ποσό των 12.500 δολ.ΗΠΑ ημερησίως και προβλέπεται και η δυνατότητα στοιβασίας μέρος των βυτίων πάνω στο κατάστρωμα), ενώ για τον λόγο αυτό, οι ως άνω όροι περιλήφθηκαν στο από 18-12-2019 έγγραφο της εφεσίβλητης προς την μητρική εταιρεία του ομίλου που ανήκει η εκκαλούσα ώστε βάσει αυτών να εκδοθεί το τιμολόγιο για πληρωμή του ναύλου, χωρίς η εκκαλούσα στην οποία προωθήθηκε η ως άνω επιστολή την ίδια ημέρα με το από 05,18 μμ ηλεκτρονικό μήνυμα, να διατυπώσει κάποιες αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις στο από 5.36 μμ απαντητικό της μήνυμα της ίδιας ημέρας (βλ. το υπ’ αριθμ. 11 σχετικό έγγραφο της εφεσίβλητης). Επίσης, όπως προκύπτει από το από 11-12-2019 ηλεκτρονικό μήνυμα της εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη, η εκκαλούσα είχε ενημερωθεί εγκαίρως για το σχέδιο στοιβασίας των βυτίων – δεξαμενών στο πλοίο, όπως το είχε προγραμματίσει ο πλοίαρχος του ναυλωθέντος πλοίου (βλ.σχετ. το υπ’ αριθμ. 40 σχετικό έγγραφο της εφεσίβλητης), χωρίς ομοίως αυτή (εκκαλούσα) να εναντιωθεί, επικαλούμενη αντίθετη συμβατική πρόβλεψη ή να επισημάνει στην εφεσίβλητη ότι η αυτή (εφεσίβλητη) θα επιβαρυνόταν με το κόστος επιμελούς κάλυψης αυτών των βυτίων. Τέλος, βάσιμος είναι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι δεν είχε κανέναν λόγο να δεχθεί να τεθεί ρήτρα αποζημίωσης για επισταλίες/καθυστέρηση φόρτωσης του πλοίου στην από 4-12-2019 σύμβαση ναύλωσης που κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «………..», αν δεν είχε προηγουμένως συμφωνήσει ανάλογη ρήτρα με την εκκαλούσα, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση θα επωμιζόταν η ίδια (εφεσίβλητη) τον κίνδυνο της καθυστέρησης, με σημαντικές χρεώσεις οι οποίες θα καθιστούσαν ασύμφορη για την ίδια (εφεσίβλητη) την ανάληψη της επιμέλειας αυτής της μεταφοράς. Η εκκαλούσα βέβαια με το από 14-11-2019 και ώρα 13.15 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στην εφεσίβλητη (υπ’ αριθμ. 5 σχετικό έγγραφο της εκκαλούσας) επανέφερε το αίτημά της για φόρτωση των βυτίων υπό του καταστρώματος και την πρόβλεψη για αποζημίωση καθυστέρησης μόνον για τον λιμένα του Ιράκ, όπως δηλαδή είχε ζητήσει με το από 30-10-2019 μήνυμά το οποίο της είχε αποστείλει πριν την κατάρτιση της σύμβασης. Από κανένα, όμως, αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι τα αιτήματά της αυτά έγιναν δεκτά και υπήρξε τροποποίηση της από 4-11-2019 προφορικής συμφωνίας των διαδίκων, καθώς πέραν του γεγονότος ότι δεν προσκομίζεται καμία απάντηση της εφεσίβλητης με την οποία να αποδέχεται αυτούς τους όρους, δεν υπήρξε εναντίωση της εκκαλούσας, όταν αυτή έλαβε το από 18-12-2019 μήνυμα της εφεσίβλητης με την σαφή αποτύπωση των όρων της από 4-11-2019 οριστικής συμφωνίας τους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, σε εκτέλεση της από 4-11-2019 σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς, η εφεσίβλητη, υπό την ιδιότητα της παραγγελιοδόχου μεταφοράς, εκκίνησε με την αναζήτηση του πλοίου στο οποίο θα ανέθετε τη θαλάσσια μεταφορά από τον λιμένα της Θεσσαλονίκης στο Umm Qasr του Ιράκ του φορτίου με τα [30] βυτία – δεξαμενές, αλλά και με τα κενά εμπορευματοκιβώτια, για τα οποία η εκκαλούσα απέφευγε να της προσδιορίσει τον ακριβή αριθμό, καθώς ενώ είχε εκκινήσει από [12] έως [14], αναβίβασε τον αριθμό σε [21] την 19η-11-2019 και σε [24] την 28η-11-2019. Τελικώς, η εφεσίβλητη κατέληξε σε συμφωνία με την μη διάδικο στην παρούσα δίκη αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……….», ναυλώτρια του υπό σημαία Αντίγκουα και Μπαρμπούντα με το όνομα «SM» και κατήρτισαν την από 4-12-2019 σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς δυνάμει της οποίας η ναυλώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να μεταφέρει με το ως άνω πλοίο της από τον λιμένα της Θεσσαλονίκης στον λιμένα Umm Qasr του Ιράκ το ως άνω φορτίο με τα τριάντα [30] βυτία – δεξαμενές, έναντι ναύλου 61 δολ.ΗΠΑ ανά μονάδα βάρους ή μέτρου, με ελάχιστο 9.262 κμ, καθώς και είκοσι τέσσερα [24] κενά εμπορευματοκιβώτια (23 Χ 40΄ και 1 Χ 45), με πρόβλεψη για μεταφορά ακόμη τριών [3] έναντι ναύλου 35.000 δολ.ΗΠΑ συνολικά (και για τα είκοσι επτά), ήτοι 1.458,33 δολ.ΗΠΑ ανά εμπορευματοκιβώτιο. Ως εκτιμώμενος χρόνος άφιξης του πλοίου στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και έναρξης της φόρτωσης, ορίσθηκε το χρονικό διάστημα μεταξύ 13ης και 20ης Δεκεμβρίου κατά προσέγγιση, ενώ σε περίπτωση καθυστέρησης της φόρτωσης/ εκφόρτωσης ορίσθηκε ως αποζημίωση (επισταλίες) της μεταφορέα, το χρηματικό ποσό των 12.500 δολ.ΗΠΑ, ημερησίως ή κατ’ αναλογία ημέρας. Τέλος, συμφωνήθηκε ότι, 2-3 από τα βυτία – δεξαμενές θα φορτώνονταν στο κατάστρωμα του πλοίου, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο στοιβασίας. Την 10η-12-2019, το πλοίο «SM» κατέπλευσε στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και την 13η-12-2019 και περί ώρα 07.45 πμ, προσέδεσε στην αποβάθρα φορτοεκφόρτωσης, οπότε ήταν διαθέσιμο για φόρτωση, συνταχθείσας από τον Πλοίαρχο αυτού της σχετικής «Ειδοποίησης Ετοιμότητας» (βλ.σχετ. το υπ’ αριθμ. 24 σχετικό έγγραφο προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη). Η φόρτωση, ωστόσο, των τριάντα [30] βυτίων – δεξαμενών εκκίνησε με καθυστέρηση την ίδια ημέρα (13-12-2019) και ώρα 17.00 και πραγματοποιήθηκε κατά τα κάτωθι χρονικά διαστήματα, ήτοι: α) την 13η-12-2019, οπότε φορτώθηκαν τέσσερα [4] βυτία – δεξαμενές από ώρα 17.00 έως ώρα 17.45 και από ώρα 19.15 έως ώρα 21.00, β) την 14η-12-2019, οπότε φορτώθηκαν τέσσερα [4] βυτία, από ώρα 10.00 πμ έως ώρα 11.40 πμ, από ώρα 12.55 έως ώρα 14.00 και από ώρα 17.30 έως ώρα 21.00 και γ) την 15η-12-2019, οπότε φορτώθηκαν δέκα οκτώ [18] βυτία, από ώρα 08.30 πμ έως ώρα 10.55 πμ και από ώρα 12.00 έως ώρα 21.00. Πριν την έναρξη της φόρτωσης, ήτοι από ώρα 07.45 πμ έως ώρα 17.00 της 13ης-12-2019, αυτή δεν εκκίνησε από υπαιτιότητα της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία ……….. για την οποία εν τούτοις ευθυνόταν η εκκαλούσα εταιρεία, καθώς το φορτίο δεν είχε φθάσει στην αποβάθρα, ενώ κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα η φόρτωση διακοπτόταν για τον ίδιο λόγο, επειδή δηλαδή δεν ήταν έτοιμα όλα τα βυτία. Επίσης, μετά την ολοκλήρωση της φόρτωσης των βυτίων – δεξαμενών και έως ώρα 11.00 πμ της 16ης-12-2019, οπότε το πλοίο μεθόρμισε στο αγκυροβόλιο, υπήρξε καθυστέρηση στην αναχώρησή του, η οποία οφειλόταν σε υπαιτιότητα της εκκαλούσας, καθώς τα είκοσι επτά [27] εμπορευματοκιβώτια τα οποία ομοίως θα φορτώνονταν σε αυτό, δεν είχαν ακόμη φθάσει στην Θεσσαλονίκη και συνακόλουθα, δεν ήταν διαθέσιμα προς φόρτωση (βλ.σχετ. την από 16-12-2019 ηλεκτρονική αλληλογραφία των διαδίκων, ήτοι τα υπ’ αριθμ. 26, 26 Α΄, 26 Β΄ και 26 Γ΄ έγγραφα της εφεσίβλητης από τα οποία προκύπτει ότι τα εμπορευματοκιβώτια δεν θα έφθαναν στην Θεσσαλονίκη πριν την 19η-12-2019) και για περιορισμό των επισταλιών αποφασίσθηκε το πλοίο να αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη. Με βάση επομένως τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 07.45 πμ της 13ης-12-2019 έως και ώρα 11.00 πμ της 16ης-12-2019, η φόρτωση των τριάντα [30] βυτίων – δεξαμενών καθυστέρησε για χρονικό διάστημα δύο (2) ημερών, δώδεκα (12) ωρών και πέντε (5) λεπτών, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να έχει κατά της εκκαλούσας αξίωση αποζημίωσης λόγω υπεραναμονής ύψους 35.631,45 δολ.ΗΠΑ, ήτοι 2,545 ημέρες Χ 14.000 δολ.ΗΠΑ ανά ημέρα (για την εξέλιξη της φόρτωσης του πλοίου στον λιμένα της Θεσσαλονίκης βλ. σχετ. την από 17-12-200119 Δήλωση γεγονότων της εδρεύουσας στην Θεσσαλονίκη εταιρείας «…………», η οποία ήταν η πράκτορας του φορτίου στη Θεσσαλονίκη). Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η καθυστέρηση φόρτωσης του πλοίου στη Θεσσαλονίκη δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα της ιδίας ή της εταιρείας με την επωνυμία ………, αλλά κατ’ αρχάς σε καθυστερήσεις στην μεταφορά των βυτίων από τις εγκαταστάσεις της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία …….. στον λιμένα της Θεσσαλονίκης, που ήταν ευθύνη αποκλειστικά της εφεσίβλητης και ακολούθως, στην άρνηση της μεταφορέα να καταβάλει τα έξοδα λιμένος της Θεσσαλονίκης. Οι ισχυρισμοί της όμως αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους, καθώς πέραν των όσων καταθέτουν οι μάρτυρες της εφεσίβλητης στις ένορκες βεβαιώσεις τους (καταλογίζουν την ευθύνη για την καθυστέρηση αποκλειστικά στην εταιρεία με την επωνυμία …….. για την οποία ευθύνεται η εκκαλούσα), από τα έγγραφα που η ίδια η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει και συγκεκριμένα, από την ηλεκτρονική αλληλογραφία της εκκαλούσας με τους εκπροσώπους της εντολέα της – ιταλικής εταιρείας με την επωνυμία ….. από την 13η-12-2019 και ώρα 11.23 πμ έως και την 15η-12-2019 και ώρα 17.06 (υπ’ αριθμ. 12 σχετικό έγγραφο προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα) προκύπτει σαφώς ότι η εφεσίβλητη, όπως είχε συμβατική υποχρέωση, μετέφερε εγκαίρως τα βυτία – δεξαμενές στον λιμένα της Θεσσαλονίκης, αλλά αυτά δεν ήταν έτοιμα για αποστολή στο Ιράκ αφού δεν είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες βαφής τους, με αποτέλεσμα συνεργεία αποτελούμενα από σαράντα εργαζομένους της εταιρείας με την επωνυμία ……. να συνεχίζουν αυτές τις εργασίες, ενώ βρίσκονταν στον προβλήτα για την φόρτωση, καθυστερώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διαδικασία της φόρτωσης. Επίσης, από υπαιτιότητα της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία …… δεν είχε τηρηθεί η σειρά παράδοσης των βυτίων που προέβλεπε το σχέδιο στοιβασίας που της είχε εγκαίρως αποστείλει η εφεσίβλητη, ώστε όταν έφθανε έκαστο εξ αυτών με την καθορισμένη σειρά στον προβλήτα να φορτώνεται χωρίς χρονοτριβή στο πλοίο, αλλά υπήρχε μία αταξία η οποία εμπόδιζε την απρόσκοπτη και χωρίς καθυστερήσεις φόρτωση σύμφωνα με το σχέδιο που επέβαλε την τήρηση συγκεκριμένης σειράς για την ευστάθεια του πλοίου (σχετικά υπ’ αριθμ. 12 προσκομιζόμενο σχετικό έγγραφο της εκκαλούσας και ειδικά τα από 13-12-2019 και ώρα 17.41 και 11.23 πμ ηλεκτρονικά μηνύματα της εκκαλούσας προς την ……, όπως μεταφράστηκαν από την εφεσίβλητη με το υπ’ αριθμ. 44 σχετικό της έγγραφο από τα οποία προκύπτει ότι η επιβράδυνση στη φόρτωση οφειλόταν σε υπαιτιότητα της εταιρείας με την επωνυμία …………. αφού ακόμη εκτελούνταν εργασίες βαφής των βυτίων). Περαιτέρω, ως προς τα εμπορευματοκιβώτια, τα οποία από υπαιτιότητα της εκκαλούσας δεν είχαν φορτωθεί στο πλοίο, την 18η-12-2019 η εκκαλούσα, κατόπιν συνεννόησης με την εταιρεία ….., συμφώνησε με την εφεσίβλητη να της παραδώσει είκοσι ένα [21] εμπορευματοκιβώτια στη Θεσσαλονίκη και εκείνη να επιμεληθεί για την οδική μεταφορά τους στον λιμένα του Λαυρίου όπου θα φoρτώνονταν στο πλοίο «SM», το οποίο κατόπιν νεότερης συμφωνίας με την εταιρεία με την επωνυμία «………..» θα κατέπλεε εκεί στα τέλη Δεκεμβρίου και θα αναχωρούσε με τελικό προορισμό τον λιμένα του Umm Qasr. Η αμοιβή της εφεσίβλητης για την πρόσθετη αυτή οδική και θαλάσσια μεταφορά ορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 99.130 ευρώ, εκ των οποίων 50.000 ευρώ για το ναύλο της θαλάσσιας μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων από τον λιμένα του Λαυρίου στον λιμένα του Umm Qasr, 10.780 ευρώ για την εκφόρτωση των εμπορευματοκιβωτίων από το πλοίο της εταιρείας …….. που θα τα μετέφερε στην Θεσσαλονίκη και την παραλαβή και προώθηση των κενών εμπορευματοκιβωτίων από τον τερματικό σταθμό του λιμένα Θεσσαλονίκης στις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία ………., 32.550 ευρώ για την οδική μεταφορά των εμπορευματοκιβωτίων από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία ……………… στον λιμένα του Λαυρίου και 5.800 ευρώ για πρόσθετη δαπάνη φόρτωσής τους στον λιμένα του Λαυρίου, όπως προκύπτει από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντάλλαξαν οι εκπρόσωποι των διαδίκων την 26η-12-2019, με την εκκαλούσα στο από ώρα 7.50 μμ μήνυμά της να αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στην εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 14.000 δολ.ΗΠΑ ημερησίως ή κατ’ αναλογία της ημέρας ως αποζημίωση σε περίπτωση καθυστέρησης της φόρτωσης στον λιμένα του Λαυρίου (όρος παρόμοιος με αυτόν που είχε τεθεί και στην από 4—11-2019 σύμβαση των διαδίκων) και δεσμεύθηκε να επιβαρυνθεί και με την αμοιβή του πραγματογνώμονα ο οποίος επιθεώρησε τη διαδικασία φόρτωσης στο πλοίο «SM» των βυτίων – δεξαμενών στον λιμένα της Θεσσαλονίκης. Κατόπιν τούτων, την επόμενη ημέρα (27-12-2019) η εφεσίβλητη απευθύνθηκε στην θαλάσσια μεταφορέα με την επωνυμία «…….» και συμφώνησε για την θαλάσσια μεταφορά με το πλοίο «SM», που μετέφερε και τα τριάντα [30] βυτία – δεξαμενές, είκοσι ενός [21] κενών εμπορευματοκιβωτίων από τον λιμένα του Λαυρίου στον λιμένα του Umm Qasr, έναντι ναύλου 50.000 ευρώ και με εκτιμώμενο χρόνο φόρτωσης από 27 έως 30 Δεκεμβρίου 2019. Την 28η-12-2019 και περί ώρα 12.40 μμ, το ως άνω πλοίο προσέδεσε στο αγκυροβόλιο του λιμένος του Λαυρίου με τον Πλοίαρχο του να συντάσσει και να εγχειρίζει την Επιστολή ετοιμότητας του πλοίου, πλην όμως η φόρτωση ξεκίνησε μόλις την 5η-1-2020 και ώρα 19.30, καθώς από υπαιτιότητα της εταιρείας με την επωνυμία ………. τα είκοσι ένα [21] εμπορευματοκιβώτια έφθασαν στον λιμένα του Λαυρίου και εκφορτώθηκαν από τα φορτηγά αυτοκίνητα που τα μετέφεραν την 2α-1-2020 και ώρα 14.45. Τελικώς, την ίδια ημέρα (5-1-2020) και ώρα 13.50, η φόρτωση ολοκληρώθηκε, αλλά με καθυστέρηση επτά [7] ημερών, δέκα οκτώ [18] ωρών και πενήντα [50] λεπτών, ήτοι 7,7847 ημέρες, με αποτέλεσμα η εκκαλούσα να οφείλει στην εφεσίβλητη ως αποζημίωση λόγω της καθυστέρησης φόρτωσης στον λιμένα του Λαυρίου, το χρηματικό ποσό των 108.985,80 ευρώ (14.000 δολ.ΗΠΑ ανά ημέρα Χ 7,7847 ημέρες). Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, η εκκαλούσα υποστήριξε ότι αποζημίωση λόγω καθυστέρησης στην φόρτωση είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων μόνον για τον λιμένα προορισμού Umm Qasr του Ιράκ και όχι για το Λαύριο. Με αυτό το περιεχόμενο, ωστόσο, οι ως άνω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους, καθώς όπως ήδη αποδείχθηκε από την από 26-12-2019 αλληλογραφία των διαδίκων για την ανάθεση στην εφεσίβλητη της μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων από τη Θεσσαλονίκη στον λιμένα του Λαυρίου και από εκεί στον λιμένα του Umm Qasr με το πλοίο που μετέφερε και τα τριάντα [30] βυτία, η ίδια η εκκαλούσα με τα ηλεκτρονικά μηνύματα με ώρα 18.06 και 19.50 είχε αποδεχθεί τον όρο για την καταβολή ημερήσιας αποζημίωσης 14.000 δολ.ΗΠΑ σε περίπτωση καθυστέρησης στη φόρτωση του πλοίου. Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η εκκαλούσα προέβαλε ένσταση μερικής εξόφλησης των απαιτήσεων της εφεσίβλητης για τις αποζημιώσεις λόγω καθυστέρησης στην φόρτωση στη Θεσσαλονίκη και το Λαύριο, επικαλούμενη καταβολές προς τη θαλάσσια μεταφορέα «……. …….» στις οποίες αυτή προέβη, κατόπιν εξώδικης συμφωνίας μαζί της ώστε να παραδοθεί το φορτίο στο Ιράκ. Συγκεκριμένα, η εκκαλούσα υποστήριξε ότι την 23η-1-2020 κατέβαλε στην εταιρεία με την επωνυμία «……. …….» το χρηματικό ποσό των 89.860 δολ.ΗΠΑ, εκ των οποίων 22.000 δολ.ΗΠΑ για τις καθυστερήσεις στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και των 67.860 δολ.ΗΠΑ για τις καθυστερήσεις στον λιμένα του Λαυρίου, εκδοθέντος για αυτές τις πληρωμές του υπ’ αριθμ. …………/20-1-2020 τιμολογίου της μεταφορέα, με την τελευταία να αποστέλλει πιστωτικό τιμολόγιο ύψους 22.222 δολ.ΗΠΑ στην εφεσίβλητη, απαλλάσσοντας την από την υποχρέωση καταβολής αυτού του ποσού, ενώ το χρηματικό ποσό των 67.860 δολ.ΗΠΑ είχε συμφωνηθεί να πληρωθεί απευθείας στην μεταφορέα την 3η-1-2020. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους αυτούς τους ισχυρισμούς και συνακόλουθα την ένσταση μερικής εξόφλησης, καθώς έκρινε ότι οι ως άνω καταβολές δεν ήταν οι προσήκουσες αφού όχι μόνον δεν τις ενέκρινε η εφεσίβλητη όπως απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 417 ΑΚ, αλλά αυτή (εφεσίβλητη) αντιτάχθηκε ρητώς σε αυτές. Ήδη, με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως απορρίφθηκε η ως άνω ένσταση της, καθώς από τα έγγραφα που είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποδεικνυόταν ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης, με το από 3-1-2020 και ώρα 16.34 ηλεκτρονικό του μήνυμα προς την εκκαλούσα, είχε αποδεχθεί πλήρως την πληρωμή της αποζημίωσης καθυστέρησης του Λαυρίου από την εκκαλούσα απευθείας στην εταιρεία με την επωνυμία «……. …….», όπως και συνέβη την 23η-1-2020, αφού προηγουμένως η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία«……. …….» είχε εκδώσει για αυτήν την πληρωμή από την εκκαλούσα, το υπ’ αριθμ. ……/20-1-2020 τιμολόγιο. Οι ως άνω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους, καθώς από τα έγγραφα που η ίδια η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει για να τους αποδείξει προκύπτει κατ’ αρχάς ότι η από 23-1-2020 πληρωμή, μέσω τραπεζικού εμβάσματος του χρηματικού ποσού των 89.860 δολ.ΗΠΑ στην ως άνω εταιρεία «……. …….» δεν πραγματοποιήθηκε από την εκκαλούσα, αλλά από την εταιρεία με την επωνυμία «……..» με έδρα το Άμπου Ντάμπι, στο όνομα της οποίας η ως άνω «……. …….» εξέδωσε το υπ’ αριθμ. ………/ 20-1-2020 τιμολόγιο για αυτό το χρηματικό ποσό, χωρίς να επικαλείται η εκκαλούσα ότι για τυπικούς λόγους εμφανιζόταν ως πληρώτρια η ως άνω εταιρεία, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η ίδια η οποία κατέβαλε το ανωτέρω ποσό και επομένως νομιμοποιείται να προβάλλει αυτήν την καταβολή έναντι της εφεσίβλητης (δεν επικαλέσθηκε δηλαδή κάποια συμφωνία παρόμοια με εκείνη που είχε με την εφεσίβλητη, η οποία εξέδωσε το από 18-12-2019 τιμολόγιο για την αμοιβή της από την σύμβαση παραγγελίας στο όνομα της μητρικής εταιρείας του ομίλου που ανήκει η εκκαλούσα, ενώ στην πραγματικότητα η συναλλαγή αφορούσε και δέσμευε την εκκαλούσα). Σε κάθε δε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι με το από 23-1-2020 τραπεζικό έμβασμα ύψους 89.860 δολ.ΗΠΑ εξοφλήθηκε το υπ’ αριθμ. …../ 20-1-2020 τιμολόγιο που είχε εκδώσει η εταιρεία με την επωνυμία «……. …….» με αιτιολογία πληρωμής «22.000 δολ.ΗΠΑ για κρατήσεις του πλοίου «SM στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και 67.860 δολ. ΗΠΑ για κρατήσεις του ιδίου πλοίου στον λιμένα του Λαυρίου», καθώς στο ως άνω έμβασμα αναφέρεται ότι το τιμολόγιο που εξοφλείται ήταν το υπ’ αριθμ. …….. της ως άνω εταιρείας με την επωνυμία ……. ……., που είχε ως αιτιολογία πληρωμής «χρεώσεις ναύλου». Τέλος, η εφεσίβλητη ουδέποτε είχε συναινέσει ή εγκρίνει την εξόφληση από την εκκαλούσα απευθείας στην εταιρεία «……. …….» απαιτήσεων που είχαν γεννηθεί από τη ναύλωση του πλοίου «SM», καθώς επιθυμούσε η εκκαθάριση των διαφορών από αυτή τη σύμβαση να γίνει μόνον μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων, ήτοι της εφεσίβλητης και της εταιρείας με την επωνυμία «……. …….», όπως το είχε καταστήσει σαφές στην εκκαλούσα με το από 22-1-2020 και ώρα 17.50 ηλεκτρονικό της μήνυμα προς την εκκαλούσα. Με βάση επομένως τα ανωτέρω, ο τρίτος λόγος έφεσης κατά το τρίτο σκέλος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του. Με το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επεδίκασε το χρηματικό ποσό των 8.804 ευρώ ως αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την προστατευτική κάλυψη των τριών βυτίων – δεξαμενών τα οποία φορτώθηκαν επί του καταστρώματος του πλοίου «SM», καθώς αυτές (εν λόγω δαπάνες) δεν βάρυναν αυτήν (εκκαλούσα), αφού η συμφωνία των διαδίκων προέβλεπε ρητά την φόρτωση των βυτίων – δεξαμενών υπό του καταστρώματος και επομένως, εάν η εφεσίβλητη συμμορφωνόταν σε αυτήν την υποχρέωση της, δεν θα χρειαζόταν η προστατευτική κάλυψη. Με αυτό το περιεχόμενο, ωστόσο, ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς όπως έχει ήδη αποδειχθεί, η από 4-11-2019 σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς που κατήρτισαν οι διάδικοι, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε με την από 18-12-2019 επιστολή της εφεσίβλητης προς την μητρική εταιρεία του ομίλου της εκκαλούσας, δεν προέβλεπε τη φόρτωση όλων των βυτίων – δεξαμενών υπό του καταστρώματος, όπως είχε ζητήσει από 30-10-2019 η εκκαλούσα χωρίς όμως να γίνει δεκτό το αίτημα της και επομένως, η εφεσίβλητη νομίμως προχώρησε στην από 4-1-2019 σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς με την ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «……. …….» στην οποία ανέθεσε την ως άνω μεταφορά από τον λιμένα της Θεσσαλονίκης στον λιμένα του Umm Qasr, με τον όρο ότι 2-3 βυτία – δεξαμενές θα φορτώνονταν στο κατάστρωμα, σύμφωνα με το προτεινόμενο αρχικό σχέδιο στοιβασίας. Η εκκαλούσα, βέβαια, με τα από 14-11-2019 και 19-11-2019 ηλεκτρονικά μηνύματα της επανέφερε το αίτημά της για στοιβασία όλων των βυτίων – δεξαμενών υπό του καταστρώματος, χωρίς να έχει τεθεί όρος για την φόρτωση κάτω από το κατάστρωμα. Και πάλι όμως αυτό το αίτημα δεν έγινε αποδεκτό από την εφεσίβλητη, η οποία απέστειλε εγκαίρως στην εκκαλούσα το σχέδιο στοιβασίας του φορτίου από το οποίο προέκυπτε η φόρτωση των υπ’ αριθμ. [28], [29] και [30] βυτίων – δεξαμενών επί του καταστρώματος με την εκκαλούσα να ζητεί πληροφορίες για το αν θα περιγράφεται αυτό και στην φορτωτική που θα εξέδιδε ο Πλοίαρχος του πλοίου και να αιτείται την κάλυψη τους για προστασία από το θαλάσσιο νερό (βλ.σχετ. τα από 11-12-2019 και ώρα 20.06 μμ, από 13-12-2019 και ώρα 11.04 πμ και από 18-12-2019 και ώρα 17.36 μηνύματά της από τα οποία προκύπτει η ενημέρωση της εκκαλούσας για το σχέδιο στοιβασίας του φορτίου ήδη από την 11η-12-2019), για την οποία δεσμεύθηκε η εφεσίβλητη ότι θα προέβαινε στον λιμένα του Λαυρίου (βλ. σχετ. το από 26-12-2019 και ώρα 20.38 ηλεκτρονικό της μήνυμα), με τα σχετικά έξοδα, το ύψος των οποίων δεν αμφισβητεί η εκκαλούσα, να βαρύνουν, όπως είναι ευνόητο, την τελευταία ως εκπρόσωπο των ενδιαφερόμενων επί του φορτίου. Με το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επεδίκασε στην εκκαλούσα το χρηματικό ποσό των 6.051,32 ευρώ ως αποζημίωση για την καθυστέρηση εκφόρτωσης του πλοίου «SM» στον λιμένα του Umm Qasr του Ιράκ, καθώς από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι δεν προκύπτει καθυστέρηση εκφόρτωσης στον ως άνω λιμένα, ούτε η πληρωμή σχετικού τιμολογίου από την εφεσίβλητη. Ως προς αυτόν τον λόγο, πρέπει να επισημανθεί κατ’ αρχάς ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επεδίκασε για αυτήν την αιτία στην εφεσίβλητη το ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής του χρηματικού ποσού των 6.708,80 δολ.ΗΠΑ και όχι των 6.051,32 ευρώ. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσία αβάσιμος, καθώς όπως συνομολογεί και η εκκαλούσα, στην από 4-11-20219 συμφωνία της με την εφεσίβλητη προβλεπόταν η καταβολή αποζημίωσης ύψους 14.000 δολ.ΗΠΑ ανά ημέρα ή κατ’ αναλογία της ημέρας για την περίπτωση καθυστέρησης της εκφόρτωσης (επισταλίες) στον λιμένα του Umm Qasr και ότι, όπως προκύπτει από την «Κατάσταση Πεπραγμένων» που συνέταξε η εταιρεία με την επωνυμία «…………….», πράκτορας του φορτίου στον λιμένα του Umm Qasr, το πλοίο «SM» κατέπλευσε σε αυτόν τον λιμένα την 24η-1-2020 και προσέδεσε κατά μήκος της αποβάθρας εκφόρτωσης την ίδια ημέρα και ώρα 18.35 μμ με τον Πλοίαρχο να συντάσσει την σχετική «Ειδοποίηση Ετοιμότητας», οπότε η εκφόρτωση ξεκίνησε στις 19.35 της ίδιας ημέρας και ολοκληρώθηκε την 26η-1-2020 και ώρα 05.10 πμ., με ενδιάμεσες όμως διακοπές, και δη την 25η-1-2020 από ώρα 01.00 έως ώρα 01.15, από ώρα 01.50 έως ώρα 02.20, από ώρα 04.00 έως ώρα 06.00, από ώρα 08.00 έως ώρα 11.10 πμ, από ώρα 13.00 έως ώρα 13.30, από ώρα 14.00 έως ώρα 16.50 και από ώρα 21.45 έως ώρα 24.00, με αποτέλεσμα η εκκαλούσα να οφείλει στην εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 6.708,80 δολ.ΗΠΑ για τις καθυστερήσεις στην εκφόρτωση, οι οποίες διήρκησαν συνολικά ένδεκα [11] ώρες και τριάντα [30] λεπτά (0,4792 της ημέρας), όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών της εκκαλούσας ότι το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο καθώς δεν προκύπτει η πληρωμή αυτού του ποσού στην θαλάσσια μεταφορέα, αφού όπως ορθώς επισημαίνει και η εφεσίβλητη, η συμφωνία των διαδίκων ήταν η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης σε περίπτωση καθυστέρησης της εκφόρτωσης και όχι η υποχρέωση της εκκαλούσας να καταβάλει στην εφεσίβλητη όσα κατέβαλε στην θαλάσσια μεταφορέα, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί προϋπόθεση για την γέννηση της αξίωσης της εφεσίβλητης, η προηγούμενη ικανοποίηση της θαλάσσια μεταφορέα. Με τον έκτο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ως βάσιμο το αγωγικό κονδύλιο για την επιδίκαση στην εφεσίβλητη του ισόποσου σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής χρηματικού ποσού των 1.975 δολ.ΗΠΑ για την αμοιβή του πραγματογνώμονα τον οποίο διόρισε στον λιμένα του Άμπου Ντάμπι, καθώς από τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει προέκυπτε ότι αυτό το χρηματικό ποσό κατεβλήθηκε προσηκόντως από την ίδια (εκκαλούσα) απευθείας στον πραγματογνώμονα και όχι από την εφεσίβλητη. Ως προς το ζήτημα αυτό, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι, την 10η-1-2020, οι διάδικοι συμφώνησαν να αναθέσει η εφεσίβλητη σε κάποιον πραγματογνώμονα την επιθεώρηση του φορτίου στον ενδιάμεσο λιμένα του Άμπου Ντάμπι και να συντάξει τη σχετική έκθεση με δαπάνες της εκκαλούσας. Σε εκτέλεση αυτής της συμφωνίας, η εφεσίβλητη απευθύνθηκε στην εταιρεία με την επωνυμία «…………» με έδρα το Ντουμπάι, η οποία πραγματοποίησε την επιθεώρηση του φορτίου του πλοίου «SM» στο Άμπου Ντάμπι την 21η-1-2021, έναντι αμοιβής, εκ ποσού 1.975 δολ.ΗΠΑ για την οποία εξέδωσε το υπ’ αριθμ. …………/26-1-2020 τιμολόγιο, το οποίο εξοφλήθηκε με τραπεζικό έμβασμα από την εφεσίβλητη (βλ.σχετ. τα υπ’ αριθμ. 22 και 22 α΄ έγγραφα της εφεσίβλητης), με αποτέλεσμα η τελευταία να διατηρεί αξίωση για την απόδοση αυτού του χρηματικού ποσού από την εκκαλούσα, αφού ενεργούσε για λογαριασμό της και βάσει των εντολών της. Η τελευταία βέβαια υποστηρίζει ότι την αμοιβή του πραγματογνώμονα στο Άμπου Ντάμπι την κατέβαλε η ίδια (εκκαλούσα) απευθείας σε αυτόν με αποτέλεσμα να έχει εξοφληθεί προσηκόντως και για την απόδειξη αυτού του ισχυρισμού της προσκομίζει τα υπ’ αριθμ. 19 και 20 σχετικά της έγγραφα. Από τα έγγραφα εν τούτοις αυτά δεν προκύπτει η καταβολή της αμοιβής του πραγματογνώμονα που διόρισε η εφεσίβλητη στο Άμπου Ντάμπι, αλλά μόνον η πληρωμή του χρηματικού ποσού των 4.200 ΑΕD στην εταιρεία με την επωνυμία «………..» σε εξόφληση του υπό στοιχ. ………. τιμολογίου, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι η πληρωμή αυτή σχετίζεται με την υπό κρίση διαφορά (στο τιμολόγιο αναφέρεται ως αιτιολογία «επαγγελματικές χρεώσεις για Ιανουάριο και έξοδα επιθεώρησης», χωρίς να εξειδικεύονται οι υπηρεσίες και να προσδιορίζεται ότι αφορούσαν το πλοίο «SM», όπως αναφερόταν στο τιμολόγιο που προσκόμισε η εφεσίβλητη). Συνεπώς και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, με το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στην εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 2.190 ευρώ ως έξοδα αποθήκευσης έξι (6) εμπορευματοκιβωτίων, παρότι όπως αποδεικνυόταν από τα έγγραφα που είχε προσκομίσει, η ως άνω αξίωση είχε εξοφληθεί. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ως άνω λόγος πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος, καθώς την εξόφληση αυτού του κονδυλίου τη συνομολογεί και η εφεσίβλητη με τις προτάσεις που κατέθεσε νομίμως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Κατόπιν τούτων και μετά την έρευνα όλων των λόγων της, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της και συγκεκριμένα, ως προς το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης. Επομένως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 3076/2022 οριστική απόφαση του Moνομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όχι, όμως, μόνον ως προς το κεφάλαιο για το οποίο έγινε δεκτός ο σχετικός λόγος εφέσεως, αλλά στο σύνολο της, για το ενιαίο της εκτελέσεως του τίτλου. Ακολούθως πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί κατ’ αντιμωλία των διαδίκων η από 2-7-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……../3-7-2020 αγωγή και περαιτέρω, να απορριφθεί ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας, να γίνει δεκτή αυτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα– εναγόμενη να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα: α) το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του χρηματικού ποσού των εκατό πενήντα εννέα χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα εννέα σεντς (159.275,99) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής και β) το χρηματικό ποσό των εξήντα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ (60.995 = 63.185 ευρώ ποσό το οποίο επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση μείον 2.190 ευρώ για έξοδα αποθήκευσης έξι (6) εμπορευματοκιβωτίων κατ’ αποδοχή του τετάρτου σκέλους του τρίτου λόγου έφεσης) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Τέλος, λόγω της μερικής νίκης της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σε αυτήν του κατατεθέντος υπ’ αυτής υπ’ αριθμ. ………. ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, ενώ ως προς τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, λαμβάνοντας υπόψιν την εν μέρει νίκη της εφεσίβλητης, αλλά και την εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης ως προς τον τρίτο λόγο έφεσης που αφορούσε την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176, 178, 179 παρ. 1 εδ΄β΄ και 183 του Κ.Πολ.Δ., πρέπει μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, να επιβληθεί εις βάρος της εκκαλούσας, συμψηφιζομένων των λοιπών, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 14-12-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ………../19-12-2022 έφεση.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσία την έφεση.
Διατάσσει την απόδοση του υπ’ αριθμ. ………….. ηλεκτρονικού παραβόλου στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει στο σύνολο της την υπ’ αριθμ. 3076/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Kρατεί και δικάζει την από 2-7-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……………/3-7-2020 αγωγή.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εκκαλούσα – εναγόμενη να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα: α) το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του χρηματικού ποσού των εκατό πενήντα εννέα χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα εννέα σεντς (159.275,99) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και β) το χρηματικό ποσό των εξήντα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ (60.995) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Καταδικάζει την εκκαλούσα – εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ενάγουσας για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 30.10.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ