Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 666/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Aπόφασης  666/2025

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο, Μαρία Παπαδογρηγοράκου Εφέτη και Ελένη Πρέντζα, Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.Του εκκαλούντος: ……………που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Αμαλίας Σωτηρίου [ΑΜΔΣΑ ………] και κατέθεσε το με αρ. ……./25.2.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣ Πειραιά.

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Χρυσούλας Τήρλα [ΑΜΔΣΑ ……] και κατέθεσε το με αρ. ……./20.2.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣ Πειραιά.

Β. Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «…………..», πρώην με την επωνυμία «……………» (……………) και τον διακριτικό τίτλο «…………..) (υπ’ αριθμ. ………./10-06-2010 Ανακοίνωση Γ.Ε.ΜΗ.), η οποία εδρεύει στο ……….. Αττικής, επί της οδού …………., με ΑΦΜ ……. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ……..,   όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β΄)], η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» (……………), που εδρεύει στο ……. της Ιρλανδίας (……………. .), με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών …………… όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Γεώργιου Κωστόπουλου – Μήτα [ΑΜΔΠ …….] και κατέθεσε το με αρ. ……./15.2.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣ Πειραιά.

Της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Χρυσούλας Τήρλα [ΑΜΔΣΑ …..] και κατέθεσε το με αρ. ……./20.2.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣ Πειραιά.

Του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντος: ……………., που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Αμαλίας Σωτηρίου [ΑΜΔΣΑ …..] και κατέθεσε το με αρ. ……/25.2.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣ Πειραιά.

Ο εκκαλών άσκησε την από 04.10.2021 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά [νέα τακτική πολυμελούς], με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) …………./8.10.2021, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 2369/2022 απόφαση που απέρριψε την αγωγή, λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου. Την απόφαση προσέβαλε ο ηττηθείς ενάγων, με την από 10.07.2024 ένδικη έφεση, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, με αυξ. αριθμ. ……. Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε στην Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την από 05.12.2024, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/10.12.2024 υπέρ της  εφεσίβλητης και κατά του εκκαλούντος αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, με αυξ. αριθμ. ……..

Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού συζήτηση των υποθέσεων, αφού  συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκωνζήτησαν να γίνουν δεκτές οι έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου: α) η από 10.07.2024 έφεση, με ΓΑΚ/ΕΑΚ, αντίστοιχα, …………/15.7.2024  στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και για προσδιορισμό δικασίμου, με ΓΑΚ/ΕΑΚ, αντίστοιχα, ………/15.7.2024, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας (βλ. άνωθεν υπό Α) και της υπ΄αριθμ. 2369/21.07.2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β)Η από 05-12-2024, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, με ΓΑΚ/ΕΑΚ, αντίστοιχα, στην γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, ………/10.12.2024, της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και κατά του εκκαλούντος (βλ. άνωθεν υπό Β).

Ι. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α΄, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, διότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και δεν παρήλθε η νόμιμη διετής (2ετής) καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της (ημερ. δημοσ. 21.7.2022). Για το παραδεκτό της έφεσης προκαταβλήθηκε από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεσή της, το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150€) ευρώ(άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 35 παρ. 2 ν. 4446/22.12.2016 – ΦΕΚ A 240/22.12.2016), όπως αποδεικνύεται από την έκθεση κατάθεσης του ένδικου μέσου, στην οποία αναφέρεται τομε κωδικό ………/2024e – παράβολο. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, κατά την προαναφερόμενη διαδικασία.

ΙΙ. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ τρίτος μπορεί να ασκήσει, σε εκκρεμή μεταξύ άλλων, δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από, δε, το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευτεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Ως τρίτος, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειάς της στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1485/2006 ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού, κατά το άρθρο 325 αριθ. 2ΚΠολΔ.

Εξάλλου,  σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης».

Στην προκείμενη περίπτωση, με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε για πρώτη φορά στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ασκήθηκε η από 05.12.2024, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../10.12.2024 υπέρ της  εφεσίβλητης και κατά του εκκαλούντος αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας και συγκεκριμένα μετά την αναβίωσή της με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, με την οποία η προσθέτως παρεμβαίνουσα  ισχυρίζεται ότι είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, με τη  επωνυμία «……………» (…………..), που εδρεύει στο ……….. της Ιρλανδίας (………….), με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία έχει καταστεί  ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα εκτίθεται. Επικαλούμενη δε, το έννομο συμφέρον της εκπροσωπούμενης από αυτήν ειδικής διαδόχου ασκεί αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης και κατά του εκκαλούντος επικαλούμενη, αφενός μεν ότι έχει έννομο συμφέρον προς τούτο ως νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», ειδική διάδοχο της εφεσίβλητης δυνάμει της από 17-12-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων (νομίμως καταχωρισθείσας περίληψης αυτής  στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, τόμος ……, αυξ. αριθμός ……, με αριθμ. πρωτ. ……/17-12-2021), ήτοι και των απαιτήσεων που απορρέουν από τις με αριθμ. …/10.04.1981 (με νέο αριθμό ………) και …../26-05-1981 (με νέο αριθμό ………….) συμβάσεις δανείου, στις οποίες έχει συμβληθεί ο καθ΄ ου η παρέμβαση ως εγγυητής και οι οποίες αναφέρεται ότι αποτελούν αντικείμενο της εκκρεμούς δίκης, αφετέρου δε, διότι η διαχείριση των απαιτήσεων μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω ανατέθηκαν αρχικά την 17-12-2021 στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………..», δυνάμει σύμβασης διαχείρισης η οποία λύθηκε στις 04.02.2022 και εντέλει στην ίδια, δυνάμει σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε  στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο …….. και με αυξ. αριθμό ……… και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ……/4-2-2022, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την με αρ. πρωτ. ……./8-11-2022, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε  στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο …… και με αυξ. αριθμό …….,  η οποία ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος. Ισχυριζόμενη, δε, πως υπέρ και εναντίον της δικαιούχου της απαίτησης ισχύει το δεδικασμένο της απόφασης από την παρούσα δίκη, κατ’ άρθρο 325 ΚΠολΔ, ζητεί  την απόρριψη της έφεσης και την επιβολή σε βάρος του εκκαλούντος των δικαστικών της εξόδων. Η υπό κρίση αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ασκήθηκε νόμιμα, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 80, 81, 83 και  215 παρ. 1 ΚΠολΔ), με ιδιαίτερο δικόγραφο, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, από την μη δικαιούχο και μη υπόχρεη διάδικο –  διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου, κατά του εκκαλούντος και υπέρ της εφεσίβλητης και η συζήτησή της είναι παραδεκτή, διότι επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 524 αρ. 1 σε συνδ. με 591 αρ. 1 υπό β΄ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την συζήτηση της κύριας υπόθεσης (έφεσης), δηλαδή τόσο στον καθ’ ου, όσο και στην υπέρ ης η παρέμβαση (βλ. σχετ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ΄  αριθμ. ……./12.12.2024 και ……./13.12.2024, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………., εταίρου της αστικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών «………..», με έδρα την Αθήνα και του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ……….., εταίρου της προαναφερόμενης αστικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών). Περαιτέρω, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προπαρατεθείσες διατάξεις και σε αυτές των άρθρων 225 παρ. 2 ΚΠολΔ και ν. 3156/2003και πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή της με την υπό κρίση έφεση, κατ’ άρθρο 246ΚΠολΔ, ενόψει του ότι η πρώτη δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της έφεσης αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχτηκε με την έφεση, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (ΑΠ 1426/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4655/2022 ΝΟΜΟΣ).Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο η πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της παρεμβαίνουσας (άρθ. 68 ΚΠολΔ) προς άσκησή της, διότι στο δικόγραφο αυτής εκτίθεται ότι ως επίδικες απαιτήσεις των οποίων έχει την διαχείριση και που φέρεται να έχουν μεταβιβαστεί στην ως άνω ειδική διάδοχο, αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού είναι αυτές που απορρέουν από τις με αριθμ. ……./10.04.1981 (με νέο αριθμό …….) και …../26-05-1981 (με νέο αριθμό ……..) συμβάσεις δανείου, στις οποίες έχει συμβληθεί ο καθ΄ ου η παρέμβαση ως εγγυητής, ήτοι διαφορετικές απαιτήσεις από την επίδικη, η οποία αφορά, κατά την κύρια μεν βάση της αξίωση λόγω αδικοπραξίας (άρθ. 914 και 919 ΑΚ), κατά, δε, την επικουρική, αξίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού (904ΑΚ), αξιώσεις οι οποίες δεν μεταβιβάστηκαν στην ειδική διάδοχο της οποίας την διαχείριση των προαναφερόμενων απαιτήσεων ενεργεί η προσθέτως παρεμβαίνουσα. Επομένως, η τελευταία δεν έχει έννομο συμφέρον για να αποκρούσει την έφεση και συνακόλουθα την αγωγή. Κατόπιν αυτών, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του και λόγω της ήττας της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως αυθεντικά ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 του ΝΔ 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ΝΔ 4189/1961, προκύπτει ότι επί παραλείψεως προκαταβολής του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις ο ενάγων λογίζεται ότι δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται λόγω της [πλασματικής] ερημοδικίας του (ΑΠ 65/2022, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1337/2011 ΝΟΜΟΣ). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες υποθέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1485/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η παράλειψή της δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησής της αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος που λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 491/2015, ΑΠ 181/2013 ΝΟΜΟΣ). Για να ανατρέψει το δυσμενές διατακτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης που επιστηρίχθηκε μόνο στην εκ μέρους του παράλειψη καταβολής του δικαστικού ενσήμου ο ενάγων που για το λόγο αυτό ερημοδικάστηκε πρωτοδίκως, δικαιούται στην άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων και, συγκεκριμένα, μπορεί, εκτός από [αιτιολογημένη] ανακοπή ερημοδικίας να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης, από την δημοσίευση αυτής, κατ’ άρθρο 513 § 1 περ. β΄, εδαφ. β΄ ΚΠολΔ, επιδιώκοντας να επανορθώσει το δικό του σφάλμα που οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής του. Στην έφεση αυτή εφαρμόζεται μεν η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, πλην, όμως, αναλόγως. Η ανάλογη και όχι ευθεία εφαρμογή της οφείλεται στο ότι για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά την ως άνω διάταξη επί μεν ερημοδικίας του ενάγοντος οφειλομένης σε άλλους λόγους, όπως η μη εμφάνιση ή μη προσήκουσα παράστασή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν απαιτείται η επίκληση και η απόδειξη της βασιμότητας κάποιου λόγου έφεσης αλλά αρκεί καταρχήν η τυπική παραδοχή της έφεσης ως νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθείσα, ενώ επί πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου απαιτείται η πρόταση και η ευδοκίμηση λόγου έφεσης, ο οποίος πρέπει να αναφέρεται στη νόμιμη αιτία που οδήγησε στη διαμόρφωση του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης. Πράγματι, αν όντως το δικαστικό ένσημο δεν είχε πρωτοδίκως καταβληθεί, ο μοναδικός κατά νομική και λογική αναγκαιότητα λόγος που μπορεί να προταθεί λυσιτελώς με την έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης είναι η άρση της παράλειψης του εκκαλούντος – ενάγοντος, που προκάλεσε την πλασματική ερημοδικία του και την απόρριψη της αγωγής του ως αβάσιμης. Έτσι, η έφεσή του πρέπει να περιέχει ως [μοναδικό έστω] λόγο την άρση αυτής του της παράλειψης, τον ισχυρισμό δηλαδή περί της εκ των υστέρων καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου. Η καταβολή αυτή συγκροτεί το πραγματικό του λόγου της έφεσης και ως αναγόμενη στο παραδεκτό της πρέπει να δηλώνεται στο εφετήριο (ΑΠ 1572/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να αρκεί η αναφορά σ’ αυτό της πρόθεσης του εκκαλούντος να καταβάλει το δικαστικό ένσημο στο μέλλον. Μόνον τότε, όταν δηλαδή διαπιστωθεί πέραν της νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησης της έφεσης και η βασιμότητα του επικαλούμενου λόγου της, είναι δυνατή η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ώστε να χωρήσει ενώπιον του εφετείου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, να δυνηθεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την ορθότερη άποψη, η έφεση πρέπει κατά την κατάθεσή της να συνοδεύεται από το έγγραφο που αποδεικνύει την πληρωμή του δικαστικού ενσήμου, η οποία πρέπει μέχρι τότε να έχει πραγματοποιηθεί, χωρίς να αρκεί η μεταγενέστερη, μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, καταβολή του και η επίκληση αυτής το πρώτον με τις προτάσεις του εκκαλούντος ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1461/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 2ΚΠολΔ, όταν ασκείται έφεση κατά ερήμην εκδοθείσας απόφασης η συζήτηση είναι προφορική και για το λόγο αυτό δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση της έφεσης με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή με μονομερή δήλωση κάποιου ή όλων από αυτούς ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση (ΑΠ 476/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω απαγόρευση της παράστασης με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ισχύει όχι μόνο για το διάδικο που στον πρώτο βαθμό δικάστηκε ερήμην αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, αφού διαφορετικά δε νοείται προφορική συζήτηση (ΑΠ 93/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο, άλλωστε, επιβάλλεται από την αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για την ισότητα των όπλων (ΑΠ 1858/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου, που έχει μεν καταθέσει προτάσεις, δεν παρίσταται όμως στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του διαδίκου. Ως εκ τούτου, οι προτάσεις του, οι περιεχόμενοι σ’ αυτές ισχυρισμοί και τα υποβαλλόμενα δι’ αυτών αιτήματά του, όπως και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εάν δε ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 3 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, που ορίζει ως συνέπεια της ερημοδικίας του εκκαλούντος την κατ’ ουσίαν απόρριψη της έφεσής του (ΑΠ 78/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα παραπάνω ισχύουν και επί της έφεσης του ενάγοντος που δεν κατέβαλε το δικαστικό ένσημο και ερημοδικάστηκε, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αγωγή του, αφού ούτε τότε μπορεί να παραλειφθεί η προφορική συζήτηση στο εφετείο. Αν στην περίπτωση αυτή παρίστανται μη προσηκόντως κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο εφετείο τόσο ο εκκαλών, όσο και ο εφεσίβλητος με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, θεωρούνται αμφότεροι δικονομικά απόντες και τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 260 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται». Τούτο δε ανεξάρτητα αν με τη νέα τακτική διαδικασία και δη με το νέο άρθρο 237 παρ.6 ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015) στον πρώτο βαθμό ουσιαστικά έχει καταργηθεί η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και η συζήτηση διεξάγεται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, καθώς στο εφετείο προβλέπεται υποχρεωτική τέτοια προφορική συζήτηση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ.2 και 528 ΚΠολΔ σε περίπτωση που κάποιος διάδικος δικάστηκε ερήμην πρωτοδίκως και έχει ασκήσει έφεση κατά της εκδοθείσας οριστικής απόφασης.

Στην υπό κρίση υπόθεση με την έφεση προσβάλλεται η με αρ. 2369/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην του ενάγοντος, κατά την τακτική διαδικασία  – τμήμα ναυτικών διαφορών -, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη (λόγω μη καταβολής τού, για το καταψηφιστικό αίτημά της, δικαστικού ενσήμου) η από 04-10-2021 αγωγή του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος κατά της εναγόμενης, ήδη εφεσίβλητης. Ο εκκαλών κατά την κατάθεση της έφεσης κατέβαλε το ανάλογο με το αγωγικό αίτημά του δικαστικό ένσημο (βλ. το e – παράβολο με κωδικό ………../09.07.2024, ποσού 14.853,28 ευρώ, σε συνδυασμό με την βεβαίωση επιτυχούς πληρωμής της τράπεζας Άλφα Μπανκ) και ζητεί με μοναδικό λόγο έφεσης την προσκόμιση του δικαστικού ενσήμου την εξαφάνιση της εκκαλούμενης και την εκ νέου συζήτηση της αγωγή του  με σκοπό να γίνει δεκτή. Όπως αποδεικνύεται από τα τηρούμενα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την εκφώνηση της έφεσης, στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οι διάδικοι παραστάθηκαν δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. Επομένως, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη, αφού η εκκαλούμενη  απόφαση εκδόθηκε κατόπιν συζήτησης ερήμην του ενάγοντος (πλασματική ερημοδικία) και άρα η συζήτηση στο εφετείο είναι, υποχρεωτικά, προφορική, οι παραστάσεις στο ακροατήριο των αρχικών διαδίκων δια των ως άνω πληρεξούσιων δικηγόρων είναι οι προσήκουσες. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση.

IV. Με την κύρια βάση της αγωγής του, ερειδόμενη, κατ΄ ορθή εκτίμηση αυτής, στην διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, o ενάγων ισχυρίστηκε ότι η εναγόμενη – τράπεζα παράνομα και με πρόθεση τον ζημίωσε κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, παραβιάζοντας την διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ και προκαλώντας του αιτιωδώς ζημία, ύψους 1.302.311 ευρώ, καθώς και ηθική του βλάβη (άρθ. 932 ΑΚ), διότι διεξήγαγε βαρύτατα πλημμελώς, κατά τα αναφερόμενα, τη διαδικασία προσδιορισμού ασφαλιστικής αποζημίωσης επί πλοίου, η οποία της είχε εκχωρηθεί, αποκλείοντας την πλοιοκτήτρια από αυτήν, με αποτέλεσμα να δεχτεί να λάβει από τους ασφαλιστές πολύ μικρότερο από το πραγματικό ποσό αυτής, αποκρύπτοντας από την πλοιοκτήτρια ότι είχε εισπράξει την ασφαλιστική αποζημίωση και αρνούμενη ότι κατείχε το έγγραφο διευθέτησης (adjustment) στράφηκε, ακολούθως, εναντίον του, ως εγγυητή στις δανειακές συμβάσεις, από τις οποίες πήγαζαν οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της, με κατάσχεση της προσωπικής του ακίνητης περιουσίας, προς ικανοποίηση αυτών, για δε την αποτροπή του εκπλειστηριασμού ακινήτου του αναγκάστηκε να της καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό ως μη όφειλε και επί ζημία του. Ότι, επίσης, λόγω της ως άνω συμπεριφοράς της εναγόμενης είχε ήδη ο ενάγων, χωρίς να το γνωρίζει, ελευθερωθεί ως εγγυητής από τις αναφερόμενες στην αγωγή του δανειακές συμβάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 863 ΑΚ, αφού η ίδια δια των παράνομων και υπαίτιων ενεργειών και παραλείψεών της, ήτοι την πλημμελή εκ μέρους της εναγόμενης διεξαγωγής της διαδικασίας προσδιορισμού ασφαλιστικής αποζημίωσης επί του αναφερόμενου στην αγωγή πλοίου, η οποία της είχε εκχωρηθεί αποκλειστικά δυνάμει των εν λόγω δανειακών συμβάσεων και προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της, δεν συμπεριλήφθηκαν στην ασφαλιστική αποζημίωση, από δική της αποκλειστικά υπαιτιότητα, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά δαπανών του πλοίου, τα οποία, προστιθέμενα στην εκχωρηθείσα στην εναγόμενη ασφαλιστική αποζημίωση, θα κάλυπταν το σύνολο των απαιτήσεών της από τις δανειακές συμβάσεις, στις οποίες ενέχετο και ο ίδιος ως εγγυητής και επομένως παραιτήθηκε από το δικαίωμά της να λάβει το σύνολο της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Κατόπιν αυτών και ύστερα από την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματός του σε αναγνωστικό, με τις προτάσεις του, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οφείλει η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό του 1.302.311 ευρώ, για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας και το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφλησή τους, άλλως επικουρικά να αναγνωριστεί ότι οφείλει να του καταβάλει το ως άνω ποσό του 1.302.311 ευρώ νομιμότοκα από την 28.6.2006, που το εισέπραξε, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική του δαπάνη. Με την επικουρική δε βάση της αγωγής του και με το ίδιο ως άνω περιεχόμενο ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οφείλει η εναγόμενη να του καταβάλει το ως άνω ποσό του 1.302.311 ευρώ, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (άρθ. 904 ΑΚ), καθώς αυτή, παρότι γνώριζε ότι εισπράττει από τον ίδιο το ως άνω ποσό, ήτοι χρήματα που δεν της οφείλονται καιότι αυτός αγνοούσε ότιείχε ελευθερωθεί από την εγγυητική του ευθύνη και επομένως δεν της όφειλε εντούτοις η εναγόμενη προχώρησε στην είσπραξή τους. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η ένδικη αγωγή αρμοδίως καθ΄ ύλην και κατά τόπον εισάγεται κατά την τακτική διαδικασία [τμήμα ναυτικών διαφορών]ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθ. 19 παρ. 2, 22 και 51 αρ. 1 γ και 2 και 3Α ν. 2172/1993) και είναι, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης, διότι αναφέρεται σε αυτήν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της περιουσιακής ζημίας (θετική ζημία) του ενάγοντος και της πρόκλησης σε βάρος  του ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, είναι νόμιμη, ερειδόμενη, κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθ. 914, 919, 932 ΑΚ) και πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Περαιτέρω και επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α΄ ΑΚ «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Κατά την ως άνω διάταξη προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β)η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ)η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης, και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Επομένως, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς την σωρευόμενη ακόμη και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 449/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 203/2023 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά την επικουρικά σωρευόμενη στην αγωγή βάση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, δοθέντος ότι τα ανωτέρω μνημονευόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν διαφοροποιούνται από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αξίωση από την αδικοπραξία (919ΑΚ).

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν, μετ΄  επικλήσεως, οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες των διαδίκων και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρεία «…………..» με συνεταίρους τον ενάγοντα και τον …………. είχε τη διαχείριση του πλοίου «Ε», πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «…………..». Την 18.12.1980 το πλοίο μόλις απέπλευσε από το λιμάνι Σάντος, της Βραζιλίας υπέστη βλάβη στο στροφαλοφόρο άξονα της κύριας μηχανής του, λόγω πλημμελούς συντήρησής του. Αμέσως ρυμουλκήθηκε πίσω στο εν λόγω λιμάνι και επισκευάστηκε, όμως, κατά την εκ νέου αναχώρησή του, στις 9.1.1981 υπέστη και πάλι βλάβη στην κύρια μηχανή του. Για την αποκατάσταση της δεύτερης βλάβης η πλοιοκτήτρια με την από 10.2.1981 αίτησή της προς την εναγόμενη ζήτησε να της χορηγηθεί άμεσα δάνειο, ύψους 600.000 δολαρίων ΗΠΑ, επισημαίνοντάς της, ταυτόχρονα, τον οικονομικό κίνδυνο που διέτρεχε από την τυχόν καθυστέρηση στην λήψη του εν λόγω δανείου. Η εναγόμενη δεν ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημα δανεισμού αλλά δύο μήνες αργότερα, ήτοι την 10.4.1981, οπότε και κατάρτισε με την πλοιοκτήτρια δύο δανειακές συμβάσεις, την υπ΄ αριθ. ……./10.04.1981,ποσού 600.000 $ ΗΠΑ (για την οποία εκδόθηκε μετέπειτα η υπ΄ αριθμ. ……./1982 Διαταγή Πληρωμής) και την …./26.05.1981,  ποσού 500.000 $ ΗΠΑ, από το οποίο χορηγήθηκε εν τέλει προς την πλοιοκτήτρια, μέρος του ποσού της σύμβασης εκ 458.424 $( (για το οποία εκδόθηκε μετέπειτα η υπ΄ αριθμ. …../1982 Διαταγή Πληρωμής), στις οποίες δανειακές συμβάσεις συμβλήθηκε και ο ενάγων, ως εγγυητής. Επιπλέον, δυνάμει της ……./10.04.1981 σύμβασης δανείου, η πλοιοκτήτρια ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει στην εναγόμενη προτιμώμενη υποθήκη ποσού 780.000 δολαρίων ΗΠΑ επί του πλοίου «Ε», συμπληρωματική προσημείωση υποθήκης επί ακινήτων ιδιοκτησίας του ενάγοντος και του ……………, καθώς επίσης και την προσωπική εγγύηση των τελευταίων. Για τον σκοπό αυτό συντάχθηκε το με αρ. ……/16.4.1981 συμβόλαιο, του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……………, με το οποίο παραχωρήθηκε υπέρ της εναγόμενης δικαίωμα εγγραφής προτιμώμενης υποθήκης μέχρι του ποσού των 780.000 δολαρίων ΗΠΑ επί του πλοίου και με τους ειδικότερους όρους που αναγράφονται σε αυτό. Δυνάμει, δε, της …………../26.5.1981 σύμβασης δανείου, η οποία καταρτίστηκε και υπογράφηκε στον Πειραιά την 26.5.1981 μεταξύ της εναγόμενης ως δανειοδότριας, της πλοιοκτήτριας ως δανειολήπτριας, του …………….. και του ενάγοντος, ως εγγυητών, χορηγήθηκε μέρος του ποσού της σύμβασης, όπως λέχθηκε, προς την πλοιοκτήτρια, εκ 458.424 $  (βλ. και την εκδοθείσα υπ΄ αριθμ. …../1982 Διαταγή Πληρωμής όπου αναφέρεται ως χορηγηθέν κεφάλαιο το εν λόγω ποσό), προκειμένου να πληρωθούν οφειλές του πλοίου «Ε.» στο λιμάνι SΑΝΤΟS Βραζιλίας, για να μπορεί αυτό να αποπλεύσει, σύμφωνα με τους περιλαμβανόμενους στην άνω σύμβαση δανείου ειδικότερους όρους και συμφωνίες. Ειδικότερα, δυνάμει της ως άνω σύμβασης δανείου, η δανειζόμενη εταιρεία ανέλαβε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να παράσχει υπέρ της εναγόμενης συμπληρωματική προτιμώμενη υποθήκη μέχρι του ποσού των 650.000 δολαρίων ΗΠΑ επί του πλοίου «Ε.», συμπληρωματική προσημείωση υποθήκης επί ακινήτων ιδιοκτησίας του ενάγοντος και του …….., καθώς επίσης την προσωπική εγγύηση του ενάγοντος και του ………….. Έτσι, δυνάμει του με αρ. ……./27.5.1981 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., παραχωρήθηκε υπέρ της εναγόμενης δικαίωμα εγγραφής προτιμώμενης υποθήκης έως το ως άνω ποσό των 650.000 δολαρίων ΗΠΑ επί του πλοίου και με τους ειδικότερους όρους που αναγράφονται σε αυτό. Σε αμφότερες τις ως άνω συμβολαιογραφικές πράξεις σύστασης προτιμώμενης υποθήκης, προβλέφθηκε ότι η πλοιοκτήτρια εκχωρεί προς την εναγόμενη άπαντα τα δικαιώματά της και άπασες τις απαιτήσεις της εξ απάντων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ασφαλιστικών δελτίων, σημειωμάτων κάλυψης και έτερων σχετικών εγγράφων, τα οποία υφίσταντο κατά τη σύσταση ή ενδέχετο να εκδοθούν υπέρ της πλοιοκτήτριας σε σχέση με την ασφάλιση τον πλοίου, του σκάφους, των μηχανημάτων, των ναύλων, των μισθωμάτων και των λοιπών κερδών και εισοδημάτων και παντός οφέλους εξ αυτών, περιλαμβανομένων όλων των απαιτήσεων οποιοσδήποτε μορφής, ως και των με επιστροφή ασφαλίστρων τοιούτων. Προβλέφθηκε, ακόμα, ότι η πλοιοκτήτρια εκχωρεί προς την εναγόμενη και άπαντα τα δικαιώματα και άπασες τις απαιτήσεις αυτής από όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, σημειώματα κάλυψης, συμφωνίες, εγγυήσεις, συμβάσεις και εν γένει ασφαλίσεις. Επιπλέον, η πλοιοκτήτρια ανέλαβε την υποχρέωση, με δαπάνες της και για όσο χρόνο ήθελε παραμείνουν σε ισχύ οι εν λόγω υποθήκες, να ασφαλίζει σε ασφαλιστές πρώτης τάξης το πλοίο, το σκάφος και τα μηχανήματα, άπαντες τους ναύλους, τις προκαταβολές και τα μισθώματα και να τηρεί αυτό ασφαλισμένο σε δολάρια ΗΠΑ ή σε άλλο νόμισμα καθοριζόμενο σε συμφωνία με την εναγόμενη για ολόκληρη την ασφαλιστέα αξία τον πλοίου, σκάφους και μηχανημάτων, των ναύλων και των μισθωμάτων και για αξία σε καμία περίπτωση κατώτερη του ποσού της εν λόγω υποθήκης αυξημένου κατά τριάντα τις εκατό. Επίσης συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων, συμπεριλαμβανομένου και του ενάγοντος ως εγγυητή, υπό τον αρ. 10 των προαναφερόμενων συμβολαίων σύστασης προτιμώμενης υποθήκης ότι οποιαδήποτε αμέλεια της εναγόμενης τράπεζας ή παράβαση εκ μέρους της οποιουδήποτε όρου των σε αυτό συμφωνημένων δεν θα απαλλάσσει την πλοιοκτήτρια και τους εγγυητές αυτής οιασδήποτε ευθύνης απορρέει από τα εν λόγω συμβόλαια σύστασης προτιμώμενης υποθήκης (άρα και αυτής εκ της εκχώρησης της ασφαλιστικής αποζημίωσης).Περαιτέρω, στο άρθρο 15 τωνυπ΄ αριθ. …./10.04.1981 και ……./26.05.1981 επίδικων δανειακών συμβάσεων συμφωνήθηκαν μεταξύ άλλων και τα εξής: ότι ο εγγυητής παραιτείται της ένστασης διζήσεως ως και του κατ΄ άρθρο 853 ΑΚ δικαιώματος να προτείνει κατά της τράπεζας ενστάσεις του δανειζόμενου (πλοιοκτήτριας) και να ασκήσει τα τυχόν εξ αναγωγής δικαιώματά του κατά του δανειζόμενου, εφόσον υφίσταται ανεξόφλητο μέρος του δανείου (υπό 15.03), ότι ο εγγυητής δεν ελευθερούται έστω και αν εξ οιουδήποτε λόγου, βαρύνοντος ή μη την τράπεζα κατέστη αδύνατος η υπό του οφειλέτη ικανοποίησή της, ούτε αν η τράπεζα εξ οιουδήποτε λόγου παραιτήθηκε ασφαλειών υπέρ της απαίτησής της, του εγγυητή παρέχοντος από τούδε ανεκκλήτως στην τράπεζα την ανεπιφύλακτη συναίνεσή του όπως αυτή παραιτείται οποτεδήποτε των προς εξασφάλιση της απαίτησής των δανείων ληφθεισών και τυχόν ληφθησομένων υπ΄ αυτής ασφαλειών, εμπραγμάτων ή προσωπικών. Τυχόν απόσβεση της κύριας οφειλής άνευ ικανοποίησης της τράπεζας (άρθ. 864 ΑΚ) ή τυχόν καθυστέρηση ή αμέλεια περί την ανάληψη και συνέχιση από την τράπεζα της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησής της (άρθ. 866 – 868 ΑΚ) συμφωνείται ότι δεν αποτελούν λόγο ελευθερώσεως του εγγυητού. Περαιτέρω, για την αποκατάσταση των 2 μηχανικών βλαβών που εμφανίστηκαν στο πλοίο, δαπανήθηκαν κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς που δεν αντικρούονται από την εναγόμενη: α) 490.000 $ ΗΠΑ που αφορούσε την 1η βλάβη τα οποία κατέβαλε εξ ιδίων η πλοιοκτήτρια και β) 1.058.424 $ ΗΠΑ για την 2η βλάβη, για την κάλυψη της οποίας και χορηγήθηκαν τα ως άνω δάνεια. Ο υπολογισμός της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης ανατέθηκε σε εταιρεία πραγματογνωμόνων κανονισμού απαιτήσεων κατά ασφαλιστών και συγκεκριμένα στην εταιρεία ……………., η οποία ανέλαβε να συντάξει το σχετικό έγγραφο ρύθμισης (Adjustment), στο οποίο αναγράφονται, περιγράφονται και αιτιολογούνται όλες οι δαπάνες επισκευής της ζημίας. Για τη σύνταξη του adjustment, αρχικά, οι πραγματογνώμονες ζήτησαν ορισμένα αποδεικτικά έγγραφα από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, η οποία και τα παρείχε και μετά ταύτα, αυτή και οι εταίροι, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων ανέμεναν[όπως συνομολογεί ο ίδιος (βλ. σελ. 4 της αγωγής υπό τον αριθμό 10 τελευτ. παράγραφος], την απρόσκοπτη ολοκλήρωση από τους πραγματογνώμονες του προσδιορισμού της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης, ώστε να εισπραχθεί από την εναγόμενη και να εξοφληθούν τα δύο δάνεια. Ακολούθως, η εναγόμενη, εξαιτίας της μη εκπλήρωσης εκ μέρους της οφειλέτριας πλοιοκτήτριας εταιρείας των δανειακών της υποχρεώσεων από τις επίδικες 2 δανειακές συμβάσεις, υπέβαλε το έτος 1982 σε βάρος της πρώτης και των εγγυητών αυτής –μεταξύ των οποίων και ο ενάγων- αιτήσεις προς έκδοση διαταγών πληρωμής. Εκδόθηκαν δε οι υπ’ αριθ. ……./1982 [που αφορά το δάνειο των 600.000 δολαρίων ΗΠΑ] και …./1982 [που αφορά το δάνειο των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ] διαταγές πληρωμής, του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με βάση τις οποίες επιδικάστηκαν σε αυτήν, εντόκως, τα χορηγηθέντα δανειακά ποσά. Κατά των διαταγών πληρωμής, η πλοιοκτήτρια του πλοίου Ε, ως αυτοφειλέτρια, ο ενάγων και ο ………….., ως εγγυητές, άσκησαν, ενώπιον του Πολυμελούς πρωτοδικείου Πειραιά, τις από 03.08.1984 [με αριθ. εκθ. κατ. … και ….. από 6.8.1984, αντίστοιχα] ανακοπές, εκ του άρθρου 632 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, στηριζόμενες στο άρθρο 281 ΑΚ, στις οποίες σώρευσαν και αναγνωριστικές αγωγές αποζημίωσης εκ του άρθρου 919 ΑΚ (σε συνδ. με 297 και 298 ΑΚ). Συγκεκριμένα: α) οι ανακόπτοντες επικαλέστηκαν ως μοναδικό λόγο κάθε μιας εκ των ανακοπών τους ότι η καθ’ ης τράπεζα υπαίτια και κατά κατάχρηση δικαιώματος επιδίωξε με καθεμιά από τις ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής την απόδοση σε αυτή ενός από τα ανωτέρω δάνεια επισκευής του παραπάνω πλοίου, αν και προηγουμένως αυτή ματαίωσε την απόδοση του δανείου αυτού με την επισπευθείσα από την ίδια εκποίηση του εν λόγω πλοίου και β) η πρώτη από τους ανακόπτοντες – πλοιοκτήτρια για την θεμελίωση της σωρευθείσας σε καθένα από τα ανωτέρω δικόγραφα αναγνωριστικής αγωγής της, ισχυρίστηκε ότι ύστερα από υπαίτια κατάχρηση από την καθ΄ ης δικαιώματος, ήτοι: 1)Μη έγκαιρης δανειοδότησής της για την επισκευή του πλοίου στο λιμάνι Σάντος της Βραζιλίας αυτή υποβλήθηκε σε αυξημένες δαπάνες επισκευής του πλοίου, από 878.424 δολ. ΗΠΑ και απώλεσε από την μη εκμετάλλευσή του το ποσό των 735.000 δολ. ΗΠΑ και 2)Κατάσχεσης και πλειστηριασμού του πλοίου, εξαιτίας των οποίων απώλεσε τα ποσά των: α)455.000 δολ. ΗΠΑ από ναύλους, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από την κατάσχεση του πλοίου την 27.7.1981 μέχρι την 30.9.1981, κατά την οποία θα επιτυγχανόταν κατά τους ισχυρισμούς της η πώληση του πλοίου στην εταιρεία «…………» και β) 3.356.649 δολ. ΗΠΑ που αντιστοιχούσε στην διαφορά μεταξύ του τιμήματος που θα συμφωνείτο κατά την πώληση του πλοίου στην αμέσως πιο πάνω εταιρεία και του επιτευχθέντος κατά τον πλειστηριασμό του πλοίου πλειστηριάσματος. Ειδικότερα ισχυρίστηκαν την αντισυναλλακτική και αντίθετη προς την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά της καθ΄ ης, νυν εναγόμενης, δανείστριας τράπεζας σε βάρος τους, η οποία αφορούσε την δανειοδότηση της πλοιοκτήτριας για τη ναυπήγηση του ένδικου πλοίου, δυνάμει της από 5.3.1976 σύμβασης ναυπηγικού δανείου, ποσού 4.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, που κατάρτισε με την καθ΄ ης η ανακοπή νυν εναγόμενη και την επίκληση ισχυρισμών που αφορούσαν τις απαιτήσεις εκ των διαταγών πληρωμής και ειδικότερα την υπαίτια καθυστέρηση εκ μέρους της τράπεζας της χορήγησης του νέου –επισκευαστικού- δανείου, αιτηθέντος αρχικά από την πλοιοκτήτρια ποσού 180.000 δολαρίων ΗΠΑ, την 10.2.1981 και τελικά καταβληθέντων των προαναφερόμενων επίδικων ποσών, για την ολοκλήρωση της ναυπήγησης του πλοίου Ε. – η οποία είχε υπερβεί επί διετία τον καθορισθέντα χρόνο για λόγους που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα της πλοιοκτήτριας –την καταχρηστική άρνηση της τράπεζας για την αναγκαία, εξαιτίας της καθυστέρησης ναυπήγησης της ανάπλασης των χορηγηθέντων δανείων (ναυπηγικού την 5.3.1976 και των επίδικων πρόσθετων επισκευαστικών, την 10.4.1981 και την 26.5.1981, ύψους, τελικά, 600.000 και 500.000 δολαρίων ΗΠΑ, αντίστοιχα και όχι 180.000 δολαρίων ΗΠΑ που είχε αρχικά αιτηθεί η πλοιοκτήτρια), δεδομένου ότι στο μεταξύ είχαν μεταβληθεί το κόστος κατασκευής, ο χρόνος αποπεράτωσης και το ύψος του απαιτούμενου για τις επισκευές ποσού, που είχε ως αποτέλεσμα την ζημία των ανακοπτόντων από την διόγκωση του αρχικού χρέους της κύριας οφειλέτριας προς την τράπεζα (διόγκωση δαπανών επισκευής, απώλεια ημερήσιου χρονοναύλου αν το ναυπηγικό δάνειο χορηγείτο έγκαιρα), την ματαίωση από την καθ΄ ης της εκούσιας πώλησης του ήδη κατασχεθέντος πλοίου, με τίμημα που θα κάλυπτε τις αξιώσεις της και τον αναγκαστικό πλειστηριασμό αυτού, την 4.10.1981, από την καθ΄ ης, με υπερθεματίστρια την ίδια, με μικρό σε σχέση με την αξία του πλοίου πλειστηρίασμα και επί ζημία των ανακοπτόντων εν γνώσει της, αφού έτσι ματαίωσε υπαίτια την ικανοποίηση των απαιτήσεών της από τα ένδικα δάνεια για τα οποία και εκδόθηκαν οι επίδικες διαταγές πληρωμής (…../1982 και ……./1982) και ότι, επομένως, η επιδίωξη είσπραξης των επίδικων δανείων με τις ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής υπερέβαινε προφανώς τα όρια που επιβάλουν η συναλλακτική καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, ιδίως όπως έχουν διαμορφωθεί στο πεδίο των ναυπηγικών δανείων στην Ελλάδα και ασκείται κατά κατάχρηση των λειτουργικών της δικαιωμάτων ως ενυπόθηκης δανείστριας και πιστωτικού ιδρύματος και ότι ως εκ τούτου έχει αποσβεστεί, κατ΄ άρθρο 862ΑΚ η εγγύηση των εγγυητών, μεταξύ των οποίων και του νυν ενάγοντος και έχει αυτός ελευθερωθεί, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Κατόπιν αυτών οι ανακόπτοντες ζήτησαν να ακυρωθούν οι διαταγές πληρωμής και, επικαλούμενη, η πρώτη εξ αυτών – πλοιοκτήτρια επιπρόσθετα, παράβαση εκ μέρους της καθ΄ ης  του άρθρου 919 ΑΚ (προσβολή των χρηστών ηθών), να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται αυτή να της καταβάλει νομιμότοκα, ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική της ζημία, το συνολικό ποσό των 5.367.073 δολαρίων ΗΠΑ. Επί των ανακοπών αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……/1985 Πράξη του Δικαστηρίου, η οποία και διέταξε την διεξαγωγή αποδείξεων και στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1072/2002 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που απέρριψε ως ουσία αβάσιμο τον εκ του άρθρου 281 ΑΚ (μοναδικό) λόγο των ανακοπών και ομοίως ως ουσία αβάσιμες τις ερειδόμενες στην αδικοπρακτική ευθύνη της καθ΄ ης τράπεζας εκ του άρθρου 919 ΑΚ αναγνωριστικές αγωγές αποζημίωσης, επικύρωσε τις 2019 και 2020 από το έτος 1982 διαταγές πληρωμής και επιδίκασε σε βάρος τους την δικαστική δαπάνη της καθ΄ ης λόγω της ήττας τους. Εναντίον της απόφασης αυτής οι ανακόπτοντες άσκησαν την από 18.06.2002 έφεση και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 893/2003 απόφαση του Πολυμελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τους λόγους της που αφορούσαν την απόρριψη των ανακοπών τους και αυτών επί των σωρευόμενων αναγνωριστικών αγωγών τους, με παρόμοια με την πρωτόδικη απόφαση αιτιολογία, επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση και απέρριψε την έφεση, επιβάλλοντας σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης. Εναντίον της δευτεροβάθμιας αυτής απόφασης οι εκκαλούντες άσκησαν την από 16.02.2004 αναίρεση, ενώπιον του Αρείου Πάγου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 315/2006 απόφαση, που έκρινε ότι το Εφετείο ορθά απέρριψε τις ανακοπές ως ουσία αβάσιμες και ότι ορθά μεν, αν και με εσφαλμένη αιτιολογία, απέρριψε, επίσης, ως ουσιαστικά αβάσιμες τις μη νόμιμες (αναγνωριστικές) αγωγές, της πρώτης ανακόπτουσας (εκεί πρώτης αναιρεσείουσας) ερειδόμενες στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ως προς το μέρος που είχαν αντικείμενο την αναγνώριση της καταβλητέας στην πλοιοκτήτρια από την νυν εναγόμενη  – εκεί καθ΄ ης η ανακοπή – αναιρεσίβλητη αποζημίωσης για την υπαίτια εκ μέρους της τελευταίας κατάχρηση δικαιώματος, ήτοι την μη έγκαιρη δανειοδότησή της για την επισκευή του πλοίου στο λιμάνι Σάντος της Βραζιλίας, με αποτέλεσμα την πρόκληση σε αυτήν (πλοιοκτήτρια) της επικληθείσας ως άνω θετικής και αποθετικής ζημίας. Έτσι κρίνοντας απέρριψε την ασκηθείσα αναίρεση και καταδίκασε τους ηττηθέντες αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, καθισταμένης ούτως αμετάκλητης της με αρ. 893/2003 απόφασης του Πολυμελούς Εφετείου Πειραιώς, με συνέπεια, οι ως άνω Διαταγές Πληρωμής να αποκτήσουν δύναμη δεδικασμένου και να καταστούν, εντεύθεν, τίτλος εκτελεστός, κατ’ άρθρο 904 παρ.2 περ. ε’ΚΠολΔ. Κατόπιν των προαναφερόμενων η ένσταση δεδικασμένου που προβάλει η εναγόμενη πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, διότι η παρούσα αγωγή ερείδεται επί διαφορετικής νομικής (ΑΚ 919) και ιστορικής αιτίας, σύμφωνα με τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά κατά το άνω περιεχόμενο της υπό κρίση αγωγής. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι δυνάμει αντιγράφου εκ του Α΄ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. ……./1982 Διαταγής Πληρωμής, με παραπόδας αυτής επιταγή προς εκτέλεση, η εναγόμενη επέσπευσε σε βάρος του ενάγοντος αναγκαστική εκτέλεση, επιβάλλοντας κατάσχεση επί ακινήτου ανήκοντος στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά του, στην Εκάλη Αττικής, για την οποία (κατάσχεση) συντάχθηκε η υπ’ αριθ. …../13.04.2006 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………. .. Ο ενάγων, στο μεταξύ, υπέβαλε προς την εναγόμενη το από 06.04.2005 αίτημά του για αποδέσμευση του κατασχεθέντος ακινήτου, προτείνοντας να προβεί σε καταβολή χρηματικού ποσού 1.200.000 ευρώ, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό, κατάτι τροποποιημένο, από την εναγομένη, που δήλωσε ότι, με την καταβολή του ποσού των 1.302.311 €, θα συναινούσε στην εξάλειψη των εγγεγραμμένων υπέρ αυτής υποθηκών επί του κατασχεθέντος ακινήτου, ότι το ποσό θα ήγετο σε πίστωση των ληφθέντων επισκευαστικών δανείων και ότι θα παρέμενε η ενοχή της πρωτοφειλέτριας και η δική του, ως εγγυητή, για το υπόλοιπο της οφειλής, η οποία συνολικά ανερχόταν στο ποσό των 1.668.537, 67 $. Ο ενάγων κατέβαλε το συμφωνηθέν ως άνω ποσό, στις 28.06.2006, το οποίο και οδήγησε σε μείωση της συνολικής οφειλής από τα 2 δάνεια, κατόπιν δε αυτού αποδεσμεύθηκε το κατασχεθέν ακίνητό του, ενώ η εναγόμενη προέβη σε εξάλειψη της υφιστάμενης επί αυτού υποθήκης της. Επτάμιση έτη (7 ½ ) αργότερα και συγκεκριμένα στις 17.12.2013 ο ενάγων επέδωσε στην εναγόμενη την αυθημερόν συνταχθείσα εξώδικη δήλωση, διαμαρτυρία, πρόσκλησή του, ζητώντας, μεταξύ άλλων, να τον ενημερώσει για το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης που είχε εισπράξει και το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν είχε αυτή γνωστοποιήσει στα δικαστήρια της ουσίας, στις ως άνω διαγνωστικές δίκες (επί των ανακοπών και αναγνωριστικών αγωγών) που είχαν προηγηθεί. Το ίδιο αίτημα, εξαιτίας της μη λήψης σχετικής απάντησης από την εναγόμενη, επανέλαβε ο ενάγων και με την από 09.07.2014 εξώδικη δήλωση, διαμαρτυρία και πρόσκληση, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη αυθημερόν. Η τελευταία απέστειλε σε αυτόν την από 14.09.2015 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία τον ενημέρωνε ότι το ποσό που εισέπραξε ως εκδοχέας της ασφαλιστικής αποζημίωσης για τις δαπάνες αποκατάστασης των ως άνω βλαβών του πλοίου «Ε», κατόπιν του σχετικού προσδιορισμού, στον οποίο είχαν προβεί οι ασφαλιστές, ανερχόταν σε 504.000 $. Ο ενάγων θεωρώντας πως ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, δοθέντος ότι, κατά την πάγια ναυτιλιακή πρακτική, η καθοριζόμενη, δυνάμει του Adjustment, ασφαλιστική αποζημίωση δεν υπολειπόταν ποτέ των καθαρών δαπανών επισκευής ενός πλοίου και πως τα αρμόδια στελέχη της εναγόμενης ψεύδονται και του αποκρύπτουν την αλήθεια, ήτοι το πραγματικό ποσό της αποζημίωσης που αυτή είχε εισπράξει, με δεδομένο και την, παρά τα αιτήματά του, δια των ως άνω εξώδικων δηλώσεών του προς την εναγόμενη, αρχική άρνησή της να του χορηγήσει αντίγραφο του επίμαχου adjustment, δηλαδή του μοναδικού εγγράφου που μπορούσε πέραν πάσης αμφιβολίας να αποδείξει το ποσό της αποζημίωσης που πράγματι είχε εισπραχθεί από αυτήν, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία),  την από 30.01.2017 και με αριθμό κατάθεσης ……………/2017 αγωγή(1η αγωγή) εναντίον της, ερειδόμενη στην διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και αιτούμενος να του καταβάλει το παράνομα και αχρεώστητα καταβληθέν σε αυτήν από τον ίδιο, ως εγγυητή των 2 επίδικων δανείων, ποσό του 1.280.000 ευρώ, σε εκτέλεση των 2019 και 2020 του 1982 διαταγών πληρωμής, διότι αυτή είχε ήδη εισπράξει, λόγω εκχώρησης από την πλοιοκτήτρια της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ποσό άνω του 1.500.000 δολ. ΗΠΑ, με το οποίο και είχε ολοσχερώς εξοφληθεί για την οφειλή αυτή, γεγονός το οποίο υπαίτια απέκρυψε στις δίκες των ανακοπών κατά των διαταγών πληρωμής, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 315/2006 απόφασης του Αρείου Πάγου, καθισταμένη ούτως πλουσιότερη σε βάρος του, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία του αφούαυτή γνώριζε ότι δεν υπήρχε το χρέος. Επί της αγωγήςαυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄αρ. 1148/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έκρινε ότι η εναγόμενη δεν πλούτισε αδικαιολόγητα και αχρεώστητα, δεδομένου ότι υπήρξε νόμιμη αιτία πλουτισμούκαι δη οι ως άνω 2019 και 2020 του 1982 διαταγές πληρωμής, εξοπλισμένες με δύναμη δεδικασμένου, ως προς την ύπαρξη και το ύψος των απαιτήσεών της σε βάρος του ενάγοντος, το οποίο και δεν μπορεί να ανατραπεί έμμεσα με την αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ότι, ακόμα, όσον αφορά τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι η εναγόμενη είχε λάβει την ασφαλιστική αποζημίωση που της εκχωρήθηκε και ότι είχαν εξοφληθεί, έτσι, οι αντίστοιχες δανειακές συμβάσεις κρίθηκε ότι συνιστά ένσταση εξόφλησης, που θα μπορούσε, διότι υπήρχαν από τότε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της γεγονότα έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως, να είχε προταθεί από αυτόν στις δίκες των ανακοπών και ότι το δεδικασμένο που απέρρεε από την δίκη αυτή τον απαγόρευε την εκ νέου επίκλησή της. Κατά της ως άνω απόφασης ο ενάγων άσκησε την από 13.6.2018 [με αρ. εκθ. κατ. ένδ. μέσου ……./2018] έφεσή του στην συζήτηση της οποίας δεν παραστάθηκε απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης, δυνάμει της υπ’ αριθ. 6454/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Στο μεταξύ ο ενάγων πριν τη συζήτηση της εν λόγω έφεσης άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 20.06.2019 [ΓΑΚ …../2019 και ΕΑΚ …./2019] αίτησή του εναντίον της εναγόμενης, περί επίδειξης εγγράφων, ήτοι του εγγράφου προσδιορισμού της ασφαλιστικής αποζημίωσης (adjustment) που συντάχθηκε το 1981, την σχετική αλληλογραφία που προηγήθηκε μεταξύ της εναγόμενης και των διακανονιστών αυτής και αντίγραφο του εξοδολογίου που υπέβαλε στην εναγόμενη ο επιθεωρητής που η ίδια είχε ορίσει υπεύθυνο για την επίβλεψη της επισκευής [βλ. το σχετικό αίτημά του στην ως άνω από 20.06.2019 αίτησή του περί επίδειξης εγγράφων]. Η αίτηση έγινε δεκτή και αφού ο ενάγων έλαβε τα έγγραφα στην κατοχή του άσκησε την υπό κρίση αγωγή εναντίον της εναγόμενης, ισχυριζόμενος ότι: Α]Από το περιεχόμενο του εγγράφου της διευθέτησης (adjustment) προέκυψε ότι η εναγόμενη δια των αρμοδίων υπαλλήλων της είχε διεξάγει τις σχετικές συνεννοήσεις και διαδικασίες για τον προσδιορισμό της ασφαλιστικής αποζημίωσης με τους πραγματογνώμονες βαρύτατα αμελώς, αφενός αποτρέποντάς τους να απευθυνθούν στην πλοιοκτήτρια παριστάνοντας  ψευδώς  και εν γνώσει του ψεύδους του πως αυτή έχει πτωχεύσει και αφετέρου αναλαμβάνοντας η ίδια η εναγόμενη την διαδικασία ζητώντας από τους διακανονιστές να ολοκληρώσουν την εργασία τους το συντομότερο δυνατό, με όσα ελλιπή στοιχεία είχαν, ενώ γνώριζε η εναγόμενη ότι κατ΄ αυτόν τον τρόπο δεν θα επιτυγχανόταν η είσπραξη του συνόλου της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας ανερχόταν στο ποσό των 692.826,47 Δολ. ΗΠΑ [490.000 Δολ. ΗΠΑ + 202.826,47 Δολ. ΗΠΑ], από την οποία εν τέλει εισπράχθηκε μόνο το ποσό των 503.000 Δολ. ΗΠΑ και Β] Μη εισπράττοντας η εναγόμενη, εξαιτίας της ως άνω παράνομης και αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφορά της, το σύνολο της εκχωρηθείσας αποζημίωσης στράφηκε εναντίον του ενάγοντος προσωπικά και αναγκάστηκε να της καταβάλει το ποσό των 1.302.311€,το οποίο συνιστά την περιουσιακή του ζημία. Επί των αγωγικών αυτών ισχυρισμών αποδεικνύεται ότι για τη σύνταξη του εγγράφου διευθέτησης (adjustment), αρχικά, οι πραγματογνώμονες στράφηκαν προς την πλοιοκτήτρια εταιρεία και ζήτησαν «ορισμένα» αποδεικτικά έγγραφα και  αυτή τα παρείχε σε αυτούς, όπως ομολογείται στην αγωγή, χωρίς να προσδιορίζονται ειδικότερα αυτά (βλ. σελ. 4 παρ. 10 της αγωγής). Από την αγωγική αυτή παραδοχή αποδεικνύεται ότι η πλοιοκτήτρια εταιρεία, σε γνώση και του ενάγοντος, ήταν αυτή στην οποία πρώτα απευθύνθηκαν οι διακανονιστές και τους παρέδωσε τα στοιχεία για τον προσδιορισμό της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Ο ενάγων αν και στην ένδικη αγωγή του ουδόλως αναγράφει συγκεκριμένα ποιά ήταν τα αποδεικτικά των δαπανών στοιχεία που εισέφερε η πλοιοκτήτρια του «Ε» στους πραγματογνώμονες, αναφέρει ότι μετά την ενέργεια αυτή της πλοιοκτήτριας με βεβαιότητα ανέμενε την ολοκλήρωση και μάλιστα απρόσκοπτα της διαδικασίας προσδιορισμού της αποζημίωσης και σύνταξης του  adjustment από τους εμπειρότατους πραγματογνώμονες, όπως ομολογεί (βλ. σελ. 4 παρ. 10 αγωγής). Στη συνέχεια η πλοιοκτήτρια εταιρεία απέτυχε να παρουσιάσει τα απαιτούμενα έγγραφα και τις απαραίτητες πληροφορίες για να επιδιωχθεί η αξίωση από την ασφαλιστική αποζημίωση, όπως τούτο ρητά αναγράφεται στην από 08.05.1985 επιστολή της εταιρείας κανονιστών, με την επωνυμία «…………» (πρώην «. ……..») προς την εναγόμενη τράπεζα, σε πιστή μετάφρασή της, όπου ρητά αναγράφεται ότι «….αν και οι προηγούμενοι πλοιοκτήτες [………] απέτυχαν να του παρουσιάσουν τα απαιτούμενα έγγραφα και τις απαραίτητες πληροφορίες για να επιδιωχθεί η απαίτηση…». Στο μεταξύ η εναγόμενη ήταν ήδη τότε (08.05.1985) κυρία του ένδικου πλοίου, αφού λόγω υπερημερίας της δανειζόμενης πλοιοκτήτριας στις επίμαχες δανειακές συμβάσεις κατόπιν καταγγελίας αυτών άσκησε το νόμιμο δικαίωμά της από την υπέρ αυτής πρώτη προτιμώμενη υποθήκη Α επί του πλοίου, δυνάμει του υπ΄ αριθμ. …………/09.03.1976 συμβολαίου του συμβ/φου Πειραιά ………. και απέκτησε την κυριότητα του πλοίου, με την αναγκαστική εκποίησή του στις 4.10.1981], γνωστοποίησε δε τούτο τους ως άνω διακανονιστές με το από 11.4.1985 τηλέτυπο καλώντας τους να διαβιβάσουν στην ίδια όλες τις εισπράξεις αυτής της απαίτησης που θα ακολουθήσουν την διευθέτηση (adjustment) από αυτούς [«……………….» (πρώην «. …………»). Κατόπιν, επομένως, της αποτυχίας της πλοιοκτήτριας- πρωτοφειλέτριας  να παραδώσει στους διακανονιστές τα απαιτούμενα έγγραφα και τις απαραίτητες πληροφορίες για να επιδιωχθεί η αξίωση από την ασφαλιστική αποζημίωση, οι τελευταίοι στράφηκαν προς την εναγόμενη – εκδοχέα της ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία ανέλαβε την ολοκλήρωση της διαδικασίας προσδιορισμού της ασφαλιστικής αποζημίωσης, που ανήλθε τελικά στο ποσό των 504.000 δολ. ΗΠΑ. Εξάλλου από την από 19.2.1987 επιστολή της ως άνω εταιρείας διακανονιστών προς το νομικό σύμβουλο της εναγόμενης τράπεζας κ. …………., ήτοι μετά την έκδοση του από 11.7.1986 Adjustment,  αναφέρεται αναλυτικά ότι: «….Προβλήματα ανέκυψαν εξαιτίας της ανικανότητας των Πλοιοκτητών να θεμελιώσουν μια αιτία (ή αιτίες) των ζημιών και την άρνηση του Υπεύθυνου Αρχιμηχανικού, μετά τη δεύτερη βλάβη, να ακολουθήσει την οδηγία του Επιθεωρητή των Ασφαλιστών να μην τρέξει τη μηχανή πριν ολοκληρωθούν δεόντως οι επισκευές. Αυτός ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που θεωρήθηκε ότι θα προκαλούσε την απόρριψη του μεγαλύτερου μέρους της αξίωσης από τους ασφαλιστές…¨». Από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνύεται ότι μετά από την κτήση της κυριότητας του πλοίου από την εναγόμενη, αυτή συνέχισε την διαδικασία προσδιορισμού της ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία ήταν επισφαλής λόγω αδυναμίας παροχής εκ μέρους της πλοιοκτήτριας των απαιτούμενων εγγράφων και όχι εξαιτίας αμέλειας της εναγόμενης. Το δικαίωμα αυτό εξάλλου το είχε η εναγόμενη και από τους συμφωνημένους όρους των δανειακών συμβάσεων (βλ. υπό Ζ΄ αυτών σύμφωνα με το οποίο συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση λήξης των ασφαλιζόμενων με τις υποθήκες απαιτήσεών της δικαιούτο να αναλάβει άνευ άλλου τινός την διαχείριση –και εκμετάλλευση- του πλοίου και να προβαίνει σε είσπραξη πάντων των οφειλόμενων ή στο μέλλον να οφείλονται σε σχέση με το πλοίο ή τις ασφαλίσεις αυτού εξ οιουδήποτε προσώπου και μάλιστα χωρίς να απαλλάσσει την πλοιοκτήτρια και τους εγγυητές αυτής, όπως λέχθηκε, οποιαδήποτε τυχόν αμέλεια της τράπεζας -βλ. τα συμβόλαια σύστασης προτιμώμενης υποθήκης υπό τον αρ. 10-). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί, όπως αποδεικνύεται, ο ενάγων έλαβε γνώση το ύψος της ασφαλιστικής αποζημίωσης το έτος 2001 δια των από 27.11.2001 προτάσεων της εναγόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (βλ. σελ. 22 έως 24 αυτών – σχετ. 7β), κατά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό της από 3.8.1984 ανακοπής [με αρ. εκθ. κατ. ……/6.8.1984], που άσκησε εναντίον της η πλοιοκτήτρια του πλοίου, ……. και οι εγγυητές, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων και κατά της με αρ. ……./1982 διαταγής πληρωμής, χωρίς, όμως, να απαντηθεί ο,τιδήποτε σχετικό με την προσδιορισθείσα ασφαλιστική αποζημίωση και το ποσό αυτής από την πλευρά των ανακοπτόντων έκτοτε, και έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης στις δίκες που ακολούθησαν επί των ανακοπών και αναγνωριστικών αγωγών, με την έκδοση της υπ΄ αριθμ. 315/2006 απόφασης του Αρείου Πάγου και την απόρριψη αυτών. Αλλά και αργότερα, όταν ο ενάγων, σε εκτέλεση της υπ΄ αριθμ. ……/1982 διαταγής πληρωμής, κατέβαλε, στις 28.06.2006, στην εναγόμενη το ποσό των 1.302.311€ [που συνιστά την επικαλούμενη στην αγωγή ζημία του, της οποίας ζητά την επιδίκαση] και εξοφλήθηκε αντίστοιχο μέρος της οφειλής, εξαλείφθηκαν δε οι υποθήκες επί του κατασχεθέντος για τον λόγο αυτό ακινήτου του, ομολογείται από τον ίδιο (βλ. σελ. 6 παρ. 16,17 της αγωγής),δεν άσκησε, προηγουμένως, σχετικές αντιρρήσεις εναντίον της απαίτησης εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επικαλούμενος την εκχώρηση σε αυτήν της ασφαλιστικής αποζημίωσης και την είσπραξη του ποσού που καθορίστηκε γι΄ αυτήν –για την οποία –είσπραξη- είχε λάβει γνώση, όπως προαναφέρθηκε, ούτε αμφισβήτησε, άλλως πως, έκτοτε, το ύψος της αποζημίωσης, παρά μόνον, με την έγερση της επίδικης από 04.10.2021 αγωγής. Ο, δε, ισχυρισμός του με την ένδικη αγωγή ότι έλαβε το πρώτον γνώση του ποσού της εισπραχθείσας ασφαλιστικής αποζημίωσης και του εγγράφου του διακανονισμού [ADJUSTMENT], με χρονολογία έκδοσης το έτος 1986, μόνον μετά την εκ μέρους του άσκηση της από 20.6.2019 [ΓΑΚ/ΕΑΚ………../2019] αίτησής του, σε βάρος της εναγόμενης,περί επίδειξης του εν λόγω εγγράφου και ότι η εναγόμενη δολίως το απέκρυπτε από τις σχετικές δίκες των ανακοπών και άρα και από τον ίδιο είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι τούτο το ποσό το γνώριζε ήδη από το 2001 όπως λέχθηκε. Σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων και γνώστης των ναυτιλιακών πρακτικών, όπως ισχυρίζεται, να μην ήταν, εφόσον γνώριζε, όπως αποδείχθηκε, τα παραγωγικά της ισχυριζόμενης αγωγικής απαίτησής του από το έτος 2001,ευχερώς, εάν επιδείκνυε την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου, θα ηδύνατο από το έτος εκείνο, που περιήλθε σε γνώση του το ποσό που εισέπραξε η εναγόμενη, να προβάλει τις αντιρρήσεις του. Ο ίδιος όμως απέστειλε εξώδικη δήλωση προς την εναγόμενη για τον λόγο αυτό το πρώτον στις 17.12.2013, ήτοι επτά έτη μετά την εκ μέρους του καταβολή του ποσού του 1.302.311€, αιτούμενος να του γνωστοποιήσει το, ήδη γνωστό σε αυτόν, ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης που είχε εισπράξει, αποδίδοντάς της, αβάσιμα, με την υπό κρίση αγωγή, δόλο απόκρυψης της είσπραξης αυτής στην διαγνωστική δίκη των ανακοπών – αναγνωριστικών αγωγών. Παρά, δε, το γεγονός ότι η εναγόμενη απάντησε στην από 17.12.2013 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος στις 23.09.2015, γνωστοποιώντας του εκ νέου το ποσό των 504.000 Δολ. ΗΠΑ που είχε εισπράξει και τον τρόπο καταμερισμού του, για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων, στις οποίες ενέχετο και αυτός ως εγγυητής, ο ενάγων μόλις την 20.6.2019, ήτοι τέσσερα έτη αργότερα υπέβαλε αίτηση σε βάρος της περί επίδειξης του εγγράφου διακανονισμού (adjustment), ισχυριζόμενος με την ένδικη αγωγή και αφότου έγινε, τότε, κάτοχος του adjustment και την ύπαρξη σκόπιμης συμπεριφοράς της εναγόμενης κατά την διαδικασία προσδιορισμού της αποζημίωσης. Το εν λόγω αίτημα, όμως, ηδύνατο να το έχει υποβάλει ο ενάγων ήδη από το έτος 2001, ότε και τον πληροφόρησε η εναγόμενη με τις έγγραφες προτάσεις της στην δίκη των ανακοπών και αναγνωριστικών αγωγών, περί του ποσού που είχε εισπράξει ως ασφαλιστική αποζημίωση και όχι μετά την πάροδο δεκαοκτώ (18) ετών, ήτοι το έτος 2019. Αντ΄ αυτού, ο ενάγων άσκησε σε βάρος της εναγόμενης την από 30.1.2017 αγωγή του, την οποία βάσισε, όπως ομολογεί ο ίδιος (βλ. σελ. 10 της αγωγής υπό τον αριθμό 28) σε εικασίες. Στη  δίκη εκείνη μάλιστα, επί της 1ης αγωγής που άσκησε σε βάρος της εναγόμενης, ερειδόμενης επί των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού που απορρίφθηκε λόγω δεδικασμένου, η εναγόμενη για την απόδειξη του εισπραχθέντος ποσού της ασφαλιστικής αποζημίωσης προσκόμισε μετ΄ επικλήσεως με τις προτάσεις της, τις κινήσεις των λογαριασμών στις οποίες πιστώθηκαν τα ακριβή ποσά, με τις ακριβείς ημερομηνίες καθώς και σχετικά έγγραφα αλληλογραφίας με τους ασφαλιστές, που καταδεικνύει ότι το έγγραφο διευθέτησης (adjustment) στην κατοχή του οποίου βασίζει την ένδικη αγωγή του ο ενάγων δεν ήταν και το μοναδικό έγγραφο που αποδείκνυε τί ποσό είχε εισπράξει η εναγόμενη ως ασφαλιστική αποζημίωση. Άλλωστε,  ευχερώς ο ενάγων, ως άμεσα ενδιαφερόμενος και γνώστης των ναυτιλιακών, θα μπορούσε να είχε πληροφορηθεί από την εταιρεία πραγματογνωμόνων ήδη από το έτος 1986, που συντάχθηκε το άνω έγγραφο, το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης, καθώς όπως ομολογεί στην αγωγή του (βλ. σελ. 4 παρ. 10) ανέμενε, πολύ  πριν από τη σύνταξή του (το έτος 1986) τον υπολογισμό της, αμέσως μετά τα στοιχεία που παρείχε η πλοιοκτήτρια, όπως λέχθηκε παραπάνω, πλην, όμως, έως και την άσκηση της αγωγής δεν επιμελήθηκε προς τούτο. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό έγγραφο δεν αποδείχθηκε ότι από υπαιτιότητα της εναγόμενης και δη με πρόθεση το ποσό των 503.000 Δολ ΗΠΑ που εισέπραξε ήταν όχι το πραγματικά οφειλόμενο αλλά πολύ μικρότερο αυτού. Ο ενάγων, δεν εισφέρει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς ενίσχυση του εν λόγω ισχυρισμού του, ότι δηλαδή παράνομα και υπαίτια η εναγόμενη τον ζημίωσε κατά το ποσό του 1.302.311 ευρώ, που κατέβαλε σε αυτήν για να μην εκποιηθεί ακίνητό του, όταν αυτή δεν εισέπραξε ολόκληρη την ασφαλιστική αποζημίωση, εξαιτίας πλημμελούς διαχείρισης του διακανονισμού της και μη παροχής όλων των απαιτούμενων στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα ο ενάγων προς απόδειξη των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει: α) το με αρ. σχετ. 21 αντίγραφο της ρύθμισης adjustment επί του οποίου αναγράφεται «Δ/Π Ε ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1980/ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1981: Ζημίες της κύριας Μηχανής προερχόμενο από τους διακανονιστές αβαριών με την επωνυμία «……….. (adjusters).  Σε πιστή δε μετάφραση αναφέρουν οι εν λόγω  διακανονιστές ότι «Με τη συμφωνία των Ενυπόθηκων Δανειστών ολοκληρώσαμε τη Διευθέτηση (Adjustment), χωρίς πλήρη τιμολόγια δαπανών όσον αφορούν ορισμένους λογαριασμούς. Το γεγονός αυτό περιορίζει την απαίτηση έναντι των Ασφαλιστικών του Πλοίου από πολλές απόψεις», β)Την από 27.04.1983 επιστολή της εταιρίας «…..» [διακανονιστές αβαριών] προς την εναγόμενη, στην οποία αναφέρεται ότι η ως άνω εταιρία ανέλαβε την προετοιμασία της Ρύθμισης [Adjustment] και γ)Την από 07.03.1986 επιστολή της «…..» [πρώην «…..»] προς την εναγόμενη, από την οποία προκύπτει ότι οι συντάκτες του Adjustment την είχαν ενημερώσει ότι τα αποδεικτικά έγγραφα για τον υπολογισμό της αποζημίωσης ήταν ελλιπή, καθώς έλειπαν λογαριασμοί  και άλλες λιμενικές χρεώσεις, τα οποία κατά δήλωση των ίδιων δε μπορούσαν να εκτιμηθούν. Όμως, πέραν του ότι η πλοιοκτήτρια εταιρεία που κατείχε τα στοιχεία για τις επικαλούμενες από τον ενάγοντα δαπάνες, κατά τα ομολογούμενα από αυτόν, τα είχε χορηγήσει στους διακανονιστές,  δεν αποδεικνύεται, από κανένα επαρκές στοιχείο, ότι το εισπραχθέν ποσό από την εναγόμενη, από δική της υπαιτιότητα και δη με πρόθεση, ήταν μειωμένο σε σχέση με το πραγματικά οφειλόμενο και ότι αυτή κατά προσβολή των χρηστών ηθών (άρθ. 919 ΑΚ) δεν φρόντισε να διεξαγάγει επιμελώς την διαδικασία, ώστε να συμπεριληφθούν τα επιπλέον έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί η πλοιοκτήτρια στο ποσό της αποζημίωσης για την αποκατάσταση των 2 μηχανικών βλαβών που εμφανίστηκαν στο πλοίο και για τις οποίες δαπανήθηκαν κατά την αγωγή: α) 490.000 $ ΗΠΑ που αφορούσε την 1η βλάβη τα οποία κατέβαλε εξ ιδίων η πλοιοκτήτρια και β) 1.058.424 $ ΗΠΑ για την 2η βλάβη, για την κάλυψη της οποίας και χορηγήθηκαν τα ως άνω δάνεια. Ούτε αποδείχθηκε ότι «ενώ για την πλήρη εκτίμηση της καταβλητέας αποζημίωσης, οι πραγματογνώμονες χρειάζονταν επιπλέον στοιχεία (τιμολόγια/ παραστατικά), η εναγόμενη τους απέτρεψε από το να απευθυνθούν στην πλοιοκτήτρια, παριστάνοντας τ ψευδώς και εν γνώσει του ψεύδους της ότι, δήθεν, η πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε πτωχεύσει, αναλαμβάνοντας η ίδια τις επαφές και τις συνεννοήσεις με τους πραγματογνώμονες, για τον προσδιορισμό της ασφαλιστικής αποζημίωσης και ζητώντας από αυτούς να ολοκληρώσουν την εργασία τους το συντομότερο δυνατόν, με όσα, ελλιπή στοιχεία είχαν, ενώ γνώριζε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα επιτυγχανόταν η είσπραξη του συνόλου της οφειλόμενης αποζημίωσης», όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Για την διαμόρφωση εξάλλου πλήρους δικανικής πεποίθησης σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών δεν αρκεί από μόνη της η παράθεση από τον ενάγοντα της αλληλογραφίας που έλαβε χώρα μεταξύ διακανονιστών και εναγόμενης, με την οποία πληροφορούσαν οι πρώτοι την δεύτερη περί της έλλειψης περαιτέρω στοιχείων για την αποτίμηση του συνόλου των δαπανών, ούτε η εντολή της τελευταίας προς αυτούς να προσδιοριστεί με όσα ελλιπή στοιχεία είχαν στην κατοχή τους οι πραγματογνώμονες, η αποζημίωση. Ειδικότερα, ο καθορισμός της τελευταίας ήταν εκκρεμής πλέον των 5 ετών από τότε που το πλοίο Ε υπέστη τις μηχανικές βλάβες (12ο/1980 και 10/1981) και η σύνταξη του adjustment έγινε το έτος 1986, η πλοιοκτήτρια εταιρεία όσον αφορά την διαδικασία προσδιορισμού της αποζημίωσης δεν παρέδωσε από την αρχή αλλά ούτε και αργότερα όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, η δε εναγόμενη μόνο όφελος θα είχε από τον προσδιορισμό μεγαλύτερου ποσού αποζημίωσης αφού η ίδια θα λάμβανε ως εκδοχέας την απαίτηση αυτή, ούτε είχε κάποιον λόγο –ακόμα τότε μάλιστα δεν είχε εισπράξει κανένα ποσό από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές από τον ενάγοντα – να επιδιώξει να παραμεριστεί η πλοιοκτήτρια. Αντίθετα, ανέλαβε η ίδια η εναγόμενη, μετά από 6 έτη περίπου, την εν λόγω διαδικασία και επωμίστηκε και όλα τα έξοδα αυτής, τα οποία έτσι απέφυγε να τα καταβάλει η πλοιοκτήτρια, εξαιτίας της αδιάφορης προς τούτο στάσης της τελευταίας. Ούτε αποδείχθηκε ότι εκπρόσωποι της εναγόμενης που είχαν αναλάβει την διεκπεραίωση του θέματος αυτού δεν κατέβαλαν την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές και ότι κατά προσβολή των χρηστών ηθών ζημίωσαν παράνομα και με πρόθεση τον ενάγοντα. Απολύτως κανένα τέτοιο στοιχείο δεν εισφέρθηκε στην παρούσα δίκη από τον ενάγοντα και πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή του. Κατόπιν αυτών πρέπει η δικαστική δαπάνη της εναγόμενης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να επιβληθεί σε βάρος του ενάγοντος, που ηττάται, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την έφεση και την πρόσθετη παρέμβαση, αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800€) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο τού με κωδικό ……../2024 e – παραβόλου,  ποσού εκατόν πενήντα (150€) ευρώ, που κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκησης της έφεσης.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000€) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 16 Οκτωβρίου 2025. και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 7η.11.2025

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ