Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 611/2025

[prine-me]

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   611/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης : ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κουλουρούδη (ΑΜΔΣΑ : ………..).

Της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης : ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Κοναξή (ΑΜΔΣΑ : ………….).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29-3-2017 με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό ……./2017 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, με τη με αριθμό 144/2019 οριστική απόφασή του, κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο αυτό δικαστήριο, στο οποίο η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση κατόπιν κλήσης της ενάγουσας, με τη με αριθμό 1712/2021 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την από 30-11-2022 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/2022 και ειδικό …/2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2022 και ειδικό …/2022 για τη δικάσιμο της 15ης Φεβρουαρίου 2024, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.

Στη συνέχεια, ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς τους από 7-1-2025 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου ……/2025 πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίοι προσδιορίστηκαν να συζητηθούν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.

Στην τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση Α) η από 30-11-2022 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2022 και ειδικό …../2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2022 και ειδικό ……/2022, και Β) οι από 7-1-2025 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου …………/2025  πρόσθετοι λόγοι έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, αφού οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης τελούν, ως προς την έφεση, σε σχέση κυρίου και παρεπομένου, ενώ ταυτόχρονα όλα τα δικόγραφα αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια τακτική διαδικασία και στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλουμένης απόφασης (1712/2021) και γιατί έτσι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1, 246, 520 παρ. 2, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

II. Η υπό κρίση έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 1712/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 1-12-2022, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα την 23-8-2021, ενόψει του ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει κάτι διαφορετικό (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../1-12-2022 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ……………../2022 e-παράβολο ποσού 150,00 ευρώ). Περαιτέρω, ο εκκαλών, με το από 7-1-2025 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου ………../2025 ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε παραδεκτά πρόσθετους λόγους έφεσης που αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης που έχουν ήδη προσβληθεί με την ένδικη έφεσή του και το οποίο (δικόγραφο) κοινοποιήθηκε εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από την προκείμενη συζήτηση της ένδικης έφεσης (άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ), και συγκεκριμένα την 16-1-2025, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …… /16-1-2025 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ………….. (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 128 παρ. 4 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η υπό κρίση έφεση μετά των πρόσθετων αυτής λόγων και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες, κατά τα προεκτεθέντα.

ΙΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 29-3-2017 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017 αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι με τον εναγόμενο, ο οποίος είναι θετό τέκνο της αποβιωσάσης την 5-5-2015 θείας της (αδελφής του πατρός της), ………………, κατοίκου εν ζωή Αίγινας, έχει εμπλακεί σε μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, ο οποίος άρχισε την 15-4-2011, όταν ο τελευταίος αφαίρεσε βιαίως από την επιμέλεια και τη φροντίδα της ιδίας (ενάγουσας) τη θετή μητέρα του, καθώς και ότι με την τελευταία η ίδια (ενάγουσα) είχε συνάψει έγγραφη σύμβαση δωρεάς υπό τρόπο συνιστάμενο στην εφ’ όρου ζωής της παροχή φροντίδας, θαλπωρής και εν γένει επιμέλειας της υγείας της, η οποία (θετή μητέρα) λόγω των εχθρικών σχέσεων που διατηρούσε με τον εναγόμενο και εξαιτίας της μη συνάδουσας σε υιό συμπεριφοράς του τελευταίου είχε διακόψει κάθε μετ’ αυτού οικογενειακή και κοινωνική επαφή και διέμενε μαζί με την ίδια (ενάγουσα) στην Αίγινα από το έτος 2005 στην επί της οδού ………….. οικία της, που της μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα δυνάμει του με αριθμό ……………./18-12-2007 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. Ιστορούσε περαιτέρω ότι η κατά τα ως άνω βίαιη αφαίρεση της θετής μητέρας του εναγόμενου από εκείνον έλαβε χώρα, όταν είχαν εξέλθει από το νοσοκομείο «…..» ……., όπου είχε μεταφέρει τη θεία της, με σκοπό να τεθεί η τελευταία υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης και προκειμένου ο εναγόμενος να διορισθεί ως υιός δικαστικός συμπαραστάτης, καθώς και ότι κατόπιν υποβολής της με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2011 αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας) ο εναγόμενος διορίστηκε δικαστικός συμπαραστάτης, εκδοθείσας προς τούτο και προσωρινής διαταγής διορισμού του. Ακόμα, ανέφερε ότι η μεταξύ τους δικαστική διένεξη εξακολουθεί με αυξανόμενη ένταση έως και το χρόνο σύνταξης και κατάθεσης της ένδικης αγωγής, καθώς και ότι ο εναγόμενος την 22-2-2016 της κοινοποίησε την από 8-12-2016 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2016 αγωγή του, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να καταδικαστεί (η ενάγουσα) στην πληρωμή του ποσού των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία αδικοπραξίας, την οποία υπέστη δια των περιλαμβανόμενων στα διάφορα δικόγραφά της φράσεων, οι οποίες δήθεν βλάπτουν την τιμή και την υπόληψή του, την οποία (αγωγή) ενσωματώνει ως έχει (αυτολεξεί) και κατά πλήρες περιεχόμενο στην κρινόμενη αγωγή της. Στη συνέχεια, ισχυριζόταν ειδικότερα ότι ο εναγόμενος αναφέρει τα συγκεκριμένα επίμαχα ψευδή και συκοφαντικά για το πρόσωπο της ενάγουσας γεγονότα, όπως τα επίμαχα χωρία παρατίθενται αυτολεξεί στην ένδικη αγωγή της, α) στην από 8-12-2016 αγωγή του, β) στο δικόγραφο των από 20-1-2012 προτάσεών του, γ) στο δικόγραφο των από 21-3-2013 προτάσεών του με ενσωματωμένη την από 24-1-2012 προσθήκη – αντίκρουση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δ) στο από 8-6-2011 σημείωμά του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αίγινας και ε) στην από 3-5-2011 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία και απάντησή του. Πιο συγκεκριμένα, η ενάγουσα υποστήριζε ότι με τα πιο πάνω δικόγραφά του ο εναγόμενος ισχυριζόταν εν γνώσει του ψευδώς ότι η ενάγουσα, προσπαθώντας να διεκδικήσει τη δικαστική συμπαράσταση της θετής μητέρας του, με απώτερο σκοπό να διαχειρίζεται προς το συμφέρον της την περιουσία και τη σύνταξή της, μετήλθε κάθε μέσο και ξεκίνησε μέσω δικαστικών εγγράφων την κατασυκοφάντησή του (εναγόμενου), με στόχο να καρπωθεί την υπόλοιπη περιουσία της μητέρας του, πέραν του ότι καρπώθηκε το ποσό των 300.000 ευρώ, το ακίνητο που της μεταβίβασε η μητέρα του με εικονικό συμβόλαιο, όπως και το άλλο ακίνητο που μεταβίβασε στην αδελφή της ενάγουσας, εκμεταλλευόμενη την ασθένεια της μητέρας του και χωρίς ο εναγόμενος να το γνωρίζει, διότι το μόνο που την ενδιέφερε ήταν τα χρήματα της μητέρας του, και όχι η περιποίηση και η φροντίδα της, επιδιώκοντας την τελική αφαίμαξή της, καθώς και ότι ο εναγόμενος, δια των ως άνω ισχυρισμών που περιέλαβε στα ως άνω δικόγραφά του, διέδωσε, εν γνώσει της αναληθείας τους, ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα σε βάρος της (ενάγουσας), τα οποία ήταν ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της και περιήλθαν σε γνώση διαφόρων τρίτων προσώπων, με αποτέλεσμα να προσβληθεί κατά τον τρόπο αυτό η τιμή, η υπόληψή της και εν γένει η προσωπικότητά της ως ανθρώπου με σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για την κοινωνική της ζωή. Τέλος, ισχυριζόταν ότι από τα όσα ψευδή και συκοφαντικά διέδωσε ο εναγόμενος σε βάρος της προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής της και της εν γένει προσωπικότητάς της. Με βάση δε το ανωτέρω ιστορικό και επικαλούμενη ότι ο εναγόμενος πρόσβαλε βάναυσα την τιμή και την υπόληψή της, καθώς και την εν γένει προσωπικότητά της με την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική, παράνομη και υπαίτια, συμπεριφορά του, η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και ισχυριζόμενη ότι δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ζήτησε α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει κάθε επανάληψη της προσβολής της προσωπικότητάς της στο μέλλον, με απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής 5.000 ευρώ για έκαστη προσβολή, καθώς και β) μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 20.500,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας της σε βάρος της τελεσθείσας αδικοπραξίας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί ο αντίδικός της στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με τη με αριθμό 144/2019 οριστική απόφασή του, κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο αυτό δικαστήριο, στο οποίο η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση κατόπιν της από 11-9-2019 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2019 κλήσης της ενάγουσας, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 1712/2021 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ειδικότερα, δυνάμει της προσβαλλόμενης απόφασης (1712/2021), αφού κρίθηκε η αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 330 εδ. β, 345, 346, 914, 919, 920, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361-363 ΠΚ, πλην του αιτήματος περί παράλειψης από τον εναγόμενο κάθε προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας στο μέλλον, το οποίο απορρίφθηκε ως αόριστο, έγινε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση και καταδικάστηκε ο τελευταίος σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας ύψους 400,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης (1712/2021) παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών – ασκών πρόσθετους λόγους έφεσης, με την υπό κρίση έφεσή του μετά των πρόσθετων αυτής λόγων, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στα εν λόγω δικόγραφα λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον του ασκηθείσα αγωγή.

ΙV. Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις-εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, (α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, (β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, (γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 292/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), εκδηλούμενη, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 του ΑΚ) και (δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή, κλπ.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ (ΑΠ 512/2023, ΑΠ 1017/2022, ΑΠ 292/2020, ΑΠ 1116/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 εδ. α  και 363 εδ. α του ΠΚ, όπως ίσχυαν πριν τον ν. 5090/2024, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση του δράστη να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Όπως δε γινόταν δεκτό από τη νομολογία, ο ισχυρισμός για το δυσφημιστικό γεγονός μπορούσε να γίνει και με κατάθεση δικογράφου ή με επίδοση εξωδίκου μέσω δικαστικού επιμελητή, οπότε γνώση των ισχυρισμών, που περιέχονταν σ’ αυτό, λάμβαναν οι δικαστές, ο εισαγγελέας, οι υπάλληλοι της γραμματείας, ο δικαστικός επιμελητής και γενικά όλα τα πρόσωπα, τα οποία, από καθήκον, λάμβαναν γνώση του περιεχομένου του. Δηλαδή, στην έννοια του τρίτου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβανόταν οποιοδήποτε, πλην του δυσφημούμενου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λ.π., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, αρκεί το γεγονός να ήταν επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδιδόταν (Ολ ΑΠ 3/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ήδη, δυνάμει των άρθρων 54 και 138 παρ. 1 του ν. 5090/2024, από 1-5-2024 το άρθρο 363 του ΠΚ τροποποιήθηκε ως ακολούθως: «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης». Με τη νέα αυτή διάταξη, πέραν της κατάργησης της απλής δυσφήμησης, ορίζεται για τη συκοφαντική δυσφήμηση ότι από την έννοια του τρίτου, αποδέκτη της διάδοσης, εξαιρούνται τα πρόσωπα που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό ισχύει για τους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική ή διοικητική δίκη, όπως είναι ο εισαγγελέας, ο δικαστής, ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρισης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι, που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων ενόψει ή στο πλαίσιο πολιτικής δίκης (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 5090/2024). Η ως άνω ρύθμιση, που αποδεσμεύει την έκφραση των απόψεων και ισχυρισμών των διάδικων μερών, ενόψει δίκης ή κατά τη διάρκεια της δίκης, γραπτώς ή προφορικώς, από το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ασφαλώς έχει εφαρμογή και στους δικηγόρους, οι οποίοι, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών των διαδίκων, που αφορούν είτε στις υποθέσεις, που χειρίζονται οι ίδιοι, είτε άλλες υποθέσεις, που παρακολουθούν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, αναμένοντας την εκδίκαση των υποθέσεων, στις οποίες παρίστανται οι ίδιοι (ΑΠ 1521/2024, ΑΠ 959/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

V. Με τον πρώτο λόγο έφεσης παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η ένδικη αγωγή κρίθηκε ως ορισμένη, ενώ όφειλε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθότι, κατά τη δέουσα εκτίμηση, δεν περιγράφεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο το αντικείμενο της κρινόμενης υπόθεσης, καθόσον δεν αναφέρονται συγκεκριμένα χωρία της από 8-12-2016 αγωγής του εναγόμενου, τα οποία φέρονται να είναι προσβλητικά για την ενάγουσα. Ωστόσο, ο προβαλλόμενος αυτός λόγος έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς σχετικός ισχυρισμός του εναγόμενου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, η ενάγουσα επικαλείται με σαφήνεια στην ιστορική βάση της ένδικης αγωγής της όλα τα γεγονότα, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου (άρθρα 914, 932 ΑΚ) θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια το σύνολο των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά, που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, ήτοι εκείνα που περιγράφουν την τέλεση της αδικοπραξίας, ταυτιζόμενης με ποινικό αδίκημα, και δη με την κατά λέξη παράθεση των συγκεκριμένων επίμαχων, προσβλητικών της προσωπικότητας της ενάγουσας, χωρίων κάθε επικαλούμενου δικογράφου (αγωγής, προτάσεων και προσθήκης – αντίκρουσης, σημειώματος και εξώδικης δήλωσης, ήτοι στο κεφάλαιο Β1, Β2, Β3 και Β4 της ένδικης αγωγής, αντιστοίχως), καθώς και την αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω της επελθούσας ηθικής βλάβης της, όπως σαφώς εξειδικεύεται με το αγωγικό κονδύλιο συνδεόμενο αιτιωδώς με την εν γένει αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να προβεί στη νομική θεμελίωση της αγωγής και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο εναγόμενος δε, να αμυνθεί. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που παραδεκτά συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον ανωτέρω λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς σχετικός ισχυρισμός του εναγόμενου, τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο υπό κρίση πρώτος λόγος έφεσης στο σύνολό του.

VI. Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή ελέγχεται απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά το μέρος που η επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας επήλθε ως αποτέλεσμα συκοφαντικής δυσφήμησης, που τελέστηκε με την άσκηση της από 8-12-2016 αγωγής, με την κατάθεση των από 20-1-2012 προτάσεων, των από 21-3-2013 προτάσεων (συμπεριλαμβανομένης της από 24-1-2012 προσθήκης – αντίκρουσης) και του από 8-6-2011 σημειώματος και την επίδοση της από 3-5-2011 εξώδικης δήλωσης, αντιστοίχως, στα οποία (δικόγραφα) ο εναγόμενος εκθέτει τα επικαλούμενα ψευδή και συκοφαντικά για την ενάγουσα γεγονότα, διότι δεν στοιχειοθετείται τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους του εναγόμενου σε βάρος της ενάγουσας, αφού οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην προλεχθείσα αγωγή, κατατεθείσα στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και επιδοθείσα στην ενάγουσα, στις προειρημένες προτάσεις, κατατεθείσες ομοίως στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο προλεχθέν σημείωμα, κατατεθέν στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αίγινας και στην επιδοθείσα εξώδικη δήλωση, με τους οποίους ο εναγόμενος φέρεται να διέδωσε τα παραπάνω ψευδή και συκοφαντικά σε βάρος της ενάγουσας γεγονότα, περιήλθαν σε γνώση μόνο του εκάστοτε δικάζοντος δικαστή, του δικαστικού γραμματέα, των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων και του επιδώσαντος την αγωγή και την εξώδικη δήλωση δικαστικού επιμελητή, στα πλαίσια της άσκησης των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, και συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια του «τρίτου» ως στοιχείο της κατάφασης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος που τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 363 του νέου ΠΚ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Ακολούθως, δεν συντρέχει, υπό τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, δια της επικαλούμενης κατάθεσης και επίδοσης της ως άνω αγωγής, δια της επικαλούμενης κατάθεσης των ως άνω προτάσεων και του ως άνω σημειώματος και δια της επικαλούμενης επίδοσης της ως άνω εξώδικης δήλωσης, περίπτωση παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος της ενάγουσας στην προσωπικότητά της με αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου συνιστάμενη στην τέλεση σε βάρος αυτής (ενάγουσας) της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 ΠΚ), αλλά ούτε και της απλής δυσφήμησης, μετά την κατάργηση του άρθρου 362 του νέου ΠΚ με το άρθρο 136 περ. α του Ν. 5090/2024. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση (1712/2021) έκρινε νόμιμη την ένδικη αγωγή κατά το μέρος αυτό, ενώ ήταν μη νόμιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών – ασκών πρόσθετους λόγους έφεσης με τον έβδομο λόγο έφεσης (ταυτιζόμενο με τον πρώτο πρόσθετο λόγο έφεσης). Επομένως, γενομένης εν μέρει δεκτής της έφεσης μετά των πρόσθετων αυτής λόγων ως βάσιμης και κατ’ ουσίαν, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το σκέλος αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το μέρος αυτό (ΜονΕφΠειρ 140/2025 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 619/2024 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Κατά τα λοιπά η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη και θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 361 ΠΚ και 176 ΚΠολΔ.

VII. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, α) πολιτικές αποφάσεις άλλων δικαστηρίων μεταξύ των ίδιων διαδίκων [ενδεικτικά η με αριθμό 21/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αίγινας (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), η με αριθμό 2765/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), η με αριθμό 138/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), η με αριθμό 32/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία)], β) έγγραφα ποινικών δικογραφιών (ενδεικτικά η με Α.Β.Μ. : ………….. μήνυση της ενάγουσας κατά του εναγόμενου ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, η με αριθμό ………../2012 Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς) και ποινικές αποφάσεις (ενδεικτικά η με αριθμό ΑΤ4027,4385/20-10-2017 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και η με αριθμό ΑΤ2380/9-5-2018 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς), οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 440/2024, ΑΠ 681/2021, ΑΠ 1286/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η θανούσα την 5-5-2015 θετή μητέρα του εναγόμενου   ………….. γεννήθηκε το έτος 1929 και ήταν παντρεμένη με τον ……………., ο οποίος απεβίωσε την 4-11-1997. Επειδή από το γάμο τους δεν απέκτησαν τέκνα, ο …. και η …………. υιοθέτησαν τον εναγόμενο με τη με αριθμό 86/1986 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όταν αυτός ήταν σε ηλικία δέκα εννέα (19) ετών, πλην όμως, διέμενε μαζί τους από την ηλικία των έξι (6) ετών. Μετά το θάνατο του θετού πατέρα του εναγόμενου, η θετή μητέρα του κατοικούσε στο ισόγειο διαμέρισμα της οδού …………… στην πόλη της Αίγινας, το οποίο είχε αποκτήσει από κληρονομία του συζύγου της ……………, ενώ ο εναγόμενος με την οικογένειά του διέμενε στον πρώτο όροφο του ίδιου ακινήτου, την ψιλή κυριότητα του οποίου είχε αποκτήσει από κληρονομία του θετού πατέρα του και την επικαρπία είχε η θετή μητέρα του. Περαιτέρω, η ενάγουσα τυγχάνει θυγατέρα του αδελφού της ………………, ήτοι ανιψιά της. Οι σχέσεις του εναγόμενου, της συζύγου του και των δύο παιδιών τους με την ως άνω θετή μητέρα του ήταν αρμονικές όσο ζούσε ο θετός πατέρας του, παρέμειναν δε καλές και μετά το θάνατο του τελευταίου, πλην όμως, από το έτος 2007 και εφεξής διαταράχθηκαν οι σχέσεις αυτές, καθώς η . …………. άρχισε να υποστηρίζει, κατόπιν κακόβουλης παρέμβασης της ενάγουσας ανιψιάς της, ότι ο εναγόμενος και η σύζυγός του της έκαναν «μάγια». Έτι περαιτέρω, δυνάμει του με αριθμό …………../18-12-2007 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αιγινητών την 28-1-2008, στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό ……, η θετή μητέρα του εναγόμενου μεταβίβασε στην ενάγουσα λόγω πώλησης (με υποκρυπτόμενη δωρεά) την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας εφ’ όρου ζωής της την επικαρπία, ενός ακινήτου και δη μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας, ήτοι του με αριθμό 1 διαμερίσματος του ισογείου ορόφου μίας διώροφης οικοδομής κτισμένης σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, το οποίο βρίσκεται στην Αίγινα, στην οδό ……………. και έχει έκταση 252,23 τ.μ.. Ειδικότερα, το εν λόγω διαμέρισμα αποτελείται από τρία (3) κύρια δωμάτια, χωλ, κουζίνα και λουτρό και έχει επιφάνεια 99,43 τ.μ.. Στη συνέχεια, η θετή μητέρα του εναγόμενου εμφανίστηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας ……………… και δήλωσε ότι διορίζει ειδική πληρεξουσία, αντιπρόσωπο και αντίκλητό της την ενάγουσα, ώστε η τελευταία να εισπράττει τη μηνιαία σύνταξη της εντολέως από το Τ.Ε.Β.Ε. και να διαχειρίζεται άπασα την κινητή και ακίνητη περιουσία της, δυνάμει του με αριθμό ………./21-3-2009 πληρεξουσίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ετών, με αποκορύφωμα το έτος 2011 και εφεξής, εκκίνησε μεταξύ των διαδίκων σφοδρή αντιδικία σχετικά με την τύχη του προσώπου της εν ζωή τότε ………….., αλλά και με την περιουσία αυτής. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος κατέθεσε την 26-4-2011 την από 20-4-2011 με αριθμό κατάθεσης ……../2011 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση της θετής μητέρας του, ενώ και η ενάγουσα κατέθεσε την 16-5-2011 τη με ίδια ημερομηνία με αριθμό κατάθεσης …../2011 αίτησή της (παραιτούμενη από την από 8-5-2011 με αριθμό κατάθεσης ……./12-5-2011 προηγούμενη αίτησή της), δια του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση της θείας της . ……….. Μετά το διορισμό του εναγόμενου ως προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη για την ενέργεια πράξεων επείγουσας φύσης με την από 26-4-2011 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και μετά τη συνεκδίκαση των άνω αιτήσεων, με την επισήμανση ότι αιτών στη δεύτερη αίτηση ήταν ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς, εκδόθηκε η με αριθμό 2551/2012 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Τελικά, μετά την εισαγωγή της υπόθεσης προς περαιτέρω συζήτηση κατόπιν κλήσεων του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και του εναγόμενου και την ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της ενάγουσας υπέρ του Εισαγγελέα, εκδόθηκε η με αριθμό 2765/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), δυνάμει της οποίας τέθηκε σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση η ……………… και διορίστηκε ο εναγόμενος προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης έως την τελεσιδικία της απόφασης και οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης για το χρόνο μετά την τελεσιδικία και ορίστηκε τριμελές εποπτικό συμβούλιο, στο οποίο δεν συμμετείχε η ενάγουσα. Παράλληλα, η ενάγουσα άσκησε κατά του εναγόμενου, μεταξύ άλλων, την από 9-5-2011 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων περί νομής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αίγινας, κατατεθείσα την 13-5-2011 με αύξοντα αριθμό ……./2011, η οποία, γενομένης συζητήσεως την 3-6-2011 κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, απορρίφθηκε δυνάμει της με αριθμό 21/2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αίγινας (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων). Επίσης, ο εναγόμενος άσκησε κατά της ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21-12-2015 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2015 αγωγή του για την αναγνώριση της εικονικότητας του ως άνω συμβολαίου πώλησης και την ανάκληση της υποκρυπτόμενης δωρεάς του ακινήτου, η οποία ήδη απορρίφθηκε τελεσίδικα με τη με αριθμό 138/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Ακόμα, ο εναγόμενος άσκησε κατά της ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8-12-2016 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2016 αγωγή του, επιδοθείσα στην αντίδικό του την 22-12-2016, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η ενάγουσα να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 50.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ήδη με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται, κατά τη δέουσα εκτίμηση, ότι κατά τη διάρκεια της πολύχρονης αντιδικίας τους, στα διάφορα δικόγραφά του ο αντίδικός της έχει εκδηλώσει προσβλητική συμπεριφορά προς το πρόσωπό της, με τη χρήση των παρακάτω επικαλούμενων φράσεων, που θίγουν την τιμή και την υπόληψή της και την εν γένει προσωπικότητά της. Συγκεκριμένα, με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι α) στην προαναφερόμενη από 8-12-2016 αγωγή του κατά της ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο εναγόμενος εκθέτει τα ακόλουθα: «… Η εναγόμενη στην προσπάθειά της για «διεκδίκηση» δικαστικής συμπαράστασης της μητέρας μου (απύθμενο θράσος)!  με απώτερο σκοπό να διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα και προς το συμφέρον της την περιουσία και τη σύνταξή της, την οποία εποφθαλμιούσε από καιρό πριν, μετήλθε κάθε μέσο και χωρίς τον παραμικρό ηθικό φραγμό και ενδοιασμό ξεκίνησε μέσω δικαστικών εγγράφων την κατασυκοφάντηση, το διασυρμό και τη δυσφήμηση μου με μοναδικό στόχο να καρπωθεί την περιουσία της μητέρας μου…», β) στις από 20-1-2012 προτάσεις του, που κατατέθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στη συζήτηση της προαναφερόμενης από 16-5-2011 αίτησης της ενάγουσας για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση της …………., ο εναγόμενος εκθέτει τα ακόλουθα : «… η κύρια ……….. (ανιψιά της) ξεκίνησε έναν αδυσώπητο δικαστικό αγώνα εναντίον μου, καταθέτοντας αλλεπάλληλες αιτήσεις, αγωγές, μηνύσεις προκειμένου να με εκδικηθεί, γιατί απ’ ότι διεφάνη απομιζούσε τη μητέρα μου πίσω από τις πλάτες μου…», «… Ο μοναδικός σκοπός της είναι η υπόλοιπη περιουσία της μητέρας μου και τίποτε άλλο…», «…δεν γνώριζα τι «σκάρωνε» εκείνη πίσω από την πλάτη μου και εκμεταλλευόμενη την προϊούσα ασθένεια της μητέρας μου», «… Είναι δε τόση η απληστία της…»,  «… η κύρια παρέμβασή της… δείχνει το μένος της και την απληστία της…», «… Επειδή ο πόθος της αιτούσας είναι η σύνταξη της μητέρας μου και ό,τι υπόλοιπο της έχει αφήσει στους τραπεζικούς λογαριασμούς της και όχι η περιποίηση και η φροντίδα της…», γ) στις από 21-3-2013 προτάσεις του, που κατατέθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στη συζήτηση της ως άνω από 20-4-2011 αίτησής του για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση της …………, στις οποίες (προτάσεις) συμπεριλαμβάνεται ως ενιαίο σώμα η από 24-1-2012 προσθήκη – αντίκρουση κατατεθείσα στην πρώτη συζήτηση της αίτησης (μετά την οποία εκδόθηκε η με αριθμό 2551/2012 μη οριστική απόφαση, όπως προαναφέρθηκε), ο εναγόμενος εκθέτει τα ακόλουθα : «… δολίως εκμεταλλευόμενη την ασθένειά της…. Η απληστία της … δεν είχε και όρια…», δ) στο από 8-6-2011 σημείωμά του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αίγινας, που κατατέθηκε στη συζήτηση της ως άνω από 9-5-2011 αίτησης της αντιδίκου του, ο εναγόμενος εκθέτει τα ακόλουθα : «… προσπαθεί να οικειοποιηθεί την περιουσία της μητέρας μου…», «… προσπαθεί με κάθε τρόπο να πετύχει και την τελική της αφαίμαξη…», «… οι δικαστές του Πρωτοδικείου Πειραιά … διέγνωσαν τους άνομους σκοπούς της και την αδηφάγο βουλιμία της…» και ε) στην από 3-5-2011 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – απάντησή του, ο εναγόμενος εκθέτει τα ακόλουθα : «… Τα δήθεν «κροκοδείλια δάκρυα» σας και «μοναδικό σας μέλημα» κρατείστε τα για άλλους και για άλλα θύματά σας». Τα επίμαχα αυτά χωρία περιλαμβάνονται στα προαναφερόμενα δικόγραφα και εξώδικο έγγραφο του εναγόμενου και παρατίθενται κατά λέξη στην κρινόμενη αγωγή και μολονότι αυτά δεν προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα, εντούτοις ο εναγόμενος δεν αρνείται ειδικά το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο των ως άνω δικογράφων του και ως εκ τούτου, το Δικαστήριο παραδεκτά συνάγει ομολογία του ως προς αυτά (άρθρο 261 εδ. β ΚΠολΔ). Ωστόσο, η ασκούμενη αξίωση της ενάγουσας από τελεσθείσα σε βάρος της αδικοπραξία κατά το μέρος που συναρτάται με τις από 20-1-2012 προτάσεις του αντιδίκου της, το από 8-6-2011 σημείωμά του και την από 3-5-2011 εξώδικη δήλωσή του, έχει υποπέσει σε παραγραφή, καθότι από το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας αυτής, που ταυτίζεται με το χρόνο γνώσης, εκ μέρους της παθούσας, της πράξης και του υπαιτίου (20-1-2012, 8-6-2011 και 3-5-2011), έως το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής της (21-4-2017), έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας (άρθρο 937 ΑΚ). Συνακόλουθα, η ένσταση παραγραφής, που ο εκκαλών – εναγόμενος παραδεκτά προβάλλει το πρώτον στο δεύτερο βαθμό με τον πέμπτο λόγο έφεσης, αφού αποδεικνύεται εγγράφως (άρθρο 527 αρ. 6 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτή ως προς τα παραπάνω επίμαχα δικόγραφα και εξώδικο έγγραφο, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Πλην όμως, αποδείχθηκε ότι με τα λοιπά επίμαχα δικόγραφα της από 8-12-2016 αγωγής και των από 21-3-2013 προτάσεων του με ενσωματωμένη την από 24-1-2012 προσθήκη – αντίκρουση και το προπαρατιθέμενο περιεχόμενό τους, δοθέντος ότι συνιστούν εκδήλωση προφανούς καταφρόνησης προς το πρόσωπο της ενάγουσας, στην οποία αναφέρονται, θεμελιώνεται το αδίκημα της εξύβρισης, αφού ο εναγόμενος ενήργησε με τέτοιο σκοπό, ήτοι με ειδικό σκοπό εξύβρισης (άρθρο 361 ΠΚ), όπως άλλωστε προκύπτει από το περιφρονητικό περιεχόμενο, το ειρωνικό ύφος και τον εν γένει τρόπο σύνταξης των ως άνω επίμαχων φράσεων, που υπερβαίνει κατά πολύ το καθήκον ευπρέπειας και το αναγκαίο μέτρο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εναγόμενου ενώπιον των δικαστηρίων. Ειδικότερα, με τα παραπάνω δύο (2) δικόγραφα, των οποίων έλαβε γνώση η ενάγουσα, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή αναλήθεια του ως άνω περιεχομένου τους, ο εναγόμενος πρόσβαλε την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, ενεργώντας με τέτοιο σκοπό και ως εκ τούτου, εξύβρισε την ενάγουσα, προσβάλλοντας την προσωπικότητά της σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη, δεδομένου ότι αποδίδεται στην ενάγουσα ανήθικη, ανέντιμη και φιλοχρήματη συμπεριφορά, που ενέχει απαξία και μοναδικό αθέμιτο κίνητρό της είναι η απληστία και η έντονη επιθυμία για εύκολο πλουτισμό, εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες και ιδίως τη βεβαρημένη σωματική και ψυχική υγεία μιας ηλικιωμένης συγγενούς της, στοιχεία που ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, που σαφώς τελούσαν σε γνώση του εναγόμενου.  Επιπλέον, ο υπαίτιος έδρασε με τέτοιο σκοπό, ήτοι εξυβρίσεως, εν γνώσει του ότι με το ως άνω χρησιμοποιούμενο μέσο (δικόγραφα της από 8-12-2016 αγωγής και των από 21-3-2013 προτάσεων) και με το παραπάνω περιεχόμενο προσβάλλεται η τιμή της θιγόμενης και επιδιώκοντας την εκπλήρωση του σκοπού αυτού, αφού, αν και σαφώς γνώριζε ότι θα μπορούσε να περιοριστεί στη μνεία των πραγματικών περιστατικών στο ιστορικό των συγκεκριμένων δικογράφων, ώστε να αποδοθεί προσηκόντως το περιεχόμενο της σκέψης του για την προάσπιση του νόμιμου δικαιώματός του να προσφύγει στη δικαιοσύνη αιτούμενος να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να διοριστεί ο ίδιος δικαστικός συμπαραστάτης της θετής μητέρας του, αντιστοίχως, εντούτοις ο εναγόμενος επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον ως άνω αναφερόμενο μη αναγκαίο τρόπο, δηλαδή την έκφραση σαφώς αρνητικής γνώμης και συγκεκριμένης μειωτικής αξιολογικής κρίσης, που στοχεύει στην παρουσίαση της ενάγουσας ως αδίστακτης, ανήθικης, άπληστης και φιλοχρήματης ανιψιάς, ακριβώς για να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη της παθούσας, καθώς οι ως άνω χαρακτηρισμοί είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για την ενάγουσα και ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη, της κοινωνικής και ηθικής αξίας της παθούσας και εκδήλωση προφανώς καταφρόνησης και ονειδισμού για το πρόσωπό της. Εκ τούτων παρέπεται ότι η συμπεριφορά του εναγόμενου, εκδηλωθείσα με την κατάθεση των ως άνω δικογράφων (της από 8-12-2016 αγωγής και των από 21-3-2013 προτάσεων) με το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο, πληρεί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του προβλεπόμενου στο άρθρο 361 ΠΚ αδικήματος της εξύβρισης, ως προαναφέρθηκε. Σημειωτέον ότι ο άδικος χαρακτήρας της προπεριγραφόμενης εξυβριστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και έτσι παραμένει η παρανομία, ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μετά την κατάργηση του άρθρου 367 ΠΚ από την 1-5-2024 με το Ν. 5090/2024 (άρθρα 136 περ. α, 138 παρ. 1), το οποίο προέβλεπε στην παράγραφο 1 περιπτώσεις άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης τόσο ως ποινικού όσο και ως αστικού αδικήματος (με τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2), απορριπτόμενης της εκ του άρθρου 367 παρ. 1 στοιχ. γ ΠΚ προβαλλόμενης ένστασης του εναγόμενου ως αβάσιμης. Εξάλλου, ο εκκαλών ισχυρίζεται με το δεύτερο σκέλος του όγδοου λόγου έφεσης (ταυτιζόμενου με το δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης) ότι η άνω ένσταση εκ του καταργηθέντος άρθρου 367 ΠΚ έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 361 παρ. 2 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρο 308 παρ. 4 ΠΚ, πλην όμως, είναι ο άνω λόγος έφεσης κατά το σκέλος αυτό απορριπτέος, αφού δεν υφίσταται τέτοιο νομικό έρεισμα. Επομένως και δοθέντος ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του πιο πάνω ποινικού αδικήματος (εξύβρισης), όπως προεκτέθηκαν, συντρέχει αστική αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου, ο οποίος ενεργώντας παρανόμως και υπαιτίως και με σκοπό εξυβρίσεως πρόσβαλε βάναυσα την τιμή, την υπόληψη και την εν γένει προσωπικότητα της ενάγουσας, με αποτέλεσμα αυτή (ενάγουσα) να διατηρεί αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της, την οποία υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου σε βάρος της.  Περαιτέρω, ενόψει των εν γένει συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα σε βάρος της ενάγουσας η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, του τρόπου και του μέσου τέλεσης, του βαθμού της υπαιτιότητας του υπαιτίου, της έλλειψης συνυπαιτιότητας της παθούσας, του είδους της προσβολής, της έκτασης της ζημίας, της στενοχώριας και της θλίψης, που προκλήθηκε στην ενάγουσα, των ηλικιών, καθώς και της κοινωνικής, οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 1.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρα 914, 932 ΑΚ). Το ποσό αυτό τελεί σε αναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό και την ικανοποίηση του δικαιώματος της ενάγουσας, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς και δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, έτσι ώστε να δημιουργείται δυσαναλογία του μέσου προς το σκοπό, εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως η αρχή αυτή δεσμεύει ως γενική δικαϊκή αρχή και εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (Ολ ΑΠ 10/2017, Ολ ΑΠ 9/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και με βάση τις προδιαληθείσες παραδοχές, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 1.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

VΙΙΙ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση (1712/2021), γενομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής ως βάσιμης και κατ’ ουσίαν, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής,  έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως ανωτέρω στην παρούσα απόφαση εκτέθηκε, και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται με τους σχετικούς λοιπούς λόγους έφεσης ο εκκαλών – ασκών πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενος. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η ένδικη έφεση μετά των πρόσθετων αυτής λόγων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (1712/2021) στο σύνολό της και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικαστεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει η ένδικη αγωγή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, αφού με την αποδοχή του ενδίκου μέσου εξαφανίζεται και η διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τα δικαστικά έξοδα, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενου, λόγω της μερικής ήττας του και ανάλογο με την έκταση αυτής, μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – ενάγουσας, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../1-12-2022 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στον τελευταίο, καθότι η έφεσή του αυτή έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-11-2022 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/2022 και ειδικό ……/2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2022 και ειδικό …../2022 και τους από 7-1-2025 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου …………/2025  πρόσθετους λόγους έφεσης, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση μετά των πρόσθετων αυτής λόγων κατά της με αριθμό 1712/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 1712/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 29-3-2017 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2017 και ειδικό …../2017 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στον εκκαλούντα.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 18 Σεπτεμβρίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την  16 Οκτωβρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ