Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 651/2025

[print-in]

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   651 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – εναγόμενης: …………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Θεοδωρόπουλο (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …/2022 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1852/2024 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή την αγωγή. Η εκκαλούσα – εναγόμενη προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 02.07.2024 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/02.07.2024 και ειδικό …./02.07.2024 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./15.07.2024 και ειδικό …../15.07.2024, για τη δικάσιμο της 09.01.2025 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται». Η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους, διότι, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΝοΒ 1990. 1337, ΑΠ 53/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 635/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1478/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 268/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του τεκμαίρεται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 476/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 268/2016 ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ήδη στην παρ. 3 εδ. α’ του άρθρου 524 του ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 του Ν. 4842/2021, με έναρξη ισχύος, κατ’ άρθρο 120 εδ. β’ αυτού, από την 01.01.2022, εφαρμοζόμενου και επί εκκρεμών ένδικων μέσων κατ’ άρθρο 116 παρ. 2 β’ αυτού, ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή, με αποτέλεσμα, κατ’ απόκλιση όσων προεκτέθηκαν, να προηγείται της απόρριψης της έφεσης κατ’ ουσίαν, η εξέταση του παραδεκτού της. Με τη συμπλήρωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 524 του ΚΠολΔ διευκρινίζεται, με τον πλέον σαφή τρόπο, ότι η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είναι απόρριψη επί της ουσίας, άρα δογματικώς προϋποθέτει παραδεκτή άσκησή της. Επομένως, εάν η έφεση είναι για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτη, ιδίως εκπρόθεσμη ή λόγω μη καταβολής του παράβολου του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, ή λόγω έλλειψης άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη και όχι ως ανυποστήρικτη, δηλαδή επί της ουσίας. Εξάλλου, το άρθρο 532 του ΚΠολΔ προβλέπει την εξέταση του παραδεκτού της έφεσης, ανεξαρτήτως του εάν ο εκκαλών παρίσταται ή όχι στη δίκη. Ωστόσο, για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, μετά την εξέταση του παραδεκτού της, ελέγχεται προηγουμένως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και, τελικά, αν μεσολάβησε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από την οποία απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων και η παροχή δυνατότητας σε καθέναν από αυτούς να ακουσθεί από το δικαστήριο και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Αν, επομένως, επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Και εάν μεν ο εκκαλών δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το Δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει ο εκκαλών τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον εφεσίβλητο να παραστεί σε αυτήν, η έφεση, εφόσον είναι παραδεκτή, απορρίπτεται (ΕφΑθ 222/2024 ΝΟΜΟΣ ΜονΕφΠειρ 259/2023 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 195/2023 στην efeteio-peir.gr, ΕφΑιγ 49/2023 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 02.07.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1852/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή η από 23.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2022 και ειδικό …../2022 αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../02.07.2024 και ειδικό ……/02.07.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 02.07.2024 ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εναγόμενης ………… (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …../15.07.2024 και ειδικό …../15.07.2024 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα του πληρεξούσιου δικηγόρου του εφεσίβλητου – ενάγοντος ……….. (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς) ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 09.01.2025, οπότε αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε ο εφεσίβλητος – ενάγων, ο οποίος και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/02.07.2024 και ειδικό …./02.07.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./15.07.2024 και ειδικό …../15.07.2024 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς την εκκαλούσα – εναγόμενη, ως παραλήπτρια του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 09.01.2025, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. Την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα υπ’ αριθ. …./31.07.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………….). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της από 02.07.2024 έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα – εναγόμενη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις, ενώ ο εφεσίβλητος – ενάγων εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως, εφόσον ερημοδικεί η εκκαλούσα – εναγόμενη που έχει κληθεί νομίμως από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, πρέπει, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, να δικαστεί ερήμην, κατ’ άρθρο 524 παρ. 3 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, που ισχύει και επί ενδίκων μέσων κατ’ άρθρο 498 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, η εξ αναβολής αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων (βλ. ΑΠ 556/2009 Δ 2009. 1051, ΕφΑθ 7913/2007 ΕλλΔνη 49. 870). Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1852/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή η από 23.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2022 και ειδικό …../2022 αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη την 07.06.2024 (βλ. την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα υπ’ αριθ. …/07.06.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ….), η δε κρινόμενη από 02.07.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 02.07.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./02.07.2024 και ειδικό …../02.07.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγόμενη το παράβολο των 100,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Ωστόσο, εφόσον ερημοδικεί η εκκαλούσα – εναγόμενη που έχει κληθεί νομίμως από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα, που επισπεύδει τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της ως ανυποστήρικτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α’ του ΚΠολΔ, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της έφεσης. Πρέπει, επίσης, να ορισθεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, κατά της παρούσας απόφασης, από την ερημοδικαζόμενη εκκαλούσα – εναγόμενη (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Λόγω δε της απόρριψης της έφεσης και της ήττας της εκκαλούσας – εναγόμενης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που αυτή προκατέβαλε κατά την κατάθεσή της, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας – εναγόμενης την από 02.07.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1852/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα – εναγόμενη κατά την άσκηση της έφεσής της με το υπ’ αριθ. ……./2024 ηλεκτρονικό παράβολο.

Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 04.11.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ