Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 661/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   661/2025

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………….. και 2) ……………….κατοίκων αμφότερων Πειραιά, οδός ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Αρβανιτόπουλο και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, Ιερού Ενοριακού …………………, που εδρεύει στην …………….. Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από το εκκλησιαστικό του συμβούλιο, με ΑΦΜ …………….. 2) ………………..και 3) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου Ιεράς Μητρόπολης ………………, που εδρεύει στην ………….. Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από το Μητροπολιτικό του Συμβούλιο, με ΑΦΜ ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους  Αθανάσιο Κόντη με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.11.2021 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2021, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3567/2023 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 6.2.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………../2024) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό …………… και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, αφού έλαβε τον λόγο από την Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H  κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό  3567/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 495 επ., 499, 511 επ., 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε την 1.11.2023 και η έφεση ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 6.2.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……………./2024.  Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, με δεδομένο ότι οι εκκαλούντες κατέθεσαν συνημμένο στο εφετήριο, το με κωδικό ……………. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο [βλ. την από 6.2.2024 βεβαίωση της Τράπεζας Πειραιώς για πληρωμή e- Παραβόλου (on line)] και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι ο παριστάμενος πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων διορίστηκε νόμιμα με την υπ’ αριθμ. 10/28.12.2024 απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του πρώτου εφεσίβλητου, που εγκρίθηκε με τη με αριθμό πρωτοκόλλου Φ.ΕΣ/Α.10/30/5/08.01.2025 απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως ………………., τρίτης εφεσίβλητης, (διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που ερευνάται αυτεπαγγέλτως βλ. ΑΠ 446/1994, Δνη 1995/341, ΜονΕφΛαρ. 134/2013, Δικογραφία 2014/329).

Με την από 8-11-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, οι ενάγοντες, και ήδη εκκαλούντες, εξέθεταν, ότι είναι αποκλειστικοί συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι του Ιδιωτικού ναού των …………….., το οποίο έχει κτιστεί σε οικόπεδο ευρισκόμενο στον Δήμο …………., όπως αναλυτικά τόσο το οικόπεδο όσο και ο ναός περιγράφονται κατά θέση έκταση και όρια στην ένδικη αγωγή . Ότι ο ως άνω ναός φέρει τον χαρακτήρα του ιδιωτικού ναού, εξυπηρετώντας από τον χρόνο ανέγερσής του, τις θρησκευτικές ανάγκες των εκάστοτε ιδιοκτητών του και των οικογενειών αυτών, ήτοι των οικογενειών ………… στις αρχές του 19ου αιώνα και των κληρονόμων αυτού μέχρι το έτος 1934, ……….. κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1934-1953, ………….., από το έτος 1954 έως το έτος 2004 και εν συνεχεία των εναγόντων, χωρίς ποτέ να αποδοθεί στη δημόσια Θεία Λατρεία. Ότι ο ναός μαζί με το οικόπεδο, επί του οποίου είχε ανεγερθεί, θεωρούνταν παράρτημα το γειτονικού  ακινήτου γνωστού ως «Αρχοντικό ………….» και μεταβιβαζόταν με αυτό, ενώ τελούνταν σε αυτόν μόνο ιδιωτική λειτουργία, άπαξ ετησίως κατά τον εορτασμό των ……….. και για κάποια έτη διενεργούνταν στο ναό το μνημόσυνο του …………… Ότι τόσο οι ενάγοντες, όσο και οι δικαιοπάροχοί τους ασκούσαν συνεχώς όλες τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του επίδικου, διανοία κυρίων, συντηρώντας τον ναό και τον περιβάλλοντα χώρο αυτού, καθαρίζοντάς τον, φυλάττοντας τον ναό και τα ιερά κειμήλια που βρίσκονται εντός αυτού, καλύπτοντας όλα τα έξοδα λειτουργίας και συντήρησης αυτού και κατέχοντας τα κλειδιά αυτού, χωρίς να αμφισβητηθεί η νομή και το δικαίωμα κυριότητάς τους επ αυτού, το οποίο απέκτησαν με παράγων τρόπο (εκ δωρεάς αλλά και ως κληρονόμοι της   ………) αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία). Ότι την 19.11.2020 ο δεύτερος των εναγομένων ιερέας και εφημέριος της πρώτης των εναγομένων, αυθαιρέτως και παρά τις γνωστές στον ίδιο αντιρρήσεις των εναγόντων, παραβίασε τις κλειδαριές του οικοπέδου αλλά και του ναού και τέλεσε τις λειτουργίες της 20ης και της 21ης Νοεμβρίου 2020, μετά το πέρας των οποίων τοποθέτησε νέες κλειδαριές και στις δυο θύρες, ενώ η πρώτη των εναγομένων με ανακοίνωση που εξέδωσε, ενέκρινε τις ως άνω πράξεις του, αποβάλλοντάς με τον τρόπο αυτό τους ενάγοντες από τη νομή του επίδικου. Ότι η τρίτη εναγομένη ως ασκούσα την εποπτεία των ενοριακών ναών της τοπικής αρμοδιότητάς της οφείλει να επαναφέρει στην τάξη τους δυο πρώτους εναγομένους και να συμβάλει στην αποκατάσταση της νομιμότητας, ουδέν έχει πράξει. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν α) να αναγνωρισθούν αποκλειστικοί νομείς και κάτοχοι του ως άνω ναού, β) να διαταχθεί η αποβολή των εναγομένων, αλλά και οποιουδήποτε τρίτου έλκει δικαιώματα από αυτούς και να αποδοθεί στους ίδιους, γ)να απαγορευθεί στους εναγομένους κάθε μελλοντική πράξη προσβολής ή διατάραξης της νομής και κατοχής τους, δ) να απειληθεί κατά των εναγομένων χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για κάθε πράξη προσβολής ή διατάραξης της νομής τους στο μέλλον ή μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις της  εκδοθησσομένης απόφασης και ε) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Η αγωγή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, από το Μονομελές  Πρωτοδικείο Πειραιώς, και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3567/2023 απόφασή του με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την τρίτη εναγομένη, ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, ως προς τα υπό στοιχεία β) και γ) αιτήματά της ως νόμω αβάσιμη και ως ουσία αβάσιμη κατά τα λοιπά, ενώ συμψηφίστηκε η δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εκκαλούντες με την ένδικη έφεση τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό να γίνει δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή τους, ως προς όλους τους εφεσίβλητους.

Το υποκείμενο που εμφανίζεται κατά το δίκαιο, ως δικαιούχος του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος, ενώ ο φερόμενος ως υπόχρεος νομιμοποιείται παθητικά (ΑΠ 665/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, Νίκας «ΠολΔικ I», σελ. 330). Η νομιμοποίηση αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση και πρέπει να υπάρχει γενικώς κατά την έναρξη της δίκης και καθ’ όλη τη διάρκειά της, προκειμένου να είναι δυνατή η έκδοση απόφασης από το δικαστήριο, η έλλειψη της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 994/2007 ΧρΙΔ 2008.140, ΑΠ 45/2007 Δ 2007.583, ΑΠ 1016/2005 ΕλλΔνη 2005.1088, ΕφΑΘ 5685/1999 ΕλλΑνη 2000.527, Μπέης «Πολιτική Δικονομία», άρθρο 68, σελ. 360, Βαθρακοκοίλης «ΚΠολΔ», άρθρο 68, αρ. 6). Για τη νομιμοποίηση του διαδίκου αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ’ αρχήν να ασκεί επιρροή, αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής ή αναληθής (ΑΠ 2102/2007 Δ 2007.428, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 1979.1427, ΕφΑΘ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, ΕφΑΘ 2685/1998 ΕλλΔνη 1998.919, ΠΠΑΘ 2368/2006 ΧρΙΔ 2007.533). Αν στην αίτηση δικαστικής προστασίας δεν εκτίθενται στοιχεία ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης, πράγμα που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, τότε αυτή απορρίπτεται, ως απαράδεκτη για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (ΕφΑΘ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, Εφθεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372,). Εξάλλου στη δίκη αποβολής από τη νομή, εναγόμενος μπορεί να είναι α) εκείνος που αφαίρεσε παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα την ξένη νομή επί του πράγματος, β) ο συννομέας, που απέβαλε εν όλω ή εν μέρει τον άλλο συννομέα από την συννομή, εκτός και αν πρόκειται για συνηθισµένη χρήση του πράγµατος, γ) εκείνος που έδωσε την εντολή ή ενέκρινε την αφαίρεση της νομής που έγινε από άλλον, υπό τον αυτονόητο όρο ότι ο τελευταίος δέχθηκε και κατέλαβε το αφαιρεθέν πράγµα, δ) ο κληρονόμος εκείνου που αφαίρεσε παράνομα και χωρίς τη θέληση του ενάγοντος την ξένη νομή, ε) ο ειδικός διάδοχος εκείνου που αφαίρεσε τη νομή του επιδίκου, εφ’ όσον κατά τον χρόνο κτήσης της νομής, λόγω αγοράς, δωρεάς κ.λπ., γνώριζε ότι ο δικαιοπάροχός του απέκτησε τη νομή επιλήψιμα από τον ενάγοντα και τους δικαιοπαρόχους του (ΑΚ 984), στ) ο κάτοχος, ζ) ο συγκάτοχος έναντι του συγκατόχου του, η) ο βοηθός νομής (ΑΚ 986), εφόσον η συµπεριφορά του χαρακτηρίζεται επιλήψιµη, δηλαδή, όταν αρνείται να αποδώσει τη νοµή του επιδίκου, θ) ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του κατόχου, ι) ενώ και το νομικό πρόσωπο είναι δυνατόν να είναι υποκείμενο νομής και επομένως, διάδικος (ενάγων ή εναγόμενος). (Προστασία των δικαιωμάτων στο εμπράγματο δίκαιο, επιμ. Ι. Φιοράκης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2022, σελ.22,   Παπαδόπουλος Κ., Αγωγές Εμπραγμάτυο Δικαίου, τόμος Α Αθηνα 1989 σελ. 163-169, , Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ`, ημίτομος Α`, 2007, άρθρο 987 ΑΚ, αρ. 6, 7, 27, σελ. 224, 230-231, Μπαλής Γ., ΕµπρΔ, παρ. 17, σελ. 54, , Γιαννακόπουλος Η., σε ΕρµΑΚ Καράκωστα Ι., ό.π., άρθρο 206-207, αρ. 7, Τριάντος Ν., ό.π.).  Με τον ένατο λόγο της κρινόμενης έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή τους ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ως προς το τρίτο των εναγομένων, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου Ιεράς Μητρόπολης ………………, την οποία κατά τους αγωγικούς τους ισχυρισμούς βάσιζαν στο ότι αν και προφανώς περιήλθε σε γνώση της η αμφισβήτηση της νομής τους επί του επιδίκου, δεν έπραξε οτιδήποτε προκειμένου να αποκαταστήσει τη νομιμότητα, έχοντας σχετική υποχρέωση ως ασκούν την εποπτεία του ενοριακού ναού πρώτου των εναγομένων. Σύμφωνα με όσα στην αμέσως ανωτέρω παρατεθείσα μείζονα σκέψη εκτέθηκαν, ορθώς απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την τρίτη εναγομένη, καθώς αυτή δεν ενάγεται ως έχουσα κάποια από τις παραπάνω ιδιότητες. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο ως άνω λόγος έφεσης ως ουσία αβάσιμος.

Περαιτέρω, προκειμένου να κριθεί ο χαρακτήρας ενός ναού, που ανεγέρθηκε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας σε υπόδουλη περιοχή, ως ιδιωτικού η μη  εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις της οθωμανικής νομοθεσίας αλλά και του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με βάση το οποίο κρίνονταν τότε οι υποθέσεις των χριστιανικών καθιδρυμάτων από τα Πατριαρχικά Δικαστήρια, στα οποία αυτές υπάγονταν σύμφωνα με τα προνόμια που παραχώρησε ο Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, τα οποία επιβεβαιώθηκαν από τους διαδόχους του Σουλτάνους (ΟλΑΠ 1741/1980, ΝοΒ 1981/1224). Ειδικότερα, κατά το ρωμαϊκό δίκαιο οι ναοί θεωρούνταν ιεροί (res sacrae) και υπάγονταν στα πράγματα του θείου δικαίου (res divini juris), κατ’ αντίθεση προς τα υπόλοιπα, δημόσια ή ιδιωτικά, πράγματα του ανθρώπινου δικαίου (res humani juris). Κατά την αρχή sacra loca ea sunt, quae publice sunt dedicate (Ουλπιανός, Ν. 9 Πανδ. 1.8.), ιερά πράγματα ήταν μόνον όσα είχαν καθιερωθεί στη θεία λατρεία δημόσια, δηλαδή με πολιτειακή πράξη (έγκριση αρχικά του λαού και κατόπιν του ηγεμόνα), χωρίς προς τούτο να αρκεί μόνη η ιδιωτική βούληση. Επομένως, κάθε ιδιώτης που είχε την πρόθεση να ανεγείρει ναό ή να οικοδομήσει βωμό επί ακινήτου της ιδιοκτησίας του, για να τον αφιερώσει στη θεότητα, μπορούσε να το πράξει, όμως μετά την πολιτειακή έγκριση και την υπό των ιερέων καθιέρωσή του αποκτούσε αυτός ιερό και δημόσιο χαρακτήρα και διέφευγε της ιδιωτικής εξουσίασης, θεωρούμενος εφεξής πράγμα εξηρημένο της ανθρώπινης κυριότητας, άρα αδέσποτο (res nulius), καθώς και εκτός συναλλαγής (res extra commercium), με αποτέλεσμα να καθίσταται ανίσχυρη οποιαδήποτε σύμβαση συναπτόταν με αντικείμενο το ιερό πράγμα ενόσω τούτο διατηρούσε το χαρακτήρα του αυτόν (βλ. σχετ. Π. Καλλιγά, Σύστημα ρωμαϊκού δικαίου καθ’ α εν Ελλάδι πολιτεύεται πλην των Ιονίων νήσων, 1879, § 13, σελ. 24 επομ., Ε. Dernburg, Σύστημα ρωμαϊκού δικαίου, τόμος Α΄, Γενικαί Αρχαί, 1911, [κατά μετάφραση Γ. Δυοβουνιώτη], § 70, σελ. 254, Α. Κρασσά, Σύστημα Αστικού Δικαίου, τόμος πρώτος, Γενικαί Διδασκαλίαι, μετά προσθηκών υπό Χ. Πράτσικα, 1927, § 124, σελ. 303, Α. Τούση, Εμπράγματον Δίκαιον, 1966, § 14, σελ. 93). Κατά την εξέλιξη του ρωμαϊκού δικαίου επικράτησε η αντίληψη ότι τα ιερά πράγματα δεν ήταν ανεπίδεκτα κυριότητας αλλά ότι εξαιτίας του προορισμού τους προς κοινή χρήση υποβάλλονταν σε καθεστώς περιορισμένης συναλλαγής (Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1955, § 202, σελ. 525 επομ.) και ότι οι ναοί που είχαν αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία αποτελούσαν καθιδρύματα, δηλαδή δημόσια ιδρύματα, υπό την έννοια του συνόλου περιουσίας που είχε εκφύγει της ιδιωτικής εξουσίασης και είχε αποκτήσει αυθύπαρκτη νομική οντότητα με δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτοτελείς έναντι του φυσικού προσώπου που τους ανήγειρε. Κατά την επικράτηση του χριστιανισμού είχε ήδη παγιωθεί η αντίληψη ότι οι ναοί αποτελούσαν ιδρύματα με σκοπούς θρησκευτικούς, που αποτελούσαν υποκείμενα ίδιας περιουσίας (Β. Οικονομίδης, Στοιχεία του Αστικού Δικαίου, Βιβλίον Πρώτον, Γενικαί Αρχαί, 1877, § 25, σελ. 92, σημ. 1 και 2, Γ. Ανδρουτσόπουλος, παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΛαρ. 327/2011, σε ΕφΑΔ 2012/340, Β. Τρομπούκης, Η περιφερειακή οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ι, Μητροπόλεις – Ενορίες, 2016, § 4, σελ. 69 – 70). Έτσι, μετά την αναγνώριση της Εκκλησίας από το Μεγάλο Κωνσταντίνο, οι από τους ιερείς αφιερούμενοι στο Θεό ναοί (ή μονές) κατέληξαν να ανήκουν στο ίδιο το ιερό καθίδρυμα, που θεωρούταν αυτοτελής οντότητα με νομική προσωπικότητα ξεχωριστή από εκείνη της Εκκλησίας (ΕφΛαρ. 845/2003, Δνη 2004/917, Γ. Πετρόπουλος, Ιστορία και Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου – Ως εισαγωγή εις τον Αστικόν Κώδικα και εις το προϊσχύσαν αυτού Αστικόν Δίκαιον, 1963, § 54, σελ. 495, Μ. Σακελλαρόπουλος, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, 1898, σελ. 263, F. Regelsberger, Γενικαί Αρχαί του Δικαίου των Πανδεκτών, τ. Α΄ [μετάφραση μετά προσθηκών Γ. Μαριδάκη], 1935, σελ. 420 επομ., Αθ. Κόντης, παρατηρήσεις στην ΕφΝαυπλ. 410/2007, σε ΕφΑΔ 2009/170), διοικούμενη, ήδη από τους αποστολικούς χρόνους, από επιτροπή λαϊκών από τον επιχώριο επίσκοπο υποδεικνυόμενων και της οικονομικής διαχείρισης του ναού επιμελούμενων (Ε. Φιλιππότου, Σύστημα Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά τα παρ’ ημίν κρατούντα, Τμήμα Δεύτερον, Δημόσιον Εκκλησίας Δίκαιον, 1915, σελ. 268, σημ. 2). Κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο «Ιερόν εστί πράγμα το δημόσια αφιερωθέν, τα γαρ ιδιωτικά ουκ εισίν ιερά αλλά βέβηλα» [Νεαρά 6, παρ. 2111.8 της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας, που επαναλαμβάνεται στα Βασιλικά (κωδικοποίηση των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων) 46.3.5 και στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου Βα61], ιερός ήταν ο ναός που είχε αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία, ο οποίος μετά την καθιέρωσή του στη λατρεία του θεού, σύμφωνα με τους Θείους και Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή τον εγκαινιασμό του (ΜονΕφΛαμ. 83/2014, Νομοκανονικά 2014/167 επομ., με αντίθετο σχόλιο Γ. Ανδρουτσόπουλου, Α. Τζαρός, Πράγματα εκτός συναλλαγής του αρ. 45 Ν. 590/1977 και πράγματα προορισμένα στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών (αρ. 966 ΑΚ), σε Επιστημονική Επετηρίδα Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 141 επομ. [143]), αποτελούσε πλέον πράγμα εκτός συναλλαγής (ΑΠ 162/1996, Δνη 1996/1080 = ΕΕΝ 1997/475, ΑΠ 396/1948, Θ. 1948/870 = ΝΔικ 1947/17 = ΕΕΝ 1949/25, Χ. Παπαστάθης, Ιδιωτικός [παλαιοημερολογητικός] Ναός και πράγματα εκτός συναλλαγής [ΑΚ 966], γνμδ, σε Δνη 1996/1029 επομ.), τόσο ο ίδιος όσο και το ακίνητο επί του οποίου είχε κτισθεί, αφού εκ των πραγμάτων ο διαχωρισμός είναι αδύνατος (ΕφΑθ. 7112/1982, ΝοΒ 1982/1498 = Αρμ. 1983/385). Λόγω του χαρακτήρα τους ως πραγμάτων εκτός συναλλαγής οι ιεροί ναοί είχαν κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο ιδιαίτερη προνομιακή μεταχείριση, συνιστάμενη, αφενός, στη νομοθετική αναγνώριση της ακυρότητας κάθε σχετικής με αυτούς δικαιοπραξίας (Νεαρές 57 κεφ. 2, 80 κεφ. 5, 33 κεφ. 1 και Βασιλικά 43.1) και, αφετέρου, στο ανεπίδεκτο της χρησικτησίας τους (Νεαρές 111 κεφ. 1 = Βασιλικά 5.2.14 (16) και 131 κεφ. 6 = Βασιλικά 5.3.7,  βλ. σχετ. ΤριμΕφΑθ. 421/2018, Αρμ. 2018/224, ΕφΛαρ 845/2003, ο.π., με σχόλιο Γ. Αποστολάκη, Αθ. Κόντης, σε Ν. Λεοντή [επιμ.] Ερμηνεία Αστικού Κώδικα & Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ, τόμος δεύτερος, 2020, άρθρο 52 ΕισΝΑΚ, αρ. 22, σελ. 4550, Γ. Αποστολάκης, Ακίνητη Περιουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ελλάδα, 2007, σελ. 38). Τούτο ίσχυε ανεξαρτήτως αν επρόκειτο για κύριο (ενοριακό) ναό ή για εξάρτημά του, δηλαδή παρεκκλήσιο ή εξωκκλήσιο. Τα τελευταία, κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (Νόμοι 1 και 26 του Κώδικα του Ιουστινιανού και Νεαρά 131 κεφ. 9 – 15), στερούνταν μεν πλήρους νομικής αυθυπαρξίας και αυτοτέλειας ως προς τη διοίκηση και τη διαχείριση της περιουσίας τους, την οποία ασκούσε πάντοτε ο πλησιέστερος ενοριακός ναός, είχαν όμως ικανότητα δικαίου και μπορούσαν να αποκτούν ίδια περιουσία ξεχωριστή από εκείνου (ΟλΑΠ 1741/1980, ο.π.). Η περιουσία κάθε ναού προερχόταν συχνά από δωρεές ευσεβών χριστιανών, που αναλάμβαναν τη δαπάνη ανεγέρσεως νέου ναού ή επιδιόρθωσης ετοιμόρροπου ή ερειπωμένου δια της παραχωρήσεως είτε του ακινήτου είτε του αναγκαίου χρηματικού κεφαλαίου. Κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες (24 της Δ΄ και 49 της Πενθέκτης ή εν Τρούλλω Οικουμενικών Συνόδων, το ερμηνευτικό σχόλιο του κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνα στον κανόνα 1 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, που περιέχεται στη συλλογή των Κ. Ράλλη – Μ. Ποτλή Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, 1852 – 1859, τ. Β΄, σελ. 651 και τα πρακτικά του Πατριαρχείου Α 221 και 224), που κατέστησαν και πολιτειακό δίκαιο (Νεαρές 57 κεφ. 2, 123 κεφ. 18, 67 κεφ. 2 και 131 κεφ. 10 και Βασιλικά 3.1.33 και 5.1.7), μετά την αφιέρωση του ναού στη θεία λατρεία περιέρχονταν το οικοδόμημα και το ακίνητο επί του οποίου είχε κτισθεί στην κυριότητα του καθιδρύματος και ο κύριος του ακινήτου αποξενωνόταν από αυτά, που θεωρούνταν πλέον θεία πράγματα και επομένως ανεπίδεκτα εκποιήσεως, απαλλοτριώσεως, υποθηκεύσεως, κατασχέσεως και, γενικότερα, συναλλαγής, όπως και κληρονομικής διαδοχής (ΑΠ 195/1980, ΝοΒ 1980/1479, Μ. Σακελλαρόπουλος, ο.π., § 74, σελ. 261 επομ.). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά τους εκκλησιαστικούς και πολιτειακούς κανόνες του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, εφόσον ο ιδιοκτήτης του ακινήτου και δομήτωρ του ναού είχε πρόθεση αφιερώσεώς του στο Θεό και ο ναός πράγματι τέθηκε στη δημόσια λατρεία, η κυριότητα επί του οικοδομήματος και του οικοπέδου του μεθίστατο στο νομικό πρόσωπο του ναού, του οποίου η σύσταση λάμβανε χώρα ταυτόχρονα με την καθιέρωσή του (κανόνες 24 και 25 της Συνόδου της Αντιόχειας και 134 της Συνόδου της Καρθαγένης, Κώδικας Ιουστινιανού 24, 26, 28, 46, 49 και Νεαρά 131 κεφ. 9, 13, βλ. και Ν. Μίλας, Το εκκλησιαστικόν δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σε μετάφραση Μ. Αποστολόπουλου, 1906, § 158, σελ. 743, κατά τον οποίο «πας κατά τόπον ναός κέκτηται πάντα τα δικαιώματα νομίμου ιδιοκτήτορος, ων καθ’ εαυτόν και προς τρίτους αυτοτελές και ανεξάρτητον νομικόν πρόσωπον»). Από τις ίδιες διατάξεις συναγόταν ότι σε περίπτωση διαθέσεως από φυσικό πρόσωπο περιουσίας για θρησκευτικό (ή γενικότερα κοινωφελή) σκοπό συνιστάται ίδρυμα, που αποκτά νομική προσωπικότητα και επομένως ικανότητα να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, χωρίς μάλιστα προς τούτο να απαιτείται προηγούμενη άδεια της αρχής. Τα υπό το κράτος των διατάξεων αυτών συσταθέντα και υφιστάμενα κατά την εισαγωγή του ΑΚ ιδρύματα διατηρήθηκαν με το άρθρο 13 ΕισΝΑΚ (ΕφΠειρ. 907/1989, ΝοΒ 1991/593). Τη νομική του προσωπικότητα και το χαρακτήρα του ως πράγματος εκτός συναλλαγής ο ιερός ναός διατηρούσε στο διηνεκές, εφόσον παρέμενε συνεχώς αφιερωμένος στην κοινή και δημόσια θεία λατρεία (Κ. Πολυζωΐδης, Περί του καθεστώτος ορθόδοξου ιδιωτικού ναού ως «εκτός συναλλαγής», γνμδ, σε Αρμ. 1999/1307 επομ. [1308]), δεδομένου ότι στο κανονικό δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν προβλέπεται διαδικασία για την άρση της καθιέρωσης ιερού πράγματος, εξαιρουμένης της περίπτωσης βεβήλωσης του Ιερού Ναού, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται η τέλεση λατρευτικών πράξεων (προσωρινή παύση του για θρησκευτικό σκοπό προορισμού του) πριν από την ανάγνωση της κεκανονισμένης ευχής κάθαρσης (Σ. Παππάς, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος V, άρθρο 971, αρ. 6, σελ. 190, Σ. Τρωϊάνου – Γ. Πουλή, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, 2003, σελ. 494, σημ. 12). Όλα τα παραπάνω ίσχυαν ανεξαρτήτως του αν ο πιστός που οικοδόμησε το κτίσμα διατηρούσε δικαίωμα διαχείρισης της περιουσίας του ναού και διορισμού ιερέα σ’ αυτόν, πάντοτε σύμφωνα με τις κανονικές διατάξεις και υπό την εποπτεία του επιχώριου επισκόπου, στα πλαίσια προνομίων που του παραχωρούσε προς ένδειξη ευγνωμοσύνης η Εκκλησία, τα οποία είχαν μεν εκκλησιαστική την προέλευση, ρυθμίστηκαν όμως μεταγενέστερα και από την πολιτειακή νομοθεσία με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, καθόσον τα προνόμια αυτά, που προβλέπονταν στην κτιτορική πράξη (καλούμενη «τυπικό») και αποτέλεσαν το θεσμό του κτιτορικού δικαιώματος (περί του οποίου βλ. Ι. Μ. Κονιδάρη, Νομική θεώρηση των μοναστηριακών τυπικών, 1984, § 3 σελ. 35 – 43, Αθ. Κόντη, Το νομικό καθεστώς των κτι(η)τορικών και ιδιόκτητων ναών της ορθοδόξου Εκκλησίας, σε Τιμητικό Τόμο Ι. Μ. Κονιδάρη – Αντιπελάργηση, 2018, σελ. 259 επομ., Γ. Ανδρουτσόπουλο, σημείωση σε Νομοκανονικά 2015/188 επομ., Μ. Τατάγια, γνμδ σε Αρμ. 2011/893 επομ., Ν. Μίλας, ο.π., § 163, σελ. 764 επομ., Σ. Τρωϊάνο, Η μεταβίβαση λόγω κληρονομικής διαδοχής δικαιωμάτων επί κτητορικού ναού στην Κέρκυρα, σε Π. Μοσχονά [επιμ], Το Ιόνιο: Οικολογία – Οικονομία – Ρεύματα ιδεών, 1990, σελ. 315 – 322 [318], Θ. Παπαγεωργίου, Ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του Ιερού Ναού Αγίων Πάντων Κόρφου Κορινθίας, γνμδ 23/2015, διαθέσιμη στο Διαδίκτυο στην ιστοσελίδα www.valsamon.com), ήσαν ηθικής αποκλειστικώς φύσεως και δεν προσπόριζαν στο δικαιούχο κυριότητα, νομή και κατοχή, με αποτέλεσμα ο διαθέσας το προς ανέγερση του κτιτορικού ναού οικόπεδο και ανεγείρας τούτο να μην διατηρεί επί του ακινήτου του ή του ναού ιδιοκτησιακό δικαίωμα και να μην καθίσταται τούτο αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής σε περίπτωση θανάτου του ως εκφυγόν της περιουσίας του και ως προκριθέν στην εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού (ΑΠ 475/2016, Νομοκανονικά 2017/120, ΑΠ 195/1980, ο.π., ΑΠ 26/1961, ΝοΒ 1961/623, ΤριμΕφΑθ. 1743/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΔυτΣτΕλλ. 156/2014, Αρμ. 2015/220, Σπ. Τρωϊάνος – Γ. Πουλής, ο.π., σελ. 421). Άλλη κατηγορία ναών αποτελούσαν, ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, οι ιδιόκτητοι ή κτητορικοί, τους οποίους διαφοροποιούσε το γεγονός ότι, μολονότι καθιερωμένοι (κανόνας 7 της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου [Β΄ εν Νικαία] και Νεαρά 67, κεφ. 1 και 2 του Ιουστινιανού), δεν ήσαν ταυτόχρονα και αφιερωμένοι στη δημόσια λατρεία. Κάθε τέτοιος ναός ανήκε στην ιδιοκτησία ενός, φυσικού συνήθως, προσώπου που είχε το δικαίωμα να τον χρησιμοποιεί αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών και λατρευτικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειάς του, είχε δε αποκτήσει την κυριότητά του είτε με την ανέγερσή του σε οικόπεδο της ιδιοκτησίας του είτε με καθολική ή ειδική διαδοχή επί προϋφισταμένου ομοίου δικαιώματος (ΑΠ 475/2016, ο.π., Σπ. Τρωϊάνου, Οι ιδιόκτητοι ναοί και το άρθρον 966 ΑΚ, σε ΝΔικ 1976/93 επομ.). Κατ’ εφαρμογή κανόνα που θέσπισε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος [«μηδένα μεν μηδαμού οικοδομείν μηδέ συνιστάν ευκτήριον οίκον παρά γνώμην του της πόλεως επισκόπου»] και διατάξεων της νομοθεσίας του Ιουστινιανού (Νεαρά 67 κεφ. 1 και 2), για την ίδρυση ιδιόκτητου ναού ήταν αναγκαία η έγκριση του οικείου επισκόπου της εκκλησίας στην οποία υπαγόταν ο κύριός του (ΤριμΕφΑθ. 1743/2017, ο.π., Α. Χριστοφιλόπουλος, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, 1965, 39, σελ. 184, κείμενο και σημ. 1, Π. Μάινας, Κανόνες διέποντες τους ιδιόκτητους και συναδελφικούς ναούς, σε ΕΕΝ 1967/715 επομ.) και τούτο διότι, σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο και την Ιερή Παράδοση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, το πρόσωπο αυτού (επιχώριου Μητροπολίτη) συμβολίζει την ενότητα της τοπικής Εκκλησίας ενώπιον του Θεού και για το λόγο αυτό ο τοπικός Αρχιερέας πρέπει να έχει τη διοίκηση κάθε ιδιωτικού ναού της εκκλησιαστικής του περιφέρειας, ώστε να μην επιτρέπει την άσκηση σ’ αυτόν δημόσιας λατρείας, αφού η δημόσια λειτουργία ενός ιδιωτικού ναού θα τον καθιστούσε αντικανονικό (βλ. και Κ. Παπαγεωργίου, Τα όρια της Εκκλησιαστικής Αυτοδιοίκησης, Ι. Κανονιστική αρμοδιότητα, 2012, σελ. 104). Προϋπόθεση του χαρακτηρισμού ενός ναού ως ιδιόκτητου είναι να έχει ανεγερθεί όχι μόνο επί ακινήτου του κτήτορα, προκειμένου να εξασφαλισθεί το αδιατάρακτο της λειτουργίας του (ΑΠ 29/2018, ΑΠ 983/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 912/2015, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο) αλλά και να έχει οικοδομηθεί με δικές του δαπάνες και όχι με τη συνδρομή των πιστών (ΕφΔωδ. 82/2007, Νομοκανονικά 2009/122, Αθ. Κόντης, ο.α.α, σελ. 280, σημ. 82, Ε. Ελευθεριάδου, σχόλιο στην ΜΠΣερ. 88/1973, σε Αρμ. 1974/464 επομ. [467], Ν. Αμύγδαλος, Το εν Χίω έθιμον της κληρονομικής διαδοχής του κτητορικού δικαιώματος, σε Δνη 1981/218 επομ.). Στους αιώνες της τουρκοκρατίας που ακολούθησαν, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ορθόδοξων ναών κατ’ ουσίαν παρέμεινε αμετάβλητο. Μολονότι στο οθωμανικό δίκαιο ήταν άγνωστη η έννοια του νομικού προσώπου και οι χριστιανικές εκκλησίες δεν αποτελούσαν  υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, εντούτοις αναγνωρίζονταν ως de facto περιουσιακές ολότητες (uninersitas bonorum), με προορισμό την εξυπηρέτηση θρησκευτικού και φιλανθρωπικού σκοπού και τη διαχείρισή τους ασκούσαν, ως επί ιδίου πράγματος, οι κατά τόπους αρχές με επιτρόπους της Ορθόδοξης Κοινότητας υπό την προεδρία του επιχωρίου επισκόπου, κατά τα παραχωρηθέντα στο Γένος προνόμια (περί των οποίων βλ. Ι. Μ. Κονιδάρη, Τα «προνόμια» Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, σε Νομοκανονικά 2009/11 επομ., Ν. Ελευθεριάδου, Μελέται μουσουλμανικού δικαίου, οθωμανικής νομοθεσίας και δικαίων των εν Τουρκία Χριστιανών, τεύχος πρώτον, 1912, σελ. 38 επομ.), δια των οποίων οι υποθέσεις των χριστιανικών καθιδρυμάτων υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των Πατριαρχικών Δικαστηρίων, που εφάρμοζαν τους βυζαντινούς νόμους (ΑΠ 612/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1377/2014, ΧρΙΔ 2015/125, ΑΠ 485/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 674/1980, ΝοΒ 1980/2010). Έτσι, ο ορθόδοξος ναός θεωρούταν ευαγές καθίδρυμα κατατασσόμενο στην πρώτη από τις δύο κατηγορίες καθιδρυμάτων που αναγνώριζε η οθωμανική νομοθεσία και, συγκεκριμένα, στα προοριζόμενα για την παροχή ωφέλειας σε πλούσιους και πτωχούς, μουσουλμάνους και μη και είχε ικανότητα δικαίου δυνάμενος να αποκτά με οποιονδήποτε τρόπο περιουσία (Κ. Βαβούσκος, γνμδ, σε Αρμ. 1974/665 επομ.). Εξάλλου, το οθωμανικό δίκαιο δεν αναγνώριζε ούτε το θεσμό της χρησικτησίας (ΑΠ 1328/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο υπό το κράτος του διαδραμών χρόνος δε μπορεί να συνυπολογιστεί για την κτήση κυριότητας επί παντός ακινήτου, εκκλησιαστικού ή μη, πολύ δε περισσότερο επί του ίδιου του ναού, που αποτελούσε κατά τα προαναφερθέντα πράγμα ανεπίδεκτο χρησικτησίας και κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ΑΠ 1829/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 787/2001, Δνη 2002/1373, ΕφΛαρ. 845/2003, ο.π., Κ. Παπαδόπουλος, ο.π., § 244, αρ. 5, σελ. 562), εφόσον είχε αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία. Εκ τούτων έπεται ότι Ιερός Ναός ανεγερθείς επί τουρκοκρατίας από φυσικό πρόσωπο επί ιδιόκτητου εδάφους και τεθείς στη δημόσια λατρεία αποτελούσε περιουσία ανήκουσα στον ίδιο το Ναό, από την οποία είχε αποξενωθεί κατά τα ανωτέρω ο ιδρυτής του, τη δε οικονομική διαχείρισή της ασκούσε πάντοτε επιτροπή της τοπικής Ορθόδοξης Κοινότητας. Αν δε επρόκειτο για παρεκκλήσι δηλαδή για εξάρτημα άλλου, κύριου (ενοριακού) ναού, της διαχειρίσεως επιμελούταν η επιτροπή του ενοριακού ναού. Το ίδιο συνέβαινε και στην περίπτωση που ο ναός είχε ανεγερθεί επί τουρκοκρατίας σε ακίνητο που δεν ανήκε στον δομήτορα, αφού από της καθιερώσεώς του κυριότητα στο οικοδόμημα και στο ακίνητο επί του οποίου είχε κτισθεί αποκτούσε το ίδιο το καθίδρυμα, εναντίον του οποίου δε μπορούσε να αντιταχθεί χρησικτησία ούτε από τον αληθή κύριο του ακινήτου, το οποίο είχε καταστεί πράγμα εκτός συναλλαγής, ανεξαρτήτως αν επρόκειτο για κύριο ναό ή για εξάρτημά του (έτσι και ΕφΑθ. 3647/1980, Δνη 1982/484, που αφορά όμως ναό ανεγερθέντα το έτος 1926, βλ. και ΑΠ 52/1971, ΝοΒ 1971/453, κατά την οποία δια της αφιερώσεως του ναού στη δημόσια λατρεία επέρχεται σε κάθε περίπτωση αλλοίωση του εμπραγμάτου δικαιώματος του κυρίου του, αφού το ακίνητο καθίσταται πράγμα εκτός συναλλαγής). Αντιθέτως, ο ιδιόκτητος ναός που οικοδομήθηκε επί οθωμανικής κατοχής παρέμενε καθ’ όλη τη διάρκειά της στην κυριότητα του ιδρυτή του. Η νεότερη ελληνική νομοθεσία, η οποία επανέφερε σταδιακά σε ισχύ το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο [αρχικά μετά την επανάσταση με το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος το έτος 1822 (Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου) και στη συνέχεια μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους με το ΒΔ της 23.2.1835], αντιμετώπισε εξαρχής το ζήτημα των ιδιόκτητων ναών και με το ΒΔ της 26.4/8.5.1834 επιχείρησε να περιορίσει τον αριθμό τους και να αποκλείσει κατά το δυνατόν τη δημιουργία τους στο μέλλον (Σπ. Τρωϊάνος, ο.α.α., σελ. 93). Προς το σκοπό αυτό στο υπό τον τίτλο «Περί ιδιοκτήτων μοναστηρίων και εκκλησιών» ως άνω ΒΔ ορίστηκε ότι «Όλα τα ιδιωτικά μοναστήρια και οι ναοί, επί των οποίων έχει τις αποδεδειγμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας, μένουν εις αυτόν ανενοχλήτως» (άρθρο 1 § 1) και ότι «Όσα τοιαύτα μοναστήρια ή εκκλησίαι αφωσιώθησαν άπαξ εις δημοσίαν χρήσιν ή και κατέστησαν ενοριακά ή έπαυσαν οπωσδήποτε να διοικώνται και διαχειρίζωνται αμέσως παρά των εχόντων επ’ αυτοίς αξιώσεις ιδιοκτησίας θέλουν λογίζεσθαι και εις το εξής δημόσια και συμπεριλαμβάνεσθαι εις το περί μοναστηρίων του Βασιλείου μέτρον. Όλαι δε αι περί αυτών περαιτέρω αξιώσεις είναι απαράδεκτοι» (άρθρο 3). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι για την παραμονή τέτοιου ναού στην ιδιοκτησία του ιδρυτή του (ή των απογόνων του) ήταν απαραίτητη η κατοχή προϋπαρχόντων τίτλων ιδιοκτησίας και η μη θέση του στο εξής σε δημόσια χρήση. Αντιθέτως, μετά το 1834, υφιστάμενος ιδιόκτητος ναός που είχε ήδη αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία οποτεδήποτε πιο πριν θεωρείτο πλέον ενοριακός και τούτο ανεξαρτήτως του αν ο αρχικός ιδιοκτήτης του είχε τίτλους ιδιοκτησίας ή όχι (βλ. και Κ. Ράλλη, Εγχειρίδιον του Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, 1927, τεύχος πρώτον, § 83 VII, σελ. 195 – 196). Με τις ίδιες διατάξεις κατ’ ουσίαν επιβεβαιώθηκε το δικαίωμα κυριότητας στο οικοδόμημα της εκκλησίας και στο ακίνητο επί του οποίου είχε ανεγερθεί, το οποίο είχε ήδη κτηθεί κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου στο όνομα του ιδίου του Ιερού Ναού ως αυτοτελούς και αυθύπαρκτου νομικού προσώπου. Τη νομική προσωπικότητα των ανά την επικράτεια υφιστάμενων ενοριακών ναών αναγνώρισε (κατ’ ουσίαν επιβεβαίωσε) ο μεταγενέστερος Ν. ΓΦΗς΄/1910 (Ν. 3596/1910), με το άρθρο 1 του οποίου ορίστηκε ότι «Πας ενοριακός ναός της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί αυτοτελές νομικόν πρόσωπον, έχων ιδίαν περιουσίαν και κτώμενος τοιαύτην καθ’ άπαντας τους νομίμους τρόπους και δη δια κληρονομίας και κληροδοσίας. Εξωκκλήσια και παρεκκλήσια, πλην των δυνάμει τίτλων ιδιοκτήτων ναών, και νεκροταφεία υπάγονται εις τους ενοριακούς ναούς, ως εξαρτήματα αυτών, μετά ομόφωνον γνωμοδότησιν του Επισκόπου και του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου και εν διαφωνία αυτών κατ’ απόφασιν του Υπουργού των Εκκλησιαστικών». Με τη διάταξη αυτή αναγνωρίστηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ενοριακών ναών επί της περιουσίας τους και επικυρώθηκε νομοθετικά η εξάρτηση των παρεκκλησίων και εξωκκλησίων από τον ενοριακό ναό, αφού αυτά σε αντίθεση προς εκείνον δεν απέκτησαν νομική προσωπικότητα. Ο νομοθέτης δεν αναφέρθηκε στη διαχείριση της περιουσίας των ενοριακών ναών επειδή είχε προηγηθεί το ΒΔ της 27.12.1833 «Περί Συστάσεως των Δήμων», με το οποίο η ευθύνη για τη διοίκησή τους είχε ανατεθεί στους Δήμους ούτε έκανε μνεία των ενοριών ως αυτοτελών νομικών προσώπων, μολονότι με το ΒΔ της 8.6.1856 οι πόλεις, οι κωμοπόλεις και τα χωριά της επικράτειας είχαν ήδη διαιρεθεί σε ενορίες. Με το άρθρο 2 του επακολουθήσαντος ΝΔ της 17/28.12.1923 «Περί ενοριακών Ναών και εφημερίων» εξειδικεύτηκε η νομική προσωπικότητα των ενοριακών ναών ως δημοσίου δικαίου και με το άρθρο 1 αυτού ορίστηκε ότι «Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις ενοριακούς και μη τοιούτους. Ενοριακοί είναι οι έχοντες ενορίαν», ενώ στα άρθρα 4 και 5 προβλέφθηκε αντιστοίχως ότι «Εκ των μη ενοριακών Ναών τα εξωκκλήσια και τα παρεκκλήσια ανήκουν κατά κυριότητα εις τον ενοριακόν Ναόν» και ότι «Εκ των ιδιοκτήτων Ναών οι ανήκοντες εις φυσικά πρόσωπα παραμένουσιν εις την ιδιοκτησίαν, διοίκησιν και διαχείρισιν αυτών, εφόσον προορίζονται υπό του ιδιοκτήτου προς θεραπείαν των θρησκευτικών αναγκών αυτού και της οικογενείας του». Τέλος στο άρθρο 99 ορίστηκε ότι «Αι κατά την έναρξιν της ισχύος του νόμου τούτου υφιστάμεναι ενορίαι διατηρούνται και αν δεν πληρούσι τους όρους των άρθρων 7 και 8 του νόμου τούτου». Με τις διατάξεις αυτές δόθηκε νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου στους ενοριακούς ναούς, διατηρήθηκαν οι υφιστάμενες ενορίες, επανακαθορίστηκε η έννοια των ιδιόκτητων ναών, με την προσθήκη στις προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό τους ως τέτοιων της θεραπείας των θρησκευτικών αναγκών ενός περιορισμένου αριθμού φυσικών προσώπων (του οικογενειακού κύκλου του ιδιοκτήτη) και όχι της δημόσιας λατρείας και, τέλος, επιβεβαιώθηκε ότι τα εξαρτήματα του ενοριακού ναού δεν έχουν νομική προσωπικότητα και η κυριότητά τους ανήκει στον κύριο ναό. Ακολούθησε ο βραχύβιος ΑΝ 1369/1938, με το άρθρο 1 του οποίου οι ναοί διακρίθηκαν σε «α) Ενοριακούς, β) Συναδελφικούς ή κτητορικούς ή ιδιόκτητους δυνάμει τίτλων, γ)…» και αξιώθηκε εκ νέου η ύπαρξη τίτλων ιδιοκτησίας για την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας σε ναό, ενώ στο άρθρο 7 προβλέφθηκε το κλείσιμο των ιδιωτικών ναών από την αστυνομική αρχή κατόπιν εντολής του οικείου Μητροπολίτη ή η αναγκαστική τους απαλλοτρίωση υπέρ του πλησιέστερου ενοριακού ναού, σε περίπτωση που αποδοθούν σε δημόσια λατρεία, χωρίς όμως να θεωρείται τέτοια η προσέλευση πιστών κατά την πανήγυρη του ναού. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο ΑΝ 2200/1940 «Περί Ιερών Ναών και Εφημερίων» (ΦΕΚ Α 42/1.2.1940), ο οποίος επανέλαβε στο μεν άρθρο 2 ότι «Οι ενοριακοί Ναοί αποτελούσι Νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου», στο δε άρθρο 1 ότι «Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις: α) Ενοριακούς. 2) Συναδελφικούς ή Κτητορικούς ή ιδιοκτήτους, δυνάμει τίτλων. 3) Φιλανθρωπικών ή Εκπαιδευτικών ή Δημοσίων Καθιδρυμάτων ή τοιούτων Νομικού εν γένει Προσώπου. 4) Νεκροταφείων. 5) Παρεκκλήσια (ήτοι Ναούς μη ενοριακούς εντός των πόλεων). 6) Εξωκκλήσια (ήτοι Ναούς μη ενοριακούς εκτός των πόλεων) και επαναθέσπισε με το άρθρο 6 § 1 την κύρωση της σφράγισης του ιδιόκτητου ναού ή της απαλλοτρίωσής του αναγκαστικώς σε περίπτωση που τεθεί στη δημόσια λατρεία. Ακολούθησε ο υπ’ αριθμ. 2 Κανονισμός της 18/20.4.1969, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 32 § 2 του ΝΔ 29/1969, σύμφωνα με τον οποίο οι ναοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίθηκαν σε «α) ενοριακούς, β) ιδιοκτήτους, ανήκοντας εις φυσικά ή νομικά πρόσωπα, γ) κοιμητηρίων, δ) παρεκκλήσια, ήτοι ναούς εντός πόλεων ή χωρίων κειμένους και εις ενοριακούς ναούς ανήκοντας και ε) εξωκκλήσια, ήτοι ναούς εκτός πόλεων ή χωρίων κειμένους και εις ενοριακούς ναούς ανήκοντας». Να σημειωθεί εδώ ότι σε όλα τα παραπάνω νομοθετήματα η νομική προσωπικότητα αποδίδεται αποκλειστικά στους ενοριακούς ναούς και όχι στις ενορίες (έτσι ορθά Αθ. Κόντης, Το νομικό καθεστώς των ενοριών, άρθρο δημοσιευθέν στην Εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», στο προσκομιζόμενο φύλλο της του μηνός Φεβρουαρίου 2016 και Χ. Αλεβίζος, Θρησκευτικό νομικό πρόσωπο – Νέα μορφή νομικού προσώπου, μελέτη διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www.arthrocom στο Διαδίκτυο, αντίθετοι οι Β. Τρομπούκης, ο.π., § 23, σελ. 193, σημ. 3, όπου και περαιτέρω παραπομπές, κατά τον οποίον με την ισχύ του Ν. 3596/1910 απέκτησαν νομική προσωπικότητα όλες οι υπάρχουσες ενορίες, χωρίς να απαιτείται ειδικός συστατικός τύπος γι’ αυτές και Γ. Κ. Ιατρού σε σχόλιο επί της εκκαλουμένης, δημοσιευθέν σε Νομοκανονικά 2017/161 επομ., έτσι, εμμέσως, και η ΑΠ 1171/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, η οποία φαίνεται να δέχεται ότι οι προϋφιστάμενες του 1940 ενορίες αναγνωρίστηκαν ex lege ως νομικά πρόσωπα χωρίς άλλη διατύπωση με την ψήφιση του ΑΝ 2200/1940). Πάντως, ρητά νομική προσωπικότητα στις ενορίες για πρώτη φορά αποδόθηκε με τα άρθρα 1 § 4 και 36 § 1 του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας (ΚΧΕΕ, Ν. 590/1977), στα οποία ορίστηκε, αντιστοίχως, ότι «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί … είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου» και ότι «Η Ενορία μετά του ενοριακού ναού ως βασική μονάς οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου λογίζεται κατά τα εις το άρθρον 1 παρ. 4 του παρόντος ειδικώτερον οριζόμενα ως Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου», ενώ στις διατάξεις των §§ 2 – 5 του άρθρου 36 ορίστηκε επιπλέον ότι η ενορία, της εν γένει εκκλησιαστικής ζωής της οποίας ο ενοριακός ναός αποτελεί το κέντρο, ιδρύεται και καταργείται ή συγχωνεύεται με προεδρικό διάταγμα και τα όριά της καθορίζονται από το οικείο μητροπολιτικό συμβούλιο. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι νομική προσωπικότητα έχει πλέον μόνον η ενορία και όχι ο ενοριακός ναός και τούτο παρά το ότι στο άρθρο 2 § 1 του υπ’ αριθμ. 8/1979 Κανονισμού της Διαρκούς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 1 § 4, 36, 37 § 8 και 51 § 2 εδαφ. δ του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη, ορίστηκε ότι «Οι Ενοριακοί Ι. Ναοί λογίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά τα εις το άρθρον 1 παραγρ. 4 του Ν. 590/1977 οριζόμενα». Υπό την ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ενοριακών ναών έχουν περιέλθει δια νόμου στις ενορίες που αναγνωρίστηκαν με τον ΚΧΕΕ ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα και οι οποίες πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχουν απορροφήσει τη νομική προσωπικότητα των ναών υπό μορφή νόμιμης οιονεί καθολικής διαδοχής αυτών από εκείνες. Ως προς τη διάκριση των ναών ο ίδιος Κανονισμός διατήρησε τις προγενέστερες ρυθμίσεις και όρισε στο άρθρο 1 αυτού ότι «Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις: α) Ενοριακούς, εις ους υπάγονται τα Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια τούτων. β) Προσκυνηματικούς ή επικουρούντας κοινωφελείς σκοπούς και Ιδρύματα της Εκκλησίας. γ) Ιδιοκτήτους, και δ) Ναούς Κοιμητηρίων», ενώ ως προς τους ιδιόκτητους ναούς στο άρθρο 13 §§ 1 – 3 όρισε ότι αυτοί ανεγείρονται κατόπιν αδείας του οικείου Μητροπολίτη, παραμένουν στην ιδιοκτησία και διαχείριση του ιδιοκτήτη τους, εφόσον εξυπηρετούν τις θρησκευτικές ανάγκες αυτού και της οικογένειάς του και κλείονται ή απαλλοτριώνονται αναγκαστικά υπέρ του πλησιέστερου ενοριακού ναού αν ανεγέρθησαν ή λειτουργούν χωρίς την ως άνω άδεια ή αν τεθούν σε δημόσια λατρεία ή αν παύσουν να εξυπηρετούν τον προορισμό τους (βλ. σχετ. Ι. Μ. Κονιδάρη, Μαθήματα Εκκλησιαστικού Δικαίου, 2020, § 34, σελ. 233 – 240, Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, 2019, σελ. 258 – 267, Σπ. Τρωϊάνου, παραδόσεις εκκλησιαστικού δικαίου, 1984, σελ. 303 – 320). (Εφ Πειρ. 608/2021 ιστοσελίδα, Εφετειου Πειραιώς)

Οι εκκαλούντες με τους πρώτο έως και όγδοο λόγο της έφεσής τους, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης λόγω της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, αφενός κατά το μέρος που έκρινε ότι ο επίδικος ναός δεν αποτελούσε ιδιοκτησία των αναφερόμενων ως δικαιοπαρόχων τους (2ος, 7ος και 8ος  λόγος έφεσης) και αφετέρου κατά το μέρος που κρίθηκε ότι είχε παραδοθεί στη δημόσια λατρεία (1ος , 5ος και 6ος λογος έφεσης). Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τις με αριθμούς ../2022, …./2022 και …../2022 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθησαν επιμελεία των εναγόντων μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγομένων, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ………./10.2.2022 ,…………/10.2.2022 και …………../10.2.2022 εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ……….., τις με αριθμούς ………./16.2.2022 και ………/16.2.2022 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Υδρας ……… και την με αριθμό ………../16.2.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., που λήφθηκαν επιμελεία των εναγομένων, μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγόντων, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ……/11.2.2022 και …../11.2.2022, εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός επιμελητής στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …………, οι οποίες προσκομίστηκαν αρχικά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα πρακτικά της με αριθμό 1/2022 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Αίγινας, τις με αριθμούς ……/23.6.2021 και …/30.6.2021 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Υδρας ………………. και της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……………. αντίστοιχα,  και τις με αριθμούς …/12.3.2021 και …/12.3.2021 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Υδρας ……….. και την με αριθμό …./16.6.2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Υδρας ………., οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, ακόμα και χωρίς την κλήτευση του αντιδίκου, καθώς προσκομίστηκαν αρχικά κατά την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων, τις προσκομισθείσες φωτογραφίες  η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν  κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο επίδικος Ναός ……………, εμβαδού 17,69 τ.μ. είναι κτισμένος σε οικόπεδο εμβαδού 123,18 τ.μ. που βρίσκεται  στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Υδρας στην ενορία της …………… εντός του εγκεκριμένου σχεδίου και εντός οικισμού της Υδρας, και απεικονίζεται  στο από 20-11-1992 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολίτικου Μηχανικού ………., το οποίο προσαρτάται στο με αριθμό …………/ συμβόλαιο δωρεάς της Συμβολαιογράφου Πειραιά …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Υδρας, στο οποίο ο ναός, αποτυπώνεται να συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία των εναγόντων-εκκαλούντων, βόρεια με ιδιοκτησία Δήμου Υδρας νότια με ιδιοκτησία των εναγόντων και πέραν αυτής με κοινοτική (και ήδη κλιμακωτή δημοτική) οδό και δυτικά με ιδιοκτησία των εναγόντων και πέραν αυτής με κοινοτική (και ήδη δημοτική) οδό, το δε οικόπεδο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστων, βόρεια με ιδιοκτησία Δήμου Υδρας, νότια με κοινοτική (και ήδη κλιμακωτή δημοτική) οδό σε τεθλασμένη γραμμή και δυτικά με κοινοτική (και ήδη δημοτική) οδό. Κατά νεότερη καταμέτρηση, με το σύστημα των συντεταγμένων, το από Ιουνίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα των πολιτικών μηχανικών …………… και ………., το οποίο προσαρτήθηκε στις από 6/12/2019 Δηλώσεις Κτηματολογίου στο Γραφείο Κτηματογράφησης Υδρας και κατόπιν στην με αριθμό  …../14.6.2021 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Πειραιά, . ……. με την οποία οι εκκαλούντες αποδέχθηκαν την κληρονομία της αποβιωσάσης θείας τους ……………, ως εκ της από 13.1.1993 ιδιόγραφης διαθήκης της κληρονόμοι, ο ναός  έχει εμβαδόν 23,93 τ.μ. και το οικόπεδο έχει έκταση 127,42 τ.μ. Η έκταση του επιδίκου ναού και του οικοπέδου στο οποίο κείται, συμπίπτει κατά εμβαδό, θέση και όρια με την έκταση που αποτυπώνεται με τους αριθμούς 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12-13-1 στο από Ιουνίου 2020 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου αγρονόμου μηχανικού . …….., που προσκομίζουν οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι και συνορεύει, σύμφωνα το ως άνω διάγραμμα, Βόρεια επί πλευράς 2-3-4 μήκους μέτρων 2-3 έξι και, τριάντα οκτώ εκατοστών (6,38) και επί πλευράς 3-4 μήκους μέτρων ένδεκα και σαράντα δύο εκατοστών (11,42) με ιδιοκτησία Δήμου Υδρας, Ανατολικά επί πλευράς 4-5-6, ήτοι επί πλευράς 4-5 μήκους μέτρων τεσσάρων και σαράντα πέντε εκατοστών (4,45) και επί πλευράς 5-6 μήκους μέτρων έξι και πενήντα έξι εκατοστών (6,56) με ιδιοκτησία ………….., Νοτιοδυτικά επί τεθλασμένης πλευράς 6-7-8-9-10, ήτοι επί πλευράς 6-7 μήκους μέτρων ενός και πενήντα πέντε εκατοστών (1,55), επί πλευράς 7¬8 μήκους μέτρων ενός και πενήντα εκατοστών (1,50), επί πλευράς 8-9 μήκους μέτρων τριών και εννέα εκατοστών (3,09) και επί πλευράς 9-10 μήκους μέτρων πέντε και ενενήντα εκατοστών (5,90) με κλιμακωτή δημοτική οδό, Νότια επί πλευράς 10-11¬12 ήτοι επί πλευράς 10-11 μήκους μέτρων τεσσάρων και ογδόντα ενός εκατοστών (4,81) και επί πλευράς 11-12 μήκους μέτρων ενός και ενενήντα ενός εκατοστών (1,91) με κλιμακωτή δημοτική οδό και Δυτικά επί τεθλασμένης πλευράς 12-13-1-2, ήτοι επί πλευράς 12-13 μήκους μέτρων δύο και εξήντα ενός εκατοστών (2,1), επί πλευράς 13-1 μήκους δέκα πέντε εκατοστών του μέτρου (0,15) και επί πλευράς 1-2 μήκους μέτρων τριών και εβδομήντα πέντε εκατοστών (3,75) με δημοτική οδό. Επίσης, και στα δυο πιο πρόσφατα τοπογραφικά διαγράμματα, απεικονίζεται έμπροσθεν του επιδίκου ναού προθάλαμος με στέγαστρο επιφάνειας 16,37 τ.μ. Το πιο πάνω από Ιουνίου 2020 τοπογραφικό διάγραμμα συνετάγη με εντολή της πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης προκειμένου να προβεί στην σύνταξη της με αριθμό …../30.6.2020 έκθεση Απογραφής Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιά  ……. ., η οποία μετεγράφη νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Υδρας, ώστε να υποβάλει Δηλώσεις Κτηματολογίου προς το Γραφείο Κτηματογράφησης Υδρας. Σημειώνεται δε ότι από την επισκόπηση της εκκαλουμένης απόφασης, ουδόλως η αμέσως ανωτέρω έκθεση απογραφής εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας της πρώτης εφεσίβλητης, εκτιμήθηκε ως τίτλος ιδιοκτησίας της, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, ο οποίος τυγχάνει απορριπτέος   Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες βασίζουν την αγωγή τους στην ιδιότητα των συννομέων του επίδικου ναού, τον οποίο χαρακτηρίζουν ως ιδιωτικό ναό, που ανέκαθεν εξυπηρετούσε μόνο ιδιωτικές θρησκευτικές ανάγκες των ιδιοκτητών του και της οικογένειας τους και ουδέποτε είχε αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία και περιήλθε στην νομή και κατοχή τους με άτυπη δωρεά, την οποία συνέστησε προς τους αιτούντες η ιδιοκτήτριά του και θεία τους ………. την ίδια ημέρα, κατά την οποία τους μεταβίβασε με δωρεά εν ζωή το παρακείμενο αρχοντικό δυνάμει του με αριθμό …………/13.1.1993 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., σύμφωνα με την, κατά τους αιτούντες, ακολουθούμενη στο νησί πρακτική, κατά την οποία ο εν λόγω ναός με το οικόπεδό του μεταβιβαζόταν ατύπως από τον εκάστοτε ιδιοκτήτη μαζί με το παρακείμενο αρχοντικό ………., ενώ ότι σε κάθε περίπτωση το εν λόγω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα, νομή και κατοχή τους από κληρονομιά της ως άνω θείας τους η οποία με την από 13.1.1993 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με τα με αριθμό 357/2005 Πρακτικά του Πρωτοδικείου Πειραιά, τους εγκατέστησε κατ’ ισομοιρίαν μοναδικούς κληρονόμους της στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας της, συμπεριλαμβανομένου του επίδικου Ναού, και την οποία αποδέχτηκαν δυνάμει της με αριθμό ………/2021 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς που συνέταξε η συμβολαιογράφος Πειραιά ……….. νομίμως μεταγεγραμμένης στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …………..

Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, προυπόθεση για να χαρακτηριστεί ένας ναός ως ιδιωτικός και επομένως να μπορεί να μεταβιβαστεί εγκύρως η κυριότητα αυτού, να κτηθεί δικαίωμα κυριότητας με τα προσόντα έκτακτης χρησικτησίας αλλά και να είναι δεκτικός νομής, είναι αφενός να έχει ανεγερθεί σε ιδιωτικό ακίνητο, με δαπάνες του κυρίου αυτού του ακινήτου και αφετέρου να μην έχει αποδοθεί στη δημόσια λατρεία. Ο επίδικος ναός των …………….. αναγέρθηκε, όπως συνομολογούν οι ενάγοντες στην από 26.1.2021 με αριθμό κατάθεσης …../2021 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αίγινας στα τέλη του 18ου αιώνα, από άγνωστο κτήτορα. Ο Γιάννης Καραμήτσος στο βιβλίο του «Υδρα Νήσος Εντελής Δρυοπων», έκδοσης του Δήμου Υδραίων το έτος 1998, στις σελ. 257-261 αναφέρει ότι έχει στη διάθεσή του έναν κατάλογο με τις Ενορίες του νησιού κατά το έτος  1786. Σε αυτό καταγράφεται το επίδικο ως ενοριακός ναός, στη θέση πόλις …… με παπά τον …………… και ενορίτες τους ………………… Επίσης στην μελέτη του ιερέα Δημητρίου Γκίκα Χελιώτη «Η Χριστιανική Υδρα », που εκδόθηκε στην Υδρα το έτος 1938, στις σελ. 16 και 17 αναφέρεται για το επίδικο «Ονομασία Ιερού Ναού: ……….., Έτος ίδρύσεως ή ανακαινίσεως : – , Θέσις εις ην ευρίσκεται: ……….., Κτίτωρ ή ανακαινιστής αυτού: άγνωστος, Παλαιός ιδιοκτήτης: ………….., Νυν ιδιοκτησία: Καθεδρικού Ναού, Ημέρα Εορτής: 21 Νοεμβρίου» Από τον συνδυασμό των ως άνω εγγράφων αποδεικνύεται ότι ο επίδικος Ναός ανεγέρθηκε σε ακίνητο στην  τοποθεσία «………..», η οποία αποκαλείται με τον τρόπο αυτό επειδή χρησίμευε κατά τα παλαιότερα χρόνια ως κοιμητήριο, από άγνωστο ιδιοκτήτη σε οικόπεδο αγνώστου, κατά το έτος 1786 ήταν ενοριακός ναός  ενώ το 1938 φέρεται να ανήκει στον Καθεδρικό Ναό.  Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχεται ότι ο επίδικος ναός βρίσκεται στην τοποθεσία «…………..» γιατί αυτή τεκμαίρεται ότι ανήκει σε άλλο σημείο, αφού δεν έχει  προσδιοριστεί σε γειτνίαση με το αρχοντικό ….., ισχυρισμός ο οποίος κρίνεται απορριπτέος καθώς αφενός ούτε οι ίδιοι οι εκκαλούντες αναφέρουν την –κατά τους ισχυρισμούς τους- σωστή ονομασία της τοποθεσίας του επίδικου, ούτε προσδιορίζουν έτερο σημείο για την τοποθεσία «…………». Περαιτέρω, η ίδια τοποθεσία, ήτοι ………….. αναφέρεται σε δυο διαφορετικές πηγές, που αφορούν το ναό των …………, ενώ ο  ιερέας ……… συσχετίζει τον επίδικο ναό με τον ……….., τον οποίο αναφέρει ως ιδιόκτητη, αναφορά για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Περαιτέρω, με το με αριθμό ………./12.12.1888 αγοραπωλητήριο Συμβόλαιο, η …………., πώλησε στον ………, το 1/5 εξ αδιαιρέτου της κατοικίας της που ευρίσκεται στην περιοχή της Εκκλησίας της ……. και συνορεύει ανατολικά, βόρια και δυτικά με δημόσιες οδούς και νότια με ιδιοκτησία ………… Σε επόμενα προσκομιζόμενα συμβόλαια οι κληρονόμοι του …….. μεταβιβάζουν τα ποσοστά συνιδιοκτησίας τους επί του «Αρχοντικού …….», στον ………. Ειδικότερα 1. Με το με αριθμό  ……./31.8.1926 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Υδρας ………… (που μετεγράφη νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο ……… ) η …………., πώλησε και μεταβίβασε στον ………… 1/30 εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου (οικίας και περιβάλλοντος χώρου) που προερχόταν από κληρονομιά της μητέρας της και των θείων της ……… και ………, 2. με το με αριθμό ………./12.9.1933  αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Υδρας …….. (που μετεγράφη νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Υδρας) οι κληρονόμοι ……. (εγγονοί …….)  πώλησαν και μεταβίβασαν στον ……… 12/30 επί του ακινήτου, 3. με το με αριθμό  ……./1.12.1933 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Υδρας …… (που μετεγράφη νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Υδρας) η …….. πώλησε και μεταβίβασε στον ………. 2/30 επί του ακινήτου, 4. με το με αριθμό …../28.12.1993 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Υδρας …………. (που μετεγράφη νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Υδρας) η ……….. πώλησε και μεταβίβασε στον …….  4/30 και 2/3 του 1/30 επί του ακινήτου, 5. με το με αριθμό ………/7.3.1934 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Υδρας ……. (που μετεγράφη νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Υδρας) η . ………, πώλησε και μεταβίβασε 4/30 και 2/3 του 1/30 επί του ακινήτου στον ………., 6. με το με αριθμό ………/7.5.1934 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Υδρας ………  (που μετεγράφη νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Υδρας) η …………  πώλησε και μεταβίβασε τα 4/30 και 2/3 του 1/30 επί του ακινήτου στον ……… και 7. με το με αριθμό ………/8.8.1934 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. (που μετεγράφη νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Υδρας) οι κληρονόμοι ………….. πώλησαν και μεταβίβασαν στον ……… 1/30 επί του ακινήτου. Σε μέρος των προαναφερθέντων συμβολαίων  και δη στα με αριθμούς …/1933, …../1926, …./1934 και …./1934 προαναφερθέντα συμβόλαια, αναφέρεται ότι μεταβιβάζεται στον αγοραστή κατά τα ανήκοντα στον πωλητή ποσοστά της οικίας, του οικοπέδου αυτής, και παραρτημάτων αυτής, (με διαφορετική διατύπωση σε έκαστο) αλλά και των παρακολουθημάτων της (βλ. ……../1933 συμβόλαιο) και σε άπαντα τα συμβόλαια αναφέρεται ότι το μεταβιβαζόμενο ακίνητο συνορεύει με Ναΐσκο …….. Από τα παραπάνω συμβόλαια αποδεικνύεται ότι οι κληρονόμοι ……., αφενός δεν μεταβίβασαν τον επίδικο Ναό, καθώς αυτός αναφέρεται ως όριο της μεταβιβασθείσας στον ………. ιδιοκτησίας και αφετέρου ότι δεν τον θεωρούσαν παράρτημα ή παρακολούθημα της οικίας, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα είχε μεταβιβαστεί με τα συνταχθέντα συμβόλαια και ομοίως δεν θα αναφερόταν ως συνορεύον με το μεταβιβασθέν ακίνητο. Περαιτέρω, ο ………. με το με αριθμό ………/9.11.1953 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Υδρας ……..,  νόμιμα μεταγραμμένου στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου, μεταβίβασε στην ………, την οικία με όλα τα υπάρχοντα σε αυτήν σκεύη, έπιπλα και εν γένει αντικείμενα που βρίσκονται στην οικία και τον περίβολο αυτής, αναφέροντας ομοίως ως σύνορο του μεταβιβασθέντος ακινήτου τον Ναΐσκο ……… Εν συνεχεία με το με αριθμό ……………/11.9.1959 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή  ακινήτου, νόμιμα μεταγεγραμμένου, που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Υδρας ……….,  η …………, δωρίζει αιτία θανάτου στον σύζυγό της ………., μια οικία αποτελούμενη από έντεκα δωμάτια, με τα παραρτήματα, παρακολουθήματα και προσαυξήματα αυτής, του οικοπέδου της και της λοιπής εν γένει περιοχής της, κείμενη εντός της πόλεως της …. στην ενορία του ναού της …… που συνορεύει ανατολικά με οδό και ναΐσκο «……..», δωρεά την οποία αποδέχθηκε ο σύζυγός της δυνάμει της με αριθμό ……./20.4.1960 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής δωρεάς αιτίας θανάτου, που συνέταξε η ίδια ως άνω Συμβολαιογράφος, νόμιμα μεταγεγραμμένης. Σημειώνεται ότι και στην πράξη αυτή η δωριζόμενη οικία αναφέρεται να συνορεύει ανατολικά με οδό και ναΐσκο …….. Από τα ως άνω έγγραφα ομοίως αποδεικνύεται ότι μέχρι το έτος 1960 η ………… και ο σύζυγός της …………., δεν περιέλαβαν τον επίδικο ναό στο δωρηθέν ακίνητο ιδιοκτησίας της πρώτης, αναφέροντάς τον ομοίως ως σύνορο, και όχι ως παρακολούθημα ή παράρτημα αυτού. Το πρώτον δυνάμει του με αριθμό ………./13.1.1993 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή ακινήτου που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Πειραιά ……., με το οποίο η ……….. ανακάλεσε την προηγούμενη δωρεά προς τον σύζυγό της και δώρισε στους ενάγοντες την οικία, αναφέρεται ότι αυτή συνορεύει εν μέρει με ιδιοκτησία της ίδιας της δωρήτριας όπου είναι κτισμένο από το έτος 1950 με δαπάνες της δωρήτριας το παρεκκλήσι των . . …….., χωρίς να γίνεται ουδεμία αναφορά στον τρόπο κτήσης της κυριότητας του από την δωρήτρια, η οποία ομοίως ανακριβώς αναφέρει ότι ο ναός κτίστηκε με δαπάνες της το 1950, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Από τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο επίδικος ναός δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιωτικός ναός καθώς αυτός δεν κτίστηκε από τον …….., όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες –εκκαλούντες, που αποκτά το αρχοντικό ………… το 1888, ήτοι μετά την ανέγερση του ναού, ούτε κτίστηκε σε ιδιοκτησία αυτού, καθώς σε όλα τα συμβόλαια από το έτος 1888 μέχρι και το έτος 1960 ο ναός αναφέρεται ως σύνορο του μεταβιβασθέντος ακινήτου.

Όπως προεκτέθηκε έτερη προϋπόθεση προκειμένου να χαρακτηριστεί ένας ναός ως ιδιωτικός είναι να μην έχει αποδοθεί στη δημόσια λατρεία, αλλά να εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες μόνο της οικογένειας των ιδιοκτητών του. Στην κρινόμενη περίπτωση, δεν προέκυψε ο ακριβής χρόνος της τελετής καθαγιασμού του ναού, (θυρανοίξια), λόγω της ανέγερσής του τον 18ο αιώνα και της, αποδείχθηκε όμως ότι κατά το έτος 1786, λειτουργούσε ως ενοριακός ναός, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν για το βιβλίο του Γιάννη Καραμήτσου «Υδρα Νήσος Εντελής Δρυοπων», που βασίζεται σε αρχείο της χρονιάς  αυτής. Είναι αληθές ότι ο ιερέας Δημήτριος Γκίκας Χελιώτης στην μελέτη του  «Η Χριστιανική Υδρα », αναφέρει ως παλαιό ιδιοκτήτη του ναού τον  ……… , και στο βιβλίο του Γεώργιου Σαχίνη με τίτλο «Εκκλησάκια Εκκλησίες Ερημοκλήσια Υδρας», που εκδόθηκε το έτος 1982 αναφέρεται ως οικογενειακό εκκλησάκι που ανήκε στον ……… Τα ως άνω στοιχεία δεν επαρκούν προκειμένου να μεταστραφεί η κρίση του Δικαστηρίου, καθώς αφενός αντικρούονται ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς από τη σειρά των προαναφερθέντων συμβολαίων, ενώ ο ιερέας Χελιώτης δεν φέρεται να είχε γνώση του αρχείου που αναφέρεται στο βιβλίο του Γιάννη Καραμήτσου, και ο Γεώργιος Σαχίνης, επικαλείται ως πηγή του στον ως άνω ιερέα. Περαιτέρω, κάθε χρόνο την παραμονή της εορτής των ……………. τελείται στο επίδικο παρεκκλήσι η Ακολουθία του Εσπερινού και την ημέρα της εορτής Θεία Λειτουργία, για την οποία εκδίδει ανακοίνωση ο Εφημέριος της ενορίας της Υπαπαντής και προσέρχονται πολλοί πιστοί και πολλές φορές και οι Αρχές της Ύδρας. Στην προετοιμασία του ναού για την λειτουργία λάμβαναν μέρος περίοικοι, οι οποίοι επίσης προέβαιναν σε εργασίες συντήρησης αυτού ενώ σε αυτό τελούνταν και μυστήρια βάπτισης αλλά και λειτουργίες υπέρ υγείας οικογενειών ενοριτών  (βλ. βάπτιση που τελέστηκε το έτος 2003 ανήμερα της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο από τον εφημέριο της Ενορίας Υπαπαντής . ………….. και με αριθμό …………/2022 ένορκη βεβαίωση). Από τα μέσα σε Ιανουαρίου κάθε έτους έως την εορτή της Υπαπαντής του Χριστού όλες οι ιερές ακολουθίες της ενορίας (Κυριακάτικες θείες Λειτουργίες κ.ά.) τελούνταν στο επίδικο παρεκκλήσι, όπου δεν λειτουργούσαν μόνο ιερείς από την Ενορία της ……. αλλά συλλειτουργούσαν σε διάφορες περιστάσεις και ιερείς του Καθεδρικού Ναού, Η λειτουργία του ναού και σε άλλους μήνες πλην του Νοεμβρίου καταδεικνύεται και από την ύπαρξη  σε αυτόν εκκλησιαστικών βιβλίων («Μηναία») τα οποία είναι αφιερωμένα από τρίτα πρόσωπα προς τον Ιερό Ναό των ……………, όπως τα «Μηναία» Αυγούστου. Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Δεκεμβρίου, Προσφορά του ……………… στις 14-04-1984. Ακόμα, αποδείχτηκε ότι λόγω του πλήθους των Ναών που βρίσκονται στην Ύδρα, της βαθιάς πίστης των Υδραίων προς τον Θεό και της αδυναμίας συντήρησής τους από τις εκκλησιαστικές αρχές, υφίσταται η άτυπη συνήθεια να αναλαμβάνουν οι κάτοικοι του νησιού τη φροντίδα ενός μικρού Ναού κατόπιν ευλογίας και έγκρισης του Μητροπολίτη και για τον λόγο αυτό και η ………….. είχε κλειδιά των ενοριακών Παρεκκλησίων των ….. αλλά και του ………… με τη συναίνεση του Εφημέριου της Ενορίας και την προφορική ευχή του τότε Μητροπολίτη ……… προκειμένου να φροντίζει τους ναούς αυτούς λόγω της γειτνίασης τους με το παρακείμενο αρχοντικό ιδιοκτησίας της αλλά και της πίστης της στο Θεό ενώ κλειδιά του Ναού του Αγίου …… έχει η …………  και του επίδικου ναού είχε και η ………, και μέχρι το έτος 2014 ο προκάτοχος δε του δεύτερου των εναγόμενων, πατήρ ……….. Μεγάλο μέρος της συντήρησης του ναού είχε αναλάβει και ο ………. ο οποίος διατέλεσε για πολλά έτη εκκλησιαστικός σύμβουλος του Ιερού Καθεδρικού Ναού …………. και ανακαίνισε το έτος 1950 τον επίδικο ναό, όπως δηλώνει επιγραφή που έχει τεθεί σε αυτόν, χωρίς και πάλι να θεωρήσει ότι του ανήκε, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα συμβόλαια δωρεάς των ετών 1959 και 1960, όπου ο ναός και μετά την ανακαίνιση εμφανίζεται ως διακριτό σύνορο της ιδιοκτησίας της συζύγου του. Επιπλέον  αποδείχτηκε ότι το ευρύτερο οικόπεδο του επίδικου παρεκκλησίου παλαιότερα δεν είχε περίφραξη και ήταν ανοικτός χώρος και το τμήμα του οικοπέδου όπισθεν του κτίσματος του Ναού συνόρευε και επικοινωνούσε με δημοτική έκταση στην οποία βρισκόταν ένα από τα παλαιά νεκροταφεία της Ύδρας  και υπήρχε και πόρτα για να διευκολύνει την άμεση πρόσβαση από το επίδικο οικόπεδο στη δημοτική έκταση. Για αυτό και η έκταση που παλαιότερα ήταν ενιαία ονομάζεται με το τοπωνύμιο «………..» όπως εκτέθηκε και ανωτέρω. Επειδή ο χώρος αυτός ήταν ανοικτός πολλές φορές μετατρεπόταν σε σκουπιδότοπο και για το λόγο αυτό ο τότε Εφημέριος του Ναού της ………….. και η …………. ζήτησαν από τον Δήμο να τον περιφράξει για να μην πετάνε σκουπίδια δίπλα από τον επίδικο Ναό και πράγματι χτίστηκε ένας μαντρότοιχος και μέχρι σήμερα είναι ορατή η επί αυτού παλαιά είσοδος. Από όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο επίδικος Ιερός Ναός κτίστηκε κατά τα έτη 1780 με 1790 μ.Χ. σε ακίνητο άγνωστου ιδιοκτήτη από άγνωστο πρόσωπο και παραδόθηκε στη θεία λατρεία σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας και ότι αυτό δεν εξυπηρετούσε σε καμία περίπτωση αποκλειστικά τις θρησκευτικές ανάγκες της οικογένειας των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων και των δικαιοπαρόχων τους, αλλά αντιθέτως αποδείχτηκε ότι εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων της Ενορίας και ευρύτερα του νησιού της …………., στο οποίο Παρεκκλήσι τελούνταν πέραν από τις Θείες Λειτουργίες για την Εορτή αυτού και άλλα μυστήρια όπως βαπτίσεις, μνημόσυνα κ.α. λειτουργίες υπέρ υγείας κατοίκων της περιοχής, παρά των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τους εκκαλούντες. Συνεπώς ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων έφεσης,  με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες που αντικαθίστανται από αυτές της παρούσας απόφασης, χωρίς το Δικαστήριο να είναι υποχρεωμένο μετά την αντικατάσταση των αιτιολογιών, να απαντήσει στις αναφερόμενες στον τρίτο λόγο έφεσης εσφαλμένες αιτιολογίες αυτής, το επίδικο δεν φέρει τον χαρακτήρα του ιδιωτικού ναού, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες  και επομένως  δεν μπορεί να αποκτηθεί με χρησικτησία, κατά τον Α.Ν. 2200/1940 και Β.Δ. της 26.4 – 8.5.1834, αλλά ούτε να μεταβιβαστεί, ούτε να κληρονομηθεί, ούτε είναι δεκτικό νομής ως παρεκκλήσι υπαγόμενο στον πλησιέστερο ενοριακό ναό, ήτοι  πράγμα εκτός συναλλαγής. Πρέπει επομένως, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι έφεσης, να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκησή της παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος με την έφεση ηλεκτρονικού παραβόλου στο Δημοσιο Ταμείο

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 6 Νοεμβρίου 2025, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ