Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 664/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης  664/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά την ……., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος : …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τρανταλίδη (ΑΜΔΣΑ : ………).

Των εφεσίβλητων : 1) Της εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ και διατηρεί γραφείο στον Πειραιά ………. όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ΑΦΜ : …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ιατρίδη – Ραμαντάνη (ΑΜΔΣΠ : …..), 2) Της εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στη Μονρόβια Λιβερίας και διατηρεί γραφείο στον Πειραιά (οδός …………), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Καρμέλα – Σπυριδούλα Μαυρόχη (ΑΜΔΣΠ : ……) και 3) ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ιατρίδη – Ραμαντάνη (ΑΜΔΣΠ : ………….).

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12-12-2023 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………/2023 αγωγή του κατά των εναγόμενων, επί της οποίας εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών η με αριθμό 3746/2024 οριστική απόφαση του παραπάνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Ο ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 19-12-2024 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../2024 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………./2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος αφενός, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης και του τρίτου των εφεσίβλητων αφετέρου, παραστάθηκαν στο ακροατήριο και, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, αντίστοιχα, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της δεύτερης των εφεσίβλητων δεν εμφανίστηκε,  αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις έγγραφες προτάσεις της, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σε αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 19-12-2024 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../2024 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 3746/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3 ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος των εφεσίβλητων – εναγόμενων από 12-12-2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………./2023 αγωγής του εκκαλούντος – ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκοντος με αυτήν την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του σε βάρος των εναγόμενων, συνολικού ποσού 58.250 ευρώ, απορρεουσών από επικαλούμενη σύμβαση ναυτικής εργασίας σε πλοίο, πλοιοκτησίας της δεύτερης των εφεσίβλητων – εναγόμενων και τελούντος υπό τη διαχείριση της πρώτης των εφεσίβλητων – εναγόμενων, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο τρίτος των εφεσίβλητων – εναγόμενων, με την ειδικότητα του πλοιάρχου, που επρόκειτο να ναυτολογηθεί στο εν λόγω πλοίο κατά το αναφερόμενο στο δικόγραφο χρονικό διάστημα και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) απορρίφθηκε η αγωγή του α) εν μέρει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και β) εν μέρει ως νόμω αβάσιμη, ενώ επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε ο ενάγων στα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, ποσού 1.165 ευρώ για την πρώτη και τον τρίτο των αντιδίκων του και ποσού 1.165 ευρώ για τη δεύτερη των αντιδίκων του, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 498, 511, 513 παρ.1 εδαφ. β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 19-12-2024  (βλ. τη με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./19-12-2024 στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), ήτοι εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (σε συνδυασμό με άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ) προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης με παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου της πρώτης και του τρίτου των εναγόμενων στον ενάγοντα και δη στον Γεώργιο Τρανταλίδη ως πληρεξούσιο δικηγόρο (ΑΜΔΣΑ : ……) και κατά νόμο αντίκλητο του ενάγοντος (άρθρο 143 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) την 9-12-2024, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία (9-12-2024) επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……….. στο ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης, το οποίο κοινοποιήθηκε στον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και το οποίο ο τελευταίος προσκομίζει μετ’ επικλήσεως, και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής, ρύθμιση που διατηρήθηκε και μετά την τροποποίηση του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 22 του Ν. 5134/2024 με έναρξη ισχύος από την 16-9-2024 (άρθρο 120 παρ. 1 του αυτού Ν. 5134/2024) [ως εκ του περισσού κατατέθηκε παράβολο ποσού 100,00 ευρώ από τον εκκαλούντα]. Πρέπει επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 ΚΠολΔ και άρθρο 51 παρ. 6 στοιχ. α΄ του Ν. 2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ).

ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την από 12-12-2023 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……/2023 αγωγή του, ο ενάγων εξέθετε ότι στον Πειραιά την 30-6-2023 συνήψε προσύμφωνο ναυτικής εργασίας με την πρώτη εναγόμενη, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον τρίτο εναγόμενο, ως διαχειρίστρια του υπό σημαία Βερμούδων επιβατηγού πλοίου «AM» (ΙΜΟ ……), ολικής χωρητικότητας 57092 GT, πλοιοκτησίας της δεύτερης των εναγόμενων, με σκοπό να ναυτολογηθεί σε αυτό με την ειδικότητα του πλοιάρχου έναντι μηνιαίου μισθού ποσού 5.100,00 ευρώ, καθώς και ότι αυθημερόν (30-6-2023) συνήψε έγγραφη σύμβαση ναυτολόγησης με φερόμενη ημερομηνία την 3-7-2023 με διάρκεια τριών (3) μηνών και με τον ανωτέρω συμφωνηθέντα μηνιαίο μισθό, ενώ επιπλέον συμφώνησε να μεταβεί την 3-7-2023 στο Αίγιο, όπου ναυλοχούσε το πλοίο προκειμένου να ναυτολογηθεί. Ακολούθως, ιστορούσε ότι αργότερα κατά την ίδια ημέρα (30-6-2023) ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από προστηθέντα υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης να μην μεταβεί στο Αίγιο, επειδή η δεύτερη εναγόμενη ματαίωσε τη ναυτολόγησή του, λαμβάνοντας ταυτόχρονα την υπόσχεση ότι η πρώτη εναγόμενη θα του προσέφερε άμεσα θέση εργασίας σε άλλο πλοίο ιδιοκτησίας της, πλην όμως, όταν ο ενάγων επιδίωξε σε σύντομο χρόνο να διακριβώσει αν βρέθηκε τέτοια θέση εργασίας, έλαβε αρνητική απάντηση. Κατόπιν αυτών, ισχυριζόταν ότι η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε τον ναυτολόγησε ως όφειλε και ότι με τη συμπεριφορά της αυτή, δηλαδή τη ματαίωση της ναυτολόγησής του, η δεύτερη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια, προέβη σε βαρεία παράβαση των υποχρεώσεών της, εξαιτίας της οποίας ο ίδιος δικαιούται κατ’ άρθρο 180 ΚΙΝΔ αποζημίωση απόλυσης  ποσού 2.550 ευρώ. Επίσης, ισχυριζόταν ότι, επειδή την 3-7-2023 καταρτίστηκε η σύμβαση ναυτολόγησής του, δικαιούται κατ’ άρθρο 182 ΚΙΝΔ τον πλήρη μισθό ενός μηνός, ποσού 5.100 ευρώ, καθώς και ότι εξαιτίας της καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης, που έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας και χωρίς την εκπλήρωση της υπόσχεσης εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης να τον απασχολήσει σε δικό της πλοίο, υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του, για την οποία αξιώνει το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Ακόμα, ανέφερε ότι ανέμενε ότι λόγω της καταρτισθείσας σύμβασης ναυτολόγησης θα αποκόμιζε τους μισθούς τριών (3) μηνών, ταυτόχρονα δε, μετά τη ματαίωση αυτής, αφού η πρώτη εναγόμενη του υποσχέθηκε ότι θα τον απασχολήσει σε δικό της πλοίο, ήταν δεσμευμένος στην αναμονή για επικείμενη ναυτολόγησή του από την πρώτη εναγόμενη, επειδή όμως, εκείνη τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της, αναγκάστηκε να ναυτολογηθεί σε άλλο πλοίο την 30-9-2023, και ότι επομένως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα που αρχικά ανέμενε τη ναυτολόγησή του στο συμφωνηθέν πλοίο και αμέσως μετά ανέμενε τη ναυτολόγησή του σε πλοίο της πρώτης εναγόμενης, δικαιούται διαφυγόντα κέρδη τριών (3) μηνών, ήτοι από 30-6-2023 έως 30-9-2023, ανερχόμενα στο ποσό των 30.600 ευρώ. Τέλος, υποστήριζε ότι οι εναγόμενοι προέβησαν σε καταχρηστική καταγγελία της σύμβασής του με νομιμοφανή μεθόδευση, καθώς μετά τη ματαίωση της ναυτολόγησής του στο πλοίο της δεύτερης εναγόμενης, η πρώτη εναγόμενη του παρείχε υπόσχεση για δήθεν εξεύρεση θέσης εργασίας σε άλλο πλοίο, ενεργώντας κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, γι’ αυτό και δικαιούται να αξιώσει το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατ’ άρθρο 919 ΑΚ. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικού καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζήτησε Α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον α) το ποσό των 2.550,00 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης και β) το ποσό των 15.300,00 ευρώ για διαφυγόντες μισθούς που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 30-6-2023 έως 30-9-2023 και Β) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον α) το ποσό των 15.300,00 ευρώ για διαφυγόντες μισθούς που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 30-6-2023 έως 30-9-2023, β) το ποσό των 5.100,00 ευρώ για μισθό ενός μηνός, γ) το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του και δ) το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατ’ άρθρο 919 ΑΚ, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών η προσβαλλόμενη με αριθμό 3746/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορων), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της και καταδικάστηκε ο ενάγων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αντιδίκων του, ποσού 1.165 ευρώ για την πρώτη και τον τρίτο των εναγόμενων και ποσού 1.165 ευρώ για τη δεύτερη των εναγόμενων. Ειδικότερα, απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς το αιτούμενο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της επικαλούμενης αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς των εναγόμενων και ως μη νόμιμη κατά τα λοιπά αιτούμενα κονδύλια της αποζημίωσης απόλυσης, του μισθού ενός μηνός, των διαφυγόντων μισθών και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της επικαλούμενης προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής (3746/2024) παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, με σκοπό να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη αγωγή του.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 169 παρ. 1 του Ν. 5020/2023 (Νέος ΚΙΝΔ) [ΦΕΚ Α΄ 29/15-2-2023], ο οποίος ισχύει κατά το άρθρο 293 παρ. 1 του αυτού νόμου από την 1-5-2023 και με τον οποίο καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ο Ν. 3816/1958 (προϊσχύσας ΚΙΝΔ), ορίζεται ότι το προσύμφωνο ναυτολόγησης αποτελεί συμφωνία του πλοιοκτήτη ή του αντιπροσώπου του με τον ναυτικό, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να συνάψει σύμβαση ναυτικής εργασίας με τον ναυτικό, όταν αυτός επιβιβασθεί στο πλοίο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 166 εδ. α και β ΝΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολόγησης συνομολογείται μεταξύ του ναυτικού και του πλοιοκτήτη ή του αντιπροσώπου του ή του πλοιάρχου, εφόσον δεν είναι ο ίδιος ναυτολογούμενος και καταρτίζεται εγγράφως και περιέχει τους όρους της ναυτολόγησης επί του πλοίου, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου η σύμβαση ναυτολόγησης καταχωρίζεται στο ναυτολόγιο του πλοίου και η καταχώρηση θεωρείται από τη λιμενική ή προξενική αρχή ή από τη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Ειδικότερα, με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 169 ΝΚΙΝΔ εισάγεται (νέα) ρύθμιση για το προσύμφωνο ναυτολόγησης. Πρόκειται στην ουσία για νομοθετική κατοχύρωση μίας νομολογιακά διαπλασμένης λύσης, για την προστασία των ναυτικών που ναυτολογούνται σε πλοία της ποντοπόρου ναυτιλίας, όταν το πλοίο, στο οποίο θα παρασχεθεί η εργασία, ναυλοχεί σε τόπο διαφορετικό από την έδρα της εταιρίας ή του αντιπροσώπου αυτής / διαχειριστή. Επιλύονται ταυτόχρονα ζητήματα που είχαν ανακύψει στο παρελθόν σχετικά με τη λειτουργία και τις έννομες συνέπειες του προσυμφώνου, αποκαθιστώντας μία ικανοποιητική ασφάλεια δικαίου. Συγκεκριμένα, στο προϊσχύσαν δίκαιο είχε τεθεί αφενός το ζήτημα της μη σύμπτωσης των συμπραττόντων προσώπων, αφετέρου το ζήτημα του τύπου, δεδομένου ότι το κατά τον ΑΚ προσύμφωνο υπόκειται στον τύπο της κύριας σύμβασης. Εν προκειμένω όμως, η μεν σύμβαση ναυτολόγησης εγγραφόταν στο ναυτολόγιο, αν και η καταχώρηση αυτή δεν ήταν συστατική και σε περίπτωση έλλειψής της αναπληρωνόταν από την επιβίβαση του ναυτικού επί του πλοίου, η δε συμφωνία μελλοντικής ναυτολόγησης άτυπη. Έτσι, γινόταν δεκτό ως προς τα ανωτέρω, αλλά και σε σχέση με το ζήτημα της νομικής φύσης ότι το προσύμφωνο ή συμφωνητικό πρόσληψης αποτελεί «ιδιότυπη οριστική συμφωνία», η οποία κατά ΑΚ 361 παράγει αποτελέσματα ανάλογα με τη βούληση των συμβαλλομένων μερών και δεν απαιτείται γι’ αυτή η τήρηση τύπου ούτε η καταχώρησή της στο ναυτολόγιο (ΑΠ 168/1999 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 633/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 619/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Κατά την ίδια άποψη, η παράβαση των όρων της σύμβασης διεπόταν από τις διατάξεις του ΑΚ για την αδυναμία παροχής και την υπερημερία (άρθρα 382 και 383), όπως αυτές ισχύουν στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Ήδη η νέα ρύθμιση επιβεβαιώνει ότι το προσύμφωνο του άρθρου 169 ΚΙΝΔ είναι μία αυτοτελής συμφωνία μεταξύ του πλοιοκτήτη (ή του αντιπροσώπου του) με τον ναυτικό, η οποία υπόκειται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Είναι σύμβαση άτυπη σε αντίθεση με τη σύμβαση ναυτολόγησης καθαυτή και αποδεικνύεται με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων των μαρτύρων. Βάσει αυτής, ο πλοιοκτήτης αναλαμβάνει καταρχήν την υποχρέωση να συνάψει σύμβαση ναυτολόγησης με τον ναυτικό, όταν αυτός επιβιβασθεί στο πλοίο (παρ. 1 του άρθρου 169 ΝΚΙΝΔ). Υποχρεούται επίσης να καταβάλει στον ναυτικό τις δαπάνες μετακίνησής του στον λιμένα ναυλοχίας του πλοίου και παραμονής του σε αυτόν (δηλ. στον λιμένα), καθώς και τον αναλογούντα πλήρη μισθό για το χρονικό διάστημα από τη σύναψη του προσυμφώνου μέχρι την υπογραφή της σύμβασης ναυτολόγησης (παρ. 2 του άρθρου 169 ΝΚΙΝΔ). Τα παραπάνω αποτελούν το ελάχιστο συμβατικό περιεχόμενο – εάν υφίσταται ευνοϊκότερη ρύθμιση στην οικεία ΣΣΕ, η τελευταία υπερισχύει (παρ. 2 εδ. β του άρθρου 169 ΝΚΙΝΔ) – αυτονόητο είναι ότι τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν σε ατομικό επίπεδο έτι ευνοϊκότερες ρυθμίσεις. Στην δε εξαιρετική μάλλον περίπτωση που ο πλοιοκτήτης δεν συνάψει τελικώς τη σύμβαση ναυτολόγησης, ο ναυτικός, που μετέβη στον λιμένα ναυλοχίας, δικαιούται επιπλέον (κατ’ αναγκαστικό δίκαιο), δηλ. πέραν των δαπανών μετάβασης και του πλήρους μισθού για τη διάρκεια παραμονής στον λιμένα, και τις δαπάνες επιστροφής του στον τόπο αναχώρησης (παρ. 3 του άρθρου 169 ΝΚΙΝΔ) [Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2η Έκδοση, παρ. 1769 – 1771, σελ. 853-854]. Εξάλλου, σημειώνεται ότι στο προϊσχύσαν δίκαιο υπήρχε διαφωνία ως προς τη νομική φύση (συστατική / δηλωτική) της καταχώρησης στο ναυτολόγιο, η οποία τροφοδοτείτο και από την ίδια τη διατύπωση του π.ΚΙΝΔ (άρθρο 53) «συντελείται δε δια της εγγραφής αυτής εις το ναυτολόγιον». Κατά την ορθότερη άποψη, που ακολούθησε και η νομολογία (ΑΠ 168/1999 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 102/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς), η σύμβαση ναυτολόγησης ήταν πλήρης και έγκυρη, ακόμη κι αν δεν είχε καταχωρισθεί στο ναυτολόγιο, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάστηκε και ανέλαβε καθήκοντα με την ανοχή του πλοιάρχου, αποβλέποντας στη διαρκή απασχόλησή του για τη λειτουργική εξυπηρέτηση του πλοίου, καθώς στην περίπτωση αυτή η ανοχή του πλοιάρχου αναπληρώνει την εγγραφή στο ναυτολόγιο. Συνεπώς, το ναυτολόγιο επιτελούσε ήδη στο προϊσχύσαν καθεστώς λειτουργία αποδεικτική και όχι συστατική. Ο νέος ΚΙΝΔ υιοθέτησε ρητώς την κρατούσα άποψη για λόγους ασφάλειας δικαίου (Λ. Αθανασίου, ο.π., παρ. 1764, σελ. 850). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις για την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρο 914 ΑΚ) και καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας είναι πράξη παράνομη και υπαίτια, που να συνεπάγεται την προσβολή αυτή. Ειδικότερα, στη σχέση από την παροχή εργασίας, ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει την καταδίκη του εργοδότη σε καταβολή αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, για την άνω αιτία, με την επίκληση της συνδρομής των όρων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, εάν η ενέργειά του σχετικά με την παροχή εργασίας είναι παράνομη, όπως συμβαίνει και όταν αντίκειται στις αρχές του άρθρου 281 ΑΚ και υπαίτια, συνάμα δε συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του εργαζόμενου, ιδιαίτερα, όταν μειώνεται η επαγγελματική του αξία και η υπόληψή του (ΑΠ 1026/1993, ΕφΘεσ 2836/2017, ΕφΠειρ 272/2000 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Έτι περαιτέρω, η απόλυση προσβάλλει τα συμφέροντα του μισθωτού, πλην όμως, μόνη αυτή δεν συνιστά καταρχήν προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, εκτός αν συντρέχουν και πρόσθετα περιστατικά, όπως αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη έλαβε χώρα υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (ΜονΕφΑθ 69/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος από πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, υποχρεώνεται να τον αποζημιώσει. Η ανωτέρω διάταξη, κατά την οποία αποτελεί αυτοτελή αδικοπραξία και γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, όταν η εναντίον των χρηστών ηθών συμπεριφορά γίνεται από πρόθεση και προκαλεί ζημία, είναι συμπληρωματική της ΑΚ 914, επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευόμενου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας. Συνεπώς, κύριο χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης αδικοπραξίας του 919 ΑΚ είναι η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικά, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991), σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού, έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του ζημιωθέντος, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική, αναλογική σχέση. Περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, είναι και εκείνη, κατά την οποία κάποιος, με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ματαιώνει την ελπίδα ή την πιθανότητα άλλου για την απόκτηση δικαιώματος ή κάποιου αγαθού, ενώ δικαιούχος της αποζημιώσεως δεν είναι ο οποιοσδήποτε που ζημιώθηκε από την “από πρόθεση” ανήθικη συμπεριφορά του δράστη, αλλά μόνο εκείνος, έναντι ακριβώς του (ή και του) οποίου η συμπεριφορά του ζημιώσαντος αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο οποίος έτσι είναι και ο αμέσως ζημιωθείς. Έτσι, προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Ωστόσο, η εφαρμογή της ΑΚ 919 δεν εμποδίζεται, όταν στην αγωγή η πρόκληση της ζημίας δεν χαρακτηρίζεται ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, αλλά για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ πληρότητα της σχετικής αγωγής πρέπει αυτή να περιέχει, κατά τρόπο σαφή, τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία καλύπτουν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, καταφάσκουν προς το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ και συγκεκριμένα θα πρέπει στο αγωγικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται προς δικαστική κρίση η σχετική αξίωση, να αναφέρονται τα κίνητρα και ο σκοπός του υποκειμένου, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς του (ΑΠ 661/2025, ΑΠ 1027/2021, ΑΠ 864/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

IV. Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα στο σύνολό της. Ειδικότερα, το αίτημα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της επικαλούμενης αδικοπρακτικής και αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς των εναγόμενων είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, διότι στο αγωγικό δικόγραφο δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια τα κίνητρα, ο σκοπός των υποκειμένων της συμπεριφοράς, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της επίμαχης συμπεριφοράς τους, ώστε τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, να στηρίζουν σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, καθώς και να δύναται το Δικαστήριο να προβεί στη νομική θεμελίωση της αγωγής και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, οι εναγόμενοι δε να αμυνθούν, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω οικεία μείζονα σκέψη. Πέραν αυτού και κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, η έγγραφη σύμβαση, που κατάρτισαν ο ενάγων και η πρώτη εναγόμενη δια των νόμιμων εκπροσώπων της, αποτελεί, κατά τη δέουσα εκτίμηση, προσύμφωνο ναυτολόγησης, με το οποίο η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να συνάψει σύμβαση ναυτικής εργασίας με τον ενάγοντα – ναυτικό, όταν αυτός επιβιβαστεί στο πλοίο, πλην όμως, εκείνος δεν επιβιβάστηκε σε αυτό, για τους λόγους που αναφέρει στην ένδικη αγωγή του και ως εκ τούτου δεν επακολούθησε τελικά η σύναψη της σύμβασης ναυτολόγησης, αφού για να ολοκληρωθεί η σύμβαση ναυτολόγησης απαιτείται η καταχώρηση της σύμβασης στο ναυτολόγιο του πλοίου και η επιβίβαση του ναυτικού στο πλοίο, συνακόλουθα η ανάληψη υπηρεσίας από το ναυτικό, ενώ αν δεν καταχωρηθεί η σύμβαση στο ναυτολόγιο, αυτή είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάστηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο, προϋπόθεση που δεν συντελέστηκε κατά την αγωγή, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Τούτων δοθέντων, με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή, η επίμαχη σύμβαση εμπίπτει στη νέα ρύθμιση του άρθρου 169 ΝΚΙΝΔ, ως εκ του χρόνου σύναψης αυτής (30-6-2023), ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του νέου ΚΙΝΔ (1-5-2023), σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Συνεπώς, η ένδικη αγωγή και κατά το μέρος της με το οποίο οι επίμαχες αξιώσεις του ενάγοντος επιχειρείται να θεμελιωθούν στην επικαλούμενη σύμβαση ναυτολόγησής του είναι μη νόμιμη, επειδή με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν συντελέστηκε ναυτολόγηση του ενάγοντος και συνακόλουθα, το αίτημα καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, σύμφωνα με τις επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 180 ΚΙΝΔ, ίσης προς το μισθό δεκαπέντε (15) ημερών, το αίτημα καταβολής πλήρους μισθού ενός (1) μηνός κατά το επικαλούμενο άρθρο 182 παρ. 1 ΚΙΝΔ και το αίτημα για διαφυγόντες μισθούς τριών (3) μηνών, που αντιστοιχούν στο επικαλούμενο χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα παρείχε τη ναυτική εργασία του μετά τη ναυτολόγησή του, τυγχάνουν μη νόμιμα και ως τέτοια απορριπτέα. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή και κατά το μέρος με το οποίο αιτείται την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της επικαλούμενης προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, που επήλθε ως συνέπεια της παράνομης και υπαίτιας απόλυσής του, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον η φερόμενη ως καταχρηστική καταγγελία του προσυμφώνου ναυτολόγησης εκ μέρους των εναγόμενων δεν συνιστά καθαυτή προσβολή της προσωπικότητας του εργαζόμενου, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, που στοιχειοθετούν την προσβολή και δη τη μείωση της τιμής και της υπόληψης αυτού ως εργαζόμενου και της επαγγελματικής του υπόστασης και αξίας, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση (3746/2024), κρίνοντας όμοια, απέρριψε την αγωγή ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας αντίθεσης στα χρηστά ήθη ως αόριστη και κατά τα λοιπά απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως μη νόμιμη, δεν έσφαλε και ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, η οποία παραδεκτώς συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα – ενάγοντα με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και οι πιο πάνω λόγοι έφεσης στο σύνολό τους. Όσον αφορά όμως, στη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, με την οποία η εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του, κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ, έσφαλε. Και τούτο διότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδ. α ΚΠολΔ), όπως βάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών – ενάγων με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, η οποία νοείται ως καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα (ΑΠ 1004/2023 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Για τον ίδιο λόγο άλλωστε, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους και για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Κατά συνέπεια, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου έφεσης ως βάσιμου, να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (3746/2024) μόνο ως προς τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης και να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (η έφεση) κατά τα λοιπά. Ακολούθως, αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικαστεί κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το μέρος της αυτό, πρέπει η δικαστική δαπάνη να συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς επίσης, και για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατά τα προεκτεθέντα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (ΜονΕφΠειρ 159/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για το παραδεκτό της έφεσης, μολονότι δεν είχε σχετική προς τούτο υποχρέωση λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής, όπως ανωτέρω στην παρούσα αναφέρθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, κατ’ ουσίαν, την έφεση κατά της με αριθμό 3746/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ’ ουσίαν κατά τα λοιπά.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 3746/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) μόνο ως προς τη διάταξή της που αφορά στα δικαστικά έξοδα.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των διαδίκων τόσο για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας όσο και για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου της έφεσης στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 7 Νοεμβρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ