Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 419/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης

419/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη,  Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 του ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της υπό κρίση έφεσης, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, χωρίς έρευνα των λόγων αυτής (εφέσεως) (ΑΠ 2150/2014, ΕφΠειρ 332/2015, ΕφΠειρ 33/2015, αδημ. «ΝΟΜΟΣ») και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως (ΑΠ 985/2015, ΑΠ 1075/2013, ΕφΠειρ 46/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 2150/2014, ΕφΠειρ 332/2015, ΕφΠειρ 33/2015,ό.π). Αν μεν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 985/2015, ό.π, ΕφΠειρ 414/2015, ΕφΛαρ 43/2013 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο ο εκκαλών, ως εναγόμενος προβάλλει μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΕφΠειρ 489/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 232/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.45). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΕφΠειρ 489/2016,  ΕφΠειρ 414/2015, ό.π). ΙΙ.Στην κρινόμενη περίπτωση, ο ενάγων απηύθυνε προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά την από 29-11-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2-12-2011), αγωγή του κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, περί διαρρήξεως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, κατά την κύρια βάση της, καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως και καταβολής οφειλής από σύμβαση δανείου, λόγω σωρευτικής αναδοχής χρέους, κατά τις επικουρικές βάσεις της. Επ’αυτής εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία η προσβαλλομένη, υπ’αριθμ. 2058/2015 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, ερήμην των εναγομένων, αφού δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της, η οποία, αφού έκρινε αυτήν ως νόμιμη, κατά την κύρια και την τελευταία επικουρική βάση της, ακολούθως την δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, ως προς την κύρια βάση της. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι  εκκαλούντες (εναγόμενοι στον πρώτο βαθμό), ως ηττηθέντες πρωτοδίκως διάδικοι, με την από 20-7-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./3-8-2015) έφεσή τους,  ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής. Η έφεσή τους αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 21-5-2015  (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), αφού δεν αποδεικνύεται ούτε και γίνεται επίκληση τυχόν επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας άλλος λόγος απαραδέκτου, και για το παραδεκτό της καταβλήθηκε κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο παράβολο (υπ’αριθμ. …….. σειρά Α παράβολα υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, και ……. σειρά Α παράβολα του Δημοσίου). Συνεπώς, εφόσον ασκήθηκε από διαδίκους, οι οποίοι δικάστηκαν ερήμην, πρέπει, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεώς τους, με την οποία οι εναγόμενοι-εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αρνούμενοι την ιστορική βάση της αγωγής, προκειμένου να ανατραπεί το υπάρχον σε βάρος τους τεκμήριο ομολογίας, δηλαδή με ορισμένο και νόμιμο λόγο εφέσεως, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής, να εξαφανιστεί αυτή μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή με την τακτική διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, αντιμωλία των διαδίκων, δικαιούμενων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως. Σημειώνεται ότι ο πρώτος λόγος της έφεσης περί μη νομότυπης κλήτευσης των εκκαλούντων  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν θα εξετασθεί, αφού αυτοί  παραδεκτώς με τις προτάσεις τους παραιτήθηκαν από τον συγκεκριμένο λόγο (Β.Βαθρακοκοίλης «ΚΠολΔ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ-ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ (κατ’άρθρο)» τόμος, β΄σελ. 377, αρ.8).                    Από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 του ΑΚ προκύπτει ότι, για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Τα ανωτέρω στοιχεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο αυτής. Ακόμη, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διάρρηξης για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται, το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαίτησης του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012, ΧΡΙΔ 2013.106, ΑΠ 36/2013, ΕφΑθ 4582/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά το επόμενο άρθρο 942 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία, δεν απαιτείται η κατά το προηγούμενο άρθρο γνώση του τρίτου. Ως χαριστική απαλλοτρίωση θεωρείται και η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ίδιου Κώδικα και συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα (ΑΠ 28/2017, ΑΠ 778/2015, ΑΠ 1815/2012 ΕφΠειρ 195/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), επομένως, σε περίπτωση που με την αγωγή διώκεται η διάρρηξη απαλλοτρίωσης που συνίσταται σε γονική παροχή, δεν απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου της η αναφορά και της γνώσης του τρίτου, του τέκνου δηλαδή, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (ΑΠ 28/2017 ό.π).           Εξάλλου, στην αγωγή, με την οποία ο δανειστής ζητά να υποχρεωθεί αυτός που απέκτησε με σύμβαση περιουσία του οφειλέτη του, να του καταβάλει το οφειλόμενο χρέος, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 479 του ΑΚ, πρέπει, για να είναι ορισμένη κατά το άρθρ. 216 § 1 του ΚΠολΔ, να εκτίθενται σ` αυτή : α) η ύπαρξη τέτοιας σύμβασης, β) η απαίτηση του δανειστή κατά του μεταβιβάζοντος και γ) το γεγονός ότι εκείνος που απέκτησε γνώριζε ή ήταν σε θέση να γνωρίζει, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, ότι τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία (ένα ή περισσότερα) αποτελούσαν το σύνολο ή το σημαντικότερο μέρος της τότε περιουσίας του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 1486/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1228/2014 ΧΡΙΔ 2015.109). Στην κρινόμενη περίπτωση, ο ενάγων με την από 29-11-2011 (υπ’αριθμ. καταθ. ……./2-12-2011) αγωγή του ισχυριζόταν ότι διατηρεί απαίτηση κατά του πρώτου των εναγομένων ύψους 276.000 ευρώ, από σύμβαση δανείου που κατήρτισαν στις 6-5-2009 ορίζοντας ως χρόνο λήξης του την 31-5-2010 και ότι αυτός δεν του είχε αποδώσει το ποσό του δανείου έκτοτε παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του. Ότι στις 19-11-2009, 15-4-2010 και 30-4-2010 δυνάμει των ειδικότερα μνημονευόμενων και νομίμως μεταγεγραμμένων συμβολαιογραφικών τίτλων, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε στον δεύτερο εναγόμενο υιό του, λόγω γονικής παροχής, τα ειδικότερα περιγραφόμενα ακίνητα εν γνώσει και προς βλάβη του αφού ο ίδιος στερείται οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου. Κατόπιν αυτών ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις του, να διαρρηχθούν οι παραπάνω δικαιοπραξίες, άλλως να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, αναμεταβιβάζοντας σε αυτόν την κυριότητα των ως άνω ακινήτων με τη σύνταξη των σχετικών συμβολαιογραφικών πράξεων, και ακόμη επικουρικότερα να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 251.000 ευρώ, ως εις ολόκληρον με τον πρώτο οφειλέτης του, κατ’άρθρο 479 του ΑΚ, ισχυριζόμενος ότι τα μεταβιβασθέντα ακίνητα αποτελούσαν το σύνολο του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη του, πρώτου εναγομένου, γεγονός το οποίο γνώριζε και ο δεύτερος, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της κατάρτισης των δικαιοπραξιών και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά του έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το παραδεκτό της οποίας, ως προς το αίτημα διαρρήξεως, έχει εγγραφεί εμπρόθεσμα στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς και Παμίσου Μεσσήνης όπως βεβαιώνεται στο κείμενο της προσβαλλομένης απόφαση. Είναι δε πλήρως ορισμένη, αναφορικά με την κύρια και τη δεύτερη επικουρική της βάση, ως προς τις οποίες μεταβιβάστηκε η υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με σχετικό λόγο της έφεσής τους, αφού εκτίθενται με πληρότητα όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της αξίας των απαλλοτριωθέντων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, και είναι νόμιμη, στηριζόμενη, ως προς μεν την κύρια βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942 και 943 του ΑΚ, και ως προς την επικουρική, σε εκείνη του άρθρου 479 του ΑΚ, και επιπλέον εκείνες των άρθρων 340, 345 και 346 του ΑΚ, 176 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί και κατ’ουσίαν.

Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 400/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του επίδικου δικαιώματος (ΑΠ 197/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), υπάρχει δηλαδή μεταξύ τους δεσμός προδικαστικότητας (ΑΠ 2182/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς απόκειται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 194/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δεν είναι, όμως,  δυνατή η αναστολή της δίκης, εάν αυτή έχει ως συνέπεια την παρέλκυση της δίκης για πολλά χρόνια, χωρίς να διευκολύνεται η οικονομία της δίκης και ο σκοπός εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης (EφΑΘ 1147/2012 ΕλλΔνη 2013.1092, ΕφΘεσ 63/2009 ΕΦΑΔ 2009.826) .

Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά την ύπαρξη ή μη της απαίτησης του ενάγοντος, που αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για αμφότερες τις αγωγικές βάσεις που εξετάζονται, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, και εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτήν, εκδόθηκαν επί της από 29-11-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2011) αγωγής του κατά του πρώτου εναγομένου, απευθυνόμενης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και θεμελιούμενης στη σύμβαση δανείου, στην οποία αυτός στηρίζει και τις ένδικες αξιώσεις του, η υπ’αριθμ. 1466/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εν συνεχεία η υπ’αριθμ. 439/2017 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Με αυτήν απορρίφθηκε η έφεση του νυν πρώτου εναγομένου, αφού κρίθηκε ότι το ποσό που καταβλήθηκε από τον νυν εφεσίβλητο σε αυτόν δεν αποτελούσε επενδυτική συμμετοχή του στην αγορά πλοίου, όπως ο ίδιος είχε ισχυριστεί, αλλά δόθηκε σε εκτέλεση σύμβασης δανείου, και ότι η μεταβίβαση μεριδίων συμμετοχής προς τη σύζυγο του ενάγοντος στην εταιρία «……..» διαχειρίστριας του πλοίου με την ονομασία «S.», είναι εικονική. Ήδη δε ο τελευταίος άσκησε την από 27-11-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2017) αναίρεση κατά της παραπάνω εφετειακής απόφασης για τους ειδικότερους μνημονευόμενους στο δικόγραφό της λόγους, που ανάγονται σε ελλιπή αιτιολογία, αναφορικά με την καταβολή του ποσού του δανείου και την παραδοχή ότι η επικαλούμενη μεταβίβαση μετοχών ήταν εικονική. Σε επίσπευση της συζήτησής της, ωστόσο, δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα κανείς εκ των διαδίκων (άρθρο 498 § 1 εδ.α΄του ΚΠολΔ).

Από όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι σε περίπτωση που κριθεί ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός των εκκαλούντων αναφορικά με την αιτία για την οποία καταβλήθηκε το φερόμενο ως δανεισθέν ποσό των 300.000 και ήδη μετά τις γενόμενες καταβολές των 251.000 ευρώ από τον ενάγοντα, η ένδικη αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, σύμφωνα και με όσα προεκτίθενται στην τελευταία νομική σκέψη, το Δικαστήριο ανελέγκτως κρίνει ότι συντρέχει, νόμιμη περίπτωση να αναβληθεί, κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, και η έκδοση αποφάσεως επί της παρούσας δίκης, κατά παραδοχή και σχετικού αιτήματος των εκκαλούντων, μέχρις αμετακλήτου περατώσεως της, επί της από 29-11-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2011) αγωγής του ενάγοντος κατά του πρώτου εκκαλούντος, δίκης, γεγονός που θα διευκολύνει την οικονομία της δίκης και θα οδηγήσει σε εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης, αφού η ύπαρξη ή μη απαιτήσεως του πρώτου σε βάρος του τελευταίου, αποτελεί πρόκριμα της παρούσας, κατά την έννοια της συγκεκριμένης διατάξεως. Τέλος, λόγω της νίκης των εκκαλούντων πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου σε αυτούς(άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄του ΚΠολΔ), ενώ δεν συντρέχει λόγος καθορισμού δικαστικών εξόδων, λόγω του μη οριστικού χαρακτήρα της παρούσας (Μ.Μαργαρίτης «Ερμηνεία ΚΠολΔ», έκδ. 2012, σελ. 570).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 20-7-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ……./3-8-2015) έφεση των εκκαλούντων κατά της υπ’αριθμ. 2058/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στους εκκαλούντες.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της από 29-11-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …/2011) αγωγής του εφεσίβλητου, μέχρις εκδόσεως αμετάκλητης αποφάσεως επί της από   29-11-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2011) αγωγής του κατά του πρώτου εκκαλούντος, απευθυνόμενης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 21-6-2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 29-6 -2018.

             Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ