Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 679/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης      679/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και πρώην επωνυμία «………….» που εδρεύει στο ………. Αττικής, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», η οποία εδρεύει στο … της Ιρλανδίας, ………., με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σκόρδα (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – ανακόπτουσας: …………., οδός ….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Ψαλτήρα (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10.10.2024 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2024 και ειδικό ……./2024 ανακοπή της, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 15/2025 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έκανε δεκτή την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με την από 10.02.2025 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/12.02.2025 και ειδικό …../12.02.2025 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./12.02.2025 και ειδικό …./12.02.2025 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 15/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία έγινε δεκτή η από 10.10.2024 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2024 και ειδικό …../2024 ανακοπή της εφεσίβλητης – ανακόπτουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή την 13.01.2025 (βλ. τη σχετική από 13.01.2025 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ….. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 15/2025 απόφασης), η δε κρινόμενη από 10.02.2025 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……./12.02.2025 και ειδικό …../12.02.2025 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη – ανακόπτουσα με την από 10.10.2024 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2024 και ειδικό …../2024 ανακοπή της, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε, για τους αναλυτικά αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, να ακυρωθεί η από 09.07.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. ……./2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και η υπ’ αριθ. ……/19.07.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….., δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 50.000,00 ευρώ επί του αναλυτικά περιγραφόμενου στην ανακοπή ακινήτου (οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα υπό στοιχεία Δ-1 του τετάρτου ορόφου της πολυώροφης οικοδομής κειμένης στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού ………..) ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας, το οποίο εκτίθετο αρχικά σε δημόσιο αναγκαστικό (ηλεκτρονικό) πλειστηριασμό την 26.02.2025, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……, ενώ η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας επιδόθηκε στην εφεσίβλητη – ανακόπτουσα την 19.07.2024, με επισπεύδουσα την καθ’ ης η ανακοπή, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….¨, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της απαίτησης που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……./24.08.2004 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εφεσίβλητης-ανακόπτουσας ως οφειλέτριας και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….» ως δανείστριας, και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστή­ριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 15/2025 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και αφού έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 933, 934 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, ήτοι εντός της προθεσμίας των σαράντα πέντε ημερών από την επίδοση στην ανακόπτουσα της υπ’ αριθ. ……/19.07.2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, στη συνέχεια έκανε δεκτό ως ορισμένο, νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο τον έκτο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα υποστήριξε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης είναι άκυρες ως καταχρηστικές, διότι εκκρεμεί η εκδίκαση της από 22.06.2024 αίτησης αναίρεσης που αυτή άσκησε κατά της υπ’ αριθ. 1012/2022 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης πτωχευτικής ικανότητας, η από 11.07.2024 αίτησή της για την υπαγωγή της επίδικης οφειλής της στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010, και, παρελκούσης της έρευνας των υπόλοιπων λόγων ανακοπής, έκανε δεκτή την ανακοπή στο σύνολό της, ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι την από 09.07.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …./2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και την υπ’ αριθ. …./19.07.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . ………, ενώ επέβαλε σε βάρος της εκκαλούσας-καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ανακόπτουσας. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με την κρινόμενη έφεσή της, για τον διαλαμβανόμενο σε αυτήν μοναδικό λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας.

Κύριο αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής με την οποία επιδιώκεται, λόγω της διαπλαστικής της φύσης, η ακύρωσή της, είναι το κύρος της, ενώ η ισχύς και το μέγεθος της απαίτησης, της οποίας έχει διαταχθεί η πληρωμή, όταν αμφισβητείται με την ανακοπή, είναι απλώς προδικαστικό ζήτημα του ανωτέρω κυρίου  ζητήματος (ΟλΑΠ 10/1997 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1831/2012 ΝΟΜΟΣ). Σε αντιστοιχία με τα ισχύοντα γενικά στις διαπλαστικές δίκες, το αντικείµενο της δίκης της ανακοπής οριοθετείται διττώς και συγκεκριµένα όχι µόνο από το ακυρωτικό της αίτηµα, αλλά και από τους προβαλλόµενους με αυτή λόγους ανακοπής, οι οποίοι και προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεµοδικίας, που επάγεται η άσκησή της  (ΟλΑΠ 10/1997 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 341/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 83/2020 ΝΟΜΟΣ). Προς θεμελίωση του διαπλαστικού αιτήματος ακύρωσης της διαταγής πληρωμής μπορούν να προταθούν τόσο λόγοι σχετιζόμενοι με την έλλειψη της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έκδοσή της, όσο και αντιρρήσεις ως προς την ύπαρξη, την εξέλιξη ή την απόσβεση της ουσιαστικής απαίτησης, ήτοι ο ανακόπτων μπορεί να επικαλεστεί οποιαδήποτε ουσιαστική, διακωλυτική ή αποσβεστική, εν όλω ή εν μέρει, ένσταση, λόγω της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή, την οποία αυτή αφορά, είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία αυτή πήγαζε (ΟλΑΠ 10/1997 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 438/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 214/2020 ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ισχυρισμοί, που ανάγονται σε επιγενόμενη από την έκδοση της διαταγής πληρωμής απόσβεση της απαίτησης, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγους της ανωτέρω ανακοπής, ούτε να προταθούν με οποιοδήποτε τρόπο στη σχετική δίκη, αφού εξ ορισμού δεν υπήρχαν κατά την έκδοσή της και συνεπώς, ήταν αντικειμενικά αδύνατη για τον λόγο αυτό, η προβολή τους. Τα επιγενόμενα της έκδοσης της διαταγής πληρωμής περιστατικά, όπως η εν όλω ή εν μέρει απόσβεση της απαίτησης μπορούν να προταθούν μόνο μέσω της προβλεπόμενης στο άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπής κατά της εκτέλεσης (ΑΠ 844/2021 ΝΟΜΟΣ,   ΑΠ 1094/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1371/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1344/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης πλήττεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή, η οποία αποτελεί και το μόνο πρόσφορο για την προσβολή της ένδικο βοήθημα. Και στην περίπτωση αυτή κύριο αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι το κύρος της πράξης εκτέλεσης της οποίας ζητείται η ακύρωση, ενώ η ισχύς και το μέγεθος της απαίτησης, της οποίας επιτάσσεται η πληρωμή, όταν αμφισβητείται με την ανακοπή, είναι απλώς προδικαστικό ζήτημα του κυρίου τούτου ζητήματος (ΑΠ 1329/2014 ΝΟΜΟΣ). Οι δε προβαλλόμενοι λόγοι μπορεί να αφορούν την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου, τη διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής (ΑΠ 83/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 476/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 153/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία, ωστόσο, περίπτωση πρέπει η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής να μην έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της τυχόν ασκηθείσας κατά της διαταγής πληρωμής, ανακοπής (ΑΠ 83/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 792/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 153/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 23/2019 ΝΟΜΟΣ). Οποιοσδήποτε, όμως, και, εάν είναι ο λόγος της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προσβάλλεται με αυτήν, και όχι η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, έστω και, εάν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητάς της ή της ανυπαρξίας ή ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί (ΑΠ 83/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 792/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 153/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 23/2019 ΝΟΜΟΣ). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η προγενέστερη άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση, μετά την έναρξη της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, και εκείνης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, η οποία βάλλει κατά των πράξεων εκτέλεσης, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή βασίζεται στους ίδιους λόγους, που ήδη έχουν προβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ. Ούτε εκλείπει στη συγκεκριμένη περίπτωση το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος για την άσκησή της διότι αυτό θεμελιώνεται επαρκώς αφενός μεν, στην ανάγκη τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 934 του ΚΠολΔ, αφετέρου δε, στο γεγονός ότι η ακύρωση πράξης εκτέλεσης μόνο με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να επιτευχθεί (ΕφΙωανν 157/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 23/2019 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον το αίτημα για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής διαφέρει και λειτουργικά από το αίτημα για την ακύρωση της πράξης εκτέλεσης, ώστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, η δε παρεχόμενη έννομη προστασία, που επιτυγχάνεται με το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ δεν θεωρείται ισοδύναμη με εκείνη, που επάγεται το αίτημα για ακύρωση της πράξης εκτέλεσης. Επιπροσθέτως, επιχείρημα υπέρ της δυνατότητας παράλληλης επίκλησης εκ μέρους του ανακόπτοντος των ίδιων λόγων, τόσο με την ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, όσο και με εκείνη του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, αντλείται από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 935 του ΚΠολΔ, καθώς η διάταξη αυτή αφορά μόνο τη σχέση μεταξύ διαδοχικών ανακοπών του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, χωρίς να διαλαμβάνει ειδική ρύθμιση και για την περίπτωση της διαδοχικής άσκησης ανακοπών των άρθρων 632 και 933 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 1340/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 εδ. α’ και 222 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, η οποία δημιουργείται με την κατάθεση, μεταξύ άλλων, και της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, δεν μπορεί να ασκηθεί άλλη (δεύτερη) ανακοπή για την ίδια επίδικη διαφορά. Σε περίπτωση δε που τέτοια ανακοπή ασκηθεί, αναστέλλεται αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της, εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Προκειμένου δε, να υπάρχει εκκρεμοδικία πρέπει οι δύο δίκες να ταυτίζονται πλήρως, να έχουν, δηλαδή, το ίδιο αντικείμενο ή το αντικείμενο της πρώτης να είναι ευρύτερο εκείνου της δεύτερης, οπότε η δεύτερη είναι, κατά λογική αναγκαιότητα, περιττή. Αντίθετα, εάν οι δύο δίκες δεν ταυτίζονται πλήρως, είτε διότι έχουν διαφορετικό αντικείμενο, είτε διότι το αντικείμενο της δεύτερης είναι ευρύτερο εκείνου της πρώτης, τότε η δεύτερη δίκη δεν είναι περιττή, αφού με αυτήν ζητείται διαφορετική ή μείζων προστασία σε σχέση με εκείνη, που ζητήθηκε με την πρώτη δίκη. Για την ύπαρξη, συνεπώς, της εκκρεμοδικίας απαιτείται η σύμπτωση της ιστορικής και νομικής αιτίας, καθώς και του αιτήματος των δύο δικών (ΑΠ 34/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 53/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 249/2019 ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι με την άσκηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής δημιουργείται εκκρεμοδικία ως προς το δικονομικό δικαίωμα ακύρωσής της. Κατά την κρατούσα άποψη, την οποία και προκρίνει ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο, στην περίπτωση άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ και εκείνης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται εκκρεμοδικία από την πρώτη χρονικά ασκηθείσα ανακοπή, καθώς ναι μεν, οι δύο ανακοπές αντιμετωπίζουν τα ίδια προδικαστικά ζητήματα, πλην όμως, τα κύρια αντικείμενά τους είναι διαφορετικά δεδομένου ότι δεν συμπίπτει το αίτημά τους ως προς την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, καθώς η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής κατατείνει στην ακύρωσή της, ενώ η ανακοπή κατά της εκτέλεσης κατατείνει στην ακύρωση πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 5/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1340/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2229/2014 ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται δε ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 4 του ΚΠολΔ, ως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις, που προβάλλονται με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης, είναι απαράδεκτες στην έκταση, που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψή της, ή σε περίπτωση μη άσκησής της, μετά την παρέλευση άπρακτης της προβλεπόμενης στο 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προθεσμίας. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις, που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες, που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν με εξαίρεση τις ενστάσεις εκείνες, που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί  να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Καλύπτονται, συνεπώς, από το δεδικασμένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, ασχέτως της νομικής τους θεμελίωσης, ενώ από εκείνες, οι οποίες  δεν προτάθηκαν, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθούν κατά την διάρκεια προηγούμενης δίκης, καλύπτονται οι ενστάσεις του δικονομικού δικαίου, οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή, εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών και οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή, εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγόμενου (ή ανακόπτοντος), ώστε να αποτελούν παράλληλα και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Συνεπώς, η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν δύναται πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης, η με αυτή βεβαιουμένη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 633 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠολΔ, δεδικασμένο με αποτέλεσμα τυχόν προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά στο κύρος της εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, που είτε προτάθηκαν στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και απορρίφθηκαν είτε, εάν ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν, να προβάλλονται απαράδεκτα (ΑΠ 1203/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 58/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 243/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2007/2021 ΝΟΜΟΣ). Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, και κατά την άποψη την οποία υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, ως μόνη λύση για την αποφυγή της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων προβάλει η αναστολή (αναβολή) της εκδίκασης της δεύτερης ανακοπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 του ΚΠολΔ (ΑΠ 5/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1340/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2229/2014 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τη διατύπωση και τον σκοπό της τελευταίας αυτής διάταξης, η οποία έχει θεσπιστεί, μεταξύ άλλων, για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα, προκειμένου να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 141/2019 ΝΟΜΟΣ) συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, ή ορθότερα, και παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, την αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής ή ανακοπής, στην περίπτωση εκείνη, που η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιον του, εξαρτάται ολικά ή μερικά, από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημά της, δηλαδή, συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση  ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ότι η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού αυτού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα, συντελώντας στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα πρέπει να αναβληθεί. Κατά την άσκηση της ανωτέρω ευχέρειας ο δικαστής σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσής της, ώστε να διατάσσει την αναστολή της, μόνο όταν αυτό ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος, προκειμένου να μην παρελκύεται η δίκη (ΕφΠατρ 131/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 320/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1204/2019 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση, συνεπώς, ταυτότητας των προβαλλόμενων λόγων καθίσταται σκόπιμη η εφαρμογή του άρθρου 249 του ΚΠολΔ για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 749/1995 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2229/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 200/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το σύνολο των προβαλλόμενων λόγων της κρινόμενης ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ κατά της από 09.07.2024 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …../2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της υπ’ αριθ. …………./19.07.2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………, η εφεσίβλητη-ανακόπτουσα βάλλει τόσο κατά του κύρους του εκτελεστού τίτλου, επί του οποίου εδράζεται η επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση, όσο και κατά της απαίτησης την οποία αυτός ενσωματώνει. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη-ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο ανακοπής ισχυρίζεται ότι η από 09.07.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …../2023 διαταγής πληρωμής ενσωματώνει απαίτηση μη ληξιπρόθεσμη και μη απαιτητή, λόγω έλλειψης έγγραφης καταγγελίας της υπ’ αριθ. ………./24.08.2004 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας ως οφειλέτριας και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………» ως δανείστριας, με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται ότι η επιδικασθείσα σε βάρος της απαίτηση, ύψους 113.317,58 ευρώ, που απορρέει από την υπ’ αριθ. …../2023 διαταγή πληρωμής, είναι ουσιαστικά αβάσιμη και αναπόδεικτη βάσει της προσκομιζόμενης κίνησης του τηρηθέντος για την εξυπηρέτηση της σύμβασης υπ’ αριθ. …………… λογαριασμού, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται ότι η επιδικασθείσα σε βάρος της απαίτηση τυγχάνει μη νόμιμη διότι ενσωματώνει αυθαίρετες και αναπόδεικτες χρεώσεις τόκων υπερημερίας την 24.01.2021 και την 07.02.2022, με τον τέταρτο λόγο ανακοπής ότι η επιδικασθείσα σε βάρος της απαίτηση τυγχάνει μη νόμιμη και μη εκκαθαρισμένη διότι ενσωματώνει παράνομα οφειλόμενα ποσά της εισφοράς του Ν. 128/1975, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται ότι κατά της υπ’ αριθ. ……./2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ήδη ασκήσει την από 05.02.2024 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2024 και ειδικό ……./2024 ανακοπή της, κατ’ άρθρο 632 του ΚΠολΔ, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη δικάσιμο της 16.05.2025, και ως εκ τούτου ότι ιδρύεται εκκρεμοδικία από την πρώτη χρονικά ασκηθείσα ανακοπή της, κατ’ άρθρο 632 του ΚΠολΔ, αφού οι λόγοι της προγενέστερης αυτής ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ ταυτίζονται πλήρως με τους λόγους της υπό κρίση ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, επιπλέον δε αναμένεται μετά βεβαιότητας ότι οι λόγοι αυτοί θα γίνουν δεκτοί και ότι θα ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ………/2023 διαταγή πληρωμής, με τον έκτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης είναι άκυρες ως καταχρηστικές, διότι εκκρεμεί η εκδίκαση της από 22.06.2024 αίτησης αναίρεσης που αυτή άσκησε κατά της υπ’ αριθ. 1012/2022 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης πτωχευτικής ικανότητας, η από 11.07.2024 αίτησή της για την υπαγωγή της επίδικης οφειλής της στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010. Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψε ότι η εφεσίβλητη-ανακόπτουσα έχει ασκήσει την προσκομιζόμενη από 05.02.2024 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2024 και ειδικό …./2024 ανακοπή της, κατ’ άρθρο 632 του ΚΠολΔ, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη δικάσιμο της 16.05.2025 και η οποία επιδόθηκε στην εκκαλούσα-καθ’ ης η ανακοπή την 06.02.2024 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/06.02.2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……………), με την οποία ζητεί την ακύρωση της υπ’ αριθ. …………/2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Από την αντιπαραβολή των προαναφερθέντων λόγων που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση ανακοπή, κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ, με εκείνους που περιέχονται στην πρώτη χρονικά ασκηθείσα ανακοπή, κατ’ άρθρο 632 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αυτοί ταυτίζονται πλήρως, χωρίς να προτείνεται κάποιος πρόσθετος και αυτοτελής λόγος με την κρινόμενη από 01.10.2024 ανακοπή, σε σχέση με τους λόγους της προγενέστερης από 05.02.2024 ανακοπής, πλην του πέμπτου λόγου της υπό κρίση ανακοπής περί ύπαρξης εκκρεμοδικίας εξαιτίας της άσκησης της προγενέστερης από 05.02.2024 ανακοπής. Ωστόσο, δεν τίθεται ζήτημα εκκρεμοδικίας, τη συνδρομή της οποίας, ως αρνητικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης εξετάζει και αυτεπαγγέλτως το παρόν Δικαστήριο, μεταξύ της από 05.02.2024 ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ με την κρινόμενη από 01.10.2024 ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, καθώς μεταξύ των ανωτέρω υποθέσεων δεν υπάρχει πλήρης ταυτότητα διαφοράς, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 222 παρ. 1 του ΚΠολΔ, έστω και, εάν οι προβαλλόμενοι λόγοι ταυτίζονται, αφού η από 05.02.2024 ανακοπή βάλλει κατά της υπ’ αριθ. ……./2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ η κρινόμενη από 01.10.2024 ανακοπή βάλλει κατά του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι της από 09.07.2024 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …../2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της υπ’ αριθ. …../19.07.2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….., και ως εκ τούτου τα αντικείμενα των δύο δικών δεν συμπίπτουν, λόγω της διαφοράς των αιτημάτων αυτών, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πλην όμως, ενόψει του γεγονότος ότι η βασιμότητα της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……./2023 διαταγή πληρωμής και το κύρος της ως εκτελεστού τίτλου, αποτελούν προδικαστικά ζητήματα στην παρούσα δίκη, τα οποία και εξετάζει το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 331 του ΚΠολΔ), επιβάλλεται η εφαρμογή του άρθρου 249 του ΚΠολΔ, για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Συνεπώς, ένεκα του δεδικασμένου, που θα παραχθεί από την τελεσίδικη απόφαση επί της από 05.02.2024 ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, και της συνακόλουθης άμεσης επίδρασης της κρίσης αυτής στο αντικείμενο της παρούσας δίκης, ήτοι στην εγκυρότητα ή μη των πράξεων της επισπευδόμενης σε βάρος της εφεσίβλητης-ανακόπτουσας εκτέλεσης, προκύπτει η άμεση εξάρτηση της παρούσας δίκης από την έκβαση της δίκης επί της από 05.02.2024 ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, που εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ως εκ τούτου, προς το σκοπό εναρμόνισης των δικαστικών κρίσεων και αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, πρέπει να ανασταλεί η εκδίκαση της παρούσας δίκης, κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, ως προς άπαντες τους διαλαμβανόμενους στην υπό κρίση 01.10.2024 ανακοπή λόγους, οι οποίοι ταυτίζονται με τους προβαλλόμενους με την προγενέστερη από 05.02.2024 ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ λόγους, μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, που έχει διανοιγεί με την προαναφερθείσα ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Σημειωτέον ότι δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί της δικαστικής δαπάνης, καθώς αυτή δεν είναι οριστική επί του αντικειμένου της υπόθεσης (βλ. ΑΠ 608/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 261/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 239/2025 ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10.02.2025 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 15/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Αναστέλλει την εκδίκαση της παρούσας δίκης, κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, ως προς άπαντες τους διαλαμβανόμενους στην κρινόμενη από 01.10.2024 ανακοπή λόγους, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 05.02.2024 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2024 και ειδικό ……/2024 ανακοπής, κατ’ άρθρο 632 του ΚΠολΔ, κατά της υπ’ αριθ. …./2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 14.11.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ