Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 685/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός  685/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) ΤΟΥ  ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………..ο οποίος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «………..» [ΑΦΜ ……….], η οποία εδρεύει στο ………. Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ………….., οι οποίοι κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Ροντήρη [Ν. ΓΩΓΙΟΣ – Α. ΝΑΣΙΚΑΣ Δικηγορική Εταιρεία].

Β) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «……..» [ΑΦΜ ……….], η οποία εδρεύει στο ………. Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άγγελο Ροντήρη [Ν. ΓΩΓΙΟΣ – Α. ΝΑΣΙΚΑΣ Δικηγορική Εταιρεία]

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., ο οποίος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος …………., ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 11.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………./14.5.2021 αγωγή, σε βάρος των ανωτέρω εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α εφέσεως και δη σε βάρος της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «……………» και του …………., υπηρετούντος ως Πλοιάρχου στο περιγραφόμενο στην αγωγή πλοίο, με την οποία ζητούσε αφενός μεν να υποχρεωθεί η ανωτέρω ναυτιλιακή εργοδότριά του εταιρεία να του καταβάλει το ποσό των ευρώ 12.708,52 ως διαφορές αποδοχών, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στη αγωγή, αφ’ ετέρου δε, αμφότεροι οι εναγόμενοι, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, κυρίως το ποσό των ευρώ 1.962.189,36, άλλως και επικουρικώς το ποσό των ευρώ 395.407,90, συνεπεία του περιγραφόμενου στην αγωγή τραυματισμού του το οποίο συνιστά εργατικό ατύχημα, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Συζητήσεως δε γενομένης αυτής την 25.11.2021, αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη η με αριθμό 2287/2022 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «……………..» και υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 6.941,98, καθώς και μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκ ποσού ευρώ 250,00 κατά τα λοιπά δε, ανεβλήθη η έκδοση οριστικής αποφάσεως και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί, επιμελεία του επιμελέστερου των διαδίκων, ιατρική πραγματογνωμοσύνη, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω απόφαση. Κατόπιν της διενέργειας της ως άνω διαταχθείσας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, με την από 8.2.2023 κλήση του, ο ενάγων επανέφερε προς συζήτηση, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την ανωτέρω αγωγή του, συζητήσεως δε γενομένης αυτής την 21.3.2023, εξεδόθη, αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 1068/2024 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος του δευτέρου εναγομένου και καταδικάσθηκε ο ενάγων στην καταβολή της ορισθείσας στο ποσό των ευρώ 10.000 δικαστικής δαπάνης αυτού και έγινε εν μέρει δεκτή η ίδια αγωγή, σε βάρος της πρώτης εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας, με την οποία υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 53.679,51, με το νόμιμο τόκο από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 300,00 ως δικαστική δαπάνη.

Αμφότερες τις ανωτέρω αποφάσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προσέβαλαν οι ηττηθέντες εν μέρει στον πρώτο βαθμό και δη ο ενάγων με την από 28.5.2024 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …../3-6-2024 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …../4-6-2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του και η ανωτέρω πρώτη εναγομένη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την από 14.6.2024 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/14-6-2024 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………./14-6-2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου), οι οποίες προσδιορίσθηκαν προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και ζητούν ο μεν ενάγων την εξαφάνιση αυτών, επί τω τέλει όπως γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανωτέρω αγωγή του, η ανωτέρω δε εναγομένη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία την εξαφάνιση αυτών, επί τω τέλει όπως απορριφθεί στο σύνολό της η ανωτέρω αγωγή του ενάγοντος.

Κατά τη συζήτηση των ενδίκων εφέσεων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, οι οποίες εκφωνήθηκαν  με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων της ανωτέρω υπό στοιχείο Α εφέσεως και της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β εφέσεως, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος η υπό στοιχεία Α έφεση και εφεσιβλήτου η υπό στοιχείο Β έφεση, κατέθεσε εμπροθέσμως τις προτάσεις του και παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 28.5.2024  και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/3-6-2024 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../4-6-2024 και β) από 14.6.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./14-6-2024 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../14-6-2024 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του ενάγοντος ………., ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και αφετέρου της εδρεύουσας στο ……. Κρήτης, νομίμως εκπροσωπουμένης εναγομένης ναυτικής εταιρείας  με την επωνυμία «………….», ήδη εκκαλούσας – εφεσιβλήτου κατά των υπ’ αριθμ. 2287/2022 και 1068/2024 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες εξεδόθησαν κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκαν εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 11.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………../14.5.2021 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης και του δευτέρου εναγομένου της αγωγής αυτής, ήδη δευτέρου εφεσιβλήτου της υπό στοιχείο Α εφέσεως, ……….., με την δεύτερη εκ των οποίων (με αριθμό 1068/2024 απόφαση) απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της η ανωτέρω αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο (………..), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη με αριθμό 1068/2024 απόφαση επεδόθη με επιμέλεια των εναγομένων στον ενάγοντα, την 15.5.2024, όπως προκύπτει από την από 15.5.2024 σχετική επισημείωση επί του προσκομιζόμενου ως σχετικό VII αντιγράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως, του δικαστικού επιμελητή …………., οι ένδικες δε εφέσεις, ασκήθηκαν την 3-6-2024 και 14-6-2024, αντίστοιχα, ήτοι εντός της προβλεπομένης με τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ τριακονθήμερης προθεσμίας, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, …………., στην από 11.5.2021 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε, την 30.7.2019, με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο “Μ” και ήδη «Φ», νηολογίου Πειραιά, κόρων ολικής χωρητικότητας 21.094,52, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης εταιρείας, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους στην αγωγή πλόες, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού έτους 2019 και σύμφωνα με τους όρους αυτής. Ότι η εν λόγω σύμβαση λύθηκε την 6.10.2019, εκ του λόγου ότι έκλεισε το ναυτολόγιο και την 7.10.2019, δυνάμει νέας συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, αυτός (ενάγων) ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο με την αυτή ειδικότητα, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των Μεσογειακών Τουριστικών πλοίων έτους 2019 μηνιαίου μισθού και σύμφωνα με τους όρους αυτής. Ότι την 6.11.2019, οπότε το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Ανκόνα, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, συνεπεία πτώσης του από κινητό ικρίωμα, τραυματίσθηκε σοβαρά στα κάτω άκρα του, με αποτέλεσμα την πλήρη και διαρκή ανικανότητά του προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, αλλά και οποιοδήποτε άλλου ισοδυνάμου κοινωνικώς και οικονομικώς επαγγέλματος. Ότι ο περιγραφόμενος στην αγωγή βαρύτατος τραυματισμός του και η συνεπεία τούτου ανικανότητά του προς εργασία, οφείλονται στην αποκλειστική υπαιτιότητα των προστηθέντων από τη εναγόμενη Πλοιάρχου, Υπάρχου και Ναυκλήρου του ανωτέρω πλοίου, καθώς και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης και των εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων της στην ξηρά (DPA – Designated Person Ashore), οι οποίοι, από βαρύτατη αμέλεια και έλλειψη της στοιχειώδους προσοχής και επιμέλειας, στην οποία ήταν ιδιαίτερα υποχρεωμένοι λόγω του επαγγέλματος και της ιδιότητάς τους, ενήργησαν αντίθετα προς τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών και συναλλακτικών ηθών, καθώς επίσης αντίθετα προς τις, θεσπίζουσες ειδικούς όρους ασφάλειας των εργαζομένων στα πλοία, διατάξεις των άρθρων 4 παρ.3, 13, 27 παρ.1 και 2, 31, 52 παρ.3 του ΒΔ 683/1960, των Κεφαλαίων  5.4.1, 7.7.3 και 7.7.9 του Κυρίου Εγχειριδίου Ασφαλούς Διαχείρισης (Κ.Ε.Α.Δ.) του πλοίου, των άρθρων 10 «περί συντήρησης του πλοίου και του εξοπλισμού»,  5 και 6 «περί ευθύνης και αρμοδιότητας του πλοιάρχου» του Παραρτήματος 1 του Κώδικα ISM, των άρθρων 3 παρ.1, 2 και 3 και 6 παρ.1 και 2 του ΠΔ 395/1994, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Π.Δ. 155/2004. Συγκεκριμένα, ισχυρίσθηκε ότι, όσον αφορά στον δεύτερο εναγόμενο Πλοίαρχο, τον Ύπαρχο και τον Ναύκληρο του ανωτέρω πλοίου (α) δεν φρόντισαν και δεν μερίμνησαν ώστε να εξασφαλιστεί η ευστάθεια του ικριώματος το οποίο χρησιμοποίησε ο ενάγων, από την πτώση από το οποίο υπέστη την περιγραφόμενη στην αγωγή του σωματική βλάβη και δη δεν μερίμνησαν ώστε τα στοιχεία στήριξης αυτού (ικριώματος) ασφαλίζονταν έναντι του κίνδυνου ολίσθησης, είτε με στερέωση στην επιφάνεια εργασίας, είτε με αντιολισθητική διάταξη, είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ισοδύναμης αποτελεσματικότητας, καθώς και ότι η φέρουσα επιφάνειά του έχει επαρκή αντοχή και ότι τυχαία μετακίνηση αυτού (κινητού ικριώματος) κατά την εκτέλεση των εργασιών σε ύψος, εμποδίζεται με κατάλληλες διατάξεις, (β) δεν ήλεγξαν προσωπικά, ως όφειλαν, κατά τις ανωτέρω διατάξεις ότι, όλα τα απαραίτητα μέτρα είχαν ληφθεί για εργασία σε ύψος, αφού η χρησιμοποιηθείσα υπ’ αυτού σκαλωσιά ήταν ακατάλληλη για εργασία σε ύψος τεσσάρων περίπου μέτρων, δεν είχε στηρίγματα στη βάση της, ούτε και συνοδευόταν από προστατευτικό δίκτυ προστασίας περιμετρικά αυτής, ούτε έφερε μεταλλικό χειρολισθήρα ύψους ενός μέτρου από το δάπεδο εργασίας και μεταλλική ράβδο στο μέσον του διαστήματος, για προστασία έναντι της πτώσεως (άρθρο 42 παρ. 4 και 2 του Π.Δ. 70/1990) και περαιτέρω, δεν έλαβαν κανένα μέτρο ασφαλείας για τη σύνδεση της ανωτέρω σκαλωσιάς με το μέτωπο εργασίας ή με άλλη σταθερή κατασκευή, ούτε εξασφάλισαν με έτερο τρόπο το αμετακίνητο αυτής, (γ) κατά παράβαση του κεφ. 7.7.3. του ΚΕΑΔ του πλοίου και των ανωτέρω διατάξεων, δεν φρόντισαν να υπάρχει βοηθητικό προσωπικό στην περιοχή της ανωτέρω εργασίας του ενάγοντος, προκειμένου να ρυθμίζει και εποπτεύει τις εργασία αυτού και φροντίζει για την ασφάλειά του, κρατώντας την σκαλωσιά κατά την πτώση του, (δ) δεν έγινε γραπτή εκτίμηση των κινδύνων εκτέλεσης της συγκεκριμένης εργασίας, (ε) δεν υπέδειξαν στον ενάγοντα τον ορθό τρόπο εκτέλεσης της ανωτέρω εργασίας, ούτε παρείχαν σε αυτόν [ενάγοντα] επαρκείς πληροφορίες, ούτε και γραπτές οδηγίες χρήσης σχετικά με τον εξοπλισμό εργασίας που χρησιμοποιείται κατά την εργασία. Επιπροσθέτως, αυτοί (στ) κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 63 και 64 του ΠΔ 70/1990, του άρθρου 16 του ΠΔ 1349/81, του άρθρου 9 παρ. 4 περιπτ. 4.4. β του ΠΔ 395/1994, του άρθρου 10 του ΠΔ 396/1994 και του Κεφ. 7.7.3 και 7.7.9. του ΚΕΑΔ του πλοίου, δεν του χορήγησαν τον προβλεπόμενο εξοπλισμό ασφαλείας, αν και αυτός (ενάγων) εζήτησε αυτόν και συγκεκριμένα, δεν του χορήγησαν ζώνη ασφαλείας και ειδικά υποδήματα. Περαιτέρω, ο Ναύκληρος του ανωτέρω πλοίου, ως Προϊστάμενος του ενάγοντος και ο Ύπαρχος, ως γενικότερος Προϊστάμενος του προσωπικού καταστρώματος του ιδίου πλοίου (ζ) δεν ήλεγξαν προσωπικά ως όφειλαν ότι όλα τα απαραίτητα μέτρα είχαν ληφθεί, ούτε ευρίσκοντο στο χώρο εργασίας αυτού (ενάγοντος) προκειμένου να του χορηγήσουν σχετικές οδηγίες για την εξασφάλιση της σωματικής του ακεραιότητας και δεν παρακολούθησαν την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας του, (η) δεν μερίμνησαν ώστε στον τόπο όπου έλαβε χώρα ο ανωτέρω τραυματισμός του (ενάγοντος) να ευρίσκεται κάποιο μέλος του πληρώματος, προκειμένου να ρυθμίζει και εποπτεύει τις εργασίες καθαρισμού και φροντίζει για την ασφάλεια αυτού και συγκεκριμένα, να κρατά τη σκαλωσιά και (γ) κατά παράβαση του κεφ. 7.7.9. του ΚΕΑΔ του πλοίου δεν προέβησαν σε έλεγχο για τη χρήση υπ’ αυτού του εξοπλισμού ασφαλείας και δη ελαστικών υποδημάτων, τα οποία κατά τον ενάγοντα θα μπορούσαν να αποτρέψουν την απότομη και κατακόρυφη πτώση του, καθώς επίσης να απορροφήσουν τους έντονους κραδασμούς από την πτώση αυτού και ζώνη ασφαλείας, μέσω της οποίας μετά βεβαιότητος θα είχε αποτραπεί η σφοδρότητα της πτώσης του. Έτι περαιτέρω, ο Πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου και δεύτερος εναγόμενος, εν γνώσει του και κατά παράβαση ειδικών όρων για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων στη θάλασσα, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή, σε συνεννόηση με τον πρώτη εναγόμενη εταιρεία, δεν απέλυσε αυτόν (ενάγοντα) αμέσως με την επιστροφή του στο πλοίο από το Νοσοκομείο “OSPEDALI RIUNITT’ της Ανκόνας, όπου αρχικά μετά τον τραυματισμό του διεκομίσθη, ούτε έλαβε υπόψη του τη γνωμάτευση των ιατρών του ως άνω Νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία αυτός (ενάγων) έπρεπε να επισκεφθεί εκ νέου, νωρίς το πρωί της ίδιας ημέρας, την Ορθοπεδική κλινική του ανωτέρω Νοσοκομείου προκειμένου να υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό και ενδεχομένως σε χειρουργική επέμβαση, αλλά αντιθέτως, υποτιμώντας την σοβαρότητα του τραυματισμού του, τον υποχρέωσε να παραμείνει στο ανωτέρω πλοίο για τριάντα οκτώ τουλάχιστον ώρες από την επιστροφή του σε αυτό από το Νοσοκομείο της Ανκόνα, έως τη στιγμή που μετέβη στο Νοσοκομείο του Ρίου, με συνέπεια την επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του, αν και η έκταση των σωματικών του βλαβών θα περιορίζονταν με την έγκαιρη απόλυσή του και την άμεση εισαγωγή του στο νοσοκομείο της Ανκόνα. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης και ο εξουσιοδοτημένος από αυτήν εκπρόσωπος της στην ξηρά (DPA), αν και ήταν υπεύθυνοι (α) να εκπονήσουν ένα διαρθρωμένο και τεκμηριωμένο σύστημα, που επιτρέπει στο προσωπικό του πλοίου να εφαρμόζει αποτελεσματικά την πολιτική αυτών σε θέματα ασφάλειας (άρθρο 1.1.4 του Κώδικα ISM), (β) να διασφαλίζουν την ασφάλεια στη θάλασσα, την πρόληψη ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής και την αποφυγή ζημιών στο περιβάλλοντα και στα αγαθά (άρθρο 1.2.1 του Κώδικα ISM), (γ) να προβλέπουν ασφαλείς πρακτικές κατά τη λειτουργία του πλοίου και ασφαλές εργασιακό περιβάλλον (άρθρο 1.2.2.1 του Κώδικα ISM), (δ) να καθιερώνουν μέτρα προστασίας έναντι όλων των προσδιορισθέντων κινδύνων (άρθρο 1.2.2.2 του Κώδικα ISM), (ε) να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς υποχρεωτικούς κανόνες και κανονισμούς και ότι λαμβάνονται υπόψη οι ισχύοντες κώδικες, κατευθυντήριες γραμμές και πρότυπα, που συνιστώνται από τον Οργανισμό, τις Διοικήσεις, τους Νηογνώμονες και τους Οργανισμούς της Ναυτιλιακής Βιομηχανίας (άρθρα 1.2.3.1 και 1.2.3.2 του Κώδικα ISM), (ζ) να καθιερώνουν διαδικασίες που να διασφαλίζουν ότι το πλοίο συντηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών κανόνων και κανονισμών και να διασφαλίζουν ότι διενεργούνται επιθεωρήσεις σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και ότι τηρούνται αρχεία των επιθεωρήσεων αυτών (άρθρα 10.2.1 και 10.2.4 του Κώδικα ISM) και (η) να καθιερώνουν διαδικασίες στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας, για τον προσδιορισμό του εξοπλισμού και των τεχνικών συστημάτων, των οποίων η αιφνίδια βλάβη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επικίνδυνες καταστάσεις και να ενσωματώνουν στη διαδικασία της λειτουργικής συντήρησης/ καθημερινότητας του πλοίου τις επιθεωρήσεις αυτές (άρθρο 10.4 του Κώδικα ISM), παρά τούτα [α] δεν χρησιμοποιούσαν σύστημα καταγραφής της κατάστασης των ικριωμάτων του πλοίου (εξοπλισμού), δοθέντος ότι η σκαλωσιά η οποία εν προκειμένω χρησιμοποιήθηκε ήταν ακατάλληλη λόγω του βάρους της και της γενικότερης κατασκευής της (πολύ ελαφριά για την συγκεκριμένη εργασία και κινητή), με αποτέλεσμα τον τραυματισμό αυτού, ούτε τηρούσαν αρχεία ελέγχου της κατάστασης των σκαλωσιών, ώστε να διαγνωσθεί εγκαίρως από το προσωπικό του πλοίου η κακή κατάσταση της επίδικης και δεν φρόντισαν για την αντικατάσταση αυτής με πλέον κατάλληλη. Ότι συνεπεία του τραυματισμού του κατέστη ολικώς και δια βίου ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, αλλά και οποιοδήποτε άλλου ισοδύναμου κοινωνικά και οικονομικά επαγγέλματος. Επίσης, με την ως άνω αγωγή, ο ενάγων εζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, η πρώτη ως εργοδότρια του και ο δεύτερος, προστηθείς υπό της πρώτης εναγομένης, Πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου, να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, συνεπεία του ενδίκου τραυματισμού του, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής α) κυρίως, ως αποζημίωση του, για την απώλεια του εισοδήματός του από την αδυναμία του προς εργασία, το χρονικό διάστημα από 6-11-2019 έως συμπληρώσεως της ηλικίας των εξήντα πέντε ετών, οπότε θα συνταξιοδοτείτο και δη έως την 4-8-2046, το ποσό των 1.962.189,36 ευρώ, εφάπαξ, επικαλούμενος σπουδαίο λόγο, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, άλλως το ποσό των 5.178,16 ευρώ μηνιαίως, προσαυξανόμενο ετησίως κατά ποσοστό 3% για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα (από 6.11.2019 έως 4.8.2046), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επιπλέον, επικαλούμενος ότι, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης και των προστηθέντων αυτής υπαλλήλων της μεταξύ των οποίων από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου, Πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου κατά το χρόνο επέλευσης του ενδίκου συμβάντος και τον βαρύτατο τραυματισμό του, που τον έχει καταστήσει ανίκανο προς εκτέλεση οιαδήποτε εργασίας υπέστη και ηθική βλάβη, ενόψει της έκτασης των σωματικών του βλαβών, του άλγους που συνεχίζει να νιώθει συνεπεία των σωματικών του βλαβών, της ηλικίας του, δοθέντος ότι κατά τα το χρόνο επέλευσης του ενδίκου συμβάντος ήταν μόλις τριάντα οκτώ ετών, της οικονομικής και κοινωνικής κατάσταση των διαδίκων, για την αποκατάσταση της οποίας, θα πρέπει αμφότεροι οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των 200.000 ευρώ, πέραν του ποσού των ευρώ 44,00 που επιφυλάχθηκε να αξιώσει ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι, η αναπηρία του από το ένδικο συμβάν, η οποία είναι πλήρης και διαρκής, καθιστώντας αυτόν ανίκανο για την άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, αλλά και κάθε άλλου επαγγέλματος, κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου, επιδρά δυσμενώς και επηρεάζει αποφασιστικά οποιαδήποτε μελλοντική του επαγγελματική, κοινωνική και προσωπική πρόοδο και εξέλιξη και συγκεκριμένα, εκ του εν λόγω ατυχήματος, υποφέρει και θα υποφέρει και στο μέλλον, για το υπόλοιπο της ζωής του, από συνεχή και έντονα άλγη στο αριστερό του πόδι, από αστάθεια, χωλότητα και δυσχέρεια βάδισης και στάσης, γεγονός που του προκαλεί αίσθημα προσωπικής και κοινωνικής απαξίας και μειώνει την αυτοεκτίμησή του, ενώ επιπρόσθετα, του δημιουργεί συναισθηματική ανασφάλεια, ευερεθιστικότητα και έκπτωση στη λειτουργικότητά του. Περαιτέρω, στο επίπεδο της ευρύτερης κοινωνικής του ζωής, η αναπηρία του, μειώνει την προσωπικότητά του, επηρεάζει και θα επηρεάζει και μελλοντικά την ψυχική του διάθεση και αναστέλλει κάθε επιθυμία του για ανάπτυξη οιασδήποτε κοινωνικής δραστηριότητας, του δημιουργεί τάσεις απομονώσεως και μόνιμο αίσθημα απογοητεύσεως και μειονεξίας, όσον δε αφορά στην επαγγελματική του ζωή, πρόοδο και εξέλιξη, η αναπηρία του, του στερεί τη δυνατότητα άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος, το οποίο είναι το μοναδικό επάγγελμα το οποίο εγνώριζε και ασκούσε έως του τραυματισμού του, η άσκηση του οποίου προϋποθέτει άρτια σωματική, πνευματική και ψυχική κατάσταση και υγεία, καθώς και την επαγγελματική του ανέλιξη με την απόκτηση διπλώματος και προσόντων ανώτερων ειδικοτήτων, όπως αυτής του Ναυκλήρου επιβατηγών πλοίων, επιτυγχάνοντας τοιουτοτρόπως υψηλότερες αποδοχές από την εργασία του και καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Λόγω της δυσμενούς επιδράσεως της μονίμου αναπηρίας του στην οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική του εξέλιξη και της δυσμενούς επίδρασής αυτής στο μέλλον του, εζήτησε όπως υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ενεχόμενοι εις ολόκληρον να του καταβάλουν ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 931 ΑΚ, το ποσό των ευρώ 100.000, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. β) Επικουρικώς, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της κύριας ως άνω βάσεως της αγωγής του, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 551/1915, ο ένδικος τραυματισμός του αποτελεί εργατικό ατύχημα, λόγω δε της ολικής δια βίου ανικανότητάς του προς εργασία, πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό των 95.407,90 ευρώ ως αποζημίωση. Επιπλέον δε, να του καταβάλουν το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης, πέραν του ποσού των ευρώ 44 που επιφυλάχθηκε να αξιώσει ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων και το ποσό των ευρώ 100.000 ως αποζημίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 931 ΑΚ, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι, ο ίδιος παρείχε τις υπηρεσίες του στο ανωτέρω πλοίο καθόλο το χρονικό διάστημα από την 30.7.2019 έως την 6.11.2019, που εκτελούσε καθημερινά, κατά τον ένδικο χρόνο έως την 6.10.2019 ακτοπλοϊκούς πλόες σε λιμένες του εσωτερικού, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, εφεξής δε έως του ενδίκου τραυματισμού του και της εκ του λόγου τούτου αποναυτολογήσεώς του, μεσογειακούς πλόες, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, εργαζόμενος ημερησίως επί δέκα τέσσερις [14] ώρες. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, καθημερινών και ημερών Κυριακής κατά τις οποίες εργάσθηκε και δη συνολικά το ποσό των ευρώ 5.184,53, αναλογία εκ ποσού ευρώ 1.382,27 Δώρου Χριστουγέννων 2019, καθώς και την εκ ποσού ευρώ 6.141,72 αμοιβή του για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 30.7.2019 έως 6.10.2019, ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, εργοδότριά του, να του καταβάλει, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, το συνολικό χρηματικό ποσό των 12.708,52 ευρώ, νομιμότοκα από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Ζήτησε, τέλος, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αρχικά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 2287/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αυτή (ένδικη αγωγή) έγινε δεκτή, ως ορισμένη, απορριφθέντος, σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, και νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 270 297, 298, 299, 330 εδ. α’, 648 επ., 662, 914, 922, 928 – 932, 481 επ., 346 εδ.α ΑΚ , άρθρα 1, 2, 3, 16 παρ.1, 4 Ν. 551/1995, άρθρα 1, 2, 3 και 4 του ΠΔ 395/1994 καθώς και ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ αυτού, άρθρα 6 και 16 του ΠΔ 1349/1981, 53, 54, 57, 60, 74, 75 και 76 του Κ.Ι.Ν.Δ (Ν. 3816/1953), ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 (ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019, ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων  έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.10/56166/24.7.2019), της ΥΑ 70109/8008 της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς, 74 αρ.1, 907, 908 παρ.1 στ. ε, 106, 176, 191 παρ.2, 907, 908 παρ. 1 ε’ ΚΠολΔ, πλην (α) του αιτήματος αυτής όπως συνυπολογισθεί στο επίδομα Δώρου Χριστουγέννων 2019 και το επίδομα ιματισμού, αίτημα το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο εκ του λόγου ότι, το εν λόγω επίδομα δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης υπ’ αυτού εργασίας, αλλά προς εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και (β) του αιτήματος επιδίκασης τόκων υπερημερίας, διότι κρίθηκε ότι αυτό υπεβλήθη το πρώτον απαραδέκτως δια της προσθήκης επί των προτάσεων τις οποίες ο ενάγων κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, αυτή (ένδικη αγωγή), έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και συγκεκριμένα, επιδικάσθηκε σε βάρος της πρώτης εναγομένης εργοδότριας του ενάγοντος εταιρείας και υπέρ του ενάγοντος, δια καταψηφιστικής διατάξεως που κηρύχθηκε στο σύνολό της προσωρινώς εκτελεστή, το συνολικό ποσό των ευρώ 6.941,98 και δη (α) το ποσό των ευρώ 790,38 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 1.101,99 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά το χρονικό διάστημα από 30.7.2019 έως 6.10.2019, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη των ημερών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, (β) το ποσό των ευρώ 1.341,19 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 για την απασχόληση αυτού (ενάγοντος) στο ανωτέρω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 30.7.2019 έως 6.10.2019, (γ) το ποσό των ευρώ 1.382,34 για αμοιβή αυτού κατά την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές από το εν λόγω πλοίο και δη 11,7 δρομολόγια κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, (δ) το ποσό των ευρώ 1.242,36 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής και αργιών και το ποσό των ευρώ 1.083,72 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες, κατά το χρονικό διάστημα από 7.10.2019 έως 6.11.2019,  αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων εργάσθηκε επί δέκα τέσσερις ώρες καθ’ εκάστη των ημερών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, απορριφθείσας ως απαράδεκτης της με τις προτάσεις το πρώτον προβληθείσας ενστάσεως της εναγομένης περί εξοφλήσεως των απαιτήσεων από την υπερωριακή του απασχόληση, η οποία εκτιμήθηκε ως ένσταση συμψηφισμού καθώς και της περί καταβολής ενστάσεως αυτής όσον αφορά στην αιτούμενη αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, εκ του λόγου ότι, οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν προτάθηκαν και προφορικά, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Κατά τα λοιπά, αναφορικά με τις απαιτήσεις του ενάγοντος συνεπεία του επικαλούμενου εργατικού ατυχήματός του, με την ως άνω απόφαση, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής αποφάσεως και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο προκειμένου και για τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην ως άνω απόφαση. Τέλος, επεδίκασε σε βάρος της πρώτης εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και δη το ποσό των ευρώ 250,00. Κατόπιν διενέργειας της διαταχθείσας, με την ανωτέρω απόφαση, ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η εν λόγω υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με την από 8,2.2023 κλήση του ενάγοντος. Συζητήσεως δε αυτής γενομένης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εξεδόθη, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1068/2024 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία (α) απορρίφθηκε στο σύνολό της η ένδικη αγωγή καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος του δευτέρου εναγομένου, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ένδικος τραυματισμός του ενάγοντος δεν οφείλεται σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτού (δευτέρου εναγομένου), (β) απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της η ένδικη αγωγή καθό μέρος αυτή ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας και με αυτήν ο ενάγων αξίωνε αποζημίωση συνεπεία του ενδίκου τραυματισμού του κατά τις περί κοινού δικαίου διατάξεις, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων δεν απέδειξε παραβίαση των υπ’ αυτού (ενάγοντος) επικαλούμενων ειδικών διατάξεων περί των όρων ασφαλείας των εργαζομένων ναυτικών, καθώς επίσης και τα αιτήματα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος από το επικαλούμενο από αυτόν εργατικό ατύχημα, καθώς και το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης του ποσού των ευρώ 100.000, κατά τις διατάξεις του άρθρου 931 ΑΚ, καθόσον κατά το αποδεικτικό της πόρισμα δεν απεδείχθη πταίσμα των εναγομένων ή των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης και (γ) έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η αξίωση αποζημίωσης αυτού (ενάγοντος) κατά την επικουρική βάση της αγωγής και επιδικάσθηκε το ποσό των ευρώ 53.679,51, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο τραυματισμός του ενάγοντος αποτελεί εργατικό ατύχημα, διότι ο τραυματισμός του δεν θα επέρχονταν χωρίς την εργασία του, αφού απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του ισχυρισμός της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας ότι το ατύχημα έλαβε χώρα εκ προθέσεως του ενάγοντος, συνεπεία δε τούτου ότι αυτός (ενάγων) κατέστη πλήρως και διαρκώς ανίκανος προς εργασία, με αποτέλεσμα να δικαιούται το ποσό των ευρώ 95.407,90 έναντι του οποίου, δέχθηκε, κατ’ αποδοχή σχετικής περί μερικής καταβολής ενστάσεως της πρώτης εναγομένης, ότι αυτός έλαβε το ποσό των ευρώ 41.728,39 και επεδίκασε το ποσό των ευρώ 53.679,51 νομιμοτόκως από της επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Περαιτέρω, αφού κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των ευρώ 18.000, επεδίκασε σε βάρος του ενάγοντος, την ορισθείσα στο ποσό των ευρώ 10.000, δικαστική δαπάνη του δευτέρου εναγομένου, σε βάρος δε της πρώτης εναγομένης, επεδίκασε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των ευρώ 300,00. Κατά αμφοτέρων των ανωτέρω αποφάσεων, παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η πρώτη εναγομένη – εργοδότρια εταιρεία, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντες έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό των εκκαλουμένων αποφάσεων, με τις συνεκδικαζόμενες, με την παρούσα απόφαση, εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Ο ενάγων άσκησε κατά των ως άνω αποφάσεων την ανωτέρω, υπό στοιχείο Α, έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την κρίση του α) ότι ο τραυματισμός του δεν προήλθε από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων μελών του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, των νομίμων εκπροσώπων της της πρώτης εναγομένης και των εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων της (πρώτης εναγομένης) στην ξηρά (DPA – Designated Person Ashore), αλλά συνιστά εργατικό ατύχημα κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 551/1915 και απέρριψε εσφαλμένως τις αξιώσεις του προς αποζημίωση, χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 931 ΑΚ, με τον πρώτο λόγο έφεσης, κρίση την οποία με τον ίδιο λόγο έφεσης πλήττει και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 16 του Ν. 551/1995, αλλά και για ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία, (β) αναφορικά με την κρίση του ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν βαρύνεται με αμέλεια ως προς την επέλευση του ενδίκου συμβάντος, αν και αυτός (δεύτερος εναγόμενος) δεν φρόντισε, ως όφειλε, για τη διακομιδή του (ενάγοντος) στο πλησιέστερο νοσοκομείο την επομένη ημέρα του ατυχήματος, προκειμένου ο ενάγων να εξετασθεί από ιατρό ορθοπεδικό, (γ) επί του αγωγικού κονδυλίου της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησής του, κατά το χρονικό διάστημα από 30.7.2019 έως 6.10.2019, αναφορικά με την κρίση της ότι αυτός (ενάγων) εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη των αναφερομένων σε αυτή ημερών του ενδίκου χρονικού διαστήματος, ως προς το οποίο (κονδύλιο) ειδικότερα, με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από τον ίδιο αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) εργάζονταν επί δέκα τέσσερις ώρες καθ’ εκάστη, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του, (δ) επί του κονδυλίου αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2019, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μειωμένων, έναντι των πράγματι δικαιουμένων υπ’ αυτού τακτικών αποδοχών, αφού ελήφθη υπόψη μέσος όρος αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση κατώτερη από αυτήν που πράγματι εδικαιούτο, (ε) επί του κονδυλίου αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ειδικότερα, ισχυρίζεται αφενός μεν ότι δεν υπολογίσθηκαν δρομολόγια εξπρές του ανωτέρω πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 9.9.2019 έως 6.10.2019 και επιπλέον ότι, η αμοιβή του για την απασχόληση του στα εν λόγω δρομολόγια υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μειωμένων, έναντι των πράγματι δικαιουμένων υπ’ αυτού τακτικών αποδοχών, αφού ελήφθη υπόψη μέσος όρος αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση κατώτερη από αυτήν που πράγματι εδικαιούτο, (στ) καθό μέρος δεν επιδικάσθηκαν οι αιτούμενοι με την αγωγή του νόμιμοι τόκοι από της επιδόσεως της αγωγής, με τον έκτο λόγο έφεσης, (ζ) επί της αιτουμένης, υπ’ αυτού, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1915, αποζημιώσεως λόγω του εργατικού του ατυχήματος, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον έβδομο λόγο έφεσης, τον οποίο ασκεί επικουρικά και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης του πρώτου λόγου εφέσεως, ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μειωμένων, έναντι των πράγματι δικαιουμένων υπ’ αυτού τακτικών αποδοχών, αφού ελήφθη υπόψη μέσος όρος αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση κατώτερη από αυτήν που πράγματι εδικαιούτο και (η) αναφορικά με την κρίση του ότι δεν δικαιούται χρηματική ικανοποίηση καθώς επίσης αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 931 ΑΚ, με τον όγδοο λόγο έφεσης. Ζητεί δε να εξαφανισθούν οι εκκαλούμενες αποφάσεις, επί τω τέλει όπως γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανωτέρω αγωγή του και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη, αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας. Και 2) η πρώτη εναγομένη εργοδότρια του ενάγοντος εταιρεία με την ένδικη ανωτέρω υπό στοιχείο Β έφεσή της, με την οποία πλήττει τις εκκαλούμενες αποφάσεις, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (α) επί του κονδυλίου της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον πρώτο λόγο έφεσης το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως πλήττεται και για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, για ανεπαρκή αιτιολογία και για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 106 ΚΠολΔ, εφόσον με την πρώτη εκκαλουμένη απόφαση, επιδικάσθηκε ποσό πλέον του αιτηθέντος, ισχυριζόμενη ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά οι αποδείξεις τις οποίες επικαλείται με τον ίδιο λόγο έφεσης, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) εργάσθηκε τις αναφερόμενες αναλυτικά στα πλαίσια του ίδιου λόγους έφεσης ώρες, με αποτέλεσμα για υπερωριακή εργασία κατά το χρονικό διάστημα από 30.7.2019 έως 6.10.2019 να δικαιούται το ποσό των ευρώ 2.159,10, και το ποσό τω ευρώ 1.246,19 κατά το χρονικό διάστημα από 7.10.2019 έως 7.11.2019, ποσά τα οποία του κατέβαλε, ως αναλύεται στα πλαίσια του ιδίου λόγου εφέσεως, προβάλλοντας σχετική ένσταση καταβολής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επικαλούμενη προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της έγγραφη απόδειξη, ως αναλύεται στα πλαίσια του ιδίου λόγου έφεσης, αλλά και δικαστική ομολογία του ενάγοντος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στα πλαίσια του ιδίου λόγου έφεσης, (β) επί του κονδυλίου αναλογίας δώρου εορτών Χριστουγέννων 2019, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει αυξημένων, έναντι των πράγματι δικαιουμένων υπ’ αυτού τακτικών αποδοχών, αφού ελήφθη υπόψη μέσος όρος αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση ανώτερη από αυτήν που πράγματι εδικαιούτο, περαιτέρω δε επικαλούμενη έγγραφη απόδειξη και δικαστική ομολογία του ενάγοντος, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως ειδικότερα αναλύεται στα πλαίσια του ιδίου λόγου έφεσης, προέβαλε ισχυρισμό περί μερικής καταβολής αυτού και δη κατά το ποσό των ευρώ 947,87, (γ) επί της αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές με τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο κυρίως πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη μη απόρριψη ως αορίστου του εν λόγω κονδυλίου, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον ίδιο (τρίτο) λόγο έφεσης, επικουρικά ισχυρίσθηκε ότι, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε δεκτό ότι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια εξπρές, ενώ αυτό δεν εκτέλεσε τέτοια δρομολόγια, επιπλέον δε η εν λόγω αμοιβή υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει αυξημένων, έναντι των πράγματι δικαιουμένων υπ’ αυτού τακτικών αποδοχών, αφού ελήφθη υπόψη μέσος όρος αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση ανώτερη από αυτήν που πράγματι εδικαιούτο, (δ) επί της νομίμως προβληθείσας υπ’ αυτής ένσταση, περί αποκλειστικής υπαιτιότητος, άλλως συνυπαιτιότητος σε ποσοστό 99% του ιδίου του ενάγοντος στην ανικανότητά του προς εργασία συνεπεία της άρνησής του να υποβληθεί εγκαίρως στην υποδειχθείσα από τους θεράποντες ιατρούς του χειρουργική επέμβαση, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απεφάνθη επ’ αυτού, (ε) επί του ύψους των μηνιαίων αποδοχών που απετέλεσαν τη βάση υπολογισμού της προβλεπομένης από τις διατάξεις του άρθρου 1 και 3 του Ν. 551/1915 αποζημιώσεως, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, τον οποίο άσκησε επικουρικώς και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης του τετάρτου λόγου έφεσης, με τον οποίο (πέμπτο λόγο έφεσης) ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει αυξημένων, έναντι των πράγματι δικαιουμένων υπ’ αυτού τακτικών αποδοχών, αφού ελήφθη υπόψη μέσος όρος αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση ανώτερη από αυτήν που πράγματι εδικαιούτο, (στ) επί του ισχυρισμού της, ο οποίος υπεβλήθη επικουρικώς και υπό την αίρεση ότι γίνει δεκτή η κύρια βάση της αγωγής ως προς τις συνθήκες τραυματισμού του ενάγοντος, περί εκ προθέσεως πρόκλησης του εν λόγω ατυχήματος υπ’ αυτού (ενάγοντος), ο οποίος απερρίφθη ως αβάσιμος στην ουσία του υπό της δεύτερης εκκαλουμένης αποφάσεως, με τον έκτο λόγο έφεσης, επικαλούμενη έννομο συμφέρον για την περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του εκκαλούντος ενάγοντος, (ζ) επί της καταδίκης αυτής στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι έπρεπε να απορριφθεί το αίτημα του ενάγοντος περί καταδίκης αυτής στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και περαιτέρω, έπρεπε να καταδικασθεί αυτό στην ιδική της δικαστική δαπάνη. Ζήτησε δε, με την εν λόγω έφεσή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή του ενάγοντος και να καταδικασθεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Επιπλέον, η εκκαλούσα με την ένδικη έφεσή της, υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ. επειδή, όπως ισχυρίζεται, κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των (24.247,79) ευρώ, το οποίο οι εκκαλούμενες αποφάσεις του επεδίκασαν και ως προς το οποίο κηρύχθηκαν αυτές προσωρινά εκτελεστές, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της εκδοθεισομένης αποφάσεως. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, τυγχάνει νόμιμο, ως θεμελιούμενο στις διατάξεις του άρθρου 914 ΚΠολΔ.

III. Με το άρθρο 1 του Ν. 551/1915, το οποίο εφαρμόζεται και στη σύμβαση ναυτολόγησης, κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 ν.3816/1958 “περί κυρώσεως του κώδικος ιδιωτικού ναυτικού δικαίου” (ΟλΑΠ 26/1995), όπως αυτό (άρθρο 1 του Ν. 551/1915) τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 εδ. α Εισ.Ν. Α.Κ.), σύμφωνα με το οποίο «Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρ. 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ` ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα», εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας (περιλαμβανομένου και του θανάτου), η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παροχή της εργασίας (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 1153/2025 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ], εφόσον η ανικανότητα αυτού προς εργασία διαρκεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ημερών, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο παθών προκάλεσε με δόλο το ατύχημα [ΑΠ 210/2025 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ. που ορίζει ότι «1. Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, καθώς και όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται.». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή των περιστατικών που απαρτίζουν την αξιόποινη πράξη, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως, ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεως του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει την πράξη του αυτή. Με ενδεχόμενο δηλαδή δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το «αποδέχεται» (ΟλΑΠ 4/2010, ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 286/2017, δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Δεν εντάσσεται, όμως, στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου η «ενσυνείδητη αμέλεια» για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος (ΑΠ 19/2014 δημοσιευμένη στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά τα πλαίσια της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή (ΑΠ 153/2017, ΑΠ 286/2017, δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Εφόσον, επέλθουν οι δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος δημιουργείται προεχόντως αξίωση του παθόντος για αποκατάσταση της υλικής, θετικής ή αποθετικής ζημίας αυτού (ΑΚ 297, 298, 330), το ύψος της οποίας καθορίζεται κατ` αποκοπή με βάση τα όσα ο νόμος αυτός ορίζει, αναλόγως της έκτασης και της διάρκειας της ανικανότητας. Η ευθύνη του εργοδότη για την ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι αντικειμενική, δηλαδή δεν προϋποθέτει δικό του πταίσμα [ΑΠ 210/2025 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ιδίου νόμου, καθορίζεται η έκταση της εν λόγω αποζημιώσεως, ο τρόπος υπολογισμού του και τα δικαιούμενα αυτής πρόσωπα και συγκεκριμένα ορίζεται ότι «Η κατά το άρθρ. 1 αποζημίωσις: 1) Εν περιπτώσει πλήρους διαρκούς ανικανότητος περιλαμβάνει εξ (6) ετών μισθούς και δεν είναι κατωτέρα (των πεντήκοντα πέντε χιλιάδων δραχμών), εάν δε το σύνολον των μισθών των εξ (6) ετών υπερβαίνη  (τας εκατόν δέκα χιλιάδας δραχμάς), προστίθεται εις το ποσόν των εκατόν δέκα χιλιάδων το εν τέταρτον της τοιαύτης υπερβάσεως. 2. Εν περιπτώσει μερικής διαρκούς ανικανότητος περιλαμβάνει το εξαπλάσιον του ποσού καθ` ο ηλαττώθη ή δύναται να ελαττωθή το ετήσιον εκ μισθού εισόδημα του παθόντος, ουδέποτε δε είναι ολιγώτερον (των δραχμών δέκα εξ χιλιάδων πεντακοσίων). Επί ελαττώσεως δε υπερβαινούσης (τας πεντήκοντα πέντε χιλιάδας δραχμάς) προστίθεται εις το ποσόν των πεντήκοντα πέντε χιλιάδων το εν τέταρτον της τοιαύτης υπερβάσεως. 3. Εν περιπτώσει πλήρους προσκείρου ανικανότητος, μη παρατεινομένης πέρα των δύο ετών είναι ημερησία και ίση προς το ήμισυ του μισθού τον οποίον ελάμβανεν ο παθών κατά την ημέραν του ατυχήματος. Καταβάλλεται δε από της πέμπτης μετά το ατύχημα ημέρας ή από της ημέρας του ατυχήματος, προκειμένου περί ανικανότητος διαρκεσάσης πλέον των δέκα ημερών. Μετά την παρέλευσιν των δύο ετών η ανικανότης θεωρείται διαρκής και το καταβληθέν λόγω προσκαίρου ανικανότητος ποσόν εκπίπτεται εκ του ποσού της δια διαρκή ολικήν ανικανότητα, κατά τον παρόντα νόμον, προσηκούσης αποζημιώσεως. 4. Εν περιπτώσει μερικής προσκαίρου ανικανότητος, μη παρατεινομένης πέρα των δύο ετών είανι ημερησία και ίση προς το ήμισυ της ελαττώσεως την οποίαν εξ αυτής υφίσταται ή δύναται να υποστή ο μισθός ον ελάμβανεν ο παθών κατά την ημέραν του ατυχήματος, καταβάλλεται δε από της πέμπτης μετά το ατύχημα, ημέρας ή από της ημέρας του ατυχήματος, προκειμένου περί ανικανότητος διαρκεσάσης πέρα των δέκα ημερών. Μετά την παρέλευσιν των δύο ετών η ανικανότης θεωρείται ως διαρκής και το καταβληθέν λόγω προσκαίρου ανικανότητος ποσόν εκπίπτεται εκ του ποσού της δια διαρκή μερικήν ανικανότητα, κατά τον παρόντα νομον, προσηκούσης αποζημιώσεως. 5. Εν περιπτώσει θανάτου … .». Πλήρης και διαρκή ανικανότητα προς εργασία, υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος περιήλθε σε απόλυτη αδυναμία να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμά του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική και οικονομική μετάταξή του [ΑΠ 131/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Για τον καθορισμό δε της εν λόγω αποζημιώσεως (η οποία, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου Νόμου, σε περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών) το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που λήφθηκε πραγματικά απ΄ αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όλα τα συμβατικά και νόμιμα επιδόματα, οι προσαυξήσεις και αποζημιώσεις λόγω υπερωριακής εργασίας τα επιδόματα εορτών, Κυριακών και άδειας, η αποζημίωση άδειας και το αντίτιμο τροφής [ΑΠ 131/2007 ο.π]. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία, την οποία έλαβε από την πρόσληψή του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας, την οποία κατά το χρονικό διάστημα, που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα [ΑΠ 131/2007, ο.π.]. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του ιδίου Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες «Εις την κατά το άρθρον 1 αποζημίωσιν υποχρεούνται: οι εργοδόται οικοδομικών και άλλων τεχνικών έργων οι κυριοι επιχειρήσεων διεξαγομένων εις παντός είδους βιομηχανικά και βιοτεχνικά εργοστάσια, εργαστήρια, άλλους τόπους εργασίας, ή συνεργεία, εν οις γίνεται χρήσις μηχανικών εργαλείων οι κύριοι επιχειρήσεων μεταφοράς δια γης ή ύδατος φορτώσεως, εκφορτώσεως και αποθηκεύσεων παντός είδους οι κύριοι των μη  περιλαμβανομένων εν άρθρ. 1 του ΒΩΜΑ Νόμου του 21 Φεβρ. 1901 επιχειρήσεων ορυχείων και λατομείων, ως και πάσης εν γένει επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, εν αις κατασκευάζονται ή χρησιμοποιούνται εκρηκτικαί ή τοξικαί ύλαι ή γίνεται χρήσις μηχανής κινουμένης δια δυνάμεως άλλης πλην της του ανθρώπου ή του ζώου. Εις την αυτήν αποζημίωσιν υποχρεούται το Δημόσιον και παν εν γένει νομικόν πρόσωπον, απασχολούν απ` ευθείας εργάτας ή υπαλλήλους εις εργασίας ή επιχειρήσεις περί ων το εδ. 1 του άρθρου τούτου.» υπόχρεος για την καταβολή της κατά το άρθρο 1 αποζημιώσεως τυγχάνει ο εργοδότης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ιδίου Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες «Οι παθόντες εξ ατυχήματος του άρθρ. 1, δυναμένου ν` αποδοθή εις δόλον του εργοδότου ή του υπ` αυτού προστηθέντος προσώπου, ως και τα αντ` αυτών κατά τας διατάξεις του άρθρ. 6 δικαιούμενα πρόσωπα έχουσι το εκλεκτικόν δικαίωμα ν` ασκώσι είτε την εκ του παρόντος νόμου είτε την εκ του κοινού Αστικού Δικαίου προσήκουσαν αυτοίς προς αποζημίωσιν αξίωσιν. Το αυτό ισχύει και διά την περίπτωσιν καθ` ήν το ατύχημα επήλθεν εν εργασία ή επιχειρήσει εν ή δεν ετηρήθησαν αι διατάξεις ισχυόντων νόμων, ο/των, ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας και ένεκα της μη τηρήσεως τούτων. Η υπό των αυτών προσώπων αίτησις ή αποδοχή των κατά το άρθρ. 7 οφειλομένων εξόδων μόνον, ουδέποτε δύναται να ερμηνευθή, ως δηλούσα επιλογήν της κατά τον παρόντα νόμον αποζημιώσεως. Εν περιπτώσει επιλογής της κατά τον παρόντα νόμον αποζημιώσεως, τα αυτά πρόσωπα διατηρούσιν την κατά το κοινόν Αστικόν Δίκαιον προσήκουσαν αυτοίς αξίωσιν εναντίον του υπαιτίου του ατυχήματος προσώπου, εφ` όσον αυτό είναι διάφορον του κατά τον παρόντα νόμον προς αποζημίωσιν υποχρέου. Εάν ο υπόχρεος εις αποζημίωσιν αποδείξη ότι το ατύχημα προήλθεν εξ αμελείας του παθόντος, ο δικαστής έχει το δικαίωμα να μειώση, κατά την κρίσιν του, το ποσόν της κατά το άρθρ. 3 οφειλομένης αποζημιώσεως, αλλ` ουχί κατωτέρω του ημίσεος αυτού. Αμέλεια υφίσταται μόνον εάν ο παθών αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του δικαστού, παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόμων ή δ/των περί των όρων ασφαλείας ή κανονισμών περί αυτών, εκδοθέντων υπό της αρμοδίας δημοσίας αρχής ή εκδοθέντων μεν υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επικυρωθέντων δε υπό της αρχής, εφ` όσον οι κανονισμοί είναι ανηρτημένοι κατά τρόπον ευανάγνωστον εις καταφανή μέρη του τόπου της εργασίας. Η κατά το εδάφιον τούτο μείωσις δεν χωρεί εάν συντρέχη περίπτωσίς τις εκ των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζομένων.», προκύπτει ότι, ο παθών από εργατικό ατύ­χημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού Δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα μετά άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίω­ση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδο­θεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επι­χείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατά­ξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονι­σμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζο­μένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφο­ρετικά, αν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει μό­νον την αγωγή από τον Ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προ­βλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζο­μένων και, ειδικότερα, προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύο­ντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη αυτής (ασφάλειας των εργα­ζομένων). Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από τη μη τήρηση όρων που επιβάλ­λονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέω­ση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλ­λαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη Νόμου (Ολ. ΑΠ 26/1995, ΑρχΝ 1996/263, ΑΠ 11/2012, ΑΠ 1858/2011, ΜΕΠ 102/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 274/2000, Δ/νη 2000/1342, 1371). Σε κάθε όμως περίπτωση, δη­λαδή ακόμη και όταν ο εργοδότης απαλλάσ­σεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την κατ’ αυτού αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή οποιοσδήποτε μορ­φής αμέλεια) του εργοδότη ή των προστηθέντων του, που κρίνεται κατά το κοινό Δίκαιο (άρ­θρα 299, 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως των επιβαλλομένων όρων ασφαλεί­ας (Ολ. ΑΠ 1117/1986, ΝοΒ 1987/91, ΑΠ 330/2017, ΑΠ 534/2017, ΑΠ 910/2015, ΑΠ 1438/2002, Δ/νη 2004/716), αφού η αντικειμενική ευθύνη του ερ­γοδότη, κατά τον Ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλά­βης, καθόσον γι’ αυτή απαιτείται υπαιτιότητα (Ολ. ΑΠ 18/2008, ΔΕΝ 2008/1329, ΤριμΕΠ 422/2013, ΕΠ 672/2010, ΕΝΔ 2010/10, ΕΠ 901/2005, ΕΝΔ 2005/265). Αξίωση δε χρηματικής ικανοποίησης που μπορεί να συρρέει με την περιορισμένη αποζημίωση του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, έστω κι αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης για εργατικό ατύχημα κατά το κοινό δίκαιο, είναι και εκείνη εκ του άρθρου 931 ΑΚ, έτσι ώστε αυτή να επιδικάζεται παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ [ΑΠ 289/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. «η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του». Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται, όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η ένεκα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ` ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι, όμως, βέβαιο ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο, όμως, που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Κατά συνέπεια γίνεται δεκτό ότι προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί (ΑΠ 303/2023 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το ποσό που δικαιούται ο παθών κατά το άρθρο 931 του ΑΚ, δεν υπολογίζεται με τα μέτρα της αποζημίωσης, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή, να το καθορίσει κατά δίκαιη κρίση σε εύλογο χρηματικό ποσό, με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις κλίσεις του παθόντος και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 303/2023 ο.π. ). Είναι πρόδηλο ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ αξίωση για αποζημίωση, λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης, είναι διαφορετική από την κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ. αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που, κατ` ανάγκη, συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία, αλλά και από την, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν, είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 303/2023 ο.π. ΑΠ 909/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 στοιχ. α και β του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Ειδικότερα, στοιχεία του ορισμένου της αγωγής από αδικοπραξία είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης), οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του ζημιώσαντος (ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων κατ’ άρθρο 922 του Α.Κ.), η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (σε περίπτωση θανάτου) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν (Α.Π. 367/2020, Α.Π. 683/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο δε του αγωγικού αιτήματος περί της επιδικάσεως της ιδιαιτέρας αποζημιώσεως του άρθρου 931 ΑΚ, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν τις έννοιες της αναπηρίας ή της παραμορφώσεως, αλλά και τα προσδιοριστικά της αποζημιώσεως αυτής στοιχεία, τα οποία ανάγονται στις ιδιαίτερες ικανότητες, την ηλικία, τις συνθήκες ζωής του παθόντος και διακρίνουν την εν λόγω αξίωση από εκείνες των άρθρων 929 και 932 ΑΚ [ΑΠ 29/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, διατάξεις που προβλέπουν ειδικώς τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων περιέχοντας μεταξύ άλλων και στους ακόλουθους νόμους και προεδρικά διατάγματα: (α) στο πδ 1349/1981 “Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων εις τα πλοία”, που κατά το άρθρο 1 στοιχ. α` αυτού, εφαρμόζεται στα υπό Ελληνική σημαία πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 200 κόρων, ανεξαρτήτως περιοχής πλου [ΑΠ 718/2024 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Ειδικότερα, στο Δεύτερο Μέρος του Κανονισμού περί μέτρων προλήψεως ατυχημάτων, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: “Αρθρον 16. Μέσα προσωπικής προστασίας. 1. Εις τα πλοία υπάρχουν, εις επαρκή αριθμόν, μέσα δια την προσωπικήν προστασίαν του πληρώματος, εις τα οποία περιλαμβάνονται ομματοϋάλια ή προσωπίδες δια την προστασίαν των οφθαλμών, κράνη, χειρόκτια, υποδήματα εξ ελαστικού, ωτοασπίδες δια την προστασίαν εξ υψηλών θορύβων, αναπνευστήρες δια την προστασίαν εκ κονιορτού και αναπνευστικαί συσκευαί. 2. Άπαντα τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος φέρουν προστατευτικό κράνος κατά την φορτοεκφόρτωσιν, τα δε μέλη του πληρώματος μηχανοστασίου καθ` όλην την διάρκειαν της εργασίας των εις το μηχανοστάσιον ή κατά την εργασίαν εις το κατάστρωμα, εφ` όσον διενεργείται φόρτωσις” [ΑΠ 1000/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], (β) στο π.δ. 395/1994 για τις “Ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασίας τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ”  όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του ΠΔ 155/2004, το οποίο ορίζει ότι εξοπλισμός εργασίας είναι κάθε μηχανή, συσκευή, εργαλείο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά την εργασία (άρθρο 2 παρ 1), ότι ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας που τίθεται στη διάθεση του εργαζόμενου μέσα στην επιχείρηση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του. Κατά την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαμβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση ή και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας, καθώς και έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφαλείας. Όταν δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί πλήρως, κατά τον τρόπο αυτό, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο (άρθρο 3) [ΑΠ 718/2024, ΑΠ 1004/2024  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ], στο άρθρο 6 παρ. 1 ότι, στα πλαίσια της ενημέρωσης των εργαζομένων, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν στη διάθεσή τους τις επαρκείς πληροφορίες και, όταν απαιτείται, γραπτές οδηγίες χρήσης σχετικά με τον εξοπλισμό εργασίας που χρησιμοποιείται κατά την εργασία [ΑΠ 777/2017 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ] ενώ με τη διάταξη του άρθρου 9 (“Παράρτημα II παράγραφος 4 περιπτ. 4.4. β) ορίζεται ότι για την εκτέλεση προσωρινών εργασιών σε ύψος οι εργαζόμενοι πρέπει να χρησιμοποιούν κατάλληλη ζώνη ασφαλείας [ότι οι περιεχόμενες στα παραρτήματα του άρθρου 9 διατάξεις προβλέπουν ειδικώς τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων ΑΠ 425/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ], (γ) στο άρθρο 10 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II παρ. 6.1 και 8.1, του ΠΔ 396/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/656/ΕΟΚ», στο οποίο απαριθμούνται ενδεικτικά τα κατ’ ιδίαν ατομικά μέτρα προστασίας, μεταξύ των οποίων, στην παρ. 6 εκείνα που αποσκοπούν στην προστασία των ποδιών και δη υποδήματα και στην παρ.8 του σώματος από πτώση του εργαζομένου μεταξύ των οποίων και ζώνη πρόσδεσης [ΑΠ 1131/2023, ΑΠ 600/2020 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], (δ) στο άρθρο 10 του “Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων 500 κ.οχ. και άνω”, που εγκρίθηκε με το Β.Δ/μα 683/1960 (ΦΕΚ Α’ 158) στο οποίο ορίζεται ότι: “1. Ο Πλοίαρχος λαμβάνων γνώσιν ασθενείας ή ατυχήματος τινός των επιβαινόντων μεριμνά ώστε να παρασχεθή αμελλητί εις τον πάσχοντα υπό της υγειονομικής υπηρεσίας, ή ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψις, εν ελλείψει δε υγειονομικής υπηρεσίας να παρασχεθώσι αμελλητί αι πρώται βοήθειαι αιτούμενος προς τούτον οδηγίας διά του ασυρμάτου. 2. Εν περιπτώσει βαρείας ή παρατεινομένης ασθενείας οφείλει εν συνεννοήσει μετά του ιατρού, εφ’ όσον είναι δυνατόν να καταπλεύση εις τον πλησιέστερον λιμένα και να συννενοηθή μετά της Λιμενικής ή Προξενικής και της Υγειονομικής Αρχής ή εν ελλείψει ταύτης μετά της επιτόπιου Αρχής και Υγειονομικής τοιαύτης, διά την εισαγωγήν του πάσχοντος εις νοσοκομείον ή κλινικήν, εάν δε πρόκειται περί μέλους του πληρώματος δέον να έλθη εις επαφήν και μετά του αντιπροσώπου του πλοίου διά την παροχήν αυτώ των μέσων νοσηλείας, συντηρήσεως μετά την εκ του νοσοκομείου ή κλινικής έξοδον και παλιννοστήσεως κατά τας σχετικός διατάξεις…” [ΑΠ 1724/2024 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], διάταξη ειδικότερη όσον αφορά στα επιβατηγά πλοία της γενικής διάταξης του άρθρου 45 του ΒΔ 18/1836 «Περί Αστυνομίας Εμπορικής Ναυτιλίας» κατά το πρώτο εδάφιο της οποίας «Αν εις ή πολλοί ναύται ασθενήσωσι βαρέως κατά την θαλασσοπλοίαν, οι πλοίαρχοι ή κυβερνήται όχι μόνον πρέπει να τους αποβιβάζωσιν εις την ξηράν, άμα ήθελον ευρεθή πλησίον εις μέρος όπου υπάρχουν νοσοκομεία, ή ιατροί, αλλά και να χορηγώσιν εις αυτούς την απολύτως αναγκαίαν δαπάνην διά την τροφήν των μέχρι της ενδεχομένης επιστροφής των επί του πλοίου (αν τούτο συγχωρηθή) ή της επανόδου των εις την Ελλάδα..», καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 της υπ’ αριθ. 3522.2/08/2013 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Υγείας και Ναυτιλίας και Αιγαίου “περί κανονισμού για την εφαρμογή των απαιτήσεων της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας” (ΦΕΚ Β 1671/5.5.2013), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των παρ. 1 και 3 του άρθρου τρίτου του ν. 4078/2012 “Κύρωση της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας” (ΦΕΚ Α 179), στις οποίες αναφέρεται ρητά ότι οι ναυτικοί που εργάζονται επί πλοίου πρέπει να έχουν πρόσβαση σε άμεση και κατάλληλη ιατρική περίθαλψη όσο το δυνατόν εφάμιλλη με αυτή που διατίθεται γενικά στους εργαζόμενους στη ξηρά και (ε) στο π.δ. 70/1990, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 14 παρ. 2 και 36 του ν. 1568/1985 “υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων” και καθορίζει τις υποχρεώσεις των προσώπων που εμπλέκονται στην εκτέλεση κάθε ναυπηγοεπισκευαστικού έργου για την τήρηση των προβλεπόμενων σ` αυτό μέτρων ασφαλείας, διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται κατά την εκτέλεση εργασιών επισκευής ή συντήρησης επί του πλοίου από μέλη του πληρώματος (ΑΠ 2014/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εν πλω [ΑΠ 645/2013 (Ποιν) Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ], το οποίο ορίζει κατ` αρχήν, ότι στην έννοια του ναυπηγοεπισκευαστικού έργου περιλαμβάνεται και κάθε εργασία επισκευής και συντήρησης (πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος), ότι κύριος του έργου θεωρείται ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο νομέας ή ο κάτοχος του πλοίου όπου εκτελούνται, ύστερα από εντολή του και λογαριασμό του ναυπηγοεπισκευαστικό έργο (άρθρο 2 παρ. 1 και 3), στα δε άρθρα 37 επ., στο κεφάλαιο Ζ` και υπό τον τίτλο “ΙΚΡΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΞΕΔΡΕΣ (ΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ)”, προβλέπονται οι όροι ασφαλείας ως προς την τοποθέτηση και χρήση, μεταξύ άλλων και κινητών ικριωμάτων κατά την εκτέλεση των ως άνω εργασιών, μεταξύ των οποίων στο άρθρο 42 παρ.5 εδ.α αυτού ότι, τα ικριώματα πρέπει να φέρουν μεταλλικό χειρολισθήρα ύψους ενός μέτρου από το δάπεδο εργασίας και μεταλλική ράβδο στο μέσο του διαστήματος για προστασία έναντι της πτώσεως [ΑΠ 1509/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] και περαιτέρω στο άρθρο 63 προβλέπεται η υποχρέωση του εργοδότη, σε περίπτωση που οι κίνδυνοι σε βάρος της ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων δεν αποφεύγονται ή δεν περιορίζονται επαρκώς με τεχνικά μέσα συλλογικής προστασίας ή με μέτρα, μεθόδους ή διαδικασίες οργάνωσης της εργασίας, όπως εφοδιάσει τον εργαζόμενο με μέσα ατομικής προστασίας, κατάλληλα για τους κινδύνους που πρέπει να προλαμβάνουν, προσαρμοσμένα ή προσαρμόσιμα σε κάθε εργαζόμενο, ανταποκρινόμενα στις εργονομικές απαιτήσεις και τις συνθήκες του χώρου εργασίας και συμβατά απέναντι σε κάθε κίνδυνο, καθώς επίσης και υποχρέωση αφενός μεν του εργοδότη όπως επιβλέπει τη χρήση τους, αφ’ ετέρου δε του εργαζομένου όπως κάνει χρήση των μέσων ατομικής προστασίας και στο άρθρο 64 προκειμένου και για την προστασία από πτώση, τη χρήση από τον εργαζόμενο ζώνης ασφαλείας. Αντίθετα, δεν θεσμοθετούν ειδικούς όρους ασφαλείας για τους εργαζόμενους ναυτικούς, οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 3, 13, 27 παρ.1 και 2, 31, 52 παρ.3 του Β.Δ 683/1960, με το οποίο εγκρίθηκε ο κανονισμός εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων άνω των 500 κ.ο.χ και με τις οποίες (ανωτέρω διατάξεις) ρυθμίζονται οι εξουσίες και ευθύνες του πλοιάρχου των ελληνικών επιβατηγών πλοίων μεγάλης χωρητικότητας (άρθρα 4 παρ.3 και 13), οι ευθύνες του Υπάρχου (άρθρο 27 και 31) και τα καθήκοντα του Ναυκλήρου (άρθρο 52) και οι κανόνες του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code), γιατί οι εν λόγω διατάξεις δεν προβλέπουν ειδικούς όρους ασφαλείας του προσωπικού του πλοίου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 16 παρ.1 του Ν.551/1915, ήτοι δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόποι προς επίτευξη της ασφάλειας του πληρώματος, αλλά θέτουν το κανονιστικό πλαίσιο και τις προδιαγραφές για την καθιέρωση τέτοιων ειδικών κανόνων και πρακτικών, προς συμμόρφωση με τις λειτουργικές και διαχειριστικές απαιτήσεις, που θέτουν, για την διασφάλιση της ασφάλειας στην θάλασσα και της πρόληψης ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος [ΑΠ 718/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Επίσης ειδικοί όροι ασφάλειας κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ.1 του Ν.551/1915 δεν περιέχονται ούτε στα επιμέρους Κεφάλαια του Κυρίου Εγχειριδίου Ασφαλούς Διαχείρισης (Κ.Ε.Α.Δ.) του πλοίου.

ΙV. H ένδικη αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, στο οποίο περιλαμβάνεται αίτημα επιδίκασης νομίμων τόκων από της επιδόσεως της αγωγής, αφού στη σελίδα 39 αυτής αναφέρεται «Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να μου καταβάλουν, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μου μέχρι και την εξόφληση….», παραδεκτώς από άποψη παθητικής νομιμοποίησης ηγέρθη σε βάρος του δευτέρου εναγομένου, καθό μέρος με την κύρια βάση αυτής ζητείται πλήρης αποζημίωση κατά τις περί κοινού δικαίου διατάξεις, καθώς επίσης καθό μέρος αξιώνεται από τον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία του ενδίκου τραυματισμού του που τον κατέστησε ολικά ανίκανο προς εργασία και ανάπηρο και αποζημίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 931 ΑΚ (όμοια ΑΠ 1004/2024 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου) εφόσον προς θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης αυτού (δευτέρου εναγομένου) πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου, ο ενάγων επικαλείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτού (δευτέρου εναγομένου) και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομη και υπαίτιας συμπεριφοράς του και του ενδίκου τραυματισμού του, αλλά και της εμφάνισης σε αυτόν διαρκούς και μόνιμης, δια βίου, αναπηρίας προς εκτέλεση της εν λόγω εργασίας του αλλά και κάθε άλλης ισοδύναμης κοινωνικά και οικονομικά τοιαύτης, συνεπεία του οποίου (τραυματισμού του) προβάλει τις επίδικες αξιώσεις του, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εν λόγω εναγομένου που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του. Περαιτέρω, αυτή (ένδικη αγωγή) τυγχάνει νόμιμη και ως προς την κύρια βάση της, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 298. 299, 330, 648 επ., 662, 914, 922, 931, 932, 481 επ., 346 ΑΚ, 84 εδ.β του Ν. 3816/1958 περί ΚΙΝΔ και 104 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΚΔΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν.Δ/τος 187/1973, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου, περιεχομένων στις έγγραφες προτάσεις ισχυρισμών των εναγομένων, καθό μέρος αξιώνεται αποζημίωση λόγω απώλειας εισοδήματος από την ανικανότητα του ενάγοντος προς εργασία, εφόσον αυτός (ενάγων) επικαλείται με την ένδικη αγωγή του πέραν της μη τήρησης υπό των οργάνων και των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης και τον δεύτερο εναγόμενο, όρων οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, παραβίαση εκ μέρους του δευτέρου εναγομένου και των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης Υπάρχου και Ναυκλήρου του εν λόγω πλοίου διατάξεων που προβλέπουν ειδικώς τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και δη του άρθρου 16 του πδ 1349/1981 “Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων εις τα πλοία”, των άρθρων 3 παρ.1, 2 και 3, 6 παρ.1 και 2 και 9 (“Παράρτημα II παράγραφος 4 περιπτ. 4.4. β) του ΠΔ 395/1994, του άρθρου 10 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II παρ. 6.1 και 8.1 του ΠΔ 396/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/656/ΕΟΚ», επικαλείται την καθιερούμενη από το άρθρο 10 του “Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων 500 κ.οχ. και άνω”, που εγκρίθηκε με το Β.Δ/μα 683/1960 (ΦΕΚ Α’ 158) υποχρέωση του Πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, όπως, λαμβάνων γνώση ατυχήματος τινός των επιβαινόντων μεριμνά ώστε να παρασχεθή αμελλητί εις τον πάσχοντα η ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη η οποία τυγχάνει διάταξη ειδικότερη όσον αφορά στα επιβατηγά πλοία της γενικής διάταξης του άρθρου 45 του ΒΔ 18/1836 «Περί Αστυνομίας Εμπορικής Ναυτιλίας», καθώς και τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 της υπ’ αριθ. 3522.2/08/2013 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Υγείας και Ναυτιλίας και Αιγαίου “περί κανονισμού για την εφαρμογή των απαιτήσεων της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας” (ΦΕΚ Β 1671/5.5.2013), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των παρ. 1 και 3 του άρθρου τρίτου του ν. 4078/2012 “Κύρωση της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας” (ΦΕΚ Α 179) και των διατάξεων των άρθρων 63 και 64 του π.δ. 70/1990. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος αξιώνεται χρηματική ικανοποίηση εκ μέρους του ενάγοντος, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, συνεπεία του ενδίκου τραυματισμού του, καθώς επίσης και ειδική αποζημίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 931 ΑΚ, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους, διότι σε αυτή (ένδικη αγωγή) περιέχονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση των ασκούμενων εναντίον αυτών (εναγομένων) εν λόγω αξιώσεων του ενάγοντος και συγκεκριμένα, περιγράφεται η ζημιογόνος συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου Πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου και προστηθέντα της πρώτης εναγομένης, καθώς επίσης και η ζημιογόνος συμπεριφορά των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης Υπάρχου και Ναυκλήρου του εν λόγω πλοίου, αλλά και των οργάνων αυτής, η οποία συνίσταται στη μη λήψη των αναφερομένων στην αγωγή ειδικών μέτρων ασφάλειας αλλά και στην παράληψη εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, δια των οργάνων της και των προστηθέντων αυτής, της υποχρεώσεως πρόνοιας προς τους εργαζόμενους (άρθρ. 662 ΑΚ), ο παράνομος χαρακτήρας των παραλείψεων αυτών και η υπαιτιότητά τους (αμέλεια), ο τραυματισμός του ενάγοντος σε αμφότερα τα κάτω άκρα του και η συνεπεία τούτου έλλειψη της σωματικής του ακεραιότητας, αφού εμφανίζει πλέον χωλότητα, αστάθεια και αδυναμία βάδισης και στάσης και η, εκ του τραυματισμού του, πρόκληση ηθικής βλάβης σε αυτόν (ενάγοντα). Περαιτέρω, αναφέρεται με επάρκεια η δυσμενής επίδραση της μόνιμης και δια βίου έλλειψης της σωματικής ακεραιότητας του ενάγοντος στο μέλλον του, σε προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο, εφόσον εκτίθενται οι ιδιαίτερες ικανότητες, η ηλικία και οι συνθήκες ζωής του ενάγοντος έως της επελεύσεως του ενδίκου συμβάντος και περαιτέρω, αναφέρεται ότι συνεπεία της αναπηρίας του βιώνει αίσθημα μειονεξίας, έχει ανασταλεί η επιθυμία του σε κοινωνικές δραστηριότητες, αφού του δημιουργεί τάση απομόνωσης και μόνιμο συναίσθημα απογοήτευσης και μειονεξίας, καθώς επίσης η επίδραση αυτής στην πρόοδο και εξέλιξη της επαγγελματικής του ζωής.

V. Στην προκειμένη περίπτωση, τα διάδικα μέρη προβάλλουν αντιφατικούς ισχυρισμούς αναφορικά με ουσιώδη ζητήματα της επίδικης διαφοράς και δη ως προς τις συνθήκες επέλευσης του τραυματισμού του ενάγοντος. Ειδικότερα, ο ενάγων, ισχυρίζεται ότι, ο ένδικος τραυματισμός του ήταν αποτέλεσμα παράβασης ειδικών όρων ασφαλείας για τους εργαζομένους, από τον δεύτερο εναγόμενο και τους προστηθέντες της πρώτης εναγομένης εργοδότριας εταιρείας, κατά την προσπάθειά του, κατόπιν εντολής του Υπάρχου του πλοίου, να κόψει κομμάτι λαμαρίνας της «φυσούνας της σκουπιδιάρας» του πλοίου, αναφέροντας μάλιστα ότι η πτώση του από μεγάλο ύψος και δη από τη σκαλωσιά στην οποία ανέβηκε προς εκτέλεση της εν λόγω εργασίας, έλαβε χώρα μετά την ολοκλήρωση της κοπής της λαμαρίνας της «φυσούνας». Προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του αυτών επικαλέσθηκε δύο ένορκες καταθέσεις των ……………. και ……… Μάλιστα, στα πλαίσια της διενεργηθείσας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο ιατρός πραγματογνώμονας ……….. γνωμοδότησε ότι το είδος της κάκωσης που υπέστη ο ενάγων είναι αποτέλεσμα πτώσης του από μεγάλο ύψος. Τους ανωτέρω αγωγικούς ισχυρισμούς οι εναγόμενοι αρνούνται κατηγορηματικά, ισχυριζόμενοι ότι, ο ένδικος τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται σε πτώση του από τις σκάλες του πρυμναίου κλιμακοστασίου του πλοίου στο επίπεδο του καταστρώματος τέσσερα [4]. Προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών τους αυτών επικαλέσθηκαν, μεταξύ άλλων, την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένορκη εξέταση του Υπάρχου του πλοίου ……… και ένορκες βεβαιώσεις του Ναυκλήρου του πλοίου ………. και του Ναύτη ……….. Επιπλέον, οι εναγόμενοι προσεκόμισαν για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως σχετικό 39 (σχετικά σελίδα 65 εγγράφων προτάσεών τους) την από 19.2.2025 βεβαίωση – τεχνική έκθεση του Ναυπηγού …….. κατά την οποία «Με την παρούσα ο κάτωθι υπογεγραμμένος βεβαιώνω ότι ο οχετός της σκουπιδιάρας του πλοίου F με ΙΜΟ …….., υφίσταται από ναυπήγησης του πλοίου και μετά από έλεγχο δεν εμφανίζει να έχει υποστεί οποιαδήποτε αλλαγή ή τροποποίηση αυτής.», προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού τους ότι ο ενάγων δεν επενέβη επί της εν λόγω «φυσούνας» και δη δεν έκοψε κομμάτι αυτής, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και, ως εκ τούτου, ο τραυματισμός του δεν οφείλεται σε πτώση του από τη σκαλωσιά στην οποία είχε ανέλθει προς εκτέλεση της εν λόγω εργασίας. Από την εν λόγω βεβαίωση, εν τούτοις, όπως επισημαίνει και ο ενάγων δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, (σχετικά σελίδα 25) δεν προκύπτει η πηγή γνώσεως του εν λόγω Ναυπηγού ότι η εν λόγω «φυσούνα», άλλως «οχετός της εν λόγω σκουπιδιάρας» υφίσταται, άνευ αλλαγών και τροποποιήσεων, από της ναυπηγήσεώς του. Επιπλέον, οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν φωτογραφίες, ως αποτυπώνουσες την εν λόγω «φυσούνα», από την επισκόπηση των οποίων, εν τούτοις, προκύπτει ότι αυτές δεν αφορούν την ίδια «φυσούνα». Ο ενάγων μάλιστα, με την προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αμφισβήτησε ότι οι φωτογραφίες τις οποίες επικαλέσθηκαν οι εναγόμενοι, δύο εκ των οποίων ενσωμάτωσαν στις σελίδες 63 και 64 των εγγράφων προτάσεων τις οποίες κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποτυπώνουν πράγματι την επίδικη «φυσούνα» (σελ. 25 προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 415 παρ. 1 ΚΠολΔ «Το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει έναν ή περισσότερους διαδίκους για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 416 ΚΠολΔ «Η εξέταση των διαδίκων διατάσσεται ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως και διεξάγεται κατά τις διατάξεις για την εξέταση μαρτύρων». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η εξέταση διαδίκων, που αποτελεί αποδεικτικό μέσο, κατ’ άρθρο 339 ΚΠολΔ, επιτρέπεται σε κάθε Δικαστήριο και σε κάθε διαδικασία, ενώ η εξέταση αυτή μπορεί να διαταχθεί από το Δικαστήριο τόσο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, όσο και μετά απ’ αυτήν με απόφαση για επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ (βλ. Μ. Μαργαρίτης, Ερμ.ΚΠολΔ, τόμ. Ι, άρθρο 415, αρ. 3 και άρθρο 416, αρ. 1, σελ. 752). Πρέπει να σημειωθεί ότι, το ως άνω αποδεικτικό μέσο, διαφέρει από την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων (άρθρο 245 ΚΠολΔ), η οποία, μη περιλαμβανόμενη στον κατάλογο των αποδεικτικών μέσων που ορίζει το άρθρο 339 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί καν αποδεικτικό μέσο και συνακόλουθα δεν μπορεί μόνη της να στηρίξει δικανική πεποίθηση για την αλήθεια αμφισβητούμενων πραγματικών ισχυρισμών, αλλά αποβλέπει απλώς στην διευκρίνιση των ισχυρισμών αυτών και του εν γένει πραγματικού υλικού (ΑΠ 44/2010 ΕλλΔνη 2010.703, ΑΠ 380/2009 ΝοΒ 2009.1395). Η εξέταση των διαδίκων μπορεί, κατ` άρθρο 529 ΚΠολΔ, να διαταχθεί και από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (βλ. Μ. Μαργαρίτης, ό.π., άρθρο 529, αρ. 13, σελ. 960). Περαιτέρω, με το άρθρο 15 του ν. 4842/2021, η διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα του δικαστηρίου να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης που έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν επιβάλλεται η διενέργεια εξέτασης διαδίκων ή πραγματογνωμοσύνης, αντικαταστάθηκε και έλαβε την ακόλουθη μορφή: παρ 1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. Παρ. 2. Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η οποία ορίζεται το συντομότερο δυνατό, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν και παρ 3. Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο. Σε προθεσμία τριών (3) εργασίμων ημερών από τη συζήτηση της υπόθεσης μπορεί να κατατεθεί προσθήκη επί των ζητημάτων της παρ. 1. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.”, ενώ κατά το άρθρο 591 παρ. 4 ΚΠολΔ που έχει εφαρμογή στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η δυνατότητα του δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, του παρέχεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 8 του άρθρου 237 ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη αυτή: “Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου (που όμως αφορά στην τακτική διαδικασία και δεν εφαρμόζεται στην παρούσα), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη στην οποία προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Η καταχώριση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων…”. Από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, συνδυασμένων μεταξύ τους, προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να προσφύγει στην επανάληψη της δίκης για να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, την οποία οφείλει να προκαλέσει με απλή διαταγή και χωρίς να εκδώσει σχετική απόφαση. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, που η κρίση του Δικαστηρίου περί της ανάγκης διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, προϋποθέτει την έκδοση απόφασης περί του παραδεκτού και του νόμω βάσιμου του ενδίκου βοηθήματος, η αρχή της οικονομίας της δίκης επιβάλλει την παροχή δυνατότητας στο δικαστήριο να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, με την έκδοση της σχετικής απόφασης, (και όχι απλής διάταξης) συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν, μαζί με τα άλλα ζητήματα που επιλύει με οριστικές διατάξεις και διάταξη περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, την οποία και κρίνει αναγκαία για τη διαμόρφωση ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως [ΑΠ 1055/2024 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Επειδή, από όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο τούτο αδυνατεί να σχηματίσει την προσήκουσα δικανική πεποίθηση για να αχθεί σε οριστική κρίση επί της ενώπιον του διαφοράς,  κρίνεται αναγκαία η εξέταση των διαδίκων αναφορικά με το ανωτέρω ζήτημα, καθώς και σχετικά με οτιδήποτε άλλο ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο απαραίτητο, προς  πλήρη και ενδελεχή διερεύνηση της υποθέσεως και ορθή κρίση επί της διαφοράς, καθώς και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από Ναυπηγό Μηχανικό προκειμένου να ελεγχθεί η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και ειδικότερα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πράγματι το σημείο κατάληξης της «σκουπιδιάρας» του εν λόγω πλοίου και δη «φυσούνα» άλλως «οχετός» έχει υποστεί επισκευή ή συντήρηση και δη κοπή της λαμαρίνας αυτής, όπως διατείνεται ο ενάγων.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου (α) να εξετασθούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι διάδικοι, αναφορικά με τα ανωτέρω ζητήματα, καθώς και σχετικά με οτιδήποτε άλλο ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο απαραίτητο, προς  πλήρη και ενδελεχή διερεύνηση της υποθέσεως και ορθή κρίση επί της διαφοράς και (β) διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από Ναυπηγό Μηχανικό για να ελεγχθεί η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 28.5.2024  και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./3-6-2024 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./4-6-2024 και την από 14.6.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./14-6-2024 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………../14-6-2024 εφέσεις των εκκαλούντων.

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά τις ένδικες εφέσεις.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, πραγματογνωμοσύνη.
Διορίζει πραγματογνώμονα τον ……………….. ο οποίος περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και ο οποίος, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σε δημόσια συνεδρίασή του σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την προς αυτόν νόμιμη κοινοποίηση της παρούσας απόφασης και αφού λάβει υπόψη του την από 19.2.2025 βεβαίωση του Ναυπηγού ………….., τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους φωτογραφίες και τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας και όποιο άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο το οποίο δύναται να ζητήσει από τους διαδίκους, θα γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα για τα εξής: α) εάν η απόληξη «της σκουπιδιάρας» του εν λόγω πλοίου και δη η «φυσούνα», άλλως «οχετός» αυτής, τυγχάνει  η ίδια από ναυπηγήσεως του πλοίου και περαιτέρω, εάν η λαμαρίνα αυτής έχει υποστεί κοπή και μάλιστα με ψαλίδι, (β) εάν η λαμαρίνα αυτής στην απόληξή της, μπορεί να κοπεί με ψαλίδι, (γ) το ύψος και πλάτος της σκάλας του πρυμναίου κλιμακοστασίου στο επίπεδο του καταστρώματος τέσσερα (4) που οδηγεί στο κατάστρωμα τρία (3), καθώς και οτιδήποτε κρίνει ότι συμβάλει στην  πλήρη και ενδελεχή διερεύνηση της ένδικης υποθέσεως. Στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης να επισυναφθούν φωτογραφίες της ανωτέρω «φυσούνας» όπως αυτή διαπιστωθεί από τον ανωτέρω πραγματογνώμονα κατά τον έλεγχό της, καθώς και να βεβαιωθεί δια επισύναψης σχετικού αποσπάσματος, εάν σε σχέδια ναυπηγήσεως του πλοίου αποτυπώνεται η εν λόγω «φυσούνα», καθώς επίσης να επισυναφθούν στη σχετική έκθεση φωτογραφίες του ανωτέρω κλιμακοστασίου. Την έγγραφη αιτιολογημένη γνωμοδότησή του, θα περιλάβει σε έκθεση την οποία πρέπει να καταθέσει στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την όρκισή του.

Διατάσσει τη χωρίς όρκο εξέταση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, των διαδίκων, που θα εξετασθούν για τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας ζητήματα. Η εξέτασή τους θα γίνει στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε δημόσια συνεδρίαση που θα ορισθεί με την κλήση του επιμελέστερου διαδίκου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, την 18.11.2025.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ